Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου19 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΘ’, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Βονιφατίου.
Ζητών Βονιφάτιος οστά Μαρτύρων,
Εαυτόν εύρε Μάρτυρα τμηθείς ξίφει.
Εννεακαιδεκάτη Βονιφάτιος αυχένα κάρθη.
Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σϞ’ [290], δούλος μιας γυναικός συγκλητικής, ονόματι Αγλαΐδος, θυγατρός Ακακίου του ανθυπάτου Ρώμης. Ούτος λοιπόν καθό άνθρωπος, ενικάτο μεν, από το κρασίον και από τον έρωτα της κυρίας του. Ήτον όμως ελεήμων και φιλόξενος. Προθύμως μεν βοηθών τους δεομένους, σπλαγχνιζόμενος δε και συμπονών εις τας συμφοράς και παρακαλέσεις των καταπονουμένων. Ομοίως και η κυρία του ήτον ελεήμων, και τους του Χριστού Μάρτυρας αγαπώσα. Εν μια δε των ημερών λέγει αύτη εις τον Βονιφάτιον. Πήγαινε εις την Ανατολήν, οπού μαρτυρούσιν οι Άγιοι, και φέρε λείψανα Αγίων, δια να έχωμεν αυτά εις βοήθειαν και ψυχικήν σωτηρίαν μας. Ο δε Βονιφάτιος χαμογελώντας, απεκρίθη. Ανίσως δε φέρω το εδικόν μου λείψανον, δέχεσαι τούτο; Η δε Αγλαΐς, δεν είναι καιρός, του είπε, να παίζης. Όθεν αρκετά τούτον επιτιμήσασα, έβαλεν εις την καρδίαν του τον του Θεού φόβον. Είτα ευξαμένη να επαναγυρίση με δεξιόν γύρισμα απέστειλεν αυτόν, όπου εβασανίζοντο οι του Χριστού Μάρτυρες.
Πηγαίνωντας λοιπόν ο Βονιφάτιος εις Κιλικίαν με δούλους δώδεκα, και με χρυσίον πολύ, ευρήκεν άνδρας Αγίους μαρτυρούντας, και κατεφίλει τα δεσμά και πληγάς των. Όθεν παρασταθείς έμπροσθεν του ηγεμόνος και ομολογήσας τον εαυτόν του Χριστιανόν, εκρεμάσθη κατακέφαλα, και κατεξεσχίσθη εις το σώμα έως και εις αυτά τα κόκκαλα. Είτα έμπηξαν εις τα ονύχιά του καλάμια κοπτερά. Και επότισαν αυτόν μολύβι βρασμένον. Μετά ταύτα έβαλαν αυτόν μέσα εις ένα καζάνι γεμάτον από πίσσαν βρασμένην. Και ο μεν Άγιος εφυλάχθη από αυτά αβλαβής με την χάριν του Θεού, διεφθάρησαν δε δήμιοι πεντήκοντα. Τελευταίον δε, απέκοψαν την τιμίαν κεφαλήν του. Και από το κόψιμον ευγήκε παραδόξως γάλα, ανακατωμένον με αίμα. Όθεν επίστευσαν εις τον Χριστόν άνδρες πεντήκοντα. Οι δε σύνδουλοί του νομίσαντες ότι ευρίσκεται εις καπηλεία και μέθας κατά την συνήθειάν του, ετριγύριζον εδώ και εκεί ζητούντες αυτόν. Μόλις δε έμαθον από τους στρατιώτας τα γενόμενα. Όθεν ευρόντες το λείψανόν του, έπεσον επάνω εις αυτό και έκλαυσαν, καταφιλούντες και ζητούντες συγχώρησιν, δια όσα πρότερον τον εκατηγόρουν. Είτα αγοράσαντες αυτό με πεντακόσια φλωρία, το επήραν και το επήγαν εις την κυρίαν τους. Εις την οποίαν επρομηνύθη ο ερχομός του λειψάνου με αποκάλυψιν αγίου Αγγέλου.
Η δε Αγλαίς μετά χαράς προϋπαντήσασα το άγιον λείψανον, και πολυτελώς τούτο τιμήσασα, ενταφίασεν αυτό τέσσαρα μίλια σχεδόν έξω της πόλεως Ρώμης. Ύστερον δε οικοδόμησε και Ναόν εις το όνομά του εν τω μέσω της πόλεως, κατά το κάλλος και κατά την ύλην λαμπρότατον. Όπου καθ’ εκάστην πηγάς ιαμάτων προχέει. Από τότε δε και ύστερα, οσίως και θεαρέστως και εκείνη διεπέρασε την ζωήν της, μεταχειριζομένη τόσην τραχυτάτην άσκησιν, ώστε οπού ηξιώθη να λάβη και χάριν θαυμάτων. Και ούτως εν ειρήνη το πνεύμα αυτής τω Κυρίω παρέδωκε. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Παράδεισον. Τον δε ελληνικόν τούτου Βίον συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Και τα των άλλων μεν του Χριστού». Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ηλία, Πρόβου (1), και Άρεως.
Εις τον Ηλίαν και Πρόβον.
Αθλήσεως τμηθέντα τω ξίφει κάραν,
Ζηλοί ταχύ Πρόβος σε Μάρτυς Ηλία.
Εις τον Άρην.
Άρης υπήρξας προς το πυρ όντως Άρες,
Άρης νοητός, όπλα πίστεως φέρων.
Ούτοι οι Άγιοι εκατάγονταν από το Μισήρι. Ήτον δε Χριστιανοί, και επήγαιναν εις την Κιλικίαν, δια να υπηρετήσουν και να επισκεφθούν τους εκεί μαρτυρούντας Χριστιανούς. Φθάσαντες δε εις την Ασκάλωνα, επιάσθησαν, και εφέρθησαν έμπροσθεν του εκεί κριτού Φιρμιλιανού ονόματι. Ομολογήσαντες δε εαυτούς Χριστιανούς, εδοκίμασαν διάφορα βάσανα. Και ο μεν Άγιος Άρης, ετελείωσε το μαρτύριον με φωτίαν. Ο δε Πρόβος και Ηλίας, απεκεφαλίσθησαν. Τελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εν τω μαρτυρίω του Αγίου Φιλήμονος, εν τόπω καλουμένω Στρατηγίω.
(1) Εν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή Πρόμου γράφεται.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Τιμόθεος και Πολύευκτος πυρί τελειούνται.
Εις τον Τιμόθεον.
Τιμόθεον δε τον πεπυρπολημένον,
Πού θήσομεν λαχόντα παντίμου τέλους;
Εις τον Πολύευκτον.
Σου Πολύευκτε Καισαρεύ ποίον τέλος;
Το πυρ υπελθών εύρον ευκταίον τέλος.
Από τούτους τους Αγίους, ο μεν Τιμόθεος, κρατηθείς και ομολογήσας τον Χριστόν, ύστερα από πολλά βάσανα ετελείωσε το μαρτύριόν του με φωτίαν εν τη Μαυρητανία, ήτις ευρίσκεται εις το βασίλειον του εν τη Αφρική Αλτζερίου. Ο δε Πολύευκτος με διαφόρους τιμωρίας πρότερον βασανισθείς εν Καισαρεία, τελευταίον βαλθείς εις την φωτίαν, ετελείωσε το μαρτύριον. Και ούτως έλαβον και οι δύω τους στεφάνους παρά Κυρίου.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ευτυχίου, και Θεσσαλονίκης, και των συν αυτοίς Ανδρών διακοσίων, και Γυναικών εβδομήκοντα.
Εις τον Ευτύχιον και Θεσσαλονίκην.
Συν Ευτυχίω και συ Θεσσαλονίκη,
Νίκην εφεύρες ευτυχώς εκ του ξίφους.
Εις τους διακοσίους Άνδρας και εβδομήκοντα Γυναίκας.
Ανείλεν Ανδρών εικάδας δέκα ξίφος,
Ανείλε και Γυναίκας επτάκις δέκα.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Γρηγεντίου Επισκόπου Αιθιοπίας.
Σαρκός λιπών σύνδεσμον ο Γρηγέντιος,
Εκεί μετήρεν ένθα σαρξίν ου τόπος.
Ούτος εκατάγετο από τα εν Ιταλία Μεδιόλανα, ήτοι το νυν λεγόμενον Μιλάνον, υιός γονέων Αγαπίου και Θεοδότης, εν έτει φιη’ [518]. Αυτός λοιπόν ως καλή γη η δεξαμένη αγαθά σπέρματα, έτζι εφαίνετο εις όλους ότι μέλλει να βλαστήση καρπούς καλλίστους της αρετής. Όθεν όταν έφθασεν εις μέτρον ηλικίας, έγινεν ακροατής και εργάτης των θείων εντολών του Χριστού. Και κατά θείαν νεύσιν εδέχθη την χειροτονίαν του Διακόνου. Από τότε δε και ύστερα, έβαλεν ο αοίδιμος τον εαυτόν του υποκάτω εις περισσοτέρας νηστείας και σκληραγωγίας. Εκ τούτου δε ηξιώθη να λάβη την χάριν του Αγίου Πνεύματος, και να τελή σημεία και θαύματα. Ύστερον δε πάλιν επήγεν εις τα Μεδιόλανα, και ευρών ένα γέροντα προορατικόν και σημειοφόρον, ησυχάζοντα εις τόπον αναχωρητικόν, έμαθεν από εκείνον όσα έμελλον να ακολουθήσουν εις αυτόν. Αλλά και ο μέγας Απόστολος Πέτρος εφάνη εις αυτόν έξυπνον, και του προείπε τα ίδια, προσθέσας ακόμη και τα ελλείποντα, όσα δεν του επροείπεν εκείνος. Επειδή δε συνέβη να γράψη ο βασιλεύς της Αιθιοπίας, ήτοι της Χαμπεσίας Ελεσβαάν εις τον Πάπαν και Πατριάρχην της Αλεξανδρείας, Προτέριον ονόματι, ζητών δια να του στείλη ένα Επίσκοπον τέλειον, κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστίνου εν έτει φιη’ [518], τούτου χάριν ελυπείτο ο Πατριάρχης, με το να μη εύρισκε τοιούτον Επίσκοπον άξιον να στείλη.
Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας, δια θείας αποκαλύψεως εφάνη εις τον Πατριάρχην ο Ευαγγελιστής Μάρκος, και έδειξεν εις αυτόν ποίος είναι άξιος να σταλθή εκεί Επίσκοπος. Ούτος δε ήτον ο Άγιος Γρηγέντιος. Όστις τότε νεωστί επήγεν εις την Αλεξάνδρειαν εκ θείας Προνοίας, και εξενοδοχείτο από ένα Χριστιανόν. Όθεν παραλαβών αυτόν ο Πατριάρχης με πολλήν χαράν, εχειροτόνησεν Επίσκοπον, φανερωθέντα εκ Θεού με σημεία. Και ευθύς τον έπεμψεν εις την Αιθιοπίαν, συστήσας αυτόν με γράμματα, και με τα λοιπά, όσα είναι πρέποντα εις τους Αρχιερείς. Τούτον λοιπόν ιδών ο βασιλεύς όλον σεβασμιώτατον και πανευλαβέστατον, και εκ των συστατικών γραμμάτων βεβαιωθείς, γλυκερώς αυτόν υπεδέχθη και επροσκύνησε, και ως Απόστολον και σημειοφόρον ευλαβώς απήλαυσεν. Αφ’ ου δε υπέρ τούτου ευχαρίστησε τω Θεώ, αφιέρωσεν εις τον Άγιον όλον τον υπεξούσιον λαόν του.
Ο δε Άγιος εχειροτόνησεν εις την επαρχίαν εκείνην Πρεσβυτέρους και Διακόνους. Και εγκαινίασεν όλας τας Εκκλησίας, τας οποίας τότε νεωστί έκτισεν ο βασιλεύς εις την ευδαίμονα Αραβίαν. Και πολλούς Εβραίους εβάπτισεν. Έπειτα καταπείσας τους πρώτους διδασκάλους των Εβραίων, τόσον από συλλογισμούς, όσον και από τας θείας Γραφάς, μάλιστα δε καταπλήξας αυτούς και με θαύματα, έτζι τους επρόσφερεν όλους εις την αληθινήν πίστιν του Χριστού. Πρότερον γαρ εκείνο το έθνος, ήτον όλον σχεδόν Ιουδαίοι. Αλλά και νόμους εδιώρισεν ο Άγιος εις αυτούς, και κάθε θεάρεστον έργον τους εδίδαξεν. Έτζι λοιπόν καλώς και οσίως ποιμάνας το ποίμνιόν του ο τρισμακάριστος, και πολλά θαύματα ποιήσας εις δόξαν Θεού, εν ειρήνη ετελειώθη, αφ’ ου έφθασεν εις γήρας βαθύτατον. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Παράδεισον.)
*
Ο Άγιος Μάρτυς Τρύφων, εις φυτόν ιτέας κρεμασθείς, τελειούται.
Τρύφων ανήλθε σώματι προς ιτέαν,
Και πνεύματι προς ύψος ουρανού μέγα.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
* * *
Τη Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως μνήμην άγειν ετάχθημεν παρά των Αγίων και θεοφόρων Πατέρων ημών, πάντων των απ’ αιώνος Θεώ ευαρεστησάντων, από Αδάμ άχρι και Ιωσήφ του μνήστορος της Υπεραγίας Θεοτόκου, κατά γενεαλογίαν. Καθώς ο Ευαγγελιστής Ματθαίος ιστορικώς ηριθμήσατο. Ομοίως και των Προφητών και Προφητίδων (1).
(1) Σημείωσαι, ότι εις την Κυριακήν ταύτην λόγους έχουσιν, ο Μηνιάτης δύω, και ο Θεοτόκης ένα. Έχει δε και ο Χρυσόστομος εν τη Κυριακή ταύτη λόγον εις τον Αβραάμ. Εν ταύτη λέγεται και ο του Θεολόγου Γρηγορίου λόγος εις τον εξισωτήν Ιουλιανόν, ου η αρχή· «Τις η τυραννίς, ην εξ αγάπης αεί τυραννούμεθα;» Αλλά και ο θείος Παλαμάς λόγον έχει, ου η αρχή· «Αγενεαλόγητον είναι τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν» (εν τω Πρωτάτω και εν άλλοις), εν δε τη Μεγίστη Λαύρα λόγος ευρίσκεται προεόρτιος Ηλιού Μοναχού, ου η αρχή· «Ο Θεός των Πατέρων, επίλαμψόν μοι τω πολυπταίστω».
Μνήμη των πρωτοπλάστων Αδάμ και Εύας.
Υμνώ θανόντας ζων γένους αρχηγέτας,
Του ζην με και θνήσκειν με τους παραιτίους.
Μνήμη του δικαίου Άβελ υιού Αδάμ.
Βοά Θεώ σον αίμα και ψυχής δίχα,
Ω πρώτε νεκρών και πρώτε σεσωσμένων.
Μνήμη του δικαίου Σηθ υιού Αδάμ.
Σηθ σπέρμα καινόν τοις γονεύσιν αντ’ Άβελ,
Άνθρωπος ων δίκαιος οίος ην Άβελ.
Μνήμη του δικαίου Ενώς υιού Σηθ.
Πολλοίς ενήκε ζήλον εις την ελπίδα,
Οφθείς Ενώς μέγιστος εκ της ελπίδος.
Μνήμη του δικαίου Καϊνάν υιού Ενώς.
Βίβλω Καϊνάν Μωσέως γεγραμμένον,
Καν τω παρόντι χρη γραφήναι βιβλίω.
Μνήμη του δικαίου Μαλελεήλ υιού Καϊνάν.
Εξής προσκείσθω Μαλελεήλ τω λόγω,
Υιός Καινάν, ου προεμνήσθη λόγος.
Μνήμη του δικαίου Ιάρεδ υιού Μαλελεήλ.
Δίκαιον όντως εν δικαίων πληθύϊ,
Και του δικαίου μνημονεύειν Ιάρεδ.
Μνήμη του δικαίου Ενώχ υιού Ιάρεδ.
Θεώ προδήλως ευαρεστήσας Λόγω,
Ενώχ αδήλοις εγκατωκίσθη τόποις.
Μνήμη του δικαίου Μαθουσάλα υιού Ενώχ.
Ενώχ σε τέκνον εκμαθών Μαθουσάλα,
Έγραψα προς μάθησιν άλλων ενθάδε.
Μνήμη του δικαίου Λάμεχ υιού Μαθουσάλα.
Λάμεχ δύω γνους δειν έγνων τιμάν ένα,
Ου τον φονευτήν αλλ’ ομωνύμως Λάμεχ.
Μνήμη του δικαίου Νώε (2) υιού Λάμεχ.
Αδάμ βροτοίς όλεθρον εκ ξύλου φέρει,
Δια ξύλου δε Νώε παν σώζει γένος.
(2) Πού εβάλθη ο πέλεκυς, με τον οποίον ο Νώε κατεσκεύαζε την κιβωτόν, όρα εις τας υποσημειώσεις της δεκάτης τετάρτης του Σεπτεμβρίου.
Μνήμη του δικαίου Σημ υιού Νώε.
Σημ πατρικήν γύμνωσιν εμφρόνως σκέπων,
Τας πατρικάς εφεύρεν ευχάς εις σκέπην.
Μνήμη του δικαίου Ιάφεθ υιού Σημ.
Μη θεις Ιάφεθ πατρός αισχύνη πλάτος,
Βίου πλατυσμόν ευχαίς πατρός λαμβάνει.
Μνήμη του δικαίου Αρφαξάδ υιού Ιάφεθ.
Ζη Κύριος ζων ου τον Αρφαξάδ λίπω,
Και γαρ χρεών και τούτον ενταύθα γράφειν.
Μνήμη του δικαίου Καϊνάν υιού Αρφαξάδ.
Καϊνάν ημίν εξεγήγερται νέος,
Τω πριν Καϊνάν εμφερής εκ του τρόπου.
Μνήμη του δικαίου Σάλα υιού Καϊνάν.
Συμπατριωτών ορμαθώ και συμφύλων,
Η συγγένεια συνδέει και τον Σάλα.
Μνήμη του δικαίου Έβερ υιού Σάλα, αφ’ ου και οι Ιουδαίοι Εβραίοι εκλήθησαν (3).
Μέγας τις όντως τοις Ιουδαίοις Έβερ,
Δους εξ εαυτού κλήσιν Εβραίων γένει.
(3) Ο δε Θεοδώρητος και άλλοι λέγουσιν, ότι Εβραίοι ωνομάσθησαν από τον Αβραάμ, ο οποίος Εβρής ονομάζεται εν τη Γενέσει· «Παραγενόμενος γάρ φησι των ανασωθέντων τις απήγγειλεν Αβραάμ τω περάτη» (Γεν. ιδ’, 13), αντί δε του, περάτη, άλλος έχει, Εβρεί. Εβρής γαρ περάτης ερμηνεύεται. Καθότι ο Αβραάμ περάσας τον Ευφράτην ποταμόν, ήλθεν εις την Παλαιστίνην.
Μνήμη του δικαίου Φάλεκ υιού Έβερ.
Πανηγυρίζω και τον εξ Έβερ τόκον,
Ως Μωϋσής γάρ φησι τίκτει τον Φάλεκ.
Μνήμη του δικαίου Ραγάβ υιού Φάλεκ.
Πάλιν κύησις και πάλιν νέος τόκος,
Υιόν Ραγάβ τεκόντος ημίν τον Φάλεκ.
Μνήμη του δικαίου Σερούχ υιού Ραγάβ.
Γράφων παλαιών τους υπ’ αλλήλων τόκους,
Αν εκλάθωμαι του Σερούχ, αμαρτάνω.
Μνήμη του δικαίου Ναχώρ υιού Σερούχ.
Γένους υπάρχειν των άνω λελεγμένων,
Και τον Ναχώρ γνους ου διϊστώ του γένους.
Μνήμη του δικαίου Θάρρα υιού Ναχώρ.
Υιός προελθών εκ Ναχώρ κλήσιν Θάρρας,
Πατήρ υπήρξε πατρός εθνών μυρίων.
Μνήμη του δικαίου και Πατριάρχου Αβραάμ υιού Θάρρα.
Τον Αβραάμ πώς δεξιώσομαι λόγοις,
Ος ηξιώθη δεξιούσθαι και Νόας;
Μνήμη του Πατριάρχου Ισαάκ υιού Αβραάμ.
Αχθείς Ισαάκ εις σφαγήν τύπος γίνη,
Επί σφαγήν ήξοντος υψίστου Λόγου.
Μνήμη του Πατριάρχου Ιακώβ υιού Ισαάκ.
Δια κλίμακος Ιακώβ της Παρθένου,
Προς γην Θεόν χωρούντα, πριν τόκου βλέπει.
Μνήμη του Πατριάρχου Ρουβίμ του πρώτου υιού Ιακώβ.
Της υιότητος Ιακώβ του τιμίου,
Ρουβίμ έγνων τον θείον αρχήν τιμίαν.
Μνήμη του Πατριάρχου Συμεών δευτέρου υιού του Ιακώβ.
Κλέος παρ’ ημίν ου το δεύτερον φέρεις,
Καν δευτερεύη Συμεών εκ του τόκου.
Μνήμη του Πατριάρχου Λευΐ υιού τρίτου Ιακώβ, εξ ου η Λευϊτική φυλή.
Θεού μεγίστου θείος ων υπηρέτης,
Τι Λευΐ μείζον της δε της δόξης θέλεις;
Μνήμη του Πατριάρχου Ιούδα υιού Ιακώβ, ου εκ της φυλής ο Χριστός.
Ιούδαν αινέσαισαν οι σεσωσμένοι.
Εξ Ιούδα γαρ Χριστός η σωτηρία.
Μνήμη του Πατριάρχου Ζαβουλών υιού Ιακώβ, ου η φυλή παράλιος.
Ακτάς κατοικείν ο Ζαβουλών εκρίθη,
Γης και θαλάσσης εις εν άκρα συνδέων.
Μνήμη του Πατριάρχου Ισάχαρ υιού Ιακώβ, ου η φυλή γηπόνος.
Στήσας σεαυτόν εις το πονείν Ισάχαρ,
Ζωήν συνιστά γήθεν άρτον εκφέρων.
Μνήμη του Πατριάρχου Δαν υιού του Ιακώβ, ου η φυλή Κριταί.
Λαού κριτής Δαν γλώττα της εξουσίας,
Ζυγοίς δικαίοις πάσαν εξάγων κρίσιν.
Μνήμη του Πατριάρχου Γαδ υιού Ιακώβ, ου η φυλή ληστευομένη ή ληστεύουσα.
Γαδ πειρατευθείς πειρατεύσων εκτρέχει,
Νίκαις δε πάντων πειρατών κατισχύει.
Μνήμη του Πατριάρχου Ασήρ υιού Ιακώβ, ου η φυλή πλουσία επί χώραις σιτοφόρος.
Ασήρ δέ φησι πίονα πλουτεί στάχυν.
Τρέφει δε τους άρχοντας άρτω πλουσίω.
Μνήμη του Πατριάρχου Νεφθαλείμ υιού Ιακώβ, ου η φυλή πολύ πλήθος.
Ως έρνος όντως Νεφθαλείμ ανειμένον,
Εις πλήθος αυτώ της φυλής ηπλωμένης.
Μνήμη του Πατριάρχου Ιωσήφ υιού Ιακώβ, ου η φυλή περίδοξος και περιφανής.
Ηυξημένον σε σος πατήρ είναι λέγων,
Δόξαν φυλής σης Ιωσήφ διαγράφει.
Μνήμη του Πατριάρχου Βενιαμίν υιού Ιακώβ, ου η φυλή από αγρίας πραεία.
Φαγών το πρωί Βενιαμίν ως λύκος,
Πράος φανείς δίδωσι βρώσιν εσπέρας.
Μνήμη Φαρές και Ζαρά των διδύμων, υιών Ιούδα του Πατριάρχου.
Κοινώς επαινώ σπέρμα κοινόν Ιούδα,
Φαρές Ζαρά τε τους διδύμους συγγόνους.
Μνήμη Εσρώμ υιού Φαρές.
Εκ Φαρές Εσρώμ ώσπερ εκ ρίζης κλάδος,
Άμφω δε ρίζης Αβραάμ θείος κλάδος.
Μνήμη Αράμ υιού Εσρώμ.
Γέγηθεν Εσρώμ ου νοσών ατεκνίαν.
Αράμ γαρ αυτώ τέκνον ηγαπημένον.
Μνήμη Αμιναδάβ υιού Αράμ.
Τον Αμιναδάβ εξ Αράμ φύναι λόγος.
Τούτου γαρ υιόν η Γραφή τούτον λέγει.
Μνήμη Ναασσών υιού Αμιναδάβ.
Εις και Ναασσών της Ιούδα φατρίας,
Εξ Αμιναδάβ της φυλής εξ Ιούδα.
Μνήμη Σαλμών υιού Ναασσών.
Ηύξησε σειράν Αβραμιαίου γένους,
Σαλμών προελθών της Ναασσών οσφύος.
Μνήμη Βοόζ υιού Σαλμών.
Ευαγγελιστά τούδε Σαλμών υιέα,
Τίνα γράφεις συ; Τον Βοόζ φησι γράφω.
Μνήμη Ωβήδ υιού Βοόζ εκ της Ρουθ.
Εκ Ρουθ μεν Ωβήδ την φυλήν Μωαβίτης,
Εκ του Βοόζ δε δήλος Ισραηλίτης.
Μνήμη Ιεσσαί υιού Ωβήδ.
Ιεσσαί τίκτε. Τικτέτω και σον γένος,
Έως απ’ αυτού Παις, Θεός τεχθή μέγας.
Μνήμη Δαβίδ βασιλέως υιού Ιεσσαί.
Εγώ τι φήσω μαρτυρούντος Κυρίου,
Τον Δαβίδ εύρον ως εμαυτού καρδίαν;
Μνήμη Σολομώντος βασιλέως υιού Δαβίδ.
Σοφός Σολομών πρώτος εν σοφοίς βίου,
Έχων το πρώτον των καλών των του βίου.
Μνήμη Ροβοάμ βασιλέως υιού Σολομώντος.
Εγκώμιόν σοι Ροβοάμ πλέκω μέγα,
Σον πάππον είναι τον μέγαν Δαβίδ λέγων.
Μνήμη Αβιά βασιλέως υιού Ροβοάμ.
Βοά Ροβοάμ προς τον Αβιά λέγων.
Εγώ πατήρ σος, και συ μου το τεκνίον.
Μνήμη Ασά βασιλέως υιού Αβιά.
Ευθή τον Ασά μηνύει βασιλέα,
Η τετράτιτλος των βασιλειών βίβλος.
Μνήμη Ιωσαφάτ βασιλέως υιού Ασά.
Ιωσαφάτ τα πάντα χρηστός εν βίω,
Ευρών αφορμάς πατρόθεν χρηστού βίου.
Μνήμη Ιωράμ βασιλέως υιού Ιωσαφάτ.
Ιωράμ ημίν εξ Ιωσαφάτ έφυ,
Υιός βασιλεύς εκ πατρός βασιλέως.
Μνήμη Οζίου βασιλέως υιού Ιωράμ.
Ανήκε καρπόν ευγενή τον Οζίαν,
Άναξ Ιωράμ Ιωσαφάτ ο κλάδος.
Μνήμη Ιωάθαμ βασιλέως υιού Οζίου.
Τον Ιωάθαμ ως νεοττόν Οζίου,
Της βασιλείας η καλιά λαμβάνει.
Μνήμη Άχαζ βασιλέως υιού Ιωάθαμ.
Το της κεφαλής στέμμα της Ιωάθαμ,
Στέφει κεφαλήν ευπρεπώς και την Άχαζ.
Μνήμη Εζεκίου βασιλέως υιού Άχαζ.
Σοβεί τελευτήν δακρύσας Εζεκίας.
Τοσούτον ισχύουσι ρείθρα δακρύων.
Μνήμη Μανασσή βασιλέως υιού Εζεκίου.
Σωτηριώδες προς μετάγνωσιν βάθρον,
Μανασσής ημίν την προσευχήν πηγνύει (4).
(4) Την κατανυκτικήν προσευχήν του Μανασσή αναφέρει η θεία Γραφή λέγουσα· «Και τα λοιπά των λόγων Μανασσή, και η προσευχή αυτού η προς τον Θεόν» (Β’ Παρ. λγ’, 19). Και πάλιν· «Ιδού επί λόγων προσευχής αυτού. Και επήκουσεν αυτού» (ο Θεός δηλ.), (αυτόθι). Αναφέρει δε αυτήν και ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος.
Μνήμη Αμμών βασιλέως υιού Μανασσή.
Αμμών κυηθείς της αλουργίδος μέσον,
Ην και βασιλεύς και βασιλείας τέκνον.
Μνήμη Ιωσίου βασιλέως υιού Αμμών.
Ιωσίας έναντι του Θεού μέγας,
Ον γνους επαινείν δειλιώ μη σμικρύνω.
Μνήμη Ιεχονίου βασιλέως υιού Ιωσίου.
Εν Βαβυλώνος τη μετοικία λόγος,
Ιεχονίαν εμπαροικήσαι βίω.
Μνήμη Σαλαθιήλ υιού Ιεχονίου.
Πρώτον μετ’ αυτήν την μετοικίαν τέκνον.
Τον Σαλαθιήλ Ιούδα φυλή φύει.
Μνήμη Ζοροβάβελ υιού Σαλαθιήλ, του τον Ναόν Ιεροσολύμων καυθέντα ανεγείραντος.
Ναβουζαρδάν έκαυσεν οίκον Κυρίου,
Ου καύσιν ήρε κτίσμασι Ζοροβάβελ.
Μνήμη Αβιούδ υιού Ζοροβάβελ.
Αβιούδ όρπηξ ου φυή Ζοροβάβελ,
Ως την φυήν ουν και τον όρπηκα γράφω.
Μνήμη Ελιακείμ υιού Αβιούδ.
Τον Ελιακείμ Αβιούδ γράφει γόνον,
Ματθαίος ημίν ακριβής γονογράφος.
Μνήμη Αζώρ υιού Ελιακείμ.
Ο θείος Αζώρ εξ Ελιακείμ έφυ,
Θεία Γραφή λέγουσα τούτο πεισάτω.
Μνήμη Σαδώκ υιού Αζώρ.
Αζώρ κυΐσκων τον Σαδώκ ου λανθάνει,
Ο συγγραφεύς γνους εκκαλύπτει τον τόκον.
Μνήμη Αχείμ υιού Σαδώκ.
Τοις του Σαδώκ ζητούσιν υιόν Ματθαίος,
Δείξει τον Αχείμ εκβαλών το βιβλίον.
Μνήμη Ελιούδ υιού Αχείμ.
Τεχθείς απ’ Αχείμ Ελιούδ ώφθη τέκνον,
Οφθήσεται δε και πατήρ τεκνοτρόφος.
Μνήμη Ελεάζαρ υιού Ελιούδ.
Ιδού τεκόντα και τον Ελιούδ έγνων,
Ελεάζαρον τέκνον ει βούλει μάθε.
Μνήμη Ματθάν υιού Ελεάζαρ.
Ελεάζαρ δε τον Ματθάν γεννάν λέγει,
Μαιευτρίας άκουε Ματθαίου βίβλου.
Μνήμη Ιακώβ υιού Ματθάν.
Και Ματθάν εισήνεγκεν υιόν εις βίον,
Τον Ιακώβ γαρ εισενεγκών ευρέθη.
Μνήμη Ιωσήφ του μνήστορος υιού Ιακώβ.
Μνηστήρ Ιωσήφ. Ω το Πνεύμα προ γάμου,
Μνηστήν εκείνου συλλαβούσαν δεικνύει.
Μνήμη του δικαίου Μελχισεδέκ.
Έχει Γραφή πατρός σε και μητρός δίχα,
Χριστού τυπούντα Μελχισεδέκ τους τόκους.
Μνήμη του δικαίου Ιώβ.
Ύψιστον ευρών αξίως επαινέτην,
Ιώβ επαίνων ου δέει των γηΐνων.
Μνήμη των προφητών Μωσέως, και Ωρ και Ααρών των Ιερέων.
Συν Ωρ Ααρών προγράφει Χριστού πάθος,
Υψούντες άμφω σταυρικώς τον Μωσέα.
Μνήμη του δικαίου Ιησού υιού Ναυή.
Υμνείν Ιησούν ποίος αρκέσει λόγος,
Ω συλλαλών υπήρχε και Θεός Λόγος;
Μνήμη του Προφήτου Σαμουήλ.
Οφθαλμόν ημίν ευμενή Θεού τίθει,
Οφθαλμέ θείε και τα μέλλοντα βλέπων.
Μνήμη του Προφήτου Νάθαν.
Αμαρτιών έλεγχος οξύς ων Νάθαν,
Ημάρτομεν λέγουσι συγγνώμην νέμει.
Μνήμη του Προφήτου Δανιήλ.
Και θηρία φρίττουσιν αρετής φίλον,
Έργοις Δανιήλ τούτο πιστούται μέγας.
Μνήμη των Αγίων τριών Παίδων.
Και πυρ το πυρ ην της καμίνου και δρόσος,
Προς δυσσεβείς πυρ προς δε τους Παίδας δρόσος.
Μνήμη της δικαίας Σάρρας, γυναικός Αβραάμ.
Νεύσει Θεού και στείρα νικάται φύσις,
Και μάρτυς ωδίνουσα Σάρρα παιδίον.
Μνήμη της δικαίας Ρεβέκκας, γυναικός Ισαάκ.
Και την αρίστην των γυναικών Ρεβέκκαν,
Άριστος ανδρών εύρε κοινωνόν λέχους.
Μνήμη της δικαίας Λείας, πρώτης γυναικός Ιακώβ.
Λείας προσώπω Κύριος μη δους χάριν,
Κυήσεως δίδωσι τη μήτρα χάριν.
Μνήμη της δικαίας Ραχήλ, δευτέρας γυναικός Ιακώβ.
Θεούς πατρώους η Ραχήλ κλέπτει πόθω,
Εν εσχάτω δε τον Θεόν ποθεί Λόγον.
Μνήμη της δικαίας Ασινέθ, γυναικός Ιωσήφ του παγκάλου.
Κάλλει παρήλθεν ήλιος μεν αστέρας,
Η δ’ Ασινέθ μοι τας υφ’ ήλιον κόρας.
Μνήμη της δικαίας Μαρίας, αδελφής Μωϋσέως.
Άσωμεν ειπέ και πάλιν τω Κυρίω,
Ψυχής κροτούσα τύμπανον νυν Μαρία.
Μνήμη της δικαίας Δεβόρρας της κρινάσης τον Ισραήλ.
Υπέρ γυναίκας η Δεβόρρα την φρένα,
Βάθει φρενός κρίνουσα λαόν Κυρίου.
Μνήμη της δικαίας Ρουθ.
Έθνος λιπούσα Ρουθ εαυτής και σέβας,
Έθνει προσήλθε και Θεώ του Μωσέως.
Μνήμη της δικαίας Σαραφθίας, προς ην ο Ηλίας εστάλη.
Άσπαρτον είχε την τροφήν Σαραφθία,
Καινόν λαχούσα λήϊον τον Ηλίαν.
Μνήμη της δικαίας Σουμανίτιδος, της ξενοδοχησάσης τον Ελισσαίον.
Ελισσαίος σοι κλείθρα νηδύος λύει,
Ω κλείθρα Σουμανίτις ήνοιξας δόμου.
Μνήμη της δικαίας Ιουδίθ, της ανελούσης τον Ολοφέρνην.
Ον πας ανήρ έφριττε δεινόν οπλίτην,
Γυνή καθείλεν Ιουδίθ Ολοφέρνην.
Μνήμη της δικαίας Εσθήρ, της λυτρωσαμένης τον Ισραήλ εκ θανάτου.
Έσωσεν Εσθήρ άνδρας Ισραηλίτας,
Άδου κυνήν μέλλοντας ενδύναι πάλαι (5).
(5) Δηλαδή εκείνους, οπού έμελλον να ενδυθούν το σκυλίτικον σκέπασμα του Άδου, καθώς μυθολογούσιν οι ποιηταί των Ελλήνων. Ταυτόν ειπείν, εκείνους, οπού έμελλον να θανατωθούν και να καταβούν εις τον Άδην.
Μνήμη της δικαίας Άννης της μητρός Σαμουήλ.
Ευχής τέκνον τεκούσα Σαμουήλ μέγαν,
Νικά Φενάνναν Άννα πολλήν εν τέκνοις.
Μνήμη της δικαίας Σωσάννης (6).
Κανών πρόκειται σωφρονούσαις εν βίω,
Ο της Σωσάννης σωφρονέστατος βίος.
(6) Σημείωσαι, ότι εις την σώφρονα Σωσάνναν λόγον έπλεξεν ο θείος Χρυσόστομος, ου η αρχή· «Ήκομεν υμίν ευγνώμονες οφειλέται του λόγου». (Σώζεται εν τω ε’ τόμω της εν Ετόνη εκδόσεως.)
Είτα λέγονται και τα Συναξάρια των κατά την ημέραν Αγίων.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΘ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βονιφατίου.
Ζητῶν Βονιφάτιος ὀστᾶ Μαρτύρων,
Ἑαυτὸν εὗρε Μάρτυρα τμηθεὶς ξίφει.
Ἐννεακαιδεκάτῃ Βονιφάτιος αὐχένα κάρθη.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, ἐν ἔτει σϞ΄ [290], δοῦλος μιᾶς γυναικὸς συγκλητικῆς, ὀνόματι Ἀγλαΐδος, θυγατρὸς Ἀκακίου τοῦ ἀνθυπάτου Ῥώμης. Οὗτος λοιπὸν καθὸ ἄνθρωπος, ἐνικᾶτο μέν, ἀπὸ τὸ κρασίον καὶ ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῆς κυρίας του. Ἦτον ὅμως ἐλεήμων καὶ φιλόξενος. Προθύμως μὲν βοηθῶν τοὺς δεομένους, σπλαγχνιζόμενος δὲ καὶ συμπονῶν εἰς τὰς συμφορὰς καὶ παρακαλέσεις τῶν καταπονουμένων. Ὁμοίως καὶ ἡ κυρία του ἦτον ἐλεήμων, καὶ τοὺς τοῦ Χριστοῦ Μάρτυρας ἀγαπῶσα. Ἐν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν λέγει αὕτη εἰς τὸν Βονιφάτιον. Πήγαινε εἰς τὴν Ἀνατολήν, ὁποῦ μαρτυροῦσιν οἱ Ἅγιοι, καὶ φέρε λείψανα Ἁγίων, διὰ νὰ ἔχωμεν αὐτὰ εἰς βοήθειαν καὶ ψυχικὴν σωτηρίαν μας. Ὁ δὲ Βονιφάτιος χαμογελῶντας, ἀπεκρίθη. Ἀνίσως δὲ φέρω τὸ ἐδικόν μου λείψανον, δέχεσαι τοῦτο; Ἡ δὲ Ἀγλαΐς, δὲν εἶναι καιρός, τοῦ εἶπε, νὰ παίζῃς. Ὅθεν ἀρκετὰ τοῦτον ἐπιτιμήσασα, ἔβαλεν εἰς τὴν καρδίαν του τὸν τοῦ Θεοῦ φόβον. Εἶτα εὐξαμένη νὰ ἐπαναγυρίσῃ μὲ δεξιὸν γύρισμα ἀπέστειλεν αὐτόν, ὅπου ἐβασανίζοντο οἱ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυρες.
Πηγαίνωντας λοιπὸν ὁ Βονιφάτιος εἰς Κιλικίαν μὲ δούλους δώδεκα, καὶ μὲ χρυσίον πολύ, εὑρῆκεν ἄνδρας Ἁγίους μαρτυροῦντας, καὶ κατεφίλει τὰ δεσμὰ καὶ πληγάς των. Ὅθεν παρασταθεὶς ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος καὶ ὁμολογήσας τὸν ἑαυτόν του Χριστιανόν, ἐκρεμάσθη κατακέφαλα, καὶ κατεξεσχίσθη εἰς τὸ σῶμα ἕως καὶ εἰς αὐτὰ τὰ κόκκαλα. Εἶτα ἔμπηξαν εἰς τὰ ὀνύχιά του καλάμια κοπτερά. Καὶ ἐπότισαν αὐτὸν μολύβι βρασμένον. Μετὰ ταῦτα ἔβαλαν αὐτὸν μέσα εἰς ἕνα καζάνι γεμάτον ἀπὸ πίσσαν βρασμένην. Καὶ ὁ μὲν Ἅγιος ἐφυλάχθη ἀπὸ αὐτὰ ἀβλαβὴς μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, διεφθάρησαν δὲ δήμιοι πεντήκοντα. Τελευταῖον δέ, ἀπέκοψαν τὴν τιμίαν κεφαλήν του. Καὶ ἀπὸ τὸ κόψιμον εὐγῆκε παραδόξως γάλα, ἀνακατωμένον μὲ αἷμα. Ὅθεν ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστὸν ἄνδρες πεντήκοντα. Οἱ δὲ σύνδουλοί του νομίσαντες ὅτι εὑρίσκεται εἰς καπηλεῖα καὶ μέθας κατὰ τὴν συνήθειάν του, ἐτριγύριζον ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ζητοῦντες αὐτόν. Μόλις δὲ ἔμαθον ἀπὸ τοὺς στρατιώτας τὰ γενόμενα. Ὅθεν εὑρόντες τὸ λείψανόν του, ἔπεσον ἐπάνω εἰς αὐτὸ καὶ ἔκλαυσαν, καταφιλοῦντες καὶ ζητοῦντες συγχώρησιν, διὰ ὅσα πρότερον τὸν ἐκατηγόρουν. Εἶτα ἀγοράσαντες αὐτὸ μὲ πεντακόσια φλωρία, τὸ ἐπῆραν καὶ τὸ ἐπῆγαν εἰς τὴν κυρίαν τους. Εἰς τὴν ὁποίαν ἐπρομηνύθη ὁ ἐρχομὸς τοῦ λειψάνου μὲ ἀποκάλυψιν ἁγίου Ἀγγέλου.
Ἡ δὲ Ἀγλαῒς μετὰ χαρᾶς προϋπαντήσασα τὸ ἅγιον λείψανον, καὶ πολυτελῶς τοῦτο τιμήσασα, ἐνταφίασεν αὐτὸ τέσσαρα μίλια σχεδὸν ἔξω τῆς πόλεως Ῥώμης. Ὕστερον δὲ οἰκοδόμησε καὶ Ναὸν εἰς τὸ ὄνομά του ἐν τῷ μέσῳ τῆς πόλεως, κατὰ τὸ κάλλος καὶ κατὰ τὴν ὕλην λαμπρότατον. Ὅπου καθ’ ἑκάστην πηγὰς ἰαμάτων προχέει. Ἀπὸ τότε δὲ καὶ ὕστερα, ὁσίως καὶ θεαρέστως καὶ ἐκείνη διεπέρασε τὴν ζωήν της, μεταχειριζομένη τόσην τραχυτάτην ἄσκησιν, ὥστε ὁποῦ ἠξιώθη νὰ λάβῃ καὶ χάριν θαυμάτων. Καὶ οὕτως ἐν εἰρήνῃ τὸ πνεῦμα αὐτῆς τῷ Κυρίῳ παρέδωκε. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον. Τὸν δὲ ἑλληνικὸν τούτου Βίον συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Καὶ τὰ τῶν ἄλλων μὲν τοῦ Χριστοῦ». Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἠλία, Πρόβου (1), καὶ Ἄρεως.
Εἰς τὸν Ἠλίαν καὶ Πρόβον.
Ἀθλήσεως τμηθέντα τῷ ξίφει κάραν,
Ζηλοῖ ταχὺ Πρόβος σε Μάρτυς Ἠλία.
Εἰς τὸν Ἄρην.
Ἄρης ὑπῆρξας πρὸς τὸ πῦρ ὄντως Ἄρες,
Ἄρης νοητός, ὅπλα πίστεως φέρων.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἐκατάγονταν ἀπὸ τὸ Μισῆρι. Ἦτον δὲ Χριστιανοί, καὶ ἐπήγαιναν εἰς τὴν Κιλικίαν, διὰ νὰ ὑπηρετήσουν καὶ νὰ ἐπισκεφθοῦν τοὺς ἐκεῖ μαρτυροῦντας Χριστιανούς. Φθάσαντες δὲ εἰς τὴν Ἀσκάλωνα, ἐπιάσθησαν, καὶ ἐφέρθησαν ἔμπροσθεν τοῦ ἐκεῖ κριτοῦ Φιρμιλιανοῦ ὀνόματι. Ὁμολογήσαντες δὲ ἑαυτοὺς Χριστιανούς, ἐδοκίμασαν διάφορα βάσανα. Καὶ ὁ μὲν Ἅγιος Ἄρης, ἐτελείωσε τὸ μαρτύριον μὲ φωτίαν. Ὁ δὲ Πρόβος καὶ Ἠλίας, ἀπεκεφαλίσθησαν. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις καὶ ἑορτὴ ἐν τῷ μαρτυρίῳ τοῦ Ἁγίου Φιλήμονος, ἐν τόπῳ καλουμένῳ Στρατηγίῳ.
(1) Ἐν δὲ τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ Πρόμου γράφεται.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Τιμόθεος καὶ Πολύευκτος πυρὶ τελειοῦνται.
Εἰς τὸν Τιμόθεον.
Τιμόθεον δὲ τὸν πεπυρπολημένον,
Ποῦ θήσομεν λαχόντα παντίμου τέλους;
Εἰς τὸν Πολύευκτον.
Σοῦ Πολύευκτε Καισαρεῦ ποῖον τέλος;
Τὸ πῦρ ὑπελθὼν εὗρον εὐκταῖον τέλος.
Ἀπὸ τούτους τοὺς Ἁγίους, ὁ μὲν Τιμόθεος, κρατηθεὶς καὶ ὁμολογήσας τὸν Χριστόν, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ βάσανα ἐτελείωσε τὸ μαρτύριόν του μὲ φωτίαν ἐν τῇ Μαυρητανίᾳ, ἥτις εὑρίσκεται εἰς τὸ βασίλειον τοῦ ἐν τῇ Ἀφρικῇ Ἀλτζερίου. Ὁ δὲ Πολύευκτος μὲ διαφόρους τιμωρίας πρότερον βασανισθεὶς ἐν Καισαρείᾳ, τελευταῖον βαλθεὶς εἰς τὴν φωτίαν, ἐτελείωσε τὸ μαρτύριον. Καὶ οὕτως ἔλαβον καὶ οἱ δύω τοὺς στεφάνους παρὰ Κυρίου.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Εὐτυχίου, καὶ Θεσσαλονίκης, καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς Ἀνδρῶν διακοσίων, καὶ Γυναικῶν ἑβδομήκοντα.
Εἰς τὸν Εὐτύχιον καὶ Θεσσαλονίκην.
Σὺν Εὐτυχίῳ καὶ σὺ Θεσσαλονίκη,
Νίκην ἐφεῦρες εὐτυχῶς ἐκ τοῦ ξίφους.
Εἰς τοὺς διακοσίους Ἄνδρας καὶ ἑβδομήκοντα Γυναῖκας.
Ἀνεῖλεν Ἀνδρῶν εἰκάδας δέκα ξίφος,
Ἀνεῖλε καὶ Γυναῖκας ἑπτάκις δέκα.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Γρηγεντίου Ἐπισκόπου Αἰθιοπίας.
Σαρκὸς λιπὼν σύνδεσμον ὁ Γρηγέντιος,
Ἐκεῖ μετῆρεν ἔνθα σαρξὶν οὐ τόπος.
Οὗτος ἐκατάγετο ἀπὸ τὰ ἐν Ἰταλίᾳ Μεδιόλανα, ἤτοι τὸ νῦν λεγόμενον Μιλάνον, υἱὸς γονέων Ἀγαπίου καὶ Θεοδότης, ἐν ἔτει φιη΄ [518]. Αὐτὸς λοιπὸν ὡς καλὴ γῆ ἡ δεξαμένη ἀγαθὰ σπέρματα, ἔτζι ἐφαίνετο εἰς ὅλους ὅτι μέλλει νὰ βλαστήσῃ καρποὺς καλλίστους τῆς ἀρετῆς. Ὅθεν ὅταν ἔφθασεν εἰς μέτρον ἡλικίας, ἔγινεν ἀκροατὴς καὶ ἐργάτης τῶν θείων ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ κατὰ θείαν νεῦσιν ἐδέχθη τὴν χειροτονίαν τοῦ Διακόνου. Ἀπὸ τότε δὲ καὶ ὕστερα, ἔβαλεν ὁ ἀοίδιμος τὸν ἑαυτόν του ὑποκάτω εἰς περισσοτέρας νηστείας καὶ σκληραγωγίας. Ἐκ τούτου δὲ ἠξιώθη νὰ λάβῃ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ νὰ τελῇ σημεῖα καὶ θαύματα. Ὕστερον δὲ πάλιν ἐπῆγεν εἰς τὰ Μεδιόλανα, καὶ εὑρὼν ἕνα γέροντα προορατικὸν καὶ σημειοφόρον, ἡσυχάζοντα εἰς τόπον ἀναχωρητικόν, ἔμαθεν ἀπὸ ἐκεῖνον ὅσα ἔμελλον νὰ ἀκολουθήσουν εἰς αὐτόν. Ἀλλὰ καὶ ὁ μέγας Ἀπόστολος Πέτρος ἐφάνη εἰς αὐτὸν ἔξυπνον, καὶ τοῦ προεῖπε τὰ ἴδια, προσθέσας ἀκόμη καὶ τὰ ἐλλείποντα, ὅσα δὲν τοῦ ἐπροεῖπεν ἐκεῖνος. Ἐπειδὴ δὲ συνέβη νὰ γράψῃ ὁ βασιλεὺς τῆς Αἰθιοπίας, ἤτοι τῆς Χαμπεσίας Ἐλεσβαὰν εἰς τὸν Πάπαν καὶ Πατριάρχην τῆς Ἀλεξανδρείας, Προτέριον ὀνόματι, ζητῶν διὰ νὰ τοῦ στείλῃ ἕνα Ἐπίσκοπον τέλειον, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἰουστίνου ἐν ἔτει φιη΄ [518], τούτου χάριν ἐλυπεῖτο ὁ Πατριάρχης, μὲ τὸ νὰ μὴ εὕρισκε τοιοῦτον Ἐπίσκοπον ἄξιον νὰ στείλῃ.
Κατ’ ἐκείνας δὲ τὰς ἡμέρας, διὰ θείας ἀποκαλύψεως ἐφάνη εἰς τὸν Πατριάρχην ὁ Εὐαγγελιστὴς Μάρκος, καὶ ἔδειξεν εἰς αὐτὸν ποῖος εἶναι ἄξιος νὰ σταλθῇ ἐκεῖ Ἐπίσκοπος. Οὗτος δὲ ἦτον ὁ Ἅγιος Γρηγέντιος. Ὅστις τότε νεωστὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἐκ θείας Προνοίας, καὶ ἐξενοδοχεῖτο ἀπὸ ἕνα Χριστιανόν. Ὅθεν παραλαβὼν αὐτὸν ὁ Πατριάρχης μὲ πολλὴν χαράν, ἐχειροτόνησεν Ἐπίσκοπον, φανερωθέντα ἐκ Θεοῦ μὲ σημεῖα. Καὶ εὐθὺς τὸν ἔπεμψεν εἰς τὴν Αἰθιοπίαν, συστήσας αὐτὸν μὲ γράμματα, καὶ μὲ τὰ λοιπά, ὅσα εἶναι πρέποντα εἰς τοὺς Ἀρχιερεῖς. Τοῦτον λοιπὸν ἰδὼν ὁ βασιλεὺς ὅλον σεβασμιώτατον καὶ πανευλαβέστατον, καὶ ἐκ τῶν συστατικῶν γραμμάτων βεβαιωθείς, γλυκερῶς αὐτὸν ὑπεδέχθη καὶ ἐπροσκύνησε, καὶ ὡς Ἀπόστολον καὶ σημειοφόρον εὐλαβῶς ἀπήλαυσεν. Ἀφ’ οὗ δὲ ὑπὲρ τούτου εὐχαρίστησε τῷ Θεῷ, ἀφιέρωσεν εἰς τὸν Ἅγιον ὅλον τὸν ὑπεξούσιον λαόν του.
Ὁ δὲ Ἅγιος ἐχειροτόνησεν εἰς τὴν ἐπαρχίαν ἐκείνην Πρεσβυτέρους καὶ Διακόνους. Καὶ ἐγκαινίασεν ὅλας τὰς Ἐκκλησίας, τὰς ὁποίας τότε νεωστὶ ἔκτισεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὴν εὐδαίμονα Ἀραβίαν. Καὶ πολλοὺς Ἑβραίους ἐβάπτισεν. Ἔπειτα καταπείσας τοὺς πρώτους διδασκάλους τῶν Ἑβραίων, τόσον ἀπὸ συλλογισμούς, ὅσον καὶ ἀπὸ τὰς θείας Γραφάς, μάλιστα δὲ καταπλήξας αὐτοὺς καὶ μὲ θαύματα, ἔτζι τοὺς ἐπρόσφερεν ὅλους εἰς τὴν ἀληθινὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Πρότερον γὰρ ἐκεῖνο τὸ ἔθνος, ἦτον ὅλον σχεδὸν Ἰουδαῖοι. Ἀλλὰ καὶ νόμους ἐδιώρισεν ὁ Ἅγιος εἰς αὐτούς, καὶ κάθε θεάρεστον ἔργον τοὺς ἐδίδαξεν. Ἔτζι λοιπὸν καλῶς καὶ ὁσίως ποιμάνας τὸ ποίμνιόν του ὁ τρισμακάριστος, καὶ πολλὰ θαύματα ποιήσας εἰς δόξαν Θεοῦ, ἐν εἰρήνῃ ἐτελειώθη, ἀφ’ οὗ ἔφθασεν εἰς γῆρας βαθύτατον. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον.)
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Τρύφων, εἰς φυτὸν ἰτέας κρεμασθείς, τελειοῦται.
Τρύφων ἀνῆλθε σώματι πρὸς ἰτέαν,
Καὶ πνεύματι πρὸς ὕψος οὐρανοῦ μέγα.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
* * *
Τῇ Κυριακῇ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως μνήμην ἄγειν ἐτάχθημεν παρὰ τῶν Ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων, ἀπὸ Ἀδὰμ ἄχρι καὶ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, κατὰ γενεαλογίαν. Καθὼς ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἱστορικῶς ἠριθμήσατο. Ὁμοίως καὶ τῶν Προφητῶν καὶ Προφητίδων (1).
(1) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὴν Κυριακὴν ταύτην λόγους ἔχουσιν, ὁ Μηνιάτης δύω, καὶ ὁ Θεοτόκης ἕνα. Ἔχει δὲ καὶ ὁ Χρυσόστομος ἐν τῇ Κυριακῇ ταύτῃ λόγον εἰς τὸν Ἁβραάμ. Ἐν ταύτῃ λέγεται καὶ ὁ τοῦ Θεολόγου Γρηγορίου λόγος εἰς τὸν ἐξισωτὴν Ἰουλιανόν, οὗ ἡ ἀρχή· «Τίς ἡ τυραννίς, ἣν ἐξ ἀγάπης ᾀεὶ τυραννούμεθα;» Ἀλλὰ καὶ ὁ θεῖος Παλαμᾶς λόγον ἔχει, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἀγενεαλόγητον εἶναι τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν» (ἐν τῷ Πρωτάτῳ καὶ ἐν ἄλλοις), ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ λόγος εὑρίσκεται προεόρτιος Ἠλιοὺ Μοναχοῦ, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων, ἐπίλαμψόν μοι τῷ πολυπταίστῳ».
Μνήμη τῶν πρωτοπλάστων Ἀδὰμ καὶ Εὔας.
Ὑμνῶ θανόντας ζῶν γένους ἀρχηγέτας,
Τοῦ ζῆν με καὶ θνήσκειν με τοὺς παραιτίους.
Μνήμη τοῦ δικαίου Ἄβελ υἱοῦ Ἀδάμ.
Βοᾷ Θεῷ σὸν αἷμα καὶ ψυχῆς δίχα,
Ὦ πρῶτε νεκρῶν καὶ πρῶτε σεσωσμένων.
Μνήμη τοῦ δικαίου Σὴθ υἱοῦ Ἀδάμ.
Σὴθ σπέρμα καινὸν τοῖς γονεῦσιν ἀντ’ Ἄβελ,
Ἄνθρωπος ὢν δίκαιος οἷος ἦν Ἄβελ.
Μνήμη τοῦ δικαίου Ἐνὼς υἱοῦ Σήθ.
Πολλοῖς ἐνῆκε ζῆλον εἰς τὴν ἐλπίδα,
Ὀφθεὶς Ἐνὼς μέγιστος ἐκ τῆς ἐλπίδος.
Μνήμη τοῦ δικαίου Καϊνᾶν υἱοῦ Ἐνώς.
Βίβλῳ Καϊνᾶν Μωσέως γεγραμμένον,
Κᾂν τῷ παρόντι χρὴ γραφῆναι βιβλίῳ.
Μνήμη τοῦ δικαίου Μαλελεὴλ υἱοῦ Καϊνᾶν.
Ἑξῆς προσκείσθω Μαλελεὴλ τῷ λόγῳ,
Υἱὸς Καινᾶν, οὗ προεμνήσθη λόγος.
Μνήμη τοῦ δικαίου Ἰάρεδ υἱοῦ Μαλελεήλ.
Δίκαιον ὄντως ἐν δικαίων πληθύϊ,
Καὶ τοῦ δικαίου μνημονεύειν Ἰάρεδ.
Μνήμη τοῦ δικαίου Ἐνὼχ υἱοῦ Ἰάρεδ.
Θεῷ προδήλως εὐαρεστήσας Λόγῳ,
Ἐνὼχ ἀδήλοις ἐγκατῳκίσθη τόποις.
Μνήμη τοῦ δικαίου Μαθουσάλα υἱοῦ Ἐνώχ.
Ἐνώχ σε τέκνον ἐκμαθὼν Μαθουσάλα,
Ἔγραψα πρὸς μάθησιν ἄλλων ἐνθάδε.
Μνήμη τοῦ δικαίου Λάμεχ υἱοῦ Μαθουσάλα.
Λάμεχ δύω γνοὺς δεῖν ἔγνων τιμᾶν ἕνα,
Οὐ τὸν φονευτὴν ἀλλ’ ὁμωνύμως Λάμεχ.
Μνήμη τοῦ δικαίου Νῶε (2) υἱοῦ Λάμεχ.
Ἀδὰμ βροτοῖς ὄλεθρον ἐκ ξύλου φέρει,
Διὰ ξύλου δὲ Νῶε πᾶν σῴζει γένος.
(2) Ποῦ ἐβάλθη ὁ πέλεκυς, μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Νῶε κατεσκεύαζε τὴν κιβωτόν, ὅρα εἰς τὰς ὑποσημειώσεις τῆς δεκάτης τετάρτης τοῦ Σεπτεμβρίου.
Μνήμη τοῦ δικαίου Σὴμ υἱοῦ Νῶε.
Σὴμ πατρικὴν γύμνωσιν ἐμφρόνως σκέπων,
Τὰς πατρικὰς ἐφεῦρεν εὐχὰς εἰς σκέπην.
Μνήμη τοῦ δικαίου Ἰάφεθ υἱοῦ Σήμ.
Μὴ θεὶς Ἰάφεθ πατρὸς αἰσχύνῃ πλάτος,
Βίου πλατυσμὸν εὐχαῖς πατρὸς λαμβάνει.
Μνήμη τοῦ δικαίου Ἀρφαξὰδ υἱοῦ Ἰάφεθ.
Ζῇ Κύριος ζῶν οὐ τὸν Ἀρφαξὰδ λίπω,
Καὶ γὰρ χρεὼν καὶ τοῦτον ἐνταῦθα γράφειν.
Μνήμη τοῦ δικαίου Καϊνᾶν υἱοῦ Ἀρφαξάδ.
Καϊνᾶν ἡμῖν ἐξεγήγερται νέος,
Τῷ πρὶν Καϊνᾶν ἐμφερὴς ἐκ τοῦ τρόπου.
Μνήμη τοῦ δικαίου Σάλα υἱοῦ Καϊνᾶν.
Συμπατριωτῶν ὁρμαθῷ καὶ συμφύλων,
Ἡ συγγένεια συνδέει καὶ τὸν Σάλα.
Μνήμη τοῦ δικαίου Ἕβερ υἱοῦ Σάλα, ἀφ’ οὗ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι Ἑβραῖοι ἐκλήθησαν (3).
Μέγας τις ὄντως τοῖς Ἰουδαίοις Ἕβερ,
Δοὺς ἐξ ἑαυτοῦ κλῆσιν Ἑβραίων γένει.
(3) Ὁ δὲ Θεοδώρητος καὶ ἄλλοι λέγουσιν, ὅτι Ἑβραῖοι ὠνομάσθησαν ἀπὸ τὸν Ἁβραάμ, ὁ ὁποῖος Ἑβρῆς ὀνομάζεται ἐν τῇ Γενέσει· «Παραγενόμενος γάρ φησι τῶν ἀνασωθέντων τις ἀπήγγειλεν Ἁβραὰμ τῷ περάτῃ» (Γεν. ιδ΄, 13), ἀντὶ δὲ τοῦ, περάτῃ, ἄλλος ἔχει, Ἑβρεῖ. Ἑβρῆς γὰρ περάτης ἑρμηνεύεται. Καθότι ὁ Ἁβραὰμ περάσας τὸν Εὐφράτην ποταμόν, ἦλθεν εἰς τὴν Παλαιστίνην.
Μνήμη τοῦ δικαίου Φάλεκ υἱοῦ Ἕβερ.
Πανηγυρίζω καὶ τὸν ἐξ Ἕβερ τόκον,
Ὡς Μωϋσῆς γάρ φησι τίκτει τὸν Φάλεκ.
Μνήμη τοῦ δικαίου Ῥαγὰβ υἱοῦ Φάλεκ.
Πάλιν κύησις καὶ πάλιν νέος τόκος,
Υἱὸν Ῥαγὰβ τεκόντος ἡμῖν τὸν Φάλεκ.
Μνήμη τοῦ δικαίου Σεροὺχ υἱοῦ Ῥαγάβ.
Γράφων παλαιῶν τοὺς ὑπ’ ἀλλήλων τόκους,
Ἂν ἐκλάθωμαι τοῦ Σερούχ, ἁμαρτάνω.
Μνήμη τοῦ δικαίου Ναχὼρ υἱοῦ Σερούχ.
Γένους ὑπάρχειν τῶν ἄνω λελεγμένων,
Καὶ τὸν Ναχὼρ γνοὺς οὐ διϊστῶ τοῦ γένους.
Μνήμη τοῦ δικαίου Θάρρα υἱοῦ Ναχώρ.
Υἱὸς προελθὼν ἐκ Ναχὼρ κλῆσιν Θάρρας,
Πατὴρ ὑπῆρξε πατρὸς ἐθνῶν μυρίων.
Μνήμη τοῦ δικαίου καὶ Πατριάρχου Ἁβραὰμ υἱοῦ Θάρρα.
Τὸν Ἁβραὰμ πῶς δεξιώσομαι λόγοις,
Ὃς ἠξιώθη δεξιοῦσθαι καὶ Νόας;
Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Ἰσαὰκ υἱοῦ Ἁβραάμ.
Ἀχθεὶς Ἰσαὰκ εἰς σφαγὴν τύπος γίνῃ,
Ἐπὶ σφαγὴν ἥξοντος ὑψίστου Λόγου.
Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Ἰακὼβ υἱοῦ Ἰσαάκ.
Διὰ κλίμακος Ἰακὼβ τῆς Παρθένου,
Πρὸς γῆν Θεὸν χωροῦντα, πρὶν τόκου βλέπει.
Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Ῥουβὶμ τοῦ πρώτου υἱοῦ Ἰακώβ.
Τῆς υἱότητος Ἰακὼβ τοῦ τιμίου,
Ῥουβὶμ ἔγνων τὸν θεῖον ἀρχὴν τιμίαν.
Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Συμεὼν δευτέρου υἱοῦ τοῦ Ἰακώβ.
Κλέος παρ’ ἡμῖν οὐ τὸ δεύτερον φέρεις,
Κᾂν δευτερεύῃ Συμεὼν ἐκ τοῦ τόκου.
Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Λευῒ υἱοῦ τρίτου Ἰακώβ, ἐξ οὗ ἡ Λευϊτικὴ φυλή.
Θεοῦ μεγίστου θεῖος ὢν ὑπηρέτης,
Τί Λευῒ μεῖζον τῆς δε τῆς δόξης θέλεις;
Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Ἰούδα υἱοῦ Ἰακώβ, οὗ ἐκ τῆς φυλῆς ὁ Χριστός.
Ἰούδαν αἰνέσαισαν οἱ σεσωσμένοι.
Ἐξ Ἰούδα γὰρ Χριστὸς ἡ σωτηρία.
Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Ζαβουλὼν υἱοῦ Ἰακώβ, οὗ ἡ φυλὴ παράλιος.
Ἀκτὰς κατοικεῖν ὁ Ζαβουλὼν ἐκρίθη,
Γῆς καὶ θαλάσσης εἰς ἓν ἄκρα συνδέων.
Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Ἰσάχαρ υἱοῦ Ἰακώβ, οὗ ἡ φυλὴ γηπόνος.
Στήσας σεαυτὸν εἰς τὸ πονεῖν Ἰσάχαρ,
Ζωὴν συνιστᾷ γῆθεν ἄρτον ἐκφέρων.
Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Δὰν υἱοῦ τοῦ Ἰακώβ, οὗ ἡ φυλὴ Κριταί.
Λαοῦ κριτὴς Δὰν γλῶττα τῆς ἐξουσίας,
Ζυγοῖς δικαίοις πᾶσαν ἐξάγων κρίσιν.
Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Γὰδ υἱοῦ Ἰακώβ, οὗ ἡ φυλὴ λῃστευομένη ἢ λῃστεύουσα.
Γὰδ πειρατευθεὶς πειρατεύσων ἐκτρέχει,
Νίκαις δὲ πάντων πειρατῶν κατισχύει.
Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Ἀσὴρ υἱοῦ Ἰακώβ, οὗ ἡ φυλὴ πλουσία ἐπὶ χώραις σιτοφόρος.
Ἀσὴρ δέ φησι πίονα πλουτεῖ στάχυν.
Τρέφει δὲ τοὺς ἄρχοντας ἄρτῳ πλουσίῳ.
Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Νεφθαλεὶμ υἱοῦ Ἰακώβ, οὗ ἡ φυλὴ πολὺ πλῆθος.
Ὡς ἔρνος ὄντως Νεφθαλεὶμ ἀνειμένον,
Εἰς πλῆθος αὐτῷ τῆς φυλῆς ἡπλωμένης.
Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Ἰωσὴφ υἱοῦ Ἰακώβ, οὗ ἡ φυλὴ περίδοξος καὶ περιφανής.
Ηὐξημένον σε σὸς πατὴρ εἶναι λέγων,
Δόξαν φυλῆς σῆς Ἰωσὴφ διαγράφει.
Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Βενιαμὶν υἱοῦ Ἰακώβ, οὗ ἡ φυλὴ ἀπὸ ἀγρίας πρᾳεῖα.
Φαγὼν τὸ πρωῒ Βενιαμὶν ὡς λύκος,
Πρᾷος φανεὶς δίδωσι βρῶσιν ἑσπέρας.
Μνήμη Φαρὲς καὶ Ζαρὰ τῶν διδύμων, υἱῶν Ἰούδα τοῦ Πατριάρχου.
Κοινῶς ἐπαινῶ σπέρμα κοινὸν Ἰούδα,
Φαρὲς Ζαρά τε τοὺς διδύμους συγγόνους.
Μνήμη Ἐσρὼμ υἱοῦ Φαρές.
Ἐκ Φαρὲς Ἐσρὼμ ὥσπερ ἐκ ῥίζης κλάδος,
Ἄμφω δὲ ῥίζης Ἀβραὰμ θεῖος κλάδος.
Μνήμη Ἀρὰμ υἱοῦ Ἐσρώμ.
Γέγηθεν Ἐσρὼμ οὐ νοσῶν ἀτεκνίαν.
Ἀρὰμ γὰρ αὐτῷ τέκνον ἠγαπημένον.
Μνήμη Ἀμιναδὰβ υἱοῦ Ἀράμ.
Τὸν Ἀμιναδὰβ ἐξ Ἀρὰμ φῦναι λόγος.
Τούτου γὰρ υἱὸν ἡ Γραφὴ τοῦτον λέγει.
Μνήμη Ναασσὼν υἱοῦ Ἀμιναδάβ.
Εἷς καὶ Ναασσὼν τῆς Ἰούδα φατρίας,
Ἐξ Ἀμιναδὰβ τῆς φυλῆς ἐξ Ἰούδα.
Μνήμη Σαλμὼν υἱοῦ Ναασσών.
Ηὔξησε σειρὰν Ἁβραμιαίου γένους,
Σαλμὼν προελθὼν τῆς Ναασσὼν ὀσφύος.
Μνήμη Βοὸζ υἱοῦ Σαλμών.
Εὐαγγελιστὰ τοῦδε Σαλμὼν υἱέα,
Τίνα γράφεις σύ; Τὸν Βοόζ φησι γράφω.
Μνήμη Ὠβὴδ υἱοῦ Βοὸζ ἐκ τῆς Ῥούθ.
Ἐκ Ῥοὺθ μὲν Ὠβὴδ τὴν φυλὴν Μωαβίτης,
Ἐκ τοῦ Βοὸζ δὲ δῆλος Ἰσραηλίτης.
Μνήμη Ἰεσσαὶ υἱοῦ Ὠβήδ.
Ἰεσσαὶ τίκτε. Τικτέτω καὶ σὸν γένος,
Ἕως ἀπ’ αὐτοῦ Παῖς, Θεὸς τεχθῇ μέγας.
Μνήμη Δαβὶδ βασιλέως υἱοῦ Ἰεσσαί.
Ἐγὼ τί φήσω μαρτυροῦντος Κυρίου,
Τὸν Δαβὶδ εὗρον ὡς ἐμαυτοῦ καρδίαν;
Μνήμη Σολομῶντος βασιλέως υἱοῦ Δαβίδ.
Σοφὸς Σολομὼν πρῶτος ἐν σοφοῖς βίου,
Ἔχων τὸ πρῶτον τῶν καλῶν τῶν τοῦ βίου.
Μνήμη Ῥοβοὰμ βασιλέως υἱοῦ Σολομῶντος.
Ἐγκώμιόν σοι Ῥοβοὰμ πλέκω μέγα,
Σὸν πάππον εἶναι τὸν μέγαν Δαβὶδ λέγων.
Μνήμη Ἀβιὰ βασιλέως υἱοῦ Ῥοβοάμ.
Βοᾷ Ῥοβοὰμ πρὸς τὸν Ἀβιὰ λέγων.
Ἐγὼ πατὴρ σός, καὶ σύ μου τὸ τεκνίον.
Μνήμη Ἀσὰ βασιλέως υἱοῦ Ἀβιά.
Εὐθῆ τὸν Ἀσὰ μηνύει βασιλέα,
Ἡ τετράτιτλος τῶν βασιλειῶν βίβλος.
Μνήμη Ἰωσαφὰτ βασιλέως υἱοῦ Ἀσά.
Ἰωσαφὰτ τὰ πᾶντα χρηστὸς ἐν βίῳ,
Εὑρὼν ἀφορμὰς πατρόθεν χρηστοῦ βίου.
Μνήμη Ἰωρὰμ βασιλέως υἱοῦ Ἰωσαφάτ.
Ἰωρὰμ ἡμῖν ἐξ Ἰωσαφὰτ ἔφυ,
Υἱὸς βασιλεὺς ἐκ πατρὸς βασιλέως.
Μνήμη Ὀζίου βασιλέως υἱοῦ Ἰωράμ.
Ἀνῆκε καρπὸν εὐγενῆ τὸν Ὀζίαν,
Ἄναξ Ἰωρὰμ Ἰωσαφὰτ ὁ κλάδος.
Μνήμη Ἰωάθαμ βασιλέως υἱοῦ Ὀζίου.
Τὸν Ἰωάθαμ ὡς νεοττὸν Ὀζίου,
Τῆς βασιλείας ἡ καλιὰ λαμβάνει.
Μνήμη Ἄχαζ βασιλέως υἱοῦ Ἰωάθαμ.
Τὸ τῆς κεφαλῆς στέμμα τῆς Ἰωάθαμ,
Στέφει κεφαλὴν εὐπρεπῶς καὶ τὴν Ἄχαζ.
Μνήμη Ἐζεκίου βασιλέως υἱοῦ Ἄχαζ.
Σοβεῖ τελευτὴν δακρύσας Ἐζεκίας.
Τοσοῦτον ἰσχύουσι ῥεῖθρα δακρύων.
Μνήμη Μανασσῆ βασιλέως υἱοῦ Ἐζεκίου.
Σωτηριῶδες πρὸς μετάγνωσιν βάθρον,
Μανασσῆς ἡμῖν τὴν προσευχὴν πηγνύει (4).
(4) Τὴν κατανυκτικὴν προσευχὴν τοῦ Μανασσῆ ἀναφέρει ἡ θεία Γραφὴ λέγουσα· «Καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Μανασσῆ, καὶ ἡ προσευχὴ αὐτοῦ ἡ πρὸς τὸν Θεόν» (Β΄ Παρ. λγ΄, 19). Καὶ πάλιν· «Ἰδοὺ ἐπὶ λόγων προσευχῆς αὐτοῦ. Καὶ ἐπήκουσεν αὐτοῦ» (ὁ Θεὸς δηλ.), (αὐτόθι). Ἀναφέρει δὲ αὐτὴν καὶ ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος.
Μνήμη Ἀμμὼν βασιλέως υἱοῦ Μανασσῆ.
Ἀμμὼν κυηθεὶς τῆς ἁλουργίδος μέσον,
Ἦν καὶ βασιλεὺς καὶ βασιλείας τέκνον.
Μνήμη Ἰωσίου βασιλέως υἱοῦ Ἀμμών.
Ἰωσίας ἔναντι τοῦ Θεοῦ μέγας,
Ὃν γνοὺς ἐπαινεῖν δειλιῶ μὴ σμικρύνω.
Μνήμη Ἰεχονίου βασιλέως υἱοῦ Ἰωσίου.
Ἐν Βαβυλῶνος τῇ μετοικίᾳ λόγος,
Ἰεχονίαν ἐμπαροικῆσαι βίῳ.
Μνήμη Σαλαθιὴλ υἱοῦ Ἰεχονίου.
Πρῶτον μετ’ αὐτὴν τὴν μετοικίαν τέκνον.
Τὸν Σαλαθιὴλ Ἰούδα φυλὴ φύει.
Μνήμη Ζοροβάβελ υἱοῦ Σαλαθιήλ, τοῦ τὸν Ναὸν Ἱεροσολύμων καυθέντα ἀνεγείραντος.
Ναβουζαρδὰν ἔκαυσεν οἶκον Κυρίου,
Οὗ καῦσιν ἦρε κτίσμασι Ζοροβάβελ.
Μνήμη Ἀβιοὺδ υἱοῦ Ζοροβάβελ.
Ἀβιοὺδ ὄρπηξ οὗ φυὴ Ζοροβάβελ,
Ὡς τὴν φυὴν οὖν καὶ τὸν ὄρπηκα γράφω.
Μνήμη Ἐλιακεὶμ υἱοῦ Ἀβιούδ.
Τὸν Ἐλιακεὶμ Ἀβιοὺδ γράφει γόνον,
Ματθαῖος ἡμῖν ἀκριβὴς γονογράφος.
Μνήμη Ἀζὼρ υἱοῦ Ἐλιακείμ.
Ὁ θεῖος Ἀζὼρ ἐξ Ἐλιακεὶμ ἔφυ,
Θεία Γραφὴ λέγουσα τοῦτο πεισάτω.
Μνήμη Σαδὼκ υἱοῦ Ἀζώρ.
Ἀζὼρ κυΐσκων τὸν Σαδὼκ οὐ λανθάνει,
Ὁ συγγραφεὺς γνοὺς ἐκκαλύπτει τὸν τόκον.
Μνήμη Ἀχεὶμ υἱοῦ Σαδώκ.
Τοῖς τοῦ Σαδὼκ ζητοῦσιν υἱὸν Ματθαῖος,
Δείξει τὸν Ἀχεὶμ ἐκβαλὼν τὸ βιβλίον.
Μνήμη Ἐλιοὺδ υἱοῦ Ἀχείμ.
Τεχθεὶς ἀπ’ Ἀχεὶμ Ἐλιοὺδ ὤφθη τέκνον,
Ὀφθήσεται δὲ καὶ πατὴρ τεκνοτρόφος.
Μνήμη Ἐλεάζαρ υἱοῦ Ἐλιούδ.
Ἰδοὺ τεκόντα καὶ τὸν Ἐλιοὺδ ἔγνων,
Ἐλεάζαρον τέκνον εἰ βούλει μάθε.
Μνήμη Ματθὰν υἱοῦ Ἐλεάζαρ.
Ἐλεάζαρ δὲ τὸν Ματθὰν γεννᾶν λέγει,
Μαιευτρίας ἄκουε Ματθαίου βίβλου.
Μνήμη Ἰακὼβ υἱοῦ Ματθάν.
Καὶ Ματθὰν εἰσήνεγκεν υἱὸν εἰς βίον,
Τὸν Ἰακὼβ γὰρ εἰσενεγκὼν εὑρέθη.
Μνήμη Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος υἱοῦ Ἰακώβ.
Μνηστὴρ Ἰωσήφ. ᾯ τὸ Πνεῦμα πρὸ γάμου,
Μνηστὴν ἐκείνου συλλαβοῦσαν δεικνύει.
Μνήμη τοῦ δικαίου Μελχισεδέκ.
Ἔχει Γραφὴ πατρός σε καὶ μητρὸς δίχα,
Χριστοῦ τυποῦντα Μελχισεδὲκ τοὺς τόκους.
Μνήμη τοῦ δικαίου Ἰώβ.
Ὕψιστον εὑρὼν ἀξίως ἐπαινέτην,
Ἰὼβ ἐπαίνων οὐ δέει τῶν γηΐνων.
Μνήμη τῶν προφητῶν Μωσέως, καὶ Ὢρ καὶ Ἀαρὼν τῶν Ἱερέων.
Σὺν Ὢρ Ἀαρὼν προγράφει Χριστοῦ πάθος,
Ὑψοῦντες ἄμφω σταυρικῶς τὸν Μωσέα.
Μνήμη τοῦ δικαίου Ἰησοῦ υἱοῦ Ναυῆ.
Ὑμνεῖν Ἰησοῦν ποῖος ἀρκέσει λόγος,
ᾯ συλλαλῶν ὑπῆρχε καὶ Θεὸς Λόγος;
Μνήμη τοῦ Προφήτου Σαμουήλ.
Ὀφθαλμὸν ἡμῖν εὐμενῆ Θεοῦ τίθει,
Ὀφθαλμὲ θεῖε καὶ τὰ μέλλοντα βλέπων.
Μνήμη τοῦ Προφήτου Νάθαν.
Ἁμαρτιῶν ἔλεγχος ὀξὺς ὢν Νάθαν,
Ἡμάρτομεν λέγουσι συγγνώμην νέμει.
Μνήμη τοῦ Προφήτου Δανιήλ.
Καὶ θηρία φρίττουσιν ἀρετῆς φίλον,
Ἔργοις Δανιὴλ τοῦτο πιστοῦται μέγας.
Μνήμη τῶν Ἁγίων τριῶν Παίδων.
Καὶ πῦρ τὸ πῦρ ἦν τῆς καμίνου καὶ δρόσος,
Πρὸς δυσσεβεῖς πῦρ πρὸς δὲ τοὺς Παῖδας δρόσος.
Μνήμη τῆς δικαίας Σάρρας, γυναικὸς Ἀβραάμ.
Νεύσει Θεοῦ καὶ στεῖρα νικᾶται φύσις,
Καὶ μάρτυς ὠδίνουσα Σάρρα παιδίον.
Μνήμη τῆς δικαίας Ῥεβέκκας, γυναικὸς Ἰσαάκ.
Καὶ τὴν ἀρίστην τῶν γυναικῶν Ῥεβέκκαν,
Ἄριστος ἀνδρῶν εὗρε κοινωνὸν λέχους.
Μνήμη τῆς δικαίας Λείας, πρώτης γυναικὸς Ἰακώβ.
Λείας προσώπῳ Κύριος μὴ δοὺς χάριν,
Κυήσεως δίδωσι τῇ μήτρᾳ χάριν.
Μνήμη τῆς δικαίας Ῥαχήλ, δευτέρας γυναικὸς Ἰακώβ.
Θεοὺς πατρῴους ἡ Ῥαχὴλ κλέπτει πόθῳ,
Ἐν ἐσχάτῳ δὲ τὸν Θεὸν ποθεῖ Λόγον.
Μνήμη τῆς δικαίας Ἀσινέθ, γυναικὸς Ἰωσὴφ τοῦ παγκάλου.
Κάλλει παρῆλθεν ἥλιος μὲν ἀστέρας,
Ἡ δ’ Ἀσινέθ μοι τὰς ὑφ’ ἥλιον κόρας.
Μνήμη τῆς δικαίας Μαρίας, ἀδελφῆς Μωϋσέως.
ᾌσωμεν εἰπὲ καὶ πάλιν τῷ Κυρίῳ,
Ψυχῆς κροτοῦσα τύμπανον νῦν Μαρία.
Μνήμη τῆς δικαίας Δεβόρρας τῆς κρινάσης τὸν Ἰσραήλ.
Ὑπὲρ γυναῖκας ἡ Δεβόρρα τὴν φρένα,
Βάθει φρενὸς κρίνουσα λαὸν Κυρίου.
Μνήμη τῆς δικαίας Ῥούθ.
Ἔθνος λιποῦσα Ῥοὺθ ἑαυτῆς καὶ σέβας,
Ἔθνει προσῆλθε καὶ Θεῷ τοῦ Μωσέως.
Μνήμη τῆς δικαίας Σαραφθίας, πρὸς ἣν ὁ Ἠλίας ἐστάλη.
Ἄσπαρτον εἶχε τὴν τροφὴν Σαραφθία,
Καινὸν λαχοῦσα λήϊον τὸν Ἠλίαν.
Μνήμη τῆς δικαίας Σουμανίτιδος, τῆς ξενοδοχησάσης τὸν Ἐλισσαῖον.
Ἐλισσαῖός σοι κλεῖθρα νηδύος λύει,
ᾯ κλεῖθρα Σουμανῖτις ἤνοιξας δόμου.
Μνήμη τῆς δικαίας Ἰουδίθ, τῆς ἀνελούσης τὸν Ὀλοφέρνην.
Ὃν πᾶς ἀνὴρ ἔφριττε δεινὸν ὁπλίτην,
Γυνὴ καθεῖλεν Ἰουδὶθ Ὀλοφέρνην.
Μνήμη τῆς δικαίας Ἐσθήρ, τῆς λυτρωσαμένης τὸν Ἰσραὴλ ἐκ θανάτου.
Ἔσωσεν Ἐσθὴρ ἄνδρας Ἰσραηλίτας,
ᾍδου κυνῆν μέλλοντας ἐνδῦναι πάλαι (5).
(5) Δηλαδὴ ἐκείνους, ὁποῦ ἔμελλον νὰ ἐνδυθοῦν τὸ σκυλίτικον σκέπασμα τοῦ ᾍδου, καθὼς μυθολογοῦσιν οἱ ποιηταὶ τῶν Ἑλλήνων. Ταυτὸν εἰπεῖν, ἐκείνους, ὁποῦ ἔμελλον νὰ θανατωθοῦν καὶ νὰ καταβοῦν εἰς τὸν ᾍδην.
Μνήμη τῆς δικαίας Ἄννης τῆς μητρὸς Σαμουήλ.
Εὐχῆς τέκνον τεκοῦσα Σαμουὴλ μέγαν,
Νικᾷ Φενάνναν Ἄννα πολλὴν ἐν τέκνοις.
Μνήμη τῆς δικαίας Σωσάννης (6).
Κανὼν πρόκειται σωφρονούσαις ἐν βίῳ,
Ὁ τῆς Σωσάννης σωφρονέστατος βίος.
(6) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὴν σώφρονα Σωσάνναν λόγον ἔπλεξεν ὁ θεῖος Χρυσόστομος, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἥκομεν ὑμῖν εὐγνώμονες ὀφειλέται τοῦ λόγου». (Σῴζεται ἐν τῷ ε΄ τόμῳ τῆς ἐν Ἐτόνῃ ἐκδόσεως.)
Εἶτα λέγονται καὶ τὰ Συναξάρια τῶν κατὰ τὴν ἡμέραν Ἁγίων.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *