Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου20 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Κ’, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Ιγνατίου του Θεοφόρου.
Λέουσιν Ιγνάτιε δείπνον προυτέθης,
Κοινωνέ δείπνου μυστικού, θάρσους λέον.
Εικάδι Ιγνάτιος θάνε γαμφηλήσι (ήτοι σιαγόσι) λεόντων.
Ούτος ήτον διάδοχος των Αγίων Αποστόλων, Πατριάρχης μεν κατασταθείς, της Αντιοχέων Εκκλησίας, δεύτερος μετά τον Πατριάρχην Εύοδον. Μαθητής δε χρηματίσας, Ιωάννου του Θεολόγου, ομού με τον Άγιον Πολύκαρπον τον Επίσκοπον Σμύρνης, εν έτει ρθ’ [109] (1). Όταν δε ο βασιλεύς Τραϊανός εδιάβαινεν από την Αντιόχειαν δια να υπάγη εις τους Πάρθους, τότε επροσφέρθη εις αυτόν ο μέγας ούτος Ιγνάτιος. Και επειδή εδιαλέχθη πολλά με αυτόν περί της εις Χριστόν πίστεως, εκ τούτου εγνώρισεν ο βασιλεύς το αμετάθετον της γνώμης αυτού. Όθεν παρευθύς δέρνεται ο Άγιος με μολυβδίνας μπάλλας. Έπειτα απλώσας τας χείρας του, δέχεται φωτίαν εις αυτάς. Μετά ταύτα καίεται εις τας πλευράς με θυμιατά γεμάτα κάρβουνα και αλειμμένα με λάδι. Είτα στέκεται επάνω εις αναμμένα κάρβουνα και ξέεται με σιδηρά ονύχια.
Επειδή δε ο Άγιος από όλα αυτά εφυλάχθη αβλαβής δια της θείας χάριτος, τούτου χάριν απέστειλεν αυτόν ο βασιλεύς δεμένον εις την Ρώμην, δια να δοθή εις τα θηρία να τον φάγουν. Περνώντας δε ο Άγιος από κάθε τόπον και Εκκλησίαν, εστήριζε τους εκεί Χριστιανούς με τας διδασκαλίας του. Όταν δε επήγεν εις την Ρώμην, παρεκάλεσε τον Θεόν και τους εν τη Ρώμη Χριστιανούς, να μην εμποδίσουν τα θηρία. Αλλά να αφήσουν αυτά δια να τον φάγουν, και να τον αλέσουν ωσάν σιτάρι με τα οδόντιά των. Ίνα γένη άρτος γλυκύς και καθαρός εις τον Θεόν. Εβάλθη λοιπόν ο μακάριος του Θεού άνθρωπος εις το μέσον του καλουμένου Αμφιθεάτρου, και κατεξεσχίσθη από τα λεοντάρια οπού ώρμησαν κατ’ επάνω του, τα οποία έφαγον μεν, όλας του τας σάρκας. Άφησαν δε μόνον, τα παχύτερα κόκκαλα, τα οποία συμμαζώξαντες οι Χριστιανοί τα επήγαν εις την Αντιόχειαν (2).
Ούτος ο μακάριος Ιγνάτιος ήτον εκείνο το νήπιον, οπού εζήτησεν ο Δεσπότης Χριστός έτι ζωντανός ων, και πιάσας αυτό και εναγκαλισάμενος είπε ταύτα τα λόγια. «Όστις ταπεινώση εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτος εστίν ο μείζων εν τη Βασιλεία των Ουρανών. Και ος εάν δέξηται παιδίον τοιούτον εν, επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται» (Ματθ. ιη’, 4). Όθεν εκ της αιτίας ταύτης ωνομάσθη ο Άγιος ούτος κατ’ εξαίρετον τρόπον Θεοφόρος (3). Τούτον και ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Ιωάννης ο Χρυσόστομος ετίμησε με εγκώμιον ου η αρχή· «Οι πολυτελείς και φιλότιμοι των εστιατόρων». Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις το Εκλόγιον. Τον ελληνικόν τούτου Βίον συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Άρτι Τραϊανού τα της Ρωμαίων βασιλείας σκήπτρα». Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα και εν άλλαις (4).)
(1) Ο μεν Θεοδώρητος εν Διαλόγω α’ γράφει, ότι ο θείος Ιγνάτιος εχειροτονήθη εις τον θρόνον Αντιοχείας υπό του Αποστόλου Πέτρου. Ο δε θείος Χρυσόστομος εις το προς τον Ιγνάτιον τούτον εγκώμιον λέγει, ότι έγινεν ο Θεοφόρος ούτος ανήρ, συνήθης και ακουστής των Αποστόλων, συνδιατρίβων αυτοίς και ρητών κοινωνήσας και απορρήτων. Εκυβέρνησε δε την Εκκλησίαν των Αντιοχέων χρόνους ωσεί τεσσαράκοντα. (Όρα εις την Εκατονταετηρίδα.)
(2) Εν δε τω Συναξαριστή των Ρώσσων τω εκ των χειρογράφων Κωδίκων του εν Ρώμη Βατικάνου, ήτοι της Βιβλιοθήκης, συναθροισθέντι, γράφεται ότι οι λέοντες δεν έφαγον ακόμη ούτε την καρδίαν του Αγίου. Βλέποντες δε αυτήν ακεραίαν οι στρατιώται, την έσχισαν, και ω του θαύματος! εύρον γεγραμμένον εις αυτήν με χρυσά γράμματα το όνομα Ιησούς Χριστός. Η δε ανακομιδή του λειψάνου του Αγίου Ιγνατίου εορτάζεται κατά την εικοστήν ενάτην του Ιαννουαρίου.
(3) Τούτο βεβαιοί Συμεών ο Μεταφραστής και Νικηφόρος Κάλλιστος, βιβλ. β’ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, κεφ. λε’. Και ο νεώτερος Δουπίνος εν τω χρονολογικώ πίνακι των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Ο οποίος και γράφει, ότι ο Άγιος Ιγνάτιος ήτον επτά χρόνων όταν εβαστάχθη υπό Χριστού του Θεού. Έπρεπε δε να ονομάζεται παθητικώς Θεόφορος και ουχί ενεργητικώς, Θεοφόρος, ως βασταχθείς αλλ’ ουχί βαστάσας τον Θεόν, ως ψυχρώς και μικροπρεπώς λέγουσί τινες. Πλην και Θεοφόρος άλλως ην, ως τον Θεόν ένοικον φέρων εν τη ψυχή. Και ως το όνομα Χριστού του Θεού εγγεγραμμένον έχων εν τη καρδία του, ως είρηται ανωτέρω.
(4) Δεν ημπορώ εδώ να σιωπήσω τα λόγια του Θεοφόρου τούτου Πατρός Ιγνατίου, με τα οποία δείχνει, πόσον έρωτα είχεν εις τον Χριστόν ο μακάριος! και πόσον επεθύμει να αποθάνη δια την αγάπην του! Ούτω γαρ γράφει εν τη προς Ρωμαίους δωδεκάτη και τελευταία αυτού Επιστολή. «Από Συρίας μέχρι Ρώμης θηριομαχώ δια γης και θαλάσσης, νυκτός και ημέρας, ενδεδεμένος δέκα λεοπάρδοις (ο εστι στρατιωτικόν τάγμα) οι και ευεργετούμενοι, χείρους γίνονται. Εν δε τοις αδικήμασιν αυτών μάλλον μαθητεύομαι. Αλλ’ ου παρά τούτο δεδικαίωμαι. Οναίμην των θηρίων των εμοί ητοιμασμένων! α και εύχομαι σύντομά μοι ευρεθήναι. Α και κολακεύσω συντόμως με καταφαγείν. Ουχ’ ώσπερ τινών δειλαινόμενα ουχ’ ήψαντο. Καν αυτά δε εκόντα μη θέλη, εγώ προσβιάσομαι.
»Πυρ και σταυρός, θηρίων τε συστάσεις, ανατομαί, διαιρέσεις, σκορπισμοί οστέων, συγκοπαί μελών, αλεσμός όλου του σώματος, και κόλασις του Διαβόλου, επ’ εμέ ερχέσθω. Μόνον ίνα Ιησού Χριστού επιτύχω. Καλόν εμοί αποθανείν δια Ιησούν Χριστόν. Εκείνον ζητώ τον υπέρ εμού αποθανόντα και αναστάντα. Μη εμποδίσητέ με εις ζωήν φθάσαι. Ιησούς γαρ εστιν η ζωή των πιστών. Μη θελήσητέ με αποθανείν. Θάνατος γαρ εστιν η άνευ Χριστού ζωή. Ζων γράφω υμίν, ερών του δια Χριστόν αποθανείν. Ο εμός έρως εσταύρωται. Ουκ έστιν εν εμοί πυρ φιλούντι. Ύδωρ δε ζων, αλλόμενον εν εμοί έσωθέν μοι λέγει. Δεύρο προς τον Πατέρα. Ουχ’ ήδομαι τροφή φθοράς, ουδέ ηδοναίς του βίου τούτου. Άρτον του Θεού θέλω. Άρτον Ουράνιον, άρτον ζωής, ο εστι σαρξ του Χριστού. Και πόμα θέλω το πόμα αυτού, ο εστιν αγάπη άφθαρτος, και αένναος ζωή. Πιστεύσατέ μοι, ότι τον Ιησούν φιλώ τον υπέρ εμού παραδοθέντα».
Και πάλιν ο αυτός γράφει εν τη προς Τραλλησίους επιστολή, ήτις εστί δευτέρα των επιστολών του, δεικνύων, πόσος μέγας ήτον! και πάλιν πόσον ταπεινός. «Μη γαρ ουκ ηβουλόμην υμίν μυστικώτερα γράψαι; αλλά φοβούμαι, μη νηπίοις ούσιν, υμίν βλάβην παραθώμαι. Και γαρ εγώ, ου καθότι δέδεμαι και δύναμαι νοείν τα επουράνια και τας αγγελικάς τάξεις, και τας των Αγγέλων και στρατιών εξαλλαγάς, Δυνάμεων τε και Κυριοτήτων διαφοράς, Θρόνων τε και Εξουσιών παραλλαγάς. Αιώνων μεγαλότητας, των τε Χερουβίμ και Σεραφίμ τας υπεροχάς. Του τε Πνεύματος την υψηλότητα και του Κυρίου την βασιλείαν. Και επί πάσι, το του Παντοκράτορος Θεού απαράθετον. Ταύτα γινώσκων εγώ, ου πάντως ήδη τετελείωμαι. Ή μαθητής ειμι, οίος Πέτρος και Παύλος. Πολλά γαρ μοι λείπει, ίνα Θεού μη απολειφθώ».
Προς τούτοις λέγει ο αυτός περί του Κυρίου· «Τη ουν Παρασκευή, τρίτη ώρα απόφασιν εδέξατο παρά του Πιλάτου, συγχωρήσαντος του Πατρός. Έκτη ώρα εσταυρώθη. Ενάτη απέπνευσε. Προ ηλίου δύσεως ετάφη. Το Σάββατον υπό γην μένει εν τω μνημείω, ω απέθετο αυτόν Ιωσήφ ο Αριμαθείας. Επιφωσκούσης Κυριακής, ανέστη εκ των νεκρών, κατά το ειρημένον υπ’ αυτού. Ώσπερ ην Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτως έσται και ο Υιός του ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας. Περιέχει ουν, η μεν Παρασκευή, το πάθος. Το Σάββατον, την ταφήν. Η Κυριακή, την Ανάστασιν».
Σημείωσαι, ότι τας επιστολάς του θείου Ιγνατίου εσύναξεν ο Σμύρνης Πολύκαρπος, από τας οποίας δώδεκα μόνον σώζονται. (Ει και ο Μελέτιος δεκατρείς λέγει αυτάς.)
*
Μνήμη (5) του Οσίου Πατρός ημών Φιλογονίου, γενομένου από δικολόγου Πατριάρχου της Αντιοχείας.
Φιλογόνιος εντολεύς λείπει βίον,
Δραμών αρίστην εντολών Θεού τρίβον.
Ούτος ο μακάριος Φιλογόνιος εδόθη νηπιόθεν εις την μάθησιν των ιερών γραμμάτων, και δια τούτο έγινεν εξ αρχής αφιέρωμα εις τον Θεόν. Διότι με το να επέρασεν όλας τας επιστήμας, και είχεν επιμέλειαν σύμφωνον με την αγχίνοιαν και ευφυΐαν του, δια τούτο με τόσην ακρίβειαν έμαθεν όλας τας επιστήμας, ωσάν να είχε μάθη μίαν μοναχήν. Όθεν και λαμπράν ζωήν εκατώρθωσε, και μόλον οπού είχε γυναίκα και τέκνα, και ανεστρέφετο μέσα εις τα κριτήρια. Επειδή γαρ εδεφένδευε τους αδικουμένους, και έδιδε χείρα βοηθείας εις τους καταδυναστευομένους, τούτου χάριν έλαμψεν ο μακάριος υπέρ τον ήλιον, κατά την καθαρότητα της πολιτείας. Ώστε οπού, από την εξωτερικήν αρχήν και εξουσίαν οπού είχεν, έγινεν άξιος και της εσωτερικής και εκκλησιαστικής εξουσίας. Από το βήμα γαρ το εσωτερικόν των κριτών και δικολόγων, ανέβη εις το έσωθεν ιερόν βήμα της Εκκλησίας και των Επισκόπων.
Και πρώτον μεν, όταν ήτον δικολόγος και κριτής εξωτερικός, εδεφένδευεν, ως είπομεν, τους απροστατεύτους. Και έκαμνε δυνατωτέρους των αδικούντων δια της βοηθείας του. Ύστερον δε πάλιν, όταν ενεχειρίσθη ποίμνιον Χριστού, και έγινε κριτής εσωτερικός, πολλή μεν ήτον η δυσκολία των πραγμάτων. Επειδή και τότε νεωστί είχε παύση ο κατά των Χριστιανών διωγμός των τυράννων, και ακόμη έμενον τα λείψανα της δεινής εκείνης και παγκοσμίου φουρτούνας. Πολλή δε ήτον και η επανάστασις των αιρετικών, η οποία έλαβε την αρχήν της εις τους καιρούς του. Αλλ’ όμως αυτά όλα εμποδίσθησαν και κατέπαυσαν, δια της του Αγίου τούτου σοφίας και διοικήσεως. Καθώς και ο θείος Χρυσόστομος εις το εγκώμιον, οπού πλέκει προς τον μακάριον τούτον, ου η αρχή· «Εγώ μεν και τήμερον παρεσκευαζόμην», πλατύτερον ταύτα διηγείται (6). Έτζι λοιπόν θεαρέστως ποιμάνας το εμπιστευθέν αυτώ ποίμνιον, και αγγελικώς επί της γης πολιτευσάμενος ο αοίδιμος, προς Κύριον εξεδήμησεν.
(5) Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις, η μνήμη και το Συναξάριον των Οσίων Πατέρων και Ομολογητών Ευγενίου και Μακαρίου. Ταύτα γαρ γράφονται κατά την δεκάτην ενάτην του Φευρουαρίου.
(6) Όστις και τούτο προσθέττει περί αυτού· «Όταν ο Θεός χειροτονή και ψηφίζηται, και η χειρ εκείνη της αγίας άπτηται κεφαλής, αδέκαστος η ψήφος. Ανύποπτος η κρίσις. Αναμφισβήτητος του χειροτονουμένου γένοιτ’ αν απόδειξις, το του χειροτονούντος αξίωμα». Ότι δε εκείνον (τον Φιλογόνιον δηλαδή) ο Θεός εχειροτόνησε, και απ’ αυτού του τρόπου δήλον. Εκ μέσης γαρ της αγοράς αρπασθείς, επί τον θρόνον ήγετο τούτον. Ούτω σεμνόν και λαμπρόν τον πρότερον επεδείξατο βίον. Ότι δε και οι παλαιοί κατά την εικοστήν ταύτην του Δεκεμβρίου, προεόρταζον την Γέννησιν του Κυρίου, ο ίδιος Χρυσόστομος τούτο μαρτυρεί εν τω αυτώ προς Φιλογόνιον λόγω.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης, ο καταγόμενος εκ της νήσου Θάσου και μαρτυρήσας εν Κωνσταντινουπόλει κατά το ͵αχνβ’ [1652] έτος, ξίφει τελειούται.
Σεμνύνεται νυν Θάσος η πατρίς φίλη,
Σε Μάρτυρα πλουτούσα. Ω πλούτου ξένου! (7)
(7) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Κ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου.
Λέουσιν Ἰγνάτιε δεῖπνον προὐτέθης,
Κοινωνὲ δείπνου μυστικοῦ, θάρσους λέον.
Εἰκάδι Ἰγνάτιος θάνε γαμφηλῇσι (ἤτοι σιαγόσι) λεόντων.
Οὗτος ἦτον διάδοχος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, Πατριάρχης μὲν κατασταθείς, τῆς Ἀντιοχέων Ἐκκλησίας, δεύτερος μετὰ τὸν Πατριάρχην Εὔοδον. Μαθητὴς δὲ χρηματίσας, Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὁμοῦ μὲ τὸν Ἅγιον Πολύκαρπον τὸν Ἐπίσκοπον Σμύρνης, ἐν ἔτει ρθ΄ [109] (1). Ὅταν δὲ ὁ βασιλεὺς Τραϊανὸς ἐδιάβαινεν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τοὺς Πάρθους, τότε ἐπροσφέρθη εἰς αὐτὸν ὁ μέγας οὗτος Ἰγνάτιος. Καὶ ἐπειδὴ ἐδιαλέχθη πολλὰ μὲ αὐτὸν περὶ τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως, ἐκ τούτου ἐγνώρισεν ὁ βασιλεὺς τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης αὐτοῦ. Ὅθεν παρευθὺς δέρνεται ὁ Ἅγιος μὲ μολυβδίνας μπάλλας. Ἔπειτα ἁπλώσας τὰς χεῖράς του, δέχεται φωτίαν εἰς αὐτάς. Μετὰ ταῦτα καίεται εἰς τὰς πλευρὰς μὲ θυμιατὰ γεμάτα κάρβουνα καὶ ἀλειμμένα μὲ λάδι. Εἶτα στέκεται ἐπάνω εἰς ἀναμμένα κάρβουνα καὶ ξέεται μὲ σιδηρᾶ ὀνύχια.
Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἐφυλάχθη ἀβλαβὴς διὰ τῆς θείας χάριτος, τούτου χάριν ἀπέστειλεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς δεμένον εἰς τὴν Ῥώμην, διὰ νὰ δοθῇ εἰς τὰ θηρία νὰ τὸν φάγουν. Περνῶντας δὲ ὁ Ἅγιος ἀπὸ κάθε τόπον καὶ Ἐκκλησίαν, ἐστήριζε τοὺς ἐκεῖ Χριστιανοὺς μὲ τὰς διδασκαλίας του. Ὅταν δὲ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ῥώμην, παρεκάλεσε τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἐν τῇ Ῥώμῃ Χριστιανούς, νὰ μὴν ἐμποδίσουν τὰ θηρία. Ἀλλὰ νὰ ἀφήσουν αὐτὰ διὰ νὰ τὸν φάγουν, καὶ νὰ τὸν ἀλέσουν ὡσὰν σιτάρι μὲ τὰ ὀδόντιά των. Ἵνα γένῃ ἄρτος γλυκὺς καὶ καθαρὸς εἰς τὸν Θεόν. Ἐβάλθη λοιπὸν ὁ μακάριος τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος εἰς τὸ μέσον τοῦ καλουμένου Ἀμφιθεάτρου, καὶ κατεξεσχίσθη ἀπὸ τὰ λεοντάρια ὁποῦ ὥρμησαν κατ’ ἐπάνω του, τὰ ὁποῖα ἔφαγον μέν, ὅλας του τὰς σάρκας. Ἄφησαν δὲ μόνον, τὰ παχύτερα κόκκαλα, τὰ ὁποῖα συμμαζώξαντες οἱ Χριστιανοὶ τὰ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν (2).
Οὗτος ὁ μακάριος Ἰγνάτιος ἦτον ἐκεῖνο τὸ νήπιον, ὁποῦ ἐζήτησεν ὁ Δεσπότης Χριστὸς ἔτι ζωντανὸς ὤν, καὶ πιάσας αὐτὸ καὶ ἐναγκαλισάμενος εἶπε ταῦτα τὰ λόγια. «Ὅστις ταπεινώσῃ ἑαυτὸν ὡς τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτός ἐστιν ὁ μείζων ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν Οὐρανῶν. Καὶ ὃς ἐὰν δέξηται παιδίον τοιοῦτον ἕν, ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται» (Ματθ. ιη΄, 4). Ὅθεν ἐκ τῆς αἰτίας ταύτης ὠνομάσθη ὁ Ἅγιος οὗτος κατ’ ἐξαίρετον τρόπον Θεοφόρος (3). Τοῦτον καὶ ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐτίμησε μὲ ἐγκώμιον οὗ ἡ ἀρχή· «Οἱ πολυτελεῖς καὶ φιλότιμοι τῶν ἑστιατόρων». Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Ἐκλόγιον. Τὸν ἑλληνικὸν τούτου Βίον συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἄρτι Τραϊανοῦ τὰ τῆς Ῥωμαίων βασιλείας σκῆπτρα». Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ καὶ ἐν ἄλλαις (4).)
(1) Ὁ μὲν Θεοδώρητος ἐν Διαλόγῳ α΄ γράφει, ὅτι ὁ θεῖος Ἰγνάτιος ἐχειροτονήθη εἰς τὸν θρόνον Ἀντιοχείας ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Ὁ δὲ θεῖος Χρυσόστομος εἰς τὸ πρὸς τὸν Ἰγνάτιον τοῦτον ἐγκώμιον λέγει, ὅτι ἔγινεν ὁ Θεοφόρος οὗτος ἀνήρ, συνήθης καὶ ἀκουστὴς τῶν Ἀποστόλων, συνδιατρίβων αὐτοῖς καὶ ῥητῶν κοινωνήσας καὶ ἀπορρήτων. Ἐκυβέρνησε δὲ τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ἀντιοχέων χρόνους ὡσεὶ τεσσαράκοντα. (Ὅρα εἰς τὴν Ἑκατονταετηρίδα.)
(2) Ἐν δὲ τῷ Συναξαριστῇ τῶν Ῥώσσων τῷ ἐκ τῶν χειρογράφων Κωδίκων τοῦ ἐν Ῥώμῃ Βατικάνου, ἤτοι τῆς Βιβλιοθήκης, συναθροισθέντι, γράφεται ὅτι οἱ λέοντες δὲν ἔφαγον ἀκόμη οὔτε τὴν καρδίαν τοῦ Ἁγίου. Βλέποντες δὲ αὐτὴν ἀκεραίαν οἱ στρατιῶται, τὴν ἔσχισαν, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὗρον γεγραμμένον εἰς αὐτὴν μὲ χρυσᾶ γράμματα τὸ ὄνομα Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ δὲ ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἐνάτην τοῦ Ἰαννουαρίου.
(3) Τοῦτο βεβαιοῖ Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς καὶ Νικηφόρος Κάλλιστος, βιβλ. β΄ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, κεφ. λε΄. Καὶ ὁ νεώτερος Δουπῖνος ἐν τῷ χρονολογικῷ πίνακι τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Ὁ ὁποῖος καὶ γράφει, ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ἦτον ἑπτὰ χρόνων ὅταν ἐβαστάχθη ὑπὸ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἔπρεπε δὲ νὰ ὀνομάζεται παθητικῶς Θεόφορος καὶ οὐχὶ ἐνεργητικῶς, Θεοφόρος, ὡς βασταχθεὶς ἀλλ’ οὐχὶ βαστάσας τὸν Θεόν, ὡς ψυχρῶς καὶ μικροπρεπῶς λέγουσί τινες. Πλὴν καὶ Θεοφόρος ἄλλως ἦν, ὡς τὸν Θεὸν ἔνοικον φέρων ἐν τῇ ψυχῇ. Καὶ ὡς τὸ ὄνομα Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἐγγεγραμμένον ἔχων ἐν τῇ καρδίᾳ του, ὡς εἴρηται ἀνωτέρω.
(4) Δὲν ἠμπορῶ ἐδῶ νὰ σιωπήσω τὰ λόγια τοῦ Θεοφόρου τούτου Πατρὸς Ἰγνατίου, μὲ τὰ ὁποῖα δείχνει, πόσον ἔρωτα εἶχεν εἰς τὸν Χριστὸν ὁ μακάριος! καὶ πόσον ἐπεθύμει νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὴν ἀγάπην του! Οὕτω γὰρ γράφει ἐν τῇ πρὸς Ῥωμαίους δωδεκάτῃ καὶ τελευταίᾳ αὐτοῦ Ἐπιστολῇ. «Ἀπὸ Συρίας μέχρι Ῥώμης θηριομαχῶ διὰ γῆς καὶ θαλάσσης, νυκτὸς καὶ ἡμέρας, ἐνδεδεμένος δέκα λεοπάρδοις (ὅ ἐστι στρατιωτικὸν τάγμα) οἳ καὶ εὐεργετούμενοι, χείρους γίνονται. Ἐν δὲ τοῖς ἀδικήμασιν αὐτῶν μᾶλλον μαθητεύομαι. Ἀλλ’ οὐ παρὰ τοῦτο δεδικαίωμαι. Ὀναίμην τῶν θηρίων τῶν ἐμοὶ ἡτοιμασμένων! ἃ καὶ εὔχομαι σύντομά μοι εὑρεθῆναι. Ἃ καὶ κολακεύσω συντόμως με καταφαγεῖν. Οὐχ’ ὥσπέρ τινων δειλαινόμενα οὐχ’ ἥψαντο. Κᾂν αὐτὰ δὲ ἑκόντα μὴ θέλῃ, ἐγὼ προσβιάσομαι.
»Πῦρ καὶ σταυρός, θηρίων τε συστάσεις, ἀνατομαί, διαιρέσεις, σκορπισμοὶ ὀστέων, συγκοπαὶ μελῶν, ἀλεσμὸς ὅλου τοῦ σώματος, καὶ κόλασις τοῦ Διαβόλου, ἐπ’ ἐμὲ ἐρχέσθω. Μόνον ἵνα Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτύχω. Καλὸν ἐμοὶ ἀποθανεῖν διὰ Ἰησοῦν Χριστόν. Ἐκεῖνον ζητῶ τὸν ὑπὲρ ἐμοῦ ἀποθανόντα καὶ ἀναστάντα. Μὴ ἐμποδίσητέ με εἰς ζωὴν φθάσαι. Ἰησοῦς γάρ ἐστιν ἡ ζωὴ τῶν πιστῶν. Μὴ θελήσητέ με ἀποθανεῖν. Θάνατος γάρ ἐστιν ἡ ἄνευ Χριστοῦ ζωή. Ζῶν γράφω ὑμῖν, ἐρῶν τοῦ διὰ Χριστὸν ἀποθανεῖν. Ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται. Οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοὶ πῦρ φιλοῦντι. Ὕδωρ δὲ ζῶν, ἁλλόμενον ἐν ἐμοὶ ἔσωθέν μοι λέγει. Δεῦρο πρὸς τὸν Πατέρα. Οὐχ’ ἥδομαι τροφῇ φθορᾶς, οὐδὲ ἡδοναῖς τοῦ βίου τούτου. Ἄρτον τοῦ Θεοῦ θέλω. Ἄρτον Οὐράνιον, ἄρτον ζωῆς, ὅ ἐστι σὰρξ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ πόμα θέλω τὸ πόμα αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἀγάπη ἄφθαρτος, καὶ ἀένναος ζωή. Πιστεύσατέ μοι, ὅτι τὸν Ἰησοῦν φιλῶ τὸν ὑπὲρ ἐμοῦ παραδοθέντα».
Καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς γράφει ἐν τῇ πρὸς Τραλλησίους ἐπιστολῇ, ἥτις ἐστὶ δευτέρα τῶν ἐπιστολῶν του, δεικνύων, πόσος μέγας ἦτον! καὶ πάλιν πόσον ταπεινός. «Μὴ γὰρ οὐκ ἠβουλόμην ὑμῖν μυστικώτερα γράψαι; ἀλλὰ φοβοῦμαι, μὴ νηπίοις οὖσιν, ὑμῖν βλάβην παραθῶμαι. Καὶ γὰρ ἐγώ, οὐ καθότι δέδεμαι καὶ δύναμαι νοεῖν τὰ ἐπουράνια καὶ τὰς ἀγγελικὰς τάξεις, καὶ τὰς τῶν Ἀγγέλων καὶ στρατιῶν ἐξαλλαγάς, Δυνάμεων τε καὶ Κυριοτήτων διαφοράς, Θρόνων τε καὶ Ἐξουσιῶν παραλλαγάς. Αἰώνων μεγαλότητας, τῶν τε Χερουβὶμ καὶ Σεραφὶμ τὰς ὑπεροχάς. Τοῦ τε Πνεύματος τὴν ὑψηλότητα καὶ τοῦ Κυρίου τὴν βασιλείαν. Καὶ ἐπὶ πᾶσι, τὸ τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ ἀπαράθετον. Ταῦτα γινώσκων ἐγώ, οὐ πάντως ἤδη τετελείωμαι. Ἢ μαθητής εἰμι, οἷος Πέτρος καὶ Παῦλος. Πολλὰ γάρ μοι λείπει, ἵνα Θεοῦ μὴ ἀπολειφθῶ».
Πρὸς τούτοις λέγει ὁ αὐτὸς περὶ τοῦ Κυρίου· «Τῇ οὖν Παρασκευῇ, τρίτῃ ὥρᾳ ἀπόφασιν ἐδέξατο παρὰ τοῦ Πιλάτου, συγχωρήσαντος τοῦ Πατρός. Ἕκτῃ ὥρᾳ ἐσταυρώθη. Ἐνάτῃ ἀπέπνευσε. Πρὸ ἡλίου δύσεως ἐτάφη. Τὸ Σάββατον ὑπὸ γῆν μένει ἐν τῷ μνημείῳ, ᾧ ἀπέθετο αὐτὸν Ἰωσὴφ ὁ Ἀριμαθείας. Ἐπιφωσκούσης Κυριακῆς, ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν, κατὰ τὸ εἰρημένον ὑπ’ αὐτοῦ. Ὥσπερ ἦν Ἰωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας. Περιέχει οὖν, ἡ μὲν Παρασκευή, τὸ πάθος. Τὸ Σάββατον, τὴν ταφήν. Ἡ Κυριακή, τὴν Ἀνάστασιν».
Σημείωσαι, ὅτι τὰς ἐπιστολὰς τοῦ θείου Ἰγνατίου ἐσύναξεν ὁ Σμύρνης Πολύκαρπος, ἀπὸ τὰς ὁποίας δώδεκα μόνον σῴζονται. (Εἰ καὶ ὁ Μελέτιος δεκατρεῖς λέγει αὐτάς.)
*
Μνήμη (5) τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Φιλογονίου, γενομένου ἀπὸ δικολόγου Πατριάρχου τῆς Ἀντιοχείας.
Φιλογόνιος ἐντολεὺς λείπει βίον,
Δραμὼν ἀρίστην ἐντολῶν Θεοῦ τρίβον.
Οὗτος ὁ μακάριος Φιλογόνιος ἐδόθη νηπιόθεν εἰς τὴν μάθησιν τῶν ἱερῶν γραμμάτων, καὶ διὰ τοῦτο ἔγινεν ἐξ ἀρχῆς ἀφιέρωμα εἰς τὸν Θεόν. Διότι μὲ τὸ νὰ ἐπέρασεν ὅλας τὰς ἐπιστήμας, καὶ εἶχεν ἐπιμέλειαν σύμφωνον μὲ τὴν ἀγχίνοιαν καὶ εὐφυΐαν του, διὰ τοῦτο μὲ τόσην ἀκρίβειαν ἔμαθεν ὅλας τὰς ἐπιστήμας, ὡσὰν νὰ εἶχε μάθῃ μίαν μοναχήν. Ὅθεν καὶ λαμπρὰν ζωὴν ἐκατώρθωσε, καὶ μὅλον ὁποῦ εἶχε γυναῖκα καὶ τέκνα, καὶ ἀνεστρέφετο μέσα εἰς τὰ κριτήρια. Ἐπειδὴ γὰρ ἐδεφένδευε τοὺς ἀδικουμένους, καὶ ἔδιδε χεῖρα βοηθείας εἰς τοὺς καταδυναστευομένους, τούτου χάριν ἔλαμψεν ὁ μακάριος ὑπὲρ τὸν ἥλιον, κατὰ τὴν καθαρότητα τῆς πολιτείας. Ὥστε ὁποῦ, ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴν ἀρχὴν καὶ ἐξουσίαν ὁποῦ εἶχεν, ἔγινεν ἄξιος καὶ τῆς ἐσωτερικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας. Ἀπὸ τὸ βῆμα γὰρ τὸ ἐσωτερικὸν τῶν κριτῶν καὶ δικολόγων, ἀνέβη εἰς τὸ ἔσωθεν ἱερὸν βῆμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἐπισκόπων.
Καὶ πρῶτον μέν, ὅταν ἦτον δικολόγος καὶ κριτὴς ἐξωτερικός, ἐδεφένδευεν, ὡς εἴπομεν, τοὺς ἀπροστατεύτους. Καὶ ἔκαμνε δυνατωτέρους τῶν ἀδικούντων διὰ τῆς βοηθείας του. Ὕστερον δὲ πάλιν, ὅταν ἐνεχειρίσθη ποίμνιον Χριστοῦ, καὶ ἔγινε κριτὴς ἐσωτερικός, πολλὴ μὲν ἦτον ἡ δυσκολία τῶν πραγμάτων. Ἐπειδὴ καὶ τότε νεωστὶ εἶχε παύσῃ ὁ κατὰ τῶν Χριστιανῶν διωγμὸς τῶν τυράννων, καὶ ἀκόμη ἔμενον τὰ λείψανα τῆς δεινῆς ἐκείνης καὶ παγκοσμίου φουρτούνας. Πολλὴ δὲ ἦτον καὶ ἡ ἐπανάστασις τῶν αἱρετικῶν, ἡ ὁποία ἔλαβε τὴν ἀρχήν της εἰς τοὺς καιρούς του. Ἀλλ’ ὅμως αὐτὰ ὅλα ἐμποδίσθησαν καὶ κατέπαυσαν, διὰ τῆς τοῦ Ἁγίου τούτου σοφίας καὶ διοικήσεως. Καθὼς καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος εἰς τὸ ἐγκώμιον, ὁποῦ πλέκει πρὸς τὸν μακάριον τοῦτον, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἐγὼ μὲν καὶ τήμερον παρεσκευαζόμην», πλατύτερον ταῦτα διηγεῖται (6). Ἔτζι λοιπὸν θεαρέστως ποιμάνας τὸ ἐμπιστευθὲν αὐτῷ ποίμνιον, καὶ ἀγγελικῶς ἐπὶ τῆς γῆς πολιτευσάμενος ὁ ἀοίδιμος, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν.
(5) Σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις, ἡ μνήμη καὶ τὸ Συναξάριον τῶν Ὁσίων Πατέρων καὶ Ὁμολογητῶν Εὐγενίου καὶ Μακαρίου. Ταῦτα γὰρ γράφονται κατὰ τὴν δεκάτην ἐνάτην τοῦ Φευρουαρίου.
(6) Ὅστις καὶ τοῦτο προσθέττει περὶ αὐτοῦ· «Ὅταν ὁ Θεὸς χειροτονῇ καὶ ψηφίζηται, καὶ ἡ χεὶρ ἐκείνη τῆς ἁγίας ἅπτηται κεφαλῆς, ἀδέκαστος ἡ ψῆφος. Ἀνύποπτος ἡ κρίσις. Ἀναμφισβήτητος τοῦ χειροτονουμένου γένοιτ’ ἂν ἀπόδειξις, τὸ τοῦ χειροτονοῦντος ἀξίωμα». Ὅτι δὲ ἐκεῖνον (τὸν Φιλογόνιον δηλαδή) ὁ Θεὸς ἐχειροτόνησε, καὶ ἀπ’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου δῆλον. Ἐκ μέσης γὰρ τῆς ἀγορᾶς ἁρπασθείς, ἐπὶ τὸν θρόνον ἤγετο τοῦτον. Οὕτω σεμνὸν καὶ λαμπρὸν τὸν πρότερον ἐπεδείξατο βίον. Ὅτι δὲ καὶ οἱ παλαιοὶ κατὰ τὴν εἰκοστὴν ταύτην τοῦ Δεκεμβρίου, προεόρταζον τὴν Γέννησιν τοῦ Κυρίου, ὁ ἴδιος Χρυσόστομος τοῦτο μαρτυρεῖ ἐν τῷ αὐτῷ πρὸς Φιλογόνιον λόγῳ.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης, ὁ καταγόμενος ἐκ τῆς νήσου Θάσου καὶ μαρτυρήσας ἐν Κωνσταντινουπόλει κατὰ τὸ ͵αχνβ΄ [1652] ἔτος, ξίφει τελειοῦται.
Σεμνύνεται νῦν Θάσος ἡ πατρὶς φίλη,
Σὲ Μάρτυρα πλουτοῦσα. Ὢ πλούτου ξένου (7)!
(7) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *