Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου2 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό, κείμενο πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Β’, μνήμη του Αγίου Προφήτου Αββακούμ.
Τάττει Θεός σοι τους πόδας τεθνηκότι,
Εις συντέλειαν Αββακούμ, καθώς έφης.
Δευτέρη Αββακούμ ανεβήσατο ες Θεού άστυ.
Ούτος ήτον από την φυλήν του Πατριάρχου Συμεών, υιός Σαφάτ, προ Χριστού ων έτη χ’ [600], προείδε δε την αιχμαλωσίαν και την άλωσιν, οπού έμελλε να πάθη η Ιερουσαλήμ και ο Ναός του Θεού, και πολλά έκλαυσε. Και όταν ήλθεν ο Ναβουχοδονόσορ εις Ιερουσαλήμ, έφυγεν εις την Οστρακίνην, και ήτον ξένος και πάροικος εις την γην του Ισμαήλ. Όταν δε εγύρισαν εις την Βαβυλώνα οι Χαλδαίοι, έχοντες μαζί των τους σκλάβους Ισραηλίτας, οπού ευρέθησαν εις Ιερουσαλήμ και Αίγυπτον, τότε και ο Προφήτης ούτος εγύρισεν εις την εδικήν του γην. Και μίαν φοράν υπηρετών εις τους θεριστάς του, έλαβε φαγητόν, και είπεν εις τους οικιακούς του. Εγώ θέλω υπάγω εις μακρινόν τόπον, και ογλίγωρα πάλιν θέλω επαναστρέψω. Ανίσως δε εγώ αργοπορήσω, πηγαίνετε εσείς φαγητόν εις τους θεριστάς. Και ταύτα ειπών, αρπάχθη από Άγγελον Κυρίου, και επήγεν εις Βαβυλώνα, και έδωκε τροφήν εις τον Προφήτην Δανιήλ, ο οποίος ήτον κεκλεισμένος μέσα εις τον λάκκον των λεόντων. Και πάλιν αρπαχθείς από τον ίδιον Άγγελον, έφθασεν εις μίαν στιγμήν εις την Ιουδαίαν, και επρόσφερε το φαγητόν εις τους θεριστάς, χωρίς να ειπή εις κανένα το γενόμενον τούτο θαυμάσιον εις αυτόν. Επρογνώρισε δε, ότι ογλίγωρα θέλει γυρίσει εις Ιεροσόλυμα ο εν Βαβυλώνι σκλαβωμένος λαός των Εβραίων. Αποθανών δε δύω χρόνους προ του να γυρίση ο λαός, ενταφιάσθη εις τον εδικόν του αγρόν, ήτοι το τζεφτιλίκιον.
Ούτος έδωκε τέρας και σημείον εις την Ιουδαίαν. Δηλαδή, ότι όταν ιδούν οι άνθρωποι φως εις τον Ναόν, τότε θέλουν ιδούν την δόξαν του Θεού (1). Προείπε δε και δια την συντέλειαν του Ναού, ότι αύτη θέλει γένη από έθνος δυτικόν, ήτοι από τους εν τη δύσει Ρωμάνους. Και ότι το άπλωμα, ήτοι το καταπέτασμα του Δαβείρ, ήτοι του εσωτάτου οίκου των Αγίων των Αγίων, θέλει σχισθή εις μικρά σχίσματα (2). Και ότι τα κεφαλοκόλονα των δύω στύλων του Ναού θέλουν παρθούν, και κανείς δεν θέλει γνωρίσει, πού μέλλουν να βαλθούν. Ταύτα δε θέλουν φερθούν υπό Αγγέλου εις την έρημον του Σινά, όπου κατ’ αρχάς επήχθη η Σκηνή του Μαρτυρίου. Και επάνω εις αυτά τα κεφαλοκόλονα θέλει γνωρισθή ο Κύριος κατά το τέλος και θέλει φωτίσει εκείνους οπού διώκονται εξ αρχής από τον νοητόν όφιν Διάβολον (3).
(1) Ίσως τούτο πεπλήρωται, όταν ο Κύριος εδίδασκεν εν τω Ναώ της Ιερουσαλήμ και τω φωτί της διδασκαλίας του εφώτιζε τας ψυχάς των εσκοτισμένων Ιουδαίων. Υπό τούτου γαρ οδηγούμενοι, εγνώριζον την δόξαν της αυτού Θεότητος.
(2) Ίσως τούτο έγινεν όταν ο Κύριος εσταυρώθη, διαρραγέντος του υφαντού καταπετάσματος από άνωθεν έως κάτω. Ή διέρρηξαν αυτό οι Ρωμαίοι, όταν ερήμωσαν την Ιερουσαλήμ.
(3) Ο δε Αλέξανδρος εις τα Ιουδαϊκά γράφει περί του Προφήτου τούτου, ότι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μανασσή. Και ότι ουχί εις Άγγελος έφερεν αυτόν εις την Βαβυλώνα επάνω του λάκκου, αλλά πολλοί. Εις μεν Άγγελος, βαστών αυτόν από την κόμην της κεφαλής. Οι δε άλλοι, εστήριζον αυτόν με τας πτέρυγάς των. Και μόλον οπού η θεία Γραφή εν τω «Βηλ και Δράκων», ένα Άγγελον λέγει (Ιουδαϊκών, σελ. 249). Και ότι ο τάφος του Αββακούμ ευρίσκεται εις την κόμην Εχελά (αυτόθ. 107). Αββακούμ δε θέλει να ειπή πατήρ εγέρσεως, εκ του Αββά, ο δηλοί πατήρ, και του κουμ, ο δηλοί έγερσις, συντιθέμενον. Λέγει δε ο Κλήμης ο Κανόνικος, ότι ο Προφήτης Αββακούμ με τα λόγια εκείνα οπού λέγει εις την ωδήν του· «Επήρθη ο ήλιος, και η σελήνη έστη εν τη τάξει αυτής. Εις φως βολίδες σου πορεύσονται. Εις φέγγος αστραπής όπλων σου». Με ταύτα, λέγω, φανερόνοι το θαύμα εκείνο, οπού έγινεν εις τον καιρόν Ιησού του Ναυή, όταν ο ήλιος εστάθη κατά Γαβαών, και η σελήνη κατά φάραγγα αλών [= Αιλών]. Μετεκομίσθη δε ο Αββακούμ εις την Βαβυλώνα υπό Αγγέλου, μετά έτη εξήκοντα της των Ιουδαίων εν Βαβυλώνι αιχμαλωσίας. Ήτοι προ δέκα χρόνων της αυτών επιστροφής.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Πατέρων ημών και ερημιτών Ιωάννου, Ηρακλαίμονος, Ανδρέου, και Θεοφίλου.
Ανδρών τετρακτύς εις άλυπον χωρίον,
Εκ θλίψεως γέμοντος ήλθε χωρίου.
Ούτοι οι Άγιοι εκατάγοντο από την πόλιν την ονομαζομένην Οξύριχον, ήτις ευρίσκεται εις την Αίγυπτον, κοντά εις τον ποταμόν Νείλον, υιοί γονέων Χριστιανών. Επειδή δε εκαταγίνοντο εις την ανάγνωσιν των θείων Γραφών, δια τούτο εκατανύχθηκαν. Και αφέντες τον κόσμον, επήγαν εις την βαθυτέραν έρημον, οδηγηθέντες εις αυτήν υπό του Θεού. Ευρόντες δε εις αυτήν ένα άγιον άνθρωπον και πολλά γέροντα, έμειναν κοντά εις αυτόν ένα χρόνον. Αφ’ ου δε εκείνος απέθανεν, έμειναν ούτοι εκεί χρόνους εξήκοντα, ταλαιπωρούμενοι πάντοτε με την νηστείαν και την σκληραγωγίαν. Φαγητόν γαρ ήτον εις αυτούς μόνα τα πωρικά. Και πιοτόν μόνον το νερόν, το οποίον έπινον δύω φοραίς την εβδομάδα. Εις όλας λοιπόν τας άλλας ημέρας της εβδομάδος, εχωρίζοντο αναμεταξύ των, και επεριπάτει ο καθένας εις διάφορα όρη και σπήλαια, κατά μόνας τω Θεώ προσευχόμενοι. Εις δε το Σάββατον και την Κυριακήν ανταμόνοντο. Και την πρέπουσαν ευχαριστίαν προσφέροντες εις τον Θεόν, εμεταλάμβανον τα θεία Μυστήρια από άγιον Άγγελον. Ταύτα εδιηγήθη ο μέγας ερημίτης Παφνούτιος. Όστις είδε με τα ομμάτιά του τους ανωτέρω ερημίτας, και συνέγραψε περί της ζωής αυτών.
*
Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Σολομών ο Αρχιεπίσκοπος Εφέσου, εν ειρήνη τελειούται.
Θνήσκει Σολομών, ουχ’ ο του Δαβίδ γόνος,
Αλλ’ ο Σολομών αρχιποιμήν ποιμένων.
*
Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Μυρόπης.
Όντως μύρον πέφηνε Χριστώ Μυρόπη,
Σώμα προδούσα δια τούτον βασάνοις.
Αύτη η Αγία Μυρόπη εγεννήθη εις την πόλιν της Εφέσου. Επειδή δε ο πατήρ αυτής απέθανεν, ανετράφη από μόνην την μητέρα της. Αφ’ ου δε ανεγεννήθη δια του Αγίου Βαπτίσματος, έμεινεν εις τον τάφον της Αγίας Ερμιόνης (4). Η οποία ήτον μία από τας τέσσαρας θυγατέρας Φιλίππου του Αποστόλου, τας παρθένους και προφητευούσας ως γράφουν αι Πράξεις των Αποστόλων (κεφ. κα’, 8). Εκεί δε μένουσα, εδέχετο το μύρον οπού παραδόξως έτρεχεν από τον τάφον εκείνης και το διεμοίραζε πλουσιοπαρόχως εις όλους τους προσερχομένους. Όθεν δια την αφορμήν αυτήν ωνομάσθη Μυρόπη. Όταν δε ο Δέκιος εβασίλευσεν εν έτει σν’ [250], και εκίνησε διωγμόν κατά των Χριστιανών, τότε η μήτηρ αυτής, πέρνουσα την Μυρόπην, επήγεν εις την νήσον Χίον. Διατί είχεν αυτή εκεί γονικήν της κληρονομίαν, και υποστατικά, ως εκ της Χίου καταγομένη. Όθεν έμενον ομού και αι δύω εις τον οίκον αυτών, προσευχόμεναι κατ’ ιδίαν εις τον Θεόν. Επειδή δε μίαν φοράν έφθασεν εις την Χίον ένας βασιλικός άρχοντας Νουμέριος ονόματι, δια τούτο επιάσθη ως Χριστιανός ο μακάριος Ισίδωρος, όστις ήτον από στρατιωτικόν τάγμα, οπού εξουσιάζετο υπό του άρχοντος, άνθρωπος γέρωντας εις την ηλικίαν και ευλαβής και θαυμάσιος (5). Τούτον λοιπόν εδοκίμαζεν ο άρχων δια να χωρίση από την πίστιν του Χριστού. Επειδή δε ο του Χριστού αθλητής δεν επείθετο, εβασάνισεν αυτόν πρότερον με διάφορα παιδευτήρια. Έπειτα απέκοψε την αγίαν αυτού κεφαλήν, και έρριψε το τίμιον αυτού λείψανον μέσα εις ένα φάρυγγα δια να το φάγουν τα θηρία και όρνεα. Έβαλε δε και φύλακας να κάθωνται κοντά εις το λείψανον, δια να μη κλέψουν αυτό οι Χριστιανοί.
Τότε η Αγία Μυρόπη τρωθείσα εις την ψυχήν από ζήλον θεϊκόν, επήγε την νύκτα μαζί με τας δούλας της, και επήρε το άγιον λείψανον. Και μυρίσασα εντίμως, ενταφίασεν αυτό εις επίσημον τόπον. Μαθών δε ο άρχων την του λειψάνου κλοπήν, έδεσε τους φύλακας με δεσμά σιδηρά, και επρόσταξεν αυτούς να περιπατούν εις όλην την πόλιν, και να ερευνούν δια το άγιον λείψανον, ειπών τελευταίον και τούτο εις αυτούς. Ότι εάν δεν εύρουν το κλεφθέν λείψανον έως εις την δοθείσαν διορίαν, έχει να τιμωρήση αυτούς κεφαλικώς. Τότε η Αγία Μυρόπη βλέπουσα καθ’ εκάστην τους δυστυχείς στρατιώτας να κακοπαθούν με ανυπόφορον ταλαιπωρίαν, τόσον από τας σιδηράς και βαρείας αλυσίδας οπού εφόρουν, όσον και από την ενθύμησιν της κεφαλικής τιμωρίας, οπού έμελλον να λάβουν: τούτο, λέγω, βλέπουσα και στοχαζομένη, επόνεσε κατά την ψυχήν, και τοιαύτα έλεγεν εις τον εαυτόν της κρυφομιλούσα. Εάν οι στρατιώται ούτοι κακοπαθήσουν δια την εδικήν μου κλεψίαν, βέβαια ανάγκη είναι να μολυνθή η ψυχή μου δια την αμαρτίαν ταύτην. Και ακολούθως, ουαί και αλλοίμονον θέλει γένη εις εμέ, όταν κρίνωμαι επί του φοβερού βήματος του Θεού.
Όθεν παρευθύς επήγεν εις τους στρατιώτας και λέγει εις αυτούς. Ω φίλοι, το λείψανον οπού εχάσατε, εγώ το επήρα, όταν εσείς εκοιμάσθε. Ευθύς λοιπόν επίασαν ταύτην οι στρατιώται, και την επαράστησαν εις τον άρχοντα, λέγοντες. Αύτη, αυθέντα μας, είναι εκείνη, οπού έκλεψε τον κακοθάνατον εκείνον γέροντα. Ο δε άρχων λέγει προς την Αγίαν. Αληθή είναι αυτά οπού λέγουν ούτοι δια λόγου σου; Η Αγία απεκρίθη, ναι, αληθή είναι. Και πώς ετόλμησες, είπεν ο άρχων, να κάμης τούτο, επικατάρατον γύναιον; Η Μάρτυς απεκρίθη. Διατί εκαταφρόνησα, και ως σιγχαμεράν ελογισάμην την εδικήν σου ταλαιπωρίαν και αθεότητα. Ταύτα τα λόγια δεν εθύμωσαν ολίγον τον σοβαρόν εκείνον και υπερήφανον άρχοντα. Όθεν ευθύς προστάζει να δέρνουν άσπλαγχνα την Αγίαν με χονδρά ραβδία. Τούτο δε οι στρατιώται ποιήσαντες, επήραν την Μάρτυρα μισαποθαμένην ούσαν, και την έκλεισαν εις την φυλακήν. Κατά δε το μεσονύκτιον ευχομένης της Αγίας, φως μέγα έλαμψε τριγύρω όλην την φυλακήν. Και χορός Αγγέλων ήλθεν, οίτινες έψαλλον τον τρισάγιον ύμνον. Ανάμεσα δε εις αυτούς εστέκετο και ο Άγιος Ισίδωρος, ο οποίος βλέπων εις την Μυρόπην, ειρήνη σοι, είπεν. Έφθασε γαρ η δέησίς σου εις τον Θεόν. Και ιδού τώρα έρχεσαι μαζί με ημάς, δια να λάβης τον ητοιμασμένον σοι στέφανον. Και παρευθύς μαζί με τον λόγον τούτον, παρέδωκεν η Αγία το πνεύμα της εις τον Θεόν. Και εγέμωσεν όλη η φυλακή από μίαν άρρητον ευωδίαν, ώστε οπού, και αυτοί οι ίδιοι φύλακες εξεπλάγησαν, και εκστατικοί σχεδόν έγιναν. Ταύτα εδιηγήθη ένας στρατιώτης, οπού αγρυπνούσε και εφύλαττε την Αγίαν. Όστις είδε με τους οφθαλμούς του, και ήκουσε με τα αυτία του άπαντα. Όθεν προσελθών εις την του Χριστού πίστιν, εβαπτίσθη. Και τον Χριστόν ομολογήσας, έλαβε και αυτός του μαρτυρίου τον στέφανον. Το δε λείψανον της Αγίας Μυρόπης πέρνοντες οι Χριστιανοί κατά άδειαν του άρχοντος, ενταφίασαν αυτό εις επίσημον τόπον (6).
(4) Αύτη εορτάζεται κατά την τετάρτην του Σεπτεμβρίου.
(5) Ούτος εορτάζεται κατά την δεκάτην τετάρτην του Μαΐου.
(6) Την ασματικήν Ακολουθίαν αυτής όρα εις το Νέον Λειμωνάριον.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Άβιβος ο νέος πυρί τελειούται.
Προς πυρ Άβιβος είπεν αλγείν ουκ έχω,
Έχων συνόντα του πυρός τον Δεσπότην.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Κυρίλλου του Φιλεώτου (7), ασκήσαντος εν έτει ͵αξ’ [1060].
Ύλης υπερβάς την δυάδα παμμάκαρ,
(ήτοι την επιθυμίαν και τον θυμόν)
Παρίστασαι νυν τη αΰλω Τριάδι.
(7) Τον Βίον αυτού όρα εις το Νέον Εκλόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Β΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Προφήτου Ἀββακούμ.
Τάττει Θεός σοι τοὺς πόδας τεθνηκότι,
Εἰς συντέλειαν Ἀββακούμ, καθὼς ἔφης.
Δευτέρῃ Ἀββακοὺμ ἀνεβήσατο ἐς Θεοῦ ἄστυ.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Πατριάρχου Συμεών, υἱὸς Σαφάτ, πρὸ Χριστοῦ ὢν ἔτη χ΄ [600], προεῖδε δὲ τὴν αἰχμαλωσίαν καὶ τὴν ἅλωσιν, ὁποῦ ἔμελλε νὰ πάθῃ ἡ Ἱερουσαλὴμ καὶ ὁ Ναὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ πολλὰ ἔκλαυσε. Καὶ ὅταν ἦλθεν ὁ Ναβουχοδονόσορ εἰς Ἱερουσαλήμ, ἔφυγεν εἰς τὴν Ὀστρακίνην, καὶ ἦτον ξένος καὶ πάροικος εἰς τὴν γῆν τοῦ Ἰσμαήλ. Ὅταν δὲ ἐγύρισαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα οἱ Χαλδαῖοι, ἔχοντες μαζί των τοὺς σκλάβους Ἰσραηλίτας, ὁποῦ εὑρέθησαν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ Αἴγυπτον, τότε καὶ ὁ Προφήτης οὗτος ἐγύρισεν εἰς τὴν ἐδικήν του γῆν. Καὶ μίαν φορὰν ὑπηρετῶν εἰς τοὺς θεριστάς του, ἔλαβε φαγητόν, καὶ εἶπεν εἰς τοὺς οἰκιακούς του. Ἐγὼ θέλω ὑπάγω εἰς μακρινὸν τόπον, καὶ ὀγλίγωρα πάλιν θέλω ἐπαναστρέψω. Ἀνίσως δὲ ἐγὼ ἀργοπορήσω, πηγαίνετε ἐσεῖς φαγητὸν εἰς τοὺς θεριστάς. Καὶ ταῦτα εἰπών, ἁρπάχθη ἀπὸ Ἄγγελον Κυρίου, καὶ ἐπῆγεν εἰς Βαβυλῶνα, καὶ ἔδωκε τροφὴν εἰς τὸν Προφήτην Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἦτον κεκλεισμένος μέσα εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων. Καὶ πάλιν ἁρπαχθεὶς ἀπὸ τὸν ἴδιον Ἄγγελον, ἔφθασεν εἰς μίαν στιγμὴν εἰς τὴν Ἰουδαίαν, καὶ ἐπρόσφερε τὸ φαγητὸν εἰς τοὺς θεριστάς, χωρὶς νὰ εἰπῇ εἰς κᾀνένα τὸ γενόμενον τοῦτο θαυμάσιον εἰς αὐτόν. Ἐπρογνώρισε δέ, ὅτι ὀγλίγωρα θέλει γυρίσει εἰς Ἱεροσόλυμα ὁ ἐν Βαβυλῶνι σκλαβωμένος λαὸς τῶν Ἑβραίων. Ἀποθανὼν δὲ δύω χρόνους πρὸ τοῦ νὰ γυρίσῃ ὁ λαός, ἐνταφιάσθη εἰς τὸν ἐδικόν του ἀγρόν, ἤτοι τὸ τζεφτιλίκιον.
Οὗτος ἔδωκε τέρας καὶ σημεῖον εἰς τὴν Ἰουδαίαν. Δηλαδή, ὅτι ὅταν ἰδοῦν οἱ ἄνθρωποι φῶς εἰς τὸν Ναόν, τότε θέλουν ἰδοῦν τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ (1). Προεῖπε δὲ καὶ διὰ τὴν συντέλειαν τοῦ Ναοῦ, ὅτι αὕτη θέλει γένῃ ἀπὸ ἔθνος δυτικόν, ἤτοι ἀπὸ τοὺς ἐν τῇ δύσει Ῥωμάνους. Καὶ ὅτι τὸ ἅπλωμα, ἤτοι τὸ καταπέτασμα τοῦ Δαβείρ, ἤτοι τοῦ ἐσωτάτου οἴκου τῶν Ἁγίων τῶν Ἁγίων, θέλει σχισθῇ εἰς μικρὰ σχίσματα (2). Καὶ ὅτι τὰ κεφαλοκόλονα τῶν δύω στύλων τοῦ Ναοῦ θέλουν παρθοῦν, καὶ κανεὶς δὲν θέλει γνωρίσει, ποῦ μέλλουν νὰ βαλθοῦν. Ταῦτα δὲ θέλουν φερθοῦν ὑπὸ Ἀγγέλου εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σινᾶ, ὅπου κατ’ ἀρχὰς ἐπήχθη ἡ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου. Καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὰ τὰ κεφαλοκόλονα θέλει γνωρισθῆ ὁ Κύριος κατὰ τὸ τέλος καὶ θέλει φωτίσει ἐκείνους ὁποῦ διώκονται ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τὸν νοητὸν ὄφιν Διάβολον (3).
(1) Ἴσως τοῦτο πεπλήρωται, ὅταν ὁ Κύριος ἐδίδασκεν ἐν τῷ Ναῷ τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τῷ φωτὶ τῆς διδασκαλίας του ἐφώτιζε τὰς ψυχὰς τῶν ἐσκοτισμένων Ἰουδαίων. Ὑπὸ τούτου γὰρ ὁδηγούμενοι, ἐγνώριζον τὴν δόξαν τῆς αὐτοῦ Θεότητος.
(2) Ἴσως τοῦτο ἔγινεν ὅταν ὁ Κύριος ἐσταυρώθη, διαρραγέντος τοῦ ὑφαντοῦ καταπετάσματος ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω. Ἢ διέρρηξαν αὐτὸ οἱ Ῥωμαῖοι, ὅταν ἐρήμωσαν τὴν Ἱερουσαλήμ.
(3) Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος εἰς τὰ Ἰουδαϊκὰ γράφει περὶ τοῦ Προφήτου τούτου, ὅτι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μανασσῆ. Καὶ ὅτι οὐχὶ εἷς Ἄγγελος ἔφερεν αὐτὸν εἰς τὴν Βαβυλῶνα ἐπάνω τοῦ λάκκου, ἀλλὰ πολλοί. Εἷς μὲν Ἄγγελος, βαστῶν αὐτὸν ἀπὸ τὴν κόμην τῆς κεφαλῆς. Οἱ δὲ ἄλλοι, ἐστήριζον αὐτὸν μὲ τὰς πτέρυγάς των. Καὶ μὅλον ὁποῦ ἡ θεία Γραφὴ ἐν τῷ «Βὴλ καὶ Δράκων», ἕνα Ἄγγελον λέγει (Ἰουδαϊκῶν, σελ. 249). Καὶ ὅτι ὁ τάφος τοῦ Ἀββακοὺμ εὑρίσκεται εἰς τὴν κόμην Ἐχελά (αὐτόθ. 107). Ἀββακοὺμ δὲ θέλει νὰ εἰπῇ πατὴρ ἐγέρσεως, ἐκ τοῦ Ἀββᾶ, ὃ δηλοῖ πατήρ, καὶ τοῦ κούμ, ὃ δηλοῖ ἔγερσις, συντιθέμενον. Λέγει δὲ ὁ Κλήμης ὁ Κανόνικος, ὅτι ὁ Προφήτης Ἀββακοὺμ μὲ τὰ λόγια ἐκεῖνα ὁποῦ λέγει εἰς τὴν ᾠδήν του· «Ἐπήρθη ὁ ἥλιος, καὶ ἡ σελήνη ἔστη ἐν τῇ τάξει αὐτῆς. Εἰς φῶς βολίδες σου πορεύσονται. Εἰς φέγγος ἀστραπῆς ὅπλων σου». Μὲ ταῦτα, λέγω, φανερόνοι τὸ θαῦμα ἐκεῖνο, ὁποῦ ἔγινεν εἰς τὸν καιρὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὅταν ὁ ἥλιος ἐστάθη κατὰ Γαβαών, καὶ ἡ σελήνη κατὰ φάραγγα ἁλῶν [= Αἰλών]. Μετεκομίσθη δὲ ὁ Ἀββακοὺμ εἰς τὴν Βαβυλῶνα ὑπὸ Ἀγγέλου, μετὰ ἔτη ἑξήκοντα τῆς τῶν Ἰουδαίων ἐν Βαβυλῶνι αἰχμαλωσίας. Ἤτοι πρὸ δέκα χρόνων τῆς αὐτῶν ἐπιστροφῆς.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν καὶ ἐρημιτῶν Ἰωάννου, Ἡρακλαίμονος, Ἀνδρέου, καὶ Θεοφίλου.
Ἀνδρῶν τετρακτὺς εἰς ἄλυπον χωρίον,
Ἐκ θλίψεως γέμοντος ἦλθε χωρίου.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἐκατάγοντο ἀπὸ τὴν πόλιν τὴν ὀνομαζομένην Ὀξύριχον, ἥτις εὑρίσκεται εἰς τὴν Αἴγυπτον, κοντὰ εἰς τὸν ποταμὸν Νεῖλον, υἱοὶ γονέων Χριστιανῶν. Ἐπειδὴ δὲ ἐκαταγίνοντο εἰς τὴν ἀνάγνωσιν τῶν θείων Γραφῶν, διὰ τοῦτο ἐκατανύχθηκαν. Καὶ ἀφέντες τὸν κόσμον, ἐπῆγαν εἰς τὴν βαθυτέραν ἔρημον, ὁδηγηθέντες εἰς αὐτὴν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Εὑρόντες δὲ εἰς αὐτὴν ἕνα ἅγιον ἄνθρωπον καὶ πολλὰ γέροντα, ἔμειναν κοντὰ εἰς αὐτὸν ἕνα χρόνον. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκεῖνος ἀπέθανεν, ἔμειναν οὗτοι ἐκεῖ χρόνους ἑξήκοντα, ταλαιπωρούμενοι πάντοτε μὲ τὴν νηστείαν καὶ τὴν σκληραγωγίαν. Φαγητὸν γὰρ ἦτον εἰς αὐτοὺς μόνα τὰ πωρικά. Καὶ πιοτὸν μόνον τὸ νερόν, τὸ ὁποῖον ἔπινον δύω φοραῖς τὴν ἑβδομάδα. Εἰς ὅλας λοιπὸν τὰς ἄλλας ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, ἐχωρίζοντο ἀναμεταξύ των, καὶ ἐπεριπάτει ὁ καθένας εἰς διάφορα ὄρη καὶ σπήλαια, κατὰ μόνας τῷ Θεῷ προσευχόμενοι. Εἰς δὲ τὸ Σάββατον καὶ τὴν Κυριακὴν ἀνταμόνοντο. Καὶ τὴν πρέπουσαν εὐχαριστίαν προσφέροντες εἰς τὸν Θεόν, ἐμεταλάμβανον τὰ θεῖα Μυστήρια ἀπὸ ἅγιον Ἄγγελον. Ταῦτα ἐδιηγήθη ὁ μέγας ἐρημίτης Παφνούτιος. Ὅστις εἶδε μὲ τὰ ὀμμάτιά του τοὺς ἀνωτέρω ἐρημίτας, καὶ συνέγραψε περὶ τῆς ζωῆς αὐτῶν.
*
Ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Σολομὼν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Θνήσκει Σολομών, οὐχ’ ὁ τοῦ Δαβὶδ γόνος,
Ἀλλ’ ὁ Σολομὼν ἀρχιποιμὴν ποιμένων.
*
Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Μυρόπης.
Ὄντως μῦρον πέφηνε Χριστῷ Μυρόπη,
Σῶμα προδοῦσα διὰ τοῦτον βασάνοις.
Αὕτη ἡ Ἁγία Μυρόπη ἐγεννήθη εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἐφέσου. Ἐπειδὴ δὲ ὁ πατὴρ αὐτῆς ἀπέθανεν, ἀνετράφη ἀπὸ μόνην τὴν μητέρα της. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀνεγεννήθη διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἔμεινεν εἰς τὸν τάφον τῆς Ἁγίας Ἑρμιόνης (4). Ἡ ὁποία ἦτον μία ἀπὸ τὰς τέσσαρας θυγατέρας Φιλίππου τοῦ Ἀποστόλου, τὰς παρθένους καὶ προφητευούσας ὡς γράφουν αἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (κεφ. κα΄, 8). Ἐκεῖ δὲ μένουσα, ἐδέχετο τὸ μῦρον ὁποῦ παραδόξως ἔτρεχεν ἀπὸ τὸν τάφον ἐκείνης καὶ τὸ διεμοίραζε πλουσιοπαρόχως εἰς ὅλους τοὺς προσερχομένους. Ὅθεν διὰ τὴν ἀφορμὴν αὐτὴν ὠνομάσθη Μυρόπη. Ὅταν δὲ ὁ Δέκιος ἐβασίλευσεν ἐν ἔτει σν΄ [250], καὶ ἐκίνησε διωγμὸν κατὰ τῶν Χριστιανῶν, τότε ἡ μήτηρ αὐτῆς, πέρνουσα τὴν Μυρόπην, ἐπῆγεν εἰς τὴν νῆσον Χίον. Διατὶ εἶχεν αὐτὴ ἐκεῖ γονικήν της κληρονομίαν, καὶ ὑποστατικά, ὡς ἐκ τῆς Χίου καταγομένη. Ὅθεν ἔμενον ὁμοῦ καὶ αἱ δύω εἰς τὸν οἶκον αὐτῶν, προσευχόμεναι κατ’ ἰδίαν εἰς τὸν Θεόν. Ἐπειδὴ δὲ μίαν φοράν ἔφθασεν εἰς τὴν Χίον ἕνας βασιλικὸς ἄρχοντας Νουμέριος ὀνόματι, διὰ τοῦτο ἐπιάσθη ὡς Χριστιανὸς ὁ μακάριος Ἰσίδωρος, ὅστις ἦτον ἀπὸ στρατιωτικὸν τάγμα, ὁποῦ ἐξουσιάζετο ὑπὸ τοῦ ἄρχοντος, ἄνθρωπος γέρωντας εἰς τὴν ἡλικίαν καὶ εὐλαβὴς καὶ θαυμάσιος (5). Τοῦτον λοιπὸν ἐδοκίμαζεν ὁ ἄρχων διὰ νὰ χωρίσῃ ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ δὲ ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς δὲν ἐπείθετο, ἐβασάνισεν αὐτὸν πρότερον μὲ διάφορα παιδευτήρια. Ἔπειτα ἀπέκοψε τὴν ἁγίαν αὐτοῦ κεφαλήν, καὶ ἔρριψε τὸ τίμιον αὐτοῦ λείψανον μέσα εἰς ἕνα φάρυγγα διὰ νὰ τὸ φάγουν τὰ θηρία καὶ ὄρνεα. Ἔβαλε δὲ καὶ φύλακας νὰ κάθωνται κοντὰ εἰς τὸ λείψανον, διὰ νὰ μὴ κλέψουν αὐτὸ οἱ Χριστιανοί.
Τότε ἡ Ἁγία Μυρόπη τρωθεῖσα εἰς τὴν ψυχὴν ἀπὸ ζῆλον θεϊκόν, ἐπῆγε τὴν νύκτα μαζὶ μὲ τὰς δούλας της, καὶ ἐπῆρε τὸ ἅγιον λείψανον. Καὶ μυρίσασα ἐντίμως, ἐνταφίασεν αὐτὸ εἰς ἐπίσημον τόπον. Μαθὼν δὲ ὁ ἄρχων τὴν τοῦ λειψάνου κλοπήν, ἔδεσε τοὺς φύλακας μὲ δεσμὰ σιδηρᾶ, καὶ ἐπρόσταξεν αὐτοὺς νὰ περιπατοῦν εἰς ὅλην τὴν πόλιν, καὶ νὰ ἐρευνοῦν διὰ τὸ ἅγιον λείψανον, εἰπὼν τελευταῖον καὶ τοῦτο εἰς αὐτούς. Ὅτι ἐὰν δὲν εὕρουν τὸ κλεφθὲν λείψανον ἕως εἰς τὴν δοθεῖσαν διορίαν, ἔχει νὰ τιμωρήσῃ αὐτοὺς κεφαλικῶς. Τότε ἡ Ἁγία Μυρόπη βλέπουσα καθ’ ἑκάστην τοὺς δυστυχεῖς στρατιώτας νὰ κακοπαθοῦν μὲ ἀνυπόφορον ταλαιπωρίαν, τόσον ἀπὸ τὰς σιδηρᾶς καὶ βαρείας ἁλυσίδας ὁποῦ ἐφόρουν, ὅσον καὶ ἀπὸ τὴν ἐνθύμησιν τῆς κεφαλικῆς τιμωρίας, ὁποῦ ἔμελλον νὰ λάβουν: τοῦτο, λέγω, βλέπουσα καὶ στοχαζομένη, ἐπόνεσε κατὰ τὴν ψυχήν, καὶ τοιαῦτα ἔλεγεν εἰς τὸν ἑαυτόν της κρυφομιλοῦσα. Ἐὰν οἱ στρατιῶται οὗτοι κακοπαθήσουν διὰ τὴν ἐδικήν μου κλεψίαν, βέβαια ἀνάγκη εἶναι νὰ μολυνθῇ ἡ ψυχή μου διὰ τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. Καὶ ἀκολούθως, οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονον θέλει γένῃ εἰς ἐμέ, ὅταν κρίνωμαι ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Θεοῦ.
Ὅθεν παρευθὺς ἐπῆγεν εἰς τοὺς στρατιώτας καὶ λέγει εἰς αὐτούς. Ὦ φίλοι, τὸ λείψανον ὁποῦ ἐχάσατε, ἐγὼ τὸ ἐπῆρα, ὅταν ἐσεῖς ἐκοιμᾶσθε. Εὐθὺς λοιπὸν ἐπίασαν ταύτην οἱ στρατιῶται, καὶ τὴν ἐπαράστησαν εἰς τὸν ἄρχοντα, λέγοντες. Αὕτη, αὐθέντα μας, εἶναι ἐκείνη, ὁποῦ ἔκλεψε τὸν κακοθάνατον ἐκεῖνον γέροντα. Ὁ δὲ ἄρχων λέγει πρὸς τὴν Ἁγίαν. Ἀληθῆ εἶναι αὐτὰ ὁποῦ λέγουν οὗτοι διὰ λόγου σου; Ἡ Ἁγία ἀπεκρίθη, ναί, ἀληθῆ εἶναι. Καὶ πῶς ἐτόλμησες, εἶπεν ὁ ἄρχων, νὰ κάμῃς τοῦτο, ἐπικατάρατον γύναιον; Ἡ Μάρτυς ἀπεκρίθη. Διατὶ ἐκαταφρόνησα, καὶ ὡς σιγχαμερὰν ἐλογισάμην τὴν ἐδικήν σου ταλαιπωρίαν καὶ ἀθεότητα. Ταῦτα τὰ λόγια δὲν ἐθύμωσαν ὀλίγον τὸν σοβαρὸν ἐκεῖνον καὶ ὑπερήφανον ἄρχοντα. Ὅθεν εὐθὺς προστάζει νὰ δέρνουν ἄσπλαγχνα τὴν Ἁγίαν μὲ χονδρὰ ῥαβδία. Τοῦτο δὲ οἱ στρατιῶται ποιήσαντες, ἐπῆραν τὴν Μάρτυρα μισαποθαμένην οὖσαν, καὶ τὴν ἔκλεισαν εἰς τὴν φυλακήν. Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον εὐχομένης τῆς Ἁγίας, φῶς μέγα ἔλαμψε τριγύρω ὅλην τὴν φυλακήν. Καὶ χορὸς Ἀγγέλων ἦλθεν, οἵτινες ἔψαλλον τὸν τρισάγιον ὕμνον. Ἀνάμεσα δὲ εἰς αὐτοὺς ἐστέκετο καὶ ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος, ὁ ὁποῖος βλέπων εἰς τὴν Μυρόπην, εἰρήνη σοι, εἶπεν. Ἔφθασε γὰρ ἡ δέησίς σου εἰς τὸν Θεόν. Καὶ ἰδοὺ τώρα ἔρχεσαι μαζὶ μὲ ἡμᾶς, διὰ νὰ λάβῃς τὸν ἡτοιμασμένον σοι στέφανον. Καὶ παρευθὺς μαζὶ μὲ τὸν λόγον τοῦτον, παρέδωκεν ἡ Ἁγία τὸ πνεῦμά της εἰς τὸν Θεόν. Καὶ ἐγέμωσεν ὅλη ἡ φυλακὴ ἀπὸ μίαν ἄρρητον εὐωδίαν, ὥστε ὁποῦ, καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι φύλακες ἐξεπλάγησαν, καὶ ἐκστατικοὶ σχεδὸν ἔγιναν. Ταῦτα ἐδιηγήθη ἕνας στρατιώτης, ὁποῦ ἀγρυπνοῦσε καὶ ἐφύλαττε τὴν Ἁγίαν. Ὅστις εἶδε μὲ τοὺς ὀφθαλμούς του, καὶ ἤκουσε μὲ τὰ αὐτία του ἅπαντα. Ὅθεν προσελθὼν εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, ἐβαπτίσθη. Καὶ τὸν Χριστὸν ὁμολογήσας, ἔλαβε καὶ αὐτὸς τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Τὸ δὲ λείψανον τῆς Ἁγίας Μυρόπης πέρνοντες οἱ Χριστιανοὶ κατὰ ἄδειαν τοῦ ἄρχοντος, ἐνταφίασαν αὐτὸ εἰς ἐπίσημον τόπον (6).
(4) Αὕτη ἑορτάζεται κατὰ τὴν τετάρτην τοῦ Σεπτεμβρίου.
(5) Οὗτος ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην τετάρτην τοῦ Μαΐου.
(6) Τὴν ᾀσματικὴν Ἀκολουθίαν αὐτῆς ὅρα εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἄβιβος ὁ νέος πυρὶ τελειοῦται.
Πρὸς πῦρ Ἄβιβος εἶπεν ἀλγεῖν οὐκ ἔχω,
Ἔχων συνόντα τοῦ πυρὸς τὸν Δεσπότην.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Κυρίλλου τοῦ Φιλεώτου (7), ἀσκήσαντος ἐν ἔτει ͵αξ΄ [1060].
Ὕλης ὑπερβὰς τὴν δυάδα παμμάκαρ,
(ἤτοι τὴν ἐπιθυμίαν καὶ τὸν θυμόν)
Παρίστασαι νῦν τῇ ἀΰλῳ Τριάδι.
(7) Τὸν Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *