Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου22 Αυγούστου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΒ’, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Αγαθονίκου, και των συν αυτώ Ζωτικού, Ζήνωνος, Θεοπρεπίου, Ακινδύνου, και Σεβηριανού.
Εις τον Αγαθόνικον.
Αγαθονίκου κλήσις αψευδεστάτη,
Χρηστήν βοώσα τούδε νίκην εκ ξίφους.
Εις τον Ζήνωνα, Θεοπρέπιον, και Ακίνδυνον.
Τρεις καρτερούντες μηχανήματος (ήτοι του καταπέλτου) βίαν,
Τας μηχανάς λύουσι του παμμηχάνου.
Εις τον Σεβηριανόν.
Εν Μάρτυσι τμηθείσιν αυχένας ξίφει,
Σεβηριανός τάττεται τμηθείς ξίφει.
Εις τον Ζωτικόν.
Ιδού παρ’ ημίν και Κυρηναίος νέος,
Ουκ αγγαρευθείς, αλλ’ εκών σταυρόν φέρων.
Έκτανε δευτερίη ξίφος εικάδι Αγαθόνικον.
Ο Μάρτυς του Χριστού Αγαθόνικος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει σϞη’ [298]. Επιάσθη δε από τον κόμητα, Ευτόλμιον ονομαζόμενον, ο οποίος εστάλθη από την Νικομήδειαν υπό του βασιλέως, εις τα μέρη της Μαύρης Θαλάσσης, δια να θανατώση τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς. Πλέωντας δε με καΐκιον, επήγεν εις το εμπόριον, το λεγόμενον Κάρπην, και εκεί ευρήκε τον Άγιον Ζωτικόν με τους μαθητάς του, ομολογούντας τον Χριστόν. Όθεν εκαταδίκασεν αυτόν να αποθάνη με θάνατον του σταυρού. Έπειτα εγύρισεν εις την Νικομήδειαν, και μαθών, ότι ο λεγόμενος Πρίγκιψ επίστευσεν εις τον Χριστόν, δια μέσου ενός Αγαθονίκου, όστις εχώριζε τους Έλληνας από τα είδωλα, και επρόσφερεν αυτούς εις τον Χριστόν, τούτο λέγω μαθών, έστειλε και επίασε και τους δύω. Και τον μεν Αγαθόνικον, έδειρε δυνατά, τον δε Πρίγκιπα, ομοίως και άλλους Χριστιανούς, οπού ήτον δεδεμένοι, επήρε μαζί του και τους επήγεν εις την Θράκην, οπού ήτον ο βασιλεύς, ίνα παρά του βασιλέως κριθώσιν.
Ερχόμενος δε εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Ποταμός, εκεί εθανάτωσε με το μηχανικόν όργανον του καταπέλτου (το οποίον ήτον όμοιον με κοντάρι) τον Άγιον Ζήνωνα, και Θεοπρέπιον, και Ακίνδυνον, επειδή δεν εδύνοντο πλέον οι μακάριοι να περιπατούν, δια τας προτέρας πληγάς και δαρμούς οπού έλαβον. Έπειτα πηγαίνωντας κοντά εις την Χαλκηδόνα, εθανάτωσε με σπαθί τον Άγιον Σεβηριανόν, διατί εκήρυττε παρρησία τον Χριστόν. Όταν δε επήγεν εις το Βυζάντιον, τότε επαραστάθη εις αυτόν ο πρότερον υπ’ αυτού δαρθείς Άγιος Αγαθόνικος, μαζί με τον Πρίγκιπα και τους δεσμίους, οπού είχε μαζί του ο κόμης. Όθεν εύγαλε τον Μάρτυρα Αγαθόνικον έξω του Βυζαντίου, και έδειρεν αυτόν πάλιν δυνατά. Είτα επήρεν αυτόν μαζί του, και όταν έφθασεν εις την Σιλυβρίαν, εις τόπον λεγόμενον Άμμους, όπου ευρίσκετο ο βασιλεύς, εκεί απεκεφάλισε τον Μάρτυρα Αγαθόνικον, και τον Πρίγκιπα και τους λοιπούς Χριστιανούς, όσους επήρε μαζί του ο κόμης από την Νικομήδειαν, και έτζι έλαβον όλοι τους στεφάνους της αθλήσεως. Τελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εις τον Άγιον Ναόν τους, τον ευρισκόμενον εις την Καινούπολιν, και εις τον Ναόν της Αγίας Θεοδώρας, και εις το Μοναστήριον του Ξηροκέρκου. (Σημείωσαι, ότι το ελληνικόν τούτου Μαρτύριον σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «Μαξιμιανός ο βασιλεύς εκ Νικομηδείας απάρας».)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Ανθούσης, και Αθανασίου του βαπτίσαντος αυτήν, και των δύω οικετών αυτής Χαρισίμου και Νεοφύτου.
Εις την Ανθούσαν.
Ανθήσαν εκ γης της Σελευκείας ρόδον,
Ανθούσαν εδρέψαντο χείρες Αγγέλων.
Εις τον Αθανάσιον.
Αθανάσιος καν τεθνήξωμαι ξίφει,
Τοις ζώσι Χριστού ζων τετάξομαι φίλοις.
Εις τους οικέτας.
Δούλοι δύω τμηθέντες εύρον οι δύω,
Την ευγένειαν, ην απώλεσαν πάλαι.
Αύτη η Αγία Ανθούσα ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ουαλλεριανού, εν έτει σνδ’ [254], καταγομένη μεν από την πόλιν της Σελευκείας την εν Συρία ευρισκομένην, θυγάτηρ δε υπάρχουσα Αντωνίου και Μαρίας, οι οποίοι ήτον πολλά πλούσιοι, προσκολλημένοι όμως εις την θρησκείαν των ειδώλων. Αύτη λοιπόν κρυφίως πιστεύσασα εις τον Χριστόν, ηγάπα να λάβη το Άγιον Βάπτισμα, και επιθυμούσε να ιδή τον Επίσκοπον Αθανάσιον, ο οποίος εκήρυττε τον λόγον του Θεού, εις την Ταρσόν της Κιλικίας. Όθεν εκατάπεισε την μητέρα της, και της έδωκε δύω μουλάρια, επάνω δε εις το ένα καβαλικεύσασα η Οσία, επήρε μαζί της και τους δύω της ευνούχους και δούλους, Χαρίσιμον και Νεόφυτον, και εσχηματίσθη, ότι έχει να υπάγη εις την ανατροφόν της. Εις καιρόν λοιπόν οπού επήγαινεν εις τον δρόμον, γίνεται θαύμα φοβερόν. Ο γαρ Αθανάσιος σηκωθείς από Αγίους Αγγέλους, έφθασεν εις τον δρόμον και εστάθη έμπροσθεν εις την Ανθούσαν. Βλέπουσα δε τούτον η Αγία, και μαθούσα ότι είναι ο ζητούμενος Αθανάσιος, έπεσεν εις τους πόδας του, και επαρακάλει αυτόν να την τελειώση με το Άγιον Βάπτισμα. Επειδή δε νερόν εκεί δεν ευρίσκετο, τούτου χάριν επροσευχήθη ο Άγιος Αθανάσιος, και ευθύς ανεδόθη βρύσις κάτω από την γην. Εις δε την βρύσιν εφάνηκαν δύω Άγγελοι εις είδος στρατιωτών, οι οποίοι έδιδαν εις την Αγίαν δύω φορέματα άσπρα. Όθεν εβαπτίσθη αυτή και οι δύω δούλοι της. Έπειτα έδωκεν εις τον Επίσκοπον, το πολύτιμον και χρυσοΰφαντον φόρεμα οπού εφόρει, δια να το πωλήση, και την τιμήν του να την μοιράση εις τους πτωχούς. Αυτή δε η τρισολβία φορέσασα ένα ταπεινόν και ευτελές φόρεμα, επήγεν έτζι εις την ανατροφόν της. Η δε ανατροφός της την απέβαλεν, ονειδίσασα αυτήν και κατηγορήσασα, διατί επίστευσεν εις τον Χριστόν, και διατί εφόρει τοιούτον ευτελές φόρεμα. Πηγαίνουσα δε και εις την μητέρα της, ευρήκε και εκείνην λυπημένην, διατί η θυγάτηρ της αυτή, εβαπτίσθη εις το όνομα του Χριστού.
Όθεν η Αγία αφήσασα και μητέρα και ανατροφόν, επήγεν εις τον ρηθέντα Άγιον Αθανάσιον, και παρ’ εκείνου έγινε καλογραία, και ενεδύθη φόρεμα τρίχινον, ήγουν υφασμένον από γηδίσσας τρίχας, και ούτω σηκώσασα εις τον ώμον της τον Σταυρόν του Κυρίου, επήγεν εις την έρημον, όπου είκοσι χρόνους εσυγκατοίκει με τα θηρία, από τα οποία ελάμβανε τροφήν κατά θείαν Πρόνοιαν. Πολλούς δε πειρασμούς υπομείνασα από τους δαίμονας, εν ειρήνη παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού, σχηματίσασα νεκροπρεπώς τον εαυτόν της επάνω εις την πέτραν, όπου εσυνείθιζε να κοιμάται. Ο δε Επίσκοπος Αθανάσιος, επιάσθη από τους Έλληνας, και φερθείς έμπροσθεν του βασιλέως Ουαλλεριανού, έλαβε πολλάς τιμωρίας με ραβδία, και τελευταίον απεκεφαλίσθη. Ομοίως και οι ρηθέντες δύω πρώτοι δούλοι της μακαρίας Ανθούσης, ο Χαρίσιμος λέγω και ο Νεόφυτος, αφ’ ου η κυρά των ανεχώρησεν εις την έρημον, και αφ’ ου ο Άγιος Αθανάσιος εμαρτύρησε, τότε λέγω και αυτοί επήγαν εις τον Ουαλλεριανόν και ωμολόγησαν εαυτούς Χριστιανούς, αναθεματίζοντες τα είδωλα, και εκείνους οπού τα προσκυνούν. Ο δε βασιλεύς έστειλεν αυτούς εις τον δούκα Απελλιανόν. Όθεν ωμολόγησαν και ενώπιον εκείνου τον Χριστόν, δια τούτο εκρέμασαν αυτούς, και εξέσχισαν όλον το σώμα των εις τρεις ολοκλήρους ώρας. Έπειτα έδειραν αυτούς με ραβδία, και τελευταίον έκοψαν τας τιμίας αυτών κεφαλάς, και ούτως απήλθον στεφανηφόροι εις τα Ουράνια. Τελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή, εν τόπω καλουμένω Ιπτόϊχνα.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Ειρηναίος, Ωρ, και Όροψις, ξίφει τελειούνται.
Ξίφει τριας τμηθείσα τριστάτας πλάνης,
Βυθώ καλύπτει των εαυτής αιμάτων.
Από τους τρεις τούτους, ο μεν μακάριος Ειρηναίος, ήτον Διάκονος της Εκκλησίας, και εκήρυττε παρρησία τον Χριστόν, Θεόν αληθινόν. Δια τούτο επιάσθη από τους Έλληνας, και παρεστάθη έμπροσθεν εις τον άρχοντα. Ο δε Άγιος Ωρ και ο Όροψις, Χριστιανοί όντες, παρεστάθησαν και αυτοί μαζί με τον Άγιον Ειρηναίον, και ομολογήσαντες την εις Χριστόν πίστιν, ερρίφθησαν και οι τρεις μέσα εις την φωτίαν. Παρευθύς δε έγινε βροχή και έσβυσε την φωτίαν. Όθεν έμειναν οι Άγιοι αβλαβείς. Έπειτα, εδόθησαν εις τα θηρία δια να τους φάγουν, φυλαχθέντες δε και από εκείνα αβλαβείς, εκρεμάσθησαν επάνω εις ξύλον και εξεσχίσθησαν δυνατά. Τελευταίον δε απεκεφαλίσθησαν, και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους της αθλήσεως.
*
Η Σύναξις και εορτή της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, εν τω Πυρσώ της Ελλάδος.
Προύσηθεν εικών, της Αγνής τη Ελλάδι,
Ποταμός ίκται, θαυμάτων αεννάων (1).
(1) Η κατά πλάτος ιστορία αυτής σώζεται εν ιδία φυλλάδι εκδεδομένη.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΒ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀγαθονίκου, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ Ζωτικοῦ, Ζήνωνος, Θεοπρεπίου, Ἀκινδύνου, καὶ Σεβηριανοῦ.
Εἰς τὸν Ἀγαθόνικον.
Ἀγαθονίκου κλῆσις ἀψευδεστάτη,
Χρηστὴν βοῶσα τοῦδε νίκην ἐκ ξίφους.
Εἰς τὸν Ζήνωνα, Θεοπρέπιον, καὶ Ἀκίνδυνον.
Τρεῖς καρτεροῦντες μηχανήματος (ἤτοι τοῦ καταπέλτου) βίαν,
Τὰς μηχανὰς λύουσι τοῦ παμμηχάνου.
Εἰς τὸν Σεβηριανόν.
Ἐν Μάρτυσι τμηθεῖσιν αὐχένας ξίφει,
Σεβηριανὸς τάττεται τμηθεὶς ξίφει.
Εἰς τὸν Ζωτικόν.
Ἰδοὺ παρ’ ἡμῖν καὶ Κυρηναῖος νέος,
Οὐκ ἀγγαρευθείς, ἀλλ’ ἑκὼν σταυρὸν φέρων.
Ἔκτανε δευτερίῃ ξίφος εἰκάδι Ἀγαθόνικον.
Ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἀγαθόνικος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει σϞη΄ [298]. Ἐπιάσθη δὲ ἀπὸ τὸν κόμητα, Εὐτόλμιον ὀνομαζόμενον, ὁ ὁποῖος ἐστάλθη ἀπὸ τὴν Νικομήδειαν ὑπὸ τοῦ βασιλέως, εἰς τὰ μέρη τῆς Μαύρης Θαλάσσης, διὰ νὰ θανατώσῃ τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους Χριστιανούς. Πλέωντας δὲ μὲ καΐκιον, ἐπῆγεν εἰς τὸ ἐμπόριον, τὸ λεγόμενον Κάρπην, καὶ ἐκεῖ εὑρῆκε τὸν Ἅγιον Ζωτικὸν μὲ τοὺς μαθητάς του, ὁμολογοῦντας τὸν Χριστόν. Ὅθεν ἐκαταδίκασεν αὐτὸν νὰ ἀποθάνῃ μὲ θάνατον τοῦ σταυροῦ. Ἔπειτα ἐγύρισεν εἰς τὴν Νικομήδειαν, καὶ μαθών, ὅτι ὁ λεγόμενος Πρίγκιψ ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν, διὰ μέσου ἑνὸς Ἀγαθονίκου, ὅστις ἐχώριζε τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ τὰ εἴδωλα, καὶ ἐπρόσφερεν αὐτοὺς εἰς τὸν Χριστόν, τοῦτο λέγω μαθών, ἔστειλε καὶ ἐπίασε καὶ τοὺς δύω. Καὶ τὸν μὲν Ἀγαθόνικον, ἔδειρε δυνατά, τὸν δὲ Πρίγκιπα, ὁμοίως καὶ ἄλλους Χριστιανούς, ὁποῦ ἦτον δεδεμένοι, ἐπῆρε μαζί του καὶ τοὺς ἐπῆγεν εἰς τὴν Θρᾴκην, ὁποῦ ἦτον ὁ βασιλεύς, ἵνα παρὰ τοῦ βασιλέως κριθῶσιν.
Ἐρχόμενος δὲ εἰς ἕνα χωρίον ὀνομαζόμενον Ποταμός, ἐκεῖ ἐθανάτωσε μὲ τὸ μηχανικὸν ὄργανον τοῦ καταπέλτου (τὸ ὁποῖον ἦτον ὅμοιον μὲ κοντάρι) τὸν Ἅγιον Ζήνωνα, καὶ Θεοπρέπιον, καὶ Ἀκίνδυνον, ἐπειδὴ δὲν ἐδύνοντο πλέον οἱ μακάριοι νὰ περιπατοῦν, διὰ τὰς προτέρας πληγὰς καὶ δαρμοὺς ὁποῦ ἔλαβον. Ἔπειτα πηγαίνωντας κοντὰ εἰς τὴν Χαλκηδόνα, ἐθανάτωσε μὲ σπαθὶ τὸν Ἅγιον Σεβηριανόν, διατὶ ἐκήρυττε παρρησίᾳ τὸν Χριστόν. Ὅταν δὲ ἐπῆγεν εἰς τὸ Βυζάντιον, τότε ἐπαραστάθη εἰς αὐτὸν ὁ πρότερον ὑπ’ αὐτοῦ δαρθεὶς Ἅγιος Ἀγαθόνικος, μαζὶ μὲ τὸν Πρίγκιπα καὶ τοὺς δεσμίους, ὁποῦ εἶχε μαζί του ὁ κόμης. Ὅθεν εὔγαλε τὸν Μάρτυρα Ἀγαθόνικον ἔξω τοῦ Βυζαντίου, καὶ ἔδειρεν αὐτὸν πάλιν δυνατά. Εἶτα ἐπῆρεν αὐτὸν μαζί του, καὶ ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν Σιλυβρίαν, εἰς τόπον λεγόμενον Ἄμμους, ὅπου εὑρίσκετο ὁ βασιλεύς, ἐκεῖ ἀπεκεφάλισε τὸν Μάρτυρα Ἀγαθόνικον, καὶ τὸν Πρίγκιπα καὶ τοὺς λοιποὺς Χριστιανούς, ὅσους ἐπῆρε μαζί του ὁ κόμης ἀπὸ τὴν Νικομήδειαν, καὶ ἔτζι ἔλαβον ὅλοι τοὺς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις καὶ ἑορτὴ εἰς τὸν Ἅγιον Ναόν τους, τὸν εὑρισκόμενον εἰς τὴν Καινούπολιν, καὶ εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Θεοδώρας, καὶ εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ξηροκέρκου. (Σημείωσαι, ὅτι τὸ ἑλληνικὸν τούτου Μαρτύριον σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, οὗ ἡ ἀρχή· «Μαξιμιανὸς ὁ βασιλεὺς ἐκ Νικομηδείας ἀπάρας».)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀνθούσης, καὶ Ἀθανασίου τοῦ βαπτίσαντος αὐτήν, καὶ τῶν δύω οἰκετῶν αὐτῆς Χαρισίμου καὶ Νεοφύτου.
Εἰς τὴν Ἀνθοῦσαν.
Ἀνθῆσαν ἐκ γῆς τῆς Σελευκείας ῥόδον,
Ἀνθοῦσαν ἐδρέψαντο χεῖρες Ἀγγέλων.
Εἰς τὸν Ἀθανάσιον.
Ἀθανάσιος κᾂν τεθνήξωμαι ξίφει,
Τοῖς ζῶσι Χριστοῦ ζῶν τετάξομαι φίλοις.
Εἰς τοὺς οἰκέτας.
Δοῦλοι δύω τμηθέντες εὗρον οἱ δύω,
Τὴν εὐγένειαν, ἣν ἀπώλεσαν πάλαι.
Αὕτη ἡ Ἁγία Ἀνθοῦσα ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Οὐαλλεριανοῦ, ἐν ἔτει σνδ΄ [254], καταγομένη μὲν ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Σελευκείας τὴν ἐν Συρίᾳ εὑρισκομένην, θυγάτηρ δὲ ὑπάρχουσα Ἀντωνίου καὶ Μαρίας, οἱ ὁποῖοι ἦτον πολλὰ πλούσιοι, προσκολλημένοι ὅμως εἰς τὴν θρῃσκείαν τῶν εἰδώλων. Αὕτη λοιπὸν κρυφίως πιστεύσασα εἰς τὸν Χριστόν, ἠγάπα νὰ λάβῃ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἰδῇ τὸν Ἐπίσκοπον Ἀθανάσιον, ὁ ὁποῖος ἐκήρυττε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν Ταρσὸν τῆς Κιλικίας. Ὅθεν ἐκατάπεισε τὴν μητέρα της, καὶ τῆς ἔδωκε δύω μουλάρια, ἐπάνω δὲ εἰς τὸ ἕνα καβαλικεύσασα ἡ Ὁσία, ἐπῆρε μαζί της καὶ τοὺς δύω της εὐνούχους καὶ δούλους, Χαρίσιμον καὶ Νεόφυτον, καὶ ἐσχηματίσθη, ὅτι ἔχει νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἀνατροφόν της. Εἰς καιρὸν λοιπὸν ὁποῦ ἐπήγαινεν εἰς τὸν δρόμον, γίνεται θαῦμα φοβερόν. Ὁ γὰρ Ἀθανάσιος σηκωθεὶς ἀπὸ Ἁγίους Ἀγγέλους, ἔφθασεν εἰς τὸν δρόμον καὶ ἐστάθη ἔμπροσθεν εἰς τὴν Ἀνθοῦσαν. Βλέπουσα δὲ τοῦτον ἡ Ἁγία, καὶ μαθοῦσα ὅτι εἶναι ὁ ζητούμενος Ἀθανάσιος, ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας του, καὶ ἐπαρακάλει αὐτὸν νὰ τὴν τελειώσῃ μὲ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα. Ἐπειδὴ δὲ νερὸν ἐκεῖ δὲν εὑρίσκετο, τούτου χάριν ἐπροσευχήθη ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, καὶ εὐθὺς ἀνεδόθη βρύσις κάτω ἀπὸ τὴν γῆν. Εἰς δὲ τὴν βρύσιν ἐφάνηκαν δύω Ἄγγελοι εἰς εἶδος στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι ἔδιδαν εἰς τὴν Ἁγίαν δύω φορέματα ἄσπρα. Ὅθεν ἐβαπτίσθη αὐτὴ καὶ οἱ δύω δοῦλοί της. Ἔπειτα ἔδωκεν εἰς τὸν Ἐπίσκοπον, τὸ πολύτιμον καὶ χρυσοΰφαντον φόρεμα ὁποῦ ἐφόρει, διὰ νὰ τὸ πωλήσῃ, καὶ τὴν τιμήν του νὰ τὴν μοιράσῃ εἰς τοὺς πτωχούς. Αὐτὴ δὲ ἡ τρισολβία φορέσασα ἕνα ταπεινὸν καὶ εὐτελὲς φόρεμα, ἐπῆγεν ἔτζι εἰς τὴν ἀνατροφόν της. Ἡ δὲ ἀνατροφός της τὴν ἀπέβαλεν, ὀνειδίσασα αὐτὴν καὶ κατηγορήσασα, διατὶ ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν, καὶ διατὶ ἐφόρει τοιοῦτον εὐτελὲς φόρεμα. Πηγαίνουσα δὲ καὶ εἰς τὴν μητέρα της, εὑρῆκε καὶ ἐκείνην λυπημένην, διατὶ ἡ θυγάτηρ της αὐτή, ἐβαπτίσθη εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Ὅθεν ἡ Ἁγία ἀφήσασα καὶ μητέρα καὶ ἀνατροφόν, ἐπῆγεν εἰς τὸν ῥηθέντα Ἅγιον Ἀθανάσιον, καὶ παρ’ ἐκείνου ἔγινε καλογραία, καὶ ἐνεδύθη φόρεμα τρίχινον, ἤγουν ὑφασμένον ἀπὸ γηδίσσας τρίχας, καὶ οὕτω σηκώσασα εἰς τὸν ὦμόν της τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου, ἐπῆγεν εἰς τὴν ἔρημον, ὅπου εἴκοσι χρόνους ἐσυγκατοίκει μὲ τὰ θηρία, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐλάμβανε τροφὴν κατὰ θείαν Πρόνοιαν. Πολλοὺς δὲ πειρασμοὺς ὑπομείνασα ἀπὸ τοὺς δαίμονας, ἐν εἰρήνῃ παρέδωκε τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ, σχηματίσασα νεκροπρεπῶς τὸν ἑαυτόν της ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν, ὅπου ἐσυνείθιζε νὰ κοιμᾶται. Ὁ δὲ Ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος, ἐπιάσθη ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας, καὶ φερθεὶς ἔμπροσθεν τοῦ βασιλέως Οὐαλλεριανοῦ, ἔλαβε πολλὰς τιμωρίας μὲ ῥαβδία, καὶ τελευταῖον ἀπεκεφαλίσθη. Ὁμοίως καὶ οἱ ῥηθέντες δύω πρῶτοι δοῦλοι τῆς μακαρίας Ἀνθούσης, ὁ Χαρίσιμος λέγω καὶ ὁ Νεόφυτος, ἀφ’ οὗ ἡ κυρά των ἀνεχώρησεν εἰς τὴν ἔρημον, καὶ ἀφ’ οὗ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἐμαρτύρησε, τότε λέγω καὶ αὐτοὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν Οὐαλλεριανὸν καὶ ὡμολόγησαν ἑαυτοὺς Χριστιανούς, ἀναθεματίζοντες τὰ εἴδωλα, καὶ ἐκείνους ὁποῦ τὰ προσκυνοῦν. Ὁ δὲ βασιλεὺς ἔστειλεν αὐτοὺς εἰς τὸν δοῦκα Ἀπελλιανόν. Ὅθεν ὡμολόγησαν καὶ ἐνώπιον ἐκείνου τὸν Χριστόν, διὰ τοῦτο ἐκρέμασαν αὐτούς, καὶ ἐξέσχισαν ὅλον τὸ σῶμά των εἰς τρεῖς ὁλοκλήρους ὥρας. Ἔπειτα ἔδειραν αὐτοὺς μὲ ῥαβδία, καὶ τελευταῖον ἔκοψαν τὰς τιμίας αὐτῶν κεφαλάς, καὶ οὕτως ἀπῆλθον στεφανηφόροι εἰς τὰ Οὐράνια. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις καὶ ἑορτή, ἐν τόπῳ καλουμένῳ Ἱπτόϊχνα.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Εἰρηναῖος, Ὤρ, καὶ Ὄροψις, ξίφει τελειοῦνται.
Ξίφει τριὰς τμηθεῖσα τριστάτας πλάνης,
Βυθῷ καλύπτει τῶν ἑαυτῆς αἱμάτων.
Ἀπὸ τοὺς τρεῖς τούτους, ὁ μὲν μακάριος Εἰρηναῖος, ἦτον Διάκονος τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἐκήρυττε παρρησίᾳ τὸν Χριστόν, Θεὸν ἀληθινόν. Διὰ τοῦτο ἐπιάσθη ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας, καὶ παρεστάθη ἔμπροσθεν εἰς τὸν ἄρχοντα. Ὁ δὲ Ἅγιος Ὢρ καὶ ὁ Ὄροψις, Χριστιανοὶ ὄντες, παρεστάθησαν καὶ αὐτοὶ μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιον Εἰρηναῖον, καὶ ὁμολογήσαντες τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, ἐρρίφθησαν καὶ οἱ τρεῖς μέσα εἰς τὴν φωτίαν. Παρευθὺς δὲ ἔγινε βροχὴ καὶ ἔσβυσε τὴν φωτίαν. Ὅθεν ἔμειναν οἱ Ἅγιοι ἀβλαβεῖς. Ἔπειτα, ἐδόθησαν εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τοὺς φάγουν, φυλαχθέντες δὲ καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ἀβλαβεῖς, ἐκρεμάσθησαν ἐπάνω εἰς ξύλον καὶ ἐξεσχίσθησαν δυνατά. Τελευταῖον δὲ ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ οὕτως ἔλαβον οἱ μακάριοι τοὺς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως.
*
Ἡ Σύναξις καὶ ἑορτὴ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐν τῷ Πυρσῷ τῆς Ἑλλάδος.
Προύσηθεν εἰκών, τῆς Ἁγνῆς τῇ Ἑλλάδι,
Ποταμὸς ἷκται, θαυμάτων ἀεννάων (1).
(1) Ἡ κατὰ πλάτος ἱστορία αὐτῆς σῴζεται ἐν ἰδίᾳ φυλλάδι ἐκδεδομένη.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *