Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου17 Σεπτεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΖ’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας.
Εις την Πίστιν, Ελπίδα και Αγάπην.
Τη προς σε πίστει Πίστις Ελπίς Αγάπη,
Αι τρεις, Τριας, κλίνουσιν αυχένας ξίφει.
Εις την Σοφίαν.
Ευφραίνεται νυν ως Δαβίδ ψάλλων λέγει,
Μήτηρ κατ’ ευχάς η Σοφία εν τέκνοις.
Εβδομάτη δεκάτη Αγάπην τάμον Ελπίδα Πίστιν.
Αύται ήτον κατά τους χρόνους Αδριανού του βασιλέως, εν έτει σκβ’ [222], από γένος περιφανές και λαμπρόν της χώρας Ιταλίας. Ευσεβείς μεν ούσαι εκ προγόνων, πολιτευόμεναι δε θεοφιλώς με πίστιν και ελπίδα και αγάπην και σοφίαν, καθώς και τα ονόματά των φανερόνουσιν. Αύται λοιπόν πηγαίνουσαι μίαν φοράν εις την Ρώμην, επειδή και ήτον φημισμέναι και περιβόητοι δια την λαμπρότητα του γένους, και δια την εις Χριστόν ευσέβειαν, εδιαβάλθησαν εις τον βασιλέα Αδριανόν. Και ευθύς φέρονται έμπροσθέν του δια μέσου των προτικτόρων. Ιδών δε αυτάς ο βασιλεύς, εθαύμασεν. Όθεν χωρίσας την μητέρα Σοφίαν από τας θυγατέρας της, εδιαλέχθη με μόνην αυτήν περί πίστεως. Γνωρίσας δε αυτήν άφοβον, φέρει έμπροσθέν του και τας τρεις ομού θυγατέρας της. Και άρχισε να τας κολακεύη με διαφόρους τρόπους. Επειδή δε εγνώρισε, πως ήτον από κάθε κολακείαν ανώτεραις, δια τούτο εδοκίμασε την κάθε μίαν χωριστά χωριστά.
Όθεν παραστέκεται εις τον τύραννον η Πίστις, η πρώτη από τας άλλας. Ήτις ήτον δώδεκα χρόνων κατά την ηλικίαν. Και επειδή ήλεγξε με γενναιότητα τας κακοτεχνίας και μηχανάς του τυράννου, δια τούτο έγδυσαν αυτήν και έδεσαν οπίσω τας χείρας της. Είτα την έδειραν με ραβδία βαρύτατα. Μετά ταύτα έκοψαν τα βυζία της, και αντί να ευγάλουν αίμα, εύγαλαν γάλα. Ύστερον άπλωσαν αυτήν επάνω εις μίαν σκάραν πυρακτωμένην. Και επειδή έμεινεν αβλαβής με την θείαν βοήθειαν, δια τούτο έβαλον αυτήν μέσα εις ένα τηγάνι αναμμένον και γεμάτον από πίσσαν και άσφαλτον (1). Φυλαχθείσα δε αβλαβής και από την βάσανον ταύτην, δια τούτο κατεδικάσθη να θανατωθή με το ξίφος. Πηγαίνουσα δε εις τον τόπον της καταδίκης, επροπέμπετο από την μητέρα της Σοφίαν, ήτις επαρακίνει αυτήν και επαραθάρρυνε να δεχθή μετά χαράς τον υπέρ Χριστού θάνατον. Και έτζι αποκεφαλισθείσα η μακαρία, έλαβε τον στέφανον της αθλήσεως.
Έπειτα παραστέκεται εις τον τύραννον η Ελπίς, η δευτέρα αδελφή, ούσα χρόνων δέκα. Και επειδή έδειξε τον εαυτόν της στερεόν και αμετάθετον εις την πίστιν, δια τούτο δέρνεται με ραβδία και αύτη ως η πρώτη. Είτα βάλλεται μέσα εις αναμμένον καμίνι, το οποίον ευθύς έδειξεν ανενέργητον με την θείαν δύναμιν. Έπειτα κρεμασθείσα επάνω εις ξύλον ξέεται με σιδηρά ονύχια. Μετά τούτο βάλλεται μέσα εις αναμμένον καζάνι γεμάτον από πίσσαν και ρετζίνην. Και αυτή μεν, αβλαβής διαφυλάττεται. Πολλοί δε από τους απίστους εθανατώθησαν, με το να εχύθη αιφνιδίως έξω του καζανίου η πίσσα και η ρετζίνη. Τελευταίον δε και αυτή αποκεφαλίζεται, και λαμβάνει του μαρτυρίου τον στέφανον.
Έπειτα παραστέκεται εις τον τύραννον η τρίτη αδελφή Αγάπη, εννέα χρόνων ούσα κατά την ηλικίαν. Και επειδή με φρονιμάδα μεγάλην ωμολόγησε την ευσέβειαν, τον δε τύραννον εξέπληξεν εν ταυτώ και εις θυμόν εκίνησε· δια τούτο κρεμάται επάνω εις ξύλον, και δέρνεται με λωρία τόσον πολλά, έως οπού διεχωρίσθησαν αι αρμονίαι του σώματός της. Υγιής δε πάλιν γενομένη δια της θείας χάριτος, βάλλεται μέσα εις καμίνι, το οποίον εκάη από διαφόρους ύλας. Με επιστασίαν δε θείου Αγγέλου, την μεν Αγίαν διεφύλαξεν η κάμινος αβλαβή, τους δε παρεστώτας και αυτόν ακόμη τον τύραννον, χυθείσα εις τα έξω η φλοξ, άρπασε και μισοκαημένους αυτούς εποίησεν. Ο δε αφρονέστατος Αδριανός, και μόλον οπού ήτον μισοκαημένος, πάλιν δεν έπαυσεν ο απανθρωπότατος. Αλλά επρόσταξε να διατρυπήσουν με περόνην το σώμα της μάρτυρος. Έπειτα απεκεφάλισε και αυτήν, ως και τας άλλας δύω της αδελφάς.
Η δε μήτηρ αυτών Σοφία, ευφρανθείσα μεγάλως, διατί εγέννησε τοιαύτα ευλογημένα τέκνα, και ευχαριστήσασα υπέρ τούτου τον Κύριον, εκήδευσε τα των θυγατέρων της τίμια λείψανα, και μεγαλοπρεπώς αυτά ενταφίασεν. Έπειτα μετά τρεις ημέρας, περιχυθείσα και εναγκαλιζομένη τον τάφον των θυγατέρων της, παρεκάλεσε τον Θεόν δια να αποθάνη και αυτή. Και έτζι παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού. Όθεν κοντά εις τας θυγατέρας επροστέθη και η μήτηρ, τόσον κατά τας ψυχάς, όσον και κατά τα σώματα. Κοντά γαρ εις τους τάφους των θυγατέρων της ενταφιάσθη και αυτή η αοίδιμος (2).
(1) Η άσφαλτος είναι ύλη ξηρά θρεπτική του πυρός, ομοία με την πίσσαν, ή το τεάφι. Άλλοι δε λέγουσιν, ότι είναι η νάφθα. Όρα τον Βαρίνον εν τη λέξει ασφαλτίτις.
(2) Σημείωσαι, ότι το Μαρτύριον τούτων συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Μετά το διαγγελθήναι το σωτήριον κήρυγμα». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα η Αγία Μάρτυς Αγαθόκλεια, πυρί τον τράχηλον φλεχθείσα, τελειούται.
Αγαθόκλεια πυρ επ’ αυχένος φέρει,
Δεινής πλάνης φλέγουσα δεινόν αυχένα.
Αύτη η Αγία ήτον δούλη (3) τινός Νικολάου Χριστιανού. Επειδή δε η γυνή αυτού ήτον άπιστος και ασεβής, δια τούτο πολλάς θλίψεις επροξένει εις την ευλογημένην Αγαθόκλειαν εν διαστήματι χρόνων ολοκλήρων οκτώ, με σκοπόν δια να φέρη αυτήν εις την ασέβειαν. Ποτέ μεν γαρ, εκτύπα αυτήν εις τον λαιμόν με πέτρας σκληράς και μεγάλας. Ποτέ δε, εβίαζεν αυτήν να τρέχη με γυμνά ποδάρια εις τόπους τραχείς και δυσβάτους. Άλλοτε, ετζάκιζε τα πλευρά της με σιδηρούν σφυρί. Και άλλοτε, έκαιε την γλώσσαν της. Επειδή δε με όλα αυτά δεν εδυνήθη να την καταπείση, δια τούτο έβαλε φωτίαν επάνω εις τον τράχηλόν της. Και έτζι ηνάγκασε την μακαρίαν να χωρισθή από το σώμα, και να απέλθη εις τα Ουράνια.
(3) Εν δε τοις Μηναίοις και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, γράφεται θυγάτηρ.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Μαξίμου, Θεοδότου, και Ασκληπιοδότης.
Μια γυναικί και νεανίσκοις δύω,
Προς την τομήν ην καρδιών ζέσις μία.
Ούτοι οι Άγιοι δια την εις Χριστόν ομολογίαν δαρθέντες παρά των απίστων, και τα άκρα του σώματος αυτών κοπέντες, ερρίφθησαν μέσα εις μίαν σκοτεινήν φυλακήν. Και τελευταίον τας κεφαλάς απετμήθησαν, και έλαβον ομού τους στεφάνους του μαρτυρίου.
*
Μνήμη της Αγίας Λουκίας της χήρας, και Γεμινιανού του υιού αυτής.
Εις την Λουκίαν.
Ειρηνικώς ση Χριστέ δούλη Λουκία,
Ειρηνικόν μετήλθεν όντως εις τόπον.
Εις τον Γεμινιανόν.
Θάρσους ο Μάρτυς Γεμινιανός γέμων,
Τομήν υπέστη καρτερώς την εκ ξίφους.
*
Η Αγία Μάρτυς Θεοδότη εν Νικαία ξίφει τελειούται.
Την Θεοδότην προς ξίφος τεθηγμένον,
Ποιεί πρόθυμον η θεόσδοτος χάρις.
Όταν ο Σεβήρος Αλέξανδρος εβασίλευεν εις την παλαιάν Ρώμην εν έτει σκβ’ [222], εστάλθη από αυτόν εις την χώραν των Καππαδοκών Σιμπλίκιος ο ηγεμών, δια να κινήση διωγμόν εναντίον των Χριστιανών. Τότε λοιπόν εδιαβάλθη εις αυτόν και η Αγία αύτη Θεοδότη, ήτις ήτον πολλά πλουσία, καταγομένη από τους τόπους της Μαύρης Θαλάσσης. Παρεστάθη λοιπόν η μακαρία έμπροσθεν του Σιμπλικίου, και επειδή δεν επείσθη να αρνηθή την εις Χριστόν πίστιν, δια τούτο κρεμάται εις τόπον υψηλόν, και ξέεται κατά τας πλευράς εις πολλάς ώρας. Η δε Αγία δεν εφρόντιζε τελείως δια τους πόνους, αλλά μάλλον εδόξαζε τον Θεόν, και εφαίνετο, πως άλλος έπασχε, και όχι αυτή.
Έπειτα βάλλεται εις φυλακήν. Και μετά οκτώ ημέρας, βλέποντες οι φυλακάτορες πως ανοίχθησαν από λόγου των αι πόρται της φυλακής, εξέστησαν. Όθεν τρέξαντες εφανέρωσαν τούτο εις τον Σιμπλίκιον. Ο δε Σιμπλίκιος δεν επίστευσεν εις αυτούς. Την δε ερχομένην ημέραν παρέστησε πάλιν έμπροσθέν του την του Χριστού μάρτυρα, και καθώς είδεν ότι ήτον όλη υγιής, χωρίς να έχη κανένα σημάδι πληγής εις το σώμα της, λέγει προς αυτήν. Ποία είσαι εσύ; Η Αγία απεκρίθη. Εσκοτίσθη η διάνοιά σου ω ηγεμών, και δεν βλέπεις. Διατί αν ο νους σου ήτον ξεσκοτισμένος, ήθελες γνωρίσης ότι εγώ είμαι η Θεοδότη.
Ταύτα τα λόγια ευθύς οπού ήκουσεν ο Σιμπλίκιος, προστάζει να καύσουν ένα φούρνον, και να βάλουν την Αγίαν μέσα εις αυτόν. Τούτου δε γενομένου, καθώς η Αγία εμβήκε μέσα εις τον φούρνον, ευθύς εχύθη η φλόγα έξω από τον φούρνον, και έκαυσεν έως εβδομήκοντα ανθρώπους. Όσοι δε άνθρωποι δεν εκάησαν, αυτοί κλείσαντες την πόρταν του φούρνου, ανεχώρησαν. Κατά δε την ερχομένην ημέραν, απέστειλεν ο ηγεμών δύω ιερείς των ειδώλων και με άλλους τινάς, δια να εύρουν την στάκτην της μάρτυρος και να την λιχνίσουν εις τον αέρα, ίνα μη φανή, νομίζωντας ο άφρων, ότι η Αγία κατεκάη από την φωτίαν. Όταν λοιπόν άνοιξαν τον φούρνον, εχύθη έξω η φλόγα, και οι μεν ιερείς, κατεκάησαν. Οι δε άλλοι, βλέποντες την Αγίαν, πως εκάθητο ανάμεσα εις δύω νέους ασπροφόρους και έψαλλεν, εξεπλάγησαν, και από τον φόβον τους έγιναν ωσάν νεκροί. Τότε η Αγία ευγήκεν από τον φούρνον αβλαβής χαίρουσα και ψάλλουσα. Αλλά πάλιν μετά ταύτα κλείεται η μακαρία εις φυλακήν. Και επειδή ο Σιμπλίκιος έμελλε να υπάγη εις το Βυζάντιον, ήτοι εις την νυν Κωνσταντινούπολιν, δια τούτο επρόσταξε την Αγίαν να ακολουθή εις αυτόν δεδεμένη.
Όταν δε ο Σιμπλίκιος επήγεν εις την Άγκυραν και εκάθησεν επί του θρόνου, τότε έφερε την Αγίαν έμπροσθέν του, και λέγει εις αυτήν. Ανίσως και δεν πεισθής να θυσιάσης εις τους θεούς, ήξευρε, ότι επάνω εις αυτήν την πυρωμένην σκάραν (δείξας αυτήν με το χέρι του) χωρίς ευσπλαγχνίαν θέλω σε αφανίσω. Η δε Αγία απεκρίθη. Ανίσως έμβη και ο αξιωματικός λιβελλήσιος μαζί με εμένα εις την φωτίαν, και νικήση αυτήν, θέλω θυσιάσω και εγώ εις τους θεούς σου. Τότε ο Σιμπλίκιος λέγει προς Δωρόθεον τον λιβελλήσιον (ούτω γαρ εκείνος ωνομάζετο). Κύριε Δωρόθεε λιβελλήσιε, έχωντας μαζί σου την βοήθειαν των θεών, έμβα εις το πυρ. Ευθύς λοιπόν οπού εκείνος εμβήκε μαζί με την Αγίαν εις το πυρ, κατεκάη υπό του πυρός, η δε Αγία έμεινεν αβλαβής.
Απορήσας λοιπόν ο Σιμπλίκιος και μη ηξεύρωντας τι να κάμη, προστάζει να δέσουν πάλιν την Αγίαν, και να την βιάζουν, να τρέχη οπίσω αυτού έως εις την Βιθυνίαν. Όταν δε έφθασαν εις την Νίκαιαν, επρόσταξε την Αγίαν να έμβη εις τον ναόν των ειδώλων και να προσευχηθή. Η δε Αγία εποίησε τούτο περιχαρώς. Και ω του θαύματος! ευθύς οπού επροσευχήθη, έπεσαν τα είδωλα εις την γην και εσυντρίφθησαν. Επειδή δε εξεπλάγησαν όλοι, όσοι εσυνάχθησαν εκεί και είδον το τοιούτον θαύμα, δια τούτο θυμωθείς ο Σιμπλίκιος, επρόσταξε να εξαπλωθή η Αγία εις τέσσαρα μέρη, και να πριονισθή. Αλλά, το μεν πριόνι, ευθύς ημβλύνθη, και να πριονίση δεν εδύνατο. Οι δε δήμιοι, αδυνάτησαν και απέκαμον. Τότε ο σκληροκάρδιος ηγεμών απορήσας δια όλα αυτά τα θαυμάσια, και σκοτισθείς την διάνοιαν, επρόσταξε να αποκεφαλίσουν την Αγίαν. Και ούτως η γενναία μάρτυς του Χριστού προς Κύριον εξεδήμησε, και έλαβε τον στέφανον της αθλήσεως.
*
Μνήμη των Αγίων Ιερομαρτύρων Πηλέως και Νείλου των Επισκόπων, πυρί τελειωθέντων.
Έπους ο Πηλεύς, πού μέγας προς Πηλέα,
Νείλω συνεισβαίνοντα και πυρός μέσον; (4)
(4) Ήτοι ο Πηλεύς ο υπό του έπους του Ομήρου αναφερόμενος εν τη Ιλιάδι (όστις ήτον πατήρ του ανδρειοτάτου Αχιλλέως). Εκείνος, λέγω, ο Πηλεύς, πού φαίνεται μέγας προς τον Πηλέα; Ήτοι συγκρινόμενος με τον Άγιον τούτον Επίσκοπον Πηλέα; Ο οποίος μαζί με τον Άγιον Νείλον εμβήκεν εις το μέσον της πυρκαϊάς; Ήτοι ουκ έστι μέγας εκείνος, αλλά ούτος.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Πατερμουθίου τε και Ηλία των ενδοξοτάτων, πυρί τελειωθέντων.
Πατερμούθιος εμπεσών τη καμίνω,
Προς ζήλον ίσον οτρύνει τον Ηλίαν.
*
Οι Άγιοι εκατόν Μάρτυρες οι Αιγύπτιοι ξίφει τελειούνται.
Δεκάς δεκαπλή μαρτύρων Αιγυπτίων,
Μια κεφαλάς τέμνεται προθυμία.
*
Οι Άγιοι πεντήκοντα Μάρτυρες οι εκ Παλαιστίνης, πυρί τελειούνται.
Θεοφρονούντες άνδρες εξ ευβουλίας,
Πυρός καταφρονούσιν άμα και ξίφους (5).
Όταν εκινείτο ο κατά των Χριστιανών διωγμός υπό των ασεβών ειδωλολατρών, τότε επιάσθησαν οι ανωτέρω ρηθέντες Άγιοι: ήτοι, από μεν την Αίγυπτον, επιάσθησαν δύω Επίσκοποι, Πηλεύς και Νείλος ονομαζόμενοι· και δύω ενδοξότατοι άρχοντες, Πατερμούθιος και Ηλίας καλούμενοι· και άλλοι μαζί με αυτούς όντες τον αριθμόν εκατόν. Από δε την Παλαιστίνην, επιάσθησαν πεντήκοντα. Και ο μεν Άγιος Πηλεύς και ο Νείλος, ομοίως και ο Πατερμούθιος και ο Ηλίας, και οι από την Παλαιστίνην πεντήκοντα, όλοι αυτοί δια πυρός ετελείωσαν το μαρτύριον, και έλαβον τους στεφάνους παρά Κυρίου.
Οι δε από την Αίγυπτον καταγόμενοι εκατόν, πρότερον μεν ετυφλώθησαν. Εύγαλαν γαρ τα ομμάτιά των οι Έλληνες. Και απέκοψαν τας αγκύλας των αριστερών τους ποδών. Έπειτα παρέδωκαν αυτούς δια να δουλεύουσιν εις τα μέταλλα. Τελευταίον δε, τους απεκεφάλισαν. Και ούτως έλαβον παρά Κυρίου τους στεφάνους της αθλήσεως (6).
(5) Εν άλλοις δε γράφεται, Πυρός καταφρονούσιν εξ ευτολμίας.
(6) Σημειούμεν ενταύθα, ότι ο θείος Χρυσόστομος πλέκει εγκώμιον εις τους εξ Αιγύπτου Μάρτυρας λέγων· «Ευλογητός ο Θεός. Και εξ Αιγύπτου Μάρτυρες. Αιγύπτου της θεομάχου και μανικωτάτης. Και όθεν τα άθεα στόματα. Όθεν αι βλάσφημοι γλώσσαι (ο Άρειος δηλαδή και οι τα Αρείου φρονούντες), εξ Αιγύπτου μάρτυρες» και τα εξής. Φαίνονται δε να ήναι οι Μάρτυρες ούτοι. Καθότι και οι Μάρτυρες εκείνοι, τους οποίους εγκωμιάζει ο Χρυσόστομος, εν μετάλλοις κατεδικάσθησαν, αφ’ ου πρώτον διετμήθησαν και κατεκόπησαν τα σώματά των, παρομοίως με τους ενταύθα εορταζομένους εκατόν Μάρτυρας Αιγυπτίους. Ο λόγος δε ούτος του θείου Χρυσοστόμου ευρίσκεται εν τω πέμπτω τόμω της εν Ετόνη εκδόσεως, ου εν τω τέλει προσθέττει η καλή εκείνη και πάγχρυσος γλώσσα· «Εις τους Αγίους λοιπόν τούτους ορώντες, τους γενναίους και καρτερικούς αθλητάς, τους αντί φωστήρων δεδομένους ημίν, προς την τούτων καρτερίαν και την υπομονήν τον εαυτών διευθύνωμεν βίον. Ίνα ταις ευχαίς αυτών δυνηθώμεν μετά την εντεύθεν αποδημίαν, ιδείν τε αυτούς και ασπάσασθαι, και προς τας ουρανίους αυτών καταχθήναι σκηνάς».
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Χαραλάμπους, Παντολέοντος, και της συνοδίας αυτών· ων η σύναξις τελείται εν τω Μαρτυρίω αυτών, τω όντι εν τω Δευτέρω.
Χαίρων υπήρχε προς σφαγήν Χαραλάμπης,
Και Παντολέων προς μάχαιραν ην λέων.
*
Μνήμη των Αγίων Ιερομαρτύρων Ηρακλείδους και Μύρωνος, Επισκόπων Ταμάσου της Κύπρου.
Πυρά τεθέντες Ηρακλείδης και Μύρων,
Χριστώ προσηνέχθησαν ως οσμή μύρου.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΖ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καὶ καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Ἐλπίδος καὶ Ἀγάπης, καὶ τῆς μητρὸς αὐτῶν Σοφίας.
Εἰς τὴν Πίστιν, Ἐλπίδα καὶ Ἀγάπην.
Τῇ πρὸς σὲ πίστει Πίστις Ἐλπὶς Ἀγάπη,
Αἱ τρεῖς, Τριάς, κλίνουσιν αὐχένας ξίφει.
Εἰς τὴν Σοφίαν.
Εὐφραίνεται νῦν ὡς Δαβὶδ ψάλλων λέγει,
Μήτηρ κατ’ εὐχὰς ἡ Σοφία ἐν τέκνοις.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ Ἀγάπην τάμον Ἐλπίδα Πίστιν.
Αὗται ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Ἀδριανοῦ τοῦ βασιλέως, ἐν ἔτει σκβ΄ [222], ἀπὸ γένος περιφανὲς καὶ λαμπρὸν τῆς χώρας Ἰταλίας. Εὐσεβεῖς μὲν οὖσαι ἐκ προγόνων, πολιτευόμεναι δὲ θεοφιλῶς μὲ πίστιν καὶ ἐλπίδα καὶ ἀγάπην καὶ σοφίαν, καθὼς καὶ τὰ ὀνόματά των φανερόνουσιν. Αὗται λοιπὸν πηγαίνουσαι μίαν φορὰν εἰς τὴν Ῥώμην, ἐπειδὴ καὶ ἦτον φημισμέναι καὶ περιβόητοι διὰ τὴν λαμπρότητα τοῦ γένους, καὶ διὰ τὴν εἰς Χριστὸν εὐσέβειαν, ἐδιαβάλθησαν εἰς τὸν βασιλέα Ἀδριανόν. Καὶ εὐθὺς φέρονται ἔμπροσθέν του διὰ μέσου τῶν προτικτόρων. Ἰδὼν δὲ αὐτὰς ὁ βασιλεύς, ἐθαύμασεν. Ὅθεν χωρίσας τὴν μητέρα Σοφίαν ἀπὸ τὰς θυγατέρας της, ἐδιαλέχθη μὲ μόνην αὐτὴν περὶ πίστεως. Γνωρίσας δὲ αὐτὴν ἄφοβον, φέρει ἔμπροσθέν του καὶ τὰς τρεῖς ὁμοῦ θυγατέρας της. Καὶ ἄρχισε νὰ τὰς κολακεύῃ μὲ διαφόρους τρόπους. Ἐπειδὴ δὲ ἐγνώρισε, πῶς ἦτον ἀπὸ κάθε κολακείαν ἀνώτεραις, διὰ τοῦτο ἐδοκίμασε τὴν κάθε μίαν χωριστὰ χωριστά.
Ὅθεν παραστέκεται εἰς τὸν τύραννον ἡ Πίστις, ἡ πρώτη ἀπὸ τὰς ἄλλας. Ἥτις ἦτον δώδεκα χρόνων κατὰ τὴν ἡλικίαν. Καὶ ἐπειδὴ ἤλεγξε μὲ γενναιότητα τὰς κακοτεχνίας καὶ μηχανὰς τοῦ τυράννου, διὰ τοῦτο ἔγδυσαν αὐτὴν καὶ ἔδεσαν ὀπίσω τὰς χεῖράς της. Εἶτα τὴν ἔδειραν μὲ ῥαβδία βαρύτατα. Μετὰ ταῦτα ἔκοψαν τὰ βυζία της, καὶ ἀντὶ νὰ εὐγάλουν αἷμα, εὔγαλαν γάλα. Ὕστερον ἅπλωσαν αὐτὴν ἐπάνω εἰς μίαν σκάραν πυρακτωμένην. Καὶ ἐπειδὴ ἔμεινεν ἀβλαβὴς μὲ τὴν θείαν βοήθειαν, διὰ τοῦτο ἔβαλον αὐτὴν μέσα εἰς ἕνα τηγάνι ἀναμμένον καὶ γεμάτον ἀπὸ πίσσαν καὶ ἄσφαλτον (1). Φυλαχθεῖσα δὲ ἀβλαβὴς καὶ ἀπὸ τὴν βάσανον ταύτην, διὰ τοῦτο κατεδικάσθη νὰ θανατωθῇ μὲ τὸ ξίφος. Πηγαίνουσα δὲ εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, ἐπροπέμπετο ἀπὸ τὴν μητέρα της Σοφίαν, ἥτις ἐπαρακίνει αὐτὴν καὶ ἐπαραθάρρυνε νὰ δεχθῇ μετὰ χαρᾶς τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ θάνατον. Καὶ ἔτζι ἀποκεφαλισθεῖσα ἡ μακαρία, ἔλαβε τὸν στέφανον τῆς ἀθλήσεως.
Ἔπειτα παραστέκεται εἰς τὸν τύραννον ἡ Ἐλπίς, ἡ δευτέρα ἀδελφή, οὖσα χρόνων δέκα. Καὶ ἐπειδὴ ἔδειξε τὸν ἑαυτόν της στερεὸν καὶ ἀμετάθετον εἰς τὴν πίστιν, διὰ τοῦτο δέρνεται μὲ ῥαβδία καὶ αὕτη ὡς ἡ πρώτη. Εἶτα βάλλεται μέσα εἰς ἀναμμένον καμίνι, τὸ ὁποῖον εὐθὺς ἔδειξεν ἀνενέργητον μὲ τὴν θείαν δύναμιν. Ἔπειτα κρεμασθεῖσα ἐπάνω εἰς ξύλον ξέεται μὲ σιδηρᾶ ὀνύχια. Μετὰ τοῦτο βάλλεται μέσα εἰς ἀναμμένον καζάνι γεμάτον ἀπὸ πίσσαν καὶ ῥετζίνην. Καὶ αὐτὴ μέν, ἀβλαβὴς διαφυλάττεται. Πολλοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους ἐθανατώθησαν, μὲ τὸ νὰ ἐχύθη αἰφνιδίως ἔξω τοῦ καζανίου ἡ πίσσα καὶ ἡ ῥετζίνη. Τελευταῖον δὲ καὶ αὐτὴ ἀποκεφαλίζεται, καὶ λαμβάνει τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.
Ἔπειτα παραστέκεται εἰς τὸν τύραννον ἡ τρίτη ἀδελφὴ Ἀγάπη, ἐννέα χρόνων οὖσα κατὰ τὴν ἡλικίαν. Καὶ ἐπειδὴ μὲ φρονιμάδα μεγάλην ὡμολόγησε τὴν εὐσέβειαν, τὸν δὲ τύραννον ἐξέπληξεν ἐν ταυτῷ καὶ εἰς θυμὸν ἐκίνησε· διὰ τοῦτο κρεμᾶται ἐπάνω εἰς ξύλον, καὶ δέρνεται μὲ λωρία τόσον πολλά, ἕως ὁποῦ διεχωρίσθησαν αἱ ἁρμονίαι τοῦ σώματός της. Ὑγιὴς δὲ πάλιν γενομένη διὰ τῆς θείας χάριτος, βάλλεται μέσα εἰς καμίνι, τὸ ὁποῖον ἐκάη ἀπὸ διαφόρους ὕλας. Μὲ ἐπιστασίαν δὲ θείου Ἀγγέλου, τὴν μὲν Ἁγίαν διεφύλαξεν ἡ κάμινος ἀβλαβῆ, τοὺς δὲ παρεστῶτας καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν τύραννον, χυθεῖσα εἰς τὰ ἔξω ἡ φλόξ, ἅρπασε καὶ μισοκαημένους αὐτοὺς ἐποίησεν. Ὁ δὲ ἀφρονέστατος Ἀδριανός, καὶ μὅλον ὁποῦ ἦτον μισοκαημένος, πάλιν δὲν ἔπαυσεν ὁ ἀπανθρωπότατος. Ἀλλὰ ἐπρόσταξε νὰ διατρυπήσουν μὲ περόνην τὸ σῶμα τῆς μάρτυρος. Ἔπειτα ἀπεκεφάλισε καὶ αὐτήν, ὡς καὶ τὰς ἄλλας δύω της ἀδελφάς.
Ἡ δὲ μήτηρ αὐτῶν Σοφία, εὐφρανθεῖσα μεγάλως, διατὶ ἐγέννησε τοιαῦτα εὐλογημένα τέκνα, καὶ εὐχαριστήσασα ὑπὲρ τούτου τὸν Κύριον, ἐκήδευσε τὰ τῶν θυγατέρων της τίμια λείψανα, καὶ μεγαλοπρεπῶς αὐτὰ ἐνταφίασεν. Ἔπειτα μετὰ τρεῖς ἡμέρας, περιχυθεῖσα καὶ ἐναγκαλιζομένη τὸν τάφον τῶν θυγατέρων της, παρεκάλεσε τὸν Θεὸν διὰ νὰ ἀποθάνῃ καὶ αὐτή. Καὶ ἔτζι παρέδωκε τὴν μακαρίαν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ. Ὅθεν κοντὰ εἰς τὰς θυγατέρας ἐπροστέθη καὶ ἡ μήτηρ, τόσον κατὰ τὰς ψυχάς, ὅσον καὶ κατὰ τὰ σώματα. Κοντὰ γὰρ εἰς τοὺς τάφους τῶν θυγατέρων της ἐνταφιάσθη καὶ αὐτὴ ἡ ἀοίδιμος (2).
(1) Ἡ ἄσφαλτος εἶναι ὕλη ξηρὰ θρεπτικὴ τοῦ πυρός, ὁμοία μὲ τὴν πίσσαν, ἢ τὸ τεάφι. Ἄλλοι δὲ λέγουσιν, ὅτι εἶναι ἡ νάφθα. Ὅρα τὸν Βαρῖνον ἐν τῇ λέξει ἀσφαλτίτις.
(2) Σημείωσαι, ὅτι τὸ Μαρτύριον τούτων συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Μετὰ τὸ διαγγελθῆναι τὸ σωτήριον κήρυγμα». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀγαθόκλεια, πυρὶ τὸν τράχηλον φλεχθεῖσα, τελειοῦται.
Ἀγαθόκλεια πῦρ ἐπ’ αὐχένος φέρει,
Δεινῆς πλάνης φλέγουσα δεινὸν αὐχένα.
Αὕτη ἡ Ἁγία ἦτον δούλη (3) τινὸς Νικολάου Χριστιανοῦ. Ἐπειδὴ δὲ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἦτον ἄπιστος καὶ ἀσεβής, διὰ τοῦτο πολλὰς θλίψεις ἐπροξένει εἰς τὴν εὐλογημένην Ἀγαθόκλειαν ἐν διαστήματι χρόνων ὁλοκλήρων ὀκτώ, μὲ σκοπὸν διὰ νὰ φέρῃ αὐτὴν εἰς τὴν ἀσέβειαν. Ποτὲ μὲν γάρ, ἐκτύπα αὐτὴν εἰς τὸν λαιμὸν μὲ πέτρας σκληρὰς καὶ μεγάλας. Ποτὲ δέ, ἐβίαζεν αὐτὴν νὰ τρέχῃ μὲ γυμνὰ ποδάρια εἰς τόπους τραχεῖς καὶ δυσβάτους. Ἄλλοτε, ἐτζάκιζε τὰ πλευρά της μὲ σιδηροῦν σφυρί. Καὶ ἄλλοτε, ἔκαιε τὴν γλῶσσάν της. Ἐπειδὴ δὲ μὲ ὅλα αὐτὰ δὲν ἐδυνήθη νὰ τὴν καταπείσῃ, διὰ τοῦτο ἔβαλε φωτίαν ἐπάνω εἰς τὸν τράχηλόν της. Καὶ ἔτζι ἠνάγκασε τὴν μακαρίαν νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ νὰ ἀπέλθῃ εἰς τὰ Οὐράνια.
(3) Ἐν δὲ τοῖς Μηναίοις καὶ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ, γράφεται θυγάτηρ.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Μαξίμου, Θεοδότου, καὶ Ἀσκληπιοδότης.
Μιᾷ γυναικὶ καὶ νεανίσκοις δύω,
Πρὸς τὴν τομὴν ἦν καρδιῶν ζέσις μία.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι διὰ τὴν εἰς Χριστὸν ὁμολογίαν δαρθέντες παρὰ τῶν ἀπίστων, καὶ τὰ ἄκρα τοῦ σώματος αὐτῶν κοπέντες, ἐρρίφθησαν μέσα εἰς μίαν σκοτεινὴν φυλακήν. Καὶ τελευταῖον τὰς κεφαλὰς ἀπετμήθησαν, καὶ ἔλαβον ὁμοῦ τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.
*
Μνήμη τῆς Ἁγίας Λουκίας τῆς χήρας, καὶ Γεμινιανοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτῆς.
Εἰς τὴν Λουκίαν.
Εἰρηνικῶς σὴ Χριστὲ δούλη Λουκία,
Εἰρηνικὸν μετῆλθεν ὄντως εἰς τόπον.
Εἰς τὸν Γεμινιανόν.
Θάρσους ὁ Μάρτυς Γεμινιανὸς γέμων,
Τομὴν ὑπέστη καρτερῶς τὴν ἐκ ξίφους.
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Θεοδότη ἐν Νικαίᾳ ξίφει τελειοῦται.
Τὴν Θεοδότην πρὸς ξίφος τεθηγμένον,
Ποιεῖ πρόθυμον ἡ θεόσδοτος χάρις.
Ὅταν ὁ Σεβῆρος Ἀλέξανδρος ἐβασίλευεν εἰς τὴν παλαιὰν Ῥώμην ἐν ἔτει σκβ΄ [222], ἐστάλθη ἀπὸ αὐτὸν εἰς τὴν χώραν τῶν Καππαδοκῶν Σιμπλίκιος ὁ ἡγεμών, διὰ νὰ κινήσῃ διωγμὸν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Τότε λοιπὸν ἐδιαβάλθη εἰς αὐτὸν καὶ ἡ Ἁγία αὕτη Θεοδότη, ἥτις ἦτον πολλὰ πλουσία, καταγομένη ἀπὸ τοὺς τόπους τῆς Μαύρης Θαλάσσης. Παρεστάθη λοιπὸν ἡ μακαρία ἔμπροσθεν τοῦ Σιμπλικίου, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπείσθη νὰ ἀρνηθῇ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, διὰ τοῦτο κρεμᾶται εἰς τόπον ὑψηλόν, καὶ ξέεται κατὰ τὰς πλευρὰς εἰς πολλὰς ὥρας. Ἡ δὲ Ἁγία δὲν ἐφρόντιζε τελείως διὰ τοὺς πόνους, ἀλλὰ μᾶλλον ἐδόξαζε τὸν Θεόν, καὶ ἐφαίνετο, πῶς ἄλλος ἔπασχε, καὶ ὄχι αὐτή.
Ἔπειτα βάλλεται εἰς φυλακήν. Καὶ μετὰ ὀκτὼ ἡμέρας, βλέποντες οἱ φυλακάτορες πῶς ἀνοίχθησαν ἀπὸ λόγου των αἱ πόρται τῆς φυλακῆς, ἐξέστησαν. Ὅθεν τρέξαντες ἐφανέρωσαν τοῦτο εἰς τὸν Σιμπλίκιον. Ὁ δὲ Σιμπλίκιος δὲν ἐπίστευσεν εἰς αὐτούς. Τὴν δὲ ἐρχομένην ἡμέραν παρέστησε πάλιν ἔμπροσθέν του τὴν τοῦ Χριστοῦ μάρτυρα, καὶ καθὼς εἶδεν ὅτι ἦτον ὅλη ὑγιής, χωρὶς νὰ ἔχῃ κᾀνένα σημάδι πληγῆς εἰς τὸ σῶμά της, λέγει πρὸς αὐτήν. Ποία εἶσαι ἐσύ; Ἡ Ἁγία ἀπεκρίθη. Ἐσκοτίσθη ἡ διάνοιά σου ὦ ἡγεμών, καὶ δὲν βλέπεις. Διατὶ ἂν ὁ νοῦς σου ἦτον ξεσκοτισμένος, ἤθελες γνωρίσῃς ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἡ Θεοδότη.
Ταῦτα τὰ λόγια εὐθὺς ὁποῦ ἤκουσεν ὁ Σιμπλίκιος, προστάζει νὰ καύσουν ἕνα φοῦρνον, καὶ νὰ βάλουν τὴν Ἁγίαν μέσα εἰς αὐτόν. Τούτου δὲ γενομένου, καθὼς ἡ Ἁγία ἐμβῆκε μέσα εἰς τὸν φοῦρνον, εὐθὺς ἐχύθη ἡ φλόγα ἔξω ἀπὸ τὸν φοῦρνον, καὶ ἔκαυσεν ἕως ἑβδομήκοντα ἀνθρώπους. Ὅσοι δὲ ἄνθρωποι δὲν ἐκάησαν, αὐτοὶ κλείσαντες τὴν πόρταν τοῦ φούρνου, ἀνεχώρησαν. Κατὰ δὲ τὴν ἐρχομένην ἡμέραν, ἀπέστειλεν ὁ ἡγεμὼν δύω ἱερεῖς τῶν εἰδώλων καὶ μὲ ἄλλους τινάς, διὰ νὰ εὕρουν τὴν στάκτην τῆς μάρτυρος καὶ νὰ τὴν λιχνίσουν εἰς τὸν ἀέρα, ἵνα μὴ φανῇ, νομίζωντας ὁ ἄφρων, ὅτι ἡ Ἁγία κατεκάη ἀπὸ τὴν φωτίαν. Ὅταν λοιπὸν ἄνοιξαν τὸν φοῦρνον, ἐχύθη ἔξω ἡ φλόγα, καὶ οἱ μὲν ἱερεῖς, κατεκάησαν. Οἱ δὲ ἄλλοι, βλέποντες τὴν Ἁγίαν, πῶς ἐκάθητο ἀνάμεσα εἰς δύω νέους ἀσπροφόρους καὶ ἔψαλλεν, ἐξεπλάγησαν, καὶ ἀπὸ τὸν φόβον τους ἔγιναν ὡσὰν νεκροί. Τότε ἡ Ἁγία εὐγῆκεν ἀπὸ τὸν φοῦρνον ἀβλαβὴς χαίρουσα καὶ ψάλλουσα. Ἀλλὰ πάλιν μετὰ ταῦτα κλείεται ἡ μακαρία εἰς φυλακήν. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Σιμπλίκιος ἔμελλε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ Βυζάντιον, ἤτοι εἰς τὴν νῦν Κωνσταντινούπολιν, διὰ τοῦτο ἐπρόσταξε τὴν Ἁγίαν νὰ ἀκολουθῇ εἰς αὐτὸν δεδεμένη.
Ὅταν δὲ ὁ Σιμπλίκιος ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἄγκυραν καὶ ἐκάθησεν ἐπὶ τοῦ θρόνου, τότε ἔφερε τὴν Ἁγίαν ἔμπροσθέν του, καὶ λέγει εἰς αὐτήν. Ἀνίσως καὶ δὲν πεισθῇς νὰ θυσιάσῃς εἰς τοὺς θεούς, ἤξευρε, ὅτι ἐπάνω εἰς αὐτὴν τὴν πυρωμένην σκάραν (δείξας αὐτὴν μὲ τὸ χέρι του) χωρὶς εὐσπλαγχνίαν θέλω σὲ ἀφανίσω. Ἡ δὲ Ἁγία ἀπεκρίθη. Ἀνίσως ἔμβῃ καὶ ὁ ἀξιωματικὸς λιβελλήσιος μαζὶ μὲ ἐμένα εἰς τὴν φωτίαν, καὶ νικήσῃ αὐτήν, θέλω θυσιάσω καὶ ἐγὼ εἰς τοὺς θεούς σου. Τότε ὁ Σιμπλίκιος λέγει πρὸς Δωρόθεον τὸν λιβελλήσιον (οὕτω γὰρ ἐκεῖνος ὠνομάζετο). Κύριε Δωρόθεε λιβελλήσιε, ἔχωντας μαζί σου τὴν βοήθειαν τῶν θεῶν, ἔμβα εἰς τὸ πῦρ. Εὐθὺς λοιπὸν ὁποῦ ἐκεῖνος ἐμβῆκε μαζὶ μὲ τὴν Ἁγίαν εἰς τὸ πῦρ, κατεκάη ὑπὸ τοῦ πυρός, ἡ δὲ Ἁγία ἔμεινεν ἀβλαβής.
Ἀπορήσας λοιπὸν ὁ Σιμπλίκιος καὶ μὴ ἠξεύρωντας τί νὰ κάμῃ, προστάζει νὰ δέσουν πάλιν τὴν Ἁγίαν, καὶ νὰ τὴν βιάζουν, νὰ τρέχῃ ὀπίσω αὐτοῦ ἕως εἰς τὴν Βιθυνίαν. Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς τὴν Νίκαιαν, ἐπρόσταξε τὴν Ἁγίαν νὰ ἔμβῃ εἰς τὸν ναὸν τῶν εἰδώλων καὶ νὰ προσευχηθῇ. Ἡ δὲ Ἁγία ἐποίησε τοῦτο περιχαρῶς. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ὁποῦ ἐπροσευχήθη, ἔπεσαν τὰ εἴδωλα εἰς τὴν γῆν καὶ ἐσυντρίφθησαν. Ἐπειδὴ δὲ ἐξεπλάγησαν ὅλοι, ὅσοι ἐσυνάχθησαν ἐκεῖ καὶ εἶδον τὸ τοιοῦτον θαῦμα, διὰ τοῦτο θυμωθεὶς ὁ Σιμπλίκιος, ἐπρόσταξε νὰ ἐξαπλωθῇ ἡ Ἁγία εἰς τέσσαρα μέρη, καὶ νὰ πριονισθῇ. Ἀλλά, τὸ μὲν πριόνι, εὐθὺς ἠμβλύνθη, καὶ νὰ πριονίσῃ δὲν ἐδύνατο. Οἱ δὲ δήμιοι, ἀδυνάτησαν καὶ ἀπέκαμον. Τότε ὁ σκληροκάρδιος ἡγεμὼν ἀπορήσας διὰ ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια, καὶ σκοτισθεὶς τὴν διάνοιαν, ἐπρόσταξε νὰ ἀποκεφαλίσουν τὴν Ἁγίαν. Καὶ οὕτως ἡ γενναία μάρτυς τοῦ Χριστοῦ πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε, καὶ ἔλαβε τὸν στέφανον τῆς ἀθλήσεως.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Ἱερομαρτύρων Πηλέως καὶ Νείλου τῶν Ἐπισκόπων, πυρὶ τελειωθέντων.
Ἔπους ὁ Πηλεύς, ποῦ μέγας πρὸς Πηλέα,
Νείλῳ συνεισβαίνοντα καὶ πυρὸς μέσον; (4)
(4) Ἤτοι ὁ Πηλεὺς ὁ ὑπὸ τοῦ ἔπους τοῦ Ὁμήρου ἀναφερόμενος ἐν τῇ Ἰλιάδι (ὅστις ἦτον πατὴρ τοῦ ἀνδρειοτάτου Ἀχιλλέως). Ἐκεῖνος, λέγω, ὁ Πηλεύς, ποῦ φαίνεται μέγας πρὸς τὸν Πηλέα; Ἤτοι συγκρινόμενος μὲ τὸν Ἅγιον τοῦτον Ἐπίσκοπον Πηλέα; Ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιον Νεῖλον ἐμβῆκεν εἰς τὸ μέσον τῆς πυρκαϊᾶς; Ἤτοι οὐκ ἔστι μέγας ἐκεῖνος, ἀλλὰ οὗτος.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Πατερμουθίου τε καὶ Ἠλία τῶν ἐνδοξοτάτων, πυρὶ τελειωθέντων.
Πατερμούθιος ἐμπεσὼν τῇ καμίνῳ,
Πρὸς ζῆλον ἶσον ὀτρύνει τὸν Ἠλίαν.
*
Οἱ Ἅγιοι ἑκατὸν Μάρτυρες οἱ Αἰγύπτιοι ξίφει τελειοῦνται.
Δεκὰς δεκαπλῆ μαρτύρων Αἰγυπτίων,
Μιᾷ κεφαλὰς τέμνεται προθυμίᾳ.
*
Οἱ Ἅγιοι πεντήκοντα Μάρτυρες οἱ ἐκ Παλαιστίνης, πυρὶ τελειοῦνται.
Θεοφρονοῦντες ἄνδρες ἐξ εὐβουλίας,
Πυρὸς καταφρονοῦσιν ἅμα καὶ ξίφους (5).
Ὅταν ἐκινεῖτο ὁ κατὰ τῶν Χριστιανῶν διωγμὸς ὑπὸ τῶν ἀσεβῶν εἰδωλολατρῶν, τότε ἐπιάσθησαν οἱ ἀνωτέρω ῥηθέντες Ἅγιοι: ἤτοι, ἀπὸ μὲν τὴν Αἴγυπτον, ἐπιάσθησαν δύω Ἐπίσκοποι, Πηλεὺς καὶ Νεῖλος ὀνομαζόμενοι· καὶ δύω ἐνδοξότατοι ἄρχοντες, Πατερμούθιος καὶ Ἠλίας καλούμενοι· καὶ ἄλλοι μαζὶ μὲ αὐτοὺς ὄντες τὸν ἀριθμὸν ἑκατόν. Ἀπὸ δὲ τὴν Παλαιστίνην, ἐπιάσθησαν πεντήκοντα. Καὶ ὁ μὲν Ἅγιος Πηλεὺς καὶ ὁ Νεῖλος, ὁμοίως καὶ ὁ Πατερμούθιος καὶ ὁ Ἠλίας, καὶ οἱ ἀπὸ τὴν Παλαιστίνην πεντήκοντα, ὅλοι αὐτοὶ διὰ πυρὸς ἐτελείωσαν τὸ μαρτύριον, καὶ ἔλαβον τοὺς στεφάνους παρὰ Κυρίου.
Οἱ δὲ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καταγόμενοι ἑκατόν, πρότερον μὲν ἐτυφλώθησαν. Εὔγαλαν γὰρ τὰ ὀμμάτιά των οἱ Ἕλληνες. Καὶ ἀπέκοψαν τὰς ἀγκύλας τῶν ἀριστερῶν τους ποδῶν. Ἔπειτα παρέδωκαν αὐτοὺς διὰ νὰ δουλεύουσιν εἰς τὰ μέταλλα. Τελευταῖον δέ, τοὺς ἀπεκεφάλισαν. Καὶ οὕτως ἔλαβον παρὰ Κυρίου τοὺς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως (6).
(5) Ἐν ἄλλοις δὲ γράφεται, Πυρὸς καταφρονοῦσιν ἐξ εὐτολμίας.
(6) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι ὁ θεῖος Χρυσόστομος πλέκει ἐγκώμιον εἰς τοὺς ἐξ Αἰγύπτου Μάρτυρας λέγων· «Εὐλογητὸς ὁ Θεός. Καὶ ἐξ Αἰγύπτου Μάρτυρες. Αἰγύπτου τῆς θεομάχου καὶ μανικωτάτης. Καὶ ὅθεν τὰ ἄθεα στόματα. Ὅθεν αἱ βλάσφημοι γλῶσσαι (ὁ Ἄρειος δηλαδὴ καὶ οἱ τὰ Ἀρείου φρονοῦντες), ἐξ Αἰγύπτου μάρτυρες» καὶ τὰ ἑξῆς. Φαίνονται δὲ νὰ ᾖναι οἱ Μάρτυρες οὗτοι. Καθότι καὶ οἱ Μάρτυρες ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους ἐγκωμιάζει ὁ Χρυσόστομος, ἐν μετάλλοις κατεδικάσθησαν, ἀφ’ οὗ πρῶτον διετμήθησαν καὶ κατεκόπησαν τὰ σώματά των, παρομοίως μὲ τοὺς ἐνταῦθα ἑορταζομένους ἑκατὸν Μάρτυρας Αἰγυπτίους. Ὁ λόγος δὲ οὗτος τοῦ θείου Χρυσοστόμου εὑρίσκεται ἐν τῷ πέμπτῳ τόμῳ τῆς ἐν Ἐτόνῃ ἐκδόσεως, οὗ ἐν τῷ τέλει προσθέττει ἡ καλὴ ἐκείνη καὶ πάγχρυσος γλῶσσα· «Εἰς τοὺς Ἁγίους λοιπὸν τούτους ὁρῶντες, τοὺς γενναίους καὶ καρτερικοὺς ἀθλητάς, τοὺς ἀντὶ φωστήρων δεδομένους ἡμῖν, πρὸς τὴν τούτων καρτερίαν καὶ τὴν ὑπομονὴν τὸν ἑαυτῶν διευθύνωμεν βίον. Ἵνα ταῖς εὐχαῖς αὐτῶν δυνηθῶμεν μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀποδημίαν, ἰδεῖν τε αὐτοὺς καὶ ἀσπάσασθαι, καὶ πρὸς τὰς οὐρανίους αὐτῶν καταχθῆναι σκηνάς».
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Χαραλάμπους, Παντολέοντος, καὶ τῆς συνοδίας αὐτῶν· ὧν ἡ σύναξις τελεῖται ἐν τῷ Μαρτυρίῳ αὐτῶν, τῷ ὄντι ἐν τῷ Δευτέρῳ.
Χαίρων ὑπῆρχε πρὸς σφαγὴν Χαραλάμπης,
Καὶ Παντολέων πρὸς μάχαιραν ἦν λέων.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Ἱερομαρτύρων Ἡρακλείδους καὶ Μύρωνος, Ἐπισκόπων Ταμάσου τῆς Κύπρου.
Πυρᾷ τεθέντες Ἡρακλείδης καὶ Μύρων,
Χριστῷ προσηνέχθησαν ὡς ὀσμὴ μύρου.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *