Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου2 Οκτωβρίου

Των Αγίων Κυπριανού του Ιερομάρτυρος και Ιουστίνης της Παρθένου, Θεοφίλου του Ομολογητού κ.α.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιοι Κυπριανός και ΙουστίνηΤω αυτώ μηνί Β’, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Κυπριανού και Ιουστίνης της Παρθένου.

Αλγεί Σατανάς τον πάλαι φίλον βλέπων,
Ξίφει φιλούντα συνθανείν Ιουστίνη.

Τμήθη δευτερίη συν Ιουστίνη Κυπριανός.

Ούτος, εκατάγετο μεν από την εν Λιβύα Καρχηδόνα, ή Καρθαγένην, διέτριβε δε εις την Αντιόχειαν της Συρίας, κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως, εν έτει σν’ [250]· ήτον δε ευγενής και πλούσιος, και προς τούτοις φιλόσοφος, και κατά την μαγικήν άκρος. Ετραβίχθη δε εις την του Χριστού πίστιν με τον ακόλουθον τρόπον. Ένας άνθρωπος Έλλην, Αγλαΐδας ονομαζόμενος, ηγάπησε μίαν κόρην παρθένον, Χριστιανήν κατά την πίστιν, καταγομένην από την Αντιόχειαν, και ονομαζομένην Ιουστίναν (1). Επειδή δε, δεν εδύνετο να επιτύχη του ποθουμένου, τι κάμνει; Επήγεν εις τον θείον τούτον Κυπριανόν, παρακαλών αυτόν ίνα δια της αυτού συνεργίας επιτύχη τον κακόν του σκοπόν. Ο δε Κυπριανός αναγνώσας τα μαγικά βιβλία του, έστειλε μεν πολλάκις και άλλους διαφόρους δαίμονας, δια να γελάσουν την κόρην, και να ελκύσουν αυτήν εις τον του Αγλαΐδα έρωτα. Έπειτα έστειλεν εις αυτήν και τον άρχοντα των δαιμονίων. Αλλ’ ουδέν εκατώρθωσεν. Όθεν εκ τούτου γνωρίσας ως φρόνιμος, την του Χριστού ακαταμάχητον δύναμιν, δια μέσου της οποίας κατήσχυνεν η κόρη τους δαίμονας, και απράκτους αυτούς έστρεψε προς τον αποστείλαντα, ευθύς αποστρέφεται την πλάνην, και πιστεύει εις τον Χριστόν. Δια να δώση δε περισσοτέραν πληροφορίαν εις τον Επίσκοπον, οπού έμελλε να τον βαπτίση, ότι είναι στερεός εις την του Χριστού πίστιν, ευθύς φέρει όλα τα μαγικά του βιβλία, και κατακαίει αυτά έμπροσθεν του Επισκόπου. Και ούτω γίνεται πρόβατον της λογικής ποίμνης του Χριστού, δια μέσου του Αγίου Βαπτίσματος. Έπειτα χειροτονηθείς βαθμηδόν, Αναγνώστης, Υποδιάκονος, Διάκονος, και Πρεσβύτερος, τελευταίον χειροτονείται και των Καρχηδονίων Επίσκοπος (2). Ούτος και την προρρηθείσαν Αγίαν Ιουστίναν ούτω μετωνόμασε. Πρότερον γαρ εκαλείτο Ιούστα. Και συναριθμήσας αυτήν με τας Διακόνους της Εκκλησίας, κατέστησε Μητέρα και Ηγουμένην εις τας εκεί ευρισκομένας ασκητρίας.

Αφ’ ου δε αύξησε το ποίμνιόν του με την δύναμιν των λόγων του, και με τον θεοφιλή και ενάρετον βίον του· και αφ’ ου εγέμωσε το μέρος της μεσημβρίας και δύσεως από θεογνωσίαν, τότε τέλος πάντων διαβάλλεται κοντά εις τον βασιλέα Δέκιον. Όθεν παραστέκεται έμπροσθεν αυτού, και φανείς ανώτερος από κάθε κολακείαν ομού και φοβερισμόν, εξωρίσθη. Αλλ’ επειδή και εις την εξορίαν ευρισκόμενος, δεν έπαυε να φροντίζη δια το ποίμνιόν του, και να στηρίζη αυτό συνεχώς με τα γράμματά του, και προς τούτοις επειδή εφιλονείκει να σβύση όλην την πλάνην της ειδωλολατρείας, δια ταύτα λέγω πάντα πιάνεται από τον κόμητα της Ανατολής Ευτόλμιον καλούμενον, και εφυλακώθη ομού με την παρθένον Ιουστίναν. Ύστερον παραστέκεται με αυτήν εις το εν Δαμασκώ κριτήριον. Και επειδή ωμολόγησαν παρρησία και οι δύω τον Χριστόν, δια τούτο, ο μεν Κυπριανός, κρεμασθείς καταξεσχίζεται, η δε Ιουστίνα κτυπάται εις το πρόσωπον άσπλαγχνα. Έπειτα βάλλονται και οι δύω εις ένα αναμμένον τηγάνι. Με την δύναμιν δε του Χριστού, εφυλάχθησαν από την βάσανον αβλαβείς.

Τούτο δε το θαυμάσιον βλέπων ένας συγκάθεδρος του κόμητος, Αθανάσιος ονόματι, εθρασύνθη ανόητα. Και θέλωντας τάχα να δείξη τους θεούς του ανωτέρους και καλλιτέρους του Χριστού, επικαλέσθη τον ψευδώνυμον Δία και Ασκληπιόν, και τρέχωντας πηδά επάνω εις το αναμμένον τηγάνι. Αλλ’ ευθύς ο μάταιος υπό του πυρός κατεκάη. Απορήσας λοιπόν ο κόμης, και τι να κάμη μη ηξεύρωντας, πέμπει τους Αγίους εις Νικομήδειαν προς τον τότε βασιλέα Κλαύδιον, τον βασιλεύσαντα εν έτει σξη’ [268]. Ο δε Κλαύδιος μαθών ακριβώς την στερεάν γνώμην των Αγίων και αμετάθετον, έκοψε τούτων τας κεφαλάς. Και ούτως έλαβον οι τρισμακάριοι τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Τα δε τίμια αυτών λείψανα, πέρνοντες κρυφίως μερικοί Χριστιανοί, οίτινες είχον έλθει τότε από την Ρώμην, πάλιν εις την Ρώμην εγύρισαν, φέροντες μαζί των και τα των Αγίων τούτων έγγραφα μαρτύρια. Και ούτως απεθησαύρισαν τα λείψανά των επάνω εις τον πλέον ονομαστόν λόφον της πόλεως Ρώμης, ιάσεις πλουσίας ενεργούντα εις τους προστρέχοντας αυτοίς μετά πίστεως. (Τον Βίον τούτου όρα εις τον Εφραίμ πλατύτερον (3).)

(1) Ο δε θεολόγος Γρηγόριος εν τω εις τον μέγαν Κυπριανόν εγκωμίω, λέγει, ότι ο θείος Κυπριανός ήτον ο της Ιουστίνης εραστής, και ουχί άλλος τις. Φησί γαρ· «Παρθένος τις ην κάλλει περίβλεπτος των ευπατριδών και κοσμίων… ταύτης ο μέγας ήλω Κυπριανός, ουκ οίδ’ όθεν, και όπως, της πάντα ασφαλούς και κοσμίας. Ψαύουσι γαρ οφθαλμοί λίχνοι και των αψαύστων, το προχειρότατον οργάνων και απληστότατον. Και ουχί ήλω μόνον. Αλλά και επείρα. Ω της ευηθείας, ει ταύτης συλήσειν ήλπιζεν!»

(2) Σημείωσαι, ότι ο θείος Κυπριανός τρεις τοπικάς Συνόδους συνήθροισεν εν Καρχηδόνι. Πρώτην, εν έτει 255, δευτέραν, εν έτει 258, και τρίτην, εν τω αυτώ έτει. Ήτις και Κανόνα εξέθετο, εν ω διορίζεται, ότι πάντες οι αιρετικοί και σχισματικοί πρέπει να βαπτίζωνται. Καθότι το Βάπτισμα των αιρετικών και σχισματικών είναι άδεκτον. Και όρα περί τούτου εν τω ημετέρω Κανονικώ, σελ. 252.

(3) Σημείωσαι, ότι τα εις την εορτήν του Αγίου Κυπριανού ελλείποντα τροπάρια, ανεπλήρωσεν η εμή ελαχιστότης. Και Κανόνα δεύτερον συνέθηκεν εις αυτόν, και ο θέλων εορτάζειν τον Άγιον, ζητησάτω ταύτα. Και τούτο δε σημείωσαι ως αξιόλογον, όπερ διηγείται ο θεολόγος Γρηγόριος εν τω εις τον Άγιον Κυπριανόν εγκωμίω, ου η αρχή· «Μικρού Κυπριανός διέφυγεν ημάς». Και ο Νικήτας σχολιάζει. Δηλαδή, ότι το μεν όνομα του θείου Κυπριανού εφημίζετο μετά θάνατον όχι μόνον κοντά εις τους Χριστιανούς, αλλά και κοντά εις τους Έλληνας. Το δε σώμα και λείψανον αυτού ήτον κεκρυμμένον κοντά εις μίαν γυναίκα. Η οποία ωνομάζετο μεν Ματρώνα, επωνομάζετο δε Ρουφίνα. Ήτις εκατάγετο από το γένος του βασιλέως Κλαυδίου. Εκρύπτετο δε εις αυτήν, είτε διατί ο Θεός ετίμα την γυναίκα, ως φιλόθεον και φιλομάρτυρα, είτε διατί εδοκίμαζε τους τότε Χριστιανούς, ανίσως ζητήσουν το του Αγίου λείψανον, μη υποφέροντες να το υστερούνται. Ύστερον δε, τιμών ο Θεός άλλην γυναίκα, απεκάλυψε το λείψανον του Αγίου εις αυτήν. Εις την οποίαν παρέδωκε το λείψανον η Ματρώνα. Και ούτως εφανερώθη ο Άγιος και ετιμάτο παρά πάντων. Αγκαλά και αυτή εκαταφρόνει τας ανθρωπίνας τιμάς, και ηγάπα να λανθάνη τους ανθρώπους και να μένη αφανής εις αυτούς. Τον Βίον του Αγίου Κυπριανού συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Πολλά και μεγάλα». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Θεοφίλου του Ομολογητού.

Εναντίον μου ση τελευτή τιμία.
Λέγει Θεός σοι, τω φίλω Θεοφίλω.

Ούτος ήτον Μοναχός κατά τους χρόνους Λέοντος του Ισαύρου, εν έτει ψις’ [716], βλέπωντας δε την αθεότητα του τυράννου τούτου, και τον πόλεμον οπού εποίει κατά των αγίων εικόνων, επαρρησιάσθη έμπροσθεν αυτού ο του Θεού φίλος Θεόφιλος. Και με παρρησίαν μεγάλην ήλεγξεν αυτόν, ονομάζων αυτόν άθεον και παράνομον, και του αντιχρίστου πρόδρομον. Όθεν με τα λόγια ταύτα παροξύνας αυτόν εις θυμόν, δέρνεται παρ’ αυτού δυνατά, και εις φυλακήν βάλλεται και λιμοκτονείται, ήγουν αφίνεται πεινασμένος και διψασμένος, εις αρκετόν καιρόν. Έπειτα πέμπεται εις εξορίαν. Και έτζι εκεί ευχαριστών, προς Κύριον εξεδήμησεν (4).

(4) Όσον από τον βασιλέα και από τους χρόνους φαίνεται να ήναι ο Θεόφιλος ούτος ο αυτός με τον εορταζόμενον κατά την δεκάτην του παρόντος. Όσον δε από τα άλλα, άλλος φαίνεται ούτος από εκείνον.

*

Ο Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος, ο εις το Καρατζασού μαρτυρήσας εν έτει ͵αψϞδ’ [1794], ξίφει τελειούται.

Κτείνεις τον εχθρόν, ώπερ εκτάνθης ξίφει,
Γεώργιε συ και συνάπτη Αγγέλοις (5).

(5) Το Μαρτύριον τούτου όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιοι Κυπριανός και ΙουστίνηΤῷ αὐτῷ μηνὶ Β΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης τῆς Παρθένου.

Ἀλγεῖ Σατανᾶς τὸν πάλαι φίλον βλέπων,
Ξίφει φιλοῦντα συνθανεῖν Ἰουστίνῃ.

Τμήθη δευτερίῃ σὺν Ἰουστίνῃ Κυπριανός.

Οὗτος, ἐκατάγετο μὲν ἀπὸ τὴν ἐν Λιβύᾳ Καρχηδόνα, ἢ Καρθαγένην, διέτριβε δὲ εἰς τὴν Ἀντιόχειαν τῆς Συρίας, κατὰ τοὺς χρόνους Δεκίου τοῦ βασιλέως, ἐν ἔτει σν΄ [250]· ἦτον δὲ εὐγενὴς καὶ πλούσιος, καὶ πρὸς τούτοις φιλόσοφος, καὶ κατὰ τὴν μαγικὴν ἄκρος. Ἐτραβίχθη δὲ εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν μὲ τὸν ἀκόλουθον τρόπον. Ἕνας ἄνθρωπος Ἕλλην, Ἀγλαΐδας ὀνομαζόμενος, ἠγάπησε μίαν κόρην παρθένον, Χριστιανὴν κατὰ τὴν πίστιν, καταγομένην ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ ὀνομαζομένην Ἰουστίναν (1). Ἐπειδὴ δέ, δὲν ἐδύνετο νὰ ἐπιτύχῃ τοῦ ποθουμένου, τί κάμνει; Ἐπῆγεν εἰς τὸν θεῖον τοῦτον Κυπριανόν, παρακαλῶν αὐτὸν ἵνα διὰ τῆς αὐτοῦ συνεργίας ἐπιτύχῃ τὸν κακόν του σκοπόν. Ὁ δὲ Κυπριανὸς ἀναγνώσας τὰ μαγικὰ βιβλία του, ἔστειλε μὲν πολλάκις καὶ ἄλλους διαφόρους δαίμονας, διὰ νὰ γελάσουν τὴν κόρην, καὶ νὰ ἑλκύσουν αὐτὴν εἰς τὸν τοῦ Ἀγλαΐδα ἔρωτα. Ἔπειτα ἔστειλεν εἰς αὐτὴν καὶ τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων. Ἀλλ’ οὐδὲν ἐκατώρθωσεν. Ὅθεν ἐκ τούτου γνωρίσας ὡς φρόνιμος, τὴν τοῦ Χριστοῦ ἀκαταμάχητον δύναμιν, διὰ μέσου τῆς ὁποίας κατῄσχυνεν ἡ κόρη τοὺς δαίμονας, καὶ ἀπράκτους αὐτοὺς ἔστρεψε πρὸς τὸν ἀποστείλαντα, εὐθὺς ἀποστρέφεται τὴν πλάνην, καὶ πιστεύει εἰς τὸν Χριστόν. Διὰ νὰ δώσῃ δὲ περισσοτέραν πληροφορίαν εἰς τὸν Ἐπίσκοπον, ὁποῦ ἔμελλε νὰ τὸν βαπτίσῃ, ὅτι εἶναι στερεὸς εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, εὐθὺς φέρει ὅλα τὰ μαγικά του βιβλία, καὶ κατακαίει αὐτὰ ἔμπροσθεν τοῦ Ἐπισκόπου. Καὶ οὕτω γίνεται πρόβατον τῆς λογικῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ, διὰ μέσου τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Ἔπειτα χειροτονηθεὶς βαθμηδόν, Ἀναγνώστης, Ὑποδιάκονος, Διάκονος, καὶ Πρεσβύτερος, τελευταῖον χειροτονεῖται καὶ τῶν Καρχηδονίων Ἐπίσκοπος (2). Οὗτος καὶ τὴν προρρηθεῖσαν Ἁγίαν Ἰουστίναν οὕτω μετωνόμασε. Πρότερον γὰρ ἐκαλεῖτο Ἰοῦστα. Καὶ συναριθμήσας αὐτὴν μὲ τὰς Διακόνους τῆς Ἐκκλησίας, κατέστησε Μητέρα καὶ Ἡγουμένην εἰς τὰς ἐκεῖ εὑρισκομένας ἀσκητρίας.

Ἀφ’ οὗ δὲ αὔξησε τὸ ποίμνιόν του μὲ τὴν δύναμιν τῶν λόγων του, καὶ μὲ τὸν θεοφιλῆ καὶ ἐνάρετον βίον του· καὶ ἀφ’ οὗ ἐγέμωσε τὸ μέρος τῆς μεσημβρίας καὶ δύσεως ἀπὸ θεογνωσίαν, τότε τέλος πάντων διαβάλλεται κοντὰ εἰς τὸν βασιλέα Δέκιον. Ὅθεν παραστέκεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ, καὶ φανεὶς ἀνώτερος ἀπὸ κάθε κολακείαν ὁμοῦ καὶ φοβερισμόν, ἐξωρίσθη. Ἀλλ’ ἐπειδὴ καὶ εἰς τὴν ἐξορίαν εὑρισκόμενος, δὲν ἔπαυε νὰ φροντίζῃ διὰ τὸ ποίμνιόν του, καὶ νὰ στηρίζῃ αὐτὸ συνεχῶς μὲ τὰ γράμματά του, καὶ πρὸς τούτοις ἐπειδὴ ἐφιλονείκει νὰ σβύσῃ ὅλην τὴν πλάνην τῆς εἰδωλολατρείας, διὰ ταῦτα λέγω πᾶντα πιάνεται ἀπὸ τὸν κόμητα τῆς Ἀνατολῆς Εὐτόλμιον καλούμενον, καὶ ἐφυλακώθη ὁμοῦ μὲ τὴν παρθένον Ἰουστίναν. Ὕστερον παραστέκεται μὲ αὐτὴν εἰς τὸ ἐν Δαμασκῷ κριτήριον. Καὶ ἐπειδὴ ὡμολόγησαν παρρησίᾳ καὶ οἱ δύω τὸν Χριστόν, διὰ τοῦτο, ὁ μὲν Κυπριανός, κρεμασθεὶς καταξεσχίζεται, ἡ δὲ Ἰουστίνα κτυπᾶται εἰς τὸ πρόσωπον ἄσπλαγχνα. Ἔπειτα βάλλονται καὶ οἱ δύω εἰς ἕνα ἀναμμένον τηγάνι. Μὲ τὴν δύναμιν δὲ τοῦ Χριστοῦ, ἐφυλάχθησαν ἀπὸ τὴν βάσανον ἀβλαβεῖς.

Τοῦτο δὲ τὸ θαυμάσιον βλέπων ἕνας συγκάθεδρος τοῦ κόμητος, Ἀθανάσιος ὀνόματι, ἐθρασύνθη ἀνόητα. Καὶ θέλωντας τάχα νὰ δείξῃ τοὺς θεούς του ἀνωτέρους καὶ καλλιτέρους τοῦ Χριστοῦ, ἐπικαλέσθη τὸν ψευδώνυμον Δία καὶ Ἀσκληπιόν, καὶ τρέχωντας πηδᾷ ἐπάνω εἰς τὸ ἀναμμένον τηγάνι. Ἀλλ’ εὐθὺς ὁ μάταιος ὑπὸ τοῦ πυρὸς κατεκάη. Ἀπορήσας λοιπὸν ὁ κόμης, καὶ τί νὰ κάμῃ μὴ ἠξεύρωντας, πέμπει τοὺς Ἁγίους εἰς Νικομήδειαν πρὸς τὸν τότε βασιλέα Κλαύδιον, τὸν βασιλεύσαντα ἐν ἔτει σξη΄ [268]. Ὁ δὲ Κλαύδιος μαθὼν ἀκριβῶς τὴν στερεὰν γνώμην τῶν Ἁγίων καὶ ἀμετάθετον, ἔκοψε τούτων τὰς κεφαλάς. Καὶ οὕτως ἔλαβον οἱ τρισμακάριοι τὸν τοῦ μαρτυρίου ἀμάραντον στέφανον. Τὰ δὲ τίμια αὐτῶν λείψανα, πέρνοντες κρυφίως μερικοὶ Χριστιανοί, οἵτινες εἶχον ἔλθει τότε ἀπὸ τὴν Ῥώμην, πάλιν εἰς τὴν Ῥώμην ἐγύρισαν, φέροντες μαζί των καὶ τὰ τῶν Ἁγίων τούτων ἔγγραφα μαρτύρια. Καὶ οὕτως ἀπεθησαύρισαν τὰ λείψανά των ἐπάνω εἰς τὸν πλέον ὀνομαστὸν λόφον τῆς πόλεως Ῥώμης, ἰάσεις πλουσίας ἐνεργοῦντα εἰς τοὺς προστρέχοντας αὐτοῖς μετὰ πίστεως. (Τὸν Βίον τούτου ὅρα εἰς τὸν Ἐφραὶμ πλατύτερον (3).)

(1) Ὁ δὲ θεολόγος Γρηγόριος ἐν τῷ εἰς τὸν μέγαν Κυπριανὸν ἐγκωμίῳ, λέγει, ὅτι ὁ θεῖος Κυπριανὸς ἦτον ὁ τῆς Ἰουστίνης ἐραστής, καὶ οὐχὶ ἄλλος τις. Φησὶ γάρ· «Παρθένος τις ἦν κάλλει περίβλεπτος τῶν εὐπατριδῶν καὶ κοσμίων… ταύτης ὁ μέγας ἥλω Κυπριανός, οὐκ οἶδ’ ὅθεν, καὶ ὅπως, τῆς πᾶντα ἀσφαλοῦς καὶ κοσμίας. Ψαύουσι γὰρ ὀφθαλμοὶ λίχνοι καὶ τῶν ἀψαύστων, τὸ προχειρότατον ὀργάνων καὶ ἀπληστότατον. Καὶ οὐχὶ ἥλω μόνον. Ἀλλὰ καὶ ἐπείρα. Ὢ τῆς εὐηθείας, εἰ ταύτης συλήσειν ἤλπιζεν!»

(2) Σημείωσαι, ὅτι ὁ θεῖος Κυπριανὸς τρεῖς τοπικὰς Συνόδους συνήθροισεν ἐν Καρχηδόνι. Πρώτην, ἐν ἔτει 255, δευτέραν, ἐν ἔτει 258, καὶ τρίτην, ἐν τῷ αὐτῷ ἔτει. Ἥτις καὶ Κανόνα ἐξέθετο, ἐν ᾧ διορίζεται, ὅτι πᾶντες οἱ αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοὶ πρέπει νὰ βαπτίζωνται. Καθότι τὸ Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν εἶναι ἄδεκτον. Καὶ ὅρα περὶ τούτου ἐν τῷ ἡμετέρῳ Κανονικῷ, σελ. 252.

(3) Σημείωσαι, ὅτι τὰ εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ ἐλλείποντα τροπάρια, ἀνεπλήρωσεν ἡ ἐμὴ ἐλαχιστότης. Καὶ Κανόνα δεύτερον συνέθηκεν εἰς αὐτόν, καὶ ὁ θέλων ἑορτάζειν τὸν Ἅγιον, ζητησάτω ταῦτα. Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι ὡς ἀξιόλογον, ὅπερ διηγεῖται ὁ θεολόγος Γρηγόριος ἐν τῷ εἰς τὸν Ἅγιον Κυπριανὸν ἐγκωμίῳ, οὗ ἡ ἀρχή· «Μικροῦ Κυπριανὸς διέφυγεν ἡμᾶς». Καὶ ὁ Νικήτας σχολιάζει. Δηλαδή, ὅτι τὸ μὲν ὄνομα τοῦ θείου Κυπριανοῦ ἐφημίζετο μετὰ θάνατον ὄχι μόνον κοντὰ εἰς τοὺς Χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ κοντὰ εἰς τοὺς Ἕλληνας. Τὸ δὲ σῶμα καὶ λείψανον αὐτοῦ ἦτον κεκρυμμένον κοντὰ εἰς μίαν γυναῖκα. Ἡ ὁποία ὠνομάζετο μὲν Ματρῶνα, ἐπωνομάζετο δὲ Ῥουφίνα. Ἥτις ἐκατάγετο ἀπὸ τὸ γένος τοῦ βασιλέως Κλαυδίου. Ἐκρύπτετο δὲ εἰς αὐτήν, εἴτε διατὶ ὁ Θεὸς ἐτίμα τὴν γυναῖκα, ὡς φιλόθεον καὶ φιλομάρτυρα, εἴτε διατὶ ἐδοκίμαζε τοὺς τότε Χριστιανούς, ἀνίσως ζητήσουν τὸ τοῦ Ἁγίου λείψανον, μὴ ὑποφέροντες νὰ τὸ ὑστεροῦνται. Ὕστερον δέ, τιμῶν ὁ Θεὸς ἄλλην γυναῖκα, ἀπεκάλυψε τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου εἰς αὐτήν. Εἰς τὴν ὁποίαν παρέδωκε τὸ λείψανον ἡ Ματρῶνα. Καὶ οὕτως ἐφανερώθη ὁ Ἅγιος καὶ ἐτιμᾶτο παρὰ πάντων. Ἀγκαλὰ καὶ αὐτὴ ἐκαταφρόνει τὰς ἀνθρωπίνας τιμάς, καὶ ἠγάπα νὰ λανθάνῃ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ μένῃ ἀφανὴς εἰς αὐτούς. Τὸν Βίον τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Πολλὰ καὶ μεγάλα». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Θεοφίλου τοῦ Ὁμολογητοῦ.

Ἐναντίον μου σὴ τελευτὴ τιμία.
Λέγει Θεός σοι, τῷ φίλῳ Θεοφίλῳ.

Οὗτος ἦτον Μοναχὸς κατὰ τοὺς χρόνους Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου, ἐν ἔτει ψις΄ [716], βλέπωντας δὲ τὴν ἀθεότητα τοῦ τυράννου τούτου, καὶ τὸν πόλεμον ὁποῦ ἐποίει κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἐπαρρησιάσθη ἔμπροσθεν αὐτοῦ ὁ τοῦ Θεοῦ φίλος Θεόφιλος. Καὶ μὲ παρρησίαν μεγάλην ἤλεγξεν αὐτόν, ὀνομάζων αὐτὸν ἄθεον καὶ παράνομον, καὶ τοῦ ἀντιχρίστου πρόδρομον. Ὅθεν μὲ τὰ λόγια ταῦτα παροξύνας αὐτὸν εἰς θυμόν, δέρνεται παρ’ αὐτοῦ δυνατά, καὶ εἰς φυλακὴν βάλλεται καὶ λιμοκτονεῖται, ἤγουν ἀφίνεται πεινασμένος καὶ διψασμένος, εἰς ἀρκετὸν καιρόν. Ἔπειτα πέμπεται εἰς ἐξορίαν. Καὶ ἔτζι ἐκεῖ εὐχαριστῶν, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν (4).

(4) Ὅσον ἀπὸ τὸν βασιλέα καὶ ἀπὸ τοὺς χρόνους φαίνεται νὰ ᾖναι ὁ Θεόφιλος οὗτος ὁ αὐτὸς μὲ τὸν ἑορταζόμενον κατὰ τὴν δεκάτην τοῦ παρόντος. Ὅσον δὲ ἀπὸ τὰ ἄλλα, ἄλλος φαίνεται οὗτος ἀπὸ ἐκεῖνον.

*

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος, ὁ εἰς τὸ Καρατζασοῦ μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αψϞδ΄ [1794], ξίφει τελειοῦται.

Κτείνεις τὸν ἐχθρόν, ᾧπερ ἐκτάνθης ξίφει,
Γεώργιε σὺ καὶ συνάπτῃ Ἀγγέλοις
(5).

(5) Τὸ Μαρτύριον τούτου ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

 

Των Αγίων Κυπριανού του Ιερομάρτυρος και Ιουστίνης της Παρθένου, Θεοφίλου του Ομολογητού κ.α.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.