Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου20 Απριλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Κ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Θεοδώρου του Τριχινά.
Θνήσκεις ο πλήξας τριχίνη στολή Πάτερ,
Τον ενδύσαντα τους γενάρχας φυλλίνην.
Εικάδι σος Θεόδωρε λίπ’ οστέα θυμός αγήνωρ.
Ούτος ο Όσιος έβαλε τον εαυτόν του υποκάτω εις κάθε κακουχίαν και σκληραγωγίαν του σώματος, και τον μεν χειμώνα, έπηζεν από την ψύχραν και το κρύος. Το δε θέρος, εφλογίζετο από το υπερβολικόν καύμα. Επειδή δε εσκέπαζε το σώμα του με φορέματα τρίχινα, ήτοι υφασμένα με τρίχας γηδίσσας, δια τούτο έλαβε και την επωνυμίαν να ονομάζεται Τριχινάς. Όθεν εκ των πόνων τούτων, όχι μόνον ενίκησε τας μηχανάς και απάτας των δαιμόνων, αλλά και χάριν έλαβε παρά Θεού ο αοίδιμος ακόμη ζωντανός ων. Μετά δε τον θάνατόν του, αναβρύει μύρον ευώδες ο τάφος του εις όλους εκείνους, οπού μετά πόθου και ευλαβείας προστρέχουσιν εις αυτόν, και δια του μύρου εκείνου λαμβάνουν την ιατρείαν κάθε πάθους ψυχής τε και σώματος.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Βίκτωρος, Ζωτικού, Ζήνωνος, Ακινδύνου, Καισαρίου, Σεβηριανού, Χριστοφόρου, Θεωνά, και Αντωνίνου.
Εις τον Ακίνδυνον και τους συν αυτώ τέσσαρας.
Συν Ακινδύνω τέσσαρας κτείνει ξίφος,
Τον εκ πλάνης κίνδυνον εκπεφευγότας.
Εις τον Χριστοφόρον και τους συν αυτώ τρεις.
Καμινιαίας αιθάλης πεπλησμένοι,
Χριστώ προσήλθον οι περί Χριστοφόρον.
Ούτοι οι Άγιοι εμαρτύρησαν κατά τους χρόνους του ασεβούς Διοκλητιανού εν έτει σϞς’ [296], όταν και ο τροπαιοφόρος και πολύαθλος Μάρτυς του Χριστού Γεώργιος επιάσθη και εβασανίζετο, και βασανιζόμενος, ετέλει τα παράδοξα εκείνα θαυμάσια. Και ο μεν Βίκτωρ και Ακίνδυνος και Ζωτικός και Ζήνων και Σεβηριανός, βλέποντες τον ρηθέντα μέγαν Γεώργιον, πως ήτον βαλμένος εις τον τροχόν, και δεν εβλάβη τελείως από αυτόν, με μίαν φωνήν και οι πέντε εκήρυξαν εαυτούς Χριστιανούς, και παρευθύς απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. Ο δε Χριστοφόρος, Θεωνάς, Καισάριος και Αντωνίνος, ήτον δορυφόροι του βασιλέως, και επαραστέκοντο εις αυτόν, όταν ετιμώρει ανελεήμονα τον αυτόν Άγιον Γεώργιον, και εζήτει από αυτόν να αναστήση τον προ πολλού αποθανόντα νεκρόν Έλληνα δια της του Χριστού επικαλέσεως. Όθεν αυτοί βλέποντες, πως ο μέγας Γεώργιος δια προσευχής του ογλίγωρα ανέστησε τον ζητούμενον νεκρόν, παρευθύς έρριψαν τας αξιωματικάς ζώνας οπού εφόρουν, και τα άρματα ενώπιον του βασιλέως και όλου του θεάτρου, και ωμολόγησαν τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, δια τούτο πιασθέντες, εβάλθησαν εις φυλακήν. Ύστερον δε από ημέρας τινάς, παρεστάθησαν εις τον Διοκλητιανόν, και κρεμασθέντες, εξεσχίσθησαν, και με αναμμένας λαμπάδας κατεκάησαν, και τελευταίον βαλθέντες εις την φωτίαν, έλαβον παρά Κυρίου τους στεφάνους της αθλήσεως.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του Παλαιολαυρίτου.
Νέον τι κέρδος τον Παλαιολαυρίτην,
Ιωάννην χαίρουσιν ευρόντες νόες.
Ούτος ο Άγιος εκ νεαράς ηλικίας, ετρώθη από τον πόθον του Θεού, και δια τούτο επροσκολλήθη εις αυτόν. Όθεν αφήσας την τρυφήν και υπερηφάνειαν της παρούσης ζωής, απεξενώθη από την πατρίδα και τους συγγενείς του, και σηκώσας τον Σταυρόν του Κυρίου, επήγεν εις ξένην χώραν και αγνώριστον, δια τον ξενιτεύσαντα Κύριον, και γεννηθέντα εις ξένον τόπον. Φθάνωντας δε εις τα Ιεροσόλυμα, και προσκυνήσας τους Αγίους Τόπους, επήγεν εις την Μονήν του Οσίου Χαρίτωνος, και εμβήκεν εις τους πνευματικούς αγώνας. Όθεν καλώς τελέσας κάθε ιδέαν αρετής, απήλθε προς Κύριον.
*
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Αναστάσιος ο Αντιοχείας Επίσκοπος ξίφει τελειούται (1).
Αναστάσιε σου δε τι γράψω χάριν,
Χριστού χάριν σπεύσαντος εκθανείν ξίφει;
(1) Όρα έμπροσθεν κατά την εικοστήν πρώτην του παρόντος Απριλλίου, το Συναξάριον Αναστασίου του Σιναΐτου και την εις εκείνο υποσημείωσιν.
*
Μνήμη του Αγίου Αποστόλου Ζακχαίου.
Ουχί κατάβα αλλ’ ανάβα σοι λέγει,
Ζακχαίε Χριστός, προσκαλών σε εις πόλον (2).
(2) Περιττώς δε γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις η μνήμη Παφνουτίου του Ιεροσολυμίτου, καθότι αυτή προεγράφη κατά την δεκάτην ενάτην του παρόντος Απριλλίου.
*
Ο Όσιος Αθανάσιος, ο κτίσας την Μονήν του Μετεώρου, εν ειρήνη τελειούται.
Αθανάσιε τον λίθον Μετεώρου,
Προς λίθον ακρόγωνον τρίβον ειργάσω.
Ούτος ήτον από την νέαν Πάτραν, το κοινώς λεγόμενον Πατρατζίκι, εν έτει ͵ατι’ [1310], υιός γονέων πλουσίων και επιφανών. Επειδή δε ο πατήρ του απέθανεν, αφήκε τον υιόν του τούτον παιδίον μικρόν, εις την προστασίαν και επιμέλειαν του αδελφού του, ήτοι του θείου του, ο οποίος παρέδωκεν αυτόν εις την μάθησιν των ιερών γραμμάτων. Αφ’ ου δε η νέα Πάτρα εκουρσεύθη από τους Φράγκους, εσκλαβώθη και ούτος. Ύστερον δε ελευθερωθείς, επήγε και εύρε τον θείον του φευγάτον όντα, και μαζί με αυτόν επήγαν εις την Θεσσαλονίκην. Εκεί δε ευρισκόμενος ο Όσιος, έμαθεν αρκετά μαθήματα της έξω φιλοσοφίας. Είτα αναχωρήσας, επήγεν εις το Άγιον Όρος του Άθω, και εκεί ανταμώσας τον θείον Γρηγόριον τον Σιναΐτην, και Δανιήλ τον ησυχαστήν, και τον ιερόν Ισίδωρον, τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως γενόμενον ύστερον, και άλλους Πατέρας εναρέτους, εσύναξεν από αυτούς ωσάν η μέλισσα, τα άνθη των αρετών. Μετά ταύτα επήγεν εις την νήσον Κρήτην, και εκεί ησυχάσας ολίγον καιρόν εις τόπον ερημικόν, πάλιν εγύρισεν εις το Άγιον Όρος. Μαθών δε από τον Άγιον Κάλλιστον τον μαθητήν Γρηγορίου του Σιναΐτου, τον κατοικούντα εις την επάνω των Ιβήρων ευρισκομένην Σκήτιν του Μαγουλά, μαθών λέγω από εκείνον, ότι εις τον τόπον του όρους τον καλούμενον Μηλαία, ησύχαζον δύω ασκηταί, Γρηγόριος Ιερομόναχος και Μωσής ονομαζόμενοι, επήγεν εις αυτούς και έγινε Μοναχός. Όθεν υπηρέτει αυτούς προθύμως εις όλα τα χρειώδη και αναγκαία, καταπηγνύμενος από την υπερβολικήν ψύχραν του χειμώνος, πολλάκις δε και σκεπαζόμενος όλος από τας χιόνας.
Ύστερον δε δια τον φόβον των Αγαρηνών, ο μεν Μωσής, επήγεν εις την Μονήν των Ιβήρων. Ο δε ιερός Γρηγόριος, πέρνωντας τον Αθανάσιον τούτον τον παρ’ αυτού καλογηρευθέντα, επήγαν εις Βέρροιαν, και από εκεί επήγαν και οι δύω εις τους Σταγούς, τους ευρισκομένους κατά τα μέρη της Λαρίσσης, όπου ευρίσκονται πέτραι υψηλαί και μεγάλαι. Όθεν επάνω εις μίαν πέτραν από εκείνας, ονομαζομένην Στύλον, και ευρισκομένην κοντά εις την πόλιν, εκάθησαν μερικόν καιρόν. Εκεί λοιπόν εις ένα σπήλαιον ησυχάζοντος του Αθανασίου, είδεν ο γέρωντάς του πως οι δαίμονες επερικύκλωσαν το σπήλαιον, και εσπούδαζον να το κρημνίσουν, δια τούτο επρόσταξεν αυτόν να κάθηται εις το άλλο μέρος του στύλου. Μετά ταύτα, ανέβη ο Όσιος επάνω εις την εκεί υψηλοτέραν πέτραν, και ευφρανθείς δια την καλήν της τοποθεσίαν, εζήτησε συγχώρησιν από τον γέροντά του, και εκατοίκησεν επάνω εις αυτήν ομού με δύω αδελφούς. Έκτισε δε μέσα εις το εκεί σπήλαιον Ναόν εις όνομα της Θεοτόκου, και επωνόμασε την υψηλήν εκείνην πέτραν, Μετέωρον, καθώς ονομάζεται και έως της σήμερον. Επειδή δε εσυνάχθησαν μερικοί αδελφοί, εκατάστησεν εκεί Κοινόβιον, κτίσας και Ναόν του Σωτήρος Χριστού. Με τοιαύτην λοιπόν πολιτείαν διαπεράσας την ζωήν του ο αοίδιμος Αθανάσιος, και προορατικού χαρίσματος αξιωθείς, εν ειρήνη ανεπαύσατο εβδομήκοντα χρόνων γέρωντας, πολλά θαύματα και ζων και μετά θάνατον εργασάμενος (3).
(3) Τον πλατύτερον Βίον του Οσίου τούτου όρα εις την ξεχωριστήν φυλλάδα αυτού, ομοίως και την ασματικήν αυτού Ακολουθίαν, ήτις συνεγράφη υπό Ιουστίνου του Δεκαδίωνος
*
Ο Όσιος Ιωάσαφ, ο συνασκητής του ανωτέρω Οσίου Αθανασίου του εν τω Μετεώρω, εν ειρήνη τελειούται.
Αθανασίω εν πόλω Ιωάσαφ,
Νυν συγχορεύεις συμμεριστής ως πόνων.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Κ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Θεοδώρου τοῦ Τριχινᾶ.
Θνήσκεις ὁ πλήξας τριχίνῃ στολῇ Πάτερ,
Τὸν ἐνδύσαντα τοὺς γενάρχας φυλλίνην.
Εἰκάδι σὸς Θεόδωρε λίπ’ ὀστέα θυμὸς ἀγήνωρ.
Οὗτος ὁ Ὅσιος ἔβαλε τὸν ἑαυτόν του ὑποκάτω εἰς κάθε κακουχίαν καὶ σκληραγωγίαν τοῦ σώματος, καὶ τὸν μὲν χειμῶνα, ἔπηζεν ἀπὸ τὴν ψύχραν καὶ τὸ κρύος. Τὸ δὲ θέρος, ἐφλογίζετο ἀπὸ τὸ ὑπερβολικὸν καῦμα. Ἐπειδὴ δὲ ἐσκέπαζε τὸ σῶμά του μὲ φορέματα τρίχινα, ἤτοι ὑφασμένα μὲ τρίχας γηδίσσας, διὰ τοῦτο ἔλαβε καὶ τὴν ἐπωνυμίαν νὰ ὀνομάζεται Τριχινᾶς. Ὅθεν ἐκ τῶν πόνων τούτων, ὄχι μόνον ἐνίκησε τὰς μηχανὰς καὶ ἀπάτας τῶν δαιμόνων, ἀλλὰ καὶ χάριν ἔλαβε παρὰ Θεοῦ ὁ ἀοίδιμος ἀκόμη ζωντανὸς ὤν. Μετὰ δὲ τὸν θάνατόν του, ἀναβρύει μῦρον εὐῶδες ὁ τάφος του εἰς ὅλους ἐκείνους, ὁποῦ μετὰ πόθου καὶ εὐλαβείας προστρέχουσιν εἰς αὐτόν, καὶ διὰ τοῦ μύρου ἐκείνου λαμβάνουν τὴν ἰατρείαν κάθε πάθους ψυχῆς τε καὶ σώματος.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Βίκτωρος, Ζωτικοῦ, Ζήνωνος, Ἀκινδύνου, Καισαρίου, Σεβηριανοῦ, Χριστοφόρου, Θεωνᾶ, καὶ Ἀντωνίνου.
Εἰς τὸν Ἀκίνδυνον καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ τέσσαρας.
Σὺν Ἀκινδύνῳ τέσσαρας κτείνει ξίφος,
Τὸν ἐκ πλάνης κίνδυνον ἐκπεφευγότας.
Εἰς τὸν Χριστοφόρον καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ τρεῖς.
Καμινιαίας αἰθάλης πεπλησμένοι,
Χριστῷ προσῆλθον οἱ περὶ Χριστοφόρον.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἐμαρτύρησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἀσεβοῦς Διοκλητιανοῦ ἐν ἔτει σϞς΄ [296], ὅταν καὶ ὁ τροπαιοφόρος καὶ πολύαθλος Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος ἐπιάσθη καὶ ἐβασανίζετο, καὶ βασανιζόμενος, ἐτέλει τὰ παράδοξα ἐκεῖνα θαυμάσια. Καὶ ὁ μὲν Βίκτωρ καὶ Ἀκίνδυνος καὶ Ζωτικὸς καὶ Ζήνων καὶ Σεβηριανός, βλέποντες τὸν ῥηθέντα μέγαν Γεώργιον, πῶς ἦτον βαλμένος εἰς τὸν τροχόν, καὶ δὲν ἐβλάβη τελείως ἀπὸ αὐτόν, μὲ μίαν φωνὴν καὶ οἱ πέντε ἐκήρυξαν ἑαυτοὺς Χριστιανούς, καὶ παρευθὺς ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ ἔλαβον τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Ὁ δὲ Χριστοφόρος, Θεωνᾶς, Καισάριος καὶ Ἀντωνῖνος, ἦτον δορυφόροι τοῦ βασιλέως, καὶ ἐπαραστέκοντο εἰς αὐτόν, ὅταν ἐτιμώρει ἀνελεήμονα τὸν αὐτὸν Ἅγιον Γεώργιον, καὶ ἐζήτει ἀπὸ αὐτὸν νὰ ἀναστήσῃ τὸν πρὸ πολλοῦ ἀποθανόντα νεκρὸν Ἕλληνα διὰ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐπικαλέσεως. Ὅθεν αὐτοὶ βλέποντες, πῶς ὁ μέγας Γεώργιος διὰ προσευχῆς του ὀγλίγωρα ἀνέστησε τὸν ζητούμενον νεκρόν, παρευθὺς ἔρριψαν τὰς ἀξιωματικὰς ζώνας ὁποῦ ἐφόρουν, καὶ τὰ ἅρματα ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ ὅλου τοῦ θεάτρου, καὶ ὡμολόγησαν τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν, διὰ τοῦτο πιασθέντες, ἐβάλθησαν εἰς φυλακήν. Ὕστερον δὲ ἀπὸ ἡμέρας τινάς, παρεστάθησαν εἰς τὸν Διοκλητιανόν, καὶ κρεμασθέντες, ἐξεσχίσθησαν, καὶ μὲ ἀναμμένας λαμπάδας κατεκάησαν, καὶ τελευταῖον βαλθέντες εἰς τὴν φωτίαν, ἔλαβον παρὰ Κυρίου τοὺς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Παλαιολαυρίτου.
Νέον τι κέρδος τὸν Παλαιολαυρίτην,
Ἰωάννην χαίρουσιν εὑρόντες νόες.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας, ἐτρώθη ἀπὸ τὸν πόθον τοῦ Θεοῦ, καὶ διὰ τοῦτο ἐπροσκολλήθη εἰς αὐτόν. Ὅθεν ἀφήσας τὴν τρυφὴν καὶ ὑπερηφάνειαν τῆς παρούσης ζωῆς, ἀπεξενώθη ἀπὸ τὴν πατρίδα καὶ τοὺς συγγενεῖς του, καὶ σηκώσας τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου, ἐπῆγεν εἰς ξένην χώραν καὶ ἀγνώριστον, διὰ τὸν ξενιτεύσαντα Κύριον, καὶ γεννηθέντα εἰς ξένον τόπον. Φθάνωντας δὲ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ προσκυνήσας τοὺς Ἁγίους Τόπους, ἐπῆγεν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ὁσίου Χαρίτωνος, καὶ ἐμβῆκεν εἰς τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας. Ὅθεν καλῶς τελέσας κάθε ἰδέαν ἀρετῆς, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον.
*
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀναστάσιος ὁ Ἀντιοχείας Ἐπίσκοπος ξίφει τελειοῦται (1).
Ἀναστάσιε σοῦ δὲ τί γράψω χάριν,
Χριστοῦ χάριν σπεύσαντος ἐκθανεῖν ξίφει;
(1) Ὅρα ἔμπροσθεν κατὰ τὴν εἰκοστὴν πρώτην τοῦ παρόντος Ἀπριλλίου, τὸ Συναξάριον Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου καὶ τὴν εἰς ἐκεῖνο ὑποσημείωσιν.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ζακχαίου.
Οὐχὶ κατάβα ἀλλ’ ἀνάβα σοι λέγει,
Ζακχαῖε Χριστός, προσκαλῶν σε εἰς πόλον (2).
(2) Περιττῶς δὲ γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις ἡ μνήμη Παφνουτίου τοῦ Ἱεροσολυμίτου, καθότι αὐτὴ προεγράφη κατὰ τὴν δεκάτην ἐνάτην τοῦ παρόντος Ἀπριλλίου.
*
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος, ὁ κτίσας τὴν Μονὴν τοῦ Μετεώρου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἀθανάσιε τὸν λίθον Μετεώρου,
Πρὸς λίθον ἀκρόγωνον τρίβον εἰργάσω.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν νέαν Πάτραν, τὸ κοινῶς λεγόμενον Πατρατζίκι, ἐν ἔτει ͵ατι΄ [1310], υἱὸς γονέων πλουσίων καὶ ἐπιφανῶν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ πατήρ του ἀπέθανεν, ἀφῆκε τὸν υἱόν του τοῦτον παιδίον μικρόν, εἰς τὴν προστασίαν καὶ ἐπιμέλειαν τοῦ ἀδελφοῦ του, ἤτοι τοῦ θείου του, ὁ ὁποῖος παρέδωκεν αὐτὸν εἰς τὴν μάθησιν τῶν ἱερῶν γραμμάτων. Ἀφ’ οὗ δὲ ἡ νέα Πάτρα ἐκουρσεύθη ἀπὸ τοὺς Φράγκους, ἐσκλαβώθη καὶ οὗτος. Ὕστερον δὲ ἐλευθερωθείς, ἐπῆγε καὶ εὗρε τὸν θεῖόν του φευγάτον ὄντα, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν ἐπῆγαν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην. Ἐκεῖ δὲ εὑρισκόμενος ὁ Ὅσιος, ἔμαθεν ἀρκετὰ μαθήματα τῆς ἔξω φιλοσοφίας. Εἶτα ἀναχωρήσας, ἐπῆγεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθω, καὶ ἐκεῖ ἀνταμώσας τὸν θεῖον Γρηγόριον τὸν Σιναΐτην, καὶ Δανιὴλ τὸν ἡσυχαστήν, καὶ τὸν ἱερὸν Ἰσίδωρον, τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως γενόμενον ὕστερον, καὶ ἄλλους Πατέρας ἐναρέτους, ἐσύναξεν ἀπὸ αὐτοὺς ὡσὰν ἡ μέλισσα, τὰ ἄνθη τῶν ἀρετῶν. Μετὰ ταῦτα ἐπῆγεν εἰς τὴν νῆσον Κρήτην, καὶ ἐκεῖ ἡσυχάσας ὀλίγον καιρὸν εἰς τόπον ἐρημικόν, πάλιν ἐγύρισεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μαθὼν δὲ ἀπὸ τὸν Ἅγιον Κάλλιστον τὸν μαθητὴν Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, τὸν κατοικοῦντα εἰς τὴν ἐπάνω τῶν Ἰβήρων εὑρισκομένην Σκῆτιν τοῦ Μαγουλᾶ, μαθὼν λέγω ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅτι εἰς τὸν τόπον τοῦ ὄρους τὸν καλούμενον Μηλαία, ἡσύχαζον δύω ἀσκηταί, Γρηγόριος Ἱερομόναχος καὶ Μωσῆς ὀνομαζόμενοι, ἐπῆγεν εἰς αὐτοὺς καὶ ἔγινε Μοναχός. Ὅθεν ὑπηρέτει αὐτοὺς προθύμως εἰς ὅλα τὰ χρειώδη καὶ ἀναγκαῖα, καταπηγνύμενος ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν ψύχραν τοῦ χειμῶνος, πολλάκις δὲ καὶ σκεπαζόμενος ὅλος ἀπὸ τὰς χιόνας.
Ὕστερον δὲ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἀγαρηνῶν, ὁ μὲν Μωσῆς, ἐπῆγεν εἰς τὴν Μονὴν τῶν Ἰβήρων. Ὁ δὲ ἱερὸς Γρηγόριος, πέρνωντας τὸν Ἀθανάσιον τοῦτον τὸν παρ’ αὐτοῦ καλογηρευθέντα, ἐπῆγαν εἰς Βέρροιαν, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγαν καὶ οἱ δύω εἰς τοὺς Σταγούς, τοὺς εὑρισκομένους κατὰ τὰ μέρη τῆς Λαρίσσης, ὅπου εὑρίσκονται πέτραι ὑψηλαὶ καὶ μεγάλαι. Ὅθεν ἐπάνω εἰς μίαν πέτραν ἀπὸ ἐκείνας, ὀνομαζομένην Στύλον, καὶ εὑρισκομένην κοντὰ εἰς τὴν πόλιν, ἐκάθησαν μερικὸν καιρόν. Ἐκεῖ λοιπὸν εἰς ἕνα σπήλαιον ἡσυχάζοντος τοῦ Ἀθανασίου, εἶδεν ὁ γέρωντάς του πῶς οἱ δαίμονες ἐπερικύκλωσαν τὸ σπήλαιον, καὶ ἐσπούδαζον νὰ τὸ κρημνίσουν, διὰ τοῦτο ἐπρόσταξεν αὐτὸν νὰ κάθηται εἰς τὸ ἄλλο μέρος τοῦ στύλου. Μετὰ ταῦτα, ἀνέβη ὁ Ὅσιος ἐπάνω εἰς τὴν ἐκεῖ ὑψηλοτέραν πέτραν, καὶ εὐφρανθεὶς διὰ τὴν καλήν της τοποθεσίαν, ἐζήτησε συγχώρησιν ἀπὸ τὸν γέροντά του, καὶ ἐκατοίκησεν ἐπάνω εἰς αὐτὴν ὁμοῦ μὲ δύω ἀδελφούς. Ἔκτισε δὲ μέσα εἰς τὸ ἐκεῖ σπήλαιον Ναὸν εἰς ὄνομα τῆς Θεοτόκου, καὶ ἐπωνόμασε τὴν ὑψηλὴν ἐκείνην πέτραν, Μετέωρον, καθὼς ὀνομάζεται καὶ ἕως τῆς σήμερον. Ἐπειδὴ δὲ ἐσυνάχθησαν μερικοὶ ἀδελφοί, ἐκατάστησεν ἐκεῖ Κοινόβιον, κτίσας καὶ Ναὸν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Μὲ τοιαύτην λοιπὸν πολιτείαν διαπεράσας τὴν ζωήν του ὁ ἀοίδιμος Ἀθανάσιος, καὶ προορατικοῦ χαρίσματος ἀξιωθείς, ἐν εἰρήνῃ ἀνεπαύσατο ἑβδομήκοντα χρόνων γέρωντας, πολλὰ θαύματα καὶ ζῶν καὶ μετὰ θάνατον ἐργασάμενος (3).
(3) Τὸν πλατύτερον Βίον τοῦ Ὁσίου τούτου ὅρα εἰς τὴν ξεχωριστὴν φυλλάδα αὐτοῦ, ὁμοίως καὶ τὴν ᾀσματικὴν αὐτοῦ Ἀκολουθίαν, ἥτις συνεγράφη ὑπὸ Ἰουστίνου τοῦ Δεκαδίωνος.
*
Ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ, ὁ συνασκητὴς τοῦ ἀνωτέρω Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Μετεώρῳ, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἀθανασίῳ ἐν πόλῳ Ἰωάσαφ,
Νῦν συγχορεύεις συμμεριστὴς ὡς πόνων.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *