Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου2 Ιανουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Β’, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Σιλβέστρου Πάπα Ρώμης.
Ζωοί νεκρόν βουν αισχύνων Ζαμβρήν μάγον,
Ο και νεκρός ζων Σίλβεστρος Ρώμης Πάπας.
Θυμόν αποπνείει Σίλβεστρος δευτέρη ηοί.
Ούτος ο Άγιος δια την εις το άκρον της αρετής ανάβασιν, εχειροτονήθη της πρεσβυτέρας Ρώμης Επίσκοπος, αφ’ ου εκοιμήθη ο προκάτοχος της Ρώμης Επίσκοπος Μιλτιάδης. Πολλά δε θαύματα ποιήσας, τον Μέγαν εν βασιλεύσι Κωνσταντίνον προς την εις Χριστόν πίστιν ωδήγησε. Και δια του θείου Βαπτίσματος, τα της ψυχής ομού και του σώματος πάθη αυτού εκαθάρισε (1). Και απέδειξε τον Χριστόν, ότι επροκηρύχθη παρά του νόμου. Αυτός και τον ταύρον ανέστησε, τον οποίον ο Εβραίος Ζαμβρής, εθανάτωσε μεν, δεν εδυνήθη όμως να αναστήση. Εις πολλούς δε και άλλους ανθρώπους αίτιος σωτηρίας γεγονώς ο μακάριος ούτος Πατήρ, εις γήρας βαθύ προς Κύριον εξεδήμησε. (Τον κατά πλάτος Βίον τούτου όρα εις τον Νέον Παράδεισον.) Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα, και τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, σώζεται εις λόγος προς τον Άγιον τούτον Σίλβεστρον, ου η αρχή· «Οι μεν σεπτοί και θεόπται Απόστολοι», έστι δε ποίημα Ιωάννου του Ζωναρά. Ευρίσκεται δε και εν τη Λαύρα Βίος αυτού, ου η αρχή· «Ευσέβιος ο Παμφίλου την Εκκλησιαστικήν».
(1) Διαφωνίαν ευρίσκω μεγάλην περί του βαπτίσματος του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο μεν γαρ κύριος Μελέτιος Αθηνών, σελ. 309 του πρώτου τόμου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, λέγει, ότι ο Άγιος ούτος Σίλβεστρος, κεκρυμμένος ων δια τον επικείμενον διωγμόν, εκατήχησε τον Μέγαν Κωνσταντίνον, και εβάπτισεν αυτόν. Όστις εξελθών από την κολυμβήθραν του Αγίου Βαπτίσματος, έγινεν υγιής, με το να έπεσον από το σώμα του ωσάν λεπίδες, τα εξανθήματα οπού είχε, και ότι, τούτο ιδών ο λαός, εβαπτίσθησαν πολλοί. Και ότι, όσοι λέγουσι, πως ο Κωνσταντίνος εβαπτίσθη εις την Νικομήδειαν, ων εγγύς του θανάτου, από τον Αρειανόν Ευσέβιον τον Επίσκοπον Νικομηδείας, ούτοι ψεύδονται, ως λέγουσιν οι πλείονες. Και μάλιστα ο Θεοφάνης και Μιχαήλ ο Γλυκάς.
Ο δε Ιεροσολύμων πολυμαθέστατος κύριος Δοσίθεος, σελ. 80 της Δωδεκαβίβλου, την εναντίαν δόξαν υπερασπίζεται, ότι δηλαδή δεν εβαπτίσθη ο Μέγας Κωνσταντίνος από τον Άγιον Σίλβεστρον εν τη Ρώμη. Αλλά εβαπτίσθη εν τινι προαστείω της Νικομηδείας από την κοινότητα των Επισκόπων κατά το τέλος της ζωής του. Φέρει δε μάρτυρας τον Ευσέβιον Νικομηδείας, βεβαιούντα τούτο εις το τέταρτον βιβλίον της ζωής Κωνσταντίνου, δηλαδή ότι ο Κωνσταντίνος συγκαλέσας τους Επισκόπους, κοινώς διελέχθη αυτοίς περί του βαπτίσματος. Και ότι ουκ εβαπτίσθη πρότερον. Διότι εβούλετο απελθείν και βαπτισθήναι εν τω Ιορδάνη ποταμώ. Ούτω γαρ επί λέξεως λέγει· «Επί προάστειον της Νικομηδέων αφικνείται πόλεως. Κανταύθα συγκαλέσας τους Επισκόπους, ώδε πη αυτοίς διελέξατο. Ούτος ην αυτός ο πάλαι μοι διψώντι και ευχομένω της εν Θεώ τυχείν σωτηρίας καιρός ελπιζόμενος. Ώρα και ημάς απολαύσαι της αθανατοποιού σφραγίδος. Ώρα του σωτηρίου σφραγίσματος μετασχείν. Επί ρείθρων Ιορδάνου ποταμού ενενόουν ποτέ, εφ’ ων και ο Σωτήρ εις ημέτερον τύπον, του λουτρού μετασχείν μνημονεύεται. Θεός δ’ άρα το συμφέρον ειδώς, εντεύθεν ήδη τούτων ημάς αξιοί» (κεφάλ. ξα’).
Ομοίως φέρει μάρτυρα και τον Θεοδώρητον λέγοντα αυτολεξεί εις το λ’ κεφ. Ι, του α’ βιβλίου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας. «Εν Νικομηδεία δε της Βιθυνίας διάγων, ηρρώστησεν (ο Κωνσταντίνος δηλαδή), το δε της ανθρωπίνης βιότητος άδηλον επιστάμενος, του θείου Βαπτίσματος το δώρον εδέξατο. Ανεβάλλετο δε μέχρι τούδε του χρόνου, εν Ιορδάνη τω ποταμώ τούτου τυχείν ιμειρόμενος». Φέρει δε και τον Σωζόμενον λέγοντα εν κεφ. λβ’, του β’ βιβλίου· «Χαλεπώτερον δε διατεθείς, (ο Κωνσταντίνος δηλαδή), διεκομίσθη εις Νικομήδειαν. Ένθα δη εν προαστείω διάγων, εμυήθη την ιεράν Βάπτισιν». Ομοίως φέρει και τον Σωκράτην τούτο μαρτυρούντα.
Ου λέγει όμως ο Δοσίθεος, ότι εβάπτισε τον Άγιον Κωνσταντίνον ο Αρειανός Ευσέβιος. Όχι. Καθότι ουδέ αυτός ο Ευσέβιος αναφέρει τούτο. Ει γαρ αυτός εβάπτισε τον Μέγαν Κωνσταντίνον, βέβαια ήθελεν ειπή τούτο εις καύχημά του. Αλλ’ ουδέ εν Νικομηδεία εβαπτίσθη, αλλ’ εν προαστείω της Νικομηδείας, υπό της κοινότητος των Επισκόπων. Ήτις ουκ ην αιρετική, αλλ’ ορθόδοξος και ομόπιστος αυτώ. Και μάλιστα οι έγκριτοι των εν Κωνσταντινουπόλει παρευρεθέντων Επισκόπων ήσαν οι ακολουθήσαντες αυτώ. Προσθέττει δε ο αυτός Δοσίθεος, ότι η κοινή γνώμη των Εκκλησιαστικών είναι, ότι προ του βαπτίσματος εφόνευσεν ο Κωνσταντίνος την γυναίκα του Φαύσταν, την θυγατέρα Μαξιμιανού, και τον υιόν του Κρίσπον. Όθεν και εις τον αργυρούν ανδριάντα επέγραψε· «Τω ηδικημένω υιώ μου». Τον μεν γαρ Κρίσπον εθανάτωσεν αδίκως, δια την κατ’ αυτού συκοφαντίαν της Φαύστας. Την δε Φαύσταν δικαίως εφόνευσεν, ως συκοφαντήσασαν τον Κρίσπον, και γενομένην αιτίαν του εκείνου θανάτου.
Εάν ουν δώσωμεν, ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος εβαπτίσθη ύστερον, διατί επρόσμενε να βαπτισθή εις τον Ιορδάνην, τούτο ουδέν παραβλάπτει την αυτού αγιότητα. Καθότι και ο Μέγας Βασίλειος, και ο Θεολόγος Γρηγόριος, και πολλοί άλλοι Άγιοι επρόσμεναν να γένουν τριάκοντα χρόνων, και ούτω να βαπτισθούν κατά μίμησιν του Κυρίου. Και αυτός δε ο Κωνστάντιος, ο υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου, εν τω καιρώ του θανάτου του εβαπτίσθη. Όθεν και ηξιώθη να ψάλλουν οι Άγιοι Άγγελοι, αφ’ ου την ψυχήν του παρέδωκεν, ως λέγει τούτο ο Θεολόγος Γρηγόριος. Ούτω γαρ εκείνος φησίν· «Επειδή τον Ταύρον (ήτοι το όρος του Ταύρου το εν τη Ανατολή κείμενον) υπερβάλλει το σώμα, προς την πατρώαν αυτώ (τω Κωνσταντίνω δηλαδή) πόλιν διασωζόμενον… Φωνή τις εκ των άκρων έστιν, οις εξηκούετο, οίον ψαλλόντων και παραπεμπόντων, αγγελικών, οίμαι, δυνάμεων, γέρας της ευσεβείας εκείνω, και αντίδοσις επιτάφιος. Και γαρ εις την ορθήν δόξαν παρακινείν έδοξεν, αλλά και τούτο της των υποδυναστευόντων σκαιότητος και κακοδοξίας το έγκλημα. Οι απλήν και απαγή εις ευσέβειαν παραλαβόντες ψυχήν, ου προορωμένην τα βάραθρα, απήγαγον, ήπερ εβούλοντο» (Λόγω β’ κατά Ιουλιανού).
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Θεαγένους (2).
Θεάγενες βλήθητι του πόντου μέσον,
Ω καν βυθισθής, ένδον εκνήξη πόλου.
Ούτος ήτον Επίσκοπος εν τη πόλει τη λεγομένη Παρίον, με το να εστάθη αύτη κτίσμα των Παρίων, ήτις ευρίσκεται μεταξύ της Κυζίκου και της Λαμψάκου. Ούτος λοιπόν διαβαλθείς εις τον τριβούνον Ζηλικίνθιον, ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Όθεν δέρνεται με ξύλα· έπειτα δένεται. Και μετά ταύτα ρίπτεται εις τον βυθόν της θαλάσσης. Και έτζι ετελείωσε τον δρόμον του μαρτυρίου και έλαβε παρά Κυρίου τον αμαράντινον στέφανον.
(2) Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται Θεογένους
*
Ο Άγιος Θεόπεμπτος εν ειρήνη τελειούται.
Τον Θεόπεμπτον, σαρκικής λύσαι πέδης,
Ήλθον, Θεού πέμψαντος, έμπυροι νόες.
*
Η Αγία Θεοδότη, η μήτηρ της πρώτης συζυγίας των Αγίων Αναργύρων, εν ειρήνη τελειούται (3).
Νόσω παρήλθε τον βίον Θεοδότη,
Νόσων λυτήρας η τεκούσα τω βίω.
(3) Όρα περί των τριών συζυγιών των Αναργύρων εν τη δεκάτη εβδόμη Οκτωβρίου.
*
Ο Όσιος Μάρκος ο κωφός εν ειρήνη τελειούται.
Ο Μάρκος ουκ ήκουε γηΐνων λόγων,
Και πριν λιπείν γην, ώτα γήθεν εξάγων.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Βασιλείου του εξ Αγκύρας.
Βρύχημα, χάσμα, δήγμα θηρών αγρίων,
Βασιλείου το πράον ου κατεπτόει.
Ούτος ο Άγιος Μάρτυς Βασίλειος ήτον κατά τους χρόνους του παραβάτου Ιουλιανού, εν έτει τξα’ [361], καταγόμενος από την πόλιν της Αγκύρας. Επειδή δε επίστευεν εις τον Χριστόν, δια τούτο επιάσθη. Και παρασταθείς εις τον ηγεμόνα Σατορνίλον, ωμολόγησε τον Χριστόν ενώπιον αυτού με πολλήν παρρησίαν. Όθεν κρεμασθείς καταξεσχίζεται ανελεήμονα. Έπειτα φέρεται από την Άγκυραν εις την Κωνσταντινούπολιν, και εκεί πάλιν καταξεσχίζεται. Και τόσον πολλά τεντόνεται ο αοίδιμος, ώστε οπού ευγήκαν αι αρμονίαι και κλείδωσες των χειρών και των ώμων του. Έπειτα κόπτουσι λωρία και ευγάνουν από το σώμα του. Και με σίδηρα πυρωμένα κατακεντούσι τας σάρκας του. Όλα δε ταύτα τα ανυπόφορα βάσανα ανδρείως υπέφερεν ο καρτερόψυχος. Όθεν και παρά Θεού τας αντιλήψεις και βοηθείας εδέξατο. Ριφθείς γαρ εις κάμινον πυρός, παραδόξως εφυλάχθη αβλαβής δια προσευχής του.
Μετά ταύτα στρέφεται δέσμιος εις την Καισάρειαν, και καταδικάζεται από τον εκεί άρχοντα δια να πολεμήση με τα θηρία. Προσευχηθείς λοιπόν και κτυπηθείς από μίαν λέαιναν, ετελειώθη, και έλαβε τον της αθλήσεως στέφανον. Τα δε ιερά αυτού λείψανα εσυμμάζωξαν επιμελώς μερικοί συγγενείς και ομόφυλοι, και τειλίξαντες με μύρα και σινδόνας, ενταφίασαν αυτά με την πρέπουσαν τιμήν, εις τόπον επίσημον. Ύστερον δε έκτισαν εκεί και Εκκλησίαν ιεράν εις τούτου το άγιον όνομα.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Σέργιος ξίφει τελειούται.
Ούτω τις είπεν εισιδών εις τον πέλας (4),
Όση χαρά Σέργιος ετμήθη κάραν!
(4) Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται έτζι ο στίχος ούτος· «Ουχ’ οίον ειπείν ουδέ προς γνώσιν φέρειν».
*
Ο Άγιος Μάρτυς Θεόπιστος λιθοβοληθείς τελειούται.
Κτείνει σε Θεόπιστε πιστέ τοις λίθοις,
Η των απίστων πληθύς εκ δυσβουλίας.
*
Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Κοσμά, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Θαυματουργού, του εν τη σεβασμία Μονή της Χώρας (5).
Διπλήν έχων άνωθεν Κοσμά την χάριν,
Κόσμος μέγας πέφηνας υψηλού θρόνου.
(5) Ο Πατριάρχης ούτος Κοσμάς ανέβη εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως, από Μοναχός οπού ήτον πρότερον, κατά τους χρόνους του βασιλέως Μιχαήλ του Δούκα, ήτοι εν έτει ͵αος’ [1076], διάδοχος γενόμενος του προκατόχου αυτού Πατριάρχου Ξιφιλίνου. Ο Κοσμάς δε ούτος, ήτον μεν εστολισμένος με αρετάς πολλάς, δεν ήτον δε και με λόγους εξησκημένος. Όθεν δια τας αρετάς του ηγαπάτο από τον βασιλέα. Ούτος ο Πατριάρχης έστεψε βασιλέα Νικηφόρον τον Βοτανειάτην, όστις εβασίλευσεν εν έτει ͵αοη’ [1078]. (Όρα τον Μελέτιον, τομ. β’, σελ. 413.)
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Ζώρζης ο Γκιουρζής εμαρτύρησεν εν Μιτυλήνη, τελειωθείς δι’ αγχόνης εν έτει ͵αψο’ [1770] (6).
Σην χείρα καλώς αγχόνης Μάρτυς ω Ζώρζη θλίβε,
Θλίψεις γαρ ούτω δυσμενή θλίψαντά σε.
(6) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Β΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Σιλβέστρου Πάπα Ῥώμης.
Ζωοῖ νεκρὸν βοῦν αἰσχύνων Ζαμβρῆν μάγον,
Ὁ καὶ νεκρὸς ζῶν Σίλβεστρος Ῥώμης Πάπας.
Θυμὸν ἀποπνείει Σίλβεστρος δευτέρῃ ἠοῖ.
Οὗτος ὁ Ἅγιος διὰ τὴν εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀρετῆς ἀνάβασιν, ἐχειροτονήθη τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης Ἐπίσκοπος, ἀφ’ οὗ ἐκοιμήθη ὁ προκάτοχος τῆς Ῥώμης Ἐπίσκοπος Μιλτιάδης. Πολλὰ δὲ θαύματα ποιήσας, τὸν Μέγαν ἐν βασιλεῦσι Κωνσταντῖνον πρὸς τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν ὡδήγησε. Καὶ διὰ τοῦ θείου Βαπτίσματος, τὰ τῆς ψυχῆς ὁμοῦ καὶ τοῦ σώματος πάθη αὐτοῦ ἐκαθάρισε (1). Καὶ ἀπέδειξε τὸν Χριστόν, ὅτι ἐπροκηρύχθη παρὰ τοῦ νόμου. Αὐτὸς καὶ τὸν ταῦρον ἀνέστησε, τὸν ὁποῖον ὁ Ἑβραῖος Ζαμβρῆς, ἐθανάτωσε μέν, δὲν ἐδυνήθη ὅμως νὰ ἀναστήσῃ. Εἰς πολλοὺς δὲ καὶ ἄλλους ἀνθρώπους αἴτιος σωτηρίας γεγονὼς ὁ μακάριος οὗτος Πατήρ, εἰς γῆρας βαθὺ πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τούτου ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον.) Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, καὶ τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων, σῴζεται εἷς λόγος πρὸς τὸν Ἅγιον τοῦτον Σίλβεστρον, οὗ ἡ ἀρχή· «Οἱ μὲν σεπτοὶ καὶ θεόπται Ἀπόστολοι», ἔστι δὲ ποίημα Ἰωάννου τοῦ Ζωναρᾶ. Εὑρίσκεται δὲ καὶ ἐν τῇ Λαύρᾳ Βίος αὐτοῦ, οὗ ἡ ἀρχή· «Εὐσέβιος ὁ Παμφίλου τὴν Ἐκκλησιαστικήν».
(1) Διαφωνίαν εὑρίσκω μεγάλην περὶ τοῦ βαπτίσματος τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ὁ μὲν γὰρ κύριος Μελέτιος Ἀθηνῶν, σελ. 309 τοῦ πρώτου τόμου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, λέγει, ὅτι ὁ Ἅγιος οὗτος Σίλβεστρος, κεκρυμμένος ὢν διὰ τὸν ἐπικείμενον διωγμόν, ἐκατήχησε τὸν Μέγαν Κωνσταντῖνον, καὶ ἐβάπτισεν αὐτόν. Ὅστις ἐξελθὼν ἀπὸ τὴν κολυμβήθραν τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἔγινεν ὑγιής, μὲ τὸ νὰ ἔπεσον ἀπὸ τὸ σῶμά του ὡσὰν λεπίδες, τὰ ἐξανθήματα ὁποῦ εἶχε, καὶ ὅτι, τοῦτο ἰδὼν ὁ λαός, ἐβαπτίσθησαν πολλοί. Καὶ ὅτι, ὅσοι λέγουσι, πῶς ὁ Κωνσταντῖνος ἐβαπτίσθη εἰς τὴν Νικομήδειαν, ὢν ἐγγὺς τοῦ θανάτου, ἀπὸ τὸν Ἀρειανὸν Εὐσέβιον τὸν Ἐπίσκοπον Νικομηδείας, οὗτοι ψεύδονται, ὡς λέγουσιν οἱ πλείονες. Καὶ μάλιστα ὁ Θεοφάνης καὶ Μιχαὴλ ὁ Γλυκᾶς.
Ὁ δὲ Ἱεροσολύμων πολυμαθέστατος κύριος Δοσίθεος, σελ. 80 τῆς Δωδεκαβίβλου, τὴν ἐναντίαν δόξαν ὑπερασπίζεται, ὅτι δηλαδὴ δὲν ἐβαπτίσθη ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀπὸ τὸν Ἅγιον Σίλβεστρον ἐν τῇ Ῥώμῃ. Ἀλλὰ ἐβαπτίσθη ἔν τινι προαστείῳ τῆς Νικομηδείας ἀπὸ τὴν κοινότητα τῶν Ἐπισκόπων κατὰ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Φέρει δὲ μάρτυρας τὸν Εὐσέβιον Νικομηδείας, βεβαιοῦντα τοῦτο εἰς τὸ τέταρτον βιβλίον τῆς ζωῆς Κωνσταντίνου, δηλαδὴ ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος συγκαλέσας τοὺς Ἐπισκόπους, κοινῶς διελέχθη αὐτοῖς περὶ τοῦ βαπτίσματος. Καὶ ὅτι οὐκ ἐβαπτίσθη πρότερον. Διότι ἐβούλετο ἀπελθεῖν καὶ βαπτισθῆναι ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ. Οὕτω γὰρ ἐπὶ λέξεως λέγει· «Ἐπὶ προάστειον τῆς Νικομηδέων ἀφικνεῖται πόλεως. Κἀνταῦθα συγκαλέσας τοὺς Ἐπισκόπους, ᾧδε πη αὐτοῖς διελέξατο. Οὗτος ἦν αὐτὸς ὁ πάλαι μοι διψῶντι καὶ εὐχομένῳ τῆς ἐν Θεῷ τυχεῖν σωτηρίας καιρὸς ἐλπιζόμενος. Ὥρα καὶ ἡμᾶς ἀπολαῦσαι τῆς ἀθανατοποιοῦ σφραγίδος. Ὥρα τοῦ σωτηρίου σφραγίσματος μετασχεῖν. Ἐπὶ ῥείθρων Ἰορδάνου ποταμοῦ ἐνενόουν ποτέ, ἐφ’ ὧν καὶ ὁ Σωτὴρ εἰς ἡμέτερον τύπον, τοῦ λουτροῦ μετασχεῖν μνημονεύεται. Θεὸς δ’ ἄρα τὸ συμφέρον εἰδώς, ἐντεῦθεν ἤδη τούτων ἡμᾶς ἀξιοῖ» (κεφάλ. ξα΄).
Ὁμοίως φέρει μάρτυρα καὶ τὸν Θεοδώρητον λέγοντα αὐτολεξεὶ εἰς τὸ λ΄ κεφ. Ι, τοῦ α΄ βιβλίου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας. «Ἐν Νικομηδείᾳ δὲ τῆς Βιθυνίας διάγων, ἠρρώστησεν (ὁ Κωνσταντῖνος δηλαδή), τὸ δὲ τῆς ἀνθρωπίνης βιότητος ἄδηλον ἐπιστάμενος, τοῦ θείου Βαπτίσματος τὸ δῶρον ἐδέξατο. Ἀνεβάλλετο δὲ μέχρι τοῦδε τοῦ χρόνου, ἐν Ἰορδάνῃ τῷ ποταμῷ τούτου τυχεῖν ἱμειρόμενος». Φέρει δὲ καὶ τὸν Σωζόμενον λέγοντα ἐν κεφ. λβ΄, τοῦ β΄ βιβλίου· «Χαλεπώτερον δὲ διατεθείς, (ὁ Κωνσταντῖνος δηλαδή), διεκομίσθη εἰς Νικομήδειαν. Ἔνθα δὴ ἐν προαστείῳ διάγων, ἐμυήθη τὴν ἱερὰν Βάπτισιν». Ὁμοίως φέρει καὶ τὸν Σωκράτην τοῦτο μαρτυροῦντα.
Οὐ λέγει ὅμως ὁ Δοσίθεος, ὅτι ἐβάπτισε τὸν Ἅγιον Κωνσταντῖνον ὁ Ἀρειανὸς Εὐσέβιος. Ὄχι. Καθότι οὐδὲ αὐτὸς ὁ Εὐσέβιος ἀναφέρει τοῦτο. Εἰ γὰρ αὐτὸς ἐβάπτισε τὸν Μέγαν Κωνσταντῖνον, βέβαια ἤθελεν εἰπῇ τοῦτο εἰς καύχημά του. Ἀλλ’ οὐδὲ ἐν Νικομηδείᾳ ἐβαπτίσθη, ἀλλ’ ἐν προαστείῳ τῆς Νικομηδείας, ὑπὸ τῆς κοινότητος τῶν Ἐπισκόπων. Ἥτις οὐκ ἦν αἱρετική, ἀλλ’ ὀρθόδοξος καὶ ὁμόπιστος αὐτῷ. Καὶ μάλιστα οἱ ἔγκριτοι τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει παρευρεθέντων Ἐπισκόπων ἦσαν οἱ ἀκολουθήσαντες αὐτῷ. Προσθέττει δὲ ὁ αὐτὸς Δοσίθεος, ὅτι ἡ κοινὴ γνώμη τῶν Ἐκκλησιαστικῶν εἶναι, ὅτι πρὸ τοῦ βαπτίσματος ἐφόνευσεν ὁ Κωνσταντῖνος τὴν γυναῖκά του Φαῦσταν, τὴν θυγατέρα Μαξιμιανοῦ, καὶ τὸν υἱόν του Κρίσπον. Ὅθεν καὶ εἰς τὸν ἀργυροῦν ἀνδριάντα ἐπέγραψε· «Τῷ ἠδικημένῳ υἱῷ μου». Τὸν μὲν γὰρ Κρίσπον ἐθανάτωσεν ἀδίκως, διὰ τὴν κατ’ αὐτοῦ συκοφαντίαν τῆς Φαύστας. Τὴν δὲ Φαῦσταν δικαίως ἐφόνευσεν, ὡς συκοφαντήσασαν τὸν Κρίσπον, καὶ γενομένην αἰτίαν τοῦ ἐκείνου θανάτου.
Ἐὰν οὖν δώσωμεν, ὅτι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐβαπτίσθη ὕστερον, διατὶ ἐπρόσμενε νὰ βαπτισθῇ εἰς τὸν Ἰορδάνην, τοῦτο οὐδὲν παραβλάπτει τὴν αὐτοῦ ἁγιότητα. Καθότι καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος, καὶ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, καὶ πολλοὶ ἄλλοι Ἅγιοι ἐπρόσμεναν νὰ γένουν τριάκοντα χρόνων, καὶ οὕτω νὰ βαπτισθοῦν κατὰ μίμησιν τοῦ Κυρίου. Καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Κωνστάντιος, ὁ υἱὸς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐν τῷ καιρῷ τοῦ θανάτου του ἐβαπτίσθη. Ὅθεν καὶ ἠξιώθη νὰ ψάλλουν οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι, ἀφ’ οὗ τὴν ψυχήν του παρέδωκεν, ὡς λέγει τοῦτο ὁ Θεολόγος Γρηγόριος. Οὕτω γὰρ ἐκεῖνός φησιν· «Ἐπειδὴ τὸν Ταῦρον (ἤτοι τὸ ὄρος τοῦ Ταύρου τὸ ἐν τῇ Ἀνατολῇ κείμενον) ὑπερβάλλει τὸ σῶμα, πρὸς τὴν πατρῴαν αὐτῷ (τῷ Κωνσταντίνῳ δηλαδή) πόλιν διασῳζόμενον… Φωνή τις ἐκ τῶν ἄκρων ἔστιν, οἷς ἐξηκούετο, οἷον ψαλλόντων καὶ παραπεμπόντων, ἀγγελικῶν, οἶμαι, δυνάμεων, γέρας τῆς εὐσεβείας ἐκείνῳ, καὶ ἀντίδοσις ἐπιτάφιος. Καὶ γὰρ εἰς τὴν ὀρθὴν δόξαν παρακινεῖν ἔδοξεν, ἀλλὰ καὶ τοῦτο τῆς τῶν ὑποδυναστευόντων σκαιότητος καὶ κακοδοξίας τὸ ἔγκλημα. Οἳ ἁπλῆν καὶ ἀπαγῆ εἰς εὐσέβειαν παραλαβόντες ψυχήν, οὐ προορωμένην τὰ βάραθρα, ἀπήγαγον, ᾗπερ ἐβούλοντο» (Λόγῳ β΄ κατὰ Ἰουλιανοῦ).
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Θεαγένους (2).
Θεάγενες βλήθητι τοῦ πόντου μέσον,
ᾯ κᾂν βυθισθῇς, ἔνδον ἐκνήξῃ πόλου.
Οὗτος ἦτον Ἐπίσκοπος ἐν τῇ πόλει τῇ λεγομένῃ Παρίον, μὲ τὸ νὰ ἐστάθη αὕτη κτίσμα τῶν Παρίων, ἥτις εὑρίσκεται μεταξὺ τῆς Κυζίκου καὶ τῆς Λαμψάκου. Οὗτος λοιπὸν διαβαλθεὶς εἰς τὸν τριβοῦνον Ζηλικίνθιον, ὡμολόγησε τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν. Ὅθεν δέρνεται μὲ ξύλα· ἔπειτα δένεται. Καὶ μετὰ ταῦτα ῥίπτεται εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης. Καὶ ἔτζι ἐτελείωσε τὸν δρόμον τοῦ μαρτυρίου καὶ ἔλαβε παρὰ Κυρίου τὸν ἀμαράντινον στέφανον.
(2) Ἐν δὲ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ γράφεται Θεογένους,
*
Ὁ Ἅγιος Θεόπεμπτος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Τὸν Θεόπεμπτον, σαρκικῆς λῦσαι πέδης,
Ἦλθον, Θεοῦ πέμψαντος, ἔμπυροι νόες.
*
Ἡ Ἁγία Θεοδότη, ἡ μήτηρ τῆς πρώτης συζυγίας τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (3).
Νόσῳ παρῆλθε τὸν βίον Θεοδότη,
Νόσων λυτῆρας ἡ τεκοῦσα τῷ βίῳ.
(3) Ὅρα περὶ τῶν τριῶν συζυγιῶν τῶν Ἀναργύρων ἐν τῇ δεκάτῃ ἑβδόμῃ Ὀκτωβρίου.
*
Ὁ Ὅσιος Μάρκος ὁ κωφὸς ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ὁ Μάρκος οὐκ ἤκουε γηΐνων λόγων,
Καὶ πρὶν λιπεῖν γῆν, ὦτα γῆθεν ἐξάγων.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βασιλείου τοῦ ἐξ Ἀγκύρας.
Βρύχημα, χάσμα, δῆγμα θηρῶν ἀγρίων,
Βασιλείου τὸ πρᾷον οὐ κατεπτόει.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βασίλειος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ παραβάτου Ἰουλιανοῦ, ἐν ἔτει τξα΄ [361], καταγόμενος ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Ἀγκύρας. Ἐπειδὴ δὲ ἐπίστευεν εἰς τὸν Χριστόν, διὰ τοῦτο ἐπιάσθη. Καὶ παρασταθεὶς εἰς τὸν ἡγεμόνα Σατορνῖλον, ὡμολόγησε τὸν Χριστὸν ἐνώπιον αὐτοῦ μὲ πολλὴν παρρησίαν. Ὅθεν κρεμασθεὶς καταξεσχίζεται ἀνελεήμονα. Ἔπειτα φέρεται ἀπὸ τὴν Ἄγκυραν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἐκεῖ πάλιν καταξεσχίζεται. Καὶ τόσον πολλὰ τεντόνεται ὁ ἀοίδιμος, ὥστε ὁποῦ εὐγῆκαν αἱ ἁρμονίαι καὶ κλείδωσες τῶν χειρῶν καὶ τῶν ὤμων του. Ἔπειτα κόπτουσι λωρία καὶ εὐγάνουν ἀπὸ τὸ σῶμά του. Καὶ μὲ σίδηρα πυρωμένα κατακεντοῦσι τὰς σάρκας του. Ὅλα δὲ ταῦτα τὰ ἀνυπόφορα βάσανα ἀνδρείως ὑπέφερεν ὁ καρτερόψυχος. Ὅθεν καὶ παρὰ Θεοῦ τὰς ἀντιλήψεις καὶ βοηθείας ἐδέξατο. Ῥιφθεὶς γὰρ εἰς κάμινον πυρός, παραδόξως ἐφυλάχθη ἀβλαβὴς διὰ προσευχῆς του.
Μετὰ ταῦτα στρέφεται δέσμιος εἰς τὴν Καισάρειαν, καὶ καταδικάζεται ἀπὸ τὸν ἐκεῖ ἄρχοντα διὰ νὰ πολεμήσῃ μὲ τὰ θηρία. Προσευχηθεὶς λοιπὸν καὶ κτυπηθεὶς ἀπὸ μίαν λέαιναν, ἐτελειώθη, καὶ ἔλαβε τὸν τῆς ἀθλήσεως στέφανον. Τὰ δὲ ἱερὰ αὐτοῦ λείψανα ἐσυμμάζωξαν ἐπιμελῶς μερικοὶ συγγενεῖς καὶ ὁμόφυλοι, καὶ τειλίξαντες μὲ μῦρα καὶ σινδόνας, ἐνταφίασαν αὐτὰ μὲ τὴν πρέπουσαν τιμήν, εἰς τόπον ἐπίσημον. Ὕστερον δὲ ἔκτισαν ἐκεῖ καὶ Ἐκκλησίαν ἱερὰν εἰς τούτου τὸ ἅγιον ὄνομα.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σέργιος ξίφει τελειοῦται.
Οὕτω τις εἶπεν εἰσιδὼν εἰς τὸν πέλας (4),
Ὅσῃ χαρᾷ Σέργιος ἐτμήθη κάραν!
(4) Ἐν δὲ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ γράφεται ἔτζι ὁ στίχος οὗτος· «Οὐχ’ οἷον εἰπεῖν οὐδὲ πρὸς γνῶσιν φέρειν».
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόπιστος λιθοβοληθεὶς τελειοῦται.
Κτείνει σε Θεόπιστε πιστὲ τοῖς λίθοις,
Ἡ τῶν ἀπίστων πληθὺς ἐκ δυσβουλίας.
*
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Κοσμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ ἐν τῇ σεβασμίᾳ Μονῇ τῆς Χώρας (5).
Διπλῆν ἔχων ἄνωθεν Κοσμᾶ τὴν χάριν,
Κόσμος μέγας πέφηνας ὑψηλοῦ θρόνου.
(5) Ὁ Πατριάρχης οὗτος Κοσμᾶς ἀνέβη εἰς τὸν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπὸ Μοναχὸς ὁποῦ ἦτον πρότερον, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μιχαὴλ τοῦ Δούκα, ἤτοι ἐν ἔτει ͵αος΄ [1076], διάδοχος γενόμενος τοῦ προκατόχου αὐτοῦ Πατριάρχου Ξιφιλίνου. Ὁ Κοσμᾶς δὲ οὗτος, ἦτον μὲν ἐστολισμένος μὲ ἀρετὰς πολλάς, δὲν ἦτον δὲ καὶ μὲ λόγους ἐξησκημένος. Ὅθεν διὰ τὰς ἀρετάς του ἠγαπᾶτο ἀπὸ τὸν βασιλέα. Οὗτος ὁ Πατριάρχης ἔστεψε βασιλέα Νικηφόρον τὸν Βοτανειάτην, ὅστις ἐβασίλευσεν ἐν ἔτει ͵αοη΄ [1078]. (Ὅρα τὸν Μελέτιον, τόμ. β΄, σελ. 413.)
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ζώρζης ὁ Γκιουρζὴς ἐμαρτύρησεν ἐν Μιτυλήνῃ, τελειωθεὶς δι’ ἀγχόνης ἐν ἔτει ͵αψο΄ [1770] (6).
Σὴν χεῖρα καλῶς ἀγχόνης Μάρτυς ὦ Ζώρζη θλίβε,
Θλίψεις γὰρ οὕτω δυσμενῆ θλίψαντά σε.
(6) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *