Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου2 Αυγούστου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Β’, η ανακομιδή του λειψάνου του Αγίου Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου.
Έχεις Σιών πάμπολλα θεία και ξένα,
Νεκρόν Στεφάνου δος πόλει Κωνσταντίνου.
Δευτερίη νέκυος Στεφάνου γίνετ’ ανακομιδή.
Αφ’ ου επέρασαν χρόνοι πολλοί ύστερα από το μαρτύριον του Αγίου Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου, ήτοι χρόνοι τδ’ [304], και αφ’ ου ετελειώθησαν δια του μαρτυρίου πολλοί Χριστιανοί, τότε η ειρήνη διεδέχθη την ταραχήν, και η οικουμένη εγέμωσεν από ελευθερίαν και ησυχίαν. Και όλαι μεν αι φυλακαί, ευκερώθησαν από τους φυλακωμένους Χριστιανούς, όλα δε τα βασανιστήρια των τυράννων, έπαυσαν, επειδή και εβασίλευσεν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο χριστιανικώτατος και πρώτος βασιλεύς των Ορθοδόξων. Όθεν τότε εφανερώθη και ο πολύτιμος θησαυρός, ήτοι το πανίερον λείψανον του Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου με τοιούτον τρόπον. Ένας άνθρωπος εκατοίκει εις το χωρίον εκείνο, όπου ήτον κεκρυμμένον το του Πρωτομάρτυρος λείψανον, γέρων κατά την ηλικίαν, Ιερεύς κατά το αξίωμα, και αιδέσιμος κατά την ζωήν, Λουκιανός (ή Λουκιλλιανός) ονομαζόμενος. Εις τούτον λοιπόν εφάνη δύω και τρεις φοραίς ο Άγιος Στέφανος, και έδειξεν εις αυτόν τον τόπον, όπου ευρίσκετο κεκρυμμένον το λείψανόν του. Ο δε Ιερεύς εφανέρωσε την οπτασίαν εις τον τότε Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ Ιωάννην. Ο δε Ιωάννης χαράς πολλής πλησθείς, επήγεν εις τον μηνυθέντα τόπον ομού με τους κληρικούς του, και σκάψας, ευρήκε το σεντούκι, μέσα εις το οποίον ήτον το άγιον λείψανον. Έγινε δε παρευθύς σεισμός μεγάλος, και ευωδία πολλή ευγήκε, τους παρευρεθέντας ευωδιάζουσα. Άνωθεν δε από τους Ουρανούς εγίνοντο φωναί αγγελικαί, λέγουσαι· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Αι φωναί δε αύται ηκούοντο μακράν έως δέκα σημεία τόπου, αλλά και ιατρείαι ενεργούντο εις εκείνους, οπού έπασχον από διάφορα πάθη, κηρύττουσαι την του Πρωτομάρτυρος χάριν (1).
Αφ’ ου λοιπόν επροσκύνησεν ο Πατριάρχης με ευφροσύνην και χαράν το άγιον εκείνο σώμα, ομού με όλους τους κληρικούς και τους παρατυχόντας λαϊκούς, τότε εσήκωσαν αυτό με λαμπάδας και ψαλμωδίας και θυμιάματα, και έτζι με όλην την πρέπουσαν τιμήν το επήγαν εις την Ιερουσαλήμ, και το απέθεσαν εις την αγίαν Σιών. Μετά ταύτα δε έκτισε Ναόν εις το όνομα του Αγίου Στεφάνου μέσα εις την πόλιν Ιερουσαλήμ ένας άρχοντας συγκλητικός, Αλέξανδρος ονομαζόμενος, ο οποίος παρακαλέσας πολλά τον Πατριάρχην Ιωάννην, έπεισεν αυτόν εις το να αποθέση το άγιον λείψανον εν τω Ναώ εκείνω. Αφ’ ου δε επέρασαν πέντε χρόνοι, ησθένησεν ο κτίτωρ του Ναού Αλέξανδρος. Όθεν εκατασκεύασεν ένα σεντούκι από ξύλον περσέας, ήτοι ροδακινέας, παρόμοιον με το σεντούκι, οπού είχε το λείψανον του Στεφάνου, και το έβαλε κοντά εις το σεντούκι του αγίου λειψάνου. Αφ’ ου δε απέθανεν, εβάλθη και το λείψανον μέσα εις το καινούργιον σεντούκι. Ύστερα δε από χρόνους οκτώ, όταν εβασίλευεν ο Μέγας Κωνσταντίνος, και επατριάρχευεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο θείος Μητροφάνης, τότε η γυνή του ανωτέρω αποθανόντος Αλεξάνδρου, Ιουλιανή ονόματι, επειδή ενωχλείτο μεν από πολλούς να δευτεροϋπανδρευθή, δια τον πλούτον και την ευμορφίαν της, αυτή όμως δεν ήθελε: τούτου χάριν εβουλεύθη να κάμη το πράγμα τούτο, ήγουν να πάρη μεν το σώμα του ανδρός της, να υπάγη δε εις τον πατέρα της και εις την πατρίδα της την Κωνσταντινούπολιν.
Όθεν επήγεν εις τον τότε Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ Άγιον Κύριλλον, και επαρακάλει αυτόν να την αφίση να πάρη το σεντούκι, οπού είχε το λείψανον του ανδρός της. Αλλ’ ο Άγιος Κύριλλος δεν άφινεν αυτήν να το πάρη. Δια τούτο έγραψεν εκείνη εις τον πατέρα της περί ταύτης της υποθέσεως, δια συνεργείας δε του πατρός της, έστειλεν ο βασιλεύς σάκραν, ήτοι βασιλικήν προσταγήν, ότι να έχη άδειαν να πάρη το λείψανον του ανδρός της, και να αναβή εις Κωνσταντινούπολιν. Όθεν επειδή ο Πατριάρχης δεν εδύνετο πλέον να εναντιωθή, έδωκεν άδειαν εις την γυναίκα δια να υπάγη να το πάρη. Πλανηθείσα δε η γυνή κατά θείαν Πρόνοιαν, αντί να πάρη το σεντούκι του ανδρός της, αφήκεν εκείνο και επήρε το όμοιον εκείνου σεντούκι, το οποίον είχε το του Αγίου Στεφάνου λείψανον. Τούτο δε βαλούσα επάνω εις ένα θρόνον, και τον θρόνον φορτώσασα επάνω εις όνον, άρχισε τον προς την Κωνσταντινούπολιν δρόμον (2). Εις όλην δε την νύκτα ηκούοντο εν τω αέρι έως δέκα σημεία τόπου, ύμνοι αγγελικοί, και δοξολογία θεοπρεπής λέγουσα· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Τα δε μέρη εκείνα εγέμωσαν από ευωδίαν ενός μύρου πολλού και ευωδεστάτου. Οι δε δαίμονες από μακρόθεν κλαίοντες, αλλοίμονον εις ημάς! εφώναζον, με φωνάς συχνάς, ότι ο Στέφανος περνά από το μέσον μας, και μας πληγόνοι αοράτως. Όταν δε έφθασεν η γυνή εις την παραθαλάσσιον πόλιν της Ασκάλωνος, ευρήκε καράβι, και δούσα ναύλον πενήντα φλωρία, εκίνησεν από εκεί δια την Κωνσταντινούπολιν. Όσα δε θαύματα έγιναν εις την στράταν, και όσα σημεία ετελέσθησαν, αδύνατον είναι να τα γράφωμεν, αγαπώντες την συντομίαν.
Όταν δε η γυνή έφθασεν εις την Κωνσταντινούπολιν, ηκούσθη εις τα αυτία του βασιλέως, ότι έρχεται το λείψανον του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εφανερώθη δε εις αυτόν και τα περί της γυναικός του Αλεξάνδρου, η οποία παρασταθείσα έμπροσθέν του, εδιηγήθη ακριβώς δια ζώσης φωνής, πώς ηκολούθησεν η υπόθεσις από την αρχήν έως τέλους. Τότε ο φιλευσεβέστατος βασιλεύς Κωνσταντίνος ακούσας ταύτα, εγέμωσεν από χαράν και αγαλλίασιν. Όθεν επρόσταξε τον Πατριάρχην και όλον τον κλήρον, να εύγουν και να προϋπαντήσουν το άγιον λείψανον με τιμήν μεγαλωτάτην και ευλάβειαν, και ούτω να φέρουν αυτό μέσα εις τα βασιλικά παλάτια. Τότε δε, όσα θαύματα έγιναν, αδύνατον είναι να τα περιγράψη τινάς κατά ακρίβειαν. Ετράβιζον λοιπόν τα μουλάρια την καρότζαν, επάνω εις την οποίαν ήτον το άγιον λείψανον, έως οπού έφθασαν εις τόπον λεγόμενον Κωνσταντιαναί, και εκεί εστάθησαν. Επειδή δε εκτύπουν τα ζώα δια να υπάγουν παρέμπροσθεν, τούτου χάριν ένα μουλάρι ελάλησε με ανθρωπίνην φωνήν λέγον, διατί μας δέρνετε; εδώ πρέπει να αποτεθή το άγιον λείψανον. Ταύτην την φωνήν ακούσαντες, τόσον ο Πατριάρχης, όσον και όλοι οι παρευρεθέντες, έδωκαν μεγαλοφώνως δόξαν εις τον Θεόν. Ταύτα μαθών και ο πιστότατος βασιλεύς, έγινεν εκστατικός, και παρευθύς έκτισε Ναόν εις τον τόπον εκείνον επ’ ονόματι του Πρωτομάρτυρος, εις δόξαν και αίνον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εις τον Ναόν δε εκείνον τελείται κατ’ έτος η του Αγίου Στεφάνου Σύναξις και εορτή. Η δε εύρεσις του λειψάνου του Αγίου τούτου Στεφάνου, εορτάζεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Σεπτεμβρίου. Η μνήμη του δε, κατά την εικοστήν εβδόμην του Δεκεμβρίου (3).
(1) Σημειούμεν εδώ και ταύτα τα αξιόλογα, τα οποία αναφέρει Νικήτας ο Ρήτωρ και φιλόσοφος εις τον ιστορικόν Λόγον, οπού γράφει περί της ευρέσεως των λειψάνων του Αγίου Στεφάνου. Λέγει ουν εκεί, ότι ο σοφός Γαμαλιήλ, ο διδάσκαλος του Αποστόλου Παύλου, τον οποίον αναφέρει ο θεηγόρος Λουκάς εις τας Πράξεις, όστις ήτον και συγγενής του Αγίου Στεφάνου, (μερικοί δε λέγουσιν, ότι ήτον διδάσκαλος και του Βαρνάβα και του Στεφάνου), ούτος λέγω, ηξεύρωντας την ενάρετον πολιτείαν του Στεφάνου, παρεκάλεσε τους Αγίους Αποστόλους και του έδωκαν το άγιόν του λείψανον. Τούτο δε πέρνωντας ο Γαμαλιήλ, το έθαψεν εις το κοιμητήριον, οπού είχεν ετοιμασμένον δια λόγου του, εις το εδικόν του χωρίον, το οποίον ήτον μακράν από την Ιερουσαλήμ έως είκοσι μίλια. Επήγαν δε μαζί και οι Απόστολοι και το ενταφίασαν.
Τότε και ο Νικόδημος ο ανεψιός του Γαμαλιήλ, όστις επήγε την νύκτα προς τον Ιησούν, και εδιδάχθη παρ’ αυτού τα σωτήρια, τότε λέγω, ο Νικόδημος κατανυχθείς εις την ταφήν του Αγίου Στεφάνου, παρεκάλεσε τον Κορυφαίον Πέτρον και τον εβάπτισε. Μαθόντες δε τούτο οι Ιουδαίοι ανεθεμάτισαν τον Νικόδημον, και έδειραν αυτόν με πολλάς και πικράς πληγάς, και τα υπάρχοντά του διήρπασαν. Ο δε Γαμαλιήλ θείος ων του Νικοδήμου, επήρεν αυτόν εις τον οίκον του, αλλ’ ο Νικόδημος μέσα εις τας πληγάς εκείνας ετελειώθη, και έγινε Μάρτυς του Ιησού, το δε λείψανόν του ενταφίασεν ο Γαμαλιήλ κοντά εις το λείψανον του Αγίου Στεφάνου.
Μετά ταύτα δε και ο Γαμαλιήλ εβαπτίσθη. (Προσθέττει δε ο θείος Χρυσόστομος, Ομιλ. ιθ’ εις τας Πράξεις, ότι ο Γαμαλιήλ επίστευσε προ του Παύλου. Ιστορούσι δέ τινες, ότι εβαπτίσθη υπό Πέτρου και Ιωάννου. Όρα εις την νεοτύπωτον Εκατονταετηρίδα.) Του Γαμαλιήλ δε τούτου εστάθη μαθητής και ο Απόστολος Βαρνάβας, καθώς είπομεν, ως σημειοί Κλήμης ο Στρωματεύς, και ο Ευσέβιος, και ο Επιφάνιος, και όρα εις τας ένδεκα του Ιουνίου. Ομοίως και ο υιός του Γαμαλιήλ Αβελβούλ εβαπτίσθη, όστις ήτον νέος έως είκοσι χρόνων, ωραίος και ενάρετος και σοφός, μάλιστα δε, ήτον παρθένος και καθαρός. Μετά δε ολίγον καιρόν απέθανον και οι δύω ευσεβώς και οσίως, ο Γαμαλιήλ δηλαδή και ο υιός του. Όθεν έθαψαν και των δύω τα λείψανα κοντά εις τα λείψανα του Αγίου Στεφάνου και του Αγίου Νικοδήμου.
Κατά τον καιρόν δε οπού έμελλε να φανερωθή το λείψανον του Αγίου Στεφάνου, εφάνη ο θείος Στέφανος εις τον Ιερέα Λουκιανόν φορών άσπρον στιχάρι, το οποίον ήτον γεμάτον από το στοιχείον του σίγμα· όπερ εδήλου το όνομα Στέφανος, το δε σίγμα εκείνο ήτον κόκκινον και χρυσούν. Είχε δε μαλλία ξανθά ο Άγιος και περίχρυσα, φθάνοντα έως εις τους ώμους του· εφόρει υποδήματα με χρυσά λουρία δεμένα· εκράτει εις το χέρι του χρυσόν ραβδί, με το οποίον έγγιξε τρεις φοραίς τον Ιερέα και τον εκάλεσεν εξ ονόματος. Είπε δε προς αυτόν, πού είναι τεθαμμένον το λείψανόν του. Επρόσθεσε δε και τούτο, ότι κοντά του ήτον ενταφιασμένα και τα λείψανα του Νικοδήμου, του Γαμαλιήλ, και του Αβελβούλ του υιού του.
Σκάψαντες λοιπόν τον τόπον ευρήκαν και τα τέσσαρα σεντούκια, μέσα εις τα οποία ήτον βαλμένα τα λείψανα του Αγίου Στεφάνου, και των λοιπών τριών. Επάνω δε εις κάθε σεντούκι, ήτον γεγραμμένον το όνομα του καθ’ ενός με συριακήν γλώσσαν. Το σεντούκι όμως του Αγίου Στεφάνου εσάλευε μόνον του, και πολύ φως είχε τριγύρω του, και πολλή ευωδία εύγαινεν από αυτό. Έγινε δε και σεισμός φοβερός. Πέρνωντας δε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων το του Αγίου Στεφάνου λείψανον, με όλον τον κλήρον και τον λαόν, το επήγαν εις την Ιερουσαλήμ, και το απόθεσαν μέσα εις το θυσιαστήριον της Αγίας Σιών. Έλεγον δε οι ιδόντες το άγιον εκείνο λείψανον, ότι η πληγαίς οπού έγιναν από τα κτυπήματα των πετρών, έλαμπον ωσάν τα άστρα του ουρανού.
(2) Σημείωσαι, ότι ο Θεοφάνης και Κεδρηνός ιστορούσιν, ότι έστειλεν ο μικρός Θεοδόσιος ελεημοσύνην μεγάλην εις τον Ιεροσολύμων Αρχιεπίσκοπον, δια να την μοιράση εις τους πτωχούς. Και ένα σταυρόν χρυσούν μετά πολυτίμων λίθων, ίνα τεθή εις τον τόπον του Κρανίου. Έστειλε δε και ο Ιεροσολύμων την δεξιάν χείρα του Αγίου Στεφάνου τούτου του Πρωτομάρτυρος εις την αδελφήν του βασιλέως Πουλχερίαν, ήτις δεξιά, όταν έφθασεν εις την Χαλκηδόνα, εφάνη εις την Πουλχερίαν ο Άγιος Στέφανος λέγων προς αυτήν· ιδού επέτυχες εκείνο οπού επεθύμεις· εγώ έφθασα εις την Χαλκηδόνα. Όθεν εξήλθε μετά του βασιλέως εις προϋπάντησιν του λειψάνου. Ύστερον δε έκτισε Ναόν του Πρωτομάρτυρος, εν ω έβαλε το ευώδες εκείνο κειμήλιον κατά το εικοστόν έτος της βασιλείας Θεοδοσίου του αδελφού αυτής. (Όρα σελ. 311 της Δωδεκαβίβλου.) Ίσως δε η δεξιά χειρ να έμεινεν εν τη Ιερουσαλήμ, και ουχί όλον το λείψανον του Αγίου μετεκομίσθη εις Κωνσταντινούπολιν.
(3) Σημείωσαι, ότι εν τη Μεγίστη Λαύρα σώζεται λόγος εις την ανακομιδήν του λειψάνου του Αγίου Στεφάνου, ου η αρχή· «Και πώς αν τις αιτίας ημάς απαλλάξοι και μώμου;»
*
Τη αυτή ημέρα η εύρεσις των λειψάνων των Αγίων Μαρτύρων Μαξίμου, Δάδα, και Κυντιλλιανού.
Τρεις εκφέρουσα γη νεκρούς ζωηφόρους,
Πόλω λέγειν έοικε, συ κρύψας έχε.
Ούτοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, εν έτει σϞς’ [296], εις πόλιν καλουμένην Δωρόστολον, εν τη χώρα της δευτέρας Μυσίας. Παρασταθέντες δε εις τον Ύπατον Ταρκύνιον, και μη θελήσαντες να θυσιάσουν εις τα είδωλα εδάρθησαν. Έπειτα εφέρθησαν εις τόπον καλούμενον Οζοβίαν, και εκεί απεκεφαλίσθησαν κατά την δεκάτην τρίτην του Απριλλίου. Εκρύπτοντο λοιπόν τα λείψανα τούτων εις χρόνους πολλούς. Ύστερον δε εφανερώθησαν ταύτα δια μέσου θείου Αγγέλου, κατά την δευτέραν ταύτην του Αυγούστου μηνός, τα οποία και έως την σήμερον ευρίσκονται εις τον οίκον της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, εις τόπον λεγόμενον του Βιγλεντίου, όπου και η τούτων γίνεται Σύναξις και εορτή. (Όρα περί των Αγίων τούτων και εις την δεκάτην τρίτην του Απριλλίου.)
*
Τα εγκαίνια του θείου Ναού του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, πλησίον της αγιωτάτης Μεγάλης Εκκλησίας.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Φωκά.
Φωκάς ο Μάρτυς εκλιπών γης χωρίον,
Νυν εγκατοικεί της τρυφής τω χωρίω.
*
Μνήμη του εν ευσεβεί τη λήξει γενομένου βασιλέως Ιουστινιανού (4), εν τοις Αγίοις Αποστόλοις.
Ουκ εμποδών σοι σκήπτρον ώφθη ω άναξ,
Συ γαρ κατοικείς βασιλείαν την άνω.
(4) Εν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται η Ιουστινιανού του Νέου, ήτοι του δευτέρου, του καλουμένου Ρινοτμήτου του εν έτει χπε’ [685] βασιλεύσαντος. Και ίσως δεν αναφέρεται εν τω χειρογράφω ο μέγας Ιουστινιανός, διατί έπεσεν εις την αίρεσιν των Αφθαρτοδοκιτών. Και δια ταύτην απέθανε με αιφνίδιον θάνατον. Και όρα εις το Πολιτικόν Θέατρον, σελ. 503 της εν Λειψία εκδόσεως. Αλλά και εν τη αιρέσει ταύτη απέθανε κατά τον Μελέτιον, σελ. 86 του β’ τόμου. Αγκαλά και ο Ρινότμητος ούτος κακήν ζωήν έζησε. Και όρα εις την εικοστήν τρίτην του παρόντος Αυγούστου εν τω Συναξαρίω Καλλινίκου του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ει μη τις είπη ότι μετενόησεν εις το τέλος του.
Ο δε αοίδιμος Δοσίθεος ο Ιεροσολύμων απολογούμενος δια τον μέγαν Ιουστινιανόν λέγει, ότι εξ αγνοίας έπεσεν εις την ανωτέρω αίρεσιν των Αφθαρτοδοκιτών (ο και μερικοί των Αγίων έπαθον) επειδή εν πολλοίς και διαφόροις τρόποις εγνωρίσθη η εν πάσιν αυτού Ορθοδοξία. Τούτο βούλεται και ο Ευστάθιος εις τον Βίον του Πατριάρχου Ευτυχίου, ένθα σημειοί, ότι ο Ιουστινιανός ζητητικός ων περί των θείων δογμάτων, νυκτός και ημέρας δια συλλογιστικών αποδείξεων και μαρτυριών γραφικών ετροπούτο τους αιρετικούς. Εις τούτο συντρέχει και τα προς αυτόν κεφάλαια του Αγαπητού Διακόνου. Αλλά και η Έκτη Οικουμενική Σύνοδος λέγει περί της Πέμπτης Συνόδου· «η Αγία Σύνοδος η υπό του της σεβασμίας μνήμης Ιουστινιανού εν Κωνσταντινουπόλει συναθροισθείσα Πράξει τετάρτη». Και πάλιν λέγει· «Χρήσις του εν Αγίοις Ιουστινιανού προς Ζωΐλον Πατριάρχην Αλεξανδρείας Πράξει δεκάτη». Και ο Πάπας Αγάθων εν τη προς τον Πωγωνάτον αναφορά, μέγαν ποιεί έπαινον του Ιουστινιανού επ’ ευσεβεία. Και οι Πατριάρχαι της Ανατολής εν τη προς Ταράσιον Κωνσταντινουπόλεως λέγουσιν· «ο Ιουστινιανός σοφός άναξ, και εν βασιλεύσιν Άγιος και μακαριστός».
Περί μέντοι του προβλήματος (της Αφθαρτοδοκήσεως δηλαδή) η Καθολική Εκκλησία ομολογεί τον Θεόν Λόγον ειληφέναι αληθινήν σάρκα, παθητήν, αναμάρτητον, συν πάσιν αυτής τοις παθήμασι (αδιαβλήτοις δηλαδή) και τοις ιδιώμασι τοις χαρακτηριστικοίς, και τοις αφοριστικοίς γνωρίσμασι της ανθρωπίνης ημών φύσεως, άτινα δια το έχειν, ην και φύσει τέλειος άνθρωπος εν δυσί φύσεσι και θελήσεσι γνωριζόμενος Θεός και άνθρωπος. Και γαρ κατά τον μακάριον Κύριλλον, «Σεσάρκωται ο Λόγος, και της οικείας αϋλότητος ουκ εξέστη. Και όλος σεσάρκωται, και όλος εστίν απερίγραπτος. Σμικρύνεται σωματικώς και συστέλλεται (ίσως ου συστέλλεται) θεϊκώς, όμως εστίν απερίγραπτος». Προσφυέστατον δε και αρμοδιώτατον τη παρούση υποθέσει είναι εκείνο, οπού γράφει ο σοφός Κύρου Θεοδώρητος. Ερμηνεύων γαρ ούτος το λόγιον εκείνο του ρη’ ψαλμού, το, «Ότι παρέστη εκ δεξιών πένητος του σώσαι εκ των καταδιωκόντων την ψυχήν μου», ούτω λέγει· «Αχώριστον η θεία φύσις ποιησαμένη την ένωσιν, παρήν μεν τη ανθρωπεία φύσει, συνεχώρει δε πάσχειν, των ανθρώπων πραγματευομένη την σωτηρίαν. Ράδιον μεν γαρ ην αυτώ αθάνατον αυτήν, ην αν έλαβεν, απεργάσασθαι φύσιν. Επειδή δε σωτηρία ην του κόσμου το πάθος, μετά το πάθος, της αθανασίας και της αφθαρσίας μετέδωκε…». Και παρακατιών· «Ηνίκα φθαρτήν είχεν αυτήν την φύσιν, ανθρωπίνως άπαντα, πλην αμαρτίας, συνεχώρει και πάσχειν και φθέγγεσθαι». Ο δε Νικηφόρος λέγει, ότι ο Ιουστινιανός από τον έρωτα και την αγάπην οπού είχεν προς τον Χριστόν, είπεν, ότι είχε σώμα άφθαρτον (τούτο όμως ου παραδέχεται ο ρηθείς Δοσίθεος).
Επί τούτου του Ιουστινιανού έλαβεν αρχήν να εκτελήται η εορτή της Υπαπαντής. Αυτός, λέγουσιν, ότι είναι ο ποιητής του «Ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού». Ιστορεί γαρ ο Κεδρηνός ότι ο Ιουστινιανός ούτος κτίσας τον εν Κωνσταντινουπόλει μεγαλοπρεπέστατον Ναόν, αφιέρωσεν αυτόν εις την Σοφίαν του Θεού. Δια τούτο και ενομοθέτησε να ψάλλεται εν τη Λειτουργία το τροπάριον το «Ο μονογενής». Επειδή αυτό ανακηρύττει την Σοφίαν του Θεού και Πατρός, ήτοι τον Υιόν και Λόγον αυτού, τον εκ της αγιωτάτης και Αειπαρθένου Μαρίας ενανθρωπήσαντα. (Αγκαλά και άλλοι λέγουσιν, ότι εποίησε τούτο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ή η Τρίτη Οικουμενική Σύνοδος.) Ούτος κατά τον Προκόπιον, ενήστευεν εν όλη τη μεγάλη Τεσσαρακοστή μετά πολλής εγκρατείας, και εστάθη νικητής και τροπαιούχος κατά Περσών και Γότθων. Όθεν γράφει ο Σουΐδας, ότι εφαίνετο καβαλλάριος έχων εις μεν την αριστεράν χείρα, μίαν σφαίραν μετά του σταυρού. Την δε δεξιάν αυτού είχεν εξηπλωμένην, σχεδόν τους Πέρσας εκφοβών, ίνα μη εισέλθωσιν εις τας ρωμαϊκάς επαρχίας (όρα σελ. 442 και 510 της Δωδεκαβίβλου και σελ. 88 του β’ τόμου του Μελετίου). Όρα και εις την δεκάτην του Ιουλίου εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου των δέκα χιλιάδων των Οσίων. Και εις την τετάρτην του Μαρτίου την υποσημείωσιν του Συναξαρίου του Οσίου Γερασίμου.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Β΄, ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος καὶ Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου.
Ἔχεις Σιὼν πάμπολλα θεῖα καὶ ξένα,
Νεκρὸν Στεφάνου δὸς πόλει Κωνσταντίνου.
Δευτερίῃ νέκυος Στεφάνου γίνετ’ ἀνακομιδή.
Ἀφ’ οὗ ἐπέρασαν χρόνοι πολλοὶ ὕστερα ἀπὸ τὸ μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος καὶ Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου, ἤτοι χρόνοι τδ΄ [304], καὶ ἀφ’ οὗ ἐτελειώθησαν διὰ τοῦ μαρτυρίου πολλοὶ Χριστιανοί, τότε ἡ εἰρήνη διεδέχθη τὴν ταραχήν, καὶ ἡ οἰκουμένη ἐγέμωσεν ἀπὸ ἐλευθερίαν καὶ ἡσυχίαν. Καὶ ὅλαι μὲν αἱ φυλακαί, εὐκερώθησαν ἀπὸ τοὺς φυλακωμένους Χριστιανούς, ὅλα δὲ τὰ βασανιστήρια τῶν τυράννων, ἔπαυσαν, ἐπειδὴ καὶ ἐβασίλευσεν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ χριστιανικώτατος καὶ πρῶτος βασιλεὺς τῶν Ὀρθοδόξων. Ὅθεν τότε ἐφανερώθη καὶ ὁ πολύτιμος θησαυρός, ἤτοι τὸ πανίερον λείψανον τοῦ Πρωτομάρτυρος καὶ Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου μὲ τοιοῦτον τρόπον. Ἕνας ἄνθρωπος ἐκατοίκει εἰς τὸ χωρίον ἐκεῖνο, ὅπου ἦτον κεκρυμμένον τὸ τοῦ Πρωτομάρτυρος λείψανον, γέρων κατὰ τὴν ἡλικίαν, Ἱερεὺς κατὰ τὸ ἀξίωμα, καὶ αἰδέσιμος κατὰ τὴν ζωήν, Λουκιανός (ἢ Λουκιλλιανός) ὀνομαζόμενος. Εἰς τοῦτον λοιπὸν ἐφάνη δύω καὶ τρεῖς φοραῖς ὁ Ἅγιος Στέφανος, καὶ ἔδειξεν εἰς αὐτὸν τὸν τόπον, ὅπου εὑρίσκετο κεκρυμμένον τὸ λείψανόν του. Ὁ δὲ Ἱερεὺς ἐφανέρωσε τὴν ὀπτασίαν εἰς τὸν τότε Πατριάρχην τῆς Ἱερουσαλὴμ Ἰωάννην. Ὁ δὲ Ἰωάννης χαρᾶς πολλῆς πλησθείς, ἐπῆγεν εἰς τὸν μηνυθέντα τόπον ὁμοῦ μὲ τοὺς κληρικούς του, καὶ σκάψας, εὑρῆκε τὸ σεντοῦκι, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ἦτον τὸ ἅγιον λείψανον. Ἔγινε δὲ παρευθὺς σεισμὸς μεγάλος, καὶ εὐωδία πολλὴ εὐγῆκε, τοὺς παρευρεθέντας εὐωδιάζουσα. Ἄνωθεν δὲ ἀπὸ τοὺς Οὐρανοὺς ἐγίνοντο φωναὶ ἀγγελικαί, λέγουσαι· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ, καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Αἱ φωναὶ δὲ αὗται ἠκούοντο μακρὰν ἕως δέκα σημεῖα τόπου, ἀλλὰ καὶ ἰατρεῖαι ἐνεργοῦντο εἰς ἐκείνους, ὁποῦ ἔπασχον ἀπὸ διάφορα πάθη, κηρύττουσαι τὴν τοῦ Πρωτομάρτυρος χάριν (1).
Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἐπροσκύνησεν ὁ Πατριάρχης μὲ εὐφροσύνην καὶ χαρὰν τὸ ἅγιον ἐκεῖνο σῶμα, ὁμοῦ μὲ ὅλους τοὺς κληρικοὺς καὶ τοὺς παρατυχόντας λαϊκούς, τότε ἐσήκωσαν αὐτὸ μὲ λαμπάδας καὶ ψαλμῳδίας καὶ θυμιάματα, καὶ ἔτζι μὲ ὅλην τὴν πρέπουσαν τιμὴν τὸ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ τὸ ἀπέθεσαν εἰς τὴν ἁγίαν Σιών. Μετὰ ταῦτα δὲ ἔκτισε Ναὸν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Στεφάνου μέσα εἰς τὴν πόλιν Ἱερουσαλὴμ ἕνας ἄρχοντας συγκλητικός, Ἀλέξανδρος ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος παρακαλέσας πολλὰ τὸν Πατριάρχην Ἰωάννην, ἔπεισεν αὐτὸν εἰς τὸ νὰ ἀποθέσῃ τὸ ἅγιον λείψανον ἐν τῷ Ναῷ ἐκείνῳ. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν πέντε χρόνοι, ἠσθένησεν ὁ κτίτωρ τοῦ Ναοῦ Ἀλέξανδρος. Ὅθεν ἐκατασκεύασεν ἕνα σεντοῦκι ἀπὸ ξύλον περσέας, ἤτοι ῥοδακινέας, παρόμοιον μὲ τὸ σεντοῦκι, ὁποῦ εἶχε τὸ λείψανον τοῦ Στεφάνου, καὶ τὸ ἔβαλε κοντὰ εἰς τὸ σεντοῦκι τοῦ ἁγίου λειψάνου. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπέθανεν, ἐβάλθη καὶ τὸ λείψανον μέσα εἰς τὸ καινούργιον σεντοῦκι. Ὕστερα δὲ ἀπὸ χρόνους ὀκτώ, ὅταν ἐβασίλευεν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, καὶ ἐπατριάρχευεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ὁ θεῖος Μητροφάνης, τότε ἡ γυνὴ τοῦ ἀνωτέρω ἀποθανόντος Ἀλεξάνδρου, Ἰουλιανὴ ὀνόματι, ἐπειδὴ ἐνωχλεῖτο μὲν ἀπὸ πολλοὺς νὰ δευτεροϋπανδρευθῇ, διὰ τὸν πλοῦτον καὶ τὴν εὐμορφίαν της, αὐτὴ ὅμως δὲν ἤθελε: τούτου χάριν ἐβουλεύθη νὰ κάμῃ τὸ πρᾶγμα τοῦτο, ἤγουν νὰ πάρῃ μὲν τὸ σῶμα τοῦ ἀνδρός της, νὰ ὑπάγῃ δὲ εἰς τὸν πατέρα της καὶ εἰς τὴν πατρίδα της τὴν Κωνσταντινούπολιν.
Ὅθεν ἐπῆγεν εἰς τὸν τότε Πατριάρχην τῆς Ἱερουσαλὴμ Ἅγιον Κύριλλον, καὶ ἐπαρακάλει αὐτὸν νὰ τὴν ἀφίσῃ νὰ πάρῃ τὸ σεντοῦκι, ὁποῦ εἶχε τὸ λείψανον τοῦ ἀνδρός της. Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος Κύριλλος δὲν ἄφινεν αὐτὴν νὰ τὸ πάρῃ. Διὰ τοῦτο ἔγραψεν ἐκείνη εἰς τὸν πατέρα της περὶ ταύτης τῆς ὑποθέσεως, διὰ συνεργείας δὲ τοῦ πατρός της, ἔστειλεν ὁ βασιλεὺς σάκραν, ἤτοι βασιλικὴν προσταγήν, ὅτι νὰ ἔχῃ ἄδειαν νὰ πάρῃ τὸ λείψανον τοῦ ἀνδρός της, καὶ νὰ ἀναβῇ εἰς Κωνσταντινούπολιν. Ὅθεν ἐπειδὴ ὁ Πατριάρχης δὲν ἐδύνετο πλέον νὰ ἐναντιωθῇ, ἔδωκεν ἄδειαν εἰς τὴν γυναῖκα διὰ νὰ ὑπάγῃ νὰ τὸ πάρῃ. Πλανηθεῖσα δὲ ἡ γυνὴ κατὰ θείαν Πρόνοιαν, ἀντὶ νὰ πάρῃ τὸ σεντοῦκι τοῦ ἀνδρός της, ἀφῆκεν ἐκεῖνο καὶ ἐπῆρε τὸ ὅμοιον ἐκείνου σεντοῦκι, τὸ ὁποῖον εἶχε τὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου λείψανον. Τοῦτο δὲ βαλοῦσα ἐπάνω εἰς ἕνα θρόνον, καὶ τὸν θρόνον φορτώσασα ἐπάνω εἰς ὄνον, ἄρχισε τὸν πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολιν δρόμον (2). Εἰς ὅλην δὲ τὴν νύκτα ἠκούοντο ἐν τῷ ἀέρι ἕως δέκα σημεῖα τόπου, ὕμνοι ἀγγελικοί, καὶ δοξολογία θεοπρεπὴς λέγουσα· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Τὰ δὲ μέρη ἐκεῖνα ἐγέμωσαν ἀπὸ εὐωδίαν ἑνὸς μύρου πολλοῦ καὶ εὐωδεστάτου. Οἱ δὲ δαίμονες ἀπὸ μακρόθεν κλαίοντες, ἀλλοίμονον εἰς ἡμᾶς! ἐφώναζον, μὲ φωνὰς συχνάς, ὅτι ὁ Στέφανος περνᾷ ἀπὸ τὸ μέσον μας, καὶ μᾶς πληγόνοι ἀοράτως. Ὅταν δὲ ἔφθασεν ἡ γυνὴ εἰς τὴν παραθαλάσσιον πόλιν τῆς Ἀσκάλωνος, εὑρῆκε καράβι, καὶ δοῦσα ναῦλον πενῆντα φλωρία, ἐκίνησεν ἀπὸ ἐκεῖ διὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὅσα δὲ θαύματα ἔγιναν εἰς τὴν στράταν, καὶ ὅσα σημεῖα ἐτελέσθησαν, ἀδύνατον εἶναι νὰ τὰ γράφωμεν, ἀγαπῶντες τὴν συντομίαν.
Ὅταν δὲ ἡ γυνὴ ἔφθασεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἠκούσθη εἰς τὰ αὐτία τοῦ βασιλέως, ὅτι ἔρχεται τὸ λείψανον τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, ἐφανερώθη δὲ εἰς αὐτὸν καὶ τὰ περὶ τῆς γυναικὸς τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἡ ὁποία παρασταθεῖσα ἔμπροσθέν του, ἐδιηγήθη ἀκριβῶς διὰ ζώσης φωνῆς, πῶς ἠκολούθησεν ἡ ὑπόθεσις ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ἕως τέλους. Τότε ὁ φιλευσεβέστατος βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ἀκούσας ταῦτα, ἐγέμωσεν ἀπὸ χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν. Ὅθεν ἐπρόσταξε τὸν Πατριάρχην καὶ ὅλον τὸν κλῆρον, νὰ εὔγουν καὶ νὰ προϋπαντήσουν τὸ ἅγιον λείψανον μὲ τιμὴν μεγαλωτάτην καὶ εὐλάβειαν, καὶ οὕτω νὰ φέρουν αὐτὸ μέσα εἰς τὰ βασιλικὰ παλάτια. Τότε δέ, ὅσα θαύματα ἔγιναν, ἀδύνατον εἶναι νὰ τὰ περιγράψῃ τινὰς κατὰ ἀκρίβειαν. Ἐτράβιζον λοιπὸν τὰ μουλάρια τὴν καρότζαν, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ἦτον τὸ ἅγιον λείψανον, ἕως ὁποῦ ἔφθασαν εἰς τόπον λεγόμενον Κωνσταντιαναί, καὶ ἐκεῖ ἐστάθησαν. Ἐπειδὴ δὲ ἐκτύπουν τὰ ζῶα διὰ νὰ ὑπάγουν παρέμπροσθεν, τούτου χάριν ἕνα μουλάρι ἐλάλησε μὲ ἀνθρωπίνην φωνὴν λέγον, διατί μᾶς δέρνετε; ἐδῶ πρέπει νὰ ἀποτεθῇ τὸ ἅγιον λείψανον. Ταύτην τὴν φωνὴν ἀκούσαντες, τόσον ὁ Πατριάρχης, ὅσον καὶ ὅλοι οἱ παρευρεθέντες, ἔδωκαν μεγαλοφώνως δόξαν εἰς τὸν Θεόν. Ταῦτα μαθὼν καὶ ὁ πιστότατος βασιλεύς, ἔγινεν ἐκστατικός, καὶ παρευθὺς ἔκτισε Ναὸν εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Πρωτομάρτυρος, εἰς δόξαν καὶ αἶνον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἰς τὸν Ναὸν δὲ ἐκεῖνον τελεῖται κατ’ ἔτος ἡ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου Σύναξις καὶ ἑορτή. Ἡ δὲ εὕρεσις τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου τούτου Στεφάνου, ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην τοῦ Σεπτεμβρίου. Ἡ μνήμη του δέ, κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην τοῦ Δεκεμβρίου (3).
(1) Σημειοῦμεν ἐδῶ καὶ ταῦτα τὰ ἀξιόλογα, τὰ ὁποῖα ἀναφέρει Νικήτας ὁ Ῥήτωρ καὶ φιλόσοφος εἰς τὸν ἱστορικὸν Λόγον, ὁποῦ γράφει περὶ τῆς εὑρέσεως τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Στεφάνου. Λέγει οὖν ἐκεῖ, ὅτι ὁ σοφὸς Γαμαλιήλ, ὁ διδάσκαλος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὸν ὁποῖον ἀναφέρει ὁ θεηγόρος Λουκᾶς εἰς τὰς Πράξεις, ὅστις ἦτον καὶ συγγενὴς τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, (μερικοὶ δὲ λέγουσιν, ὅτι ἦτον διδάσκαλος καὶ τοῦ Βαρνάβα καὶ τοῦ Στεφάνου), οὗτος λέγω, ἠξεύρωντας τὴν ἐνάρετον πολιτείαν τοῦ Στεφάνου, παρεκάλεσε τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ τοῦ ἔδωκαν τὸ ἅγιόν του λείψανον. Τοῦτο δὲ πέρνωντας ὁ Γαμαλιήλ, τὸ ἔθαψεν εἰς τὸ κοιμητήριον, ὁποῦ εἶχεν ἑτοιμασμένον διὰ λόγου του, εἰς τὸ ἐδικόν του χωρίον, τὸ ὁποῖον ἦτον μακρὰν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ ἕως εἴκοσι μίλια. Ἐπῆγαν δὲ μαζὶ καὶ οἱ Ἀπόστολοι καὶ τὸ ἐνταφίασαν.
Τότε καὶ ὁ Νικόδημος ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Γαμαλιήλ, ὅστις ἐπῆγε τὴν νύκτα πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐδιδάχθη παρ’ αὐτοῦ τὰ σωτήρια, τότε λέγω, ὁ Νικόδημος κατανυχθεὶς εἰς τὴν ταφὴν τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, παρεκάλεσε τὸν Κορυφαῖον Πέτρον καὶ τὸν ἐβάπτισε. Μαθόντες δὲ τοῦτο οἱ Ἰουδαῖοι ἀνεθεμάτισαν τὸν Νικόδημον, καὶ ἔδειραν αὐτὸν μὲ πολλὰς καὶ πικρὰς πληγάς, καὶ τὰ ὑπάρχοντά του διήρπασαν. Ὁ δὲ Γαμαλιὴλ θεῖος ὢν τοῦ Νικοδήμου, ἐπῆρεν αὐτὸν εἰς τὸν οἶκόν του, ἀλλ’ ὁ Νικόδημος μέσα εἰς τὰς πληγὰς ἐκείνας ἐτελειώθη, καὶ ἔγινε Μάρτυς τοῦ Ἰησοῦ, τὸ δὲ λείψανόν του ἐνταφίασεν ὁ Γαμαλιὴλ κοντὰ εἰς τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου Στεφάνου.
Μετὰ ταῦτα δὲ καὶ ὁ Γαμαλιὴλ ἐβαπτίσθη. (Προσθέττει δὲ ὁ θεῖος Χρυσόστομος, Ὁμιλ. ιθ΄ εἰς τὰς Πράξεις, ὅτι ὁ Γαμαλιὴλ ἐπίστευσε πρὸ τοῦ Παύλου. Ἱστοροῦσι δέ τινες, ὅτι ἐβαπτίσθη ὑπὸ Πέτρου καὶ Ἰωάννου. Ὅρα εἰς τὴν νεοτύπωτον Ἑκατονταετηρίδα.) Τοῦ Γαμαλιὴλ δὲ τούτου ἐστάθη μαθητὴς καὶ ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας, καθὼς εἴπομεν, ὡς σημειοῖ Κλήμης ὁ Στρωματεύς, καὶ ὁ Εὐσέβιος, καὶ ὁ Ἐπιφάνιος, καὶ ὅρα εἰς τὰς ἕνδεκα τοῦ Ἰουνίου. Ὁμοίως καὶ ὁ υἱὸς τοῦ Γαμαλιὴλ Ἀβελβοὺλ ἐβαπτίσθη, ὅστις ἦτον νέος ἕως εἴκοσι χρόνων, ὡραῖος καὶ ἐνάρετος καὶ σοφός, μάλιστα δέ, ἦτον παρθένος καὶ καθαρός. Μετὰ δὲ ὀλίγον καιρὸν ἀπέθανον καὶ οἱ δύω εὐσεβῶς καὶ ὁσίως, ὁ Γαμαλιὴλ δηλαδὴ καὶ ὁ υἱός του. Ὅθεν ἔθαψαν καὶ τῶν δύω τὰ λείψανα κοντὰ εἰς τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καὶ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου.
Κατὰ τὸν καιρὸν δὲ ὁποῦ ἔμελλε νὰ φανερωθῇ τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ἐφάνη ὁ θεῖος Στέφανος εἰς τὸν Ἱερέα Λουκιανὸν φορῶν ἄσπρον στιχάρι, τὸ ὁποῖον ἦτον γεμάτον ἀπὸ τὸ στοιχεῖον τοῦ σίγμα· ὅπερ ἐδήλου τὸ ὄνομα Στέφανος, τὸ δὲ σίγμα ἐκεῖνο ἦτον κόκκινον καὶ χρυσοῦν. Εἶχε δὲ μαλλία ξανθὰ ὁ Ἅγιος καὶ περίχρυσα, φθάνοντα ἕως εἰς τοὺς ὤμους του· ἐφόρει ὑποδήματα μὲ χρυσᾶ λουρία δεμένα· ἐκράτει εἰς τὸ χέρι του χρυσὸν ῥαβδί, μὲ τὸ ὁποῖον ἔγγιξε τρεῖς φοραῖς τὸν Ἱερέα καὶ τὸν ἐκάλεσεν ἐξ ὀνόματος. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτόν, ποῦ εἶναι τεθαμμένον τὸ λείψανόν του. Ἐπρόσθεσε δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι κοντά του ἦτον ἐνταφιασμένα καὶ τὰ λείψανα τοῦ Νικοδήμου, τοῦ Γαμαλιήλ, καὶ τοῦ Ἀβελβοὺλ τοῦ υἱοῦ του.
Σκάψαντες λοιπὸν τὸν τόπον εὑρῆκαν καὶ τὰ τέσσαρα σεντούκια, μέσα εἰς τὰ ὁποῖα ἦτον βαλμένα τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, καὶ τῶν λοιπῶν τριῶν. Ἐπάνω δὲ εἰς κάθε σεντοῦκι, ἦτον γεγραμμένον τὸ ὄνομα τοῦ καθ’ ἑνὸς μὲ συριακὴν γλῶσσαν. Τὸ σεντοῦκι ὅμως τοῦ Ἁγίου Στεφάνου ἐσάλευε μόνον του, καὶ πολὺ φῶς εἶχε τριγύρω του, καὶ πολλὴ εὐωδία εὔγαινεν ἀπὸ αὐτό. Ἔγινε δὲ καὶ σεισμὸς φοβερός. Πέρνωντας δὲ ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων τὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου λείψανον, μὲ ὅλον τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαόν, τὸ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ τὸ ἀπόθεσαν μέσα εἰς τὸ θυσιαστήριον τῆς Ἁγίας Σιών. Ἔλεγον δὲ οἱ ἰδόντες τὸ ἅγιον ἐκεῖνο λείψανον, ὅτι ᾑ πληγαῖς ὁποῦ ἔγιναν ἀπὸ τὰ κτυπήματα τῶν πετρῶν, ἔλαμπον ὡσὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ.
(2) Σημείωσαι, ὅτι ὁ Θεοφάνης καὶ Κεδρηνὸς ἱστοροῦσιν, ὅτι ἔστειλεν ὁ μικρὸς Θεοδόσιος ἐλεημοσύνην μεγάλην εἰς τὸν Ἱεροσολύμων Ἀρχιεπίσκοπον, διὰ νὰ τὴν μοιράσῃ εἰς τοὺς πτωχούς. Καὶ ἕνα σταυρὸν χρυσοῦν μετὰ πολυτίμων λίθων, ἵνα τεθῇ εἰς τὸν τόπον τοῦ Κρανίου. Ἔστειλε δὲ καὶ ὁ Ἱεροσολύμων τὴν δεξιὰν χεῖρα τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τούτου τοῦ Πρωτομάρτυρος εἰς τὴν ἀδελφὴν τοῦ βασιλέως Πουλχερίαν, ἥτις δεξιά, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν Χαλκηδόνα, ἐφάνη εἰς τὴν Πουλχερίαν ὁ Ἅγιος Στέφανος λέγων πρὸς αὐτήν· ἰδοὺ ἐπέτυχες ἐκεῖνο ὁποῦ ἐπεθύμεις· ἐγὼ ἔφθασα εἰς τὴν Χαλκηδόνα. Ὅθεν ἐξῆλθε μετὰ τοῦ βασιλέως εἰς προϋπάντησιν τοῦ λειψάνου. Ὕστερον δὲ ἔκτισε Ναὸν τοῦ Πρωτομάρτυρος, ἐν ᾧ ἔβαλε τὸ εὐῶδες ἐκεῖνο κειμήλιον κατὰ τὸ εἰκοστὸν ἔτος τῆς βασιλείας Θεοδοσίου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῆς. (Ὅρα σελ. 311 τῆς Δωδεκαβίβλου.) Ἴσως δὲ ἡ δεξιὰ χεὶρ νὰ ἔμεινεν ἐν τῇ Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐχὶ ὅλον τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου μετεκομίσθη εἰς Κωνσταντινούπολιν.
(3) Σημείωσαι, ὅτι ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζεται λόγος εἰς τὴν ἀνακομιδὴν τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, οὗ ἡ ἀρχή· «Καὶ πῶς ἄν τις αἰτίας ἡμᾶς ἀπαλλάξοι καὶ μώμου;»
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ εὕρεσις τῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Μαξίμου, Δάδα, καὶ Κυντιλλιανοῦ.
Τρεῖς ἐκφέρουσα γῇ νεκροὺς ζωηφόρους,
Πόλῳ λέγειν ἔοικε, σὺ κρύψας ἔχε.
Οὗτοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει σϞς΄ [296], εἰς πόλιν καλουμένην Δωρόστολον, ἐν τῇ χώρᾳ τῆς δευτέρας Μυσίας. Παρασταθέντες δὲ εἰς τὸν Ὕπατον Ταρκύνιον, καὶ μὴ θελήσαντες νὰ θυσιάσουν εἰς τὰ εἴδωλα ἐδάρθησαν. Ἔπειτα ἐφέρθησαν εἰς τόπον καλούμενον Ὀζοβίαν, καὶ ἐκεῖ ἀπεκεφαλίσθησαν κατὰ τὴν δεκάτην τρίτην τοῦ Ἀπριλλίου. Ἐκρύπτοντο λοιπὸν τὰ λείψανα τούτων εἰς χρόνους πολλούς. Ὕστερον δὲ ἐφανερώθησαν ταῦτα διὰ μέσου θείου Ἀγγέλου, κατὰ τὴν δευτέραν ταύτην τοῦ Αὐγούστου μηνός, τὰ ὁποῖα καὶ ἕως τὴν σήμερον εὑρίσκονται εἰς τὸν οἶκον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, εἰς τόπον λεγόμενον τοῦ Βιγλεντίου, ὅπου καὶ ἡ τούτων γίνεται Σύναξις καὶ ἑορτή. (Ὅρα περὶ τῶν Ἁγίων τούτων καὶ εἰς τὴν δεκάτην τρίτην τοῦ Ἀπριλλίου.)
*
Τὰ ἐγκαίνια τοῦ θείου Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, πλησίον τῆς ἁγιωτάτης Μεγάλης Ἐκκλησίας.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Φωκᾶ.
Φωκᾶς ὁ Μάρτυς ἐκλιπὼν γῆς χωρίον,
Νῦν ἐγκατοικεῖ τῆς τρυφῆς τῷ χωρίῳ.
*
Μνήμη τοῦ ἐν εὐσεβεῖ τῇ λήξει γενομένου βασιλέως Ἰουστινιανοῦ (4), ἐν τοῖς Ἁγίοις Ἀποστόλοις.
Οὐκ ἐμποδών σοι σκῆπτρον ὤφθη ὦ ἄναξ,
Σὺ γὰρ κατοικεῖς βασιλείαν τὴν ἄνω.
(4) Ἐν δὲ τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ γράφεται ἡ Ἰουστινιανοῦ τοῦ Νέου, ἤτοι τοῦ δευτέρου, τοῦ καλουμένου Ῥινοτμήτου τοῦ ἐν ἔτει χπε΄ [685] βασιλεύσαντος. Καὶ ἴσως δὲν ἀναφέρεται ἐν τῷ χειρογράφῳ ὁ μέγας Ἰουστινιανός, διατὶ ἔπεσεν εἰς τὴν αἵρεσιν τῶν Ἀφθαρτοδοκιτῶν. Καὶ διὰ ταύτην ἀπέθανε μὲ αἰφνίδιον θάνατον. Καὶ ὅρα εἰς τὸ Πολιτικὸν Θέατρον, σελ. 503 τῆς ἐν Λειψίᾳ ἐκδόσεως. Ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ αἱρέσει ταύτῃ ἀπέθανε κατὰ τὸν Μελέτιον, σελ. 86 τοῦ β΄ τόμου. Ἀγκαλὰ καὶ ὁ Ῥινότμητος οὗτος κακὴν ζωὴν ἔζησε. Καὶ ὅρα εἰς τὴν εἰκοστὴν τρίτην τοῦ παρόντος Αὐγούστου ἐν τῷ Συναξαρίῳ Καλλινίκου τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, εἰ μή τις εἴπῃ ὅτι μετενόησεν εἰς τὸ τέλος του.
Ὁ δὲ ἀοίδιμος Δοσίθεος ὁ Ἱεροσολύμων ἀπολογούμενος διὰ τὸν μέγαν Ἰουστινιανὸν λέγει, ὅτι ἐξ ἀγνοίας ἔπεσεν εἰς τὴν ἀνωτέρω αἵρεσιν τῶν Ἀφθαρτοδοκιτῶν (ὃ καὶ μερικοὶ τῶν Ἁγίων ἔπαθον) ἐπειδὴ ἐν πολλοῖς καὶ διαφόροις τρόποις ἐγνωρίσθη ἡ ἐν πᾶσιν αὐτοῦ Ὀρθοδοξία. Τοῦτο βούλεται καὶ ὁ Εὐστάθιος εἰς τὸν Βίον τοῦ Πατριάρχου Εὐτυχίου, ἔνθα σημειοῖ, ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς ζητητικὸς ὢν περὶ τῶν θείων δογμάτων, νυκτὸς καὶ ἡμέρας διὰ συλλογιστικῶν ἀποδείξεων καὶ μαρτυριῶν γραφικῶν ἐτροποῦτο τοὺς αἱρετικούς. Εἰς τοῦτο συντρέχει καὶ τὰ πρὸς αὐτὸν κεφάλαια τοῦ Ἀγαπητοῦ Διακόνου. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος λέγει περὶ τῆς Πέμπτης Συνόδου· «ἡ Ἁγία Σύνοδος ἡ ὑπὸ τοῦ τῆς σεβασμίας μνήμης Ἰουστινιανοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει συναθροισθεῖσα Πράξει τετάρτῃ». Καὶ πάλιν λέγει· «Χρῆσις τοῦ ἐν Ἁγίοις Ἰουστινιανοῦ πρὸς Ζωΐλον Πατριάρχην Ἀλεξανδρείας Πράξει δεκάτῃ». Καὶ ὁ Πάπας Ἀγάθων ἐν τῇ πρὸς τὸν Πωγωνάτον ἀναφορᾷ, μέγαν ποιεῖ ἔπαινον τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἐπ’ εὐσεβείᾳ. Καὶ οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἐν τῇ πρὸς Ταράσιον Κωνσταντινουπόλεως λέγουσιν· «ὁ Ἰουστινιανὸς σοφὸς ἄναξ, καὶ ἐν βασιλεῦσιν Ἅγιος καὶ μακαριστός».
Περὶ μέντοι τοῦ προβλήματος (τῆς Ἀφθαρτοδοκήσεως δηλαδή) ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία ὁμολογεῖ τὸν Θεὸν Λόγον εἰληφέναι ἀληθινὴν σάρκα, παθητήν, ἀναμάρτητον, σὺν πᾶσιν αὐτῆς τοῖς παθήμασι (ἀδιαβλήτοις δηλαδή) καὶ τοῖς ἰδιώμασι τοῖς χαρακτηριστικοῖς, καὶ τοῖς ἀφοριστικοῖς γνωρίσμασι τῆς ἀνθρωπίνης ἡμῶν φύσεως, ἅτινα διὰ τὸ ἔχειν, ἦν καὶ φύσει τέλειος ἄνθρωπος ἐν δυσὶ φύσεσι καὶ θελήσεσι γνωριζόμενος Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Καὶ γὰρ κατὰ τὸν μακάριον Κύριλλον, «Σεσάρκωται ὁ Λόγος, καὶ τῆς οἰκείας ἀϋλότητος οὐκ ἐξέστη. Καὶ ὅλος σεσάρκωται, καὶ ὅλος ἐστὶν ἀπερίγραπτος. Σμικρύνεται σωματικῶς καὶ συστέλλεται (ἴσως οὐ συστέλλεται) θεϊκῶς, ὅμως ἐστὶν ἀπερίγραπτος». Προσφυέστατον δὲ καὶ ἁρμοδιώτατον τῇ παρούσῃ ὑποθέσει εἶναι ἐκεῖνο, ὁποῦ γράφει ὁ σοφὸς Κύρου Θεοδώρητος. Ἑρμηνεύων γὰρ οὗτος τὸ λόγιον ἐκεῖνο τοῦ ρη΄ ψαλμοῦ, τὸ, «Ὅτι παρέστη ἐκ δεξιῶν πένητος τοῦ σῶσαι ἐκ τῶν καταδιωκόντων τὴν ψυχήν μου», οὕτω λέγει· «Ἀχώριστον ἡ θεία φύσις ποιησαμένη τὴν ἕνωσιν, παρῆν μὲν τῇ ἀνθρωπείᾳ φύσει, συνεχώρει δὲ πάσχειν, τῶν ἀνθρώπων πραγματευομένη τὴν σωτηρίαν. Ῥάδιον μὲν γὰρ ἦν αὐτῷ ἀθάνατον αὐτήν, ἣν ἂν ἔλαβεν, ἀπεργάσασθαι φύσιν. Ἐπειδὴ δὲ σωτηρία ἦν τοῦ κόσμου τὸ πάθος, μετὰ τὸ πάθος, τῆς ἀθανασίας καὶ τῆς ἀφθαρσίας μετέδωκε…». Καὶ παρακατιών· «Ἡνίκα φθαρτὴν εἶχεν αὐτὴν τὴν φύσιν, ἀνθρωπίνως ἅπαντα, πλὴν ἁμαρτίας, συνεχώρει καὶ πάσχειν καὶ φθέγγεσθαι». Ὁ δὲ Νικηφόρος λέγει, ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς ἀπὸ τὸν ἔρωτα καὶ τὴν ἀγάπην ὁποῦ εἶχεν πρὸς τὸν Χριστόν, εἶπεν, ὅτι εἶχε σῶμα ἄφθαρτον (τοῦτο ὅμως οὐ παραδέχεται ὁ ῥηθεὶς Δοσίθεος).
Ἐπὶ τούτου τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἔλαβεν ἀρχὴν νὰ ἐκτελῆται ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς. Αὐτός, λέγουσιν, ὅτι εἶναι ὁ ποιητὴς τοῦ «Ὁ μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ». Ἱστορεῖ γὰρ ὁ Κεδρηνὸς ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς οὗτος κτίσας τὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει μεγαλοπρεπέστατον Ναόν, ἀφιέρωσεν αὐτὸν εἰς τὴν Σοφίαν τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο καὶ ἐνομοθέτησε νὰ ψάλλεται ἐν τῇ Λειτουργίᾳ τὸ τροπάριον τὸ «Ὁ μονογενής». Ἐπειδὴ αὐτὸ ἀνακηρύττει τὴν Σοφίαν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ἤτοι τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον αὐτοῦ, τὸν ἐκ τῆς ἁγιωτάτης καὶ ᾈειπαρθένου Μαρίας ἐνανθρωπήσαντα. (Ἀγκαλὰ καὶ ἄλλοι λέγουσιν, ὅτι ἐποίησε τοῦτο Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ἢ ἡ Τρίτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.) Οὗτος κατὰ τὸν Προκόπιον, ἐνήστευεν ἐν ὅλῃ τῇ μεγάλῃ Τεσσαρακοστῇ μετὰ πολλῆς ἐγκρατείας, καὶ ἐστάθη νικητὴς καὶ τροπαιοῦχος κατὰ Περσῶν καὶ Γότθων. Ὅθεν γράφει ὁ Σουΐδας, ὅτι ἐφαίνετο καβαλλάριος ἔχων εἰς μὲν τὴν ἀριστερὰν χεῖρα, μίαν σφαῖραν μετὰ τοῦ σταυροῦ. Τὴν δὲ δεξιὰν αὐτοῦ εἶχεν ἐξηπλωμένην, σχεδὸν τοὺς Πέρσας ἐκφοβῶν, ἵνα μὴ εἰσέλθωσιν εἰς τὰς ῥωμαϊκὰς ἐπαρχίας (ὅρα σελ. 442 καὶ 510 τῆς Δωδεκαβίβλου καὶ σελ. 88 τοῦ β΄ τόμου τοῦ Μελετίου). Ὅρα καὶ εἰς τὴν δεκάτην τοῦ Ἰουλίου ἐν τῇ ὑποσημειώσει τοῦ Συναξαρίου τῶν δέκα χιλιάδων τῶν Ὁσίων. Καὶ εἰς τὴν τετάρτην τοῦ Μαρτίου τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ Συναξαρίου τοῦ Ὁσίου Γερασίμου.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *