Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου21 Ιουνίου

Των Αγίων Ιουλιανού του εν Κιλικία, Ιουλιανού και των συν αυτώ, Αφροδισίου κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος ΙουλιανόςΤω αυτώ μηνί ΚΑ’, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ιουλιανού του εν Κιλικία.

Φέρων τι χρήμα σάκκος άξιον πόλου,
Ιουλιανόν βάλλεται πόντου μέσον.

Σάκκω Ιουλιανός βυθόν εισέδυ εικάδι πρώτη.

Ούτος ήτον από την πόλιν Ανάζαρβον, ήτις ευρίσκεται εν τη δευτέρα επαρχία της Κιλικίας, ύστερον δε ωνομάσθη Διοκαισάρεια και Καισαραυγούστα, και Καισάρεια προς Αναζάρβω, τώρα δε ονομάζεται τουρκιστί, Ακ ισάρ, ή Ακ σεράϊ. Ήτον δε ο Άγιος ούτος υιός, πατρός μεν, ενός βουλευτού Έλληνος, μητρός δε, Χριστιανής, από την οποίαν εδιδάχθη την κατά Χριστόν ευσέβειαν. Αφ’ ου δε εκαταγίνηκεν εις την μελέτην των θείων Γραφών, ύστερον όταν έγινε χρόνων δεκαοκτώ, εφέρθη εις τον ηγεμόνα Μαριανόν, και επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, δια τούτο εδάρθη εις διάφορα μέρη του σώματος, έπειτα ερρίφθη εις φυλακήν. Συμβουλευθείς δε την μητέρα του τι να κάμη, επαρακινήθη από αυτήν να μείνη στερεός εις την πίστιν του Χριστού, μέχρι θανάτου. Όθεν εβάλθη μέσα εις ένα σάκκον γεμάτον από άμμον και οφίδια και ερπετά φαρμακερά, και έτζι ερρίφθη εις το μέσον του πελάγους, και έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον (1).

(1) Σημείωσαι, ότι εις τον εκ Κιλικίας τούτον Άγιον Ιουλιανόν εγκώμιον έπλεξεν ο Χρυσούς Ρήτωρ της Εκκλησίας, ου η αρχή· «Ει εν τη γη τοιαύται τοις Μάρτυσιν αι τιμαί μετά την εντεύθεν αποδημίαν». (Σώζεται εν τω ε’ τόμω της εν Ετόνη εκδόσεως.) Περί δε του εις το πέλαγος καταποντισμού του Μάρτυρος, τάδε προσθέττει η καλή εκείνη γλώσσα· «Αναμνήσθητε του κατακλυσμού του επί Νώε και της Κιβωτού. Και γαρ και τότε δίκαιος ομού και θηρία. Αλλ’ ο μεν Νώε εισήλθεν άνθρωπος, και εξήλθεν άνθρωπος. Ιουλιανός δε, εισήλθε μεν άνθρωπος, εξήλθε δε Άγγελος. Εκείνος εισήλθεν από της γης, και εξήλθεν εις την γην πάλιν. Ούτος εισήλθεν από της γης εις σάκκον, και από του σάκκου εις τον Ουρανόν απήει. Έλαβεν αυτόν το πέλαγος, ουχ’ ίνα αποκτείνη, αλλ’ ίνα στεφανώση, και μετά τον στέφανον απέδωκεν ημίν την αγίαν ταύτην Κιβωτόν το σώμα του Μάρτυρος». Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα σώζεται το Μαρτύριον τούτου, ου η αρχή· «Βία διωγμού επεκράτησεν εν εκείναις».

 

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ιουλιανού του Αιγυπτίου, ή Λίβυος.

Ιουλιανού πάσα μακράν ωχρία.
Μάλλον γαρ εύχρουν είχεν αυτόν η σπάθη.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, και Μαρκιανού ηγεμόνος, εν έτει σϞη’ [298]. Συστήσας δε ένα Μοναστήριον εις την Αντιούπολιν (2) της Αιγύπτου, ήτον ηγούμενος εις αυτό, οδηγών δέκα χιλιάδας Μοναχούς. Πιασθείς δε και παραστάς εις τον ηγεμόνα, ωμολόγησε μεν τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, τα δε είδωλα επερίπαιξε, δια τούτο εκίνησεν εις θυμόν τον ηγεμόνα. Όθεν πρώτον επρόσταξεν ο αλιτήριος, να καύσουν το Μοναστήριόν του μαζί με όλους, οπού ευρίσκοντο μέσα. Τότε δε είχον καταφύγουν εις αυτό και ο Επίσκοπος, και οι της χώρας Ιερείς και κληρικοί, οίτινες όλοι έλαβον δια πυρός τον του μαρτυρίου στέφανον. Άδεται δε λόγος, ότι εις τον τόπον εκείνον του Μοναστηρίου, ακούονται φωναί έως της σήμερον κατά τον καιρόν της ιεράς ακολουθίας, και ότι πολλαί ενέργειαι θαυμάτων γίνονται εις εκείνους, οπού πηγαίνουν εν τω τόπω εκείνω. Μετά ταύτα επειδή ο Άγιος δεν ηθέλησε να θυσιάση εις τα είδωλα, δια τούτο επρόσταξεν ο ηγεμών να απλωθή εις την γην και να δέρνεται. Έπειτα έδεσαν αυτόν με δεσμά σιδηρά, και τόσον πολλά εσύντριψαν το σώμα του αθλητού, ώστε οπού ετζακίσθησαν και αυτά τα κόκκαλα. Εις καιρόν δε οπού έπασχε ταύτα ο Άγιος, ετυφλώθη ένας στρατιώτης. Ο δε Άγιος υπεσχέθη να του χαρίση το φως, ανίσως παραιτήση την πλάνην των ειδώλων και πιστεύση εις τον Χριστόν. Ο δε ηγεμών τούτο μαθών, επρόσταξε τους ιερείς των ειδώλων, να ομματώσουν εκείνοι τον στρατιώτην. Οι δε ιερείς προσευχόμενοι εις τα είδωλα, όχι μόνον δεν εδυνήθησαν να κάμουν το θαύμα τούτο, αλλά και φωνήν ήκουσαν, οπού ευγήκεν από τα άδυτα του ναού των ειδώλων, η οποία έλεγεν, ότι να αφήσουν τον Άγιον και να μη τιμωρούν αυτόν. Διατί αφ’ ου, έλεγεν, εσείς αρχίσετε να τιμωρήτε τον Μάρτυρα, ημείς αοράτως τιμωρούμεθα από τον Θεόν, περισσότερον από εκείνον. Μαζί δε με την φωνήν, έπεσον και τα είδωλα κατά γης και εσυντρίφθησαν τόσον, οπού έγιναν ωσάν κονιορτός.

Ο δε ηγεμών βλέπωντας το θαύμα τούτο, αντί να ημερώση και να διορθωθή, αυτός περισσότερον ελύσσαξεν. Επειδή όταν μία ψυχή καταβυθισθή εις τα κακά, δεν ηξεύρει πλέον να μεταχειρίζεται φρόνιμον και ασφαλή στοχασμόν. Όθεν, τον μεν στρατιώτην, οπού έλαβεν από τον Άγιον το φως των ομματίων του και επίστευσεν εις τον Χριστόν, αυτόν, λέγω, επρόσταξε να αποκεφαλίσουν, εις δε την κεφαλήν του Αγίου επρόσταξε να χυθή κάτουρον βρωμερόν. Ενόμιζε γαρ ο ανόητος, ότι ο Άγιος ήξευρε μαγικά, και με αυτά ιάτρευσε τον τυφλόν. Όθεν με το κάτουρον εστοχάζετο να διαλύση των μαγικών την ενέργειαν. Η βρώμα όμως του κατούρου, μετεβλήθη εις ευωδίαν βαλσάμου. Τούτο δε το θαυμάσιον βλέπων ο Κέλσιος ο υιός του ηγεμόνος, επίστευσεν εις τον Χριστόν, και μάλιστα, διατί είδε και αγίους Αγγέλους, οι οποίοι εκατέβησαν από τον ουρανόν και εστεφάνωσαν τον Άγιον με στέφανον χρυσούν. Όθεν αφήσας τον πατέρα του ηγεμόνα, εσυνωμίλει και συνανεστρέφετο με τον Άγιον, και από αυτόν εδιδάσκετο την εις Χριστόν πίστιν και ευσέβειαν. Ου μόνον δε ο Κέλσιος, αλλά ακόμη και άλλοι είκοσι στρατιώται επίστευσαν παρρησία εις τον Χριστόν. Ο δε ηγεμών εζήτησεν, ίνα αναστήση και νεκρόν ο Άγιος. Επειδή δε ο του Χριστού αθλητής ανέστησεν ένα νεκρόν δια προσευχής του, τούτου χάριν πάλιν κρίνεται, ομού με τον πιστεύσαντα υιόν του ηγεμόνος Κέλσιον. Ένας δε στρατιώτης, θέλωντας να χωρίση από τον Άγιον βιαίως τον Κέλσιον, και να τον υπάγη εις τον πατέρα του, ευθύς επαιδεύθη παρά Θεού, και εσάπησε το χέρι του. Μετά ταύτα εβάλθη ο Άγιος ομού με τον Κέλσιον, μέσα εις σκοτεινήν και βρωμεράν φυλακήν, η οποία, ευθύς οπού εμβήκαν εκεί οι Άγιοι, εγέμωσεν από τόσον φως, και από τόσην ευωδίαν, ώστε οπού οι είκοσι στρατιώται οι φυλάττοντες την φυλακήν, βλέποντες την λαμπρότητα του φωτός, και οσφρανθέντες την άρρητον εκείνην και γλυκυτάτην ευωδίαν, ευθύς επικαλέσθηκαν την δύναμιν του Χριστού, και τον Χριστόν ως Θεόν ωμολόγησαν. Όθεν και εβαπτίσθησαν από τον Ιερέα Αντώνιον, ο οποίος ήτον κοντά εις τον πρώτον της πόλεως, και εκατάγετο μεν από αίμα και γένος βασιλικόν, εσέβετο δε τον αληθή Θεόν μαζί με τους επτά υιούς του, οίτινες και αυτοί επίστευον εις τον Κύριον.

Όθεν πέρνοντες αυτοί τον πατέρα των Ιερέα, επήγαν εις την φυλακήν και εσυντρόφευον τον Άγιον Ιουλιανόν. Δια τούτο εκαταδικάσθησαν να βαλθούν ομού με τον Άγιον, μέσα εις καζάνια γεμάτα από πίσσαν βρασμένην. Αυτοί εθεώρησαν, και το μέγα θαύμα, οπού ετέλεσεν ο Άγιος. Ανέστησε γαρ ως είπομεν, δια προσευχής του ένα νεκρόν, οπού τότε εύγαλον έξω της πόλεως, και επήγαιναν να τον ενταφιάσουν, ο οποίος αναστηθείς, επίστευσε τω Χριστώ, και ωμολόγει χάριτας εις τον Άγιον Ιουλιανόν, λέγων ότι εις καιρόν οπού αυτός έμελλε να παραδοθή εις κολάσεις και τιμωρίας, από κάποιους μαύρους, και φοβερούς εις το σχήμα, τότε ο Θεός δυσωπηθείς εις τας προσευχάς του Αγίου Ιουλιανού, ηλέησεν αυτόν, και επρόσταξε να φέρουν πάλιν αυτόν εις τον τόπον τούτον των ζωντανών ανθρώπων. Εβαπτίσθη δε και αυτός από τον ανωτέρω Αντώνιον, και ωνομάσθη Αναστάσιος. Όταν δε έφθασαν εις τον τόπον, όπου έβραζον τα καζάνια, εβάλθησαν μέσα εις αυτά ο Άγιος Ιουλιανός, ο Κέλσιος, οι πιστεύσαντες είκοσι φύλακες, οι επτά υιοί του άρχοντος, ο Πρεσβύτερος Αντώνιος, και ο εκ νεκρών εγερθείς Αναστάσιος. Επειδή δε ευγήκαν από τα καζάνια αβλαβείς, δια τούτο επίστευσεν εις τον Χριστόν και η μήτηρ του Κελσίου, Βασίλισσα καλουμένη, η οποία και αυτή εβαπτίσθη από τον Ιερέα Αντώνιον, και τον κατά σάρκα υιόν της Κέλσιον, τον οποίον έκαμε πατέρα της πνευματικόν. Όθεν περισσοτέραν ευεργεσίαν εχάρισεν ο Κέλσιος εις την μητέρα του δια της πνευματικής αναγεννήσεως και αναδοχής, παρά οπού εχάρισεν η μήτηρ του εις τον Κέλσιον, δια της κατά σάρκα γεννήσεως. Επειδή ο αυτός υιός της, έγινε και πρόξενος εις αυτήν της του Χριστού πίστεως, και ανάδοχος αυτής εχρημάτισε δια του θείου Βαπτίσματος. Εφέρθησαν λοιπόν όλοι από τον ηγεμόνα εις τον ναόν των ειδώλων, και σφραγίσαντες τον εαυτόν τους με το σημείον του τιμίου Σταυρού, τα μεν γόνατα έκλιναν εις προσευχήν εν τη γη, με τα ομμάτια δε της ψυχής θεωρήσαντες εις τον ουρανόν, εκρήμνισαν όλα τα είδωλα, και ως κονιορτόν ταύτα ελέπτυναν, τον δε ναόν κατεβύθισαν εις την γην. Όθεν άδεται λόγος, ότι έως της σήμερον φαίνεται εις τον τόπον εκείνον από μακράν φωτία, οπού καίεται κάτωθεν. Τότε μεν ουν, έβαλαν τους Αγίους όλους εις την φυλακήν. Εκεί δε εφάνησαν κατά την ερχομένην νύκτα εις τους Αγίους παράδοξα θεάματα, τα οποία επρομήνυον εις αυτούς την δόξαν και τα απόρρητα και ανέκφραστα αγαθά, οπού έμελλον να κληρονομήσουν εις Ουρανούς. Ύστερον δε, έδεσαν τα άκρα των χειρών, και των ποδών των Αγίων, με δεμάτια παπυρίου βρεγμένα από λάδι, και έτζι έδωκαν φωτίαν εις τα παπύρια, και άναψαν αυτά ως λαμπάδας.

Επειδή δε εφυλάχθησαν οι Άγιοι αβλαβείς από την φωτίαν, δια τούτο, του μεν Αγίου Ιουλιανού, και του Κελσίου, εξέγδαραν το δέρμα της κεφαλής. Του δε Ιερέως Αντωνίου, εύγαλαν τα ομμάτια με αγγυνέλον. Την δε μητέρα του Αγίου, εκρέμασαν. Επειδή οι βασανισταί στρατιώται δεν εδυνήθησαν να πλησιάσουν εις αυτήν, αλλ’ ευθύς οπού επήγαιναν κοντά της, ετυφλόνοντο. Μετά ταύτα έρριψαν τους Αγίους εις τα θηρία δια να τους φάγουν, και επειδή τα θηρία δεν έγγιζαν, δια τούτο απεκεφάλισαν αυτούς, ομού με άλλους καταδίκους. Αλλ’ όμως τα λείψανα των Αγίων Μαρτύρων, εγνωρίσθησαν ύστερον. Καθότι, τα μεν αίματα των Αγίων, έπηξαν και εμαζώχθησαν επάνω εις τα σώματά των, αι δε άγιαι ψυχαί των, εφαίνοντο καθήμεναι επάνω εις τα σώματά των, εις είδος και σχήμα παρθένων. Όθεν πέρνοντες αυτά οι Χριστιανοί, έβαλον κοντά εις το άγιον θυσιαστήριον, από τα οποία αναβρύει πάντοτε πηγή θαυμάτων, και χαρίζει υγείαν ψυχής και σώματος εις εκείνους, οπού μετά πίστεως προστρέχουσιν αυτοίς. Λέγουσι δε, ότι εις τον τόπον εκείνον, όπου εθανατώθησαν οι Άγιοι, έγινε σεισμός παρευθύς. Από δε τον σεισμόν, εκρημνίσθη μεν το περισσότερον μέρος της πόλεως, εχώσθη δε και εθανατώθη ο ηγεμών, και πολλοί Έλληνες. Τελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή, εν τω αγιωτάτω αυτών Ναώ, ο οποίος ευρίσκεται εις τον Φόρον. (Τον κατά πλάτος Βίον τούτου, όρα εις την Καλοκαιρινήν.)

(2) Εν δε τη Καλοκαιρινή και εν άλλω Συναξαριστή χειρογράφω γράφεται, «Αντινόου πόλιν της Αιγύπτου».

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων των συμμαρτυρησάντων τω Αγίω Ιουλιανώ, Αντωνίου Πρεσβυτέρου, Αναστασίου του εκ νεκρών αναστάντος, Κελσίου, Βασιλίσσης της μητρός αυτού, είκοσι δεσμοφυλάκων, και των επτά αδελφών, πάντων τω δια ξίφους θανάτω τελειωθέντων.

Εις τον Αντώνιον.

Κτείνας τον Αντώνιον ο σπαθηφόρος,
Άκων εκόντα δεικνύει νικηφόρον.

Εις τον Αναστάσιον.

Τι των μελών πέπονθεν Αναστασίου;
Εμού λέγεις; τράχηλος, εκκοπείς ξίφει.

Εις τον Κέλσιον και την μητέρα αυτού.

Δίδωσι μητρί Κέλσιος Βασιλίσση,
Καλά τροφεία συνθανών αυτή ξίφει.

Εις τους είκοσι δεσμοφύλακας.

Εύτολμος εικάς δεσμοφρουρούντων μία,
Χριστοφρονούντων εκ ξίφους ώφθη μέρος.

Εις τους επτά αδελφούς.

Αιώνας εκτυπούντες επτά του βίου,
Λείπουσιν επτά σύγγονοι βίον ξίφει.

*

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Αφροδισίου.

Της Αφροδίτης τω ξοάνω μη θύων,
Αφροδίσιος θανατούται τω ξίφει.

Ούτος ήτον εκ της χώρας Κιλικίας, σεβόμενος τον Χριστόν από τους προγόνους του. Πιασθείς δε ως Χριστιανός, εφέρθη εις τον άρχοντα Διονύσιον, και ομολογήσας τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, εκάη εις την ράχιν με πυρωμένα σίδηρα, είτα εβάλθη μέσα εις καζάνι, γεμάτον από βρασμένον μολύβι. Έπειτα εκρεμάσθη κατακέφαλα, και επειδή εφυλάχθη αβλαβής υπό της θείας χάριτος, δια τούτο εφάνη μία λέαινα εις το θέατρον, η οποία απολυθείσα κατά του Αγίου, τελείως δεν τον έβλαψεν, αλλά ωμίλησε με ανθρωπίνην φωνήν, ελέγχουσα την σκληρότητα των Ελλήνων. Όθεν δια το τοιούτον θαύμα, πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν, τον οποίον παρρησία ομολογήσαντες, απεκεφαλίσθησαν, και ούτως ανέβησαν νικηφόροι εις τα Ουράνια. Βλέπωντας δε τούτο ο τύραννος, επρόσταξε να σχισθή μία πέτρα, και εις το μέσον αυτής να βαλθή ο Άγιος. Επάνω δε αυτού να βαλθή το άλλο ήμισυ της πέτρας, υπηρετούντων εις τούτο πενηνταπέντε στρατιωτών. Όθεν ο Άγιος παρευθύς παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και ούτως έλαβε τον του μαρτυρίου στέφανον.

*

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Τερέντιος Επίσκοπος Ικονίου, ακάνθαις κατακεντηθείς, τελειούται.

Γης Τερέντιος την αράν γενναιόφρων,
Τέλους αφορμήν εύρεν ευλογημένην (3).

(3) Περιττώς δε αναφέρεται εδώ παρά τοις τετυπωμένοις Μηναίοις, η μνήμη Μάρκου Αποστόλου του ανεψιού Βαρνάβα. Ούτος γαρ εορτάζεται κατά την τριακοστήν του Οκτωβρίου, μετά Τερτίου, Ιούστου, και Αρτεμά.

*

Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικήτας ο Νυσίριος, ο εν τη Χίω μαρτυρήσας κατά το έτος ͵αψλβ’ [1732], ξίφει τελειούται.

Τμηθείς Νικήτα τον σον αυχένα ξίφει,
Τέτμηκας εχθρού τας πανουργίας πάσας (4).

(4) Το Μαρτύριον αυτού, όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος ΙουλιανόςΤῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΑ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἰουλιανοῦ τοῦ ἐν Κιλικίᾳ.

Φέρων τι χρῆμα σάκκος ἄξιον πόλου,
Ἰουλιανὸν βάλλεται πόντου μέσον.

Σάκκῳ Ἰουλιανὸς βυθὸν εἰσέδυ εἰκάδι πρώτῃ.

Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν πόλιν Ἀνάζαρβον, ἥτις εὑρίσκεται ἐν τῇ δευτέρᾳ ἐπαρχίᾳ τῆς Κιλικίας, ὕστερον δὲ ὠνομάσθη Διοκαισάρεια καὶ Καισαραυγούστα, καὶ Καισάρεια πρὸς Ἀναζάρβῳ, τώρα δὲ ὀνομάζεται τουρκιστί, Ἂκ ἰσάρ, ἢ Ἂκ σεράϊ. Ἦτον δὲ ὁ Ἅγιος οὗτος υἱός, πατρὸς μέν, ἑνὸς βουλευτοῦ Ἕλληνος, μητρὸς δέ, Χριστιανῆς, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐδιδάχθη τὴν κατὰ Χριστὸν εὐσέβειαν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκαταγίνηκεν εἰς τὴν μελέτην τῶν θείων Γραφῶν, ὕστερον ὅταν ἔγινε χρόνων δεκαοκτώ, ἐφέρθη εἰς τὸν ἡγεμόνα Μαριανόν, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπείσθη νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, διὰ τοῦτο ἐδάρθη εἰς διάφορα μέρη τοῦ σώματος, ἔπειτα ἐρρίφθη εἰς φυλακήν. Συμβουλευθεὶς δὲ τὴν μητέρα του τί νὰ κάμῃ, ἐπαρακινήθη ἀπὸ αὐτὴν νὰ μείνῃ στερεὸς εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, μέχρι θανάτου. Ὅθεν ἐβάλθη μέσα εἰς ἕνα σάκκον γεμάτον ἀπὸ ἄμμον καὶ ὀφίδια καὶ ἑρπετὰ φαρμακερά, καὶ ἔτζι ἐρρίφθη εἰς τὸ μέσον τοῦ πελάγους, καὶ ἔλαβεν ὁ μακάριος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον (1).

(1) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὸν ἐκ Κιλικίας τοῦτον Ἅγιον Ἰουλιανὸν ἐγκώμιον ἔπλεξεν ὁ Χρυσοῦς Ῥήτωρ τῆς Ἐκκλησίας, οὗ ἡ ἀρχή· «Εἰ ἐν τῇ γῇ τοιαῦται τοῖς Μάρτυσιν αἱ τιμαὶ μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀποδημίαν». (Σῴζεται ἐν τῷ ε΄ τόμῳ τῆς ἐν Ἐτόνῃ ἐκδόσεως.) Περὶ δὲ τοῦ εἰς τὸ πέλαγος καταποντισμοῦ τοῦ Μάρτυρος, τάδε προσθέττει ἡ καλὴ ἐκείνη γλῶσσα· «Ἀναμνήσθητε τοῦ κατακλυσμοῦ τοῦ ἐπὶ Νῶε καὶ τῆς Κιβωτοῦ. Καὶ γὰρ καὶ τότε δίκαιος ὁμοῦ καὶ θηρία. Ἀλλ’ ὁ μὲν Νῶε εἰσῆλθεν ἄνθρωπος, καὶ ἐξῆλθεν ἄνθρωπος. Ἰουλιανὸς δέ, εἰσῆλθε μὲν ἄνθρωπος, ἐξῆλθε δὲ Ἄγγελος. Ἐκεῖνος εἰσῆλθεν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐξῆλθεν εἰς τὴν γῆν πάλιν. Οὗτος εἰσῆλθεν ἀπὸ τῆς γῆς εἰς σάκκον, καὶ ἀπὸ τοῦ σάκκου εἰς τὸν Οὐρανὸν ἀπήει. Ἔλαβεν αὐτὸν τὸ πέλαγος, οὐχ’ ἵνα ἀποκτείνῃ, ἀλλ’ ἵνα στεφανώσῃ, καὶ μετὰ τὸν στέφανον ἀπέδωκεν ἡμῖν τὴν ἁγίαν ταύτην Κιβωτὸν τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος». Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζεται τὸ Μαρτύριον τούτου, οὗ ἡ ἀρχή· «Βία διωγμοῦ ἐπεκράτησεν ἐν ἐκείναις».

 

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἰουλιανοῦ τοῦ Αἰγυπτίου, ἢ Λίβυος.

Ἰουλιανοῦ πᾶσα μακρὰν ὠχρία.
Μᾶλλον γὰρ εὔχρουν εἶχεν αὐτὸν ἡ σπάθη.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, καὶ Μαρκιανοῦ ἡγεμόνος, ἐν ἔτει σϞη΄ [298]. Συστήσας δὲ ἕνα Μοναστήριον εἰς τὴν Ἀντιούπολιν (2) τῆς Αἰγύπτου, ἦτον ἡγούμενος εἰς αὐτό, ὁδηγῶν δέκα χιλιάδας Μοναχούς. Πιασθεὶς δὲ καὶ παραστὰς εἰς τὸν ἡγεμόνα, ὡμολόγησε μὲν τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν, τὰ δὲ εἴδωλα ἐπερίπαιξε, διὰ τοῦτο ἐκίνησεν εἰς θυμὸν τὸν ἡγεμόνα. Ὅθεν πρῶτον ἐπρόσταξεν ὁ ἀλιτήριος, νὰ καύσουν τὸ Μοναστήριόν του μαζὶ μὲ ὅλους, ὁποῦ εὑρίσκοντο μέσα. Τότε δὲ εἶχον καταφύγουν εἰς αὐτὸ καὶ ὁ Ἐπίσκοπος, καὶ οἱ τῆς χώρας Ἱερεῖς καὶ κληρικοί, οἵτινες ὅλοι ἔλαβον διὰ πυρὸς τὸν τοῦ μαρτυρίου στέφανον. ᾌδεται δὲ λόγος, ὅτι εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον τοῦ Μοναστηρίου, ἀκούονται φωναὶ ἕως τῆς σήμερον κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ἱερᾶς ἀκολουθίας, καὶ ὅτι πολλαὶ ἐνέργειαι θαυμάτων γίνονται εἰς ἐκείνους, ὁποῦ πηγαίνουν ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ. Μετὰ ταῦτα ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος δὲν ἠθέλησε νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, διὰ τοῦτο ἐπρόσταξεν ὁ ἡγεμὼν νὰ ἁπλωθῇ εἰς τὴν γῆν καὶ νὰ δέρνεται. Ἔπειτα ἔδεσαν αὐτὸν μὲ δεσμὰ σιδηρᾶ, καὶ τόσον πολλὰ ἐσύντριψαν τὸ σῶμα τοῦ ἀθλητοῦ, ὥστε ὁποῦ ἐτζακίσθησαν καὶ αὐτὰ τὰ κόκκαλα. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἔπασχε ταῦτα ὁ Ἅγιος, ἐτυφλώθη ἕνας στρατιώτης. Ὁ δὲ Ἅγιος ὑπεσχέθη νὰ τοῦ χαρίσῃ τὸ φῶς, ἀνίσως παραιτήσῃ τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων καὶ πιστεύσῃ εἰς τὸν Χριστόν. Ὁ δὲ ἡγεμὼν τοῦτο μαθών, ἐπρόσταξε τοὺς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων, νὰ ὀμματώσουν ἐκεῖνοι τὸν στρατιώτην. Οἱ δὲ ἱερεῖς προσευχόμενοι εἰς τὰ εἴδωλα, ὄχι μόνον δὲν ἐδυνήθησαν νὰ κάμουν τὸ θαῦμα τοῦτο, ἀλλὰ καὶ φωνὴν ἤκουσαν, ὁποῦ εὐγῆκεν ἀπὸ τὰ ἄδυτα τοῦ ναοῦ τῶν εἰδώλων, ἡ ὁποία ἔλεγεν, ὅτι νὰ ἀφήσουν τὸν Ἅγιον καὶ νὰ μὴ τιμωροῦν αὐτόν. Διατὶ ἀφ’ οὗ, ἔλεγεν, ἐσεῖς ἀρχίσετε νὰ τιμωρῆτε τὸν Μάρτυρα, ἡμεῖς ἀοράτως τιμωρούμεθα ἀπὸ τὸν Θεόν, περισσότερον ἀπὸ ἐκεῖνον. Μαζὶ δὲ μὲ τὴν φωνήν, ἔπεσον καὶ τὰ εἴδωλα κατὰ γῆς καὶ ἐσυντρίφθησαν τόσον, ὁποῦ ἔγιναν ὡσὰν κονιορτός.

Ὁ δὲ ἡγεμὼν βλέπωντας τὸ θαῦμα τοῦτο, ἀντὶ νὰ ἡμερώσῃ καὶ νὰ διορθωθῇ, αὐτὸς περισσότερον ἐλύσσαξεν. Ἐπειδὴ ὅταν μία ψυχὴ καταβυθισθῇ εἰς τὰ κακά, δὲν ἠξεύρει πλέον νὰ μεταχειρίζεται φρόνιμον καὶ ἀσφαλῆ στοχασμόν. Ὅθεν, τὸν μὲν στρατιώτην, ὁποῦ ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Ἅγιον τὸ φῶς τῶν ὀμματίων του καὶ ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν, αὐτόν, λέγω, ἐπρόσταξε νὰ ἀποκεφαλίσουν, εἰς δὲ τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἁγίου ἐπρόσταξε νὰ χυθῇ κάτουρον βρωμερόν. Ἐνόμιζε γὰρ ὁ ἀνόητος, ὅτι ὁ Ἅγιος ἤξευρε μαγικά, καὶ μὲ αὐτὰ ἰάτρευσε τὸν τυφλόν. Ὅθεν μὲ τὸ κάτουρον ἐστοχάζετο νὰ διαλύσῃ τῶν μαγικῶν τὴν ἐνέργειαν. Ἡ βρῶμα ὅμως τοῦ κατούρου, μετεβλήθη εἰς εὐωδίαν βαλσάμου. Τοῦτο δὲ τὸ θαυμάσιον βλέπων ὁ Κέλσιος ὁ υἱὸς τοῦ ἡγεμόνος, ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν, καὶ μάλιστα, διατὶ εἶδε καὶ ἁγίους Ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι ἐκατέβησαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἐστεφάνωσαν τὸν Ἅγιον μὲ στέφανον χρυσοῦν. Ὅθεν ἀφήσας τὸν πατέρα του ἡγεμόνα, ἐσυνωμίλει καὶ συνανεστρέφετο μὲ τὸν Ἅγιον, καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἐδιδάσκετο τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν καὶ εὐσέβειαν. Οὐ μόνον δὲ ὁ Κέλσιος, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἄλλοι εἴκοσι στρατιῶται ἐπίστευσαν παρρησίᾳ εἰς τὸν Χριστόν. Ὁ δὲ ἡγεμὼν ἐζήτησεν, ἵνα ἀναστήσῃ καὶ νεκρὸν ὁ Ἅγιος. Ἐπειδὴ δὲ ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς ἀνέστησεν ἕνα νεκρὸν διὰ προσευχῆς του, τούτου χάριν πάλιν κρίνεται, ὁμοῦ μὲ τὸν πιστεύσαντα υἱὸν τοῦ ἡγεμόνος Κέλσιον. Ἕνας δὲ στρατιώτης, θέλωντας νὰ χωρίσῃ ἀπὸ τὸν Ἅγιον βιαίως τὸν Κέλσιον, καὶ νὰ τὸν ὑπάγῃ εἰς τὸν πατέρα του, εὐθὺς ἐπαιδεύθη παρὰ Θεοῦ, καὶ ἐσάπησε τὸ χέρι του. Μετὰ ταῦτα ἐβάλθη ὁ Ἅγιος ὁμοῦ μὲ τὸν Κέλσιον, μέσα εἰς σκοτεινὴν καὶ βρωμερὰν φυλακήν, ἡ ὁποία, εὐθὺς ὁποῦ ἐμβῆκαν ἐκεῖ οἱ Ἅγιοι, ἐγέμωσεν ἀπὸ τόσον φῶς, καὶ ἀπὸ τόσην εὐωδίαν, ὥστε ὁποῦ οἱ εἴκοσι στρατιῶται οἱ φυλάττοντες τὴν φυλακήν, βλέποντες τὴν λαμπρότητα τοῦ φωτός, καὶ ὀσφρανθέντες τὴν ἄρρητον ἐκείνην καὶ γλυκυτάτην εὐωδίαν, εὐθὺς ἐπικαλέσθηκαν τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸν Χριστὸν ὡς Θεὸν ὡμολόγησαν. Ὅθεν καὶ ἐβαπτίσθησαν ἀπὸ τὸν Ἱερέα Ἀντώνιον, ὁ ὁποῖος ἦτον κοντὰ εἰς τὸν πρῶτον τῆς πόλεως, καὶ ἐκατάγετο μὲν ἀπὸ αἷμα καὶ γένος βασιλικόν, ἐσέβετο δὲ τὸν ἀληθῆ Θεὸν μαζὶ μὲ τοὺς ἑπτὰ υἱούς του, οἵτινες καὶ αὐτοὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Κύριον.

Ὅθεν πέρνοντες αὐτοὶ τὸν πατέρα των Ἱερέα, ἐπῆγαν εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ἐσυντρόφευον τὸν Ἅγιον Ἰουλιανόν. Διὰ τοῦτο ἐκαταδικάσθησαν νὰ βαλθοῦν ὁμοῦ μὲ τὸν Ἅγιον, μέσα εἰς καζάνια γεμάτα ἀπὸ πίσσαν βρασμένην. Αὐτοὶ ἐθεώρησαν, καὶ τὸ μέγα θαῦμα, ὁποῦ ἐτέλεσεν ὁ Ἅγιος. Ἀνέστησε γὰρ ὡς εἴπομεν, διὰ προσευχῆς του ἕνα νεκρόν, ὁποῦ τότε εὔγαλον ἔξω τῆς πόλεως, καὶ ἐπήγαιναν νὰ τὸν ἐνταφιάσουν, ὁ ὁποῖος ἀναστηθείς, ἐπίστευσε τῷ Χριστῷ, καὶ ὡμολόγει χάριτας εἰς τὸν Ἅγιον Ἰουλιανόν, λέγων ὅτι εἰς καιρὸν ὁποῦ αὐτὸς ἔμελλε νὰ παραδοθῇ εἰς κολάσεις καὶ τιμωρίας, ἀπὸ κᾄποιους μαύρους, καὶ φοβεροὺς εἰς τὸ σχῆμα, τότε ὁ Θεὸς δυσωπηθεὶς εἰς τὰς προσευχὰς τοῦ Ἁγίου Ἰουλιανοῦ, ἠλέησεν αὐτόν, καὶ ἐπρόσταξε νὰ φέρουν πάλιν αὐτὸν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῶν ζωντανῶν ἀνθρώπων. Ἐβαπτίσθη δὲ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸν ἀνωτέρω Ἀντώνιον, καὶ ὠνομάσθη Ἀναστάσιος. Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἔβραζον τὰ καζάνια, ἐβάλθησαν μέσα εἰς αὐτὰ ὁ Ἅγιος Ἰουλιανός, ὁ Κέλσιος, οἱ πιστεύσαντες εἴκοσι φύλακες, οἱ ἑπτὰ υἱοὶ τοῦ ἄρχοντος, ὁ Πρεσβύτερος Ἀντώνιος, καὶ ὁ ἐκ νεκρῶν ἐγερθεὶς Ἀναστάσιος. Ἐπειδὴ δὲ εὐγῆκαν ἀπὸ τὰ καζάνια ἀβλαβεῖς, διὰ τοῦτο ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἡ μήτηρ τοῦ Κελσίου, Βασίλισσα καλουμένη, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ ἐβαπτίσθη ἀπὸ τὸν Ἱερέα Ἀντώνιον, καὶ τὸν κατὰ σάρκα υἱόν της Κέλσιον, τὸν ὁποῖον ἔκαμε πατέρα της πνευματικόν. Ὅθεν περισσοτέραν εὐεργεσίαν ἐχάρισεν ὁ Κέλσιος εἰς τὴν μητέρα του διὰ τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως καὶ ἀναδοχῆς, παρὰ ὁποῦ ἐχάρισεν ἡ μήτηρ του εἰς τὸν Κέλσιον, διὰ τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως. Ἐπειδὴ ὁ αὐτὸς υἱός της, ἔγινε καὶ πρόξενος εἰς αὐτὴν τῆς τοῦ Χριστοῦ πίστεως, καὶ ἀνάδοχος αὐτῆς ἐχρημάτισε διὰ τοῦ θείου Βαπτίσματος. Ἐφέρθησαν λοιπὸν ὅλοι ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα εἰς τὸν ναὸν τῶν εἰδώλων, καὶ σφραγίσαντες τὸν ἑαυτόν τους μὲ τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, τὰ μὲν γόνατα ἔκλιναν εἰς προσευχὴν ἐν τῇ γῇ, μὲ τὰ ὀμμάτια δὲ τῆς ψυχῆς θεωρήσαντες εἰς τὸν οὐρανόν, ἐκρήμνισαν ὅλα τὰ εἴδωλα, καὶ ὡς κονιορτὸν ταῦτα ἐλέπτυναν, τὸν δὲ ναὸν κατεβύθισαν εἰς τὴν γῆν. Ὅθεν ᾄδεται λόγος, ὅτι ἕως τῆς σήμερον φαίνεται εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον ἀπὸ μακρὰν φωτία, ὁποῦ καίεται κάτωθεν. Τότε μὲν οὖν, ἔβαλαν τοὺς Ἁγίους ὅλους εἰς τὴν φυλακήν. Ἐκεῖ δὲ ἐφάνησαν κατὰ τὴν ἐρχομένην νύκτα εἰς τοὺς Ἁγίους παράδοξα θεάματα, τὰ ὁποῖα ἐπρομήνυον εἰς αὐτοὺς τὴν δόξαν καὶ τὰ ἀπόρρητα καὶ ἀνέκφραστα ἀγαθά, ὁποῦ ἔμελλον νὰ κληρονομήσουν εἰς Οὐρανούς. Ὕστερον δέ, ἔδεσαν τὰ ἄκρα τῶν χειρῶν, καὶ τῶν ποδῶν τῶν Ἁγίων, μὲ δεμάτια παπυρίου βρεγμένα ἀπὸ λάδι, καὶ ἔτζι ἔδωκαν φωτίαν εἰς τὰ παπύρια, καὶ ἄναψαν αὐτὰ ὡς λαμπάδας.

Ἐπειδὴ δὲ ἐφυλάχθησαν οἱ Ἅγιοι ἀβλαβεῖς ἀπὸ τὴν φωτίαν, διὰ τοῦτο, τοῦ μὲν Ἁγίου Ἰουλιανοῦ, καὶ τοῦ Κελσίου, ἐξέγδαραν τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς. Τοῦ δὲ Ἱερέως Ἀντωνίου, εὔγαλαν τὰ ὀμμάτια μὲ ἀγγυνέλον. Τὴν δὲ μητέρα τοῦ Ἁγίου, ἐκρέμασαν. Ἐπειδὴ οἱ βασανισταὶ στρατιῶται δὲν ἐδυνήθησαν νὰ πλησιάσουν εἰς αὐτήν, ἀλλ’ εὐθὺς ὁποῦ ἐπήγαιναν κοντά της, ἐτυφλόνοντο. Μετὰ ταῦτα ἔρριψαν τοὺς Ἁγίους εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τοὺς φάγουν, καὶ ἐπειδὴ τὰ θηρία δὲν ἔγγιζαν, διὰ τοῦτο ἀπεκεφάλισαν αὐτούς, ὁμοῦ μὲ ἄλλους καταδίκους. Ἀλλ’ ὅμως τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, ἐγνωρίσθησαν ὕστερον. Καθότι, τὰ μὲν αἵματα τῶν Ἁγίων, ἔπηξαν καὶ ἐμαζώχθησαν ἐπάνω εἰς τὰ σώματά των, αἱ δὲ ἅγιαι ψυχαί των, ἐφαίνοντο καθήμεναι ἐπάνω εἰς τὰ σώματά των, εἰς εἶδος καὶ σχῆμα παρθένων. Ὅθεν πέρνοντες αὐτὰ οἱ Χριστιανοί, ἔβαλον κοντὰ εἰς τὸ ἅγιον θυσιαστήριον, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀναβρύει πάντοτε πηγὴ θαυμάτων, καὶ χαρίζει ὑγείαν ψυχῆς καὶ σώματος εἰς ἐκείνους, ὁποῦ μετὰ πίστεως προστρέχουσιν αὐτοῖς. Λέγουσι δέ, ὅτι εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου ἐθανατώθησαν οἱ Ἅγιοι, ἔγινε σεισμὸς παρευθύς. Ἀπὸ δὲ τὸν σεισμόν, ἐκρημνίσθη μὲν τὸ περισσότερον μέρος τῆς πόλεως, ἐχώσθη δὲ καὶ ἐθανατώθη ὁ ἡγεμών, καὶ πολλοὶ Ἕλληνες. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις καὶ ἑορτή, ἐν τῷ ἁγιωτάτῳ αὐτῶν Ναῷ, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται εἰς τὸν Φόρον. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τούτου, ὅρα εἰς τὴν Καλοκαιρινήν.)

(2) Ἐν δὲ τῇ Καλοκαιρινῇ καὶ ἐν ἄλλῳ Συναξαριστῇ χειρογράφῳ γράφεται, «Ἀντινόου πόλιν τῆς Αἰγύπτου».

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων τῶν συμμαρτυρησάντων τῷ Ἁγίῳ Ἰουλιανῷ, Ἀντωνίου Πρεσβυτέρου, Ἀναστασίου τοῦ ἐκ νεκρῶν ἀναστάντος, Κελσίου, Βασιλίσσης τῆς μητρὸς αὑτοῦ, εἴκοσι δεσμοφυλάκων, καὶ τῶν ἑπτὰ ἀδελφῶν, πάντων τῷ διὰ ξίφους θανάτῳ τελειωθέντων.

Εἰς τὸν Ἀντώνιον.

Κτείνας τὸν Ἀντώνιον ὁ σπαθηφόρος,
Ἄκων ἑκόντα δεικνύει νικηφόρον.

Εἰς τὸν Ἀναστάσιον.

Τί τῶν μελῶν πέπονθεν Ἀναστασίου;
Ἐμοῦ λέγεις; τράχηλος, ἐκκοπεὶς ξίφει.

Εἰς τὸν Κέλσιον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ.

Δίδωσι μητρὶ Κέλσιος Βασιλίσσῃ,
Καλὰ τροφεῖα συνθανὼν αὐτῇ ξίφει.

Εἰς τοὺς εἴκοσι δεσμοφύλακας.

Εὔτολμος εἰκὰς δεσμοφρουρούντων μία,
Χριστοφρονούντων ἐκ ξίφους ὤφθη μέρος.

Εἰς τοὺς ἑπτὰ ἀδελφούς.

Αἰῶνας ἐκτυποῦντες ἑπτὰ τοῦ βίου,
Λείπουσιν ἑπτὰ σύγγονοι βίον ξίφει.

*

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀφροδισίου.

Τῆς Ἀφροδίτης τῷ ξοάνῳ μὴ θύων,
Ἀφροδίσιος θανατοῦται τῷ ξίφει.

Οὗτος ἦτον ἐκ τῆς χώρας Κιλικίας, σεβόμενος τὸν Χριστὸν ἀπὸ τοὺς προγόνους του. Πιασθεὶς δὲ ὡς Χριστιανός, ἐφέρθη εἰς τὸν ἄρχοντα Διονύσιον, καὶ ὁμολογήσας τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν, ἐκάη εἰς τὴν ῥάχιν μὲ πυρωμένα σίδηρα, εἶτα ἐβάλθη μέσα εἰς καζάνι, γεμάτον ἀπὸ βρασμένον μολύβι. Ἔπειτα ἐκρεμάσθη κατακέφαλα, καὶ ἐπειδὴ ἐφυλάχθη ἀβλαβὴς ὑπὸ τῆς θείας χάριτος, διὰ τοῦτο ἐφάνη μία λέαινα εἰς τὸ θέατρον, ἡ ὁποία ἀπολυθεῖσα κατὰ τοῦ Ἁγίου, τελείως δὲν τὸν ἔβλαψεν, ἀλλὰ ὡμίλησε μὲ ἀνθρωπίνην φωνήν, ἐλέγχουσα τὴν σκληρότητα τῶν Ἑλλήνων. Ὅθεν διὰ τὸ τοιοῦτον θαῦμα, πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν, τὸν ὁποῖον παρρησίᾳ ὁμολογήσαντες, ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ οὕτως ἀνέβησαν νικηφόροι εἰς τὰ Οὐράνια. Βλέπωντας δὲ τοῦτο ὁ τύραννος, ἐπρόσταξε νὰ σχισθῇ μία πέτρα, καὶ εἰς τὸ μέσον αὐτῆς νὰ βαλθῇ ὁ Ἅγιος. Ἐπάνω δὲ αὐτοῦ νὰ βαλθῇ τὸ ἄλλο ἥμισυ τῆς πέτρας, ὑπηρετούντων εἰς τοῦτο πενηνταπέντε στρατιωτῶν. Ὅθεν ὁ Ἅγιος παρευθὺς παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ οὕτως ἔλαβε τὸν τοῦ μαρτυρίου στέφανον.

*

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Τερέντιος Ἐπίσκοπος Ἰκονίου, ἀκάνθαις κατακεντηθείς, τελειοῦται.

Γῆς Τερέντιος τὴν ἀρὰν γενναιόφρων,
Τέλους ἀφορμὴν εὗρεν εὐλογημένην (3).

(3) Περιττῶς δὲ ἀναφέρεται ἐδῶ παρὰ τοῖς τετυπωμένοις Μηναίοις, ἡ μνήμη Μάρκου Ἀποστόλου τοῦ ἀνεψιοῦ Βαρνάβα. Οὗτος γὰρ ἑορτάζεται κατὰ τὴν τριακοστὴν τοῦ Ὀκτωβρίου, μετὰ Τερτίου, Ἰούστου, καὶ Ἀρτεμᾶ.

*

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικήτας ὁ Νυσίριος, ὁ ἐν τῇ Χίῳ μαρτυρήσας κατὰ τὸ ἔτος ͵αψλβ΄ [1732], ξίφει τελειοῦται.

Τμηθεὶς Νικήτα τὸν σὸν αὐχένα ξίφει,
Τέτμηκας ἐχθροῦ τὰς πανουργίας πάσας (4).

(4) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ, ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Των Αγίων Ιουλιανού του εν Κιλικία, Ιουλιανού και των συν αυτώ, Αφροδισίου κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.