Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου20 Οκτωβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Κ’, του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Αρτεμίου.
Ο πάντα λαμπρός Αρτέμιος εν βίω,
Τμηθείς ανήλθεν εις υπέρλαμπρον κλέος.
Εικάδι Αρτέμιος πυκινόφρων όσσ’ εκάλυψεν.
Ούτος ο μακάριος Αρτέμιος, έγινε δούκας και αυγουστάλιος, ήτοι μικρός αύγουστος της Αλεξανδρείας. Ομοίως έγινε και πατρίκιος από τον Μέγαν Κωνσταντίνον τον βασιλέα, εν έτει τλ’ [330]. Όταν δε ο παραβάτης Ιουλιανός έγινε βασιλεύς εν έτει τξα’ [361], και ετιμώρει τους Χριστιανούς εις την Αντιόχειαν, τότε ο μακάριος ούτος Αρτέμιος αυτοκάλεστος επήγεν εις το μαρτύριον. Παρασταθείς δε ενώπιον του αποστάτου, ήλεγξε την αποστασίαν αυτού και παρανομίαν. Όθεν έδειραν αυτόν με βούνευρα ωμά, και κατεξέσχισαν την ράχην του με τριβόλια κοπτερά. Και με αγκύδας σιδηράς εκάρφωσαν τα πλευρά και τα ομματόκλαδά του. Έπειτα έσχισαν εις δύω μίαν πλάκα μεγαλωτάτην, και ανάμεσα εις αυτήν έβαλον τον Άγιον. Από δε το υπερβολικόν βάρος της πέτρας, τόσον εσφίγχθη το σώμα του, ώστε οπού ευγήκαν έξω οι οφθαλμοί του. Είτα ετράβιξαν έξω τα εντόσθιά του, και κάθε του μέλος ετζάκισαν. Και εις όλον το ύστερον, απεκεφάλισαν αυτόν. Και ούτως έλαβεν ο τρισμακάριος του μαρτυρίου τον αμάραντον στέφανον. Το δε άγιον αυτού λείψανον εφέρθη από την Αντιόχειαν εις την Κωνσταντινούπολιν, παρά τινος γυναικός Διακόνου, καλουμένης Αρίστης, και ενταφιάσθη εις τόπον λεγόμενον Οξείαν.
Άξιον δε είναι να προσθέσωμεν εδώ και μερικών θαυμάτων του Αγίου διήγησιν. Ένας άνθρωπος με το να είχε τα δίδυμά του πολλά εξωγκωμένα από το σπάσιμον, επήγεν εις τον Ναόν του Αγίου Αρτεμίου, κλαίωντας και ζητώντας την ιατρείαν. Εκείτετο λοιπόν ο ασθενής εις το μέσον του Ναού επάνω εις στρώμα. Και ολίγον υπνώσας, βλέπει τον Άγιον Αρτέμιον εις τον ύπνον του λέγοντα αυτώ. Δείξον μου το πάθος σου. Ο δε εσχημάτισε τον τόπον, οπού είχε το πάθος. Τότε ο Άγιος σκύψας, και πιάσας επιτήδεια με τα δύω του χέρια το σπάσιμον των διδύμων του, έσφιγξεν αυτό όσον εδύνετο. Ο δε ασθενής πονέσας μεγάλως, και φωνάξας το, ουαί μοι, εξύπνησε, και εύρε τον εαυτόν του υγιή δοξάζων τον Θεόν και τον Άγιον.
Άλλος πάλιν έχωντας τρεις φούσκας εις τα δίδυμά του, επήγεν εις τον Άγιον Αρτέμιον και έκαμεν αγρυπνίαν. Αποκαμών δε υπό της αγρυπνίας, εκοιμήθη. Και ιδού φαίνεται ο Άγιος εις αυτόν. Και γυμνώσας το πάθος, και ψηλαφήσας με τας χείρας του, εσφράγισεν αυτό με το σημείον του σταυρού. Έπειτα κεντήσας αυτόν εις την πλευράν, έγινεν άφαντος. Ο δε ασθενής εξυπνήσας, ευρήκε τον εαυτόν του υγιή, και εδόξασε τον Θεόν και τον Άγιον. Άλλος δε πάλιν, έχωντας μίαν μεγάλην φούσκαν εις τα δίδυμά του, επήγεν εις τον Ναόν του Αγίου, παρακαλών αυτόν δια να τον ιατρεύση. Ο δε Άγιος φανείς εις τον ύπνον του, έσχισε με μαχαίρι το πάθος του, και εχύθη ύλη πολλή και βρωμερά. Ο δε ασθενής εξυπνήσας, τον μεν εαυτόν του, ευρήκεν υγιή. Τα δε ρούχα του και το έδαφος της γης, ευρήκε γεμάτα από υγρασίαν και βρώμαν πολλήν.
Άλλος πάλιν τώρα κοντά, ελθών από την Αφρικήν (ήτις είναι το τέταρτον μέρος του κόσμου, και ευρίσκεται προς τα νότια μέρη), και ακούσας από ένα Χριστιανόν, οπού εδιηγείτο τα θαύματα του Αγίου Αρτεμίου, επίστευσεν αυτά αδιστάκτως. Όθεν επειδή αυτός είχεν ένα συγγενή εις την Αφρικήν, πάσχοντα και κινδυνεύοντα από το σπάσιμον των διδύμων, δια τούτο επήρεν, όσα ήτον επιτήδεια δια να κάμη αγρυπνίαν, και επήγεν εις την Εκκλησίαν του Αγίου Αρτεμίου, ίνα παρακαλέση τον Άγιον δια τον συγγενή του. Αφ’ ου δε ετελείωσε την αγρυπνίαν, επήρε λάδι από την κανδήλαν του Αγίου, και εγύρισεν εις το οσπήτιον, οπού έμενεν. Ο δε Άγιος Αρτέμιος, κατά την νύκτα εκείνην, κατά την οποίαν ηγρύπνει ο ρηθείς Χριστιανός εις την Κωνσταντινούπολιν, ω του θαύματος! επήγεν εις την Αφρικήν. Και σταθείς επάνω εις την κλίνην του πάσχοντος, λέγει εις αυτόν. Επειδή ο εδικός σου συγγενής με επαρακάλεσε δια λόγου σου εις την Κωνσταντινούπολιν, δια τούτο από του νυν και εις το εξής ας ήσαι υγιής. Ο δε ασθενής εξυπνήσας, εύρε τον εαυτόν του υγιή εν αληθεία. Όθεν και δόξαν απέδωκεν εις τον Θεόν.
Επειδή όμως δεν εγνώριζε, ποίος ήτον οπού εχάρισεν εις αυτόν την υγείαν, ηγάπα να μάθη το όνομά του. Όθεν γράφει εις τον συγγενή του εκείνον, οπού επαρακάλεσε τον Άγιον Αρτέμιον δια λόγου του. Και του φανερόνοι, ποίαν ημέραν εφάνη εις αυτόν ο Άγιος και πως ιάτρευσεν αυτόν με τελειότητα. Ο δε συγγενής του ταύτα μαθών, εκατάλαβεν, ότι κατ’ εκείνην την νύκτα, κατά την οποίαν έγινεν η αγρυπνία εις την Κωνσταντινούπολιν, κατ’ εκείνην την ιδίαν (1) ιάτρευσεν ο Άγιος τον συγγενή του εις την Αφρικήν, και μεγάλως εθαύμασεν. Όθεν επήγε πάλιν εις τον Ναόν του Αγίου και έδωκεν εις αυτόν την πρέπουσαν ευχαριστίαν, διηγούμενος και το θαύμα εις τους εκεί παρόντας. Ακολούθως δε έγραψεν εις τον συγγενή του, πώς ηκολούθησεν η υπόθεσις. Και πως ο τούτον ιατρεύσας, είναι ο Άγιος Αρτέμιος.
Ένας Χριστιανός από βάρος ανυπόφορον οπού είχεν εις τα δίδυμα, εζήτει την ιατρείαν. Ο δε Άγιος Αρτέμιος εφάνη εις τον ύπνον του και λέγει αυτώ. Αδελφέ, πήγαινε εις τον γείτονά σου Ιωάννην τον χαλκέα, και βάλε την φούσκαν των διδύμων σου επάνω εις το αμώνι του. Και εάν εκείνος κτυπήση αυτήν δυνατά με το πυρωμένον σφυρί του, ευθύς θέλεις ιατρευθής. Ο δε ασθενής εφοβείτο να κάμη τούτο, ως οδυνηρόν. Όθεν πάλιν εφάνη ο Άγιος εις αυτόν, και πάλιν του λέγει τα αυτά. Ο δε ασθενής πάλιν εφοβείτο να κάμη τούτο. Τότε ο Άγιος και τρίτον φανείς εις αυτόν του λέγει. Πίστευσόν μοι αδελφέ, ότι αν δεν κάμης τούτο, οπού σοι είπον, ποτέ δεν θέλεις ιατρευθής. Ο δε ασθενής θέλωντας και μη θέλωντας, εξ ανάγκης επήγεν εις τον χαλκέα. Και έβαλε το σπάσιμόν του επάνω εις το αμώνι εκείνου. Βλέπωντας δε το πυρωμένον σφυρί, οπού εκατέβαινεν επάνω εις το σπάσιμόν του, ετραβίχθη οπίσω από τον φόβον του. Και ω του θαύματος! ευθύς το σπάσιμον αφανίσθη, και το σφυρί εκτύπησεν επάνω εις το ξηρόν αμώνι. Εθαύμασαν δε και οι δύω, ο τε χαλκεύς και ο ασθενής, δια το παράδοξον αυτό θαύμα. Όθεν και οι δύω εδόξασαν και ευχαρίστησαν εξ όλης της καρδίας τον Θεόν, όστις εδόξασε τόσον τον Μάρτυρά του Αρτέμιον.
Αλλά και ένας άλλος Χριστιανός, πέρνωντας με πίστιν θερμήν λάδι και κηρία επήγαινεν εις τον Ναόν του Αγίου Αρτεμίου. Περνώντας δε από τον δρόμον, ερωτήθη από ένα ράπτην, πού πηγαίνει. Ο δε Χριστιανός μετά ευλαβείας απεκρίθη. Πηγαίνω εις τον Ναόν του Αγίου Αρτεμίου να προσευχηθώ. Καθώς δε επήγε παρεμπρός, φωνάζει πάλιν ο ράπτης, και του λέγει. Αδελφέ, όταν γυρίσης από τον Άγιον Αρτέμιον, φέρε μοι μίαν φούσκαν των διδύμων. Έλεγε δε τούτο, περιγελώντας τον Άγιον, πως ιατρεύει τα σπασίματα των διδύμων. Ο δε Χριστιανός, χωρίς να φροντίση δια τον φλύαρον λόγον του ράπτου, επήγεν εις τον Ναόν του Αγίου. Αφ’ ου δε ετελείωσεν η θεία Λειτουργία, εγύριζεν εις τον οίκον του. Περιπατούντος δε αυτού εις τον δρόμον, άρχισαν να καταβαίνουν τα δίδυμά του. Και επειδή εκατέβησαν πολύ, και το σπάσιμόν του αυξήνθη, εκατάλαβεν, ότι δια τον περιγελαστικόν λόγον εκείνον του ράπτου, έπαθε το πάθος αυτό. Όθεν μόλις και μετά βίας εδυνήθη να φθάση έως εις το εργαστήριον του ράπτου, άπνους σχεδόν ων από τους πόνους και άφωνος. Εκατηγόρει λοιπόν τον ράπτην, και το σπάσιμον έδειχνε, και εβεβαίονεν, ότι κατά άλλον τρόπον δεν ήθελε πάθη τούτο, αν ίσως αυτός και δεν έλεγε τας φλυαρίας εκείνας και τα άξια γέλωτος λόγια. Όθεν εκ τούτου ήλθον και οι δύω εις λογομαχίας και έριδας.
Οι δε παρευρεθέντες εκεί, ερώτουν να μάθουν την αιτίαν, δια την οποίαν μάχονται. Τότε ο πάσχων εδιηγήθη τον τρόπον και την αιτίαν του πάθους. Θέλωντας δε να δείξη καθαρώς την αλήθειαν, ότι με υπερβολήν αδικήθη από τον ράπτην, εσήκωσε με θυμόν τα φορέματά του, δια να δείξη εις τους ορώντας το σπάσιμον οπού έπαθε. Και, ω του θαύματος! αυτός μεν ευρήκε τον εαυτόν του υγιή. Ο δε ράπτης εφώναζεν, ουαί μοι! και έδειξεν εις όλους το σπάσιμον των διδύμων, οπού τότε παρευθύς ηκολούθησεν εις αυτόν. Όλοι λοιπόν οι παρευρεθέντες, ιδόντες το αιφνίδιον του σπασίματος, και πως από τον Χριστιανόν εκείνον μετέβη το πάθος εις τον ράπτην, έγιναν έκθαμβοι. Και εις μεν τον Θεόν και τον τούτου Μάρτυρα Αρτέμιον, ανέπεμπον δόξαν και ευχαριστίαν. Εις δε τον ράπτην έλεγον. Μη λυπήσαι αδελφέ. Δικαία είναι η κρίσις του Θεού. Διατί εκείνο οπού εζήτησες, εκείνο και έλαβες. Σπάσιμον εζήτησες, σπάσιμον και έλαβες. Με τοιούτον τρόπον δοξάζει και εις την παρούσαν ζωήν ο Θεός, τους εδικούς του θεράποντας. (Τον κατά πλάτος μεταφρασμένον Βίον του Αγίου τούτου, όρα εις τον Παράδεισον. Τον οποίον Βίον ελληνιστί συνέγραψε Συμεών ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Μετά την του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος Χριστού». Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις και προ τούτων εν τη Λαύρα (2).)
(1) Εις πολλά γαρ και διάφορα μέρη ευρίσκονται τα πνεύματα και αι ψυχαί των Αγίων. Δια τούτο και ενεργούσιν εν τω αυτώ καιρώ εις αυτά, διαφόρους ενεργείας και χάριτας, είτε αμέσως αι ψυχαί αυτών ως θέλουσί τινες, είτε εμμέσως δια των Αγγέλων, ως θέλουσιν άλλοι. Ή μάλλον και αληθέστερον ειπείν, δια της θείας χάριτος. Τι λέγω; Αι των Αγίων ψυχαί πανταχού ορώσι και ενεργούσιν, ως λέγει ο Μέγας Βασίλειος· «Τα των Αγγέλων αναρίθμητα πλήθη. Και μετά τούτων τα των Πατέρων άγια πνεύματα (αιδεσθήσεται η Παρθένος). Ουδείς γαρ τούτων εστίν ος ουχί πανταχού καθορά» (Λογ. περί παρθενίας). Πώς δε τούτο γίνεται; Άκουσον. Ο Θεός και η του Θεού χάρις πανταχού εστιν ως φύσει απεριόριστος, επειδή δε αι ψυχαί των Αγίων ηνωμέναι εισί τω πανταχού όντι Θεώ, και τη πανταχού ούση του Θεού χάριτι, δια τούτο και αύται δια της πανταχού ούσης χάριτος του Θεού, η ήνωνται, πανταχού γίνονται. Ου κατά φύσιν και ουσίαν. Περιγραπταί γαρ και περιορισταί αύται τω λόγω της ουσίας εισίν. Αλλά κατά χάριν και μέθεξιν θείαν.
(2) Σημειούμεν ενταύθα, ότι η εμή αδυναμία επεδιώρθωσε την ασματικήν Ακολουθίαν του Αγίου τούτου Αρτεμίου, ήτις ήτον εις πολλά σφαλερά και επιλήψιμος, εν χειρογράφοις σωζομένη.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Εβόρης και Ενόης, λιθοβοληθέντες τελειούνται.
Λίθοις Εβόρην και σύναθλον Ενόην,
Λίθων λάτραι κτείνουσιν αθλητοκτόνοι.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της Οσίας μητρός ημών Ματρώνης της Χιοπολίτιδος.
Λιπούσα κόσμον έμπλεων ακοσμίας,
Νύμφη Ματρώνα νυν παρέστη Νυμφίω.
Αύτη η Οσία, πατρίδα μεν είχε την νήσον Χίον, καταγομένη από ένα χωρίον ονομαζόμενον Βολισσόν. Οι δε γονείς αυτής ωνομάζοντο Λέων και Άννα, ευσεβείς εις τον Θεόν, σεμνοί εις τα ήθη, και ονομαστότεροι από τους άλλους εις το γένος και εις τον πλούτον. Αύτη λοιπόν η μακαρία, επειδή και εκ νεαράς ηλικίας είχε γνώσιν πολλήν, δια τούτο ηγάπησε τον Θεόν. Όθεν και εκαταφρόνησε κάθε άλλην αγάπην γήϊνον, και προσπάθειαν κοσμικήν. Και αφήσασα χωρίον και γένος και γονείς, έγινε ξένη και παρεπίδημος, δια τον επί γης δι’ ημάς φανέντα ξένον Κύριον. Από δε την κληρονομίαν οπού έλαβε παρά των γονέων της, μέρος μεν, εμοίρασεν εις χήρας και ορφανά. Όσον δε άλλο μέρος της έμεινε, το εξώδευσε και έκτισεν Εκκλησίαν με πολλήν επιμέλειαν, και ταύτην αφιέρωσεν εις το όνομα του Σωτήρος Χριστού.
Όταν δε άνοιξε τα θεμέλια της Εκκλησίας, ευρέθη εκεί πολύς θησαυρός. Ίσως κατά δύω αίτια, ή κατά ενέργειαν του Διαβόλου, δια να εμποδισθή το καλόν, οπού επιχειρίσθη η Αγία, ή κατά ενέργειαν Θεού, δια να φανερωθή εις όλους η απροσπάθεια οπού είχεν η Οσία εις τον φθαρτόν και μάταιον πλούτον. Ο και μάλλον εκ των έργων εφάνη αληθές, διότι, αντί να λάβη χαράν η Αγία δια την εύρεσιν του θησαυρού, αύτη μάλλον επροσευχήθη και παρεκάλεσε τον Θεόν να αφανισθή από το μέσον ο ευρεθείς εκείνος θησαυρός. Εισήκουσε λοιπόν ο Θεός της δεήσεώς της, και ο θησαυρός εκείνος, ω του θαύματος! ευθύς μετετράπη εις κάρβουνα εσβυμένα. Ου μόνον δε την ρηθείσαν έκτισεν Εκκλησίαν, αλλά και λουτρόν οικοδόμησεν η Οσία δια τους ασθενείς ξένους. Τόσον δε κατεξήρανε το σώμα της, εις τρόπον ότι εφαίνετο σχεδόν άσαρκος.
Η εργασία της Οσίας ταύτης, ήτον προσευχή και ψαλμωδία και δάκρυα, τα οποία είχεν ως τροφήν και πιοτόν. Καιομένη γαρ από τον ένθεον έρωτα, εδροσίζετο με τα δάκρυα τα εκ του τοιούτου τικτόμενα έρωτος. Ο νους αυτής ήτον ουράνιος, αναφερόμενος όλος εις τον Θεόν, από τον οποίον εφωτίζετο και ελάμπετο. Με τας τοιαύτας δε αρετάς ούσα στολισμένη η μακαρία, ηξιώθη να λάβη και την των θαυμάτων χάριν τε και ενέργειαν, τόσον μεγάλην και πλουσιοπάροχον, ώστε οπού δι’ αυτής ανέστησε και νεκρόν. Ελθόντων γαρ μίαν φοράν εχθρών και πολεμίων εις την νήσον της Χίου, και περικυκλώσαντος την χώραν ενός έθνους βαρβάρου τε και θηριώδους, ένας από αυτούς επήγεν εις το Μοναστήριον της Οσίας, και επεχείρισεν ο αναίσχυντος να βιάση μίαν καλογραίαν εις αισχράν μίξιν. Όθεν ευθύς ευρέθη νεκρός. Τούτον δε βλέπουσα νεκρόν η Αγία, εσπλαγχνίσθη. Και δια της προσευχής της ανέστησεν αυτόν, λέγουσα. Διατί ω ανόητε άνθρωπε, ετόλμησες να κάμης τοιούτον επιχείρημα; Ανάστα. Και εις το εξής μη επιχειρίζεσαι τοιαύτα έργα ανόσια. Και ταύτα ειπούσης, ω του θαύματος! ευθύς ο ακίνητος εκινείτο. Και ο πρώην άπνους και νεκρός, ζων και έμπνους εδείκνυτο. Το θαύμα δε τούτο, έγινεν όλης της χώρας ωφέλεια. Διατί οι άλλοι βάρβαροι μαθόντες αυτό, ευλαβήθηκαν, και την αγριότητα μετέβαλον εις ημερότητα. Όθεν και δεύτερον ελθόντες οι αυτοί εις την Χίον, δεν εκακοποίησαν κανένα από τους εγκατοίκους της.
Με τας τοιαύτας λοιπόν χάριτας διαλάμπουσα η Αγία, παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού. Αφήκε δε μετά θάνατον το ιερόν αυτής λείψανον, πλούτον αναφαίρετον, και πηγήν αένναον των θαυμάτων, εις όλους τους εγκατοίκους της νήσου Χίου. Από το οποίον πηγάζουσι ποικίλαι ιατρείαι πολλών και διαφόρων ασθενειών, τοις μετά πόθου και πίστεως εις αυτό πλησιάζουσιν. Αγία δε Κυρία επονομάζεται η Οσία αύτη παρά πάσι τοις Χίοις. Διατί έλαβε την κατά των παθών κυριότητα. (Η ασματική Ακολουθία της Αγίας ταύτης, περιέχεται εις ξεχωριστήν φυλλάδα τετυπωμένην, και εις το Νέον Λειμωνάριον (3).)
(3) Σημείωσαι, ότι εγκώμιον έπλεξεν εις την Οσίαν ταύτην Ματρώναν Νείλος ο Ρόδου Μητροπολίτης, ου η αρχή· «Ου ξένα τα της παρούσης ημίν πανηγύρεως». (Σώζεται εν τη του Διονυσίου.)
*
Ο Όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών Γεράσιμος, ο νέος ασκητής, ο Πελοποννήσιος, ου το λείψανον εστίν εν Κεφαληνία, εν ειρήνη τελειούται.
Γεράσιμος κάλλιστον ήρατο στέφος,
Εκ της άνωθεν δεξιάς του Κυρίου.
Ούτος ο νεοφανής Όσιος Γεράσιμος ήτον από την περίφημον Πελοπόννησον, ήτοι τον νυν λεγόμενον Μορέαν, καταγόμενος από το χωρίον των Τρικκάλων. Οι δε γονείς αυτού ωνομάζοντο Δημήτριος και Καλή, οίτινες επικαλούντο Νοταράδες. Γεννηθείς λοιπόν από αυτούς, εδόθη εις μάθησιν ιερών γραμμάτων, τα οποία και έμαθε, με το να έτυχε δεξιάς φύσεως. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν, ανεχώρησεν από την πατρίδα του και επήγεν εις Ζάκυνθον. Εκείθεν δε ετριγύρισεν όλην την Ελλάδα. Και από εκεί επήγεν εις την Θετταλίαν. Έπειτα ανέβη εις την Μαύρην Θάλασσαν. Και από εκεί επήγεν εις Κωνσταντινούπολιν και Προποντίδα και Χαλκηδόνα. Μετά ταύτα επήγεν εις το Άγιον Όρος του Άθω, και εσύναξεν ως μέλισσα, από τους εκεί ενασκουμένους Πατέρας, τα κάλλιστα άνθη της αρετής. Από εκεί δε επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα, όπου και παροικήσας, εχειροτονήθη παρά του τότε Ιεροσολύμων Γερμανού υποδιάκονος, Διάκονος και Πρεσβύτερος. Και εν μεν τω Αγίω Τάφω, έγινε κανδηλάπτης ένα χρόνον. Εις δε τον ρηθέντα Πατριάρχην υπηρέτησε χρόνους δώδεκα. Πηγαίνωντας δε εις τον Ιορδάνην ποταμόν, εκεί διεπέρασε νηστικός τεσσαράκοντα ημέρας, κατά μίμησιν του Κυρίου, και πάλιν εγύρισεν εις το Πατριαρχείον.
Είτα αναχωρήσας εκ των Ιεροσολύμων, επήγεν εις το Σίναιον όρος, και εις την Αλεξάνδρειαν και Αντιόχειαν και Δαμασκόν, και όλην την Αίγυπτον. Είτα επήγεν εις την Κρήτην. Και από εκεί εγύρισε πάλιν εις την Ζάκυνθον. Εκεί δε διεπέρασε χρόνους πέντε μέσα εις ένα σπήλαιον, την ασκητικήν ζωήν μεταχειριζόμενος, τρώγων μόνον κολοκύνθι βρασμένον χωρίς αλάτι, και όσπρια βρεγμένα εις το νερόν, χωρίς να φάγη ολότελα ψωμί. Από την Ζάκυνθον δε αναχωρήσας, επήγεν εις την Κεφαληνίαν, και εκεί ευρών ένα τόπον, Σπηλαία ονομαζόμενον, διαπέρασε χρόνους πέντε, και μήνας ένδεκα. Είτα επήγεν εις τόπον καλούμενον Ομαλά. Και εκεί ευρών ένα Ναόν μικρόν και παλαιόν, ανεκαίνισεν αυτόν εκ βάθρων. Κτίσας κελλία, εποίησε Μοναστήριον γυναικείον, επονομάσας αυτό Νέαν Ιερουσαλήμ. Εις το οποίον εσυνάχθησαν εικοσιπέντε καλογραίαι. Κατά δε τον χαρακτήρα του σώματος, ήτον ο Άγιος ούτος όμοιος με τον Άγιον Θεοδόσιον τον Κοινοβιάρχην, έξω μόνον από το γένειον, το οποίον είχεν ούτος ολίγον ξανθόν. Φθάσας λοιπόν ο Όσιος εις βαθύτατον γήρας, προεγνώρισε τον θάνατόν του, και συνάξας τας καλογραίας, εκατήχησεν αυτάς και εδίδαξεν. Είτα ευλογήσας αυτάς, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού εν έτει ͵αφοθ’ [1579], Αυγούστου ιε’ [15]. Επειδή δε εν τη ημέρα ταύτη εορτάζεται η Κοίμησις της Θεοτόκου, δια τούτο η μνήμη του Οσίου μετετέθη εις την παρούσαν εικοστήν του Οκτωβρίου, όταν έγινε και η ανακομιδή του αγίου αυτού λειψάνου. Το οποίον ευρέθη σώον και ολόκληρον, πάντα διασώζον τα σημάδια της αγιότητος, δηλαδή, τον κροκοβαφή χρωματισμόν, και την άρρητον ευωδίαν, και τα παράδοξα θαύματα, οπού ενεργεί εις τους μετά πίστεως αυτώ πλησιάζοντας. Εκ των οποίων, ένα μόνον θέλομεν ενθυμηθώμεν εδώ.
Μία γυνή ευρισκομένη εις το Μοναστήριον του Αγίου, κατ’ ενέργειαν του Διαβόλου έπεσε μέσα εις το πηγάδι εν καιρώ της νυκτός. Ο δε Άγιος φανείς και φωνάξας με την συνειθισμένην φωνήν του, εβάστασε την γυναίκα και δεν αφήκεν αυτήν να βλαβή, ή να βυθισθή εις το νερόν. Ακούσασαι δε αι καλογραίαι την συνήθη φωνήν του Αγίου, εσηκώθησαν από την κλίνην, και εγύριζον εις ένα και άλλο μέρος, επιθυμούσαι να ακούσουν και δεύτερον την γλυκείαν φωνήν του διδασκάλου των. Ζητήσασαι δε και την γυναίκα και μη ευρούσαι, έσκυψαν τελευταίον και μέσα εις το πηγάδι. Και ω του θαύματος! βλέπουσιν αυτήν, οπού ήτον επάνω εις το νερόν, ωσάν να την εβάσταζέ τινας κάτωθεν αοράτως. Εκβαλούσαι δε αυτήν έξω, έμαθον παρ’ αυτής, ότι ο Άγιος φανείς εις το πηγάδι, εβάσταζεν αυτήν, και δεν την άφινε να βυθισθή εις το ύδωρ. Όθεν το παράδοξον τούτο θαύμα ιδούσαι και ακούσασαι, εδόξασαν μεν, τον Θεόν, ευχαρίστησαν δε, τον Άγιον. (Τον κατά πλάτος Βίον τούτου και την ασματικήν ακολουθίαν, όρα εις την ιδίαν αυτού τετυπωμένην φυλλάδα, και εις το Νέον Λειμωνάριον.)
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Ζεβινάς, Γερμανός, Νικηφόρος, και Αντωνίνος, ξίφει τελειούνται.
Ξίφος Ζεβινάν, Γερμανόν, Νικηφόρον,
Συν Αντωνίνω δεικνύει νικηφόρους.
*
Η Αγία Μάρτυς Μαναθώ η παρθένος, πυρί τελειούται.
Τι και καθαρθής εις το πυρ βεβλημένη,
Αγνή Μαναθώ, πνεύμα σώμα παρθένε;
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Κ΄, τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Ἀρτεμίου.
Ὁ πᾶντα λαμπρὸς Ἀρτέμιος ἐν βίῳ,
Τμηθεὶς ἀνῆλθεν εἰς ὑπέρλαμπρον κλέος.
Εἰκάδι Ἀρτέμιος πυκινόφρων ὄσσ’ ἐκάλυψεν.
Οὗτος ὁ μακάριος Ἀρτέμιος, ἔγινε δούκας καὶ αὐγουστάλιος, ἤτοι μικρὸς αὔγουστος τῆς Ἀλεξανδρείας. Ὁμοίως ἔγινε καὶ πατρίκιος ἀπὸ τὸν Μέγαν Κωνσταντῖνον τὸν βασιλέα, ἐν ἔτει τλ΄ [330]. Ὅταν δὲ ὁ παραβάτης Ἰουλιανὸς ἔγινε βασιλεὺς ἐν ἔτει τξα΄ [361], καὶ ἐτιμώρει τοὺς Χριστιανοὺς εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, τότε ὁ μακάριος οὗτος Ἀρτέμιος αὐτοκάλεστος ἐπῆγεν εἰς τὸ μαρτύριον. Παρασταθεὶς δὲ ἐνώπιον τοῦ ἀποστάτου, ἤλεγξε τὴν ἀποστασίαν αὐτοῦ καὶ παρανομίαν. Ὅθεν ἔδειραν αὐτὸν μὲ βούνευρα ὠμά, καὶ κατεξέσχισαν τὴν ῥάχην του μὲ τριβόλια κοπτερά. Καὶ μὲ ἀγκύδας σιδηρᾶς ἐκάρφωσαν τὰ πλευρὰ καὶ τὰ ὀμματόκλαδά του. Ἔπειτα ἔσχισαν εἰς δύω μίαν πλάκα μεγαλωτάτην, καὶ ἀνάμεσα εἰς αὐτὴν ἔβαλον τὸν Ἅγιον. Ἀπὸ δὲ τὸ ὑπερβολικὸν βάρος τῆς πέτρας, τόσον ἐσφίγχθη τὸ σῶμά του, ὥστε ὁποῦ εὐγῆκαν ἔξω οἱ ὀφθαλμοί του. Εἶτα ἐτράβιξαν ἔξω τὰ ἐντόσθιά του, καὶ κάθε του μέλος ἐτζάκισαν. Καὶ εἰς ὅλον τὸ ὕστερον, ἀπεκεφάλισαν αὐτόν. Καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ τρισμακάριος τοῦ μαρτυρίου τὸν ἀμάραντον στέφανον. Τὸ δὲ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον ἐφέρθη ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, παρά τινος γυναικὸς Διακόνου, καλουμένης Ἀρίστης, καὶ ἐνταφιάσθη εἰς τόπον λεγόμενον Ὀξεῖαν.
Ἄξιον δὲ εἶναι νὰ προσθέσωμεν ἐδῶ καὶ μερικῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου διήγησιν. Ἕνας ἄνθρωπος μὲ τὸ νὰ εἶχε τὰ δίδυμά του πολλὰ ἐξωγκωμένα ἀπὸ τὸ σπάσιμον, ἐπῆγεν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου, κλαίωντας καὶ ζητῶντας τὴν ἰατρείαν. Ἐκείτετο λοιπὸν ὁ ἀσθενὴς εἰς τὸ μέσον τοῦ Ναοῦ ἐπάνω εἰς στρῶμα. Καὶ ὀλίγον ὑπνώσας, βλέπει τὸν Ἅγιον Ἀρτέμιον εἰς τὸν ὕπνον του λέγοντα αὐτῷ. Δεῖξόν μου τὸ πάθος σου. Ὁ δὲ ἐσχημάτισε τὸν τόπον, ὁποῦ εἶχε τὸ πάθος. Τότε ὁ Ἅγιος σκύψας, καὶ πιάσας ἐπιτήδεια μὲ τὰ δύω του χέρια τὸ σπάσιμον τῶν διδύμων του, ἔσφιγξεν αὐτὸ ὅσον ἐδύνετο. Ὁ δὲ ἀσθενὴς πονέσας μεγάλως, καὶ φωνάξας τὸ, οὐαί μοι, ἐξύπνησε, καὶ εὗρε τὸν ἑαυτόν του ὑγιῆ δοξάζων τὸν Θεὸν καὶ τὸν Ἅγιον.
Ἄλλος πάλιν ἔχωντας τρεῖς φούσκας εἰς τὰ δίδυμά του, ἐπῆγεν εἰς τὸν Ἅγιον Ἀρτέμιον καὶ ἔκαμεν ἀγρυπνίαν. Ἀποκαμὼν δὲ ὑπὸ τῆς ἀγρυπνίας, ἐκοιμήθη. Καὶ ἰδοὺ φαίνεται ὁ Ἅγιος εἰς αὐτόν. Καὶ γυμνώσας τὸ πάθος, καὶ ψηλαφήσας μὲ τὰς χεῖράς του, ἐσφράγισεν αὐτὸ μὲ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ. Ἔπειτα κεντήσας αὐτὸν εἰς τὴν πλευράν, ἔγινεν ἄφαντος. Ὁ δὲ ἀσθενὴς ἐξυπνήσας, εὑρῆκε τὸν ἑαυτόν του ὑγιῆ, καὶ ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ τὸν Ἅγιον. Ἄλλος δὲ πάλιν, ἔχωντας μίαν μεγάλην φοῦσκαν εἰς τὰ δίδυμά του, ἐπῆγεν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου, παρακαλῶν αὐτὸν διὰ νὰ τὸν ἰατρεύσῃ. Ὁ δὲ Ἅγιος φανεὶς εἰς τὸν ὕπνον του, ἔσχισε μὲ μαχαῖρι τὸ πάθος του, καὶ ἐχύθη ὕλη πολλὴ καὶ βρωμερά. Ὁ δὲ ἀσθενὴς ἐξυπνήσας, τὸν μὲν ἑαυτόν του, εὑρῆκεν ὑγιῆ. Τὰ δὲ ῥοῦχά του καὶ τὸ ἔδαφος τῆς γῆς, εὑρῆκε γεμάτα ἀπὸ ὑγρασίαν καὶ βρῶμαν πολλήν.
Ἄλλος πάλιν τώρα κοντά, ἐλθὼν ἀπὸ τὴν Ἀφρικήν (ἥτις εἶναι τὸ τέταρτον μέρος τοῦ κόσμου, καὶ εὑρίσκεται πρὸς τὰ νότια μέρη), καὶ ἀκούσας ἀπὸ ἕνα Χριστιανόν, ὁποῦ ἐδιηγεῖτο τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου, ἐπίστευσεν αὐτὰ ἀδιστάκτως. Ὅθεν ἐπειδὴ αὐτὸς εἶχεν ἕνα συγγενῆ εἰς τὴν Ἀφρικήν, πάσχοντα καὶ κινδυνεύοντα ἀπὸ τὸ σπάσιμον τῶν διδύμων, διὰ τοῦτο ἐπῆρεν, ὅσα ἦτον ἐπιτήδεια διὰ νὰ κάμῃ ἀγρυπνίαν, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου, ἵνα παρακαλέσῃ τὸν Ἅγιον διὰ τὸν συγγενῆ του. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐτελείωσε τὴν ἀγρυπνίαν, ἐπῆρε λάδι ἀπὸ τὴν κανδῆλαν τοῦ Ἁγίου, καὶ ἐγύρισεν εἰς τὸ ὁσπήτιον, ὁποῦ ἔμενεν. Ὁ δὲ Ἅγιος Ἀρτέμιος, κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην, κατὰ τὴν ὁποίαν ἠγρύπνει ὁ ῥηθεὶς Χριστιανὸς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὢ τοῦ θαύματος! ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀφρικήν. Καὶ σταθεὶς ἐπάνω εἰς τὴν κλίνην τοῦ πάσχοντος, λέγει εἰς αὐτόν. Ἐπειδὴ ὁ ἐδικός σου συγγενὴς μὲ ἐπαρακάλεσε διὰ λόγου σου εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, διὰ τοῦτο ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἂς ᾖσαι ὑγιής. Ὁ δὲ ἀσθενὴς ἐξυπνήσας, εὗρε τὸν ἑαυτόν του ὑγιῆ ἐν ἀληθείᾳ. Ὅθεν καὶ δόξαν ἀπέδωκεν εἰς τὸν Θεόν.
Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐγνώριζε, ποῖος ἦτον ὁποῦ ἐχάρισεν εἰς αὐτὸν τὴν ὑγείαν, ἠγάπα νὰ μάθῃ τὸ ὄνομά του. Ὅθεν γράφει εἰς τὸν συγγενῆ του ἐκεῖνον, ὁποῦ ἐπαρακάλεσε τὸν Ἅγιον Ἀρτέμιον διὰ λόγου του. Καὶ τοῦ φανερόνοι, ποίαν ἡμέραν ἐφάνη εἰς αὐτὸν ὁ Ἅγιος καὶ πῶς ἰάτρευσεν αὐτὸν μὲ τελειότητα. Ὁ δὲ συγγενής του ταῦτα μαθών, ἐκατάλαβεν, ὅτι κατ’ ἐκείνην τὴν νύκτα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔγινεν ἡ ἀγρυπνία εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, κατ’ ἐκείνην τὴν ἰδίαν (1) ἰάτρευσεν ὁ Ἅγιος τὸν συγγενῆ του εἰς τὴν Ἀφρικήν, καὶ μεγάλως ἐθαύμασεν. Ὅθεν ἐπῆγε πάλιν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὴν πρέπουσαν εὐχαριστίαν, διηγούμενος καὶ τὸ θαῦμα εἰς τοὺς ἐκεῖ παρόντας. Ἀκολούθως δὲ ἔγραψεν εἰς τὸν συγγενῆ του, πῶς ἠκολούθησεν ἡ ὑπόθεσις. Καὶ πῶς ὁ τοῦτον ἰατρεύσας, εἶναι ὁ Ἅγιος Ἀρτέμιος.
Ἕνας Χριστιανὸς ἀπὸ βάρος ἀνυπόφορον ὁποῦ εἶχεν εἰς τὰ δίδυμα, ἐζήτει τὴν ἰατρείαν. Ὁ δὲ Ἅγιος Ἀρτέμιος ἐφάνη εἰς τὸν ὕπνον του καὶ λέγει αὐτῷ. Ἀδελφέ, πήγαινε εἰς τὸν γείτονά σου Ἰωάννην τὸν χαλκέα, καὶ βάλε τὴν φοῦσκαν τῶν διδύμων σου ἐπάνω εἰς τὸ ἀμῶνί του. Καὶ ἐὰν ἐκεῖνος κτυπήσῃ αὐτὴν δυνατὰ μὲ τὸ πυρωμένον σφυρί του, εὐθὺς θέλεις ἰατρευθῇς. Ὁ δὲ ἀσθενὴς ἐφοβεῖτο νὰ κάμῃ τοῦτο, ὡς ὀδυνηρόν. Ὅθεν πάλιν ἐφάνη ὁ Ἅγιος εἰς αὐτόν, καὶ πάλιν τοῦ λέγει τὰ αὐτά. Ὁ δὲ ἀσθενὴς πάλιν ἐφοβεῖτο νὰ κάμῃ τοῦτο. Τότε ὁ Ἅγιος καὶ τρίτον φανεὶς εἰς αὐτὸν τοῦ λέγει. Πίστευσόν μοι ἀδελφέ, ὅτι ἂν δὲν κάμῃς τοῦτο, ὁποῦ σοι εἶπον, ποτὲ δὲν θέλεις ἰατρευθῇς. Ὁ δὲ ἀσθενὴς θέλωντας καὶ μὴ θέλωντας, ἐξ ἀνάγκης ἐπῆγεν εἰς τὸν χαλκέα. Καὶ ἔβαλε τὸ σπάσιμόν του ἐπάνω εἰς τὸ ἀμῶνι ἐκείνου. Βλέπωντας δὲ τὸ πυρωμένον σφυρί, ὁποῦ ἐκατέβαινεν ἐπάνω εἰς τὸ σπάσιμόν του, ἐτραβίχθη ὀπίσω ἀπὸ τὸν φόβον του. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς τὸ σπάσιμον ἀφανίσθη, καὶ τὸ σφυρὶ ἐκτύπησεν ἐπάνω εἰς τὸ ξηρὸν ἀμῶνι. Ἐθαύμασαν δὲ καὶ οἱ δύω, ὅ τε χαλκεὺς καὶ ὁ ἀσθενής, διὰ τὸ παράδοξον αὐτὸ θαῦμα. Ὅθεν καὶ οἱ δύω ἐδόξασαν καὶ εὐχαρίστησαν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας τὸν Θεόν, ὅστις ἐδόξασε τόσον τὸν Μάρτυρά του Ἀρτέμιον.
Ἀλλὰ καὶ ἕνας ἄλλος Χριστιανός, πέρνωντας μὲ πίστιν θερμὴν λάδι καὶ κηρία ἐπήγαινεν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου. Περνῶντας δὲ ἀπὸ τὸν δρόμον, ἐρωτήθη ἀπὸ ἕνα ῥάπτην, ποῦ πηγαίνει. Ὁ δὲ Χριστιανὸς μετὰ εὐλαβείας ἀπεκρίθη. Πηγαίνω εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου νὰ προσευχηθῶ. Καθὼς δὲ ἐπῆγε παρεμπρός, φωνάζει πάλιν ὁ ῥάπτης, καὶ τοῦ λέγει. Ἀδελφέ, ὅταν γυρίσῃς ἀπὸ τὸν Ἅγιον Ἀρτέμιον, φέρε μοι μίαν φοῦσκαν τῶν διδύμων. Ἔλεγε δὲ τοῦτο, περιγελῶντας τὸν Ἅγιον, πῶς ἰατρεύει τὰ σπασίματα τῶν διδύμων. Ὁ δὲ Χριστιανός, χωρὶς νὰ φροντίσῃ διὰ τὸν φλύαρον λόγον τοῦ ῥάπτου, ἐπῆγεν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐτελείωσεν ἡ θεία Λειτουργία, ἐγύριζεν εἰς τὸν οἶκόν του. Περιπατοῦντος δὲ αὐτοῦ εἰς τὸν δρόμον, ἄρχισαν νὰ καταβαίνουν τὰ δίδυμά του. Καὶ ἐπειδὴ ἐκατέβησαν πολύ, καὶ τὸ σπάσιμόν του αὐξήνθη, ἐκατάλαβεν, ὅτι διὰ τὸν περιγελαστικὸν λόγον ἐκεῖνον τοῦ ῥάπτου, ἔπαθε τὸ πάθος αὐτό. Ὅθεν μόλις καὶ μετὰ βίας ἐδυνήθη νὰ φθάσῃ ἕως εἰς τὸ ἐργαστήριον τοῦ ῥάπτου, ἄπνους σχεδὸν ὢν ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ ἄφωνος. Ἐκατηγόρει λοιπὸν τὸν ῥάπτην, καὶ τὸ σπάσιμον ἔδειχνε, καὶ ἐβεβαίονεν, ὅτι κατὰ ἄλλον τρόπον δὲν ἤθελε πάθῃ τοῦτο, ἂν ἴσως αὐτὸς καὶ δὲν ἔλεγε τὰς φλυαρίας ἐκείνας καὶ τὰ ἄξια γέλωτος λόγια. Ὅθεν ἐκ τούτου ἦλθον καὶ οἱ δύω εἰς λογομαχίας καὶ ἔριδας.
Οἱ δὲ παρευρεθέντες ἐκεῖ, ἐρώτουν νὰ μάθουν τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν μάχονται. Τότε ὁ πάσχων ἐδιηγήθη τὸν τρόπον καὶ τὴν αἰτίαν τοῦ πάθους. Θέλωντας δὲ νὰ δείξῃ καθαρῶς τὴν ἀλήθειαν, ὅτι μὲ ὑπερβολὴν ἀδικήθη ἀπὸ τὸν ῥάπτην, ἐσήκωσε μὲ θυμὸν τὰ φορέματά του, διὰ νὰ δείξῃ εἰς τοὺς ὁρῶντας τὸ σπάσιμον ὁποῦ ἔπαθε. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! αὐτὸς μὲν εὑρῆκε τὸν ἑαυτόν του ὑγιῆ. Ὁ δὲ ῥάπτης ἐφώναζεν, οὐαί μοι! καὶ ἔδειξεν εἰς ὅλους τὸ σπάσιμον τῶν διδύμων, ὁποῦ τότε παρευθὺς ἠκολούθησεν εἰς αὐτόν. Ὅλοι λοιπὸν οἱ παρευρεθέντες, ἰδόντες τὸ αἰφνίδιον τοῦ σπασίματος, καὶ πῶς ἀπὸ τὸν Χριστιανὸν ἐκεῖνον μετέβη τὸ πάθος εἰς τὸν ῥάπτην, ἔγιναν ἔκθαμβοι. Καὶ εἰς μὲν τὸν Θεὸν καὶ τὸν τούτου Μάρτυρα Ἀρτέμιον, ἀνέπεμπον δόξαν καὶ εὐχαριστίαν. Εἰς δὲ τὸν ῥάπτην ἔλεγον. Μὴ λυπῆσαι ἀδελφέ. Δικαία εἶναι ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ. Διατὶ ἐκεῖνο ὁποῦ ἐζήτησες, ἐκεῖνο καὶ ἔλαβες. Σπάσιμον ἐζήτησες, σπάσιμον καὶ ἔλαβες. Μὲ τοιοῦτον τρόπον δοξάζει καὶ εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν ὁ Θεός, τοὺς ἐδικούς του θεράποντας. (Τὸν κατὰ πλάτος μεταφρασμένον Βίον τοῦ Ἁγίου τούτου, ὅρα εἰς τὸν Παράδεισον. Τὸν ὁποῖον Βίον ἑλληνιστὶ συνέγραψε Συμεὼν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Μετὰ τὴν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος Χριστοῦ». Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις καὶ πρὸ τούτων ἐν τῇ Λαύρᾳ (2).)
(1) Εἰς πολλὰ γὰρ καὶ διάφορα μέρη εὑρίσκονται τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν Ἁγίων. Διὰ τοῦτο καὶ ἐνεργοῦσιν ἐν τῷ αὐτῷ καιρῷ εἰς αὐτά, διαφόρους ἐνεργείας καὶ χάριτας, εἴτε ἀμέσως αἱ ψυχαὶ αὐτῶν ὡς θέλουσί τινες, εἴτε ἐμμέσως διὰ τῶν Ἀγγέλων, ὡς θέλουσιν ἄλλοι. Ἢ μᾶλλον καὶ ἀληθέστερον εἰπεῖν, διὰ τῆς θείας χάριτος. Τί λέγω; Αἱ τῶν Ἁγίων ψυχαὶ πανταχοῦ ὁρῶσι καὶ ἐνεργοῦσιν, ὡς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· «Τὰ τῶν Ἀγγέλων ἀναρίθμητα πλήθη. Καὶ μετὰ τούτων τὰ τῶν Πατέρων ἅγια πνεύματα (αἰδεσθήσεται ἡ Παρθένος). Οὐδεὶς γὰρ τούτων ἐστὶν ὃς οὐχὶ πανταχοῦ καθορᾷ» (Λόγ. περὶ παρθενίας). Πῶς δὲ τοῦτο γίνεται; Ἄκουσον. Ὁ Θεὸς καὶ ἡ τοῦ Θεοῦ χάρις πανταχοῦ ἐστιν ὡς φύσει ἀπεριόριστος, ἐπειδὴ δὲ αἱ ψυχαὶ τῶν Ἁγίων ἡνωμέναι εἰσὶ τῷ πανταχοῦ ὄντι Θεῷ, καὶ τῇ πανταχοῦ οὔσῃ τοῦ Θεοῦ χάριτι, διὰ τοῦτο καὶ αὗται διὰ τῆς πανταχοῦ οὔσης χάριτος τοῦ Θεοῦ, ᾗ ἥνωνται, πανταχοῦ γίνονται. Οὐ κατὰ φύσιν καὶ οὐσίαν. Περιγραπταὶ γὰρ καὶ περιορισταὶ αὗται τῷ λόγῳ τῆς οὐσίας εἰσίν. Ἀλλὰ κατὰ χάριν καὶ μέθεξιν θείαν.
(2) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι ἡ ἐμὴ ἀδυναμία ἐπεδιώρθωσε τὴν ᾀσματικὴν Ἀκολουθίαν τοῦ Ἁγίου τούτου Ἀρτεμίου, ἥτις ἦτον εἰς πολλὰ σφαλερὰ καὶ ἐπιλήψιμος, ἐν χειρογράφοις σῳζομένη.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἐβόρης καὶ Ἐνόης, λιθοβοληθέντες τελειοῦνται.
Λίθοις Ἐβόρην καὶ σύναθλον Ἐνόην,
Λίθων λάτραι κτείνουσιν ἀθλητοκτόνοι.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν Ματρώνης τῆς Χιοπολίτιδος.
Λιποῦσα κόσμον ἔμπλεων ἀκοσμίας,
Νύμφη Ματρῶνα νῦν παρέστη Νυμφίῳ.
Αὕτη ἡ Ὁσία, πατρίδα μὲν εἶχε τὴν νῆσον Χίον, καταγομένη ἀπὸ ἕνα χωρίον ὀνομαζόμενον Βολισσόν. Οἱ δὲ γονεῖς αὐτῆς ὠνομάζοντο Λέων καὶ Ἄννα, εὐσεβεῖς εἰς τὸν Θεόν, σεμνοὶ εἰς τὰ ἤθη, καὶ ὀνομαστότεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἰς τὸ γένος καὶ εἰς τὸν πλοῦτον. Αὕτη λοιπὸν ἡ μακαρία, ἐπειδὴ καὶ ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας εἶχε γνῶσιν πολλήν, διὰ τοῦτο ἠγάπησε τὸν Θεόν. Ὅθεν καὶ ἐκαταφρόνησε κάθε ἄλλην ἀγάπην γήϊνον, καὶ προσπάθειαν κοσμικήν. Καὶ ἀφήσασα χωρίον καὶ γένος καὶ γονεῖς, ἔγινε ξένη καὶ παρεπίδημος, διὰ τὸν ἐπὶ γῆς δι’ ἡμᾶς φανέντα ξένον Κύριον. Ἀπὸ δὲ τὴν κληρονομίαν ὁποῦ ἔλαβε παρὰ τῶν γονέων της, μέρος μέν, ἐμοίρασεν εἰς χήρας καὶ ὀρφανά. Ὅσον δὲ ἄλλο μέρος τῆς ἔμεινε, τὸ ἐξώδευσε καὶ ἔκτισεν Ἐκκλησίαν μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν, καὶ ταύτην ἀφιέρωσεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.
Ὅταν δὲ ἄνοιξε τὰ θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, εὑρέθη ἐκεῖ πολὺς θησαυρός. Ἴσως κατὰ δύω αἴτια, ἢ κατὰ ἐνέργειαν τοῦ Διαβόλου, διὰ νὰ ἐμποδισθῇ τὸ καλόν, ὁποῦ ἐπιχειρίσθη ἡ Ἁγία, ἢ κατὰ ἐνέργειαν Θεοῦ, διὰ νὰ φανερωθῇ εἰς ὅλους ἡ ἀπροσπάθεια ὁποῦ εἶχεν ἡ Ὁσία εἰς τὸν φθαρτὸν καὶ μάταιον πλοῦτον. Ὃ καὶ μᾶλλον ἐκ τῶν ἔργων ἐφάνη ἀληθές, διότι, ἀντὶ νὰ λάβῃ χαρὰν ἡ Ἁγία διὰ τὴν εὕρεσιν τοῦ θησαυροῦ, αὕτη μᾶλλον ἐπροσευχήθη καὶ παρεκάλεσε τὸν Θεὸν νὰ ἀφανισθῇ ἀπὸ τὸ μέσον ὁ εὑρεθεὶς ἐκεῖνος θησαυρός. Εἰσήκουσε λοιπὸν ὁ Θεὸς τῆς δεήσεώς της, καὶ ὁ θησαυρὸς ἐκεῖνος, ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς μετετράπη εἰς κάρβουνα ἐσβυμένα. Οὐ μόνον δὲ τὴν ῥηθεῖσαν ἔκτισεν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ καὶ λουτρὸν οἰκοδόμησεν ἡ Ὁσία διὰ τοὺς ἀσθενεῖς ξένους. Τόσον δὲ κατεξήρανε τὸ σῶμά της, εἰς τρόπον ὅτι ἐφαίνετο σχεδὸν ἄσαρκος.
Ἡ ἐργασία τῆς Ὁσίας ταύτης, ἦτον προσευχὴ καὶ ψαλμῳδία καὶ δάκρυα, τὰ ὁποῖα εἶχεν ὡς τροφὴν καὶ πιοτόν. Καιομένη γὰρ ἀπὸ τὸν ἔνθεον ἔρωτα, ἐδροσίζετο μὲ τὰ δάκρυα τὰ ἐκ τοῦ τοιούτου τικτόμενα ἔρωτος. Ὁ νοῦς αὐτῆς ἦτον οὐράνιος, ἀναφερόμενος ὅλος εἰς τὸν Θεόν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐφωτίζετο καὶ ἐλάμπετο. Μὲ τὰς τοιαύτας δὲ ἀρετὰς οὖσα στολισμένη ἡ μακαρία, ἠξιώθη νὰ λάβῃ καὶ τὴν τῶν θαυμάτων χάριν τε καὶ ἐνέργειαν, τόσον μεγάλην καὶ πλουσιοπάροχον, ὥστε ὁποῦ δι’ αὐτῆς ἀνέστησε καὶ νεκρόν. Ἐλθόντων γὰρ μίαν φορὰν ἐχθρῶν καὶ πολεμίων εἰς τὴν νῆσον τῆς Χίου, καὶ περικυκλώσαντος τὴν χώραν ἑνὸς ἔθνους βαρβάρου τε καὶ θηριώδους, ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἐπῆγεν εἰς τὸ Μοναστήριον τῆς Ὁσίας, καὶ ἐπεχείρισεν ὁ ἀναίσχυντος νὰ βιάσῃ μίαν καλογραίαν εἰς αἰσχρὰν μίξιν. Ὅθεν εὐθὺς εὑρέθη νεκρός. Τοῦτον δὲ βλέπουσα νεκρὸν ἡ Ἁγία, ἐσπλαγχνίσθη. Καὶ διὰ τῆς προσευχῆς της ἀνέστησεν αὐτόν, λέγουσα. Διατί ὦ ἀνόητε ἄνθρωπε, ἐτόλμησες νὰ κάμῃς τοιοῦτον ἐπιχείρημα; Ἀνάστα. Καὶ εἰς τὸ ἑξῆς μὴ ἐπιχειρίζεσαι τοιαῦτα ἔργα ἀνόσια. Καὶ ταῦτα εἰπούσης, ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ὁ ἀκίνητος ἐκινεῖτο. Καὶ ὁ πρώην ἄπνους καὶ νεκρός, ζῶν καὶ ἔμπνους ἐδείκνυτο. Τὸ θαῦμα δὲ τοῦτο, ἔγινεν ὅλης τῆς χώρας ὠφέλεια. Διατὶ οἱ ἄλλοι βάρβαροι μαθόντες αὐτό, εὐλαβήθηκαν, καὶ τὴν ἀγριότητα μετέβαλον εἰς ἡμερότητα. Ὅθεν καὶ δεύτερον ἐλθόντες οἱ αὐτοὶ εἰς τὴν Χίον, δὲν ἐκακοποίησαν κᾀνένα ἀπὸ τοὺς ἐγκατοίκους της.
Μὲ τὰς τοιαύτας λοιπὸν χάριτας διαλάμπουσα ἡ Ἁγία, παρέδωκε τὴν μακαρίαν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ. Ἀφῆκε δὲ μετὰ θάνατον τὸ ἱερὸν αὑτῆς λείψανον, πλοῦτον ἀναφαίρετον, καὶ πηγὴν ἀένναον τῶν θαυμάτων, εἰς ὅλους τοὺς ἐγκατοίκους τῆς νήσου Χίου. Ἀπὸ τὸ ὁποῖον πηγάζουσι ποικίλαι ἰατρεῖαι πολλῶν καὶ διαφόρων ἀσθενειῶν, τοῖς μετὰ πόθου καὶ πίστεως εἰς αὐτὸ πλησιάζουσιν. Ἁγία δὲ Κυρία ἐπονομάζεται ἡ Ὁσία αὕτη παρὰ πᾶσι τοῖς Χίοις. Διατὶ ἔλαβε τὴν κατὰ τῶν παθῶν κυριότητα. (Ἡ ᾀσματικὴ Ἀκολουθία τῆς Ἁγίας ταύτης, περιέχεται εἰς ξεχωριστὴν φυλλάδα τετυπωμένην, καὶ εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον (3).)
(3) Σημείωσαι, ὅτι ἐγκώμιον ἔπλεξεν εἰς τὴν Ὁσίαν ταύτην Ματρῶναν Νεῖλος ὁ Ῥόδου Μητροπολίτης, οὗ ἡ ἀρχή· «Οὐ ξένα τὰ τῆς παρούσης ἡμῖν πανηγύρεως». (Σῴζεται ἐν τῇ τοῦ Διονυσίου.)
*
Ὁ Ὅσιος καὶ θεοφόρος Πατὴρ ἡμῶν Γεράσιμος, ὁ νέος ἀσκητής, ὁ Πελοποννήσιος, οὗ τὸ λείψανον ἐστὶν ἐν Κεφαληνίᾳ, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Γεράσιμος κάλλιστον ἤρατο στέφος,
Ἐκ τῆς ἄνωθεν δεξιᾶς τοῦ Κυρίου.
Οὗτος ὁ νεοφανὴς Ὅσιος Γεράσιμος ἦτον ἀπὸ τὴν περίφημον Πελοπόννησον, ἤτοι τὸν νῦν λεγόμενον Μορέαν, καταγόμενος ἀπὸ τὸ χωρίον τῶν Τρικκάλων. Οἱ δὲ γονεῖς αὐτοῦ ὠνομάζοντο Δημήτριος καὶ Καλή, οἵτινες ἐπικαλοῦντο Νοταράδες. Γεννηθεὶς λοιπὸν ἀπὸ αὐτούς, ἐδόθη εἰς μάθησιν ἱερῶν γραμμάτων, τὰ ὁποῖα καὶ ἔμαθε, μὲ τὸ νὰ ἔτυχε δεξιᾶς φύσεως. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς ἡλικίαν, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ ἐπῆγεν εἰς Ζάκυνθον. Ἐκεῖθεν δὲ ἐτριγύρισεν ὅλην τὴν Ἑλλάδα. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγεν εἰς τὴν Θετταλίαν. Ἔπειτα ἀνέβη εἰς τὴν Μαύρην Θάλασσαν. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγεν εἰς Κωνσταντινούπολιν καὶ Προποντίδα καὶ Χαλκηδόνα. Μετὰ ταῦτα ἐπῆγεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθω, καὶ ἐσύναξεν ὡς μέλισσα, ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ ἐνασκουμένους Πατέρας, τὰ κάλλιστα ἄνθη τῆς ἀρετῆς. Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἐπῆγεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου καὶ παροικήσας, ἐχειροτονήθη παρὰ τοῦ τότε Ἱεροσολύμων Γερμανοῦ ὑποδιάκονος, Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος. Καὶ ἐν μὲν τῷ Ἁγίῳ Τάφῳ, ἔγινε κανδηλάπτης ἕνα χρόνον. Εἰς δὲ τὸν ῥηθέντα Πατριάρχην ὑπηρέτησε χρόνους δώδεκα. Πηγαίνωντας δὲ εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, ἐκεῖ διεπέρασε νηστικὸς τεσσαράκοντα ἡμέρας, κατὰ μίμησιν τοῦ Κυρίου, καὶ πάλιν ἐγύρισεν εἰς τὸ Πατριαρχεῖον.
Εἶτα ἀναχωρήσας ἐκ τῶν Ἱεροσολύμων, ἐπῆγεν εἰς τὸ Σίναιον ὄρος, καὶ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν καὶ Ἀντιόχειαν καὶ Δαμασκόν, καὶ ὅλην τὴν Αἴγυπτον. Εἶτα ἐπῆγεν εἰς τὴν Κρήτην. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐγύρισε πάλιν εἰς τὴν Ζάκυνθον. Ἐκεῖ δὲ διεπέρασε χρόνους πέντε μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον, τὴν ἀσκητικὴν ζωὴν μεταχειριζόμενος, τρώγων μόνον κολοκύνθι βρασμένον χωρὶς ἁλάτι, καὶ ὄσπρια βρεγμένα εἰς τὸ νερόν, χωρὶς νὰ φάγῃ ὁλότελα ψωμί. Ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον δὲ ἀναχωρήσας, ἐπῆγεν εἰς τὴν Κεφαληνίαν, καὶ ἐκεῖ εὑρὼν ἕνα τόπον, Σπηλαία ὀνομαζόμενον, διαπέρασε χρόνους πέντε, καὶ μῆνας ἕνδεκα. Εἶτα ἐπῆγεν εἰς τόπον καλούμενον Ὁμαλά. Καὶ ἐκεῖ εὑρὼν ἕνα Ναὸν μικρὸν καὶ παλαιόν, ἀνεκαίνισεν αὐτὸν ἐκ βάθρων. Κτίσας κελλία, ἐποίησε Μοναστήριον γυναικεῖον, ἐπονομάσας αὐτὸ Νέαν Ἱερουσαλήμ. Εἰς τὸ ὁποῖον ἐσυνάχθησαν εἰκοσιπέντε καλογραῖαι. Κατὰ δὲ τὸν χαρακτῆρα τοῦ σώματος, ἦτον ὁ Ἅγιος οὗτος ὅμοιος μὲ τὸν Ἅγιον Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην, ἔξω μόνον ἀπὸ τὸ γένειον, τὸ ὁποῖον εἶχεν οὗτος ὀλίγον ξανθόν. Φθάσας λοιπὸν ὁ Ὅσιος εἰς βαθύτατον γῆρας, προεγνώρισε τὸν θάνατόν του, καὶ συνάξας τὰς καλογραίας, ἐκατήχησεν αὐτὰς καὶ ἐδίδαξεν. Εἶτα εὐλογήσας αὐτάς, παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ ἐν ἔτει ͵αφοθ΄ [1579], Αὐγούστου ιε΄ [15]. Ἐπειδὴ δὲ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἑορτάζεται ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου, διὰ τοῦτο ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου μετετέθη εἰς τὴν παροῦσαν εἰκοστὴν τοῦ Ὀκτωβρίου, ὅταν ἔγινε καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ λειψάνου. Τὸ ὁποῖον εὑρέθη σῷον καὶ ὁλόκληρον, πᾶντα διασῷζον τὰ σημάδια τῆς ἁγιότητος, δηλαδή, τὸν κροκοβαφῆ χρωματισμόν, καὶ τὴν ἄρρητον εὐωδίαν, καὶ τὰ παράδοξα θαύματα, ὁποῦ ἐνεργεῖ εἰς τοὺς μετὰ πίστεως αὐτῷ πλησιάζοντας. Ἐκ τῶν ὁποίων, ἕνα μόνον θέλομεν ἐνθυμηθῶμεν ἐδῶ.
Μία γυνὴ εὑρισκομένη εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου, κατ’ ἐνέργειαν τοῦ Διαβόλου ἔπεσε μέσα εἰς τὸ πηγάδι ἐν καιρῷ τῆς νυκτός. Ὁ δὲ Ἅγιος φανεὶς καὶ φωνάξας μὲ τὴν συνειθισμένην φωνήν του, ἐβάστασε τὴν γυναῖκα καὶ δὲν ἀφῆκεν αὐτὴν νὰ βλαβῇ, ἢ νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ νερόν. Ἀκούσασαι δὲ αἱ καλογραῖαι τὴν συνήθη φωνὴν τοῦ Ἁγίου, ἐσηκώθησαν ἀπὸ τὴν κλίνην, καὶ ἐγύριζον εἰς ἕνα καὶ ἄλλο μέρος, ἐπιθυμοῦσαι νὰ ἀκούσουν καὶ δεύτερον τὴν γλυκεῖαν φωνὴν τοῦ διδασκάλου των. Ζητήσασαι δὲ καὶ τὴν γυναῖκα καὶ μὴ εὑροῦσαι, ἔσκυψαν τελευταῖον καὶ μέσα εἰς τὸ πηγάδι. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! βλέπουσιν αὐτήν, ὁποῦ ἦτον ἐπάνω εἰς τὸ νερόν, ὡσὰν νὰ τὴν ἐβάσταζέ τινας κάτωθεν ἀοράτως. Ἐκβαλοῦσαι δὲ αὐτὴν ἔξω, ἔμαθον παρ’ αὐτῆς, ὅτι ὁ Ἅγιος φανεὶς εἰς τὸ πηγάδι, ἐβάσταζεν αὐτήν, καὶ δὲν τὴν ἄφινε νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ ὕδωρ. Ὅθεν τὸ παράδοξον τοῦτο θαῦμα ἰδοῦσαι καὶ ἀκούσασαι, ἐδόξασαν μέν, τὸν Θεόν, εὐχαρίστησαν δέ, τὸν Ἅγιον. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τούτου καὶ τὴν ᾀσματικὴν ἀκολουθίαν, ὅρα εἰς τὴν ἰδίαν αὐτοῦ τετυπωμένην φυλλάδα, καὶ εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον.)
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ζεβινᾶς, Γερμανός, Νικηφόρος, καὶ Ἀντωνῖνος, ξίφει τελειοῦνται.
Ξίφος Ζεβινᾶν, Γερμανόν, Νικηφόρον,
Σὺν Ἀντωνίνῳ δεικνύει νικηφόρους.
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Μαναθὼ ἡ παρθένος, πυρὶ τελειοῦται.
Τί καὶ καθαρθῇς εἰς τὸ πῦρ βεβλημένη,
Ἁγνὴ Μαναθώ, πνεῦμα σῶμα παρθένε;
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *