Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου2 Ιουλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Β’, η ανάμνησις της εν τη αγία Σορώ καταθέσεως της τιμίας Εσθήτος της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας εν ταις Βλαχέρναις.
Χιτών μεν Υιού χριστοφρουροίς δημίοις,
Εσθής δε Μητρός χριστοφρουρήτω πόλει.
Δευτερίη κατέθεντο σορώ εσθήτα Πανάγνου.
Κατά τους χρόνους του βασιλέως Λέοντος του μεγάλου, του επιλεγομένου Μακέλλη, και Βηρίνης της συζύγου του, εν έτει υνη’ [458], δύω πατρίκιοι, Γάλβιος και Κάνδιδος ονομαζόμενοι, συγγενείς όντες Αρδαβουρίου και Άσπαρος, έλαβον πόθον θείον εις την καρδίαν τους, δια να υπάγουν εις Ιεροσόλυμα να προσκυνήσουν τους Αγίους Τόπους. Όθεν αναχωρήσαντες από την Κωνσταντινούπολιν, επήγαν εις την Παλαιστίνην. Φθάσαντες δε εις τους τόπους της Γαλιλαίας, ευρήκαν μίαν γυναίκα, Εβραίαν μεν κατά την φυλήν, ευλαβή δε εις τα θεία και ενάρετον. Η οποία κατοικούσα εις ένα οσπήτιον, επροσεύχετο νύκτα και ημέραν, ως η πάλαι Άννα η θυγάτηρ του Φανουήλ. Εις το ενδότερον δε μέρος του οσπητίου βλέπουν και επρόσφεραν οι Χριστιανοί λαμπάδας πολλάς και θυμιάματα. Ερωτήσαντες δε περί τούτου, έμαθον, ότι εκεί ευρίσκεται η τιμία Εσθής, ήτοι το επανωφόρεμα της Κυρίας Θεοτόκου. Όθεν εζήτησαν από την γυναίκα άδειαν, και έκαμαν εκεί αγρυπνίαν ολονύκτιον. Περιεργασθέντες δε, επήραν τα μέτρα του ξυλίνου σεντουκίου, μέσα εις το οποίον ήτον τεθησαυρισμένη η τιμία Εσθής, και έπειτα επήγαν εις τα Ιεροσόλυμα.
Πηγαίνωντας δε εκεί, εκατασκεύασαν ένα άλλο σεντούκι παρόμοιον με εκείνο, και πάλιν εγύρισαν εις το οσπήτιον της Εβραίας γυναικός. Ποιήσαντες δε τρόπον, επήραν κρυφίως το σεντούκι εκείνο, οπού είχε μέσα την τιμίαν Εσθήτα της Θεοτόκου, και την έστειλαν έμπροσθεν δια μέσου των εδικών τους ανθρώπων, αφήκαν δε εκεί το όμοιον σεντούκι, οπού εκατασκεύασαν αυτοί. Όθεν γυρίσαντες εις την Κωνσταντινούπολιν, απέθεντο το ιερόν αυτό θησαύρισμα της τιμίας Εσθήτος, εις ένα εδικόν τους προάστειον, ήτοι τζεφτιλίκιον, το οποίον επωνομάζετο Βλαχέρναι. Και δια να μη μάθη τινάς την είδησιν ταύτην, έκτισαν εκεί Ναόν εις όνομα των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Μάρκου. Επειδή όμως δεν εδυνήθησαν να κρύψουν εις πολύν καιρόν ένα τοιούτον θησαυρόν, εφανέρωσαν αυτόν εις τον βασιλέα Λέοντα. Ο δε βασιλεύς χαράς αφάτου πλησθείς, έκτισε Ναόν εκεί της Κυρίας Θεοτόκου (1) όπου τώρα ευρίσκεται η αγία σορός, ήτοι το σεντούκι, μέσα εις το οποίον είναι αποτεθησαυρισμένη η τιμία Εσθής και το άγιον Παλλίον, ήτοι το επανωφόρεμα της Θεομήτορος. Περιτειλίξας δε την τιμίαν Εσθήτα ο βασιλεύς με πορφυρίδα βασιλικήν, έβαλεν αυτήν μέσα εις άλλο σεντουκάκι κεχριμπαρένιον, και εβούλλωσεν αυτό με βούλλας βασιλικάς. Το σεντουκάκι δε αυτό, είναι έως της σήμερον φυλακτήριον όλης της Βασιλευούσης Πόλεως, και διωκτήριον κάθε ασθενείας, και πολεμίων εχθρών. Τελείται δε η Σύναξις και εορτή της σορού ταύτης εις τας ιδίας Βλαχέρνας. (Την κατά πλάτος διήγησιν περί της τιμίας Εσθήτος όρα εις την Καλοκαιρινήν (2).)
(1) Διαφωνία ευρίσκεται μεταξύ του Συναξαρίου τούτου και του ακολούθου Συναξαρίου του Πατριάρχου Ιουβεναλίου. Εκεί γαρ γράφεται, ότι ο προ του Λέοντος του Μεγάλου Μαρκιανός, συν τη Πουλχερία, έκτισαν τας Βλαχέρνας. Εδώ δε γράφεται, ότι ο Λέων έκτισε τον εν Βλαχέρναις Ναόν. Αλλ’ ίσως, ο μεν Μαρκιανός, έκτισεν, ήτοι ανέκτισε και ανεκαίνισε τας Βλαχέρνας και τον εν αυταίς Ναόν των Αποστόλων Πέτρου και Μάρκου, ως ερρέθη ανωτέρω. Ο δε Λέων ο Μέγας, έκτισε τον εν ταις αυταίς Βλαχέρναις Ναόν της Θεοτόκου, ως γράφεται εδώ.
(2) Σημείωσαι, ότι η τιμία αύτη Εσθής της Θεοτόκου, ήτον υφασμένη από μαλλί, το οποίον εις εξ μήνας από τους σκώληκας και την βότριδα διαφθείρεται. Μόλον τούτο, η τιμία αύτη Εσθής, ήτον όλη αδιάφθορος και κατά το φάδι και κατά το στιμόνι, ήτον δε και αυτόχροος. Εμαρτύρει δε δια της αφθορίας, την αφθορίαν και απάθειαν του παρθενικού της Θεοτόκου σώματος. Ανοιχθείσης γαρ μίαν φοράν της αγίας Σορού, η μεν βασιλική και μεταξωτή αλουργίς, περί ης ανωτέρω είρηται, ευρέθη από την πολυκαιρίαν διεφθαρμένη. Η δε τιμία Εσθής της Θεοτόκου, ευρέθη άφθορος. Ταύτα μεν γράφονται εν τη Καλοκαιρινή. Ο δε Νικηφόρος, λέγει περί της Εσθήτος, ότι ην εξ ερίων ευφθάρτων υφασμένη, και στιμόνων ομοειδών και ομοχρόων. Και ότι αδιάφθαρτός εστι και αδιάλυτος μέχρι του νυν, το θαύμα της Αειπαρθένου ανακηρύττουσα. Όθεν και Μιχαήλ ο Τραυλός εξήνεγκε κατά του τυράννου Θωμά, τα Τίμια Ξύλα, και την Εσθήτα ταύτην της Θεοτόκου (παρά Δοσιθέου, σελ. 1152 της Δωδεκαβίβλου). Όρα και εις την τριακοστήν πρώτην του Αυγούστου εν τη υποσημειώσει.
Και ταύτα δε προσθέττομεν ενταύθα, ως τριπόθητα παρά τοις φιλοχρίστοις, άπερ γράφει ο αυτός Δοσίθεος εν σελ. 1152, ήγουν, ότι εν ταις Βλαχέρναις ευρίσκοντο τα Σπάργανα του Χριστού, ο ακάνθινος Στέφανος, η Σινδών του Χριστού, και το Λέντιον, και το πορφυρούν Ιμάτιον, και ο Σπόγγος του Ζωοδότου, και το ωμοφόριον της Θεοτόκου, το οποίον φαίνεται να ήτον άλλο από την Εσθήτα, κατά τον αυτόν Δοσίθεον (αυτόθι). Όθεν Μιχαήλ ο δουξ εν τη μονωδία, θρηνών την Κωνσταντινούπολιν υπό των Οθωμανών αλωθείσαν, έλεγε προς τοις άλλοις· «Πού τα των Αποστόλων του Κυρίου μου σώματα, τα προ πολλού φυτευθέντα εν τω αειθαλεί Παραδείσω; (της Κωνσταντινουπόλεως) πού το πορφυρούν Ιμάτιον; πού η Λόγχη; πού ο Σπόγγος; πού ο Κάλαμος;»
Σημείωσαι, ότι τα ελλείποντα τροπάρια της Ακολουθίας της τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου, ανεπλήρωσεν η εμή αδυναμία. Και τούτο δε σημείωσαι, ότι λόγον έχει περί της μετακομιδής εις την βασιλεύουσαν της τιμίας Εσθήτος, Θεόδωρος ο Πρεσβύτερος της Μεγάλης Εκκλησίας, ου η αρχή· «Θεία τινά και μεγάλα μυστήρια Θεού φιλανθρωπίας». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τω πέμπτω Πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου και εν τη των Ιβήρων.) Εν δε τη Ιερά Μονή των Ιβήρων σώζεται έτι εις λόγος ελληνικός εις την αυτήν κατάθεσιν, ου η αρχή· «Της μεν θείας ταφής του ζωηφόρου σώματος». Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα σώζεται λόγος εις, διαλαμβάνων περί της φανερώσεως της τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου, ου η αρχή· «Λέων ο μέγας, ο κατ’ εκείνο καιρού τα Ρωμαίων σκήπτρα διϊθύνων».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Ιουβεναλίου Πατριάρχου Ιεροσολύμων.
Μνήμην γεραίρω την Ιουβεναλίου,
Ου μνήμα θείον η Παλαιστίνη φέρει.
Ούτος ο εν Αγίοις πατήρ ημών Ιουβενάλιος ήτον κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υη’ [408], αρχιερατεύσας εις τα Ιεροσόλυμα τρίτος μετά τον Άγιον Κύριλλον, και φθάσας έως εις τας βασιλείας Μαρκιανού του εν έτει υν’ [450] βασιλεύσαντος, και Λέοντος του μεγάλου, του εν έτει υνη’ [458] βασιλεύσαντος. Παρών δε ήτον ούτος και εις την εν Εφέσω Τρίτην και Οικουμενικήν Σύνοδον την εν έτει υλα’ [431] συγκροτηθείσαν, εις ων των εν αυτή διακοσίων Πατέρων. Τότε δε έλαμψεν εις τα δόγματα της πίστεως μαζί με τον θεσπέσιον Κύριλλον τον Αλεξανδρείας. Έφθασε δε και έως εις την Τετάρτην Σύνοδον των εξακοσίων τριάκοντα θεοφόρων Πατέρων, την εν Χαλκηδόνι συγκροτηθείσαν εν έτει υνα’ [451]. Κατά την οποίαν ετιμήθη από τον βασιλέα Μαρκιανόν δια την σοφίαν και αρετήν του. Όταν δε έκτισε τας Βλαχέρνας ο βασιλεύς Μαρκιανός μαζί με την Πουλχερίαν, ερώτησε τότε παρόντα τον Άγιον τούτον Ιουβενάλιον, αν ίσως και ηξεύρη, πού ετέθη το σώμα της Θεοτόκου. Ο δε απεκρίθη, ότι από εγγράφου μεν ιστορίας δεν ηξεύρει, φέρεται δε λόγος παλαιός και αληθής, ότι αφ’ ου το σώμα της Θεοτόκου ενταφιάσθη από τους Αποστόλους, ηκούετο εις τον τάφον της αγγελική υμνωδία έως τρεις ημέρας. Μετά δε την τρίτην ημέραν, επειδή και ένας από τους Αποστόλους (ο Θωμάς δηλαδή) δεν ήτον παρών εις τον ενταφιασμόν της Θεοτόκου, δια τούτο ανοίχθη ο τάφος, και δεν ευρέθη το σώμα της, πάρεξ μόνα τα εντάφια. Όθεν παρεκάλεσεν ο βασιλεύς τον Άγιον, καν να βουλλώση και να στείλη εις την Κωνσταντινούπολιν το σεντούκι, όπου εβάλθη το σώμα της Θοτόκου μαζι με τα εντάφιά της, το οποίον και έγινεν. Ο δε Άγιος Ιουβενάλιος πατριαρχεύσας τριανταοκτώ χρόνους, εν ειρήνη εκοιμήθη (3).
(3) Ο δε Δοσίθεος, σελ. 402 της Δωδεκαβίβλου, γράφει, ότι ο θείος ούτος Ιουβενάλιος εκοιμήθη εν έτει τετρακοσιοστώ πεντηκοστώ εβδόμω, πατριαρχεύσας χρόνους εικοσιοκτώ, ως φαίνεται εις τον Βίον του Αγίου Σάββα. Ει και αλλαχού λέγεται, ότι έζησε χρόνους τεσσαρακοντατέσσαρας εις το Πατριαρχείον, ως φαίνεται και εις τον Βίον του Αγίου Ευθυμίου. Ούτος ο Πατριάρχης έγραψε και περί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και της μετά τρεις ημέρας Μεταστάσεως εις τον Ουρανόν του θεοδόχου αυτής σώματος.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Κοΐντου.
Θλασθείς σκέλη Κόϊντος ερρώσθη πάλιν,
Στεφθήσεται πλην και θανών κοινώ τέλει.
Ούτος εγεννήθη και εδιδάχθη την ευσέβειαν εις την Φρυγίαν. Πηγαίνωντας δε εις το χωρίον το καλούμενον Αιωλίς, έδιδεν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, και ιάτρευε τους ενοχλουμένους από ακάθαρτα πνεύματα. Επειδή δε ο ηγεμών Ρούφος ηνάγκαζε τούτον δια να θυσιάση εις τα είδωλα, δια τούτο εδαιμονίσθη, αλλ’ ο Άγιος εθεράπευσεν αυτόν. Όθεν ανταμείψας αυτόν ο ηγεμών με τιμάς και δώρα, τον αφήκεν ελεύθερον. Πηγαίνωντας δε ο Άγιος εις την Πέργαμον, επιάσθη από τους Έλληνας, τους ονομαζομένους Κυμαίους, οι οποίοι άρχισαν δια να τον βασανίζουν. Αιφνιδίως δε έγινε σεισμός, και ευθύς εκρημνίσθη ο ναός των Ελλήνων, και τα εν αυτώ είδωλα εσυντρίφθησαν. Όθεν φοβηθέντες, αφήκαν ελεύθερον τον Άγιον. Ύστερον δε πηγαίνωντας εις την Πέργαμον ο άρχων Κλέαρχος, επίασε τον Άγιον, και ετζάκισε τα σκέλη του, γενόμενος όμως υγιής υπό της χάριτος του Θεού, έζησεν από τότε και ύστερα χρόνους δέκα, μετά ταύτα δε απήλθε προς Κύριον. (Το δε ελληνικόν τούτου Μαρτύριον σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «Στέφανος μεν πολυανθής».)
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Β΄, ἡ ἀνάμνησις τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ Σορῷ καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας ἐν ταῖς Βλαχέρναις.
Χιτὼν μὲν Υἱοῦ χριστοφρουροῖς δημίοις,
Ἐσθὴς δὲ Μητρὸς χριστοφρουρήτῳ πόλει.
Δευτερίῃ κατέθεντο σορῷ ἐσθῆτα Πανάγνου.
Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λέοντος τοῦ μεγάλου, τοῦ ἐπιλεγομένου Μακέλλη, καὶ Βηρίνης τῆς συζύγου του, ἐν ἔτει υνη΄ [458], δύω πατρίκιοι, Γάλβιος καὶ Κάνδιδος ὀνομαζόμενοι, συγγενεῖς ὄντες Ἀρδαβουρίου καὶ Ἄσπαρος, ἔλαβον πόθον θεῖον εἰς τὴν καρδίαν τους, διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς Ἱεροσόλυμα νὰ προσκυνήσουν τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ὅθεν ἀναχωρήσαντες ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἐπῆγαν εἰς τὴν Παλαιστίνην. Φθάσαντες δὲ εἰς τοὺς τόπους τῆς Γαλιλαίας, εὑρῆκαν μίαν γυναῖκα, Ἑβραίαν μὲν κατὰ τὴν φυλήν, εὐλαβῆ δὲ εἰς τὰ θεῖα καὶ ἐνάρετον. Ἡ ὁποία κατοικοῦσα εἰς ἕνα ὁσπήτιον, ἐπροσεύχετο νύκτα καὶ ἡμέραν, ὡς ἡ πάλαι Ἄννα ἡ θυγάτηρ τοῦ Φανουήλ. Εἰς τὸ ἐνδότερον δὲ μέρος τοῦ ὁσπητίου βλέπουν καὶ ἐπρόσφεραν οἱ Χριστιανοὶ λαμπάδας πολλὰς καὶ θυμιάματα. Ἐρωτήσαντες δὲ περὶ τούτου, ἔμαθον, ὅτι ἐκεῖ εὑρίσκεται ἡ τιμία Ἐσθής, ἤτοι τὸ ἐπανωφόρεμα τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Ὅθεν ἐζήτησαν ἀπὸ τὴν γυναῖκα ἄδειαν, καὶ ἔκαμαν ἐκεῖ ἀγρυπνίαν ὁλονύκτιον. Περιεργασθέντες δέ, ἐπῆραν τὰ μέτρα τοῦ ξυλίνου σεντουκίου, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ἦτον τεθησαυρισμένη ἡ τιμία Ἐσθής, καὶ ἔπειτα ἐπῆγαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
Πηγαίνωντας δὲ ἐκεῖ, ἐκατασκεύασαν ἕνα ἄλλο σεντοῦκι παρόμοιον μὲ ἐκεῖνο, καὶ πάλιν ἐγύρισαν εἰς τὸ ὁσπήτιον τῆς Ἑβραίας γυναικός. Ποιήσαντες δὲ τρόπον, ἐπῆραν κρυφίως τὸ σεντοῦκι ἐκεῖνο, ὁποῦ εἶχε μέσα τὴν τιμίαν Ἐσθῆτα τῆς Θεοτόκου, καὶ τὴν ἔστειλαν ἔμπροσθεν διὰ μέσου τῶν ἐδικῶν τους ἀνθρώπων, ἀφῆκαν δὲ ἐκεῖ τὸ ὅμοιον σεντοῦκι, ὁποῦ ἐκατασκεύασαν αὐτοί. Ὅθεν γυρίσαντες εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἀπέθεντο τὸ ἱερὸν αὐτὸ θησαύρισμα τῆς τιμίας Ἐσθῆτος, εἰς ἕνα ἐδικόν τους προάστειον, ἤτοι τζεφτιλίκιον, τὸ ὁποῖον ἐπωνομάζετο Βλαχέρναι. Καὶ διὰ νὰ μὴ μάθῃ τινὰς τὴν εἴδησιν ταύτην, ἔκτισαν ἐκεῖ Ναὸν εἰς ὄνομα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Μάρκου. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐδυνήθησαν νὰ κρύψουν εἰς πολὺν καιρὸν ἕνα τοιοῦτον θησαυρόν, ἐφανέρωσαν αὐτὸν εἰς τὸν βασιλέα Λέοντα. Ὁ δὲ βασιλεὺς χαρᾶς ἀφάτου πλησθείς, ἔκτισε Ναὸν ἐκεῖ τῆς Κυρίας Θεοτόκου (1) ὅπου τώρα εὑρίσκεται ἡ ἁγία σορός, ἤτοι τὸ σεντοῦκι, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον εἶναι ἀποτεθησαυρισμένη ἡ τιμία Ἐσθὴς καὶ τὸ ἅγιον Παλλίον, ἤτοι τὸ ἐπανωφόρεμα τῆς Θεομήτορος. Περιτειλίξας δὲ τὴν τιμίαν Ἐσθῆτα ὁ βασιλεὺς μὲ πορφυρίδα βασιλικήν, ἔβαλεν αὐτὴν μέσα εἰς ἄλλο σεντουκάκι κεχριμπαρένιον, καὶ ἐβούλλωσεν αὐτὸ μὲ βούλλας βασιλικάς. Τὸ σεντουκάκι δὲ αὐτό, εἶναι ἕως τῆς σήμερον φυλακτήριον ὅλης τῆς Βασιλευούσης Πόλεως, καὶ διωκτήριον κάθε ἀσθενείας, καὶ πολεμίων ἐχθρῶν. Τελεῖται δὲ ἡ Σύναξις καὶ ἑορτὴ τῆς σοροῦ ταύτης εἰς τὰς ἰδίας Βλαχέρνας. (Τὴν κατὰ πλάτος διήγησιν περὶ τῆς τιμίας Ἐσθῆτος ὅρα εἰς τὴν Καλοκαιρινήν (2).)
(1) Διαφωνία εὑρίσκεται μεταξὺ τοῦ Συναξαρίου τούτου καὶ τοῦ ἀκολούθου Συναξαρίου τοῦ Πατριάρχου Ἰουβεναλίου. Ἐκεῖ γὰρ γράφεται, ὅτι ὁ πρὸ τοῦ Λέοντος τοῦ Μεγάλου Μαρκιανός, σὺν τῇ Πουλχερίᾳ, ἔκτισαν τὰς Βλαχέρνας. Ἐδῶ δὲ γράφεται, ὅτι ὁ Λέων ἔκτισε τὸν ἐν Βλαχέρναις Ναόν. Ἀλλ’ ἴσως, ὁ μὲν Μαρκιανός, ἔκτισεν, ἤτοι ἀνέκτισε καὶ ἀνεκαίνισε τὰς Βλαχέρνας καὶ τὸν ἐν αὐταῖς Ναὸν τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Μάρκου, ὡς ἐρρέθη ἀνωτέρω. Ὁ δὲ Λέων ὁ Μέγας, ἔκτισε τὸν ἐν ταῖς αὐταῖς Βλαχέρναις Ναὸν τῆς Θεοτόκου, ὡς γράφεται ἐδῶ.
(2) Σημείωσαι, ὅτι ἡ τιμία αὕτη Ἐσθὴς τῆς Θεοτόκου, ἦτον ὑφασμένη ἀπὸ μαλλί, τὸ ὁποῖον εἰς ἓξ μῆνας ἀπὸ τοὺς σκώληκας καὶ τὴν βότριδα διαφθείρεται. Μὅλον τοῦτο, ἡ τιμία αὕτη Ἐσθής, ἦτον ὅλη ἀδιάφθορος καὶ κατὰ τὸ φάδι καὶ κατὰ τὸ στιμόνι, ἦτον δὲ καὶ αὐτόχροος. Ἐμαρτύρει δὲ διὰ τῆς ἀφθορίας, τὴν ἀφθορίαν καὶ ἀπάθειαν τοῦ παρθενικοῦ τῆς Θεοτόκου σώματος. Ἀνοιχθείσης γὰρ μίαν φορὰν τῆς ἁγίας Σοροῦ, ἡ μὲν βασιλικὴ καὶ μεταξωτὴ ἁλουργίς, περὶ ἧς ἀνωτέρω εἴρηται, εὑρέθη ἀπὸ τὴν πολυκαιρίαν διεφθαρμένη. Ἡ δὲ τιμία Ἐσθὴς τῆς Θεοτόκου, εὑρέθη ἄφθορος. Ταῦτα μὲν γράφονται ἐν τῇ Καλοκαιρινῇ. Ὁ δὲ Νικηφόρος, λέγει περὶ τῆς Ἐσθῆτος, ὅτι ἦν ἐξ ἐρίων εὐφθάρτων ὑφασμένη, καὶ στιμόνων ὁμοειδῶν καὶ ὁμοχρόων. Καὶ ὅτι ἀδιάφθαρτός ἐστι καὶ ἀδιάλυτος μέχρι τοῦ νῦν, τὸ θαῦμα τῆς ᾈειπαρθένου ἀνακηρύττουσα. Ὅθεν καὶ Μιχαὴλ ὁ Τραυλὸς ἐξήνεγκε κατὰ τοῦ τυράννου Θωμᾶ, τὰ Τίμια Ξύλα, καὶ τὴν Ἐσθῆτα ταύτην τῆς Θεοτόκου (παρὰ Δοσιθέου, σελ. 1152 τῆς Δωδεκαβίβλου). Ὅρα καὶ εἰς τὴν τριακοστὴν πρώτην τοῦ Αὐγούστου ἐν τῇ ὑποσημειώσει.
Καὶ ταῦτα δὲ προσθέττομεν ἐνταῦθα, ὡς τριπόθητα παρὰ τοῖς φιλοχρίστοις, ἅπερ γράφει ὁ αὐτὸς Δοσίθεος ἐν σελ. 1152, ἤγουν, ὅτι ἐν ταῖς Βλαχέρναις εὑρίσκοντο τὰ Σπάργανα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀκάνθινος Στέφανος, ἡ Σινδὼν τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸ Λέντιον, καὶ τὸ πορφυροῦν Ἱμάτιον, καὶ ὁ Σπόγγος τοῦ Ζωοδότου, καὶ τὸ ὠμοφόριον τῆς Θεοτόκου, τὸ ὁποῖον φαίνεται νὰ ἦτον ἄλλο ἀπὸ τὴν Ἐσθῆτα, κατὰ τὸν αὐτὸν Δοσίθεον (αὐτόθι). Ὅθεν Μιχαὴλ ὁ δοὺξ ἐν τῇ μονωδίᾳ, θρηνῶν τὴν Κωνσταντινούπολιν ὑπὸ τῶν Ὀθωμανῶν ἁλωθεῖσαν, ἔλεγε πρὸς τοῖς ἄλλοις· «Ποῦ τὰ τῶν Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου μου σώματα, τὰ πρὸ πολλοῦ φυτευθέντα ἐν τῷ ᾀειθαλεῖ Παραδείσῳ; (τῆς Κωνσταντινουπόλεως) ποῦ τὸ πορφυροῦν Ἱμάτιον; ποῦ ἡ Λόγχη; ποῦ ὁ Σπόγγος; ποῦ ὁ Κάλαμος;»
Σημείωσαι, ὅτι τὰ ἐλλείποντα τροπάρια τῆς Ἀκολουθίας τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου, ἀνεπλήρωσεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία. Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι, ὅτι λόγον ἔχει περὶ τῆς μετακομιδῆς εἰς τὴν βασιλεύουσαν τῆς τιμίας Ἐσθῆτος, Θεόδωρος ὁ Πρεσβύτερος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, οὗ ἡ ἀρχή· «Θεῖά τινα καὶ μεγάλα μυστήρια Θεοῦ φιλανθρωπίας». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῷ πέμπτῳ Πανηγυρικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων.) Ἐν δὲ τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων σῴζεται ἔτι εἷς λόγος ἑλληνικὸς εἰς τὴν αὐτὴν κατάθεσιν, οὗ ἡ ἀρχή· «Τῆς μὲν θείας ταφῆς τοῦ ζωηφόρου σώματος». Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζεται λόγος εἷς, διαλαμβάνων περὶ τῆς φανερώσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου, οὗ ἡ ἀρχή· «Λέων ὁ μέγας, ὁ κατ’ ἐκεῖνο καιροῦ τὰ Ῥωμαίων σκῆπτρα διϊθύνων».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἰουβεναλίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων.
Μνήμην γεραίρω τὴν Ἰουβεναλίου,
Οὗ μνῆμα θεῖον ἡ Παλαιστίνη φέρει.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Ἰουβενάλιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ ἐν ἔτει υη΄ [408], ἀρχιερατεύσας εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα τρίτος μετὰ τὸν Ἅγιον Κύριλλον, καὶ φθάσας ἕως εἰς τὰς βασιλείας Μαρκιανοῦ τοῦ ἐν ἔτει υν΄ [450] βασιλεύσαντος, καὶ Λέοντος τοῦ μεγάλου, τοῦ ἐν ἔτει υνη΄ [458] βασιλεύσαντος. Παρὼν δὲ ἦτον οὗτος καὶ εἰς τὴν ἐν Ἐφέσῳ Τρίτην καὶ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον τὴν ἐν ἔτει υλα΄ [431] συγκροτηθεῖσαν, εἷς ὢν τῶν ἐν αὐτῇ διακοσίων Πατέρων. Τότε δὲ ἔλαμψεν εἰς τὰ δόγματα τῆς πίστεως μαζὶ μὲ τὸν θεσπέσιον Κύριλλον τὸν Ἀλεξανδρείας. Ἔφθασε δὲ καὶ ἕως εἰς τὴν Τετάρτην Σύνοδον τῶν ἑξακοσίων τριάκοντα θεοφόρων Πατέρων, τὴν ἐν Χαλκηδόνι συγκροτηθεῖσαν ἐν ἔτει υνα΄ [451]. Κατὰ τὴν ὁποίαν ἐτιμήθη ἀπὸ τὸν βασιλέα Μαρκιανὸν διὰ τὴν σοφίαν καὶ ἀρετήν του. Ὅταν δὲ ἔκτισε τὰς Βλαχέρνας ὁ βασιλεὺς Μαρκιανὸς μαζὶ μὲ τὴν Πουλχερίαν, ἐρώτησε τότε παρόντα τὸν Ἅγιον τοῦτον Ἰουβενάλιον, ἂν ἴσως καὶ ἠξεύρῃ, ποῦ ἐτέθη τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου. Ὁ δὲ ἀπεκρίθη, ὅτι ἀπὸ ἐγγράφου μὲν ἱστορίας δὲν ἠξεύρει, φέρεται δὲ λόγος παλαιὸς καὶ ἀληθής, ὅτι ἀφ’ οὗ τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου ἐνταφιάσθη ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἠκούετο εἰς τὸν τάφον της ἀγγελικὴ ὑμνῳδία ἕως τρεῖς ἡμέρας. Μετὰ δὲ τὴν τρίτην ἡμέραν, ἐπειδὴ καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους (ὁ Θωμᾶς δηλαδή) δὲν ἦτον παρὼν εἰς τὸν ἐνταφιασμὸν τῆς Θεοτόκου, διὰ τοῦτο ἀνοίχθη ὁ τάφος, καὶ δὲν εὑρέθη τὸ σῶμά της, πάρεξ μόνα τὰ ἐντάφια. Ὅθεν παρεκάλεσεν ὁ βασιλεὺς τὸν Ἅγιον, κᾂν νὰ βουλλώσῃ καὶ νὰ στείλῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ σεντοῦκι, ὅπου ἐβάλθη τὸ σῶμα τῆς Θοτόκου μαζι μὲ τὰ ἐντάφιά της, τὸ ὁποῖον καὶ ἔγινεν. Ὁ δὲ Ἅγιος Ἰουβενάλιος πατριαρχεύσας τριανταοκτὼ χρόνους, ἐν εἰρήνῃ ἐκοιμήθη (3).
(3) Ὁ δὲ Δοσίθεος, σελ. 402 τῆς Δωδεκαβίβλου, γράφει, ὅτι ὁ θεῖος οὗτος Ἰουβενάλιος ἐκοιμήθη ἐν ἔτει τετρακοσιοστῷ πεντηκοστῷ ἑβδόμῳ, πατριαρχεύσας χρόνους εἰκοσιοκτώ, ὡς φαίνεται εἰς τὸν Βίον τοῦ Ἁγίου Σάββα. Εἰ καὶ ἀλλαχοῦ λέγεται, ὅτι ἔζησε χρόνους τεσσαρακοντατέσσαρας εἰς τὸ Πατριαρχεῖον, ὡς φαίνεται καὶ εἰς τὸν Βίον τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου. Οὗτος ὁ Πατριάρχης ἔγραψε καὶ περὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, καὶ τῆς μετὰ τρεῖς ἡμέρας Μεταστάσεως εἰς τὸν Οὐρανὸν τοῦ θεοδόχου αὐτῆς σώματος
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Κοΐντου.
Θλασθεὶς σκέλη Κόϊντος ἐρρώσθη πάλιν,
Στεφθήσεται πλὴν καὶ θανὼν κοινῷ τέλει.
Οὗτος ἐγεννήθη καὶ ἐδιδάχθη τὴν εὐσέβειαν εἰς τὴν Φρυγίαν. Πηγαίνωντας δὲ εἰς τὸ χωρίον τὸ καλούμενον Αἰωλίς, ἔδιδεν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ ἰάτρευε τοὺς ἐνοχλουμένους ἀπὸ ἀκάθαρτα πνεύματα. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἡγεμὼν Ῥοῦφος ἠνάγκαζε τοῦτον διὰ νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, διὰ τοῦτο ἐδαιμονίσθη, ἀλλ’ ὁ Ἅγιος ἐθεράπευσεν αὐτόν. Ὅθεν ἀνταμείψας αὐτὸν ὁ ἡγεμὼν μὲ τιμὰς καὶ δῶρα, τὸν ἀφῆκεν ἐλεύθερον. Πηγαίνωντας δὲ ὁ Ἅγιος εἰς τὴν Πέργαμον, ἐπιάσθη ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας, τοὺς ὀνομαζομένους Κυμαίους, οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν διὰ νὰ τὸν βασανίζουν. Αἰφνιδίως δὲ ἔγινε σεισμός, καὶ εὐθὺς ἐκρημνίσθη ὁ ναὸς τῶν Ἑλλήνων, καὶ τὰ ἐν αὐτῷ εἴδωλα ἐσυντρίφθησαν. Ὅθεν φοβηθέντες, ἀφῆκαν ἐλεύθερον τὸν Ἅγιον. Ὕστερον δὲ πηγαίνωντας εἰς τὴν Πέργαμον ὁ ἄρχων Κλέαρχος, ἐπίασε τὸν Ἅγιον, καὶ ἐτζάκισε τὰ σκέλη του, γενόμενος ὅμως ὑγιὴς ὑπὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἔζησεν ἀπὸ τότε καὶ ὕστερα χρόνους δέκα, μετὰ ταῦτα δὲ ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. (Τὸ δὲ ἑλληνικὸν τούτου Μαρτύριον σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, οὗ ἡ ἀρχή· «Στέφανος μὲν πολυανθής».)
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *