Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου18 Μαρτίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΗ’, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Κυρίλλου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων.
Είσελθε κέρδος εκ ταλάντων προσφέρων,
Εις την χαράν Κύριλλε του σου Κυρίου.
Ογδοάτη δεκάτη θάνατος μέλας είλε Κύριλλον.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Κύριλλος, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίου υιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τμ’ [340]. Και επειδή ήτον υιός ευσεβών και ορθοδόξων γονέων, δια τούτο επαιδεύθη παρ’ αυτών και ανεθράφη με ευσεβή και ορθά δόγματα. Αφ’ ου δε ο τότε Ιεροσολύμων απήλθεν εις την άλλην ζωήν, ο μακάριος ούτος Κύριλλος ανέβη εις τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον των Ιεροσολύμων. Όθεν υπερμάχει δια τα των Αποστόλων και των Πατέρων δόγματα. Τότε ήτον και ο Αρειανός Ακάκιος ο της εν Παλαιστίνη Καισαρείας έχων τον θρόνον. Ο οποίος αγκαλά και απεκηρύχθη και εκαθηρέθη από την εν Σαρδική γενομένην τοπικήν Σύνοδον, διατί δεν ήθελε να ομολογήση τον Υιόν ομοούσιον με τον Πατέρα, δεν έστερξεν όμως την συνοδικήν ταύτην καθαίρεσιν, αλλά τυραννικώς εκράτει τον θρόνον της Καισαρείας, με το να ήτον γνώριμος και φίλος του βασιλέως Κωνσταντίου, του φρονούντος από κουφότητα γνώμης τα του Αρείου. Όθεν αυτός λαβών εξουσίαν από τον βασιλέα, εκατέβασεν από τον θρόνον τον μακάριον τούτον Κύριλλον, και εξώρισεν αυτόν από τα Ιεροσόλυμα.
Ο δε θεσπέσιος Κύριλλος πηγαίνωντας εις την Ταρσόν της Κιλικίας, συνανεστρέφετο με τον εκεί όντα θαυμαστόν Σιλβανόν. Επειδή δε εσυγκροτήθη Σύνοδος εις την Σελεύκειαν, και μέρος αυτής ήτον ο Άγιος ούτος Κύριλλος, δια τούτο ο ρηθείς κακόδοξος Ακάκιος, απεσκίρτησεν από την Σύνοδον, και επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου διαβάλλωντας τον θείον Κύριλλον, άναψε τον θυμόν του βασιλέως κατά του Αγίου, όθεν και εκαταδίκασεν αυτόν εις εξορίαν. Αφ’ ου δε απέθανεν ο Κωνστάντιος, έλαβε την βασιλείαν ο παραβάτης Ιουλιανός, εν έτει τξα’ [361], ο οποίος θέλωντας να τραβίξη εις εύνοιαν και αγάπην τους Επισκόπους εκείνους, οπού είχεν εξορίση ο Κωνστάντιος, επρόσταξε να επαναγυρίσουν όλοι οι εξόριστοι εις τας επαρχίας των. Όθεν μαζί με τους άλλους, απέλαβε τον θρόνον των Ιεροσολύμων και ούτος ο Άγιος. Καλώς λοιπόν και θεοφιλώς ποιμάνας το εμπιστευθέν αυτώ υπό του Χριστού ποίμνιον, και καταλιπών εις την Εκκλησίαν του Χριστού μνημόσυνον της αυτού σοφίας, τας φερομένας Κατηχήσεις του, ομού με άλλους λόγους, και ζήσας ολίγους χρόνους μετά τον επανερχομόν του, ανεπαύθη εν Κυρίω με τέλος μακάριον. Ήτον δε κατά τον χαρακτήρα του σώματος, μέτριος κατά το μέγεθος, κίτρινος εις το χρώμα, έχων μαλλία εις την κεφαλήν, ολίγον κοντομύτης, είχε το πρόσωπον τετράγωνον, τα δε οφρύδια είχεν ευθέα και ίσια, και το γένειον άσπρον, δασύ, και εις δύω χωρισμένον, το δε ήθος του ωμοίαζε με ήθος αγροίκου ανθρώπου και χωρικού.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη Τροφίμου και Ευκαρπίωνος, των εν Νικομηδεία Μαρτύρων.
Τροφήν άληκτον καρπόν εύρον καμίνου,
Ευκαρπίων Τρόφιμος οι αθληφόροι.
Όταν άναπτεν εις την Νικομήδειαν ο κατά των Χριστιανών διωγμός, κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει σϞη’ [298], τότε οι Χριστιανοί επιάνοντο και εβάλλοντο εις τας φυλακάς. Έπειτα ανακρινόμενοι με πολλάς εξετάσεις και τιμωρίας, όσοι έμενον μέχρι τέλους εις την ομολογίαν της πίστεως του Χριστού, εθανατόνοντο. Κατ’ εκείνον λοιπόν τον καιρόν ήτον και ούτοι οι του Χριστού Μάρτυρες, ο Τρόφιμος και ο Ευκαρπίων, οι οποίοι με το να ήτον πρότερον δυνατοί και τολμηροί και συναριθμημένοι με τα βασιλικά στρατεύματα, δια τούτο ήτον και διώκται και άκροι εχθροί του Χριστού και των Χριστιανών, συμμαζόνοντες τους Χριστιανούς και φυλακόνοντες αυτούς. Έφθασαν γαρ να λάβουν από τους τυράννους κάθε εξουσίαν κατά των Χριστιανών, και όσους μεν ήθελον αυτοί, τους ετιμώρουν, όσους δε πάλιν ήθελον, τους επεριποιούντο. Ούτοι λοιπόν πηγαίνοντες μίαν φοράν δια να πιάσουν μερικούς Χριστιανούς, είδον ένα πύρινον νέφαλον, το οποίον εφαίνετο ωσάν μία μεγάλη πυρκαϊά, η οποία εκατέβαινεν από τον ουρανόν κατ’ επάνω των, ήκουσαν δε και μίαν φωνήν, οπού έλεγεν εις αυτούς. «Διατί εσείς σπουδάζετε να φοβερίζετε τους εδικούς μου δούλους; μη πλανάσθε, διατί κανένας δεν δύνεται να κυριεύση εκείνους, οπού πιστεύουσιν εις εμέ. Μάλλον δε, εσείς προσκολληθήτε με τους δούλους μου, και θέλετε κερδήσετε την Βασιλείαν των Ουρανών». Ταύτην την φωνήν καθώς ήκουσαν ούτοι, οι πρότερον όντες θρασείς και ωμοί, και κατά των Χριστιανών υπερηφανευόμενοι, ευθύς έπεσον χαμαί, μη δυνάμενοι ούτε να σηκώσουν τα ομμάτια να ιδούν, ούτε να υποφέρουν την βροντώσαν εκείνην και ουράνιον φωνήν. Κειτόμενοι δε κατά γης, τούτο και μόνον έλεγον. Αληθώς μέγας είναι ο Θεός, οπού εφάνη εις ημάς σήμερον, και μακάριοι θέλομεν γένομεν και ημείς, ανίσως κατασταθώμεν δούλοι του.
Εις καιρόν δε οπού ταύτα έλεγον με φόβον και τρόμον, εσχίσθη εις δύω το πύρινον εκείνο νέφαλον, και εστάθη από το ένα μέρος αυτών και από το άλλο. Και πάλιν ευγήκεν από το αυτό νέφαλον μία άλλη φωνή λέγουσα. «Σηκωθήτε επάνω, και επειδή μετανοείτε από την πλάνην σας, ιδού συγχωρούνται αι αμαρτίαι σας». Σηκωθέντες δε, είδον ένα λευκοφόρον και ωραίον άνδρα, οπού εκάθητο εις το μέσον της νεφέλης, έμπροσθεν του οποίου παρεστέκετο πλήθος πολύ. Όθεν καταπλαγέντες δια την θεωρίαν ταύτην, δέξαι, Κύριε, και ημάς, ως εξ ενός στόματος ανεβόησαν, διατί τα σφάλματά μας είναι πολλά και αμέτρητα, επειδή εκαταφρονήσαμεν εσένα τον μόνον αληθινόν Θεόν, και τους εις σε πιστεύοντας Χριστιανούς ατιμάσαμεν. Ταύτα των στρατιωτών ειπόντων, ευθύς πάλιν το νέφαλον έγινεν ένα, και ανέβη εις τον ουρανόν. Ούτοι δε πολλά κλαύσαντες δια την προτέραν πλάνην τους και ασπλαγχνίαν, και τον Θεόν παρακαλέσαντες, εγύρισαν οπίσω, και όσους Χριστιανούς εύρισκον φυλακωμένους, απορρίψαντες από την καρδίαν τους κάθε φόβον και δειλίαν, ησπάζοντο αυτούς και τους επροσκύνουν ως αδελφούς, και λύοντες αυτούς από τα δεσμά, τους έλεγον να πηγαίνουν εις τα οσπήτιά των. Ταύτα μανθάνωντας ο άρχων, και μεγάλως οργισθείς κατ’ αυτών, επρόσταξε να παρασταθούν έμπροσθέν του.
Όταν δε επαραστάθησαν, ερώτησεν αυτούς, ζητώντας να μάθη την αιτίαν της μεταβολής των. Επειδή δε εκείνοι εδιηγήθηκαν λεπτομερώς όλην την οπτασίαν οπού είδον, δια τούτο ο άρχων επρόσταξε να κρεμάσουν αυτούς εις ξύλον, και να ξεσχίζουν με χειράγρας τα σώματά των, έπειτα επρόσταξε να τρίβουν τας πληγάς των με τρίχινα υφάσματα. Οι δε Άγιοι ανδρείως τα βάσανα ταύτα υπομένοντες, επροσηύχοντο, χαίροντες και ευχαριστούντες τω Θεώ. Ο δε άρχων, βλέπων αυτούς χαίροντας, άναψεν από τον θυμόν, και προστάζει να αναφθή καμίνι εις το μέσον της πόλεως Νικομηδείας, και μέσα εις αυτό να ριφθούν οι Άγιοι. Όθεν τούτου γενομένου, παρέδωκαν τας ψυχάς των οι μακάριοι εις χείρας Θεού, και έλαβον τους του μαρτυρίου αμαράντους στεφάνους.
*
Οι Άγιοι μύριοι Μάρτυρες (ήτοι δέκα χιλιάδες) ξίφει τελειούνται.
Τμηθέντες άνδρες μύριοι τους αυχένας,
Απήλθον ένθα, μυριόμματοι νόες.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΗ΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Κυρίλλου Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων.
Εἴσελθε κέρδος ἐκ ταλάντων προσφέρων,
Εἰς τὴν χαρὰν Κύριλλε τοῦ σοῦ Κυρίου.
Ὀγδοάτῃ δεκάτῃ θάνατος μέλας εἷλε Κύριλλον.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Κύριλλος, ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Κωνσταντίου υἱοῦ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἐν ἔτει τμ΄ [340]. Καὶ ἐπειδὴ ἦτον υἱὸς εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων γονέων, διὰ τοῦτο ἐπαιδεύθη παρ’ αὐτῶν καὶ ἀνεθράφη μὲ εὐσεβῆ καὶ ὀρθὰ δόγματα. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ τότε Ἱεροσολύμων ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἄλλην ζωήν, ὁ μακάριος οὗτος Κύριλλος ἀνέβη εἰς τὸν ἀρχιεπισκοπικὸν θρόνον τῶν Ἱεροσολύμων. Ὅθεν ὑπερμάχει διὰ τὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων δόγματα. Τότε ἦτον καὶ ὁ Ἀρειανὸς Ἀκάκιος ὁ τῆς ἐν Παλαιστίνῃ Καισαρείας ἔχων τὸν θρόνον. Ὁ ὁποῖος ἀγκαλὰ καὶ ἀπεκηρύχθη καὶ ἐκαθῃρέθη ἀπὸ τὴν ἐν Σαρδικῇ γενομένην τοπικὴν Σύνοδον, διατὶ δὲν ἤθελε νὰ ὁμολογήσῃ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον μὲ τὸν Πατέρα, δὲν ἔστερξεν ὅμως τὴν συνοδικὴν ταύτην καθαίρεσιν, ἀλλὰ τυραννικῶς ἐκράτει τὸν θρόνον τῆς Καισαρείας, μὲ τὸ νὰ ἦτον γνώριμος καὶ φίλος τοῦ βασιλέως Κωνσταντίου, τοῦ φρονοῦντος ἀπὸ κουφότητα γνώμης τὰ τοῦ Ἀρείου. Ὅθεν αὐτὸς λαβὼν ἐξουσίαν ἀπὸ τὸν βασιλέα, ἐκατέβασεν ἀπὸ τὸν θρόνον τὸν μακάριον τοῦτον Κύριλλον, καὶ ἐξώρισεν αὐτὸν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα.
Ὁ δὲ θεσπέσιος Κύριλλος πηγαίνωντας εἰς τὴν Ταρσὸν τῆς Κιλικίας, συνανεστρέφετο μὲ τὸν ἐκεῖ ὄντα θαυμαστὸν Σιλβανόν. Ἐπειδὴ δὲ ἐσυγκροτήθη Σύνοδος εἰς τὴν Σελεύκειαν, καὶ μέρος αὐτῆς ἦτον ὁ Ἅγιος οὗτος Κύριλλος, διὰ τοῦτο ὁ ῥηθεὶς κακόδοξος Ἀκάκιος, ἀπεσκίρτησεν ἀπὸ τὴν Σύνοδον, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὅπου διαβάλλωντας τὸν θεῖον Κύριλλον, ἄναψε τὸν θυμὸν τοῦ βασιλέως κατὰ τοῦ Ἁγίου, ὅθεν καὶ ἐκαταδίκασεν αὐτὸν εἰς ἐξορίαν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπέθανεν ὁ Κωνστάντιος, ἔλαβε τὴν βασιλείαν ὁ παραβάτης Ἰουλιανός, ἐν ἔτει τξα΄ [361], ὁ ὁποῖος θέλωντας νὰ τραβίξῃ εἰς εὔνοιαν καὶ ἀγάπην τοὺς Ἐπισκόπους ἐκείνους, ὁποῦ εἶχεν ἐξορίσῃ ὁ Κωνστάντιος, ἐπρόσταξε νὰ ἐπαναγυρίσουν ὅλοι οἱ ἐξόριστοι εἰς τὰς ἐπαρχίας των. Ὅθεν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, ἀπέλαβε τὸν θρόνον τῶν Ἱεροσολύμων καὶ οὗτος ὁ Ἅγιος. Καλῶς λοιπὸν καὶ θεοφιλῶς ποιμάνας τὸ ἐμπιστευθὲν αὐτῷ ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ ποίμνιον, καὶ καταλιπὼν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ μνημόσυνον τῆς αὑτοῦ σοφίας, τὰς φερομένας Κατηχήσεις του, ὁμοῦ μὲ ἄλλους λόγους, καὶ ζήσας ὀλίγους χρόνους μετὰ τὸν ἐπανερχομόν του, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ μὲ τέλος μακάριον. Ἦτον δὲ κατὰ τὸν χαρακτῆρα τοῦ σώματος, μέτριος κατὰ τὸ μέγεθος, κίτρινος εἰς τὸ χρῶμα, ἔχων μαλλία εἰς τὴν κεφαλήν, ὀλίγον κοντομύτης, εἶχε τὸ πρόσωπον τετράγωνον, τὰ δὲ ὀφρύδια εἶχεν εὐθέα καὶ ἴσια, καὶ τὸ γένειον ἄσπρον, δασύ, καὶ εἰς δύω χωρισμένον, τὸ δὲ ἦθός του ὡμοίαζε μὲ ἦθος ἀγροίκου ἀνθρώπου καὶ χωρικοῦ.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη Τροφίμου καὶ Εὐκαρπίωνος, τῶν ἐν Νικομηδείᾳ Μαρτύρων.
Τροφὴν ἄληκτον καρπὸν εὗρον καμίνου,
Εὐκαρπίων Τρόφιμος οἱ ἀθληφόροι.
Ὅταν ἄναπτεν εἰς τὴν Νικομήδειαν ὁ κατὰ τῶν Χριστιανῶν διωγμός, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει σϞη΄ [298], τότε οἱ Χριστιανοὶ ἐπιάνοντο καὶ ἐβάλλοντο εἰς τὰς φυλακάς. Ἔπειτα ἀνακρινόμενοι μὲ πολλὰς ἐξετάσεις καὶ τιμωρίας, ὅσοι ἔμενον μέχρι τέλους εἰς τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, ἐθανατόνοντο. Κατ’ ἐκεῖνον λοιπὸν τὸν καιρὸν ἦτον καὶ οὗτοι οἱ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυρες, ὁ Τρόφιμος καὶ ὁ Εὐκαρπίων, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ νὰ ἦτον πρότερον δυνατοὶ καὶ τολμηροὶ καὶ συναριθμημένοι μὲ τὰ βασιλικὰ στρατεύματα, διὰ τοῦτο ἦτον καὶ διῶκται καὶ ἄκροι ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Χριστιανῶν, συμμαζόνοντες τοὺς Χριστιανοὺς καὶ φυλακόνοντες αὐτούς. Ἔφθασαν γὰρ νὰ λάβουν ἀπὸ τοὺς τυράννους κάθε ἐξουσίαν κατὰ τῶν Χριστιανῶν, καὶ ὅσους μὲν ἤθελον αὐτοί, τοὺς ἐτιμώρουν, ὅσους δὲ πάλιν ἤθελον, τοὺς ἐπεριποιοῦντο. Οὗτοι λοιπὸν πηγαίνοντες μίαν φορὰν διὰ νὰ πιάσουν μερικοὺς Χριστιανούς, εἶδον ἕνα πύρινον νέφαλον, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο ὡσὰν μία μεγάλη πυρκαϊά, ἡ ὁποία ἐκατέβαινεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν κατ’ ἐπάνω των, ἤκουσαν δὲ καὶ μίαν φωνήν, ὁποῦ ἔλεγεν εἰς αὐτούς. «Διατί ἐσεῖς σπουδάζετε νὰ φοβερίζετε τοὺς ἐδικούς μου δούλους; μὴ πλανᾶσθε, διατὶ κᾀνένας δὲν δύνεται νὰ κυριεύσῃ ἐκείνους, ὁποῦ πιστεύουσιν εἰς ἐμέ. Μᾶλλον δέ, ἐσεῖς προσκολληθῆτε μὲ τοὺς δούλους μου, καὶ θέλετε κερδήσετε τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Ταύτην τὴν φωνὴν καθὼς ἤκουσαν οὗτοι, οἱ πρότερον ὄντες θρασεῖς καὶ ὠμοί, καὶ κατὰ τῶν Χριστιανῶν ὑπερηφανευόμενοι, εὐθὺς ἔπεσον χαμαί, μὴ δυνάμενοι οὔτε νὰ σηκώσουν τὰ ὀμμάτια νὰ ἰδοῦν, οὔτε νὰ ὑποφέρουν τὴν βροντῶσαν ἐκείνην καὶ οὐράνιον φωνήν. Κειτόμενοι δὲ κατὰ γῆς, τοῦτο καὶ μόνον ἔλεγον. Ἀληθῶς μέγας εἶναι ὁ Θεός, ὁποῦ ἐφάνη εἰς ἡμᾶς σήμερον, καὶ μακάριοι θέλομεν γένομεν καὶ ἡμεῖς, ἀνίσως κατασταθῶμεν δοῦλοί του.
Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ταῦτα ἔλεγον μὲ φόβον καὶ τρόμον, ἐσχίσθη εἰς δύω τὸ πύρινον ἐκεῖνο νέφαλον, καὶ ἐστάθη ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος αὐτῶν καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καὶ πάλιν εὐγῆκεν ἀπὸ τὸ αὐτὸ νέφαλον μία ἄλλη φωνὴ λέγουσα. «Σηκωθῆτε ἐπάνω, καὶ ἐπειδὴ μετανοεῖτε ἀπὸ τὴν πλάνην σας, ἰδοὺ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι σας». Σηκωθέντες δέ, εἶδον ἕνα λευκοφόρον καὶ ὡραῖον ἄνδρα, ὁποῦ ἐκάθητο εἰς τὸ μέσον τῆς νεφέλης, ἔμπροσθεν τοῦ ὁποίου παρεστέκετο πλῆθος πολύ. Ὅθεν καταπλαγέντες διὰ τὴν θεωρίαν ταύτην, δέξαι, Κύριε, καὶ ἡμᾶς, ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ἀνεβόησαν, διατὶ τὰ σφάλματά μας εἶναι πολλὰ καὶ ἀμέτρητα, ἐπειδὴ ἐκαταφρονήσαμεν ἐσένα τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν, καὶ τοὺς εἰς σὲ πιστεύοντας Χριστιανοὺς ἀτιμάσαμεν. Ταῦτα τῶν στρατιωτῶν εἰπόντων, εὐθὺς πάλιν τὸ νέφαλον ἔγινεν ἕνα, καὶ ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανόν. Οὗτοι δὲ πολλὰ κλαύσαντες διὰ τὴν προτέραν πλάνην τους καὶ ἀσπλαγχνίαν, καὶ τὸν Θεὸν παρακαλέσαντες, ἐγύρισαν ὀπίσω, καὶ ὅσους Χριστιανοὺς εὕρισκον φυλακωμένους, ἀπορρίψαντες ἀπὸ τὴν καρδίαν τους κάθε φόβον καὶ δειλίαν, ἠσπάζοντο αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐπροσκύνουν ὡς ἀδελφούς, καὶ λύοντες αὐτοὺς ἀπὸ τὰ δεσμά, τοὺς ἔλεγον νὰ πηγαίνουν εἰς τὰ ὁσπήτιά των. Ταῦτα μανθάνωντας ὁ ἄρχων, καὶ μεγάλως ὀργισθεὶς κατ’ αὐτῶν, ἐπρόσταξε νὰ παρασταθοῦν ἔμπροσθέν του.
Ὅταν δὲ ἐπαραστάθησαν, ἐρώτησεν αὐτούς, ζητῶντας νὰ μάθῃ τὴν αἰτίαν τῆς μεταβολῆς των. Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνοι ἐδιηγήθηκαν λεπτομερῶς ὅλην τὴν ὀπτασίαν ὁποῦ εἶδον, διὰ τοῦτο ὁ ἄρχων ἐπρόσταξε νὰ κρεμάσουν αὐτοὺς εἰς ξύλον, καὶ νὰ ξεσχίζουν μὲ χειράγρας τὰ σώματά των, ἔπειτα ἐπρόσταξε νὰ τρίβουν τὰς πληγάς των μὲ τρίχινα ὑφάσματα. Οἱ δὲ Ἅγιοι ἀνδρείως τὰ βάσανα ταῦτα ὑπομένοντες, ἐπροσηύχοντο, χαίροντες καὶ εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ. Ὁ δὲ ἄρχων, βλέπων αὐτοὺς χαίροντας, ἄναψεν ἀπὸ τὸν θυμόν, καὶ προστάζει νὰ ἀναφθῇ καμίνι εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως Νικομηδείας, καὶ μέσα εἰς αὐτὸ νὰ ῥιφθοῦν οἱ Ἅγιοι. Ὅθεν τούτου γενομένου, παρέδωκαν τὰς ψυχάς των οἱ μακάριοι εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἔλαβον τοὺς τοῦ μαρτυρίου ἀμαράντους στεφάνους.
*
Οἱ Ἅγιοι μύριοι Μάρτυρες (ἤτοι δέκα χιλιάδες) ξίφει τελειοῦνται.
Τμηθέντες ἄνδρες μύριοι τοὺς αὐχένας,
Ἀπῆλθον ἔνθα, μυριόμματοι νόες.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *