Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου19 Απριλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΘ’, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Παφνουτίου του Ιεροσολυμίτου (1).
Τον Παφνούτιον γης τάφω κεκρυμμένον,
Άπεικός εστι και σιγής κρύψαι τάφω.
Τη δ’ ενάτη δεκάτη Παφνούτιον ένθεν άειραν.
(1) Σημειούμεν ενταύθα, ότι τον Όσιον Παφνούτιον τον Ιεροσολυμίτην, οπού γράφει ο τυπωμένος Συναξαριστής εις την εικοστήν του παρόντος Απριλλίου, τούτον ο χειρόγραφος Συναξαριστής γράφει κατά την παρούσαν δεκάτην ενάτην αυτού, και επιγράφει αυτόν, όχι Όσιον απλώς, αλλά Οσιομάρτυρα, και φαίνεται να ήναι ο ίδιος ούτος, οπού γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις, Ιερομάρτυς. Όθεν ηκολουθήσαμεν εις τον χειρόγραφον Συναξαριστήν. Ίσως δε ο Οσιομάρτυς ούτος Παφνούτιος να ήναι ο παρά τω Νέω Εκλογίω αναφερόμενος, όστις ήτον και Όσιος και Ιερεύς. Αλλ’ εμπόδισεν ημάς από τον τοιούτον στοχασμόν η ημέρα, καθότι εκείνος μεν εορτάζεται κατά την εικοστήν πέμπτην Σεπτεμβρίου. Ούτος δε κατά την παρούσαν δεκάτην ενάτην του Απριλλίου. Ταύτα δε τα αμφίβολα ακολουθούν, επειδή ο ευλογημένος εκείνος, οπού έβαλεν εδώ τον Κανόνα και τα τροπάρια του Ιερομάρτυρος τούτου Παφνουτίου, δεν έγραψεν εν τω τόπω του Συναξαρίου κατά το σύνηθες, ούτε δίστιχον ιαμβικόν, ούτε στίχον ηρωϊκόν, ούτε Συναξάριον όλως. Ο Οσιομάρτυς ούτος και Ιερομάρτυς Παφνούτιος ίσως είναι ο ίδιος εκείνος Αββάς Παφνούτιος, περί του οποίου γράφει ο Ευεργετινός, σελ. 596, ότι περιπατών επλανέθη εις τον δρόμον, και έφθασε κοντά εις ένα χωρίον. Εκεί δε έτυχε να ιδή άνδρα πορνεύοντα γυναίκα, και χωρίς να τους κατακρίνη, ευθύς παρεκάλεσε τον Θεόν δια τας αμαρτίας του. Και ιδού εστάθη έμπροσθεν αυτού Άγγελος Κυρίου, κρατώντας μάχαιραν, και είπεν αυτώ. Παφνούτιε, όλοι εκείνοι οπού κατακρίνουν τους αδελφούς των, έχουν να θανατωθούν με την μάχαιραν ταύτην. Συ δε όμως, επειδή δεν εκατάκρινες, αλλά εταπείνωσες τον εαυτόν σου έμπροσθεν εις τον Θεόν, ωσάν να ήθελες κάμη εσύ την αμαρτίαν, δια τούτο εγράφη το όνομά σου εις το Βιβλίον της ζωής.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Θεοδώρου του εν Πέργη της Παμφυλίας.
Κοινωνός ώφθης Θεόδωρε του πάθους,
Τω και ποθητώ και παθών υπερτέρω.
Κατά τους χρόνους του βασιλέως Αντωνίνου, και του ηγεμόνος της εν Πέργη Παμφυλίας, Θεοδώρου καλουμένου, εν έτει ρμ’ [140], έγινε συμμάζωξις νέων ευμόρφων και ωραίων Τηρώνων, ήτοι στρατιωτών νεωστί συλλεγμένων. Τότε λοιπόν ομού με άλλους ικανούς, και ο μακάριος ούτος Θεόδωρος εφέρθη εις τον ρηθέντα ηγεμόνα, και επειδή οι Έλληνες εβούλλωσαν τους άλλους νέους οπού εμάζωξαν, δια τούτο ο Άγιος Θεόδωρος έσχισε την βούλλαν, οπού του έβαλον, ούτως ειπών. Εγώ είμαι εσφραγισμένος εκ κοιλίας μητρός μου (ήτοι αφ’ ου εγεννήθηκα εκ της κοιλίας της μητρός μου) από τον Βασιλέα μου Χριστόν, και εις άλλον βασιλέα στρατιώτης δεν γίνομαι. Ο ηγεμών τον ηρώτησε, και εις ποίον βασιλέα έγινες στρατιώτης; Ο Άγιος απεκρίθη, εις τον βασιλέα, οπού εποίησε τον ουρανόν και την γην. Ο ηγεμών είπεν, ουδέ εις τους θεούς ημών θυσιάζεις; Και ο Άγιος προς αυτόν, εγώ εις δαίμονας ακαθάρτους δεν εθυσίασα πώποτε.
Τότε επρόσταξεν ο ηγεμών να δείρωσιν αυτόν, αφ’ ου δε τον έδειραν δυνατά, παρεστάθη εις ερώτησιν, και λέγει ο ηγεμών προς αυτόν, καν τώρα εσωφρονίσθης Θεόδωρε, δια να αποκρίνεσαι φρόνιμα; Ο Άγιος απεκρίθη, άμποτε και εσύ ηγεμών να εγνώριζες εκείνον, οπού σε έπλασε, και να επροσκύνεις αυτόν. Τότε εξαπλόνουσι τον Άγιον επάνω εις μίαν σκάραν, η οποία εκάη υπερβολικά, επάνω δε αυτής έρραινον πίσσαν και τεάφη και κηρί. Και οι μεν στρατιώται ταύτα έκαμνον, ο δε Θεός ενήργησεν ένα μέγα και εξαίσιον θαύμα. Έγινε γαρ κατ’ εκείνην την ώραν μία μεγάλη βοή, και μετά την βοήν, εσχίσθη εις δύω μέρη η γη εκείνη, επάνω εις την οποίαν ευρίσκετο η σκάρα. Και μετά το σχίσιμον, ω του θαύματος! ευγήκε νερόν, το οποίον και την φωτίαν έσβυσε και την σκάραν. Ο δε Άγιος εσηκώθη επάνω όλος υγιής, και λέγει τω ηγεμόνι. Τούτο το θαύμα οπού είδες ανθύπατε, δεν είναι έργον της εδικής μου δυνάμεως, αλλά του Χριστού και Θεού μου, τον οποίον εγώ λατρεύω. Ανίσως λοιπόν θέλης και εσύ να γνωρίσης την δύναμιν των θεών σου, άναψον άλλην πυρκαϊάν, και ας απλωθή ένας στρατιώτης εδικός σου επάνω εις την σκάραν δια το όνομα των θεών σου, και τότες θέλεις γνωρίσεις την ανίκητον δύναμιν του Θεού μου. Τούτο είπε, και παρευθύς οι στρατιώται κόψαντες τον λόγον, είπον εις τον ηγεμόνα, μη έτζι κάμης αυθέντα, αλλά μάλλον βάλε επάνω εις την σκάραν ένα ιερέα των θεών, ίσως γαρ να εισακούσουν αυτόν οι θεοί, ως ιερέα των, και να μη τον αφήσουν να βλαβή. Ο δε άρχων ακούσας τούτο, ας φερθή είπεν εδώ ιερεύς, και ευθύς εστάθη έμπροσθέν του ένας ιερεύς, προς τον οποίον είπεν ο ηγεμών. Ειπέ εις ημάς Διόσκορε, ποίαν μαγείαν μεταχειρίζονται οι Χριστιανοί εναντίον της φωτίας, την οποίαν και ο Θεόδωρος ούτος μεταχειρισθείς, έμεινεν αβλαβής; Ο Διόσκορος έφη, οι Χριστιανοί δεν είναι μάγοι, μη γένοιτο! αλλ’ εις όποιον τόπον εκφωνηθή το όνομα του Χριστού, κάθε μεν μαγεία από εκεί διώκεται και διαλύεται, οι δαίμονες δε, φοβούνται και φεύγουσιν. Ο ηγεμών είπε, το λοιπόν δυνατώτερος είναι ο Χριστός από τον Δία; Ο Διόσκορος απεκρίθη, ο Ζευς είναι είδωλον κωφόν και αναίσθητον. Παρακαλώ σε λοιπόν μη με αναγκάσης να απλωθώ επάνω εις την σκάραν, αλλά εάν θέλης να γνωρίσης την δύναμιν του Διος, αυτός μάλλον ας βαλθή επάνω εις την σκάραν. Ο ηγεμών είπε, και ποίος τολμά να κάμη τοιούτον πράγμα; Ο Διόσκορος απεκρίθη, εγώ με την προσταγήν σου να κάμω τούτο. Και εάν με παιδεύση, πιστεύω εις αυτόν, ότι έχει δύναμιν. Ο ηγεμών λέγει, έως τώρα δεν ήσουν ιερεύς; Και διατί τοιαύτα λαλείς; Ο Διόσκορος απεκρίθη, δια την έλλειψιν της γνώσεώς μου ήμουν ιερεύς. Βλέπωντας δε τον μακάριον Θεόδωρον, πως δεν εκυριεύθη από την φωτίαν, αλλ’ έμεινεν αβλαβής, εστερεώθηκα, και τώρα θέλω να γένω συστρατιώτης αυτού. Τότε ο ηγεμών λέγει, επειδή έτζι λέγεις, ανέβα επάνω εις την σκάραν. Τότε ο Διόσκορος επρόσπεσεν εις τον Άγιον Θεόδωρον και είπεν, εύξαι δια λόγου μου δούλε του Θεού. Αφ’ ου δε επροσευχήθη ο Άγιος δια λόγου του, απλώθη ο Διόσκορος επάνω εις την σκάραν, και φωνάξας μεγάλως, ευχαριστώ σοι Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός Θεοδώρου, δέξαι το πνεύμα μου εν ειρήνη. Ταύτα ειπών, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Ευθύς λοιπόν πιασθείς ο Θεόδωρος, εβάλθη εις φυλακήν. Και την ερχομένην ημέραν εδέθη από τους πόδας, το δε σχοινίον εδέθη από μίαν καρότζαν αλόγων, και τα μεν άλογα ατάκτως και αγρίως σύρνοντα την καρότζαν, έπεσον κάτω εις κρημνόν και εσυντρίφθησαν. Ο δε Άγιος Θεόδωρος λυθείς από τα δεσμά με αόρατον και θεϊκήν δύναμιν, έμεινεν αβλαβής, όθεν εξέπληξεν άπαντας. Από τούτους δε, δύω στρατιώται, Σωκράτης και Διονύσιος ονομαζόμενοι, οι οποίοι έδεσαν τον Άγιον από την καρότζαν των αλόγων, εβεβαίοναν, ότι είδον ένα θαύμα εξαίσιον και παράδοξον. Διότι όταν τα άγρια άλογα εδιώκοντο από τους στρατιώτας, εκατέβη από τους ουρανούς ένα θέαμα φοβερόν, το οποίον κατέπληττε κάθε νουν και διάνοιαν. Ήγουν εκατέβη ωσάν μία καρότζα ουρανία και πύρινος, η οποία έλυσε τον Άγιον από τα δεσμά της επιγείου καρότζας, ύστερον δε σηκωθείσα εκείνη υψηλά, έφερε τον Άγιον αβλαβή εις το πραιτόριον, ήγουν εις το παλάτιον. Είδομεν δε και τα άλογα, οπού εδιώκοντο από ένα ακράτητα, και εσπρώχνοντο ίσα εις τον κρημνόν δια να συμποδισθούν και να κατακρημνισθούν. Όθεν αφ’ ου ταύτα είδον και εμαρτύρησαν οι στρατιώται, με μεγάλην φωνήν ανεβόησαν «Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών», και ευθύς επίστευσαν εις τον Χριστόν.
Ο δε ηγεμών έβαλεν αυτούς, ομού και τον Άγιον Θεόδωρον, εις την φυλακήν, και προστάζει να αναφθή ένα καμίνι τρεις ημέρας. Τούτου γενομένου, εμβήκεν ο Άγιος μαζί με τους στρατιώτας μέσα εις το καμίνι. Επειδή δε εκατέβη δρόσος από τον ουρανόν εις την κάμινον, δια τούτο τόσον ανενόχλητοι έμειναν οι Άγιοι από την φωτίαν, ώστε οπού άρχισαν να ομιλούν, ωσάν να ήσαν μέσα εις καμμίαν νυμφικήν κάμεραν. Η δε ομιλία των ήτον δια την Φιλίππαν, την μητέρα του Αγίου Θεοδώρου, η οποία προ τριών χρόνων εσκλαβώθη από τους αλλοφύλους, και εφέρθη εις ξένον τόπον ομού με άλλους πολλούς Χριστιανούς. Εδιηγείτο λοιπόν ο Άγιος Θεόδωρος εις τους συμμάρτυράς του τον τρόπον πώς εσκλαβώθη η μήτηρ του, και πως ηγάπα να την ιδή εις την παρούσαν ζωήν. Και, Κύριε Ιησού Χριστέ ο των θαυμασίων Θεός, ανεβόησε, δείξον μοι την μητέρα μου με τους τρόπους, οπού εσύ ηξεύρεις, ουδέν γαρ είναι εις εσένα αδύνατον, ίνα γνωρίσουν όλοι τα μεγαλεία σου. Αυτή μεν ήτον η ομιλία, οπού εποίουν εν τη καμίνω οι Άγιοι. Η δε φλόγα της καμίνου, επειδή εμαράνθη τελείως, δια τούτο απεκοιμήθησαν, Άγγελος δε Κυρίου επιστάς εις τον Άγιον λέγει του, μη λυπήσαι Θεόδωρε, ιδού ήλθεν η μήτηρ σου. Ο δε Άγιος εξυπνήσας, εδιηγείτο εις τους συναθλητάς του το όνειρον οπού είδεν. Ακόμη δεν είχε τελειώση η διήγησις του οράματος, και ιδού η μήτηρ του Αγίου Φιλίππα εστάθη εις το μέσον της καμίνου, η οποία βλέπουσα τον ποθητόν της υιόν, ηγαλλιάσατο και κατεφίλησεν αυτόν, και τους συν αυτώ Μάρτυρας. Μαθών δε ο Άγιος από την μητέρα του, με ποίον τρόπον, και πόθεν ήλθεν, εσήκωσε τα χέρια του εις τον ουρανόν, και ανέπεμπεν εις τον Θεόν την πρέπουσαν ευχαριστίαν.
Το ταχύ δε σηκωθείς ο ηγεμών, εις εμένα φαίνεται, είπεν, ότι μηδέ κόκκαλον δεν έμεινεν από τον Θεόδωρον και τους συντρόφους του, οίτινες εβάλθησαν εις την κάμινον. Και μαζί με τον λόγον του ηγεμόνος, ιδού ήλθεν ένας στρατιώτης από την κάμινον, και λέγει ταύτα εις τον ηγεμόνα. Ο Θεόδωρος, επειδή και επικαλέσθη τον Ιησούν, εμαράνθη μεν η φλόγα της καμίνου, η δε μήτηρ του ελθούσα αιφνιδίως από ξένον τόπον, εμβήκεν εις την κάμινον. Όθεν καθήμενοι, συνομιλούσι περί του Θεού αυτών με τόσην ανενοχλησίαν, ωσάν να ήσαν μέσα εις καμμίαν νυμφικήν κάμεραν. Ταύτα ακούσας ο ηγεμών, έγινεν εκστατικός, και πηγαίνωντας ο ίδιος εις την κάμινον, εκάλεσε την μητέρα του Αγίου, και λέγει προς αυτήν, εσύ είσαι η μήτηρ του Θεοδώρου; Η Αγία απεκρίθη, εγώ είμαι. Ο ηγεμών λέγει, κάμε τον υιόν σου να θυσιάση εις τους θεούς, δια να μη αφανισθή κακηγκάκως, και συ μείνης άτεκνος. Η Αγία απεκρίθη, ο υιός μου όταν σταυρωθή από εσένα, τότε θέλει θυσιάσει εις τον Θεόν του θυσίαν αινέσεως. Ο ηγεμών είπεν, επειδή εσύ εύρες τον τρόπον του θανάτου του υιού σου, ούτος ο τρόπος ας γένη και δια του έργου. Ευθύς λοιπόν επρόσταξεν, ότι, ο μεν Άγιος Θεόδωρος, να σταυρωθή, οι δε άλλοι Μάρτυρες, να λογχευθούν μέσα εις την κάμινον. Η δε Αγία Φιλίππα η μήτηρ του Αγίου, να αποκεφαλισθή. Και έτζι η μεν Αγία Φιλίππα απεκεφαλίσθη, οι δε Άγιοι Μάρτυρες ελογχεύθησαν, και έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου. Ο δε Άγιος Θεόδωρος καρφωθείς εις τον σταυρόν, ήτον κρεμασμένος εις αυτόν τρεις ημέρας ζωντανός (2), και μετά ταύτα απήλθε προς Κύριον. Τότε μερικοί Χριστιανοί τειλίξαντες τα λείψανα των Μαρτύρων με μύρα και σινδόνια, ενταφίασαν αυτά εις επίσημον τόπον. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτών όρα εις τον Εφραίμ. Ο δε ελληνικός Βίος αυτών ευρίσκεται εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Εν Πέργη της Παμφυλίας» (3).)
(2) Λυπηρόν μοι εφάνη να σιωπήσω τα λόγια οπού είπεν ο Άγιος Μάρτυς Θεόδωρος, όταν είδε τον σταυρόν καρφωμένον εις την γην, επάνω εις τον οποίον έμελλε να σταυρωθή, εισί δε ταύτα· «Χαίροις Σταυρέ καύχημα των Χριστιανών. Χαίροις λυτρωτά αμαρτιών. Στερέωμα δικαίων. Κλίμαξ ουράνιε. Προφητών κήρυγμα. Φωστήρ εσκοτισμένων. Κήρυξ αληθινέ των του Χριστού παθών. Των πιστών η ανάστασις. Των νεκρών η άφθορος πηγή. Δια σου οι προσερχόμενοι, ζωήν αιώνιον κληρονομούσι. Πρόσδεξαί με εν ιλαρότητι, όπως τον εν σοι κρεμασθέντα σαρκί, Θεόν άφθαρτον, δοξάσω εις τους αιώνας. Αμήν».
(3) Σημείωσαι δε ότι η σεβάσμιος κάρα του Αγίου Θεοδώρου ευρίσκεται εν τη των Ιβήρων Μονή, πολλήν πνέουσα την ευωδίαν, και μένουσα άχρι τούδε αδιάφθορος.
*
Η Αγία Μάρτυς Φιλίππα, η μήτηρ του Αγίου Θεοδώρου, ξίφει τελειούται.
Φιλώ Φιλίππαν ως αθλητού μητέρα,
Φιλώ Φιλίππαν ως αθλούσαν εκ ξίφους.
*
Οι πιστεύσαντες Άγιοι δύω στρατιώται Σωκράτης και Διονύσιος, λόγχη τελειούνται.
Ένυξε λόγχη νεκρόν υψίστου πάλαι,
Νύττει δε και νυν Μάρτυρας ζώντας δύω.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Γεωργίου Επισκόπου Πισσιδείας του Ομολογητού.
Ο Γεώργιος ως γεώργιον μέγα,
Έχων απήλθεν είδος αρετών άπαν.
Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους των εικονομάχων, αφιερωμένος εις τον Θεόν παιδιόθεν. Δια δε την υπερβολικήν αρετήν του εχειροτονήθη Επίσκοπος Πισσιδείας. Επειδή δε από συνεργίαν του Διαβόλου εκινήθη εις την Εκκλησίαν του Θεού η αίρεσις των εικονομάχων, και επέμποντο εις κάθε τόπον γράμματα, δια να συναχθούν ογλίγωρα εις την Κωνσταντινούπολιν όλοι οι Αρχιερείς, δια τούτο επήγεν εις αυτήν και ο Άγιος ούτος. Όθεν επειδή δεν επείσθη να συμφωνήση με τους αιρετικούς, και να αρνηθή την των αγίων εικόνων προσκύνησιν, τούτου χάριν εκαταδικάσθη με εξορίαν και κακοπάθειαν. Εις την οποίαν διαπεράσας το υπόλοιπον της ζωής του, απήλθε προς Κύριον, ίνα παρ’ εκείνου λάβη της ομολογίας τον στέφανον.
*
Του εν Αγίοις Πατρός ημών Τρύφωνος Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη μεγάλη Εκκλησία (4).
Θεόν ποθήσας ο τρυφήν μισών Τρύφων,
Θεού παρέστη τω κατοικητηρίω.
(4) Ο Τρύφων ούτος ήτον επί του βασιλέως Ρωμανού του νέου, του υιού Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου, εν έτει 959. Μοναχός δε ων πρότερον, έγινε Πατριάρχης με συμφωνίαν τοιαύτην, ότι ύστερον από διωρισμένον καιρόν, να παραιτήση δια να γένη Πατριάρχης Θεοφύλακτος ο υιός του βασιλέως Ρωμανού. Επειδή δε αντιστάθη και δεν ήθελε να παραιτηθή, με δολιότητα και απάτην του Θεοφάνους Καισαρείας, εξεβλήθη του θρόνου, πατριαρχεύσας χρόνους δύω και μήνας τινάς, κατά τον Μελέτιον.
*
Ο Όσιος Συμεών ο ηγούμενος της εν τω Άθω Ιεράς Μονής του Φιλοθέου, ο μονοχίτων και ανυπόδητος, ο και κτίτωρ της εν τω όρει του Φλαμουρίου Μονής της Αγίας Τριάδος, εν ειρήνη τελειούται (5).
Ανυπόδητος Συμεών βαίνων μάκαρ,
Τον πτερνίσαντα τους βροτούς πατείς όφιν.
(5) Σημείωσαι, ότι ο Όσιος ούτος Συμεών αναχωρήσας ύστερον από το όρος του Άθω, επήγεν εις τα μέρη της Ζαγοράς, και Ευρίπου και Αθηνών και Λαρίσσης, κηρύττων τον λόγον του Θεού, και πολλούς σεσωσμένους προσήγαγε τω Χριστώ. Ποιήσας δε χρόνους τρεις υποκάτω εις μίαν μηλέαν κατά το βουνόν το καλούμενον Φλαμούριον το εν τη Ζαγορά, εσύναξεν εκεί πολλούς αδελφούς, και έκτισε Μοναστήριον εις όνομα της Αγίας Τριάδος. Απελθών δε εις Κωνσταντινούπολιν, εκεί εκοιμήθη. Μετά δε την κοίμησίν του, ευρέθη το λείψανον αυτού ευωδίας πλήρες, θαύματα ενεργούν. Όθεν η αγία του κάρα, η νυν ευρισκομένη εις το άνωθεν Μοναστήριον, βρύει διαφόρους ιατρείας τοις μετά πίστεως αυτή προστρέχουσι. Όρα τον κατά πλάτος Βίον και την Ακολουθίαν του εν τη τετυπωμένη αυτού φυλλάδι.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΘ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Παφνουτίου τοῦ Ἱεροσολυμίτου (1).
Τὸν Παφνούτιον γῆς τάφῳ κεκρυμμένον,
Ἄπεικός ἐστι καὶ σιγῆς κρύψαι τάφῳ.
Τῇ δ’ ἐνάτῃ δεκάτῃ Παφνούτιον ἔνθεν ἄειραν.
(1) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι τὸν Ὅσιον Παφνούτιον τὸν Ἱεροσολυμίτην, ὁποῦ γράφει ὁ τυπωμένος Συναξαριστὴς εἰς τὴν εἰκοστὴν τοῦ παρόντος Ἀπριλλίου, τοῦτον ὁ χειρόγραφος Συναξαριστὴς γράφει κατὰ τὴν παροῦσαν δεκάτην ἐνάτην αὐτοῦ, καὶ ἐπιγράφει αὐτόν, ὄχι Ὅσιον ἁπλῶς, ἀλλὰ Ὁσιομάρτυρα, καὶ φαίνεται νὰ ᾖναι ὁ ἴδιος οὗτος, ὁποῦ γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις, Ἱερομάρτυς. Ὅθεν ἠκολουθήσαμεν εἰς τὸν χειρόγραφον Συναξαριστήν. Ἴσως δὲ ὁ Ὁσιομάρτυς οὗτος Παφνούτιος νὰ ᾖναι ὁ παρὰ τῷ Νέῳ Ἐκλογίῳ ἀναφερόμενος, ὅστις ἦτον καὶ Ὅσιος καὶ Ἱερεύς. Ἀλλ’ ἐμπόδισεν ἡμᾶς ἀπὸ τὸν τοιοῦτον στοχασμὸν ἡ ἡμέρα, καθότι ἐκεῖνος μὲν ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην Σεπτεμβρίου. Οὗτος δὲ κατὰ τὴν παροῦσαν δεκάτην ἐνάτην τοῦ Ἀπριλλίου. Ταῦτα δὲ τὰ ἀμφίβολα ἀκολουθοῦν, ἐπειδὴ ὁ εὐλογημένος ἐκεῖνος, ὁποῦ ἔβαλεν ἐδῶ τὸν Κανόνα καὶ τὰ τροπάρια τοῦ Ἱερομάρτυρος τούτου Παφνουτίου, δὲν ἔγραψεν ἐν τῷ τόπῳ τοῦ Συναξαρίου κατὰ τὸ σύνηθες, οὔτε δίστιχον ἰαμβικόν, οὔτε στίχον ἡρωϊκόν, οὔτε Συναξάριον ὅλως. Ὁ Ὁσιομάρτυς οὗτος καὶ Ἱερομάρτυς Παφνούτιος ἴσως εἶναι ὁ ἴδιος ἐκεῖνος Ἀββᾶς Παφνούτιος, περὶ τοῦ ὁποίου γράφει ὁ Εὐεργετινός, σελ. 596, ὅτι περιπατῶν ἐπλανέθη εἰς τὸν δρόμον, καὶ ἔφθασε κοντὰ εἰς ἕνα χωρίον. Ἐκεῖ δὲ ἔτυχε νὰ ἰδῇ ἄνδρα πορνεύοντα γυναῖκα, καὶ χωρὶς νὰ τοὺς κατακρίνῃ, εὐθὺς παρεκάλεσε τὸν Θεὸν διὰ τὰς ἁμαρτίας του. Καὶ ἰδοὺ ἐστάθη ἔμπροσθεν αὐτοῦ Ἄγγελος Κυρίου, κρατῶντας μάχαιραν, καὶ εἶπεν αὐτῷ. Παφνούτιε, ὅλοι ἐκεῖνοι ὁποῦ κατακρίνουν τοὺς ἀδελφούς των, ἔχουν νὰ θανατωθοῦν μὲ τὴν μάχαιραν ταύτην. Σὺ δὲ ὅμως, ἐπειδὴ δὲν ἐκατάκρινες, ἀλλὰ ἐταπείνωσες τὸν ἑαυτόν σου ἔμπροσθεν εἰς τὸν Θεόν, ὡσὰν νὰ ἤθελες κάμῃ ἐσὺ τὴν ἁμαρτίαν, διὰ τοῦτο ἐγράφη τὸ ὄνομά σου εἰς τὸ Βιβλίον τῆς ζωῆς.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Θεοδώρου τοῦ ἐν Πέργῃ τῆς Παμφυλίας.
Κοινωνὸς ὤφθης Θεόδωρε τοῦ πάθους,
Τῷ καὶ ποθητῷ καὶ παθῶν ὑπερτέρῳ.
Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἀντωνίνου, καὶ τοῦ ἡγεμόνος τῆς ἐν Πέργῃ Παμφυλίας, Θεοδώρου καλουμένου, ἐν ἔτει ρμ΄ [140], ἔγινε συμμάζωξις νέων εὐμόρφων καὶ ὡραίων Τηρώνων, ἤτοι στρατιωτῶν νεωστὶ συλλεγμένων. Τότε λοιπὸν ὁμοῦ μὲ ἄλλους ἱκανούς, καὶ ὁ μακάριος οὗτος Θεόδωρος ἐφέρθη εἰς τὸν ῥηθέντα ἡγεμόνα, καὶ ἐπειδὴ οἱ Ἕλληνες ἐβούλλωσαν τοὺς ἄλλους νέους ὁποῦ ἐμάζωξαν, διὰ τοῦτο ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἔσχισε τὴν βοῦλλαν, ὁποῦ τοῦ ἔβαλον, οὕτως εἰπών. Ἐγὼ εἶμαι ἐσφραγισμένος ἐκ κοιλίας μητρός μου (ἤτοι ἀφ’ οὗ ἐγεννήθηκα ἐκ τῆς κοιλίας τῆς μητρός μου) ἀπὸ τὸν Βασιλέα μου Χριστόν, καὶ εἰς ἄλλον βασιλέα στρατιώτης δὲν γίνομαι. Ὁ ἡγεμὼν τὸν ἠρώτησε, καὶ εἰς ποῖον βασιλέα ἔγινες στρατιώτης; Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη, εἰς τὸν βασιλέα, ὁποῦ ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. Ὁ ἡγεμὼν εἶπεν, οὐδὲ εἰς τοὺς θεοὺς ἡμῶν θυσιάζεις; Καὶ ὁ Ἅγιος πρὸς αὐτόν, ἐγὼ εἰς δαίμονας ἀκαθάρτους δὲν ἐθυσίασα πώποτε.
Τότε ἐπρόσταξεν ὁ ἡγεμὼν νὰ δείρωσιν αὐτόν, ἀφ’ οὗ δὲ τὸν ἔδειραν δυνατά, παρεστάθη εἰς ἐρώτησιν, καὶ λέγει ὁ ἡγεμὼν πρὸς αὐτόν, κᾂν τώρα ἐσωφρονίσθης Θεόδωρε, διὰ νὰ ἀποκρίνεσαι φρόνιμα; Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη, ἄμποτε καὶ ἐσὺ ἡγεμὼν νὰ ἐγνώριζες ἐκεῖνον, ὁποῦ σὲ ἔπλασε, καὶ νὰ ἐπροσκύνεις αὐτόν. Τότε ἐξαπλόνουσι τὸν Ἅγιον ἐπάνω εἰς μίαν σκάραν, ἡ ὁποία ἐκάη ὑπερβολικά, ἐπάνω δὲ αὐτῆς ἔρραινον πίσσαν καὶ τεάφη καὶ κηρί. Καὶ οἱ μὲν στρατιῶται ταῦτα ἔκαμνον, ὁ δὲ Θεὸς ἐνήργησεν ἕνα μέγα καὶ ἐξαίσιον θαῦμα. Ἔγινε γὰρ κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν μία μεγάλη βοή, καὶ μετὰ τὴν βοήν, ἐσχίσθη εἰς δύω μέρη ἡ γῆ ἐκείνη, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκετο ἡ σκάρα. Καὶ μετὰ τὸ σχίσιμον, ὢ τοῦ θαύματος! εὐγῆκε νερόν, τὸ ὁποῖον καὶ τὴν φωτίαν ἔσβυσε καὶ τὴν σκάραν. Ὁ δὲ Ἅγιος ἐσηκώθη ἐπάνω ὅλος ὑγιής, καὶ λέγει τῷ ἡγεμόνι. Τοῦτο τὸ θαῦμα ὁποῦ εἶδες ἀνθύπατε, δὲν εἶναι ἔργον τῆς ἐδικῆς μου δυνάμεως, ἀλλὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μου, τὸν ὁποῖον ἐγὼ λατρεύω. Ἀνίσως λοιπὸν θέλῃς καὶ ἐσὺ νὰ γνωρίσῃς τὴν δύναμιν τῶν θεῶν σου, ἄναψον ἄλλην πυρκαϊάν, καὶ ἂς ἁπλωθῇ ἕνας στρατιώτης ἐδικός σου ἐπάνω εἰς τὴν σκάραν διὰ τὸ ὄνομα τῶν θεῶν σου, καὶ τότες θέλεις γνωρίσεις τὴν ἀνίκητον δύναμιν τοῦ Θεοῦ μου. Τοῦτο εἶπε, καὶ παρευθὺς οἱ στρατιῶται κόψαντες τὸν λόγον, εἶπον εἰς τὸν ἡγεμόνα, μὴ ἔτζι κάμῃς αὐθέντα, ἀλλὰ μᾶλλον βάλε ἐπάνω εἰς τὴν σκάραν ἕνα ἱερέα τῶν θεῶν, ἴσως γὰρ νὰ εἰσακούσουν αὐτὸν οἱ θεοί, ὡς ἱερέα των, καὶ νὰ μὴ τὸν ἀφήσουν νὰ βλαβῇ. Ὁ δὲ ἄρχων ἀκούσας τοῦτο, ἂς φερθῇ εἶπεν ἐδῶ ἱερεύς, καὶ εὐθὺς ἐστάθη ἔμπροσθέν του ἕνας ἱερεύς, πρὸς τὸν ὁποῖον εἶπεν ὁ ἡγεμών. Εἰπὲ εἰς ἡμᾶς Διόσκορε, ποίαν μαγείαν μεταχειρίζονται οἱ Χριστιανοὶ ἐναντίον τῆς φωτίας, τὴν ὁποίαν καὶ ὁ Θεόδωρος οὗτος μεταχειρισθείς, ἔμεινεν ἀβλαβής; Ὁ Διόσκορος ἔφη, οἱ Χριστιανοὶ δὲν εἶναι μάγοι, μὴ γένοιτο! ἀλλ’ εἰς ὅποιον τόπον ἐκφωνηθῆ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, κάθε μὲν μαγεία ἀπὸ ἐκεῖ διώκεται καὶ διαλύεται, οἱ δαίμονες δέ, φοβοῦνται καὶ φεύγουσιν. Ὁ ἡγεμὼν εἶπε, τὸ λοιπὸν δυνατώτερος εἶναι ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸν Δία; Ὁ Διόσκορος ἀπεκρίθη, ὁ Ζεὺς εἶναι εἴδωλον κωφὸν καὶ ἀναίσθητον. Παρακαλῶ σε λοιπὸν μή με ἀναγκάσῃς νὰ ἁπλωθῶ ἐπάνω εἰς τὴν σκάραν, ἀλλὰ ἐὰν θέλῃς νὰ γνωρίσῃς τὴν δύναμιν τοῦ Διός, αὐτὸς μᾶλλον ἂς βαλθῇ ἐπάνω εἰς τὴν σκάραν. Ὁ ἡγεμὼν εἶπε, καὶ ποῖος τολμᾷ νὰ κάμῃ τοιοῦτον πρᾶγμα; Ὁ Διόσκορος ἀπεκρίθη, ἐγὼ μὲ τὴν προσταγήν σου νὰ κάμω τοῦτο. Καὶ ἐάν με παιδεύσῃ, πιστεύω εἰς αὐτόν, ὅτι ἔχει δύναμιν. Ὁ ἡγεμὼν λέγει, ἕως τώρα δὲν ἤσουν ἱερεύς; Καὶ διατί τοιαῦτα λαλεῖς; Ὁ Διόσκορος ἀπεκρίθη, διὰ τὴν ἔλλειψιν τῆς γνώσεώς μου ἤμουν ἱερεύς. Βλέπωντας δὲ τὸν μακάριον Θεόδωρον, πῶς δὲν ἐκυριεύθη ἀπὸ τὴν φωτίαν, ἀλλ’ ἔμεινεν ἀβλαβής, ἐστερεώθηκα, καὶ τώρα θέλω νὰ γένω συστρατιώτης αὐτοῦ. Τότε ὁ ἡγεμὼν λέγει, ἐπειδὴ ἔτζι λέγεις, ἀνέβα ἐπάνω εἰς τὴν σκάραν. Τότε ὁ Διόσκορος ἐπρόσπεσεν εἰς τὸν Ἅγιον Θεόδωρον καὶ εἶπεν, εὔξαι διὰ λόγου μου δοῦλε τοῦ Θεοῦ. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπροσευχήθη ὁ Ἅγιος διὰ λόγου του, ἁπλώθη ὁ Διόσκορος ἐπάνω εἰς τὴν σκάραν, καὶ φωνάξας μεγάλως, εὐχαριστῶ σοι Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς Θεοδώρου, δέξαι τὸ πνεῦμά μου ἐν εἰρήνῃ. Ταῦτα εἰπών, παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Εὐθὺς λοιπὸν πιασθεὶς ὁ Θεόδωρος, ἐβάλθη εἰς φυλακήν. Καὶ τὴν ἐρχομένην ἡμέραν ἐδέθη ἀπὸ τοὺς πόδας, τὸ δὲ σχοινίον ἐδέθη ἀπὸ μίαν καρότζαν ἀλόγων, καὶ τὰ μὲν ἄλογα ἀτάκτως καὶ ἀγρίως σύρνοντα τὴν καρότζαν, ἔπεσον κάτω εἰς κρημνὸν καὶ ἐσυντρίφθησαν. Ὁ δὲ Ἅγιος Θεόδωρος λυθεὶς ἀπὸ τὰ δεσμὰ μὲ ἀόρατον καὶ θεϊκὴν δύναμιν, ἔμεινεν ἀβλαβής, ὅθεν ἐξέπληξεν ἅπαντας. Ἀπὸ τούτους δέ, δύω στρατιῶται, Σωκράτης καὶ Διονύσιος ὀνομαζόμενοι, οἱ ὁποῖοι ἔδεσαν τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὴν καρότζαν τῶν ἀλόγων, ἐβεβαίοναν, ὅτι εἶδον ἕνα θαῦμα ἐξαίσιον καὶ παράδοξον. Διότι ὅταν τὰ ἄγρια ἄλογα ἐδιώκοντο ἀπὸ τοὺς στρατιώτας, ἐκατέβη ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ἕνα θέαμα φοβερόν, τὸ ὁποῖον κατέπληττε κάθε νοῦν καὶ διάνοιαν. Ἤγουν ἐκατέβη ὡσὰν μία καρότζα οὐρανία καὶ πύρινος, ἡ ὁποία ἔλυσε τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἐπιγείου καρότζας, ὕστερον δὲ σηκωθεῖσα ἐκείνη ὑψηλά, ἔφερε τὸν Ἅγιον ἀβλαβῆ εἰς τὸ πραιτόριον, ἤγουν εἰς τὸ παλάτιον. Εἴδομεν δὲ καὶ τὰ ἄλογα, ὁποῦ ἐδιώκοντο ἀπὸ ἕνα ἀκράτητα, καὶ ἐσπρώχνοντο ἴσα εἰς τὸν κρημνὸν διὰ νὰ συμποδισθοῦν καὶ νὰ κατακρημνισθοῦν. Ὅθεν ἀφ’ οὗ ταῦτα εἶδον καὶ ἐμαρτύρησαν οἱ στρατιῶται, μὲ μεγάλην φωνὴν ἀνεβόησαν «Μέγας εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν», καὶ εὐθὺς ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν.
Ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔβαλεν αὐτούς, ὁμοῦ καὶ τὸν Ἅγιον Θεόδωρον, εἰς τὴν φυλακήν, καὶ προστάζει νὰ ἀναφθῇ ἕνα καμίνι τρεῖς ἡμέρας. Τούτου γενομένου, ἐμβῆκεν ὁ Ἅγιος μαζὶ μὲ τοὺς στρατιώτας μέσα εἰς τὸ καμίνι. Ἐπειδὴ δὲ ἐκατέβη δρόσος ἀπὸ τὸν οὐρανὸν εἰς τὴν κάμινον, διὰ τοῦτο τόσον ἀνενόχλητοι ἔμειναν οἱ Ἅγιοι ἀπὸ τὴν φωτίαν, ὥστε ὁποῦ ἄρχισαν νὰ ὁμιλοῦν, ὡσὰν νὰ ἦσαν μέσα εἰς κᾀμμίαν νυμφικὴν κάμεραν. Ἡ δὲ ὁμιλία των ἦτον διὰ τὴν Φιλίππαν, τὴν μητέρα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, ἡ ὁποία πρὸ τριῶν χρόνων ἐσκλαβώθη ἀπὸ τοὺς ἀλλοφύλους, καὶ ἐφέρθη εἰς ξένον τόπον ὁμοῦ μὲ ἄλλους πολλοὺς Χριστιανούς. Ἐδιηγεῖτο λοιπὸν ὁ Ἅγιος Θεόδωρος εἰς τοὺς συμμάρτυράς του τὸν τρόπον πῶς ἐσκλαβώθη ἡ μήτηρ του, καὶ πῶς ἠγάπα νὰ τὴν ἰδῇ εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν. Καί, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ τῶν θαυμασίων Θεός, ἀνεβόησε, δεῖξόν μοι τὴν μητέρα μου μὲ τοὺς τρόπους, ὁποῦ ἐσὺ ἠξεύρεις, οὐδὲν γὰρ εἶναι εἰς ἐσένα ἀδύνατον, ἵνα γνωρίσουν ὅλοι τὰ μεγαλεῖά σου. Αὐτὴ μὲν ἦτον ἡ ὁμιλία, ὁποῦ ἐποίουν ἐν τῇ καμίνῳ οἱ Ἅγιοι. Ἡ δὲ φλόγα τῆς καμίνου, ἐπειδὴ ἐμαράνθη τελείως, διὰ τοῦτο ἀπεκοιμήθησαν, Ἄγγελος δὲ Κυρίου ἐπιστὰς εἰς τὸν Ἅγιον λέγει του, μὴ λυπῆσαι Θεόδωρε, ἰδοὺ ἦλθεν ἡ μήτηρ σου. Ὁ δὲ Ἅγιος ἐξυπνήσας, ἐδιηγεῖτο εἰς τοὺς συναθλητάς του τὸ ὄνειρον ὁποῦ εἶδεν. Ἀκόμη δὲν εἶχε τελειώσῃ ἡ διήγησις τοῦ ὁράματος, καὶ ἰδοὺ ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου Φιλίππα ἐστάθη εἰς τὸ μέσον τῆς καμίνου, ἡ ὁποία βλέπουσα τὸν ποθητόν της υἱόν, ἠγαλλιάσατο καὶ κατεφίλησεν αὐτόν, καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ Μάρτυρας. Μαθὼν δὲ ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν μητέρα του, μὲ ποῖον τρόπον, καὶ πόθεν ἦλθεν, ἐσήκωσε τὰ χέριά του εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἀνέπεμπεν εἰς τὸν Θεὸν τὴν πρέπουσαν εὐχαριστίαν.
Τὸ ταχὺ δὲ σηκωθεὶς ὁ ἡγεμών, εἰς ἐμένα φαίνεται, εἶπεν, ὅτι μηδὲ κόκκαλον δὲν ἔμεινεν ἀπὸ τὸν Θεόδωρον καὶ τοὺς συντρόφους του, οἵτινες ἐβάλθησαν εἰς τὴν κάμινον. Καὶ μαζὶ μὲ τὸν λόγον τοῦ ἡγεμόνος, ἰδοὺ ἦλθεν ἕνας στρατιώτης ἀπὸ τὴν κάμινον, καὶ λέγει ταῦτα εἰς τὸν ἡγεμόνα. Ὁ Θεόδωρος, ἐπειδὴ καὶ ἐπικαλέσθη τὸν Ἰησοῦν, ἐμαράνθη μὲν ἡ φλόγα τῆς καμίνου, ἡ δὲ μήτηρ του ἐλθοῦσα αἰφνιδίως ἀπὸ ξένον τόπον, ἐμβῆκεν εἰς τὴν κάμινον. Ὅθεν καθήμενοι, συνομιλοῦσι περὶ τοῦ Θεοῦ αὐτῶν μὲ τόσην ἀνενοχλησίαν, ὡσὰν νὰ ἦσαν μέσα εἰς κᾀμμίαν νυμφικὴν κάμεραν. Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἡγεμών, ἔγινεν ἐκστατικός, καὶ πηγαίνωντας ὁ ἴδιος εἰς τὴν κάμινον, ἐκάλεσε τὴν μητέρα τοῦ Ἁγίου, καὶ λέγει πρὸς αὐτήν, ἐσὺ εἶσαι ἡ μήτηρ τοῦ Θεοδώρου; Ἡ Ἁγία ἀπεκρίθη, ἐγὼ εἶμαι. Ὁ ἡγεμὼν λέγει, κάμε τὸν υἱόν σου νὰ θυσιάσῃ εἰς τοὺς θεούς, διὰ νὰ μὴ ἀφανισθῇ κακηγκάκως, καὶ σὺ μείνῃς ἄτεκνος. Ἡ Ἁγία ἀπεκρίθη, ὁ υἱός μου ὅταν σταυρωθῇ ἀπὸ ἐσένα, τότε θέλει θυσιάσει εἰς τὸν Θεόν του θυσίαν αἰνέσεως. Ὁ ἡγεμὼν εἶπεν, ἐπειδὴ ἐσὺ εὗρες τὸν τρόπον τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ σου, οὗτος ὁ τρόπος ἂς γένῃ καὶ διὰ τοῦ ἔργου. Εὐθὺς λοιπὸν ἐπρόσταξεν, ὅτι, ὁ μὲν Ἅγιος Θεόδωρος, νὰ σταυρωθῇ, οἱ δὲ ἄλλοι Μάρτυρες, νὰ λογχευθοῦν μέσα εἰς τὴν κάμινον. Ἡ δὲ Ἁγία Φιλίππα ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου, νὰ ἀποκεφαλισθῇ. Καὶ ἔτζι ἡ μὲν Ἁγία Φιλίππα ἀπεκεφαλίσθη, οἱ δὲ Ἅγιοι Μάρτυρες ἐλογχεύθησαν, καὶ ἔλαβον οἱ μακάριοι τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Ὁ δὲ Ἅγιος Θεόδωρος καρφωθεὶς εἰς τὸν σταυρόν, ἦτον κρεμασμένος εἰς αὐτὸν τρεῖς ἡμέρας ζωντανός (2), καὶ μετὰ ταῦτα ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. Τότε μερικοὶ Χριστιανοὶ τειλίξαντες τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων μὲ μῦρα καὶ σινδόνια, ἐνταφίασαν αὐτὰ εἰς ἐπίσημον τόπον. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῶν ὅρα εἰς τὸν Ἐφραίμ. Ὁ δὲ ἑλληνικὸς Βίος αὐτῶν εὑρίσκεται ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἐν Πέργῃ τῆς Παμφυλίας» (3).)
(2) Λυπηρόν μοι ἐφάνη νὰ σιωπήσω τὰ λόγια ὁποῦ εἶπεν ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος, ὅταν εἶδε τὸν σταυρὸν καρφωμένον εἰς τὴν γῆν, ἐπάνω εἰς τὸν ὁποῖον ἔμελλε νὰ σταυρωθῇ, εἰσὶ δὲ ταῦτα· «Χαίροις Σταυρὲ καύχημα τῶν Χριστιανῶν. Χαίροις λυτρωτὰ ἁμαρτιῶν. Στερέωμα δικαίων. Κλίμαξ οὐράνιε. Προφητῶν κήρυγμα. Φωστὴρ ἐσκοτισμένων. Κήρυξ ἀληθινὲ τῶν τοῦ Χριστοῦ παθῶν. Τῶν πιστῶν ἡ ἀνάστασις. Τῶν νεκρῶν ἡ ἄφθορος πηγή. Διὰ σοῦ οἱ προσερχόμενοι, ζωὴν αἰώνιον κληρονομοῦσι. Πρόσδεξαί με ἐν ἱλαρότητι, ὅπως τὸν ἐν σοὶ κρεμασθέντα σαρκί, Θεὸν ἄφθαρτον, δοξάσω εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν».
(3) Σημείωσαι δὲ ὅτι ἡ σεβάσμιος κάρα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου εὑρίσκεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων Μονῇ, πολλὴν πνέουσα τὴν εὐωδίαν, καὶ μένουσα ἄχρι τοῦδε ἀδιάφθορος.
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Φιλίππα, ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, ξίφει τελειοῦται.
Φιλῶ Φιλίππαν ὡς ἀθλητοῦ μητέρα,
Φιλῶ Φιλίππαν ὡς ἀθλοῦσαν ἐκ ξίφους.
*
Οἱ πιστεύσαντες Ἅγιοι δύω στρατιῶται Σωκράτης καὶ Διονύσιος, λόγχη τελειοῦνται.
Ἔνυξε λόγχῃ νεκρὸν ὑψίστου πάλαι,
Νύττει δὲ καὶ νῦν Μάρτυρας ζῶντας δύω.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Γεωργίου Ἐπισκόπου Πισσιδείας τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Γεώργιος ὡς γεώργιον μέγα,
Ἔχων ἀπῆλθεν εἶδος ἀρετῶν ἅπαν.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τῶν εἰκονομάχων, ἀφιερωμένος εἰς τὸν Θεὸν παιδιόθεν. Διὰ δὲ τὴν ὑπερβολικὴν ἀρετήν του ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Πισσιδείας. Ἐπειδὴ δὲ ἀπὸ συνεργίαν τοῦ Διαβόλου ἐκινήθη εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ ἡ αἵρεσις τῶν εἰκονομάχων, καὶ ἐπέμποντο εἰς κάθε τόπον γράμματα, διὰ νὰ συναχθοῦν ὀγλίγωρα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ὅλοι οἱ Ἀρχιερεῖς, διὰ τοῦτο ἐπῆγεν εἰς αὐτὴν καὶ ὁ Ἅγιος οὗτος. Ὅθεν ἐπειδὴ δὲν ἐπείσθη νὰ συμφωνήσῃ μὲ τοὺς αἱρετικούς, καὶ νὰ ἀρνηθῇ τὴν τῶν ἁγίων εἰκόνων προσκύνησιν, τούτου χάριν ἐκαταδικάσθη μὲ ἐξορίαν καὶ κακοπάθειαν. Εἰς τὴν ὁποίαν διαπεράσας τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς του, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, ἵνα παρ’ ἐκείνου λάβῃ τῆς ὁμολογίας τὸν στέφανον.
*
Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Τρύφωνος Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ (4).
Θεὸν ποθήσας ὁ τρυφὴν μισῶν Τρύφων,
Θεοῦ παρέστη τῷ κατοικητηρίῳ.
(4) Ὁ Τρύφων οὗτος ἦτον ἐπὶ τοῦ βασιλέως Ῥωμανοῦ τοῦ νέου, τοῦ υἱοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογεννήτου, ἐν ἔτει 959. Μοναχὸς δὲ ὢν πρότερον, ἔγινε Πατριάρχης μὲ συμφωνίαν τοιαύτην, ὅτι ὕστερον ἀπὸ διωρισμένον καιρόν, νὰ παραιτήσῃ διὰ νὰ γένῃ Πατριάρχης Θεοφύλακτος ὁ υἱὸς τοῦ βασιλέως Ῥωμανοῦ. Ἐπειδὴ δὲ ἀντιστάθη καὶ δὲν ἤθελε νὰ παραιτηθῇ, μὲ δολιότητα καὶ ἀπάτην τοῦ Θεοφάνους Καισαρείας, ἐξεβλήθη τοῦ θρόνου, πατριαρχεύσας χρόνους δύω καὶ μῆνάς τινας, κατὰ τὸν Μελέτιον.
*
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ ἡγούμενος τῆς ἐν τῷ Ἄθῳ Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Φιλοθέου, ὁ μονοχίτων καὶ ἀνυπόδητος, ὁ καὶ κτίτωρ τῆς ἐν τῷ ὄρει τοῦ Φλαμουρίου Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (5).
Ἀνυπόδητος Συμεὼν βαίνων μάκαρ,
Τὸν πτερνίσαντα τοὺς βροτοὺς πατεῖς ὄφιν.
(5) Σημείωσαι, ὅτι ὁ Ὅσιος οὗτος Συμεὼν ἀναχωρήσας ὕστερον ἀπὸ τὸ ὄρος τοῦ Ἄθω, ἐπῆγεν εἰς τὰ μέρη τῆς Ζαγορᾶς, καὶ Εὐρίπου καὶ Ἀθηνῶν καὶ Λαρίσσης, κηρύττων τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ πολλοὺς σεσωσμένους προσήγαγε τῷ Χριστῷ. Ποιήσας δὲ χρόνους τρεῖς ὑποκάτω εἰς μίαν μηλέαν κατὰ τὸ βουνὸν τὸ καλούμενον Φλαμούριον τὸ ἐν τῇ Ζαγορᾷ, ἐσύναξεν ἐκεῖ πολλοὺς ἀδελφούς, καὶ ἔκτισε Μοναστήριον εἰς ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀπελθὼν δὲ εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἐκεῖ ἐκοιμήθη. Μετὰ δὲ τὴν κοίμησίν του, εὑρέθη τὸ λείψανον αὐτοῦ εὐωδίας πλῆρες, θαύματα ἐνεργοῦν. Ὅθεν ἡ ἁγία του κάρα, ἡ νῦν εὑρισκομένη εἰς τὸ ἄνωθεν Μοναστήριον, βρύει διαφόρους ἰατρείας τοῖς μετὰ πίστεως αὐτῇ προστρέχουσι. Ὅρα τὸν κατὰ πλάτος Βίον καὶ τὴν Ἀκολουθίαν του ἐν τῇ τετυπωμένῃ αὐτοῦ φυλλάδι.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *