Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου21 Μαΐου

Των Αγίων θεοστέπτων βασιλέων και Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, Παχωμίου Νεομάρτυρος

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιοι Κωνσταντίνος και ΕλένηΤω αυτώ μηνί ΚΑ’, μνήμη των Αγίων και ενδόξων θεοσέπτων μεγάλων βασιλέων και Ισαποστόλων Κωνσταντίνου (1) και Ελένης.

Ως κοινόν είχον γης βασιλείς το στέφος,
Έχουσι κοινόν και το του πόλου στέφος.

Ξύνθανε μητέρι εικάδι πρώτη Κωνσταντίνος.

Ο Μέγας ούτος και μακάριος και αοίδιμος εν βασιλεύσι Κωνσταντίνος, εχρημάτισεν υιός Κώνσταντος του Χλωρού, και Ελένης της τιμίας. Ο γαρ πατήρ αυτού Κώνστας, ήτον έγγονος Κλαυδίου του βασιλέως της Ρώμης, προ της του Διοκλητιανού και Καρήνου βασιλείας. Ούτος λοιπόν ο πατήρ του Μεγάλου Κωνσταντίνου, έγινε συγκοινωνός της βασιλείας, του Διοκλητιανού και Μαξιμιανού του Ερκουλίου, ομού με τον Μαξιμιανόν τον Γαλλέριον. Και εις καιρόν οπού οι ανωτέρω τρεις βασιλείς εκίνησαν διωγμόν μέγαν κατά των Χριστιανών, μόνος ούτος εμεταχειρίζετο προς τους Χριστιανούς πραότητα και συμπάθειαν, και εμεταχειρίζετο συμβούλους και κοινωνούς των πραγμάτων του τους υπέρ της πίστεως του Χριστού αγωνιζομένους. Ούτος ο Κώνστας εδίδαξε την ευσέβειαν και πίστιν τον αγαπητόν του υιόν Κωνσταντίνον, τον μετά ταύτα πρώτον γενόμενον βασιλέα εις τους Χριστιανούς. Όθεν και αφήκεν αυτόν διάδοχον της βασιλείας του εις τας νήσους της Βρετανίας, ήτοι της Εγγλιτέρας. Ο δε Κωνσταντίνος μαθών εκείνα οπού έγιναν εις την Ρώμην από τον Μαξέντιον υιόν του Μαξιμιανού Ερκουλίου, τα οποία ήτον ακάθαρτα, και μισητά έργα, ταύτα λέγω μαθών, ώρμησε κατ’ επάνω του, επικαλεσάμενος βοηθόν τον Χριστόν. Όθεν ο Θεός βλέπωντας την καθαρότητα της ψυχής του, πρώτον μεν ενεφάνισε τον εαυτόν του εις αυτόν κατά τον ύπνον. Έπειτα δε, κατά μέσον της ημέρας εχάραξεν ο Κύριος το σημείον του Σταυρού δια μέσου των αστέρων, εις το οποίον ήτον γεγραμμένα τα γράμματα ταύτα· «Εν τούτω νίκα». Δια μέσου γαρ του σημείου τούτου εκαταδέχθη ο Κύριος να εμφανίση και αισθητώς τον εαυτόν του εις τον Μέγαν Κωνσταντίνον και εις τους κατ’ αυτόν αξίους.

Όθεν ο Μέγας Κωνσταντίνος ξεθαρρεύσας εις τον τύπον αυτόν, αρμάτωσε τον εαυτόν του, ποιήσας χρυσούν τον φανέντα Σταυρόν. Είτα πηγαίνωντας εις την Ρώμην, όχι μόνον ενίκησεν τον αλιτήριον Μαξέντιον, όστις επνίγη εις τον εν τη Ρώμη ποταμόν Τίβεριν, κοντά εις την γέφυραν την καλουμένην Βολβίαν. Αλλά και τους πολίτας της Ρώμης ελευθέρωσεν από την τυραννίαν εκείνου. Αναχωρήσας δε ύστερον από την Ρώμην, και περιπατώντας από τόπον εις τόπον, ηθέλησε δια να κτίση πόλιν εις εδικόν του όνομα κατά την Τρωάδα, όπου έγινε παλαιά ο πόλεμος των Τρωαδιτών μαζί με τους Έλληνας. Εμποδίσθη όμως από θείαν αποκάλυψιν να μη την κτίση εκεί, αλλά μάλλον να την κτίση εις το Βυζάντιον. Όθεν ακολουθήσας εις το θέλημα του Θεού, έκτισε την θεοφρούρητον πόλιν εις το εδικόν του όνομα, ήτοι την Κωνσταντινούπολιν, και ταύτην αφιέρωσεν εις τον Θεόν (2), ωσάν μίαν απαρχήν της εδικής του ευσεβείας. Επειδή δε εζήτει να μάθη την ακρίβειαν της Ορθοδόξου πίστεως (3), εσυνάθροισεν εις την Νίκαιαν τους Αρχιερείς, οπού ευρίσκοντο εις όλα τα μέρη της οικουμένης, ήτοι συνεκρότησε την Αγίαν και Οικουμενικήν Πρώτην Σύνοδον των τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων Πατέρων (4), δια μέσου της οποίας, η μεν Ορθόδοξος πίστις ανεκηρύχθη, και ο Υιός του Θεού εγνωρίσθη ομοούσιος, ήτοι πως έχει την αυτήν ουσίαν και φύσιν με τον Πατέρα. Ο δε Άρειος και οι αυτού οπαδοί ανεθεματίσθησαν ομού με την βλάσφημον και κακόδοξον αυτών αίρεσιν (5). Όχι μόνον δε ταύτα εποίησεν ο Ισαπόστολος ούτος Κωνσταντίνος, αλλά και την μητέρα του Ελένην έστειλεν εις τα Ιεροσόλυμα, δια να ζητήση να εύρη το τίμιον ξύλον του Σταυρού, επάνω εις το οποίον εκαρφώθη κατά σάρκα ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Η δε Αγία Ελένη ευρούσα τούτο, άλλο μεν, αφήκεν εις τα Ιεροσόλυμα, άλλο δε έφερεν εις την Κωνσταντινούπολιν (6). Και εκεί διαπεράσασα το επίλοιπον της ζωής της, εν ειρήνη ετελειώθη.

Ο δε Μέγας Κωνσταντίνος, αφ’ ου εγκαινίασε την Κωνσταντινούπολιν με εγκαίνια και πανήγυριν, ολίγον έζησε μετά ταύτα. Όθεν όταν έφθασεν εις τους τεσσαράκοντα δύω χρόνους της βασιλείας του, και άρχισε να κάμη πόλεμον εναντίον Σαβωρίου βασιλέως των Περσών, επήγεν εις ένα προάστειον, ήτοι τζεφτιλίκιον της Νικομηδείας, και εκεί εξεδήμησε προς τον Κύριον. Το δε άγιον αυτού λείψανον εφέρθη εις την Κωνσταντινούπολιν, και αφ’ ου εδεξιώθη με προπομπάς βασιλικάς, και υπαντήσεις μεγαλοπρεπείς, ενταφιάσθη εις τον ιερόν Ναόν των Αγίων Αποστόλων. Εβασίλευσε δε εις την παλαιάν Ρώμην κατά τους τριακοσίους δεκαοκτώ χρόνους από Χριστού, τριακοστός δεύτερος βασιλεύς Ρώμης γενόμενος μετά τον Αύγουστον (7). Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις την αγιωτάτην Μεγάλην Εκκλησίαν, και εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων, όπου και το τίμιον αυτού ευρίσκεται λείψανον. Ομοίως και εις τον Ναόν τον ευρισκόμενον κοντά εις τόπον καλούμενον Κινστέρνα του Βόνου, όπου παραγίνεται ο Πατριάρχης, μαζί με τον βασιλέα και την Σύγκλητον των αρχόντων, και εκεί επιτελεί την θείαν μυσταγωγίαν. (Όρα και εις τον Νέον Παράδεισον, και εις τον Μακάριον τον Κωφόν (8)).

(1) Σημειούμεν εδώ, ότι ο αοίδιμος Δοσίθεος, σελ. 80 της Δωδεκαβίβλου, γράφει, πως αγκαλά και εις τον καιρόν του Ρώμης Ουρβανού του ογδόου εζητήθη, ανίσως πρέπη να εορτάζεται ως Αγίου η μνήμη του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και μόλις είπε το ναι. Καθότι εις τα μέρη της εν Ιταλία Καλαβρίας, εφαίνετο Ναός παλαιός του Αγίου. Πλην ο Μέγας Κωνσταντίνος, πάντοτε υπήρχεν Άγιος και Ισαπόστολος, ότι ούτως ονομάζουσιν αυτόν τα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων, και η κοινή και πατροπαράδοτος δόξα της Εκκλησίας. Ούτος εχρημάτισε και Ιερεύς και Βασιλεύς, δια το λειτούργημα της βασιλείας, και δια το νοητόν χρίσμα και μύρον της Ιερωσύνης. Όθεν και η Εκκλησία ψάλλει εις το δοξαστικόν των από στίχου αυτού· «Δεξάμενος την γνώσιν του Πνεύματος, Ιερεύς χρηματισθείς και Βασιλεύς, ελαίω, εστήριξας την Εκκλησίαν του Θεού ορθοδόξων βασιλέων Πατήρ». Διο γράφεται και εν τη Αποκαλύψει· «Και εποίησας ημάς τω Θεώ ημών Βασιλείς και Ιερείς, και βασιλεύσομεν επί της γης». Ουχ’ ότι εισίν όλοι εξ αυτού του Βαπτίσματος Ιερείς, καθώς φλυαρούσιν οι Λουθηροκαλβίνοι, αλλ’ ότι οι Ορθόδοξοι βασιλείς είναι φύλακες των εκκλησιαστικών πραγμάτων και φροντισταί.

Κατ’ εξοχήν δε ο χριστιανικώτατος Κωνσταντίνος ήτον και Βασιλεύς και Επίσκοπος, και όρα τον αυτόν Δοσίθεον, σελ. 212 της Δωδεκαβίβλου, αποδεικνύοντα, ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος, καθό Ορθόδοξος βασιλεύς, ήτον Επίσκοπος κατά τρόπους εικοσιέξ. Όθεν φιλεύωντας μίαν φοράν μερικούς Επισκόπους, φιλοφρονούμενος έλεγε προς εκείνους ο μακάριος· «Ειμί και εγώ, ω ούτοι, Επίσκοπος. Και υμείς μεν εστε Επίσκοποι του ανθρώπου, αλλά μάλλον του έσω ανθρώπου, εποικοδομούντες επί τω θεμελίω των Αποστόλων και Προφητών. Εγώ δε ειμι Επίσκοπος του ανθρώπου του έξω και του έσω. Του μεν έξω, ότι φροντίζω προς παιδαγωγίαν και ορθόν βίον αυτού. Και γαρ ουδέ εική την μάχαιραν φορώ. Του δε έσω, επειδή συνεργός ειμι υμίν προς βεβαίωσιν και αύξησιν της Ορθοδόξου πίστεως, συνεποικοδομών επί τω αυτώ θεμελίω των Αποστόλων και Προφητών» (σελ. 217 της Δωδεκαβίβλου.) Λέγει δε προς τούτοις εκεί ο Δοσίθεος, ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος εποίησε νόμον, ίνα μη καταδικάζεταί τινας εις το εξής, ούτε να θανατόνεται με τον Σταυρόν, ίνα μη το της σωτηρίας και ζωής γενόμενον όργανον, γίνηται πάλιν όργανον καταδίκης και θανάτου. Όθεν και όλοι οι λεγόμενοι Χριστιανοί βασιλείς, εφύλαξαν και φυλάττουν τον τοιούτον νόμον, και κανένα δεν θανατόνουν με σταυρικόν θάνατον.

(2) Ομού και εις την Θεοτόκον, καθώς αναφέρεται κατά την δεκάτην πρώτην του παρόντος Μαΐου.

(3) Και μάλιστα διατί ο Άρειος εβλασφήμει και έλεγε, πως ο Υιός δεν είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, αλλά κτίσμα και άλλης ουσίας και φύσεως από την του Πατρός.

(4) Σημείωσαι, ότι Γρηγόριος ο Καισαρείας Καππαδοκίας Πρεσβύτερος, λόγον έπλεξεν εις τους τριακοσίους δεκαοκτώ τούτους Πατέρας, και εις τον βασιλέα Κωνσταντίνον, όστις σώζεται εν τη Ιερά Μονή του Παντοκράτορος. Ομοίως και Κωνσταντίνος Ακροπολίτης ο μέγας λογοθέτης, λόγον έχει εις τον Κωνσταντίνον και Ελένην, ου η αρχή· «Άρα τις ευσεβείας ζήλον αυχών». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου, και εν τη Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου.) Αλλά και Γεώργιος Πρεσβύτερος Καισαρείας Καππαδοκίας λόγον συνέγραψεν εις τους ανωτέρω τριακοσίους δέκα και οκτώ θεοφόρους Πατέρας, ου η αρχή· «Πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών». (Σώζεται εν τη αυτή Μονή του Βατοπαιδίου.)

(5) Γράφει δε ο Μελέτιος (τομ. α’, σελ. 335) ότι αφ’ ου ετελείωσεν η πρώτη Σύνοδος, έχαιρεν ο Μέγας Κωνσταντίνος δια την κατά των εχθρών της Εκκλησίας νίκην. Δια τούτο φέρωντας όλους τους Πατέρας της Συνόδου από την Νίκαιαν εις την εδικήν του Κωνσταντινούπολιν, επροσκάλεσεν αυτούς εις ευωχίαν και τράπεζαν. Καθήμενος δε και αυτός μεταξύ των Πατέρων, ετίμησεν αυτούς λαμπρώς με τα πρέποντα δώρα. Του δε Αγίου Παφνουτίου και των λοιπών Ομολογητών, κατεφίλει τους ευγαλμένους οφθαλμούς, και τα στρεβλωθέντα και πληγωθέντα μέλη υπό των τυράννων εν τω καιρώ του διωγμού, δια να λάβη αγιασμόν από αυτά. Ενουθέτει δε όλους τους Επισκόπους, να έχουν ειρήνην και ομόνοιαν εις την πίστιν, να δείχνουν αγάπην εις τον πλησίον, και να μη υβρίζουν ή να ατιμάζουν τους αδελφούς των.

Επειδή δέ τινες έδωκαν αναφοράς εις αυτόν εναντίον τινών Επισκόπων, ταύτας ουδέ να αναγνώση ηθέλησεν ο μακάριος βασιλεύς, ούτε εις εξέτασιν έφερε τους κατηγορουμένους Επισκόπους, αλλ’ ενώπιον πάντων τας έκαυσε λέγων ταύτα τα αξιομνημόνευτα λόγια· «Εάν και μόνος μου ήθελα ιδώ τινα Αρχιερέα να αμαρτάνη, βέβαια έμελλον να τον σκεπάσω με την πορφύραν μου». Τόσον δε αμνησίκακος ήτον ο αοίδιμος Κωνσταντίνος, ώστε οπού, επειδή μερικοί ελιθοβόλησαν την εικόνα του, παρεκίνουν αυτόν οι φίλοι του να τιμωρήση τους υβριστάς, διατί με τους λίθους επλήγωσαν το πρόσωπόν του. Ο δε ανεξίκακος βασιλεύς, ψηλαφήσας το πρόσωπόν του, και χαμογελάσας είπε ταύτα τα αξιομνημόνευτα· «Ουδαμού πληγήν επί του μετώπου γεγενημένην ορώ, αλλ’ υγιής μεν η κεφαλή, υγιής δε η όψις άπασα» (Χρυσ. Λογ. κ’, εις τους Ανδριάντας).

(6) Όρα περί τούτου και εις τας 14 του Σεπτεμβρίου.

(7) Κατ’ άλλους δε ακριβεστέρους, εβασίλευσεν εν τη παλαιά και νέα Ρώμη χρόνους τριάκοντα και ένα, ή τριάκοντα δύω, και έζησε χρόνους όλους εξηνταπέντε. Εχρημάτισε δε μετά τον Αύγουστον, βασιλεύς τεσσαρακοστός έβδομος, και απέθανεν εις τους τριακοσίους τριάντα επτά χρόνους, αφείς διαδόχους τους τρεις αυτού υιούς Κωνσταντίνον, Κώνσταντα, και Κωνστάντιον.

(8) Όρα και την υποσημείωσιν εις την δεκάτην τετάρτην του Σεπτεμβρίου μηνός, εν η αναφέρεται περί του Μεγάλου τούτου Κωνσταντίνου. Ο δε θείος Χρυσόστομος λέγει, ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος ενταφιάσθη εις τον νάρθηκα του Ναού των Αγίων Αποστόλων, τον οποίον έκτισεν ο ίδιος Κωνσταντίνος. Και ο βασιλεύς, ήτον τρόπον τινά θυρωρός και πορτάρης των αλιέων. Ούτω γάρ φησι· «Και γαρ και ενταύθα Κωνσταντίνον τον Μέγαν, μεγάλη τιμή τιμάν ενόμισεν ο παις (ο Κωνστάντιος δηλαδή) ει τοις προθύροις κατάθοιτο των αλιέων. Και όπερ εισίν οι πυλωροί τοις βασιλεύσιν εν τοις βασιλείοις, τούτο εν τω σήματι οι βασιλείς τοις αλιεύσι. Και οι μεν, ώσπερ δεσπόται του τόπου τα ένδον κατέχουσιν, οι δε βασιλείς, ως πάροικοι και γείτονες ηγάπησαν την αύλειον αυτοίς αφορισθήναι θύραν» (Ομιλ. κζ’ εις την Β’ προς Κορινθίους). Ο ελληνικός Βίος των Αγίων τούτων βασιλέων σώζεται εν τη των Ιβήρων, ου η αρχή· «Τα κάλλιστα των διηγημάτων», εν δε τη Μεγίστη Λαύρα, Βίος σώζεται των βασιλέων τούτων συλλεχθείς εκ διαφόρων, ου η αρχή· «Τον του μακαριωτάτου και αγιωτάτου και πρώτου».

*

Ο Άγιος νέος Οσιομάρτυς Παχώμιος, ο εν τω Ουσάκι της Φιλαδελφείας μαρτυρήσας κατά το έτος ͵αψλ’ [1730], ξίφει τελειούται.

Πού πάχος εν σοι ω Παχώμι’ ευρέθη,
Πόνοις ξίφει τε λεπτύναντι το βρίθον; (9)

(9) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

  

 

Άγιοι Κωνσταντίνος και ΕλένηΤῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΑ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων καὶ ἐνδόξων θεοσέπτων μεγάλων βασιλέων καὶ Ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου (1) καὶ Ἑλένης.

Ὡς κοινὸν εἶχον γῆς βασιλεῖς τὸ στέφος,
Ἔχουσι κοινὸν καὶ τὸ τοῦ πόλου στέφος.

Ξύνθανε μητέρι εἰκάδι πρώτῃ Κωνσταντῖνος.

Ὁ Μέγας οὗτος καὶ μακάριος καὶ ἀοίδιμος ἐν βασιλεῦσι Κωνσταντῖνος, ἐχρημάτισεν υἱὸς Κώνσταντος τοῦ Χλωροῦ, καὶ Ἑλένης τῆς τιμίας. Ὁ γὰρ πατὴρ αὐτοῦ Κώνστας, ἦτον ἔγγονος Κλαυδίου τοῦ βασιλέως τῆς Ῥώμης, πρὸ τῆς τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ Καρήνου βασιλείας. Οὗτος λοιπὸν ὁ πατὴρ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἔγινε συγκοινωνὸς τῆς βασιλείας, τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ τοῦ Ἑρκουλίου, ὁμοῦ μὲ τὸν Μαξιμιανὸν τὸν Γαλλέριον. Καὶ εἰς καιρὸν ὁποῦ οἱ ἀνωτέρω τρεῖς βασιλεῖς ἐκίνησαν διωγμὸν μέγαν κατὰ τῶν Χριστιανῶν, μόνος οὗτος ἐμεταχειρίζετο πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς πρᾳότητα καὶ συμπάθειαν, καὶ ἐμεταχειρίζετο συμβούλους καὶ κοινωνοὺς τῶν πραγμάτων του τοὺς ὑπὲρ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ ἀγωνιζομένους. Οὗτος ὁ Κώνστας ἐδίδαξε τὴν εὐσέβειαν καὶ πίστιν τὸν ἀγαπητόν του υἱὸν Κωνσταντῖνον, τὸν μετὰ ταῦτα πρῶτον γενόμενον βασιλέα εἰς τοὺς Χριστιανούς. Ὅθεν καὶ ἀφῆκεν αὐτὸν διάδοχον τῆς βασιλείας του εἰς τὰς νήσους τῆς Βρετανίας, ἤτοι τῆς Ἐγγλιτέρας. Ὁ δὲ Κωνσταντῖνος μαθὼν ἐκεῖνα ὁποῦ ἔγιναν εἰς τὴν Ῥώμην ἀπὸ τὸν Μαξέντιον υἱὸν τοῦ Μαξιμιανοῦ Ἑρκουλίου, τὰ ὁποῖα ἦτον ἀκάθαρτα, καὶ μισητὰ ἔργα, ταῦτα λέγω μαθών, ὥρμησε κατ’ ἐπάνω του, ἐπικαλεσάμενος βοηθὸν τὸν Χριστόν. Ὅθεν ὁ Θεὸς βλέπωντας τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς του, πρῶτον μὲν ἐνεφάνισε τὸν ἑαυτόν του εἰς αὐτὸν κατὰ τὸν ὕπνον. Ἔπειτα δέ, κατὰ μέσον τῆς ἡμέρας ἐχάραξεν ὁ Κύριος τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ διὰ μέσου τῶν ἀστέρων, εἰς τὸ ὁποῖον ἦτον γεγραμμένα τὰ γράμματα ταῦτα· «Ἐν τούτῳ νίκα». Διὰ μέσου γὰρ τοῦ σημείου τούτου ἐκαταδέχθη ὁ Κύριος νὰ ἐμφανίσῃ καὶ αἰσθητῶς τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν Μέγαν Κωνσταντῖνον καὶ εἰς τοὺς κατ’ αὐτὸν ἀξίους.

Ὅθεν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ξεθαρρεύσας εἰς τὸν τύπον αὐτόν, ἁρμάτωσε τὸν ἑαυτόν του, ποιήσας χρυσοῦν τὸν φανέντα Σταυρόν. Εἶτα πηγαίνωντας εἰς τὴν Ῥώμην, ὄχι μόνον ἐνίκησεν τὸν ἀλιτήριον Μαξέντιον, ὅστις ἐπνίγη εἰς τὸν ἐν τῇ Ῥώμῃ ποταμὸν Τίβεριν, κοντὰ εἰς τὴν γέφυραν τὴν καλουμένην Βολβίαν. Ἀλλὰ καὶ τοὺς πολίτας τῆς Ῥώμης ἐλευθέρωσεν ἀπὸ τὴν τυραννίαν ἐκείνου. Ἀναχωρήσας δὲ ὕστερον ἀπὸ τὴν Ῥώμην, καὶ περιπατῶντας ἀπὸ τόπον εἰς τόπον, ἠθέλησε διὰ νὰ κτίσῃ πόλιν εἰς ἐδικόν του ὄνομα κατὰ τὴν Τρωάδα, ὅπου ἔγινε παλαιὰ ὁ πόλεμος τῶν Τρωαδιτῶν μαζὶ μὲ τοὺς Ἕλληνας. Ἐμποδίσθη ὅμως ἀπὸ θείαν ἀποκάλυψιν νὰ μὴ τὴν κτίσῃ ἐκεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τὴν κτίσῃ εἰς τὸ Βυζάντιον. Ὅθεν ἀκολουθήσας εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔκτισε τὴν θεοφρούρητον πόλιν εἰς τὸ ἐδικόν του ὄνομα, ἤτοι τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ταύτην ἀφιέρωσεν εἰς τὸν Θεόν (2), ὡσὰν μίαν ἀπαρχὴν τῆς ἐδικῆς του εὐσεβείας. Ἐπειδὴ δὲ ἐζήτει νὰ μάθῃ τὴν ἀκρίβειαν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως (3), ἐσυνάθροισεν εἰς τὴν Νίκαιαν τοὺς Ἀρχιερεῖς, ὁποῦ εὑρίσκοντο εἰς ὅλα τὰ μέρη τῆς οἰκουμένης, ἤτοι συνεκρότησε τὴν Ἁγίαν καὶ Οἰκουμενικὴν Πρώτην Σύνοδον τῶν τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ θεοφόρων Πατέρων (4), διὰ μέσου τῆς ὁποίας, ἡ μὲν Ὀρθόδοξος πίστις ἀνεκηρύχθη, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐγνωρίσθη ὁμοούσιος, ἤτοι πῶς ἔχει τὴν αὐτὴν οὐσίαν καὶ φύσιν μὲ τὸν Πατέρα. Ὁ δὲ Ἄρειος καὶ οἱ αὐτοῦ ὀπαδοὶ ἀνεθεματίσθησαν ὁμοῦ μὲ τὴν βλάσφημον καὶ κακόδοξον αὐτῶν αἵρεσιν (5). Ὄχι μόνον δὲ ταῦτα ἐποίησεν ὁ Ἰσαπόστολος οὗτος Κωνσταντῖνος, ἀλλὰ καὶ τὴν μητέρα του Ἑλένην ἔστειλεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, διὰ νὰ ζητήσῃ νὰ εὕρῃ τὸ τίμιον ξύλον τοῦ Σταυροῦ, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον ἐκαρφώθη κατὰ σάρκα ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ δὲ Ἁγία Ἑλένη εὑροῦσα τοῦτο, ἄλλο μέν, ἀφῆκεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἄλλο δὲ ἔφερεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν (6). Καὶ ἐκεῖ διαπεράσασα τὸ ἐπίλοιπον τῆς ζωῆς της, ἐν εἰρήνῃ ἐτελειώθη.

Ὁ δὲ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἀφ’ οὗ ἐγκαινίασε τὴν Κωνσταντινούπολιν μὲ ἐγκαίνια καὶ πανήγυριν, ὀλίγον ἔζησε μετὰ ταῦτα. Ὅθεν ὅταν ἔφθασεν εἰς τοὺς τεσσαράκοντα δύω χρόνους τῆς βασιλείας του, καὶ ἄρχισε νὰ κάμῃ πόλεμον ἐναντίον Σαβωρίου βασιλέως τῶν Περσῶν, ἐπῆγεν εἰς ἕνα προάστειον, ἤτοι τζεφτιλίκιον τῆς Νικομηδείας, καὶ ἐκεῖ ἐξεδήμησε πρὸς τὸν Κύριον. Τὸ δὲ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον ἐφέρθη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἀφ’ οὗ ἐδεξιώθη μὲ προπομπὰς βασιλικάς, καὶ ὑπαντήσεις μεγαλοπρεπεῖς, ἐνταφιάσθη εἰς τὸν ἱερὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἐβασίλευσε δὲ εἰς τὴν παλαιὰν Ῥώμην κατὰ τοὺς τριακοσίους δεκαοκτὼ χρόνους ἀπὸ Χριστοῦ, τριακοστὸς δεύτερος βασιλεὺς Ῥώμης γενόμενος μετὰ τὸν Αὔγουστον (7). Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις εἰς τὴν ἁγιωτάτην Μεγάλην Ἐκκλησίαν, καὶ εἰς τὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου καὶ τὸ τίμιον αὐτοῦ εὑρίσκεται λείψανον. Ὁμοίως καὶ εἰς τὸν Ναὸν τὸν εὑρισκόμενον κοντὰ εἰς τόπον καλούμενον Κινστέρνα τοῦ Βόνου, ὅπου παραγίνεται ὁ Πατριάρχης, μαζὶ μὲ τὸν βασιλέα καὶ τὴν Σύγκλητον τῶν ἀρχόντων, καὶ ἐκεῖ ἐπιτελεῖ τὴν θείαν μυσταγωγίαν. (Ὅρα καὶ εἰς τὸν Νέον Παράδεισον, καὶ εἰς τὸν Μακάριον τὸν Κωφόν (8)).

(1) Σημειοῦμεν ἐδῶ, ὅτι ὁ ἀοίδιμος Δοσίθεος, σελ. 80 τῆς Δωδεκαβίβλου, γράφει, πῶς ἀγκαλὰ καὶ εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Ῥώμης Οὐρβανοῦ τοῦ ὀγδόου ἐζητήθη, ἀνίσως πρέπῃ νὰ ἑορτάζεται ὡς Ἁγίου ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, καὶ μόλις εἶπε τὸ ναί. Καθότι εἰς τὰ μέρη τῆς ἐν Ἰταλίᾳ Καλαβρίας, ἐφαίνετο Ναὸς παλαιὸς τοῦ Ἁγίου. Πλὴν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, πάντοτε ὑπῆρχεν Ἅγιος καὶ Ἰσαπόστολος, ὅτι οὕτως ὀνομάζουσιν αὐτὸν τὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ ἡ κοινὴ καὶ πατροπαράδοτος δόξα τῆς Ἐκκλησίας. Οὗτος ἐχρημάτισε καὶ Ἱερεὺς καὶ Βασιλεύς, διὰ τὸ λειτούργημα τῆς βασιλείας, καὶ διὰ τὸ νοητὸν χρίσμα καὶ μῦρον τῆς Ἱερωσύνης. Ὅθεν καὶ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει εἰς τὸ δοξαστικὸν τῶν ἀπὸ στίχου αὐτοῦ· «Δεξάμενος τὴν γνῶσιν τοῦ Πνεύματος, Ἱερεὺς χρηματισθεὶς καὶ Βασιλεύς, ἐλαίῳ, ἐστήριξας τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ ὀρθοδόξων βασιλέων Πατήρ». Διὸ γράφεται καὶ ἐν τῇ Ἀποκαλύψει· «Καὶ ἐποίησας ἡμᾶς τῷ Θεῷ ἡμῶν Βασιλεῖς καὶ Ἱερεῖς, καὶ βασιλεύσομεν ἐπὶ τῆς γῆς». Οὐχ’ ὅτι εἰσὶν ὅλοι ἐξ αὐτοῦ τοῦ Βαπτίσματος Ἱερεῖς, καθὼς φλυαροῦσιν οἱ Λουθηροκαλβῖνοι, ἀλλ’ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι βασιλεῖς εἶναι φύλακες τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καὶ φροντισταί.

Κατ’ ἐξοχὴν δὲ ὁ χριστιανικώτατος Κωνσταντῖνος ἦτον καὶ Βασιλεὺς καὶ Ἐπίσκοπος, καὶ ὅρα τὸν αὐτὸν Δοσίθεον, σελ. 212 τῆς Δωδεκαβίβλου, ἀποδεικνύοντα, ὅτι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, καθὸ Ὀρθόδοξος βασιλεύς, ἦτον Ἐπίσκοπος κατὰ τρόπους εἰκοσιέξ. Ὅθεν φιλεύωντας μίαν φορὰν μερικοὺς Ἐπισκόπους, φιλοφρονούμενος ἔλεγε πρὸς ἐκείνους ὁ μακάριος· «Εἰμὶ καὶ ἐγώ, ὦ οὗτοι, Ἐπίσκοπος. Καὶ ὑμεῖς μέν ἐστε Ἐπίσκοποι τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μᾶλλον τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, ἐποικοδομοῦντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν Ἀποστόλων καὶ Προφητῶν. Ἐγὼ δέ εἰμι Ἐπίσκοπος τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἔξω καὶ τοῦ ἔσω. Τοῦ μὲν ἔξω, ὅτι φροντίζω πρὸς παιδαγωγίαν καὶ ὀρθὸν βίον αὐτοῦ. Καὶ γὰρ οὐδὲ εἰκῇ τὴν μάχαιραν φορῶ. Τοῦ δὲ ἔσω, ἐπειδὴ συνεργός εἰμι ὑμῖν πρὸς βεβαίωσιν καὶ αὔξησιν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, συνεποικοδομῶν ἐπὶ τῷ αὐτῷ θεμελίῳ τῶν Ἀποστόλων καὶ Προφητῶν» (σελ. 217 τῆς Δωδεκαβίβλου.) Λέγει δὲ πρὸς τούτοις ἐκεῖ ὁ Δοσίθεος, ὅτι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐποίησε νόμον, ἵνα μὴ καταδικάζεταί τινας εἰς τὸ ἑξῆς, οὔτε νὰ θανατόνεται μὲ τὸν Σταυρόν, ἵνα μὴ τὸ τῆς σωτηρίας καὶ ζωῆς γενόμενον ὄργανον, γίνηται πάλιν ὄργανον καταδίκης καὶ θανάτου. Ὅθεν καὶ ὅλοι οἱ λεγόμενοι Χριστιανοὶ βασιλεῖς, ἐφύλαξαν καὶ φυλάττουν τὸν τοιοῦτον νόμον, καὶ κᾀνένα δὲν θανατόνουν μὲ σταυρικὸν θάνατον.

(2) Ὁμοῦ καὶ εἰς τὴν Θεοτόκον, καθὼς ἀναφέρεται κατὰ τὴν δεκάτην πρώτην τοῦ παρόντος Μαΐου.

(3) Καὶ μάλιστα διατὶ ὁ Ἄρειος ἐβλασφήμει καὶ ἔλεγε, πῶς ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ κτίσμα καὶ ἄλλης οὐσίας καὶ φύσεως ἀπὸ τὴν τοῦ Πατρός.

(4) Σημείωσαι, ὅτι Γρηγόριος ὁ Καισαρείας Καππαδοκίας Πρεσβύτερος, λόγον ἔπλεξεν εἰς τοὺς τριακοσίους δεκαοκτὼ τούτους Πατέρας, καὶ εἰς τὸν βασιλέα Κωνσταντῖνον, ὅστις σῴζεται ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τοῦ Παντοκράτορος. Ὁμοίως καὶ Κωνσταντῖνος Ἀκροπολίτης ὁ μέγας λογοθέτης, λόγον ἔχει εἰς τὸν Κωνσταντῖνον καὶ Ἑλένην, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἄρα τίς εὐσεβείας ζῆλον αὐχῶν». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου, καὶ ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τοῦ Βατοπαιδίου.) Ἀλλὰ καὶ Γεώργιος Πρεσβύτερος Καισαρείας Καππαδοκίας λόγον συνέγραψεν εἰς τοὺς ἀνωτέρω τριακοσίους δέκα καὶ ὀκτὼ θεοφόρους Πατέρας, οὗ ἡ ἀρχή· «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν». (Σῴζεται ἐν τῇ αὐτῇ Μονῇ τοῦ Βατοπαιδίου.)

(5) Γράφει δὲ ὁ Μελέτιος (τόμ. α΄, σελ. 335) ὅτι ἀφ’ οὗ ἐτελείωσεν ἡ πρώτη Σύνοδος, ἔχαιρεν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος διὰ τὴν κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας νίκην. Διὰ τοῦτο φέρωντας ὅλους τοὺς Πατέρας τῆς Συνόδου ἀπὸ τὴν Νίκαιαν εἰς τὴν ἐδικήν του Κωνσταντινούπολιν, ἐπροσκάλεσεν αὐτοὺς εἰς εὐωχίαν καὶ τράπεζαν. Καθήμενος δὲ καὶ αὐτὸς μεταξὺ τῶν Πατέρων, ἐτίμησεν αὐτοὺς λαμπρῶς μὲ τὰ πρέποντα δῶρα. Τοῦ δὲ Ἁγίου Παφνουτίου καὶ τῶν λοιπῶν Ὁμολογητῶν, κατεφίλει τοὺς εὐγαλμένους ὀφθαλμούς, καὶ τὰ στρεβλωθέντα καὶ πληγωθέντα μέλη ὑπὸ τῶν τυράννων ἐν τῷ καιρῷ τοῦ διωγμοῦ, διὰ νὰ λάβῃ ἁγιασμὸν ἀπὸ αὐτά. Ἐνουθέτει δὲ ὅλους τοὺς Ἐπισκόπους, νὰ ἔχουν εἰρήνην καὶ ὁμόνοιαν εἰς τὴν πίστιν, νὰ δείχνουν ἀγάπην εἰς τὸν πλησίον, καὶ νὰ μὴ ὑβρίζουν ἢ νὰ ἀτιμάζουν τοὺς ἀδελφούς των.

Ἐπειδὴ δέ τινες ἔδωκαν ἀναφορὰς εἰς αὐτὸν ἐναντίον τινῶν Ἐπισκόπων, ταύτας οὐδὲ νὰ ἀναγνώσῃ ἠθέλησεν ὁ μακάριος βασιλεύς, οὔτε εἰς ἐξέτασιν ἔφερε τοὺς κατηγορουμένους Ἐπισκόπους, ἀλλ’ ἐνώπιον πάντων τὰς ἔκαυσε λέγων ταῦτα τὰ ἀξιομνημόνευτα λόγια· «Ἐὰν καὶ μόνος μου ἤθελα ἰδῶ τινα Ἀρχιερέα νὰ ἁμαρτάνῃ, βέβαια ἔμελλον νὰ τὸν σκεπάσω μὲ τὴν πορφύραν μου». Τόσον δὲ ἀμνησίκακος ἦτον ὁ ἀοίδιμος Κωνσταντῖνος, ὥστε ὁποῦ, ἐπειδὴ μερικοὶ ἐλιθοβόλησαν τὴν εἰκόνα του, παρεκίνουν αὐτὸν οἱ φίλοι του νὰ τιμωρήσῃ τοὺς ὑβριστάς, διατὶ μὲ τοὺς λίθους ἐπλήγωσαν τὸ πρόσωπόν του. Ὁ δὲ ἀνεξίκακος βασιλεύς, ψηλαφήσας τὸ πρόσωπόν του, καὶ χαμογελάσας εἶπε ταῦτα τὰ ἀξιομνημόνευτα· «Οὐδαμοῦ πληγὴν ἐπὶ τοῦ μετώπου γεγενημένην ὁρῶ, ἀλλ’ ὑγιὴς μὲν ἡ κεφαλή, ὑγιὴς δὲ ἡ ὄψις ἅπασα» (Χρυσ. Λόγ. κ΄, εἰς τοὺς Ἀνδριάντας).

(6) Ὅρα περὶ τούτου καὶ εἰς τὰς 14 τοῦ Σεπτεμβρίου.

(7) Κατ’ ἄλλους δὲ ἀκριβεστέρους, ἐβασίλευσεν ἐν τῇ παλαιᾷ καὶ νέᾳ Ῥώμῃ χρόνους τριάκοντα καὶ ἕνα, ἢ τριάκοντα δύω, καὶ ἔζησε χρόνους ὅλους ἑξηνταπέντε. Ἐχρημάτισε δὲ μετὰ τὸν Αὔγουστον, βασιλεὺς τεσσαρακοστὸς ἕβδομος, καὶ ἀπέθανεν εἰς τοὺς τριακοσίους τριάντα ἑπτὰ χρόνους, ἀφεὶς διαδόχους τοὺς τρεῖς αὑτοῦ υἱοὺς Κωνσταντῖνον, Κώνσταντα, καὶ Κωνστάντιον.

(8) Ὅρα καὶ τὴν ὑποσημείωσιν εἰς τὴν δεκάτην τετάρτην τοῦ Σεπτεμβρίου μηνός, ἐν ᾗ ἀναφέρεται περὶ τοῦ Μεγάλου τούτου Κωνσταντίνου. Ὁ δὲ θεῖος Χρυσόστομος λέγει, ὅτι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐνταφιάσθη εἰς τὸν νάρθηκα τοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τὸν ὁποῖον ἔκτισεν ὁ ἴδιος Κωνσταντῖνος. Καὶ ὁ βασιλεύς, ἦτον τρόπον τινὰ θυρωρὸς καὶ πορτάρης τῶν ἁλιέων. Οὕτω γάρ φησι· «Καὶ γὰρ καὶ ἐνταῦθα Κωνσταντῖνον τὸν Μέγαν, μεγάλῃ τιμῇ τιμᾶν ἐνόμισεν ὁ παῖς (ὁ Κωνστάντιος δηλαδή) εἰ τοῖς προθύροις κατάθοιτο τῶν ἁλιέων. Καὶ ὅπερ εἰσὶν οἱ πυλωροὶ τοῖς βασιλεῦσιν ἐν τοῖς βασιλείοις, τοῦτο ἐν τῷ σήματι οἱ βασιλεῖς τοῖς ἁλιεῦσι. Καὶ οἱ μέν, ὥσπερ δεσπόται τοῦ τόπου τὰ ἔνδον κατέχουσιν, οἱ δὲ βασιλεῖς, ὡς πάροικοι καὶ γείτονες ἠγάπησαν τὴν αὔλειον αὐτοῖς ἀφορισθῆναι θύραν» (Ὁμιλ. κζ΄ εἰς τὴν Β΄ πρὸς Κορινθίους). Ὁ ἑλληνικὸς Βίος τῶν Ἁγίων τούτων βασιλέων σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων, οὗ ἡ ἀρχή· «Τὰ κάλλιστα τῶν διηγημάτων», ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, Βίος σῴζεται τῶν βασιλέων τούτων συλλεχθεὶς ἐκ διαφόρων, οὗ ἡ ἀρχή· «Τὸν τοῦ μακαριωτάτου καὶ ἁγιωτάτου καὶ πρώτου».

*

Ὁ Ἅγιος νέος Ὁσιομάρτυς Παχώμιος, ὁ ἐν τῷ Οὐσάκι τῆς Φιλαδελφείας μαρτυρήσας κατὰ τὸ ἔτος ͵αψλ΄ [1730], ξίφει τελειοῦται.

Ποῦ πάχος ἐν σοὶ ὦ Παχώμι’ εὑρέθη,
Πόνοις ξίφει τε λεπτύναντι τὸ βρίθον; (9)

(9) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

 Των Αγίων θεοστέπτων βασιλέων και Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, Παχωμίου Νεομάρτυρος

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.