Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου2 Μαρτίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Β΄, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ησυχίου του Συγκλητικού (1).
Ποταμόν Ησύχιος υδάτων έδυ,
Όπως ποταμόν του πυρός διεκφύγη.
Δευτερίη προσέβη Ησύχιος εν πόλου όρμοις.
Ούτος ο Άγιος Μάρτυς Ησύχιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει τβ’ [302], πρώτος υπάρχων του βασιλικού παλατίου και της Συγκλήτου βουλής. Μαγιστριανός γαρ ήτον κατά το αξίωμα. Επειδή δε ο Μαξιμιανός επρόσταξεν, ότι όλοι οι Χριστιανοί, οπού ήτον στρατιώται βασιλικοί, εάν δεν αρνηθούν τον Χριστόν, να υστερηθούν τας ζώνας οπού εφόρουν (αι οποίαι ήτον σημείον της βασιλικής αξίας οπού είχον) και να ζουν ως ιδιώται και άτιμοι, επειδή, λέγω, τοιαύτη παράνομος προσταγή έγινε, τούτου χάριν πολλοί Χριστιανοί επροτίμησαν να ζουν καλλίτερα χωρίς καμμίαν εξωτερικήν τιμήν, πάρεξ να έχουν μεν τιμήν, να απολλύουν δε τας ψυχάς των. Μαζί δε με τους ανωτέρω Χριστιανούς, εσυναριθμήθη και ο Άγιος ούτος Ησύχιος. Μαθών δε τούτο ο βασιλεύς, επρόσταξε να εκδυθή τα πολύτιμα φορέματα, οπού εφόρει ο Άγιος, και να ενδυθή ένα μανδύα πενιχρόν, χωρίς μανίκια, υφασμένον από μαλλία, και να συναναστρέφεται με τας γυναίκας, προς ατιμίαν και καταφρόνησιν.
Τούτου δε γενομένου, επροσκάλεσεν αυτόν ο βασιλεύς, και τον ηρώτα, δεν εντρέπεσαι, ω Ησύχιε, πώς έχασες μεν την τιμήν και το αξίωμα του μαγιστριανού, εκαταβιβάσθης δε εις την άτιμον ταύτην ζωήν; ή δεν ηξεύρεις πως οι Χριστιανοί, των οποίων επροτίμησες την ζωήν, δεν έχουν δύναμιν να σε καταστήσουν πάλιν εις τας προτέρας μεγάλας τιμάς, και εις το αξίωμα οπού είχες; Ο δε Άγιος απεκρίθη εις ταύτα, η μεν τιμή σου αύτη, ω βασιλεύ, είναι προσωρινή, η δε τιμή και δόξα, οπού δίδει ο Χριστός, είναι αιωνία και ατελεύτητος. Όθεν δια τα λόγια ταύτα ο βασιλεύς θυμωθείς, επρόσταξε να δέσουν μίαν μεγάλην μυλόπετραν εις τον λαιμόν του Αγίου, και να ρίψουν αυτόν εις το μέσον του ποταμού, του καλουμένου Ορόντου, του εν τη κοίλη Συρία ευρισκομένου, όστις κοινώς ονομάζεται Ορόντζ, και ούτως ο μακάριος έλαβε παρά Κυρίου του μαρτυρίου τον στέφανον.
(1) Σημειούμεν ενταύθα, ότι κατά την δευτέραν ταύτην του Μαρτίου μηνός, εν μεν τω εσπερινώ και τω όρθρω ψάλλονται τροπάρια και Κανών του Αγίου Μάρτυρος Ησυχίου παρά τοις Μηναίοις. Εν δε τοις Συναξαρίοις της αυτής ημέρας, ουδέ γρυ αναφέρεται περί του Ησυχίου τούτου, ατάκτως πάνυ και αηδώς. Όθεν ημείς ευρόντες το Συναξάριον του Αγίου τούτου Ησυχίου κατά την δεκάτην του Μαΐου κείμενον, μετεγράψαμεν αυτό εις την παρούσαν ημέραν, ίνα μη, άλλοθι μεν, ευρίσκεται η Ακολουθία αυτού, άλλοθι δε, το Συναξάριον αυτού.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Θεοδότου, Επισκόπου Κυρηνίας της Κύπρου.
Αθλών πέπλησαι Θεόδοτε στιγμάτων,
Ει και μετ’ ειρήνης σε Χριστός λαμβάνει.
Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους Λικινίου του βασιλέως και Σαβίνου ηγεμόνος Κύπρου, εν έτει τκ’ [320]. Δια δε την του Χριστού ομολογίαν και πίστιν, παρεστάθη εις τον ρηθέντα ηγεμόνα. Και πρώτον μεν, έδειραν αυτόν με βούνευρα, έπειτα δε, τον εκρέμασαν, και εξέσχισαν τας σάρκας του, είτα άπλωσαν αυτόν επάνω εις ένα σιδηρούν και αναμμένον κραββάτι. Επειδή δε εφυλάχθη αβλαβής εκ του πυρός με την χάριν του Θεού: δια τούτο εκάρφωσαν τους πόδας του με καρφία, και έτζι τον ανάγκασαν να περιπατή, ύστερον δε έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν. Μετά δε τον θάνατον του Λικινίου, έπαυσεν ο κατά των Χριστιανών διωγμός. Όθεν ελευθερώθη από την φυλακήν ο Άγιος κατά την δεκάτην ενάτην του Ιαννουαρίου μηνός. Αφ’ ου δε επέρασαν δύω χρόνοι, προς Κύριον εξεδήμησε κατά την δευτέραν ταύτην του Μαρτίου μηνός. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις την μικράν Εκκλησίαν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, την ευρισκομένην εις τον τόπον τον καλούμενον Αρματίου (2).
(2) Σημείωσαι, ότι εις τούτον τον Άγιον Θεόδοτον εγκώμιον έχει Νικήτας ο Ρήτωρ, ου η αρχή· «Εγκωμιαζομένου δικαίου». (Σώζεται δε εν τη Ιερά Μονή του Διονυσίου.)
*
Ο Άγιος Ομολογητής Κόϊντος ο Θαυματουργός, εν ειρήνη τελειούται.
Επωνυμίαν έσχες εκ των πραγμάτων,
Τα θαυμάσια ω Κόϊντε παμμάκαρ.
Ούτος ο Άγιος εγεννήθη κατά την Φρυγίαν, εις την οποίαν έμαθε και την ευσέβειαν κατά τους χρόνους Αυρηλιανού βασιλέως, εν έτει σοβ’ [272]. Πηγαίνωντας δε εις ένα χωρίον, καλούμενον Αιολίδα (3), εμοίραζεν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς. Ο δε ηγεμών Ρούφος πιάσας τον Άγιον, επρόσταξεν αυτόν να θυσιάση εις τα είδωλα, εδαιμονίσθη όμως. Όθεν ο Άγιος παρακαλέσας τον Θεόν, ηλευθέρωσε τον ηγεμόνα από το δαιμόνιον. Δια τούτο όχι μόνον αφέθη ελεύθερος, αλλά και δώρα έλαβεν από τον ηγεμόνα εις αντιμισθίαν της χάριτος. Επειδή δε δια προσευχής του Αγίου έγινε σεισμός, και εκ του σεισμού εκρημνίσθη ο ναός, και τα εν αυτώ είδωλα έπεσον, δια τούτο φυγόντες οι Έλληνες, αφήκαν τον Άγιον ελεύθερον. Αφ’ ου δε επέρασαν τεσσαράκοντα ημέραι ύστερον από τον σεισμόν, επίασε τον Άγιον ο άρχων Κλέαρχος, με το να ήτον πολλά δεισιδαίμων και ζηλωτής της θρησκείας των ειδώλων. Όθεν επρόσταξε και ετζάκισαν τα σκέλη του Αγίου, τα οποία παρευθύς έγιναν σώα και υγιή με την του Χριστού δύναμιν. Μετά ταύτα επεριπάτει ο Άγιος εις διαφόρους τόπους εν διαστήματι δέκα ολοκλήρων χρόνων, ιατρεύωντας κάθε νόσον πολυχρόνιον, και κάθε μαλακίαν, ήτοι ασθένειαν ολιγοχρόνιον, και τους πτωχούς ελεών. Και ούτω με τα τοιαύτα θαύματα και θεάρεστα έργα πολιτευόμενος, προς Κύριον εξεδήμησεν.
(3) Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται Νεολίδα.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Νέστορος και Τριβιμίου.
Ο τον τράχηλον Νέστορος πλήξας ξίφει,
Πληγήν ομοίαν εντρίβει Τριβιμίω.
Ούτοι οι Άγιοι, ήτον μεν από την χώραν των Κυβερραιωτών (4), από την Πέργην δε της Παμφυλίας, η οποία τώρα Πίργι ονομάζεται. (Πόλις δε ήτον αύτη πρότερον τιμημένη με θρόνον Μητροπολίτου, δεκαπέντε Επισκόπους έχουσα, τώρα δε είναι έρημος και μετετέθη εις την Αττάλειαν, ήτις πρότερον ήτον Επισκοπή της Πέργης.) Κατά δε τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου, εν έτει σνα’ [251], επροδόθησαν από τους ειδωλολάτρας, και εδάρθησαν με ξηρά βούνευρα. Έπειτα κρεμασθέντες, εξεσχίσθησαν έως μέσα εις τα σπλάγχνα. Επειδή δε εστάθησαν αμετάθετοι εις την του Χριστού πίστιν, δια τούτο απεκεφαλίσθησαν, και ούτως έλαβον οι αοίδιμοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.
(4) Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται Κυραιωτών.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Τρωαδίου, και των συν αυτώ μαρτυρησάντων επί Ακακίου του βασιλέως, εν έτει σνγ’ [253].
Μη μέλλε Τρωάδιε θνήσκειν εκ ξίφους,
Μη μέλλε και μέλλησιν ουχ’ έξει στέφος.
*
Η Αγία Μάρτυς και παρθένος Ευθαλία ξίφει τελειούται.
Υιόν φιλούσα μητροπαρθένου κόρης,
Τομήν υπέστη καλλιπάρθενος κόρη.
Αύτη η Αγία Μάρτυς Ευθαλία ήτον εις την Σικελίαν, μητέρα έχουσα αιμορροούσαν, Ευθαλίαν και αυτήν καλουμένην, η οποία ιατρεύθη από τους Αγίους Μάρτυρας Αλφειόν, Φιλάδελφον, και Κυπρίνον (5). Εφάνησαν γαρ οι τρεις ούτοι Μάρτυρες εις τον ύπνον της Ευθαλίας και είπον αυτή, εάν πιστεύσης εις τον Χριστόν και βαπτισθής, βέβαια θέλεις ιατρευθής και σωθής, εάν δε μη πιστεύσης, φεύγε μακράν από λόγου μας. Η δε Ευθαλία εξυπνίσασα, επείσθη εις τα λόγια των Αγίων Μαρτύρων. Όθεν πιστεύσασα εις τον Χριστόν, εβαπτίσθη μαζί με την συνώνυμον Ευθαλίαν την θυγατέρα της. Είχε δε αύτη υιόν, ονομαζόμενον Σερμιλιανόν, από τον οποίον υιόν της επιάσθη η μακαρία, και εκινδύνευε να πνιγή από αυτόν, διατί επίστευσεν εις τον Χριστόν. Η δε Αγία λυτρωθείσα από τας χείρας του υιού της, με την βοήθειαν μιας της δουλεύτρας, έφυγεν. Η δε θυγάτηρ της Ευθαλία ήλεγξε πολλά τον αδελφόν της, διατί ηθέλησε να θανατώση την μητέρα των. Εκείνος δε προς αυτήν απεκρίθη. Μήπως και εσύ ήσαι Χριστιανή; Η Αγία απεκρίθη. Ναι Χριστιανή είμαι, και δια τον Χριστόν είμαι ετοίμη προθύμως να αποθάνω. Τότε ο μιαρός και αλιτήριος αδελφός της, εγύμνωσεν αυτήν, και έδειρε δυνατά, είτα παρέδωκεν αυτήν εις ένα του δούλον δια να την ατιμάση. Η δε Αγία προσευξαμένη, ετύφλωσε τον δούλον. Ο δε αδελφός της βλέπωντας τούτο, εσηκώθη ως άλλος δεύτερος Κάϊν, και απέκοψε την αγίαν κεφαλήν της αδελφής του, και ούτως έλαβεν η μακαρία του μαρτυρίου τον στέφανον.
(5) Ούτοι οι Άγιοι εορτάζονται κατά την δεκάτην του Μαΐου.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Ανδρόνικος και Αθανασία, ξίφει τελειούνται.
Αθανασία συνθανόντα τη πάνυ,
Πεπείσμεθα ζην Ανδρόνικον τον πάνυ.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Β΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἡσυχίου τοῦ Συγκλητικοῦ (1).
Ποταμὸν Ἡσύχιος ὑδάτων ἔδυ,
Ὅπως ποταμὸν τοῦ πυρὸς διεκφύγῃ.
Δευτερίῃ προσέβη Ἡσύχιος ἐν πόλου ὅρμοις.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἡσύχιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει τβ΄ [302], πρῶτος ὑπάρχων τοῦ βασιλικοῦ παλατίου καὶ τῆς Συγκλήτου βουλῆς. Μαγιστριανὸς γὰρ ἦτον κατὰ τὸ ἀξίωμα. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Μαξιμιανὸς ἐπρόσταξεν, ὅτι ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ὁποῦ ἦτον στρατιῶται βασιλικοί, ἐὰν δὲν ἀρνηθοῦν τὸν Χριστόν, νὰ ὑστερηθοῦν τὰς ζώνας ὁποῦ ἐφόρουν (αἱ ὁποῖαι ἦτον σημεῖον τῆς βασιλικῆς ἀξίας ὁποῦ εἶχον) καὶ νὰ ζοῦν ὡς ἰδιῶται καὶ ἄτιμοι, ἐπειδή, λέγω, τοιαύτη παράνομος προσταγὴ ἔγινε, τούτου χάριν πολλοὶ Χριστιανοὶ ἐπροτίμησαν νὰ ζοῦν καλλίτερα χωρὶς κᾀμμίαν ἐξωτερικὴν τιμήν, πάρεξ νὰ ἔχουν μὲν τιμήν, νὰ ἀπολλύουν δὲ τὰς ψυχάς των. Μαζὶ δὲ μὲ τοὺς ἀνωτέρω Χριστιανούς, ἐσυναριθμήθη καὶ ὁ Ἅγιος οὗτος Ἡσύχιος. Μαθὼν δὲ τοῦτο ὁ βασιλεύς, ἐπρόσταξε νὰ ἐκδυθῇ τὰ πολύτιμα φορέματα, ὁποῦ ἐφόρει ὁ Ἅγιος, καὶ νὰ ἐνδυθῇ ἕνα μανδύα πενιχρόν, χωρὶς μανίκια, ὑφασμένον ἀπὸ μαλλία, καὶ νὰ συναναστρέφεται μὲ τὰς γυναῖκας, πρὸς ἀτιμίαν καὶ καταφρόνησιν.
Τούτου δὲ γενομένου, ἐπροσκάλεσεν αὐτὸν ὁ βασιλεύς, καὶ τὸν ἠρώτα, δὲν ἐντρέπεσαι, ὦ Ἡσύχιε, πῶς ἔχασες μὲν τὴν τιμὴν καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ μαγιστριανοῦ, ἐκαταβιβάσθης δὲ εἰς τὴν ἄτιμον ταύτην ζωήν; ἢ δὲν ἠξεύρεις πῶς οἱ Χριστιανοί, τῶν ὁποίων ἐπροτίμησες τὴν ζωήν, δὲν ἔχουν δύναμιν νὰ σὲ καταστήσουν πάλιν εἰς τὰς προτέρας μεγάλας τιμάς, καὶ εἰς τὸ ἀξίωμα ὁποῦ εἶχες; Ὁ δὲ Ἅγιος ἀπεκρίθη εἰς ταῦτα, ἡ μὲν τιμή σου αὕτη, ὦ βασιλεῦ, εἶναι προσωρινή, ἡ δὲ τιμὴ καὶ δόξα, ὁποῦ δίδει ὁ Χριστός, εἶναι αἰωνία καὶ ἀτελεύτητος. Ὅθεν διὰ τὰ λόγια ταῦτα ὁ βασιλεὺς θυμωθείς, ἐπρόσταξε νὰ δέσουν μίαν μεγάλην μυλόπετραν εἰς τὸν λαιμὸν τοῦ Ἁγίου, καὶ νὰ ῥίψουν αὐτὸν εἰς τὸ μέσον τοῦ ποταμοῦ, τοῦ καλουμένου Ὀρόντου, τοῦ ἐν τῇ κοίλῃ Συρίᾳ εὑρισκομένου, ὅστις κοινῶς ὀνομάζεται Ὀρόντζ, καὶ οὕτως ὁ μακάριος ἔλαβε παρὰ Κυρίου τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.
(1) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι κατὰ τὴν δευτέραν ταύτην τοῦ Μαρτίου μηνός, ἐν μὲν τῷ ἑσπερινῷ καὶ τῷ ὄρθρῳ ψάλλονται τροπάρια καὶ Κανὼν τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἡσυχίου παρὰ τοῖς Μηναίοις. Ἐν δὲ τοῖς Συναξαρίοις τῆς αὐτῆς ἡμέρας, οὐδὲ γρὺ ἀναφέρεται περὶ τοῦ Ἡσυχίου τούτου, ἀτάκτως πάνυ καὶ ἀηδῶς. Ὅθεν ἡμεῖς εὑρόντες τὸ Συναξάριον τοῦ Ἁγίου τούτου Ἡσυχίου κατὰ τὴν δεκάτην τοῦ Μαΐου κείμενον, μετεγράψαμεν αὐτὸ εἰς τὴν παροῦσαν ἡμέραν, ἵνα μή, ἄλλοθι μέν, εὑρίσκεται ἡ Ἀκολουθία αὐτοῦ, ἄλλοθι δέ, τὸ Συναξάριον αὐτοῦ.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Θεοδότου, Ἐπισκόπου Κυρηνίας τῆς Κύπρου.
Ἀθλῶν πέπλησαι Θεόδοτε στιγμάτων,
Εἰ καὶ μετ’ εἰρήνης σε Χριστὸς λαμβάνει.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Λικινίου τοῦ βασιλέως καὶ Σαβίνου ἡγεμόνος Κύπρου, ἐν ἔτει τκ΄ [320]. Διὰ δὲ τὴν τοῦ Χριστοῦ ὁμολογίαν καὶ πίστιν, παρεστάθη εἰς τὸν ῥηθέντα ἡγεμόνα. Καὶ πρῶτον μέν, ἔδειραν αὐτὸν μὲ βούνευρα, ἔπειτα δέ, τὸν ἐκρέμασαν, καὶ ἐξέσχισαν τὰς σάρκας του, εἶτα ἅπλωσαν αὐτὸν ἐπάνω εἰς ἕνα σιδηροῦν καὶ ἀναμμένον κραββάτι. Ἐπειδὴ δὲ ἐφυλάχθη ἀβλαβὴς ἐκ τοῦ πυρὸς μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ: διὰ τοῦτο ἐκάρφωσαν τοὺς πόδας του μὲ καρφία, καὶ ἔτζι τὸν ἀνάγκασαν νὰ περιπατῇ, ὕστερον δὲ ἔρριψαν αὐτὸν εἰς τὴν φυλακήν. Μετὰ δὲ τὸν θάνατον τοῦ Λικινίου, ἔπαυσεν ὁ κατὰ τῶν Χριστιανῶν διωγμός. Ὅθεν ἐλευθερώθη ἀπὸ τὴν φυλακὴν ὁ Ἅγιος κατὰ τὴν δεκάτην ἐνάτην τοῦ Ἰαννουαρίου μηνός. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν δύω χρόνοι, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε κατὰ τὴν δευτέραν ταύτην τοῦ Μαρτίου μηνός. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις εἰς τὴν μικρὰν Ἐκκλησίαν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τὴν εὑρισκομένην εἰς τὸν τόπον τὸν καλούμενον Ἁρματίου (2).
(2) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τοῦτον τὸν Ἅγιον Θεόδοτον ἐγκώμιον ἔχει Νικήτας ὁ Ῥήτωρ, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἐγκωμιαζομένου δικαίου». (Σῴζεται δὲ ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τοῦ Διονυσίου.)
*
Ὁ Ἅγιος Ὁμολογητὴς Κόϊντος ὁ Θαυματουργός, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἐπωνυμίαν ἔσχες ἐκ τῶν πραγμάτων,
Τὰ θαυμάσια ὦ Κόϊντε παμμάκαρ.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἐγεννήθη κατὰ τὴν Φρυγίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἔμαθε καὶ τὴν εὐσέβειαν κατὰ τοὺς χρόνους Αὐρηλιανοῦ βασιλέως, ἐν ἔτει σοβ΄ [272]. Πηγαίνωντας δὲ εἰς ἕνα χωρίον, καλούμενον Αἰολίδα (3), ἐμοίραζεν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχούς. Ὁ δὲ ἡγεμὼν Ῥοῦφος πιάσας τὸν Ἅγιον, ἐπρόσταξεν αὐτὸν νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, ἐδαιμονίσθη ὅμως. Ὅθεν ὁ Ἅγιος παρακαλέσας τὸν Θεόν, ἠλευθέρωσε τὸν ἡγεμόνα ἀπὸ τὸ δαιμόνιον. Διὰ τοῦτο ὄχι μόνον ἀφέθη ἐλεύθερος, ἀλλὰ καὶ δῶρα ἔλαβεν ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα εἰς ἀντιμισθίαν τῆς χάριτος. Ἐπειδὴ δὲ διὰ προσευχῆς τοῦ Ἁγίου ἔγινε σεισμός, καὶ ἐκ τοῦ σεισμοῦ ἐκρημνίσθη ὁ ναός, καὶ τὰ ἐν αὐτῷ εἴδωλα ἔπεσον, διὰ τοῦτο φυγόντες οἱ Ἕλληνες, ἀφῆκαν τὸν Ἅγιον ἐλεύθερον. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν τεσσαράκοντα ἡμέραι ὕστερον ἀπὸ τὸν σεισμόν, ἐπίασε τὸν Ἅγιον ὁ ἄρχων Κλέαρχος, μὲ τὸ νὰ ἦτον πολλὰ δεισιδαίμων καὶ ζηλωτὴς τῆς θρῃσκείας τῶν εἰδώλων. Ὅθεν ἐπρόσταξε καὶ ἐτζάκισαν τὰ σκέλη τοῦ Ἁγίου, τὰ ὁποῖα παρευθὺς ἔγιναν σῷα καὶ ὑγιῆ μὲ τὴν τοῦ Χριστοῦ δύναμιν. Μετὰ ταῦτα ἐπεριπάτει ὁ Ἅγιος εἰς διαφόρους τόπους ἐν διαστήματι δέκα ὁλοκλήρων χρόνων, ἰατρεύωντας κάθε νόσον πολυχρόνιον, καὶ κάθε μαλακίαν, ἤτοι ἀσθένειαν ὀλιγοχρόνιον, καὶ τοὺς πτωχοὺς ἐλεῶν. Καὶ οὕτω μὲ τὰ τοιαῦτα θαύματα καὶ θεάρεστα ἔργα πολιτευόμενος, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν.
(3) Ἐν δὲ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ γράφεται Νεολίδα.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Νέστορος καὶ Τριβιμίου.
Ὁ τὸν τράχηλον Νέστορος πλήξας ξίφει,
Πληγὴν ὁμοίαν ἐντρίβει Τριβιμίῳ.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι, ἦτον μὲν ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Κυβερραιωτῶν (4), ἀπὸ τὴν Πέργην δὲ τῆς Παμφυλίας, ἡ ὁποία τώρα Πίργι ὀνομάζεται. (Πόλις δὲ ἦτον αὕτη πρότερον τιμημένη μὲ θρόνον Μητροπολίτου, δεκαπέντε Ἐπισκόπους ἔχουσα, τώρα δὲ εἶναι ἔρημος καὶ μετετέθη εἰς τὴν Ἀττάλειαν, ἥτις πρότερον ἦτον Ἐπισκοπὴ τῆς Πέργης.) Κατὰ δὲ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου, ἐν ἔτει σνα΄ [251], ἐπροδόθησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας, καὶ ἐδάρθησαν μὲ ξηρὰ βούνευρα. Ἔπειτα κρεμασθέντες, ἐξεσχίσθησαν ἕως μέσα εἰς τὰ σπλάγχνα. Ἐπειδὴ δὲ ἐστάθησαν ἀμετάθετοι εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, διὰ τοῦτο ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ οὕτως ἔλαβον οἱ ἀοίδιμοι τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.
(4) Ἐν δὲ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ γράφεται Κυραιωτῶν.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Τρωαδίου, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ μαρτυρησάντων ἐπὶ Ἀκακίου τοῦ βασιλέως, ἐν ἔτει σνγ΄ [253].
Μὴ μέλλε Τρωάδιε θνήσκειν ἐκ ξίφους,
Μὴ μέλλε καὶ μέλλησιν οὐχ’ ἕξει στέφος.
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς καὶ παρθένος Εὐθαλία ξίφει τελειοῦται.
Υἱὸν φιλοῦσα μητροπαρθένου κόρης,
Τομὴν ὑπέστη καλλιπάρθενος κόρη.
Αὕτη ἡ Ἁγία Μάρτυς Εὐθαλία ἦτον εἰς τὴν Σικελίαν, μητέρα ἔχουσα αἱμορροοῦσαν, Εὐθαλίαν καὶ αὐτὴν καλουμένην, ἡ ὁποία ἰατρεύθη ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Μάρτυρας Ἀλφειόν, Φιλάδελφον, καὶ Κυπρῖνον (5). Ἐφάνησαν γὰρ οἱ τρεῖς οὗτοι Μάρτυρες εἰς τὸν ὕπνον τῆς Εὐθαλίας καὶ εἶπον αὐτῇ, ἐὰν πιστεύσῃς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ βαπτισθῇς, βέβαια θέλεις ἰατρευθῇς καὶ σωθῇς, ἐὰν δὲ μὴ πιστεύσῃς, φεῦγε μακρὰν ἀπὸ λόγου μας. Ἡ δὲ Εὐθαλία ἐξυπνίσασα, ἐπείσθη εἰς τὰ λόγια τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Ὅθεν πιστεύσασα εἰς τὸν Χριστόν, ἐβαπτίσθη μαζὶ μὲ τὴν συνώνυμον Εὐθαλίαν τὴν θυγατέρα της. Εἶχε δὲ αὕτη υἱόν, ὀνομαζόμενον Σερμιλιανόν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον υἱόν της ἐπιάσθη ἡ μακαρία, καὶ ἐκινδύνευε νὰ πνιγῇ ἀπὸ αὐτόν, διατὶ ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν. Ἡ δὲ Ἁγία λυτρωθεῖσα ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ υἱοῦ της, μὲ τὴν βοήθειαν μιᾶς της δουλεύτρας, ἔφυγεν. Ἡ δὲ θυγάτηρ της Εὐθαλία ἤλεγξε πολλὰ τὸν ἀδελφόν της, διατὶ ἠθέλησε νὰ θανατώσῃ τὴν μητέρα των. Ἐκεῖνος δὲ πρὸς αὐτὴν ἀπεκρίθη. Μήπως καὶ ἐσὺ ᾖσαι Χριστιανή; Ἡ Ἁγία ἀπεκρίθη. Ναὶ Χριστιανὴ εἶμαι, καὶ διὰ τὸν Χριστὸν εἶμαι ἑτοίμη προθύμως νὰ ἀποθάνω. Τότε ὁ μιαρὸς καὶ ἀλιτήριος ἀδελφός της, ἐγύμνωσεν αὐτήν, καὶ ἔδειρε δυνατά, εἶτα παρέδωκεν αὐτὴν εἰς ἕνα του δοῦλον διὰ νὰ τὴν ἀτιμάσῃ. Ἡ δὲ Ἁγία προσευξαμένη, ἐτύφλωσε τὸν δοῦλον. Ὁ δὲ ἀδελφός της βλέπωντας τοῦτο, ἐσηκώθη ὡς ἄλλος δεύτερος Κάϊν, καὶ ἀπέκοψε τὴν ἁγίαν κεφαλὴν τῆς ἀδελφῆς του, καὶ οὕτως ἔλαβεν ἡ μακαρία τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.
(5) Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἑορτάζονται κατὰ τὴν δεκάτην τοῦ Μαΐου.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀνδρόνικος καὶ Ἀθανασία, ξίφει τελειοῦνται.
Ἀθανασίᾳ συνθανόντα τῇ πάνυ,
Πεπείσμεθα ζῆν Ἀνδρόνικον τὸν πάνυ.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Των Αγίων Ησυχίου του Συγκλητικού, Θεοδότου Επισκόπου Κυρηνίας, Κοΐντου, Νέστορος, Ευθαλίας κ.ά.