Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου20 Σεπτεμβρίου

Των Αγίων Ευσταθίου, Θεοπίστης, Αγαπίου, Θεοπίστου, Μαρτίνου Πάπα Ρώμης, Μαξίμου κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ


20-9 (1)Τω αυτώ μηνί Κ’, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ευσταθίου και της συνοδίας αυτού, Θεοπίστης της αυτού συζύγου, Αγαπίου τε και Θεοπίστου των υιών αυτών.

Ευστάθιον βους παγγενή χαλκούς φλέγει,
Και παγγενή συ του Θεού σώζεις Λόγε.

Εικάδι Ευστάθιος γενεή άμα εν βοί καύθη.

Ούτος ο μεγαλομάρτυς του Χριστού Ευστάθιος, ήτον στρατηλάτης εν τη Ρώμη περιφανέστατος, κατά τους χρόνους Τραϊανού του βασιλέως, εν έτει ρ’ [100], εγνωρίζετο δε ο πλέον περιβόητος από τους άλλους κατά την αρετήν, και κατά τους τρόπους και γνώμην, και κατά την προς τους πτωχούς ελεημοσύνην τε και συμπάθειαν. Εκαλείτο δε πρότερον, αυτός μεν, Πλακίδας· η δε γυνή αυτού, Τατιανή. Ούτος λοιπόν ο αοίδιμος, επειδή και ήτον κρατημένος από την πλάνην των ειδώλων, δια την πολλήν αυτού ευλάβειαν και καλοκαγαθίαν, ηξιώθη να λάβη το εις την πίστιν κάλεσμα άνωθεν παρά Θεού, καθώς έλαβεν αυτό και ο Απόστολος Παύλος. Διότι μίαν φοράν, εις καιρόν οπού αυτός εκυνήγα και εδίωκεν ένα μεγάλον ελάφι, και ήτον κοντά δια να πλησιάση εις αυτό, ω του θαύματος! βλέπει ανάμεσα εις τα δύω κέρατα του ελαφίου, ιστάμενον τον τίμιον Σταυρόν του Χριστού, όστις έλαμπεν υπέρ τον ήλιον. Και μεταξύ, βλέπει και τον δι’ ημάς σταυρωθέντα Χριστόν. Από εκεί δε ακούει και μίαν φωνήν, ήτις έλεγε ταύτα· «Πλακίδα, τι με διώκεις; εγώ ειμι ο Χριστός».

Και λοιπόν διδάσκεται την ευσέβειαν παρά του Χριστού ο μακάριος, και βαπτίζεται με όλον τον οίκον του. Και αυτός μεν αντί Πλακίδας, μετωνομάσθη Ευστάθιος. Η δε γυνή αυτού αντί Τατιανή, μετωνομάσθη Θεοπίστη. Οι δε υιοί αυτού, ο μεν ένας, μετωνομάσθη Αγάπιος, ο δε άλλος, Θεόπιστος.

Μετά ταύτα διδάσκεται από τον φανέντα Χριστόν, τους κατά δοκιμήν πειρασμούς, οπού έμελλε να πάθη, ως ο Ιώβ. Και ότι έμελλε να παραδοθή εις τον πειράζοντα δαίμονα. Και λοιπόν ευθύς στερηθείς από όλα, όσα είχεν, ανεχώρησεν από την πατρίδα του μαζί με την γυναίκα και τέκνα του. Και την μεν γυναίκα του, υστερήθη εν τω ταξειδίω από τον καραβοκύριον, βάρβαρον όντα και άγριον άνθρωπον. Τα δε δύω του παιδία, άρπαξαν δύω θηρία, όταν επέρνα τον ποταμόν. Αγκαλά και η γυνή και τα τέκνα του εφυλάχθησαν αβλαβή από την θείαν Πρόνοιαν. Ο δε Άγιος Ευστάθιος έμεινεν εις το εξής δουλεύων με μισθόν, και εργατικόν βίον ζων, ο πρώην πλούσιος και αξιωματικός. Και ταύτην την συμφοράν υπέφερε γενναίως ο αδαμάντινος, όχι εις ολίγου καιρού διάστημα (1).

Επειδή δε έτυχε να έλθουν βάρβαροι εναντίον εις την γην των Ρωμαίων, και εζητείτο εκείνος οπού έμεινε να βοηθήση εις τοιούτον βαρβαρικόν πόλεμον, δια τούτο ήλθεν εις την ενθύμησιν του βασιλέως ο γενναίος Ευστάθιος δια τας παλαιάς ανδραγαθίας και νίκας του. Και λοιπόν ευθύς έγινεν έρευνα εις κάθε μέρος του κόσμου, και μόλις ανεγνωρίσθη ο καλός Ευστάθιος εις τους βασιλικούς ανθρώπους οπού τον εζήτουν. Τους οποίους εξέπληξε δια την ελεεινήν θεωρίαν, και πτωχικήν κατάστασιν εις την οποίαν ευρίσκετο. Όθεν πηγαίνωντας εις τον βασιλέα, και μεγαλοπρεπώς από αυτόν τιμηθείς, ανεβιβάσθη πάλιν εις το πρότερόν του αξίωμα. Και σταλθείς εναντίον των βαρβάρων, τούτους κατά κράτος ενίκησεν. Επαναγυρίζωντας δε εις την Ρώμην εκ του πολέμου, κατ’ οικονομίαν του ευμηχάνου Θεού, ευρήκε την γυναίκα και τέκνα του, και με αυτά ανεγνωρίσθη. Όθεν εμεγαλύνθη ο Θεός παρά πάντων δια το τοιούτον παράδοξον, οπού εις αυτόν οικονόμησεν.

Επιστρέψας δε εις Ρώμην μετά της γυναικός και τέκνων του, ευρήκε βασιλέα τον Αδριανόν, εν έτει ριζ’ [117], και αφ’ ου έλαβε δωρεάς μεγάλας δια την νίκην οπού έκαμε, παρακινείται από αυτόν να θυσιάση και εις τους θεούς, δια ευχαριστείαν της νίκης. Ο δε Άγιος έλεγεν, ότι την νίκην ταύτην έκαμε με την δύναμιν του Χριστού, και όχι με την δύναμιν των θεών. Όθεν εκίνησε τον τύραννον εις θυμόν. Και πρώτον μεν, υστερείται το αξίωμα του στρατηλάτου. Έπειτα δε, δίδεται τροφή εις άγρια λεοντάρια, ομού με την γυναίκα και τέκνα του. Και επειδή εφυλάχθησαν και οι τέσσαρες αβλαβείς εκ των θηρίων, δια τούτο βάνονται όλοι ομού μέσα εις ένα βόδι χάλκινον πεπυρακτωμένον. Και έτζι, αι μεν ιεραί ψυχαί αυτών, παρεδόθησαν εις χείρας Θεού, τα δε άγια αυτών σώματα, διαφυλαχθέντα αβλαβή εκ του πυρός με όλην την τελειότητα, τον μεν λαόν των απίστων παρεκίνησαν εις έκπληξιν, και πίστιν την του Χριστού. Τους δε Χριστιανούς επαρακίνησαν εις το να δοξάζουν τον Άγιον Θεόν. Οι οποίοι πέρνοντες αυτά, ευλαβώς και πολυτελώς ενταφίασαν (2). (Τον κατά πλάτος Βίον του Αγίου Ευσταθίου όρα εις τον Δαμασκηνόν.)

(1) Όντως εις τούτον τον Άγιον αρμόζει εκείνο το απόφθεγμα οπού γράφει ο θείος Χρυσόστομος· «Την μεγάλην και φιλόσοφον ψυχήν, ουδέν των εν τω παρόντι βίω λυπηρών δύναται δακείν. Ουκ έχθραι, ου κατηγορίαι, ου διαβολαί, ου κίνδυνοι, ουκ επιβουλαί. Ώσπερ γαρ εις μεγάλην τινά ακρώρειαν καταφυγούσα, άληπτος πάσιν εστί τοις κάτωθεν ανιούσιν από της γης» (ομιλία γ’ εις την προς Φιλιππησίους). Και πάλιν λέγει ο αυτός· «Τον γαρ Χριστιανόν και εν τούτω των απίστων διαφέρειν χρη, εν τω φέρειν γενναίως άπαντα. Και τη των μελλόντων ελπίδι πτερούμενον, ανώτερον είναι της των ανθρωπίνων κακών προσβολής» (Ανδριάντ. β’).

(2) Σημείωσαι, ότι τον ελληνικόν Βίον του Αγίου Ευσταθίου συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Τραϊανού τα Ρωμαίων σκήπτρα διέποντος». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις.)

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Πατέρων ημών και Ομολογητών, Υπατίου Επισκόπου, και Ανδρέου Πρεσβυτέρου.

Υπέρ πανάγνων Υπάτιον εικόνων,
Συν Ανδρέα σφάττουσιν άνδρες αιμάτων.

Ούτοι εκατάγοντο από την χώραν των Λυδών, όταν δε ήτον παιδία, επήγαν εις ένα σχολείον. Και με τας συνεχείς νηστείας, και αγρυπνίας οπού έκαμναν, και με την καθαράν ζωήν, και την πολλήν ταπεινοφροσύνην, και εις πάντας αγάπην οπού εμεταχειρίζοντο οι αοίδιμοι, υπερέβαλον όλους τους εκεί μαθητάς. Και ο μεν Υπάτιος, ηγάπησε την μοναδικήν ζωήν. Ο δε Ανδρέας, ενεπιστεύθη την διακονίαν της Εκκλησίας. Επειδή δε ο Επίσκοπος Εφέσου έμαθε την ενάρετον αυτών πολιτείαν, έστειλε και τους έφερε. Και τον μεν Υπάτιον εχειροτόνησεν Επίσκοπον. Τον δε Ανδρέαν εχειροτόνησε Πρεσβύτερον, ήτοι Ιερέα.

Λέων δε ο δυσσεβής (3) και εικονομάχος μαθών περί αυτών, ότι είναι κήρυκες της αληθείας, και διδάσκουσι πάντας δια να σέβωνται, και να προσκυνούν τας αγίας εικόνας, έστειλε και τους έφερε. Και πρώτον μεν τους έβαλεν εις την φυλακήν. Έπειτα δε επρόσταξε να σύρωνται κατά γης, και να διασπαράττωνται. Μετά ταύτα, εύγαλε μεν τα δέρματα των ιερών αυτών κεφαλών. Επάνω δε των κεφαλών τους κατέκαυσε πολλάς αγίας εικόνας ο αλιτήριος. Ύστερον δε έχρισε τα γένειά των με πίσσαν, και έσυρεν αυτούς δια μέσου της πόλεως. Τελευταίον δε, κατέσφαξεν αυτούς εις τα μέρη τα λεγόμενα του Ξηρολόφου. Και μετά θάνατον δεν αφήκεν ο θηριώνυμος να τους ενταφιάσουν, αλλά τους έρριψεν εις τους σκύλους δια να τους καταφάγουν.

(3) Ο Λέων ούτος φαίνεται ότι είναι ο Ίσαυρος, ο και Κόνων ονομαζόμενος.

*

Μνήμη των Αγίων Ομολογητών, Μαρτίνου Πάπα Ρώμης, και Μαξίμου του σοφωτάτου.

Πολλά θλιβέντες Μάξιμος και Μαρτίνος,
Πολλών επαίνων αξιούσθων οι δύω.

*

Μνήμη των Αγίων Ομολογητών Αναστασίων δύω, μαθητών του Αγίου Μαξίμου.

Αναστάσιοι ταυτά τω διδασκάλω,
Χαίροντες υπέστησαν ευσεβοφρόνως.

*

Μνήμη των Αγίων Ομολογητών, Θεοδώρου, και Ευπρεπίου, μαθητών του αυτού Αγίου Μαξίμου.

Συν Ευπρεπίω και Θεόδωρος μέγας,
Είλοντο ποινάς ορθοδοξίας χάριν.

Ούτοι οι άγιοι Ομολογηταί Σύνοδον ποιήσαντες εν τη Ρώμη, εν έτει χμε’ [645], ανεθεμάτισαν την αίρεσιν Κώνσταντος του εκγόνου του Ηρακλείου, του μίαν θέλησιν επί Χριστού δογματίζοντος. Τούτο δε μαθών ο βασιλεύς, πρώτον μεν, έστειλε και έφερεν από την Ρώμην τον Άγιον Μάξιμον και τους δύω μαθητάς του, Αναστασίους καλουμένους. Και ύστερα από πολλάς θλίψεις οπού τους επροξένησεν, εξώρισεν αυτούς εις την Θράκην. Και πάλιν εκείθεν αυτούς μετακαλέσας, και βλέπωντας, πως ήτον άφοβοι και πάσης κολακείας ανώτεροι, του μεν Αγίου Μαξίμου, και του ενός Αναστασίου του μεγαλιτέρου, κόπτει τας δεξιάς χείρας και τας γλώσσας, και τούτους εξορίζει ομού με τους άλλους τρεις μαθητάς του, εις την Λαζικήν χώραν. Και ο μεν θείος Μάξιμος, τρεις χρόνους περάσας εις την εξορίαν, πλήρης ων ημερών, ανεπαύθη εν Κυρίω. Ο δε πρεσβύτερος Αναστάσιος ο μαθητής αυτού, διαπεράσας είκοσι χρόνους εν τη εξορία, ετελειώθη εν Κυρίω. Ο δε νεώτερος Αναστάσιος πεμφθείς εις ένα κάστρον της Θράκης, ετελείωσε την ζωήν του εν τη ομολογία της πίστεως. Ο δε Θεόδωρος ο τρίτος μαθητής του Αγίου, είκοσι χρόνους διαρκέσας εν τη εξορία, απήλθε προς Κύριον. Ο δε τέταρτος μαθητής του Ευπρέπιος, ένα μόνον χρόνον ταλαιπωρηθείς εν τη εξορία, προς Κύριον εξεδήμησε. Και ούτως έλαβον όλοι τους της ομολογίας στεφάνους (4). Μετά ταύτα δε έστειλεν ο αιρετικός βασιλεύς, και έφερεν από την Ρώμην Μαρτίνον τον αγιώτατον Πάπαν, ομού με άλλους δυτικούς Επισκόπους. Περί του οποίου είπομεν εις την δεκάτην τρίτην του Απριλλίου, όπου ιδιαιτέρως εορτάζεται η μνήμη αυτού, και όρα εκεί.

(4) Όρα και εις την εικοστήν πρώτην του Ιαννουαρίου, όπου εορτάζεται ιδιαιτέρως ο Άγιος Μάξιμος.

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Αρτεμιδώρου και Θαλού.

Αρτεμίδωρον και Θαλόν κτείνει ξίφος,
Μη προσκυνούντας Άρτεμιν ξενοκτόνον.

*

Ο Όσιος Πατήρ ημών Μελέτιος ο Επίσκοπος Κύπρου, εν ειρήνη τελειούται.

Ζωής ρεούσης ου μέλει Μελετίω,
Όθεν τελευτάν πώς αν είποις ηγάπα.

Ούτος ο Όσιος και μακάριος Πατήρ ημών Μελέτιος, γέγονεν Επίσκοπος της Εκκλησίας Κύπρου, ευλαβής ων και φοβούμενος τον Θεόν. Είχε δε έργον ακατάπαυστον ο αοίδιμος, το να διδάσκη τον λαόν τα θεία του Χριστού λόγια, και να διαμοιράζη εις τους πτωχούς τα υπάρχοντά του. Ούτω λοιπόν ποιών εις όλην του την ζωήν, εν ειρήνη ανεπαύσατο (5).

(5) Σημείωσαι, ότι μαζί με τον Άγιον Μελέτιον τούτον γράφεται παρά τοις Μηναίοις και ο Άγιος Ιερομάρτυς Ισάκιος ο Επίσκοπος Κύπρου, όστις εορτάζεται κατά την εικοστήν πρώτην του παρόντος Σεπτεμβρίου. Τα αυτά δε έργα, οπού εποίει ούτος, εποίει και εκείνος. Πλην του μαρτυρικού τέλους, οπού εδοκίμασεν εκείνος.

*

Ο Άγιος Οσιομάρτυς Ιωάννης ο Αιγύπτιος, και οι συν αυτώ τεσσαράκοντα Μάρτυρες, ξίφει τελειούνται.

Ο Ιωάννης συν δεκαπλή τετράδι,
Στερρώς υπήλθε την τομήν την εκ ξίφους.

Τούτου του Αγίου Ιωάννου την δια Χριστόν παρρησίαν μη υπομείνας ο παράνομος και ασεβής Μαξιμιανός, επρόσταξε να θανατώσουν αυτόν δια ξίφους ομού με άλλους τεσσαράκοντα, εν έτει σϞε’ [295]. Και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.

*

Ο Άγιος νέος Οσιομάρτυς Ιλαρίων ο Κρης, ο εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας εν έτει ͵αωδ’ [1804], ξίφει τελειούται.

Ο Ιλαρίων διττόν είληφε στέφος,
Όσιος οία, και αθλητής Κυρίου (6).

(6) Το Μαρτύριον τούτου ευρίσκεται ανέκδοτον, όπερ η εμή αδυναμία εδιώρθωσε, και ήδη ετοιμάζεται δια τύπον μετά και άλλων ακόμη νεοφανών Μαρτύρων, των μετά το Νέον Μαρτυρολόγιον αθλησάντων.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 


20-9 (1)Τῷ αὐτῷ μηνὶ Κ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Εὐσταθίου καὶ τῆς συνοδίας αὐτοῦ, Θεοπίστης τῆς αὐτοῦ συζύγου, Ἀγαπίου τε καὶ Θεοπίστου τῶν υἱῶν αὐτῶν.

Εὐστάθιον βοῦς παγγενῆ χαλκοῦς φλέγει,
Καὶ παγγενῆ σὺ τοῦ Θεοῦ σῴζεις Λόγε.

Εἰκάδι Εὐστάθιος γενεῇ ἅμα ἐν βοῒ καύθη.

Οὗτος ὁ μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Εὐστάθιος, ἦτον στρατηλάτης ἐν τῇ Ῥώμῃ περιφανέστατος, κατὰ τοὺς χρόνους Τραϊανοῦ τοῦ βασιλέως, ἐν ἔτει ρ΄ [100], ἐγνωρίζετο δὲ ὁ πλέον περιβόητος ἀπὸ τοὺς ἄλλους κατὰ τὴν ἀρετήν, καὶ κατὰ τοὺς τρόπους καὶ γνώμην, καὶ κατὰ τὴν πρὸς τοὺς πτωχοὺς ἐλεημοσύνην τε καὶ συμπάθειαν. Ἐκαλεῖτο δὲ πρότερον, αὐτὸς μέν, Πλακίδας· ἡ δὲ γυνὴ αὐτοῦ, Τατιανή. Οὗτος λοιπὸν ὁ ἀοίδιμος, ἐπειδὴ καὶ ἦτον κρατημένος ἀπὸ τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων, διὰ τὴν πολλὴν αὐτοῦ εὐλάβειαν καὶ καλοκᾀγαθίαν, ἠξιώθη νὰ λάβῃ τὸ εἰς τὴν πίστιν κάλεσμα ἄνωθεν παρὰ Θεοῦ, καθὼς ἔλαβεν αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Διότι μίαν φοράν, εἰς καιρὸν ὁποῦ αὐτὸς ἐκυνήγα καὶ ἐδίωκεν ἕνα μεγάλον ἐλάφι, καὶ ἦτον κοντὰ διὰ νὰ πλησιάσῃ εἰς αὐτό, ὢ τοῦ θαύματος! βλέπει ἀνάμεσα εἰς τὰ δύω κέρατα τοῦ ἐλαφίου, ἱστάμενον τὸν τίμιον Σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἔλαμπεν ὑπὲρ τὸν ἥλιον. Καὶ μεταξύ, βλέπει καὶ τὸν δι’ ἡμᾶς σταυρωθέντα Χριστόν. Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἀκούει καὶ μίαν φωνήν, ἥτις ἔλεγε ταῦτα· «Πλακίδα, τί με διώκεις; ἐγώ εἰμι ὁ Χριστός».

Καὶ λοιπὸν διδάσκεται τὴν εὐσέβειαν παρὰ τοῦ Χριστοῦ ὁ μακάριος, καὶ βαπτίζεται μὲ ὅλον τὸν οἶκόν του. Καὶ αὐτὸς μὲν ἀντὶ Πλακίδας, μετωνομάσθη Εὐστάθιος. Ἡ δὲ γυνὴ αὐτοῦ ἀντὶ Τατιανή, μετωνομάσθη Θεοπίστη. Οἱ δὲ υἱοὶ αὐτοῦ, ὁ μὲν ἕνας, μετωνομάσθη Ἀγάπιος, ὁ δὲ ἄλλος, Θεόπιστος.

Μετὰ ταῦτα διδάσκεται ἀπὸ τὸν φανέντα Χριστόν, τοὺς κατὰ δοκιμὴν πειρασμούς, ὁποῦ ἔμελλε νὰ πάθῃ, ὡς ὁ Ἰώβ. Καὶ ὅτι ἔμελλε νὰ παραδοθῇ εἰς τὸν πειράζοντα δαίμονα. Καὶ λοιπὸν εὐθὺς στερηθεὶς ἀπὸ ὅλα, ὅσα εἶχεν, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν πατρίδα του μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκα καὶ τέκνα του. Καὶ τὴν μὲν γυναῖκά του, ὑστερήθη ἐν τῷ ταξειδίῳ ἀπὸ τὸν καραβοκύριον, βάρβαρον ὄντα καὶ ἄγριον ἄνθρωπον. Τὰ δὲ δύω του παιδία, ἅρπαξαν δύω θηρία, ὅταν ἐπέρνα τὸν ποταμόν. Ἀγκαλὰ καὶ ἡ γυνὴ καὶ τὰ τέκνα του ἐφυλάχθησαν ἀβλαβῆ ἀπὸ τὴν θείαν Πρόνοιαν. Ὁ δὲ Ἅγιος Εὐστάθιος ἔμεινεν εἰς τὸ ἑξῆς δουλεύων μὲ μισθόν, καὶ ἐργατικὸν βίον ζῶν, ὁ πρῴην πλούσιος καὶ ἀξιωματικός. Καὶ ταύτην τὴν συμφορὰν ὑπέφερε γενναίως ὁ ἀδαμάντινος, ὄχι εἰς ὀλίγου καιροῦ διάστημα (1).

Ἐπειδὴ δὲ ἔτυχε νὰ ἔλθουν βάρβαροι ἐναντίον εἰς τὴν γῆν τῶν Ῥωμαίων, καὶ ἐζητεῖτο ἐκεῖνος ὁποῦ ἔμεινε νὰ βοηθήσῃ εἰς τοιοῦτον βαρβαρικὸν πόλεμον, διὰ τοῦτο ἦλθεν εἰς τὴν ἐνθύμησιν τοῦ βασιλέως ὁ γενναῖος Εὐστάθιος διὰ τὰς παλαιὰς ἀνδραγαθίας καὶ νίκας του. Καὶ λοιπὸν εὐθὺς ἔγινεν ἔρευνα εἰς κάθε μέρος τοῦ κόσμου, καὶ μόλις ἀνεγνωρίσθη ὁ καλὸς Εὐστάθιος εἰς τοὺς βασιλικοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ τὸν ἐζήτουν. Τοὺς ὁποίους ἐξέπληξε διὰ τὴν ἐλεεινὴν θεωρίαν, καὶ πτωχικὴν κατάστασιν εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκετο. Ὅθεν πηγαίνωντας εἰς τὸν βασιλέα, καὶ μεγαλοπρεπῶς ἀπὸ αὐτὸν τιμηθείς, ἀνεβιβάσθη πάλιν εἰς τὸ πρότερόν του ἀξίωμα. Καὶ σταλθεὶς ἐναντίον τῶν βαρβάρων, τούτους κατὰ κράτος ἐνίκησεν. Ἐπαναγυρίζωντας δὲ εἰς τὴν Ῥώμην ἐκ τοῦ πολέμου, κατ’ οἰκονομίαν τοῦ εὐμηχάνου Θεοῦ, εὑρῆκε τὴν γυναῖκα καὶ τέκνα του, καὶ μὲ αὐτὰ ἀνεγνωρίσθη. Ὅθεν ἐμεγαλύνθη ὁ Θεὸς παρὰ πάντων διὰ τὸ τοιοῦτον παράδοξον, ὁποῦ εἰς αὐτὸν οἰκονόμησεν.

Ἐπιστρέψας δὲ εἰς Ῥώμην μετὰ τῆς γυναικὸς καὶ τέκνων του, εὑρῆκε βασιλέα τὸν Ἀδριανόν, ἐν ἔτει ριζ΄ [117], καὶ ἀφ’ οὗ ἔλαβε δωρεὰς μεγάλας διὰ τὴν νίκην ὁποῦ ἔκαμε, παρακινεῖται ἀπὸ αὐτὸν νὰ θυσιάσῃ καὶ εἰς τοὺς θεούς, διὰ εὐχαριστείαν τῆς νίκης. Ὁ δὲ Ἅγιος ἔλεγεν, ὅτι τὴν νίκην ταύτην ἔκαμε μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὄχι μὲ τὴν δύναμιν τῶν θεῶν. Ὅθεν ἐκίνησε τὸν τύραννον εἰς θυμόν. Καὶ πρῶτον μέν, ὑστερεῖται τὸ ἀξίωμα τοῦ στρατηλάτου. Ἔπειτα δέ, δίδεται τροφὴ εἰς ἄγρια λεοντάρια, ὁμοῦ μὲ τὴν γυναῖκα καὶ τέκνα του. Καὶ ἐπειδὴ ἐφυλάχθησαν καὶ οἱ τέσσαρες ἀβλαβεῖς ἐκ τῶν θηρίων, διὰ τοῦτο βάνονται ὅλοι ὁμοῦ μέσα εἰς ἕνα βόδι χάλκινον πεπυρακτωμένον. Καὶ ἔτζι, αἱ μὲν ἱεραὶ ψυχαὶ αὐτῶν, παρεδόθησαν εἰς χεῖρας Θεοῦ, τὰ δὲ ἅγια αὐτῶν σώματα, διαφυλαχθέντα ἀβλαβῆ ἐκ τοῦ πυρὸς μὲ ὅλην τὴν τελειότητα, τὸν μὲν λαὸν τῶν ἀπίστων παρεκίνησαν εἰς ἔκπληξιν, καὶ πίστιν τὴν τοῦ Χριστοῦ. Τοὺς δὲ Χριστιανοὺς ἐπαρακίνησαν εἰς τὸ νὰ δοξάζουν τὸν Ἅγιον Θεόν. Οἱ ὁποῖοι πέρνοντες αὐτά, εὐλαβῶς καὶ πολυτελῶς ἐνταφίασαν (2). (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου ὅρα εἰς τὸν Δαμασκηνόν.)

(1) Ὄντως εἰς τοῦτον τὸν Ἅγιον ἁρμόζει ἐκεῖνο τὸ ἀπόφθεγμα ὁποῦ γράφει ὁ θεῖος Χρυσόστομος· «Τὴν μεγάλην καὶ φιλόσοφον ψυχήν, οὐδὲν τῶν ἐν τῷ παρόντι βίῳ λυπηρῶν δύναται δακεῖν. Οὐκ ἔχθραι, οὐ κατηγορίαι, οὐ διαβολαί, οὐ κίνδυνοι, οὐκ ἐπιβουλαί. Ὥσπερ γὰρ εἰς μεγάλην τινὰ ἀκρώρειαν καταφυγοῦσα, ἄληπτος πᾶσίν ἐστι τοῖς κάτωθεν ἀνιοῦσιν ἀπὸ τῆς γῆς» (ὁμιλίᾳ γ΄ εἰς τὴν πρὸς Φιλιππησίους). Καὶ πάλιν λέγει ὁ αὐτός· «Τὸν γὰρ Χριστιανὸν καὶ ἐν τούτῳ τῶν ἀπίστων διαφέρειν χρή, ἐν τῷ φέρειν γενναίως ἅπαντα. Καὶ τῇ τῶν μελλόντων ἐλπίδι πτερούμενον, ἀνώτερον εἶναι τῆς τῶν ἀνθρωπίνων κακῶν προσβολῆς» (Ἀνδριάντ. β΄).

(2) Σημείωσαι, ὅτι τὸν ἑλληνικὸν Βίον τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Τραϊανοῦ τὰ Ῥωμαίων σκῆπτρα διέποντος». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν καὶ Ὁμολογητῶν, Ὑπατίου Ἐπισκόπου, καὶ Ἀνδρέου Πρεσβυτέρου.

Ὑπὲρ πανάγνων Ὑπάτιον εἰκόνων,
Σὺν Ἀνδρέᾳ σφάττουσιν ἄνδρες αἱμάτων.

Οὗτοι ἐκατάγοντο ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Λυδῶν, ὅταν δὲ ἦτον παιδία, ἐπῆγαν εἰς ἕνα σχολεῖον. Καὶ μὲ τὰς συνεχεῖς νηστείας, καὶ ἀγρυπνίας ὁποῦ ἔκαμναν, καὶ μὲ τὴν καθαρὰν ζωήν, καὶ τὴν πολλὴν ταπεινοφροσύνην, καὶ εἰς πᾶντας ἀγάπην ὁποῦ ἐμεταχειρίζοντο οἱ ἀοίδιμοι, ὑπερέβαλον ὅλους τοὺς ἐκεῖ μαθητάς. Καὶ ὁ μὲν Ὑπάτιος, ἠγάπησε τὴν μοναδικὴν ζωήν. Ὁ δὲ Ἀνδρέας, ἐνεπιστεύθη τὴν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφέσου ἔμαθε τὴν ἐνάρετον αὐτῶν πολιτείαν, ἔστειλε καὶ τοὺς ἔφερε. Καὶ τὸν μὲν Ὑπάτιον ἐχειροτόνησεν Ἐπίσκοπον. Τὸν δὲ Ἀνδρέαν ἐχειροτόνησε Πρεσβύτερον, ἤτοι Ἱερέα.

Λέων δὲ ὁ δυσσεβὴς (3) καὶ εἰκονομάχος μαθὼν περὶ αὐτῶν, ὅτι εἶναι κήρυκες τῆς ἀληθείας, καὶ διδάσκουσι πᾶντας διὰ νὰ σέβωνται, καὶ νὰ προσκυνοῦν τὰς ἁγίας εἰκόνας, ἔστειλε καὶ τοὺς ἔφερε. Καὶ πρῶτον μὲν τοὺς ἔβαλεν εἰς τὴν φυλακήν. Ἔπειτα δὲ ἐπρόσταξε νὰ σύρωνται κατὰ γῆς, καὶ νὰ διασπαράττωνται. Μετὰ ταῦτα, εὔγαλε μὲν τὰ δέρματα τῶν ἱερῶν αὐτῶν κεφαλῶν. Ἐπάνω δὲ τῶν κεφαλῶν τους κατέκαυσε πολλὰς ἁγίας εἰκόνας ὁ ἀλιτήριος. Ὕστερον δὲ ἔχρισε τὰ γένειά των μὲ πίσσαν, καὶ ἔσυρεν αὐτοὺς διὰ μέσου τῆς πόλεως. Τελευταῖον δέ, κατέσφαξεν αὐτοὺς εἰς τὰ μέρη τὰ λεγόμενα τοῦ Ξηρολόφου. Καὶ μετὰ θάνατον δὲν ἀφῆκεν ὁ θηριώνυμος νὰ τοὺς ἐνταφιάσουν, ἀλλὰ τοὺς ἔρριψεν εἰς τοὺς σκύλους διὰ νὰ τοὺς καταφάγουν.

(3) Ὁ Λέων οὗτος φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ Ἴσαυρος, ὁ καὶ Κόνων ὀνομαζόμενος.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Ὁμολογητῶν, Μαρτίνου Πάπα Ῥώμης, καὶ Μαξίμου τοῦ σοφωτάτου.

Πολλὰ θλιβέντες Μάξιμος καὶ Μαρτῖνος,
Πολλῶν ἐπαίνων ἀξιούσθων οἱ δύω.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Ὁμολογητῶν Ἀναστασίων δύω, μαθητῶν τοῦ Ἁγίου Μαξίμου.

Ἀναστάσιοι ταὐτὰ τῷ διδασκάλῳ,
Χαίροντες ὑπέστησαν εὐσεβοφρόνως.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Ὁμολογητῶν, Θεοδώρου, καὶ Εὐπρεπίου, μαθητῶν τοῦ αὐτοῦ Ἁγίου Μαξίμου.

Σὺν Εὐπρεπίῳ καὶ Θεόδωρος μέγας,
Εἵλοντο ποινὰς ὀρθοδοξίας χάριν.

Οὗτοι οἱ ἅγιοι Ὁμολογηταὶ Σύνοδον ποιήσαντες ἐν τῇ Ῥώμῃ, ἐν ἔτει χμε΄ [645], ἀνεθεμάτισαν τὴν αἵρεσιν Κώνσταντος τοῦ ἐκγόνου τοῦ Ἡρακλείου, τοῦ μίαν θέλησιν ἐπὶ Χριστοῦ δογματίζοντος. Τοῦτο δὲ μαθὼν ὁ βασιλεύς, πρῶτον μέν, ἔστειλε καὶ ἔφερεν ἀπὸ τὴν Ῥώμην τὸν Ἅγιον Μάξιμον καὶ τοὺς δύω μαθητάς του, Ἀναστασίους καλουμένους. Καὶ ὕστερα ἀπὸ πολλὰς θλίψεις ὁποῦ τοὺς ἐπροξένησεν, ἐξώρισεν αὐτοὺς εἰς τὴν Θρᾴκην. Καὶ πάλιν ἐκεῖθεν αὐτοὺς μετακαλέσας, καὶ βλέπωντας, πῶς ἦτον ἄφοβοι καὶ πάσης κολακείας ἀνώτεροι, τοῦ μὲν Ἁγίου Μαξίμου, καὶ τοῦ ἑνὸς Ἀναστασίου τοῦ μεγαλιτέρου, κόπτει τὰς δεξιὰς χεῖρας καὶ τὰς γλώσσας, καὶ τούτους ἐξορίζει ὁμοῦ μὲ τοὺς ἄλλους τρεῖς μαθητάς του, εἰς τὴν Λαζικὴν χώραν. Καὶ ὁ μὲν θεῖος Μάξιμος, τρεῖς χρόνους περάσας εἰς τὴν ἐξορίαν, πλήρης ὢν ἡμερῶν, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ. Ὁ δὲ πρεσβύτερος Ἀναστάσιος ὁ μαθητὴς αὐτοῦ, διαπεράσας εἴκοσι χρόνους ἐν τῇ ἐξορίᾳ, ἐτελειώθη ἐν Κυρίῳ. Ὁ δὲ νεώτερος Ἀναστάσιος πεμφθεὶς εἰς ἕνα κάστρον τῆς Θρᾴκης, ἐτελείωσε τὴν ζωήν του ἐν τῇ ὁμολογίᾳ τῆς πίστεως. Ὁ δὲ Θεόδωρος ὁ τρίτος μαθητὴς τοῦ Ἁγίου, εἴκοσι χρόνους διαρκέσας ἐν τῇ ἐξορίᾳ, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. Ὁ δὲ τέταρτος μαθητής του Εὐπρέπιος, ἕνα μόνον χρόνον ταλαιπωρηθεὶς ἐν τῇ ἐξορίᾳ, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε. Καὶ οὕτως ἔλαβον ὅλοι τοὺς τῆς ὁμολογίας στεφάνους (4). Μετὰ ταῦτα δὲ ἔστειλεν ὁ αἱρετικὸς βασιλεύς, καὶ ἔφερεν ἀπὸ τὴν Ῥώμην Μαρτῖνον τὸν ἁγιώτατον Πάπαν, ὁμοῦ μὲ ἄλλους δυτικοὺς Ἐπισκόπους. Περὶ τοῦ ὁποίου εἴπομεν εἰς τὴν δεκάτην τρίτην τοῦ Ἀπριλλίου, ὅπου ἰδιαιτέρως ἑορτάζεται ἡ μνήμη αὐτοῦ, καὶ ὅρα ἐκεῖ.

(4) Ὅρα καὶ εἰς τὴν εἰκοστὴν πρώτην τοῦ Ἰαννουαρίου, ὅπου ἑορτάζεται ἰδιαιτέρως ὁ Ἅγιος Μάξιμος.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀρτεμιδώρου καὶ Θαλοῦ.

Ἀρτεμίδωρον καὶ Θαλὸν κτείνει ξίφος,
Μὴ προσκυνοῦντας Ἄρτεμιν ξενοκτόνον.

*

Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Μελέτιος ὁ Ἐπίσκοπος Κύπρου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ζωῆς ῥεούσης οὐ μέλει Μελετίῳ,
Ὅθεν τελευτᾶν πῶς ἂν εἴποις ἠγάπα.

Οὗτος ὁ Ὅσιος καὶ μακάριος Πατὴρ ἡμῶν Μελέτιος, γέγονεν Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, εὐλαβὴς ὢν καὶ φοβούμενος τὸν Θεόν. Εἶχε δὲ ἔργον ἀκατάπαυστον ὁ ἀοίδιμος, τὸ νὰ διδάσκῃ τὸν λαὸν τὰ θεῖα τοῦ Χριστοῦ λόγια, καὶ νὰ διαμοιράζῃ εἰς τοὺς πτωχοὺς τὰ ὑπάρχοντά του. Οὕτω λοιπὸν ποιῶν εἰς ὅλην του τὴν ζωήν, ἐν εἰρήνῃ ἀνεπαύσατο (5).

(5) Σημείωσαι, ὅτι μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιον Μελέτιον τοῦτον γράφεται παρὰ τοῖς Μηναίοις καὶ ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἰσάκιος ὁ Ἐπίσκοπος Κύπρου, ὅστις ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν πρώτην τοῦ παρόντος Σεπτεμβρίου. Τὰ αὐτὰ δὲ ἔργα, ὁποῦ ἐποίει οὗτος, ἐποίει καὶ ἐκεῖνος. Πλὴν τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους, ὁποῦ ἐδοκίμασεν ἐκεῖνος.

*

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἰωάννης ὁ Αἰγύπτιος, καὶ οἱ σὺν αὐτῷ τεσσαράκοντα Μάρτυρες, ξίφει τελειοῦνται.

Ὁ Ἰωάννης σὺν δεκαπλῇ τετράδι,
Στερρῶς ὑπῆλθε τὴν τομὴν τὴν ἐκ ξίφους.

Τούτου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τὴν διὰ Χριστὸν παρρησίαν μὴ ὑπομείνας ὁ παράνομος καὶ ἀσεβὴς Μαξιμιανός, ἐπρόσταξε νὰ θανατώσουν αὐτὸν διὰ ξίφους ὁμοῦ μὲ ἄλλους τεσσαράκοντα, ἐν ἔτει σϞε΄ [295]. Καὶ οὕτως ἔλαβον οἱ μακάριοι τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.

*

Ὁ Ἅγιος νέος Ὁσιομάρτυς Ἱλαρίων ὁ Κρής, ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αωδ΄ [1804], ξίφει τελειοῦται.

Ὁ Ἱλαρίων διττὸν εἴληφε στέφος,
Ὅσιος οἷα, καὶ ἀθλητὴς Κυρίου (6).

(6) Τὸ Μαρτύριον τούτου εὑρίσκεται ἀνέκδοτον, ὅπερ ἡ ἐμὴ ἀδυναμία ἐδιώρθωσε, καὶ ἤδη ἑτοιμάζεται διὰ τύπον μετὰ καὶ ἄλλων ἀκόμη νεοφανῶν Μαρτύρων, τῶν μετὰ τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον ἀθλησάντων.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

Των Αγίων Ευσταθίου, Θεοπίστης, Αγαπίου, Θεοπίστου, Μαρτίνου Πάπα Ρώμης, Μαξίμου κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.