Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου17 Ιουνίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΖ’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Μανουήλ, Σαβέλ, και Ισμαήλ.
Σαβέλ, Μανουήλ, Ισμαήλ, Πέρσαι γένος,
Το δ’ αξίωμα Μάρτυρες δια ξίφους.
Εβδομάτη δεκάτη κασιγνήτους τρεις τάμε χαλκός.
Ούτοι οι Άγιοι Μάρτυρες, εκατάγοντο μεν από την Περσίαν, ήτον δε αυτάδελφοι, έζων δε κατά τους χρόνους του παραβάτου Ιουλιανού εν έτει τξγ’ [363]. Αποσταλέντες δε από τον βασιλέα των Περσών Βαλάνον ονομαζόμενον, δια να κάμουν πρεσβείαν και μεσιτείαν περί ειρήνης, μεταξύ αυτού και του Ιουλιανού, και βλέποντες τον παραβάτην, πως εθυσίαζεν εις τα είδωλα πέραν εις την Χαλκηδόνα, και πως πολλοί υποτάσσοντο εις την πλάνην του, εθρήνουν και έκλαιον δια την εκείνων απώλειαν, επειδή αυτοί ήτον ευσεβείς, και ελάτρευον τω Χριστώ. Όθεν παρεκάλουν τον Κύριον να διαφυλαχθούν εις την αυτού πίστιν, και να μη συγκοινωνήσουν με την πλάνην των. Φανερωθέντες δε ότι είναι Χριστιανοί, εφέρθησαν εις τον Ιουλιανόν. Όθεν ομολογήσαντες τον Χριστόν, εδάρθησαν. Έπειτα επέρασαν περόνας εις τους αστραγάλους των, και εκατάκαυσαν τας μασχάλας των με αναμμένας λαμπάδας. Και ταύτας μεν τας τιμωρίας, έκαμαν και εις τους τρεις κοινώς. Ξεχωριστά δε εις τον Άγιον Μανουήλ, έδωκε συμβουλάς και υποσχέσεις πολλών αγαθών ο μιαρός Ιουλιανός, εάν αρνηθή τον Χριστόν. Επειδή όμως ο Άγιος δεν επείσθη εις αυτάς, ούτε ηθέλησε να προσφέρη θυσίαν εις τα είδωλα, δια τούτο εκάρφωσαν την κεφαλήν του και την ράχιν του με καρφία. Ύστερον ετείλιξαν αυτόν με καλάμια, και με αυτά τον έσφιγξαν. Έπειτα με άλλα οξέα καλάμια τον εκέντησαν. Μετά ταύτα δε εστάλθη ο Άγιος μαζί με τους δύω αδελφούς του τον Σαβέλ και Ισμαήλ, εις το τείχος το ευρισκόμενον προς το μέρος της Θράκης το λεγόμενον Κωνσταντίνου, εις τόπον κρημνώδη, και εκεί απεκεφαλίσθησαν και οι τρεις, και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους της αθλήσεως. Επειδή δε ο παραβάτης επρόσταξε να καύσουν τα σώματα των Αγίων, δια τούτο ευθύς εσχίσθη η γη και εδέχθη αυτά. Πολλοί δε Έλληνες βλέποντες το τοιούτον θαύμα, επίστευσαν εις τον Χριστόν.
Μετά ταύτα πολλοί ευλαβείς Χριστιανοί απεκαλύφθησαν εκ Θεού, πού ευρίσκονται τα σώματα των Αγίων, όθεν ενταφίασαν αυτά με μύρα και θυμιάματα. Ο δε παράνομος Ιουλιανός απελθών εις τον κατά Περσών πόλεμον, και γυρίζωντας από αυτόν, εκτυπήθη με πληγήν θεϊκήν και ουράνιον, και παρεπέμφθη εις το αιώνιον πυρ. Τελείται δε η Σύναξις και εορτή των τριών τούτων Μαρτύρων, εις τον αγιώτατον αυτών Ναόν, ο οποίος είναι κοντά εις τον Προφήτην Ηλίαν (1).
(1) Ο κατά πλάτος ελληνικός Βίος τούτων σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Οι μεν άλλοι διώκται και τύραννοι».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ισαύρου και των συν αυτώ, Βασιλείου, Ιννοκεντίου, Φίληκος, Ερμείου, και Περεγρίνου.
Τμηθείς Ίσαυρος συν συνάθλων πεντάδι,
Σαύρας νοητής καρδίαν τέμνει μέσον.
Ο Άγιος ούτος Ίσαυρος ο των μυστηρίων Διάκονος και οι συν αυτώ, Βασίλειος και Ιννοκέντιος, εκατάγοντο από τας Αθήνας κατά τους χρόνους του βασιλέως Νουμεριανού, εν έτει σπδ’ [284]. Αναχωρήσαντες δε από την πατρίδα των, επήγαν εις την Απολλωνίαν, (ίσως την εν τη Αλβανία περιεχομένην, ήτις κοινώς Πόλλινα ονομάζεται) και εκεί δι’ αποκαλύψεως θείου Αγγέλου, εμβαίνοντες μέσα εις ένα σπήλαιον, ευρήκαν τον Φίληκα και Περεγρίνον και Ερμείαν, τους όντας Χριστιανούς. Τούτους δε εδίδαξεν ο Άγιος Ίσαυρος, να μη αγαπούν τα παρόντα πρόσκαιρα πράγματα. Όθεν τρεφόμενοι παρά του Αγίου πνευματικώς, έτρεφον και αυτοί τούτον σωματικώς, φέροντες αυτώ τα προς ζωάρκειαν· δια τούτο εβεβαίωσαν με το έργον τους λόγους του. Επειδή γαρ αυτοί απεστράφησαν την συνομιλίαν και συναναστροφήν των συγγενών τους, διατί ήτον Έλληνες, τούτου χάριν εδιαβάλθησαν παρ’ εκείνων εις τον έπαρχον της Απολλωνίας, Τριπόντιον ονόματι. Όθεν πιάσας αυτούς ο έπαρχος, και μη δυνηθείς να χωρίση αυτούς από την πίστιν του Χριστού, επρόσταξε και τους απεκεφάλισαν, και ούτως έλαβον οι αοίδιμοι τους στεφάνους της αθλήσεως. Ο δε Άγιος Ίσαυρος ομού με τον Ιννοκέντιον, παρεδόθησαν εις τας χείρας του υιού του επάρχου, ονόματι Απολλωνίου, από τον οποίον ετιμωρήθησαν με φωτίαν και νερόν, και επειδή παραδόξως δεν εβλάβησαν από αυτά, δια τούτο ετράβιξαν πολλούς Έλληνας εις την πίστιν του Χριστού. Από τους οποίους πρώτοι ήσαν ο Ρούφος και ο Ρουφινιανός οι αυτάδελφοι, οίτινες ήτον και Συγκλητικοί της πόλεως Απολλωνίας. Τελευταίον δε απεκεφαλίσθησαν, και απήλθον νικηφόροι εις τα Ουράνια (2).
(2) Περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις, το Συναξάριον του Οσίου Βησσαρίωνος. Τούτο γαρ προεγράφη κατά την εικοστήν του Φευρουαρίου.
*
Μνήμη του Οσίου πατρός ημών Υπατίου του εν Ρουφινιαναίς, ή Ρουφιαναίς.
Κείται θαλάσσης Υπάτιος πλησίον,
Ος υπακούει συν Θεού φίλοις άνω.
Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους Ονωρίου και Αρκαδίου, εν έτει τϞε’ [395], εγεννήθη δε εις την Φρυγίαν, και παιδευόμενος από τον πατέρα του, εδάρθη από αυτόν. Όταν δε έγινε δεκαοκτώ χρόνων, έφυγεν από τους γονείς του και επέρασεν εις την Θράκην. Εκεί δε πηγαίνωντας εις ένα Κοινόβιον, έγινε Μοναχός, και από τας αρετάς του κατεστάθη εις όλους αιδέσιμος και σεβάσμιος, διότι κρασί ποτέ δεν έπιε. Και εις ένα καιρόν οπού επολεμήθη από τον δαίμονα της πορνείας, επέρασεν ολοκλήρους οκτώ ημέρας χωρίς να φάγη, ή να πίη ολότελα. Τούτο δε μαθών ο προεστώς του Μοναστηρίου, έδωκεν εις αυτόν ιδιοχείρως ένα ποτήριον κρασί και ένα ψωμί, δια να φάγη και να πίη ύστερα από το απόδειπνον, έμπροσθεν εις όλους τους αδελφούς. Ταύτα δε φαγών και πιών, ευθύς ελευθερώθη από τον πόλεμον, όθεν ευχαρίστησε τον Θεόν, και τον διδάσκαλον και ηγούμενόν του. Αφ’ ου δε επέρασαν αρκετοί χρόνοι, επήγεν εις μίαν πόλιν με την άδειαν και βουλήν του ηγουμένου, δια να βοηθήση εις ένα αδελφόν, όστις έπεσεν εις πειρασμόν. Εκεί λοιπόν ευρισκόμενος, εβοήθησε και τον σαρκικόν του πατέρα, και τον απέστειλεν εις τον οίκον του. Αυτός δε ενωθείς με δύω αδελφούς, και περάσας εις την Χαλκηδόνα, επήγεν εις το του Ρουφίνου Μοναστήριον, το οποίον τότε ήτον ακατοίκητον και ακαλλώπιστον, ή μάλλον ειπείν, ήτον άγριον και φοβερόν. Ούτος γαρ ο Ρουφίνος ελθών από την Ρώμην εις Χαλκηδόνα, έκτισε Μοναστήριον ένδοξον, και συναθροίσας εις αυτό Μοναχούς Αιγυπτίους, εδούλευε τον Θεόν. Αφ’ ου δε ο Ρουφίνος ετελεύτησε και ενταφιάσθη εις το αυτό Μοναστήριον, τότε οι Μοναχοί αναχώρησαν, και επήγεν ο καθ’ ένας εις την πατρίδα του. Όθεν έμεινε το Μοναστήριον τόσον έρημον, ώστε οπού εφύτρωσαν μέσα ακάνθια και τριβόλια, τα οποία έκαμαν το Μοναστήριον ακαλλές και άγριον. Αλλά και πονηρά δαιμόνια εμβήκαν εκεί μέσα και εκατοίκησαν, δια τούτο και έκαμαν αυτό εις όλους φοβερόν και άβατον.
Τούτο λοιπόν το Μοναστήριον έρημον ευρών ο Άγιος Υπάτιος, τα μεν δαιμόνια, οπού εκατοίκουν εις αυτό, απεδίωξε με την προσευχήν του, την δε αμορφίαν και ερημίαν του Μοναστηρίου, καθαρίσας μαζί με τους συν αυτώ αδελφούς, έφερεν αυτό εις το αρχαίον κάλλος και ωραιότητα. Όθεν εκάθησε μέσα εις αυτό μαζί με την συνοδίαν του. Και άλλος μεν από αυτους, εδούλευε πανία από γηδίσσας τρίχας, άλλος δε, έπλεκε σπυρίδας, ήτοι ζιμπύλια, και άλλος ειργάζετο τον κήπον. Ύστερον δε από μερικόν καιρόν, επέρασεν ο Άγιος εις την Θράκην, και επήγεν εις το παλαιόν Μοναστήρι του. Πηγαίνοντες δε εκεί οι Μοναχοί του εν Ρουφινιαναίς Μοναστηρίου, εζήτησαν ηγούμενόν τους τον Υπάτιον, και έτζι επήραν αυτόν. Από τότε λοιπόν και ύστερον, επειδή εμεταχειρίσθη ο Άγιος πολλούς αγώνας και άσκησιν, τούτου χάριν πολλοί μιμηθέντες αυτόν, επήγαν εκεί και έγιναν Μοναχοί. Όθεν εις ολίγον καιρόν έγιναν τριάντα Μοναχοί εις τον αριθμόν, και επρόκοπτον εις την αρετήν. Ο δε θείος Υπάτιος έλαβεν εκ Θεού το χάρισμα των ιαμάτων. Δια τούτο εθεράπευε τυφλούς, χωλούς, ξηρούς, υδρωπικούς, αλλά και γυναίκας πολλάς αιμορροούσας ιάτρευσε, και τας ατέκνους και στείρας, τεκνογόνους εποίησε, και τας μη εχούσας γάλα, γαλακτοτρόφους απέδειξε, και πολλούς δαιμονισμένους, των δαιμονίων ηλευθέρωσε. Πολλαίς φοραίς δε, και νερόν, και σιτάρι, και άλλα όσπρια, εν καιρώ χρείας και ανάγκης, δια προσευχής του ο Άγιος επλήθυνε, και κάθε άλλην ασθένειαν εδίωξε, τόσον από ανθρώπους, όσον και από ζώα άλογα. Η τροφή δε του Αγίου τούτου ήτον όσπρια και λάχανα και ολίγον ψωμί, τα οποία έτρωγε κατά την ενάτην ώραν. Εις καιρόν δε του γηρατείου του, έπινε και ολίγον κρασί. Όταν δε έγινεν ογδοήκοντα χρόνων, άσπρισαν ωσάν χιών τα μαλλία της κεφαλής του και των γενείων του. Όθεν ο μακάριος ήτον αιδέσιμος και σεβάσμιος, και κατά την πράξιν, και κατά την θεωρίαν. Ποιμάνας λοιπόν τεσσαράκοντα χρόνους το του Χριστού ποίμνιον, και την ιερωσύνην τιμήσας, και ογδοήκοντα μαθητάς αποθανόντας, αποστείλας πρότερον εις τον Κύριον, ύστερον και αυτός απήλθε προς αυτόν, ίνα λάβη τας αντιμισθίας των πόνων του.
*
Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Φιλονείδους, Επισκόπου του Κουρίου (3).
Ο Φιλονείδης θυσίαν το πριν φέρων,
Φέρει εαυτόν σωφροσύνης θυσίαν.
Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει τ’ [300], αποκλεισμένος εν τη νήσω Κύπρω μέσα εις φυλακήν δια την του Χριστού ομολογίαν, μαζί με τους Αγίους Αριστοκλήν, Δημητριανόν, και Αθανάσιον τον Αναγνώστην. Αφ’ ου δε εκείνοι οι μακάριοι ετελειώθησαν με το μαρτύριον (4), μετά ολίγας ημέρας εξέδωκε δόγμα ο μιαρός Διοκλητιανός, ίνα οι άσωτοι και ακόλαστοι Έλληνες βιάζουν τους Χριστιανούς, εις το να μολύνουν αυτούς με την φθοράν των σωμάτων τους. Τούτο δε το διαβολικόν δόγμα μαθών ο Άγιος Φιλονείδης, και μη θέλωντας να μολυνθή το σώμα του από τους ασεβείς, ανέβη επάνω εις ένα υψηλόν τόπον, και δέσας την κεφαλήν του, και το πρόσωπόν του σκεπάσας με το ρούχον του, έκλινε τα γόνατά του εις προσευχήν. Αφ’ ου δε επροσευχήθη εις πολλήν ώραν, έρριψε τον εαυτόν του κάτω όρθιον, προ του δε το σώμα να καταβή κάτω, εν τω μεταξύ παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν, επεριπάτουν δύω άνθρωποι προ πολλού διαστήματος της πόλεως. Εις τούτους λοιπόν εφάνη ο Άγιος ούτος Φιλονείδης τρέχωντας γυμνός έμπροσθέν τους, και φορών μεν στέφανον εις την κεφαλήν, αλειμμένος δε ων με μύρα ευώδη, όστις κρατών κλάδον βαΐων εις τας χείρας του, έλεγεν· Ευχαριστώ σοι, Χριστέ μου, ότι εν σοι νενίκηκα. Συ γαρ από την επίγειον πόρταν, με ανεβίβασες εις την πόρταν των Ουρανών. Όταν δε οι περιπατούντες εκείνοι άνθρωποι έφθασαν κοντά εις την πόλιν, τότε έγινεν άφαντος από αυτούς ο Άγιος. Όθεν ελθόντες εις τον τόπον εκείνον, οπού έπεσε το σώμα του Μάρτυρος, εγνώρισαν, πως αυτό ήτον εκείνου του ιδίου, όπου εφάνη αυτοίς εις τον δρόμον. Μετά ταύτα επήραν οι Έλληνες το λείψανον, και βαλόντες αυτό μέσα εις ένα σάκκον, το εβύθισαν εις την θάλασσαν, αλλ’ η θάλασσα παρευθύς εταράχθη, και το έρριψεν έξω. Ύστερον δε ευρόντες το τίμιον λείψανον μερικοί Χριστιανοί, ενταφίασαν αυτό. Σημείωσαι, ότι ο τότε Επίσκοπος, Αρίστων ονομαζόμενος, επιάσθη μεν από τους Έλληνας, ύστερον δε ελευθερωθείς από αυτούς, δεν ηξεύρω με ποίον τρόπον, συνέγραψε το Μαρτύριον τούτο και Συναξάριον του Αγίου.
(3) Κούριον ήτον πόλις της Κύπρου κειμένη κατά την μεσημβρινήν, ήτοι την προς νότον αυτής πλευράν, ως λέγει ο Μελέτιος.
(4) Ούτοι εορτάζονται κατά την εικοστήν τρίτην του παρόντος Ιουνίου.
*
Ο Όσιος Ιωσήφ ο αναχωρητής, ψάλλων τελειούται (5).
Θείος συ κύκνος Ιωσήφ εν τω τέλει,
Θνήσκων μετ’ ωδής, ως κύκνους θνήσκειν λόγος.
(5) Περί του Οσίου τούτου Ιωσήφ γράφει ο Ευεργετινός εν σελ. 697, ότι ήτον ανώτερος από κάθε ανθρωπαρέσκειαν και κενοδοξίαν. Επήγε γάρ φησι, μίαν φοράν εις αυτόν ο Ιερεύς Ευλόγιος, όστις έτρωγεν εις δύω ημέρας μίαν φοράν. Πολλαίς φοραίς δε, έτρωγε και μίαν φοράν την εβδομάδα. Επήγε δε, ελπίζωντας, ότι θέλει εύρη περισσοτέραν σκληραγωγίαν εις αυτόν. Ο δε Ιωσήφ δεχθείς αυτόν μετά χαράς, επρόσταξε τον μαθητήν του και ητοίμασε κάποιαν παρηγορίαν φαγητού. Όταν δε εκάθισαν να φάγουν, είπον οι μαθηταί του Ευλογίου, ο Ιερεύς δεν τρώγει άλλο τι, ει μη ψωμί και άλας. Ο δε Αββάς Ιωσήφ σιωπώντας, έτρωγεν. Έμεινε δε ο Ευλόγιος εκεί τρεις ημέρας, και δεν ήκουσε να ψάλη ή να προσευχηθή ο Ιωσήφ, ή κανένας από τους μαθητάς του, (κρυπτή γαρ και νοερά ήτον η εργασία και προσευχή των). Όθεν ανεχώρησεν ο Ευλόγιος με τους μαθητάς του, χωρίς να ωφεληθή.
Επειδή δε έγινε σκότος κατ’ οικονομίαν Θεού, πλανηθέντες εις τον δρόμον, εγύρισαν πάλιν εις τον Όσιον Ιωσήφ. Προ του δε ακόμη να κτυπήσουν την πόρταν, ήκουσαν έξωθεν οπού έψαλλεν ο Ιωσήφ με τους μαθητάς του. Ευθύς λοιπόν οπού εκτύπησαν την θύραν, ήκουσεν ο Ιωσήφ, και παρευθύς έπαυσε την ψαλμωδίαν. Διψήσαντος δε του Ευλογίου από το καύμα, έδωκεν αυτώ εις μαθητής του Ιωσήφ νερόν, μεμιγμένον με νερόν της θαλάσσης και του ποταμού. Όθεν ακολούθως ήτον τόσον πικρόν, οπού ο Ευλόγιος δεν εδυνήθη να το πίη. Τότε επρόσπεσεν εις τον Γέροντα Ιωσήφ, και ερώτησεν αυτόν, λέγων. Διατί, ω Αββά, όταν μεν είμεθα μαζί σας, δεν εψάλλετε, αφ’ ου δε εφύγαμεν ημείς, τότε εψάλλετε; και διατί, τότε μεν έμπροσθέν μας επίνετε κρασί, τώρα δε έπιον το νερόν σας, και είναι αλμυρόν και άποτον;
Εις ταύτα ο Ιωσήφ απεκρίθη. Εκείνο μεν το ολίγον κρασί, το επίομεν δια την αγάπην και αντάμωσίν σου. Τούτο δε το νερόν, είναι το συνειθισμένον, οπού πίνουν οι αδελφοί πάντοτε. Ομοίως απεκρίθη και δια την ψαλμωδίαν, ότι κατ’ οικονομίαν την έκρυψαν, δια να μη φανούν ως ανθρωπάρεσκοι. Όθεν με τα λόγια ταύτα, έκοψεν από τον Ευλόγιον όλα τα ανθρώπινα, και τον εκατάπεισε να εργάζεται εν τω κρυπτώ, και όχι εν ανθρωπαρεσκεία. Ο δε Ευλόγιος μεγάλως ωφεληθείς, είπεν εις τον Ιωσήφ· «Όντως η εργασία σας, εν αληθεία εστίν». Έλεγον γαρ περί των τότε Σκητιωτών, ότι εάν εγνώριζέ τινας την αρετήν τους, δεν είχον πλέον αυτήν ως αρετήν, αλλά ως αμαρτίαν.
*
Ο Όσιος Πίωρ εν ειρήνη τελειούται (6).
Ψυχήν Πίωρ πίειραν αρεταίς έχων,
Πίων απήλθε ψυχικού λίπους γέμων.
(6) Τον Βίον τούτου του Οσίου Πίωρ όρα εις το Λαυσαϊκόν, όπου θέλεις εύρης, ότι ούτος είχεν αδελφήν κατά σάρκα, η οποία ηθέλησεν επιπόνως να τον ιδή. Όθεν δια μεσιτείας, τόσον του Αρχιεπισκόπου του τόπου εκείνου, όσον και των Πατέρων της Σκήτεως, παρεκινήθη ο Όσιος, και επήγεν εις την αδελφήν του. Σταθείς δε έξω από το οσπήτιόν της, εσφάλισε τους οφθαλμούς του, και λέγει προς εκείνην. Εγώ είμαι ο αδελφός σου ο Πίωρ, λοιπόν ιδές με, όσον θέλεις. Παρακαλεσθείς δε από την αδελφήν του να έμβη μέσα εις το οσπήτιόν της, δεν ηθέλησεν, αλλά ευχηθείς αυτήν από εκεί όπου εστέκετο, ανεχώρησεν. Ήτον δε ο Πίωρ ούτος Αιγύπτιος, και όταν ήτον νέος κατά την ηλικίαν, απετάξατο τω κόσμω και ευγήκεν από τον οίκον του πατρός του, δους λόγον και υπόσχεσιν εις τον Θεόν, να μη ιδή πλέον κανένα συγγενή του.
Περί του Πίωρ τούτου γράφεται εις τον Παράδεισον των Πατέρων, ότι έγινε μίαν φοράν Σύναξις εις την Σκήτιν, δια να κρίνουν οι Πατέρες ένα αδελφόν, οπού έσφαλε. Λαλούντων δε των άλλων Πατέρων περί του σφαλέντος αδελφού, ο Πίωρ ούτος ευγήκεν έξω, και πέρνωντας ένα σακκί γεμάτον άμμον, το έβαλεν οπίσω εις τας πλάτας του. Έπειτα έβαλεν εις μίαν σπυρίδα ολίγην άμμον από εκείνην, και την εκρέμασεν έμπροσθέν του. Ερωτηθείς δε από τους Πατέρας, τι είναι αυτό οπού έκαμεν; απεκρίθη. Το σακκί οπού έχει την πολλήν άμμον, είναι η εδικαίς μου αμαρτίαις, τας οποίας έχω οπίσω μου, και δεν βλέπω ταύτας να κλαίω δι’ αυτάς. Η δε ολίγη άμμος, οπού κρέμεται έμπροσθέν μου με την σπυρίδα, αυταί είναι αι ολίγαι αμαρτίαι του αδελφού, τας οποίας έχωντας έμπροσθέν μου, κατακρίνω τον αδελφόν. Πλην δεν έπρεπεν έτζι να κάμνω, αλλά έπρεπεν εκ του εναντίου τα εδικά μου σφάλματα να έχω έμπροσθέν μου, και να παρακαλώ τον Θεόν δια να μοι τα συγχωρήση. Ταύτα ακούσαντες οι Πατέρες, εσηκώθησαν και ανεχώρησαν, λέγοντες τον λόγον τούτον· Όντως αύτη είναι η στράτα της σωτηρίας.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΖ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Μανουήλ, Σαβέλ, καὶ Ἰσμαήλ.
Σαβέλ, Μανουήλ, Ἰσμαήλ, Πέρσαι γένος,
Τὸ δ’ ἀξίωμα Μάρτυρες διὰ ξίφους.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ κασιγνήτους τρεῖς τάμε χαλκός.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες, ἐκατάγοντο μὲν ἀπὸ τὴν Περσίαν, ἦτον δὲ αὐτάδελφοι, ἔζων δὲ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ παραβάτου Ἰουλιανοῦ ἐν ἔτει τξγ΄ [363]. Ἀποσταλέντες δὲ ἀπὸ τὸν βασιλέα τῶν Περσῶν Βαλάνον ὀνομαζόμενον, διὰ νὰ κάμουν πρεσβείαν καὶ μεσιτείαν περὶ εἰρήνης, μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Ἰουλιανοῦ, καὶ βλέποντες τὸν παραβάτην, πῶς ἐθυσίαζεν εἰς τὰ εἴδωλα πέραν εἰς τὴν Χαλκηδόνα, καὶ πῶς πολλοὶ ὑποτάσσοντο εἰς τὴν πλάνην του, ἐθρήνουν καὶ ἔκλαιον διὰ τὴν ἐκείνων ἀπώλειαν, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἦτον εὐσεβεῖς, καὶ ἐλάτρευον τῷ Χριστῷ. Ὅθεν παρεκάλουν τὸν Κύριον νὰ διαφυλαχθοῦν εἰς τὴν αὐτοῦ πίστιν, καὶ νὰ μὴ συγκοινωνήσουν μὲ τὴν πλάνην των. Φανερωθέντες δὲ ὅτι εἶναι Χριστιανοί, ἐφέρθησαν εἰς τὸν Ἰουλιανόν. Ὅθεν ὁμολογήσαντες τὸν Χριστόν, ἐδάρθησαν. Ἔπειτα ἐπέρασαν περόνας εἰς τοὺς ἀστραγάλους των, καὶ ἐκατάκαυσαν τὰς μασχάλας των μὲ ἀναμμένας λαμπάδας. Καὶ ταύτας μὲν τὰς τιμωρίας, ἔκαμαν καὶ εἰς τοὺς τρεῖς κοινῶς. Ξεχωριστὰ δὲ εἰς τὸν Ἅγιον Μανουήλ, ἔδωκε συμβουλὰς καὶ ὑποσχέσεις πολλῶν ἀγαθῶν ὁ μιαρὸς Ἰουλιανός, ἐὰν ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἅγιος δὲν ἐπείσθη εἰς αὐτάς, οὔτε ἠθέλησε νὰ προσφέρῃ θυσίαν εἰς τὰ εἴδωλα, διὰ τοῦτο ἐκάρφωσαν τὴν κεφαλήν του καὶ τὴν ῥάχιν του μὲ καρφία. Ὕστερον ἐτείλιξαν αὐτὸν μὲ καλάμια, καὶ μὲ αὐτὰ τὸν ἔσφιγξαν. Ἔπειτα μὲ ἄλλα ὀξέα καλάμια τὸν ἐκέντησαν. Μετὰ ταῦτα δὲ ἐστάλθη ὁ Ἅγιος μαζὶ μὲ τοὺς δύω ἀδελφούς του τὸν Σαβὲλ καὶ Ἰσμαήλ, εἰς τὸ τεῖχος τὸ εὑρισκόμενον πρὸς τὸ μέρος τῆς Θρᾴκης τὸ λεγόμενον Κωνσταντίνου, εἰς τόπον κρημνώδη, καὶ ἐκεῖ ἀπεκεφαλίσθησαν καὶ οἱ τρεῖς, καὶ οὕτως ἔλαβον οἱ μακάριοι τοὺς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως. Ἐπειδὴ δὲ ὁ παραβάτης ἐπρόσταξε νὰ καύσουν τὰ σώματα τῶν Ἁγίων, διὰ τοῦτο εὐθὺς ἐσχίσθη ἡ γῆ καὶ ἐδέχθη αὐτά. Πολλοὶ δὲ Ἕλληνες βλέποντες τὸ τοιοῦτον θαῦμα, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν.
Μετὰ ταῦτα πολλοὶ εὐλαβεῖς Χριστιανοὶ ἀπεκαλύφθησαν ἐκ Θεοῦ, ποῦ εὑρίσκονται τὰ σώματα τῶν Ἁγίων, ὅθεν ἐνταφίασαν αὐτὰ μὲ μῦρα καὶ θυμιάματα. Ὁ δὲ παράνομος Ἰουλιανὸς ἀπελθὼν εἰς τὸν κατὰ Περσῶν πόλεμον, καὶ γυρίζωντας ἀπὸ αὐτόν, ἐκτυπήθη μὲ πληγὴν θεϊκὴν καὶ οὐράνιον, καὶ παρεπέμφθη εἰς τὸ αἰώνιον πῦρ. Τελεῖται δὲ ἡ Σύναξις καὶ ἑορτὴ τῶν τριῶν τούτων Μαρτύρων, εἰς τὸν ἁγιώτατον αὐτῶν Ναόν, ὁ ὁποῖος εἶναι κοντὰ εἰς τὸν Προφήτην Ἠλίαν (1).
(1) Ὁ κατὰ πλάτος ἑλληνικὸς Βίος τούτων σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Οἱ μὲν ἄλλοι διῶκται καὶ τύραννοι».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἰσαύρου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, Βασιλείου, Ἰννοκεντίου, Φίληκος, Ἑρμείου, καὶ Περεγρίνου.
Τμηθεὶς Ἴσαυρος σὺν συνάθλων πεντάδι,
Σαύρας νοητῆς καρδίαν τέμνει μέσον.
Ὁ Ἅγιος οὗτος Ἴσαυρος ὁ τῶν μυστηρίων Διάκονος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ, Βασίλειος καὶ Ἰννοκέντιος, ἐκατάγοντο ἀπὸ τὰς Ἀθήνας κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Νουμεριανοῦ, ἐν ἔτει σπδ΄ [284]. Ἀναχωρήσαντες δὲ ἀπὸ τὴν πατρίδα των, ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἀπολλωνίαν, (ἴσως τὴν ἐν τῇ Ἀλβανίᾳ περιεχομένην, ἥτις κοινῶς Πόλλινα ὀνομάζεται) καὶ ἐκεῖ δι’ ἀποκαλύψεως θείου Ἀγγέλου, ἐμβαίνοντες μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον, εὑρῆκαν τὸν Φίληκα καὶ Περεγρῖνον καὶ Ἑρμείαν, τοὺς ὄντας Χριστιανούς. Τούτους δὲ ἐδίδαξεν ὁ Ἅγιος Ἴσαυρος, νὰ μὴ ἀγαποῦν τὰ παρόντα πρόσκαιρα πράγματα. Ὅθεν τρεφόμενοι παρὰ τοῦ Ἁγίου πνευματικῶς, ἔτρεφον καὶ αὐτοὶ τοῦτον σωματικῶς, φέροντες αὐτῷ τὰ πρὸς ζωάρκειαν· διὰ τοῦτο ἐβεβαίωσαν μὲ τὸ ἔργον τοὺς λόγους του. Ἐπειδὴ γὰρ αὐτοὶ ἀπεστράφησαν τὴν συνομιλίαν καὶ συναναστροφὴν τῶν συγγενῶν τους, διατὶ ἦτον Ἕλληνες, τούτου χάριν ἐδιαβάλθησαν παρ’ ἐκείνων εἰς τὸν ἔπαρχον τῆς Ἀπολλωνίας, Τριπόντιον ὀνόματι. Ὅθεν πιάσας αὐτοὺς ὁ ἔπαρχος, καὶ μὴ δυνηθεὶς νὰ χωρίσῃ αὐτοὺς ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἐπρόσταξε καὶ τοὺς ἀπεκεφάλισαν, καὶ οὕτως ἔλαβον οἱ ἀοίδιμοι τοὺς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως. Ὁ δὲ Ἅγιος Ἴσαυρος ὁμοῦ μὲ τὸν Ἰννοκέντιον, παρεδόθησαν εἰς τὰς χεῖρας τοῦ υἱοῦ τοῦ ἐπάρχου, ὀνόματι Ἀπολλωνίου, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐτιμωρήθησαν μὲ φωτίαν καὶ νερόν, καὶ ἐπειδὴ παραδόξως δὲν ἐβλάβησαν ἀπὸ αὐτά, διὰ τοῦτο ἐτράβιξαν πολλοὺς Ἕλληνας εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τοὺς ὁποίους πρῶτοι ἦσαν ὁ Ῥοῦφος καὶ ὁ Ῥουφινιανὸς οἱ αὐτάδελφοι, οἵτινες ἦτον καὶ Συγκλητικοὶ τῆς πόλεως Ἀπολλωνίας. Τελευταῖον δὲ ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ ἀπῆλθον νικηφόροι εἰς τὰ Οὐράνια (2).
(2) Περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις, τὸ Συναξάριον τοῦ Ὁσίου Βησσαρίωνος. Τοῦτο γὰρ προεγράφη κατὰ τὴν εἰκοστὴν τοῦ Φευρουαρίου.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ὑπατίου τοῦ ἐν Ῥουφινιαναῖς, ἢ Ῥουφιαναῖς.
Κεῖται θαλάσσης Ὑπάτιος πλησίον,
Ὃς ὑπακούει σὺν Θεοῦ φίλοις ἄνω.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Ὀνωρίου καὶ Ἀρκαδίου, ἐν ἔτει τϞε΄ [395], ἐγεννήθη δὲ εἰς τὴν Φρυγίαν, καὶ παιδευόμενος ἀπὸ τὸν πατέρα του, ἐδάρθη ἀπὸ αὐτόν. Ὅταν δὲ ἔγινε δεκαοκτὼ χρόνων, ἔφυγεν ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ ἐπέρασεν εἰς τὴν Θρᾴκην. Ἐκεῖ δὲ πηγαίνωντας εἰς ἕνα Κοινόβιον, ἔγινε Μοναχός, καὶ ἀπὸ τὰς ἀρετάς του κατεστάθη εἰς ὅλους αἰδέσιμος καὶ σεβάσμιος, διότι κρασὶ ποτὲ δὲν ἔπιε. Καὶ εἰς ἕνα καιρὸν ὁποῦ ἐπολεμήθη ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας, ἐπέρασεν ὁλοκλήρους ὀκτὼ ἡμέρας χωρὶς νὰ φάγῃ, ἢ νὰ πίῃ ὁλότελα. Τοῦτο δὲ μαθὼν ὁ προεστὼς τοῦ Μοναστηρίου, ἔδωκεν εἰς αὐτὸν ἰδιοχείρως ἕνα ποτήριον κρασὶ καὶ ἕνα ψωμί, διὰ νὰ φάγῃ καὶ νὰ πίῃ ὕστερα ἀπὸ τὸ ἀπόδειπνον, ἔμπροσθεν εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφούς. Ταῦτα δὲ φαγὼν καὶ πιών, εὐθὺς ἐλευθερώθη ἀπὸ τὸν πόλεμον, ὅθεν εὐχαρίστησε τὸν Θεόν, καὶ τὸν διδάσκαλον καὶ ἡγούμενόν του. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν ἀρκετοὶ χρόνοι, ἐπῆγεν εἰς μίαν πόλιν μὲ τὴν ἄδειαν καὶ βουλὴν τοῦ ἡγουμένου, διὰ νὰ βοηθήσῃ εἰς ἕνα ἀδελφόν, ὅστις ἔπεσεν εἰς πειρασμόν. Ἐκεῖ λοιπὸν εὑρισκόμενος, ἐβοήθησε καὶ τὸν σαρκικόν του πατέρα, καὶ τὸν ἀπέστειλεν εἰς τὸν οἶκόν του. Αὐτὸς δὲ ἑνωθεὶς μὲ δύω ἀδελφούς, καὶ περάσας εἰς τὴν Χαλκηδόνα, ἐπῆγεν εἰς τὸ τοῦ Ῥουφίνου Μοναστήριον, τὸ ὁποῖον τότε ἦτον ἀκατοίκητον καὶ ἀκαλλώπιστον, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν, ἦτον ἄγριον καὶ φοβερόν. Οὗτος γὰρ ὁ Ῥουφῖνος ἐλθὼν ἀπὸ τὴν Ῥώμην εἰς Χαλκηδόνα, ἔκτισε Μοναστήριον ἔνδοξον, καὶ συναθροίσας εἰς αὐτὸ Μοναχοὺς Αἰγυπτίους, ἐδούλευε τὸν Θεόν. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ Ῥουφῖνος ἐτελεύτησε καὶ ἐνταφιάσθη εἰς τὸ αὐτὸ Μοναστήριον, τότε οἱ Μοναχοὶ ἀναχώρησαν, καὶ ἐπῆγεν ὁ καθ’ ἕνας εἰς τὴν πατρίδα του. Ὅθεν ἔμεινε τὸ Μοναστήριον τόσον ἔρημον, ὥστε ὁποῦ ἐφύτρωσαν μέσα ἀκάνθια καὶ τριβόλια, τὰ ὁποῖα ἔκαμαν τὸ Μοναστήριον ἀκαλλὲς καὶ ἄγριον. Ἀλλὰ καὶ πονηρὰ δαιμόνια ἐμβῆκαν ἐκεῖ μέσα καὶ ἐκατοίκησαν, διὰ τοῦτο καὶ ἔκαμαν αὐτὸ εἰς ὅλους φοβερὸν καὶ ἄβατον.
Τοῦτο λοιπὸν τὸ Μοναστήριον ἔρημον εὑρὼν ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος, τὰ μὲν δαιμόνια, ὁποῦ ἐκατοίκουν εἰς αὐτό, ἀπεδίωξε μὲ τὴν προσευχήν του, τὴν δὲ ἀμορφίαν καὶ ἐρημίαν τοῦ Μοναστηρίου, καθαρίσας μαζὶ μὲ τοὺς σὺν αὐτῷ ἀδελφούς, ἔφερεν αὐτὸ εἰς τὸ ἀρχαῖον κάλλος καὶ ὡραιότητα. Ὅθεν ἐκάθησε μέσα εἰς αὐτὸ μαζὶ μὲ τὴν συνοδίαν του. Καὶ ἄλλος μὲν ἀπὸ αὐτους, ἐδούλευε πανία ἀπὸ γηδίσσας τρίχας, ἄλλος δέ, ἔπλεκε σπυρίδας, ἤτοι ζιμπύλια, καὶ ἄλλος εἰργάζετο τὸν κῆπον. Ὕστερον δὲ ἀπὸ μερικὸν καιρόν, ἐπέρασεν ὁ Ἅγιος εἰς τὴν Θρᾴκην, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ παλαιὸν Μοναστῆρί του. Πηγαίνοντες δὲ ἐκεῖ οἱ Μοναχοὶ τοῦ ἐν Ῥουφινιαναῖς Μοναστηρίου, ἐζήτησαν ἡγούμενόν τους τὸν Ὑπάτιον, καὶ ἔτζι ἐπῆραν αὐτόν. Ἀπὸ τότε λοιπὸν καὶ ὕστερον, ἐπειδὴ ἐμεταχειρίσθη ὁ Ἅγιος πολλοὺς ἀγῶνας καὶ ἄσκησιν, τούτου χάριν πολλοὶ μιμηθέντες αὐτόν, ἐπῆγαν ἐκεῖ καὶ ἔγιναν Μοναχοί. Ὅθεν εἰς ὀλίγον καιρὸν ἔγιναν τριάντα Μοναχοὶ εἰς τὸν ἀριθμόν, καὶ ἐπρόκοπτον εἰς τὴν ἀρετήν. Ὁ δὲ θεῖος Ὑπάτιος ἔλαβεν ἐκ Θεοῦ τὸ χάρισμα τῶν ἰαμάτων. Διὰ τοῦτο ἐθεράπευε τυφλούς, χωλούς, ξηρούς, ὑδρωπικούς, ἀλλὰ καὶ γυναῖκας πολλὰς αἱμορροούσας ἰάτρευσε, καὶ τὰς ἀτέκνους καὶ στείρας, τεκνογόνους ἐποίησε, καὶ τὰς μὴ ἐχούσας γάλα, γαλακτοτρόφους ἀπέδειξε, καὶ πολλοὺς δαιμονισμένους, τῶν δαιμονίων ἠλευθέρωσε. Πολλαῖς φοραῖς δέ, καὶ νερόν, καὶ σιτάρι, καὶ ἄλλα ὄσπρια, ἐν καιρῷ χρείας καὶ ἀνάγκης, διὰ προσευχῆς του ὁ Ἅγιος ἐπλήθυνε, καὶ κάθε ἄλλην ἀσθένειαν ἐδίωξε, τόσον ἀπὸ ἀνθρώπους, ὅσον καὶ ἀπὸ ζῶα ἄλογα. Ἡ τροφὴ δὲ τοῦ Ἁγίου τούτου ἦτον ὄσπρια καὶ λάχανα καὶ ὀλίγον ψωμί, τὰ ὁποῖα ἔτρωγε κατὰ τὴν ἐνάτην ὥραν. Εἰς καιρὸν δὲ τοῦ γηρατείου του, ἔπινε καὶ ὀλίγον κρασί. Ὅταν δὲ ἔγινεν ὀγδοήκοντα χρόνων, ἄσπρισαν ὡσὰν χιὼν τὰ μαλλία τῆς κεφαλῆς του καὶ τῶν γενείων του. Ὅθεν ὁ μακάριος ἦτον αἰδέσιμος καὶ σεβάσμιος, καὶ κατὰ τὴν πρᾶξιν, καὶ κατὰ τὴν θεωρίαν. Ποιμάνας λοιπὸν τεσσαράκοντα χρόνους τὸ τοῦ Χριστοῦ ποίμνιον, καὶ τὴν ἱερωσύνην τιμήσας, καὶ ὀγδοήκοντα μαθητὰς ἀποθανόντας, ἀποστείλας πρότερον εἰς τὸν Κύριον, ὕστερον καὶ αὐτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτόν, ἵνα λάβῃ τὰς ἀντιμισθίας τῶν πόνων του.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Φιλονείδους, Ἐπισκόπου τοῦ Κουρίου (3).
Ὁ Φιλονείδης θυσίαν τὸ πρὶν φέρων,
Φέρει ἑαυτὸν σωφροσύνης θυσίαν.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, ἐν ἔτει τ΄ [300], ἀποκλεισμένος ἐν τῇ νήσῳ Κύπρῳ μέσα εἰς φυλακὴν διὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ ὁμολογίαν, μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀριστοκλῆν, Δημητριανόν, καὶ Ἀθανάσιον τὸν Ἀναγνώστην. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκεῖνοι οἱ μακάριοι ἐτελειώθησαν μὲ τὸ μαρτύριον (4), μετὰ ὀλίγας ἡμέρας ἐξέδωκε δόγμα ὁ μιαρὸς Διοκλητιανός, ἵνα οἱ ἄσωτοι καὶ ἀκόλαστοι Ἕλληνες βιάζουν τοὺς Χριστιανούς, εἰς τὸ νὰ μολύνουν αὐτοὺς μὲ τὴν φθορὰν τῶν σωμάτων τους. Τοῦτο δὲ τὸ διαβολικὸν δόγμα μαθὼν ὁ Ἅγιος Φιλονείδης, καὶ μὴ θέλωντας νὰ μολυνθῇ τὸ σῶμά του ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς, ἀνέβη ἐπάνω εἰς ἕνα ὑψηλὸν τόπον, καὶ δέσας τὴν κεφαλήν του, καὶ τὸ πρόσωπόν του σκεπάσας μὲ τὸ ῥοῦχόν του, ἔκλινε τὰ γόνατά του εἰς προσευχήν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπροσευχήθη εἰς πολλὴν ὥραν, ἔρριψε τὸν ἑαυτόν του κάτω ὄρθιον, πρὸ τοῦ δὲ τὸ σῶμα νὰ καταβῇ κάτω, ἐν τῷ μεταξὺ παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Κατ’ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρόν, ἐπεριπάτουν δύω ἄνθρωποι πρὸ πολλοῦ διαστήματος τῆς πόλεως. Εἰς τούτους λοιπὸν ἐφάνη ὁ Ἅγιος οὗτος Φιλονείδης τρέχωντας γυμνὸς ἔμπροσθέν τους, καὶ φορῶν μὲν στέφανον εἰς τὴν κεφαλήν, ἀλειμμένος δὲ ὢν μὲ μῦρα εὐώδη, ὅστις κρατῶν κλάδον βαΐων εἰς τὰς χεῖράς του, ἔλεγεν· Εὐχαριστῶ σοι, Χριστέ μου, ὅτι ἐν σοὶ νενίκηκα. Σὺ γὰρ ἀπὸ τὴν ἐπίγειον πόρταν, μὲ ἀνεβίβασες εἰς τὴν πόρταν τῶν Οὐρανῶν. Ὅταν δὲ οἱ περιπατοῦντες ἐκεῖνοι ἄνθρωποι ἔφθασαν κοντὰ εἰς τὴν πόλιν, τότε ἔγινεν ἄφαντος ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Ἅγιος. Ὅθεν ἐλθόντες εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὁποῦ ἔπεσε τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος, ἐγνώρισαν, πῶς αὐτὸ ἦτον ἐκείνου τοῦ ἰδίου, ὅπου ἐφάνη αὐτοῖς εἰς τὸν δρόμον. Μετὰ ταῦτα ἐπῆραν οἱ Ἕλληνες τὸ λείψανον, καὶ βαλόντες αὐτὸ μέσα εἰς ἕνα σάκκον, τὸ ἐβύθισαν εἰς τὴν θάλασσαν, ἀλλ’ ἡ θάλασσα παρευθὺς ἐταράχθη, καὶ τὸ ἔρριψεν ἔξω. Ὕστερον δὲ εὑρόντες τὸ τίμιον λείψανον μερικοὶ Χριστιανοί, ἐνταφίασαν αὐτό. Σημείωσαι, ὅτι ὁ τότε Ἐπίσκοπος, Ἀρίστων ὀνομαζόμενος, ἐπιάσθη μὲν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας, ὕστερον δὲ ἐλευθερωθεὶς ἀπὸ αὐτούς, δὲν ἠξεύρω μὲ ποῖον τρόπον, συνέγραψε τὸ Μαρτύριον τοῦτο καὶ Συναξάριον τοῦ Ἁγίου.
(3) Κούριον ἦτον πόλις τῆς Κύπρου κειμένη κατὰ τὴν μεσημβρινήν, ἤτοι τὴν πρὸς νότον αὐτῆς πλευράν, ὡς λέγει ὁ Μελέτιος.
(4) Οὗτοι ἑορτάζονται κατὰ τὴν εἰκοστὴν τρίτην τοῦ παρόντος Ἰουνίου.
*
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ ἀναχωρητής, ψάλλων τελειοῦται (5).
Θεῖος σὺ κύκνος Ἰωσὴφ ἐν τῷ τέλει,
Θνήσκων μετ’ ᾠδῆς, ὡς κύκνους θνήσκειν λόγος.
(5) Περὶ τοῦ Ὁσίου τούτου Ἰωσὴφ γράφει ὁ Εὐεργετινὸς ἐν σελ. 697, ὅτι ἦτον ἀνώτερος ἀπὸ κάθε ἀνθρωπαρέσκειαν καὶ κενοδοξίαν. Ἐπῆγε γάρ φησι, μίαν φορὰν εἰς αὐτὸν ὁ Ἱερεὺς Εὐλόγιος, ὅστις ἔτρωγεν εἰς δύω ἡμέρας μίαν φοράν. Πολλαῖς φοραῖς δέ, ἔτρωγε καὶ μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα. Ἐπῆγε δέ, ἐλπίζωντας, ὅτι θέλει εὕρῃ περισσοτέραν σκληραγωγίαν εἰς αὐτόν. Ὁ δὲ Ἰωσὴφ δεχθεὶς αὐτὸν μετὰ χαρᾶς, ἐπρόσταξε τὸν μαθητήν του καὶ ἡτοίμασε κᾄποιαν παρηγορίαν φαγητοῦ. Ὅταν δὲ ἐκάθισαν νὰ φάγουν, εἶπον οἱ μαθηταὶ τοῦ Εὐλογίου, ὁ Ἱερεὺς δὲν τρώγει ἄλλο τι, εἰ μὴ ψωμὶ καὶ ἅλας. Ὁ δὲ Ἀββᾶς Ἰωσὴφ σιωπῶντας, ἔτρωγεν. Ἔμεινε δὲ ὁ Εὐλόγιος ἐκεῖ τρεῖς ἡμέρας, καὶ δὲν ἤκουσε νὰ ψάλῃ ἢ νὰ προσευχηθῇ ὁ Ἰωσήφ, ἢ κᾀνένας ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, (κρυπτὴ γὰρ καὶ νοερὰ ἦτον ἡ ἐργασία καὶ προσευχή των). Ὅθεν ἀνεχώρησεν ὁ Εὐλόγιος μὲ τοὺς μαθητάς του, χωρὶς νὰ ὠφεληθῇ.
Ἐπειδὴ δὲ ἔγινε σκότος κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ, πλανηθέντες εἰς τὸν δρόμον, ἐγύρισαν πάλιν εἰς τὸν Ὅσιον Ἰωσήφ. Πρὸ τοῦ δὲ ἀκόμη νὰ κτυπήσουν τὴν πόρταν, ἤκουσαν ἔξωθεν ὁποῦ ἔψαλλεν ὁ Ἰωσὴφ μὲ τοὺς μαθητάς του. Εὐθὺς λοιπὸν ὁποῦ ἐκτύπησαν τὴν θύραν, ἤκουσεν ὁ Ἰωσήφ, καὶ παρευθὺς ἔπαυσε τὴν ψαλμῳδίαν. Διψήσαντος δὲ τοῦ Εὐλογίου ἀπὸ τὸ καῦμα, ἔδωκεν αὐτῷ εἷς μαθητὴς τοῦ Ἰωσὴφ νερόν, μεμιγμένον μὲ νερὸν τῆς θαλάσσης καὶ τοῦ ποταμοῦ. Ὅθεν ἀκολούθως ἦτον τόσον πικρόν, ὁποῦ ὁ Εὐλόγιος δὲν ἐδυνήθη νὰ τὸ πίῃ. Τότε ἐπρόσπεσεν εἰς τὸν Γέροντα Ἰωσήφ, καὶ ἐρώτησεν αὐτόν, λέγων. Διατί, ὦ Ἀββᾶ, ὅταν μὲν εἴμεθα μαζί σας, δὲν ἐψάλλετε, ἀφ’ οὗ δὲ ἐφύγαμεν ἡμεῖς, τότε ἐψάλλετε; καὶ διατί, τότε μὲν ἔμπροσθέν μας ἐπίνετε κρασί, τώρα δὲ ἔπιον τὸ νερόν σας, καὶ εἶναι ἁλμυρὸν καὶ ἄποτον;
Εἰς ταῦτα ὁ Ἰωσὴφ ἀπεκρίθη. Ἐκεῖνο μὲν τὸ ὀλίγον κρασί, τὸ ἐπίομεν διὰ τὴν ἀγάπην καὶ ἀντάμωσίν σου. Τοῦτο δὲ τὸ νερόν, εἶναι τὸ συνειθισμένον, ὁποῦ πίνουν οἱ ἀδελφοὶ πάντοτε. Ὁμοίως ἀπεκρίθη καὶ διὰ τὴν ψαλμῳδίαν, ὅτι κατ’ οἰκονομίαν τὴν ἔκρυψαν, διὰ νὰ μὴ φανοῦν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι. Ὅθεν μὲ τὰ λόγια ταῦτα, ἔκοψεν ἀπὸ τὸν Εὐλόγιον ὅλα τὰ ἀνθρώπινα, καὶ τὸν ἐκατάπεισε νὰ ἐργάζεται ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὄχι ἐν ἀνθρωπαρεσκείᾳ. Ὁ δὲ Εὐλόγιος μεγάλως ὠφεληθείς, εἶπεν εἰς τὸν Ἰωσήφ· «Ὄντως ἡ ἐργασία σας, ἐν ἀληθείᾳ ἐστίν». Ἔλεγον γὰρ περὶ τῶν τότε Σκητιωτῶν, ὅτι ἐὰν ἐγνώριζέ τινας τὴν ἀρετήν τους, δὲν εἶχον πλέον αὐτὴν ὡς ἀρετήν, ἀλλὰ ὡς ἁμαρτίαν.
*
Ὁ Ὅσιος Πίωρ ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (6).
Ψυχὴν Πίωρ πίειραν ἀρεταῖς ἔχων,
Πίων ἀπῆλθε ψυχικοῦ λίπους γέμων.
(6) Τὸν Βίον τούτου τοῦ Ὁσίου Πίωρ ὅρα εἰς τὸ Λαυσαϊκόν, ὅπου θέλεις εὕρῃς, ὅτι οὗτος εἶχεν ἀδελφὴν κατὰ σάρκα, ἡ ὁποία ἠθέλησεν ἐπιπόνως νὰ τὸν ἰδῇ. Ὅθεν διὰ μεσιτείας, τόσον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ τόπου ἐκείνου, ὅσον καὶ τῶν Πατέρων τῆς Σκήτεως, παρεκινήθη ὁ Ὅσιος, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν ἀδελφήν του. Σταθεὶς δὲ ἔξω ἀπὸ τὸ ὁσπήτιόν της, ἐσφάλισε τοὺς ὀφθαλμούς του, καὶ λέγει πρὸς ἐκείνην. Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἀδελφός σου ὁ Πίωρ, λοιπὸν ἰδές με, ὅσον θέλεις. Παρακαλεσθεὶς δὲ ἀπὸ τὴν ἀδελφήν του νὰ ἔμβῃ μέσα εἰς τὸ ὁσπήτιόν της, δὲν ἠθέλησεν, ἀλλὰ εὐχηθεὶς αὐτὴν ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου ἐστέκετο, ἀνεχώρησεν. Ἦτον δὲ ὁ Πίωρ οὗτος Αἰγύπτιος, καὶ ὅταν ἦτον νέος κατὰ τὴν ἡλικίαν, ἀπετάξατο τῷ κόσμῳ καὶ εὐγῆκεν ἀπὸ τὸν οἶκον τοῦ πατρός του, δοὺς λόγον καὶ ὑπόσχεσιν εἰς τὸν Θεόν, νὰ μὴ ἰδῇ πλέον κᾀνένα συγγενῆ του.
Περὶ τοῦ Πίωρ τούτου γράφεται εἰς τὸν Παράδεισον τῶν Πατέρων, ὅτι ἔγινε μίαν φορὰν Σύναξις εἰς τὴν Σκῆτιν, διὰ νὰ κρίνουν οἱ Πατέρες ἕνα ἀδελφόν, ὁποῦ ἔσφαλε. Λαλούντων δὲ τῶν ἄλλων Πατέρων περὶ τοῦ σφαλέντος ἀδελφοῦ, ὁ Πίωρ οὗτος εὐγῆκεν ἔξω, καὶ πέρνωντας ἕνα σακκὶ γεμάτον ἄμμον, τὸ ἔβαλεν ὀπίσω εἰς τὰς πλάτας του. Ἔπειτα ἔβαλεν εἰς μίαν σπυρίδα ὀλίγην ἄμμον ἀπὸ ἐκείνην, καὶ τὴν ἐκρέμασεν ἔμπροσθέν του. Ἐρωτηθεὶς δὲ ἀπὸ τοὺς Πατέρας, τί εἶναι αὐτὸ ὁποῦ ἔκαμεν; ἀπεκρίθη. Τὸ σακκὶ ὁποῦ ἔχει τὴν πολλὴν ἄμμον, εἶναι ᾑ ἐδικαῖς μου ἁμαρτίαις, τὰς ὁποίας ἔχω ὀπίσω μου, καὶ δὲν βλέπω ταύτας νὰ κλαίω δι’ αὐτάς. Ἡ δὲ ὀλίγη ἄμμος, ὁποῦ κρέμεται ἔμπροσθέν μου μὲ τὴν σπυρίδα, αὐταὶ εἶναι αἱ ὀλίγαι ἁμαρτίαι τοῦ ἀδελφοῦ, τὰς ὁποίας ἔχωντας ἔμπροσθέν μου, κατακρίνω τὸν ἀδελφόν. Πλὴν δὲν ἔπρεπεν ἔτζι νὰ κάμνω, ἀλλὰ ἔπρεπεν ἐκ τοῦ ἐναντίου τὰ ἐδικά μου σφάλματα νὰ ἔχω ἔμπροσθέν μου, καὶ νὰ παρακαλῶ τὸν Θεὸν διὰ νά μοι τὰ συγχωρήσῃ. Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ Πατέρες, ἐσηκώθησαν καὶ ἀνεχώρησαν, λέγοντες τὸν λόγον τοῦτον· Ὄντως αὕτη εἶναι ἡ στράτα τῆς σωτηρίας.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *