Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου17 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΖ’, μνήμη των Αγίων τριών Παίδων Ανανίου, Αζαρίου, Μισαήλ, και Δανιήλ του Προφήτου (1).
Εις τον Δανιήλ.
Ύπαρ Θεέ βλέπει σε νυν επί θρόνου,
Τμηθείς Δανιήλ ουκ όναρ καθώς πάλαι.
Εις τους τρεις Παίδας.
Ει μη θανείν τρεις Παίδες ήρων εκτόπως,
Ως του πυρός πριν, ήρχον αν και του ξίφους.
Εβδομάτη δεκάτη Δανιήλ τάμον, ον βλέπει μέλλον.
Ούτος ο μακάριος Δανιήλ ο Προφήτης ήτον από την βασιλικήν φυλήν του Ιούδα, καταγόμενος από γένος το οποίον ευρίσκετο εις την βασιλικήν δούλευσιν. Εγεννήθη δε εις την Βηθαράν την ανωτέραν. Εις καιρόν δε οπού ήτον ακόμη νήπιον, εφέρθη σκλάβος από την Ιουδαίαν εις την Βαβυλώνα. Και εκεί επροφήτευσε χρόνους εβδομήκοντα. Προέλαβε δε την Γέννησιν του Χριστού χρόνους τετρακοσίους εξήκοντα. Ήτον δε άνδρας τόσον σώφρων, ώστε οπού οι Ιουδαίοι ενόμιζον, ότι είναι ευνούχος. Πολλά δε επένθησε δια την σκλαβίαν των ομοφύλων του Εβραίων. Και ενήστευσεν από κάθε φαγητόν επιθυμητόν. Και ήτον ξηρός μεν κατά το είδος του σώματος, εφαίνετο όμως πολλά ωραίος με την χάριν του υψίστου Θεού. Οι δε Άγιοι τρεις Παίδες, ήτον από την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ, υιοί πατρός μεν Εζεκίου του βασιλέως, μητρός δε Καλλινίκης (2). Ο δε πατήρ αυτών Εζεκίας ασθενήσας και ειπών προς Θεόν μετά δακρύων, ότι εφύλαξε τα αρεστά ενώπιον αυτού, δια τούτο έλαβε προσθήκην της ζωής δεκαπέντε χρόνους. Όταν δε η πόλις των Ιεροσολύμων εσκλαβώθη από τον Ναβουχοδονόσορ, βασιλέα των Βαβυλωνίων και Ασσυρίων, επήγαν και οι τρεις ούτοι Παίδες σκλάβοι εις την Βαβυλώνα, ομού με τον Προφήτην Δανιήλ. Εκεί δε κατεστάθησαν επιστάται των πραγμάτων του βασιλέως δια την αρετήν τους και φρονιμάδα. Και μάλιστα δια την μεσιτείαν του Δανιήλ (3). Επειδή δε αυτοί εκαταφρόνησαν την χρυσήν εικόνα του βασιλέως, την οποίαν εις τον κάμπον Δεηρά, επρόσταξε να προσκυνούν όλοι οι λαοί, δια τούτο εβάλθησαν εις την κάμινον, την επταπλασίως καιομένην. Μέσα εις την οποίαν δροσιζόμενοι από την κατάβασιν του θείου Αγγέλου, έψαλλον τον παγκόσμιον ύμνον, συγκαλούντες όλα τα κτίσματα εις δοξολογίαν Θεού. Τότε βλέπων ο βασιλεύς το παράδοξον αυτό θαύμα, ωμολόγησεν ότι είναι μέγας Θεός ο υπ’ αυτών προσκυνούμενος.
Ο δε θείος Δανιήλ, και μόλον οπού συνέζησε και συνετράφη με τους ανωτέρω τρεις Παίδας, και έγινεν αίτιος εις το να τιμηθούν δια της μεσιτείας του, ως είπομεν, και μόλον, λέγω, οπού ο Δανιήλ ήτον τόσον οικείος με τους τρεις Παίδας, δεν εβάλθη όμως μαζί με αυτούς εις την κάμινον. Τούτο γαρ δεν αναφέρει η θεία Γραφή. Η αφορμή δε δια την οποίαν δεν εβάλθη εις την κάμινον είναι αυτή, καθώς φαίνεται εις εμένα και εις την αλήθειαν. Επειδή γαρ ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ έβαλεν όνομα εις τον Δανιήλ το, Βαλτάσαρ, ως γέγραπται: «Και ο βασιλεύς επέθηκεν όνομα αυτώ Βαλτάσαρ» (Δαν. ε’, 12), το δε όνομα αυτό ήτον γνώρισμα τιμής υπερεχούσης και όνομα Θεού, καθώς γέγραπται, «Έως ου ήλθε Δανιήλ, ου το όνομα Βαλτάσαρ, κατά το όνομα του Θεού μου» (Δαν. δ’, 3). Επειδή λέγω το όνομα του Δανιήλ ήτον Θεού όνομα, τούτου χάριν, δια να μην φανή εις τους Πέρσας τους θεόν νομίζοντας το πυρ, ότι έσβυσε την φλόγα της καμίνου ο των Βαβυλωνίων θεός, ο καλούμενος Βαλτάσαρ, δια τούτο οικονομήθη παρά της θείας Προνοίας να μη βαλθή εις την κάμινον μαζί με τους τρεις Παίδας ο Προφήτης Δανιήλ, ο έχων το όνομα τούτο. Αλλ’ ουδέ εις την ιστορίαν την περί της καμίνου διηγουμένην, αναφέρεται όλως ο Δανιήλ. Οι δε άλλοι τρεις Παίδες, αφ’ ου ελυτρώθησαν παραδόξως και υπερφυσικώς από την κάμινον του πυρός, πάλιν απεκατεστάθησαν εις την προτέραν τους δόξαν. Και περάσαντες την ζωήν τους έντιμον, ετελεύτησαν εν ειρήνη μαζί με τον Προφήτην Δανιήλ.
Λέγουσι δέ τινες, ότι μετά τον θάνατον του Ναβουχοδονόσορ, και των λοιπών βασιλέων, οι οποίοι ετίμων τους τρεις Παίδας, έγινεν άλλος βασιλεύς, Αττικός ονομαζόμενος. Ο οποίος εξετάσας τους τρεις Αγίους τούτους, και ελεγχθείς από αυτούς δια την ασέβειάν του, επρόσταξε να κοπή η κεφαλή του Αγίου Μισαήλ. Την οποίαν εδέχθη ο Άγιος Αζαρίας απλώσας το φιβλατόριόν του, ήγουν το επανωφόρι του (φίβλα γαρ λατινικά λέγεται η πόρπη και το επανωφόρι (4)). Ομοίως επρόσταξε να κοπή και η κεφαλή του Αγίου Αζαρίου, την οποίαν εδέχθη ο θείος Ανανίας. Ύστερον δε και αυτός ο Ανανίας απεκεφαλίσθη. Λέγουσι δε και τούτο, ότι αφ’ ου εκόπησαν αι τίμιαι κεφαλαί των τριών, πάλιν εκόλλησαν με τα σώματά των. Άγγελος δε Κυρίου επήρε τα λείψανά των, και τα επήγεν εις το όρος Γεβάλ, και εκεί τους έβαλεν υποκάτω εις μίαν πέτραν. Αφ’ ου δε επέρασαν τετρακόσιοι χρόνοι, ανέστησαν και αυτοί, όταν ο Κύριος ανέστη εκ του τάφου μαζί με τους άλλους προπάτορας. Ύστερον δε πάλιν απέθανον.
Τελείται δε η αυτών Σύναξις εν τη αγιωτάτη μεγάλη Εκκλησία. Τούτων των τεσσάρων την μνήμην παρελάβομεν από τους θεοφόρους Πατέρας να εορτάζωμεν, προτίτερα από επτά ημέρας της κατά σάρκα γεννήσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Επειδή και αυτοί, ως νομίζω, ήτον από την βασιλικήν φυλήν του Ιούδα, από την οποίαν εκατάγετο και ο Κύριος ημών κατά το ανθρώπινον (5). (Τον κατά πλάτος Βίον αυτών όρα εις τον Νέον Θησαυρόν, Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως, και εις τους Μαργαρίτας. Το δε προς αυτούς υπόμνημα του Μεταφραστού, ούτως άρχεται: «Άρτι Ναβουχοδονόσορ». Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις.)
(1) Σημείωσαι, ότι εις τους τρεις Παίδας τούτους και εις την βαβυλωνίαν κάμινον, λόγον συνέγραψεν ο Χρυσοστομικός του Ιωάννου κάλαμος, ου η αρχή· «Καινόν, ως αληθώς, και μέγιστον ευσεβείας θέατρον, η των τριών Παίδων συνεστήσατο χορεία». (Σώζεται εν τω πέμπτω τόμω της εν Ετόνη εκδόσεως.) Ομοίως και άλλον λόγον ούτος συνέγραψεν εις τον Δανιήλ και εις τους τρεις Παίδας, ου η αρχή· «Φαιδρά σήμερον ημίν η πανήγυρις και λαμπροτέρα του συνήθους». (Σώζεται εν τω Πρωτάτω.) Αλλά και Εφραίμ ο Σύρος λόγον έχει εις τον Δανιήλ και εις τους τρεις Παίδας τούτους, ου η αρχή· «Φέρε δη διασκεψώμεθα τα κατά τον Προφήτην Δανιήλ» (τομ. β’, της εν Ρώμη εκδόσεως).
(2) Και ο Αλέξανδρος δε εις τα Ιουδαϊκά μαρτυρεί, ότι οι τρεις Παίδες ούτοι εκατάγοντο από γένος βασιλικόν (σελ. 290).
(3) Ούτω γαρ γέγραπται· «Και Δανιήλ ητήσατο παρά του βασιλέως και κατέστησεν επί τα έργα της χώρας Βαβυλώνος τον Σεδράχ, Μισάχ, και Αυδεναγώ· και Δανιήλ ην εν τη αυλή του βασιλέως» (Δαν. β’, 49).
(4) Παρά δε τω Βαρίνω φαίνεται ότι η φίβλα λατινικώς, και η πόρπη ελληνικώς, είναι είδος όπλου. Το οποίον ομοιάζει με την ασπίδα: ήτοι με το σκουτάρι.
(5) Περί του Δανιήλ ταύτα γράφει ο Αλέξανδρος εις τα Ιουδαϊκά, ότι αυτός ετελεύτησε κατά τον πρώτον χρόνον του βασιλέως Κύρου. Πλην έφθασε και έως εις τον τρίτον χρόνον αυτού ως γέγραπται· «Εν έτει τρίτω Κύρου βασιλέως Περσών λόγος απεκαλύφθη τω Δανιήλ» (Δαν. ι’, 1), και ότι ετάφη εις την Βαβυλώνα. Ούτω γαρ είπεν ο Άγγελος προς αυτόν· «Και συ δεύρο και αναπαύου. Έτι γαρ ημέραι και ώραι εις αναπλήρωσιν συντελείας, και αναστήση εις τον κλήρον σου εις συντέλειαν ημερών» (Δαν. ιβ’, 13). Σημείωσαι, ότι το λείψανον του Προφήτου Δανιήλ η Αγία Ελένη έφερε μαζί της εις την Κωνσταντινούπολιν, όταν εγύρισεν από τα Ιεροσόλυμα (και όρα σελ. 102 της Δωδεκαβίβλου). Και τούτο δε σημείωσαι, ότι μόνος ο Προφήτης ούτος Δανιήλ προείπεν εις πόσους χρόνους ωρισμένως έχει να έλθη και να σταυρωθή ο Χριστός, ήγουν μετά τετρακοσίους εννενήκοντα. Και σαφέστερον από όλους τους Προφήτας αυτός προεκήρυξε τον θάνατον του Χριστού. Ούτω γαρ γράφεται εις το νυν σωζόμενον Εβραϊκόν· «Και μετά τας εβδομάδας τας εξηκονταδύω, εκκοπήσεται ο Μεσσίας (ήγουν ο Χριστός), αλλ’ ουχ’ εαυτώ». Τουτέστιν ουχ’ υπέρ εαυτού, αλλ’ υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων (Δαν. θ’, 26). Ο δε Ιερώνυμος λέγει ότι τον Δανιήλ αναγινώσκει η Εκκλησία εκ της μεταφράσεως του Θεοδοτίωνος, διατί ευρήκε συγκεχυμένην την των Εβδομήκοντα, η οποία μήτε σώζεται, και ταύτα μεν και άλλοι πολλοί λέγουσιν. Ο δε σοφός κύριος Νικηφόρος Θεοτόκης, εν ταις υποσημειώσεσι της ανασκευής της τελευταίον διερμηνευθείσης Διαθήκης, δια πολλών αποδεικνύει, ότι η ταις κοιναίς ελληνικαίς εκδόσεσι της θείας Γραφής συνεκδεδομένη του Δανιήλ βίβλος, αυτή εστιν η των Εβδομήκοντα μετάφρασις. Και ουχί δηλονότι η του Μαρκιωνιστού Θεοδοτίωνος. Ουδέ η νεωστί αναφανείσα εκ του Κισιανού Κώδικος. Πρόσθες και τούτο, ότι τας προφητείας του Δανιήλ τας περί του Μακεδόνος Αλεξάνδρου, επρόσφερεν ο Αρχιερεύς Ίαδδος, και οι Ιερείς, τω βασιλεί Αλεξάνδρω, όταν επήγεν εις την Ιερουσαλήμ, ως μαρτυρεί ο Ιώσηπος.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Οσιομαρτύρων Πατερμουθίου, Κόπρι, και Αλεξάνδρου.
Εις τον Πατερμούθιον και Κόπριν.
Κοινωνός ώφθην και βίου σοι και ξίφους,
Πάτερ Πατερμούθιε κραυγάζει Κόπρις.
Εις τον Αλέξανδρον.
Αγώνος Αλέξανδρε διπλού λαμβάνεις,
Ασκήσεως τομής τε διπλά και στέφη.
Ούτοι οι Άγιοι ήθλησαν κατά τους χρόνους Ιουλιανού του παραβάτου εν έτει τξα’ [361], πρότερον διαπεράσαντες την ζωήν τους εν ησυχία εις την έρημον την ευρισκομένην κατά την Αίγυπτον. Πηγαίνωντας γαρ ο παραβάτης δια να πολεμήση τους Πέρσας, έμαθε δια τους Οσίους τούτους. Όθεν έστειλε και τους έφερεν έμπροσθέν του. Ερώτησε λοιπόν πρώτον τον Πατερμούθιον, πόσων χρόνων είναι. Αφ’ ου δε εκείνος απεκρίθη, ότι είναι τεσσαρακονταπέντε, εύγαλεν αυτόν έξω. Είτα πέρνει τον Όσιον Κόπριν, και διαφόρους μηχανάς και κολακείας μεταχειρισθείς ο πανουργότατος, έπεισεν αυτόν να αρνηθή, φευ! τον Χριστόν. Ύστερον δε ο Πατερμούθιος ενθυμίσας αυτόν τας νηστείας και προσευχάς και τους άλλους αγώνας οπού εδοκίμασεν εις την άσκησιν, τον επίστρεψε πάλιν εις την του Χριστού πίστιν.
Τούτο δε μαθών ο παραβάτης, επρόσταξε να κόψουν την γλώσσαν του Αγίου Κόπρι, και να βάλουν αυτόν επάνω εις εσχάραν πεπυρωμένην. Φερόμενος δε εις την εσχάραν, και βλέπωντας αυτήν σπιθοβολούσαν, εδειλίασεν. Όθεν ενδυναμωθείς πάλιν από τον Άγιον Πατερμούθιον, εβάλθη μαζί με αυτόν επάνω εις την εσχάραν. Και υπό της θείας χάριτος έμειναν και οι δύω αβλαβείς. Έπειτα ερρίφθησαν και οι δύω εις καμίνι αναμμένον. Μαζί δε με τους δύω αυτούς, εμβήκεν εις το καμίνι και ο Μοναχός Αλέξανδρος, και ωμολόγησε παρρησία τον Χριστόν. Επειδή δε και οι τρεις ευγήκαν από την κάμινον αβλαβείς, δια τούτο κατά προσταγήν του τυράννου, απεκεφαλίσθησαν. Και ούτως έλαβον οι αοίδιμοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.
*
Μνήμη του Οσίου και αειμνήστου Δουναλέ του Ομολογητού, του μετονομασθέντος Στεφάνου.
Στολαίς Στέφανος αρετών εστεμμένος,
Λαμπρός τις ήκει προς στεφάνους τους άνω.
Ούτος ήτον άρχων της εδικής του χώρας, η οποία είναι νησίον, από άλλους μεν, ονομαζόμενον Νιβερτίς, από άλλους δε, Βερρόη. Βρεχόμενον μεν, από τον ωκεανόν, ευρισκόμενον δε κοντά εις τα Γάδειρα, ήγουν εις τον λαιμόν της γης τον εν τη Ισπανία κείμενον. Ούτος λοιπόν είχε πλούτον πολύν, και ανετράφη με ευσεβή πίστιν και χριστιανικώτατα δόγματα, ζων περισσότερον εις τον Θεόν, παρά εις τους ανθρώπους. Όθεν όλα του κόσμου τα πράγματα σκύβαλα λογισάμενος ο αοίδιμος, αφήκε την εξουσίαν εις τους υιούς του. Και πηγαίνωντας εις την Ρώμην, ενδύεται το μοναχικόν σχήμα, το του σταυροφόρου δηλαδή. Έπειτα αναχωρώντας από εκεί, πηγαίνει εις την περίφημον Κωνσταντινούπολιν. Και συνομιλεί με τον Κωνσταντίνον και Ρωμανόν τους Πορφυρογεννήτους βασιλείς, εν έτει Ϡιθ’, ήτοι 919, από τους οποίους στέλλεται εις τα Ιεροσόλυμα, (επειδή τούτο το ζήτημα εζήτησεν αυτός από εκείνους, το να σταλθή δηλαδή). Πηγαίνωντας δε εκεί, λαμβάνει το μέγα και αγγελικόν σχήμα από τον τότε Πατριάρχην των Ιεροσολύμων Χριστόδουλον καλούμενον, και από Δουναλέ μετονομάζεται Στέφανος (6).
Πολλάς δε ύβρεις και δαρμούς λαμβάνει από τους Σαρακηνούς ο μακάριος, δια τι είχε τριγύρω περικομμένον το γένειόν του. Από τα Ιεροσόλυμα δε, πηγαίνει εις το Μισήρι. Και εκεί κρατηθείς, εβάλθη εις την φυλακήν ομού με τους δύω Ιερείς οπού τον ηκολούθουν. Και αφ’ ου έμεινεν εκεί εξ μήνας, ταλαιπωρούμενος με πείναν και δίψαν και με τας άλλας κακοπαθείας της φυλακής, στέλλεται εις τον αμηράν του Μισηρίου. Από τον οποίον δεθείς με βαρύτατα δεσμά, ηναγκάζετο ο αοίδημος να αρνηθή τον Χριστόν. Επειδή δε εις τούτο αντίλεγε στερρώς και δεν ενικάτο, αλλά ωμολόγει παρρησία τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, δια τούτο ετιμωρήθη με περισσοτέρας από το πρώτον πληγάς και βασανιστήρια. Από τα οποία κακοπαθήσας, έπεσεν εις ασθένειαν ο τρισόλβιος. Δια μέσου δε της ασθενείας αφήκε την παρούσαν πρόσκαιρον ζωήν, και επήγεν εις την άνω και την αιώνιον, αφ’ ου πρώτον εμηνύθη εις αυτόν παρά Θεού η εδική του κοίμησις.
(6) Σημειούμεν ενταύθα, ότι αγκαλά και ο Δουναλέ ούτος, και Αθανάσιος ο εν τω Άθω, και Λουκάς ο εν τω Στειρίω όρει, και άλλοι, έλαβον πρώτον το μικρόν σχήμα, έπειτα το μέγα, κατά διαφόρους καιρούς· αλλ’ όμως τα σπάνια νόμος της Εκκλησίας ου γίνονται, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον. Επειδή γαρ το σχήμα των Μοναχών είναι εν, ώσπερ και το Βάπτισμα, καθώς αποφαίνεται ο Στουδίτης Θεόδωρος, ο εν τοις τοιούτοις γνώμων και κανών: δια τούτο και μίαν φοράν πρέπει να τελήται, και ουχί δύω, ήτοι άπαξ πρέπει να γίνεταί τινας Μεγαλόσχημος. Όρα περί τούτου εις την θ’ υπόθεσιν περί του σχήματος των Μοναχών, μετά τους κανόνας του Νηστευτού εν τω ημετέρω Νέω Εξομολογηταρίω.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Ίακχος ξίφει τελειούται.
Ίακχε κρατύνθητι και τμηθείς κάραν,
Τμηθείσιν εγγράφηθι και στέφου κάραν.
*
Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Διονύσιος ο Νέος, ο εκ Ζακύνθου μεν ορμώμενος, Αρχιεπίσκοπος δε Αιγίνης γενόμενος, εν ειρήνη τελειούται.
Λιπών τα της γης νυν κατοικεί εν πόλω,
Κλέος Ζακύνθου Διονύσιος Νέος.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Διονύσιος εκατάγετο από την νήσον της Ζακύνθου, υιός ων γονέων πλουσίων και ευγενών, Μωκίου του επικαλουμένου Σηκούρου, και Παυλίνας, της εκ του γένους των Βαλβίων καταγομένης. Αφ’ ου δε έμαθεν ικανώς τα ιερά γράμματα, και εξ αυτών εφωτίσθη εις το να γνωρίση την ματαιότητα του παρόντος κόσμου, τότε καταφρονήσας ηδονάς, πλούτον, δόξαν, και κάθε απόλαυσιν της παρούσης ζωής, ανεχώρησεν από την πατρίδα του Ζάκυνθον, και επήγεν εις την ιεράν Μονήν των Στροφάδων, ήτις ευρίσκεται αντικρύ της Ζακύνθου. Και απέχει μακράν έως τεσσαράκοντα μίλια. Εκεί λοιπόν γενόμενος Μοναχός, έδωκε τον εαυτόν του εις τους πνευματικούς αγώνας της μοναδικής πολιτείας ο τρισμακάριστος, νηστεύων, αγρυπνών, προσευχόμενος, και πάσας τας αρετάς μεταχειριζόμενος, εις τρόπον ότι, υπερέβαινεν όλους τους Πατέρας της Μονής, και αυτούς τους πλέον εναρετωτέρους και γέροντας. Μάλιστα δε και εξαιρέτως ηγωνίζετο να αποκτήση την ταπεινοφροσύνην. Δια τούτο, αγκαλά και ήτον από γένος λαμπρόν, εστοχάζετο όμως τον εαυτόν του από όλους ευτελέστερον και αναξιώτερον. Όθεν εκ των τοιούτων αρετών του ανεβιβάσθη και εις το αξίωμα της Ιερωσύνης, χειροτονηθείς βαθμηδόν Αναγνώστης, Υποδιάκονος, Διάκονος και Πρεσβύτερος. Επειδή δε επεθύμησε να υπάγη εις Ιερουσαλήμ δια να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους, δια τούτο λαβών άδειαν από την αδελφότητα, επέρασεν εις τα Δουκάνησα, ίνα εκείθεν απέλθη ευκολώτερον εις τα Ιεροσόλυμα. Περιερχόμενος λοιπόν τας νήσους, επήγε και έως εις τας Αθήνας. Εκεί δε παρακαλεσθείς από τον Άγιον Αθηνών, έγινεν Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης, ήτις τότε ήτον χηρεύουσα. Αλλ’ επειδή η φήμη πανταχού εκήρυττεν αυτόν, και πάντες έτρεχον δια να ακούουν τας μελιρρύτους διδασκαλίας του, τούτου χάριν φοβούμενος ο αοίδιμος, μήπως ο των ανθρώπων έπαινος τον κρημνίση εις κενοδοξίαν, αφήκεν άλλον διάδοχον εις τον θρόνον του, και αυτός εγύρισε πάλιν εις την πατρίδα του Ζάκυνθον εν έτει ͵αφπθ’ [1589]. Ταύτης δε την προστασίαν εδέχθη πρόσκαιρα, διατί ήτον υστερημένη Επισκόπου. Είτα ευρών το Μοναστήριον της Θεοτόκου, το καλούμενον της Αναφωνητρίας, επιτήδειον δια ησυχίαν, εκεί εκατοίκησε, και το μέλι της ησυχίας ειργάζετο.
Εις τόσην δε υπερβολήν αγάπης της προς τον Θεόν και της προς τον πλησίον έφθασεν ο αοίδιμος, ώστε οπού, όχι μόνον ηλέει τους πτωχούς από τα εισοδήματα του Μοναστηρίου του, αλλά ακόμη και τοιούτον κατόρθωμα εκατώρθωσε, το οποίον δυσκόλως ευρίσκεται εις άλλον Άγιον. Κωνσταντίνον τον αδελφόν του Αγίου τούτου εφόνευσεν ένας μιαρός άνθρωπος, ο οποίος διωκόμενος από τους συγγενείς του φονευθέντος, επεριπάτει εις τόπους ερήμους. Όθεν, δεν ηξεύρω πώς, κατέφυγε και εις το Μοναστήριον του Αγίου, μη ηξεύρωντας, ότι ο Όσιος ήτον αδελφός του φονευθέντος. Βλέπωντας δε αυτόν όλον φοβισμένον ο Άγιος, τον ερώτησε να ειπή την αιτίαν του τοιούτου φόβου. Ο δε είπεν αυτώ, ότι εθανάτωσε Κωνσταντίνον τον Σηκούρον. Τότε ο Όσιος, ανεστέναξε μεν και εδάκρυσε δια τον θάνατον του αδελφού του, μιμούμενος όμως την ανεξικακίαν του Δεσπότου Χριστού, εθάρρυνε τον φονέα με παρηγορητικά λόγια. Και φιλεύωντας αυτόν με κάθε φιλοφροσύνην, τον έκρυψεν εις απόκρυφον τόπον. Μετά ολίγον δε, ελθόντων των συγγενών του Άγίου και διηγουμένων τον άδικον θάνατον του αδελφού του, και ζητούντων τον φονέα, υπεκρίθη ο Άγιος, ότι δεν είχεν είδησιν. Αφ’ ου δε εκείνοι ανεχώρησαν, τότε εσυντρόφευσε τον φονέα έως εις τον αιγιαλόν. Και δίδωντας αυτώ ζωοτροφίαν, τον έπεμψεν εις άλλην χώραν δια να γλυτώση την ζωήν του. Δια τας τοιαύτας λοιπόν αρετάς και κατορθώματά του, ηξιώθη ο Άγιος να λάβη παρά Θεού την δύναμιν των θαυμάτων, και να ενεργή παράδοξα τέρατα. Μέλλωντας γάρ ποτε να περάση ένα ποταμόν, και ευρών αυτόν πλημμυρισμένον, ω του θαύματος! έστησε το ρεύμα του, και ούτω διεπέρασεν αυτόν ομού με τον ακολουθούντα τούτω Διάκονον. Και σώμα νεκρόν γυναικός υπό αφορισμού δεδεμένον, δια συγχωρητικής ευχής διέλυσε. Το οποίον ωσάν να ήτον ζωντανόν, έκλινε την κεφαλήν του πρότερον εις τον Άγιον. Είτα πεσόν εις την γην, διελύθη. Αυτός δια του λόγου του έκαμε να πιάσουν οψάρια πολλά εκείνοι οι αλιείς, οπού πρότερον ψαρεύοντες, δεν επίασαν τίποτε. Ου μόνον δε το χάρισμα των θαυμάτων είχεν ο Όσιος, αλλά και το χάρισμα της διοράσεως και προοράσεως. Όθεν και τα μακράν γινόμενα έβλεπε. Με ταύτα λοιπόν τα χαρίσματα διαλάμψας εν τη ζωή του, και ούτω πολιτευσάμενος, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, εν έτει ͵αχκδ’ [1624], κατά την παρούσαν ιζ’ του Δεκεμβρίου. Το δε άγιον αυτού λείψανον ενταφιάσθη εντίμως εις την προρρηθείσαν Μονήν των Στροφάδων. Αφ’ ου δε επέρασεν ολίγος καιρός, κατά αποκάλυψιν του Αγίου ανεκομίσθη αυτό εκ του τάφου, και ω του θαύματος! ευρέθη σώον και ολόκληρον, και πνέον ευωδίαν ουράνιον. Το οποίον ενήργησε και ενεργεί θαύματα πάμπολλα εις τους μετά πίστεως αυτώ πλησιάζοντας. Τώρα δε ευρίσκεται εις την πατρίδα του Ζάκυνθον, ευλαβώς προσκυνούμενον. (Τον κατά πλάτος Βίον και την ασματικήν Ακολουθίαν του Αγίου όρα εις την ιδιαιτέραν αυτού τετυπωμένην φυλλάδα, και εις το Νέον Λειμωνάριον (7).)
(7) Σημείωσαι, ότι εις τον Άγιον τούτον Διονύσιον εγκώμιον εφιλοπόνησεν η εμή αδυναμία. Και άλλο δε εγκώμιον εφιλοπόνησεν εις αυτόν ο αοίδιμος Ιωάννης ο Μυρέων. Ευρίσκονται δε εν τη Σκήτει του Προδρόμου, και εν τη της Αγίας Άννης.
*
Μνήμη του Αγίου νέου Μάρτυρος Νικήτα (8).
Ει και αθλητής εστιν εν χρόνοις νέος,
Ίσος παλαιοίς εστι Νικήτας άθλοις.
(8) Εις τούτον τον νέον Μάρτυρα Νικήταν, λόγον έχει ο μέγας λογοθέτης και πρωτοβεστιάριος Θεόδωρος ο Μουζάλων. Σώζεται δε ο λόγος αυτός εν τη Μεγίστη Λαύρα, του εν Αγίοις Πατρός ημών Αθανασίου του εν τω Άθω.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΖ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων τριῶν Παίδων Ἀνανίου, Ἀζαρίου, Μισαήλ, καὶ Δανιὴλ τοῦ Προφήτου (1).
Εἰς τὸν Δανιήλ.
Ὕπαρ Θεὲ βλέπει σε νῦν ἐπὶ θρόνου,
Τμηθεὶς Δανιὴλ οὐκ ὄναρ καθὼς πάλαι.
Εἰς τοὺς τρεῖς Παῖδας.
Εἰ μὴ θανεῖν τρεῖς Παῖδες ἤρων ἐκτόπως,
Ὡς τοῦ πυρὸς πρίν, ἦρχον ἂν καὶ τοῦ ξίφους.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ Δανιὴλ τάμον, ὃν βλέπει μέλλον.
Οὗτος ὁ μακάριος Δανιὴλ ὁ Προφήτης ἦτον ἀπὸ τὴν βασιλικὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα, καταγόμενος ἀπὸ γένος τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο εἰς τὴν βασιλικὴν δούλευσιν. Ἐγεννήθη δὲ εἰς τὴν Βηθαρᾶν τὴν ἀνωτέραν. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἦτον ἀκόμη νήπιον, ἐφέρθη σκλάβος ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα. Καὶ ἐκεῖ ἐπροφήτευσε χρόνους ἑβδομήκοντα. Προέλαβε δὲ τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ χρόνους τετρακοσίους ἑξήκοντα. Ἦτον δὲ ἄνδρας τόσον σώφρων, ὥστε ὁποῦ οἱ Ἰουδαῖοι ἐνόμιζον, ὅτι εἶναι εὐνοῦχος. Πολλὰ δὲ ἐπένθησε διὰ τὴν σκλαβίαν τῶν ὁμοφύλων του Ἑβραίων. Καὶ ἐνήστευσεν ἀπὸ κάθε φαγητὸν ἐπιθυμητόν. Καὶ ἦτον ξηρὸς μὲν κατὰ τὸ εἶδος τοῦ σώματος, ἐφαίνετο ὅμως πολλὰ ὡραῖος μὲ τὴν χάριν τοῦ ὑψίστου Θεοῦ. Οἱ δὲ Ἅγιοι τρεῖς Παῖδες, ἦτον ἀπὸ τὴν ἁγίαν πόλιν Ἱερουσαλήμ, υἱοὶ πατρὸς μὲν Ἐζεκίου τοῦ βασιλέως, μητρὸς δὲ Καλλινίκης (2). Ὁ δὲ πατὴρ αὐτῶν Ἐζεκίας ἀσθενήσας καὶ εἰπὼν πρὸς Θεὸν μετὰ δακρύων, ὅτι ἐφύλαξε τὰ ἀρεστὰ ἐνώπιον αὐτοῦ, διὰ τοῦτο ἔλαβε προσθήκην τῆς ζωῆς δεκαπέντε χρόνους. Ὅταν δὲ ἡ πόλις τῶν Ἱεροσολύμων ἐσκλαβώθη ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορ, βασιλέα τῶν Βαβυλωνίων καὶ Ἀσσυρίων, ἐπῆγαν καὶ οἱ τρεῖς οὗτοι Παῖδες σκλάβοι εἰς τὴν Βαβυλῶνα, ὁμοῦ μὲ τὸν Προφήτην Δανιήλ. Ἐκεῖ δὲ κατεστάθησαν ἐπιστάται τῶν πραγμάτων τοῦ βασιλέως διὰ τὴν ἀρετήν τους καὶ φρονιμάδα. Καὶ μάλιστα διὰ τὴν μεσιτείαν τοῦ Δανιήλ (3). Ἐπειδὴ δὲ αὐτοὶ ἐκαταφρόνησαν τὴν χρυσῆν εἰκόνα τοῦ βασιλέως, τὴν ὁποίαν εἰς τὸν κάμπον Δεηρᾶ, ἐπρόσταξε νὰ προσκυνοῦν ὅλοι οἱ λαοί, διὰ τοῦτο ἐβάλθησαν εἰς τὴν κάμινον, τὴν ἑπταπλασίως καιομένην. Μέσα εἰς τὴν ὁποίαν δροσιζόμενοι ἀπὸ τὴν κατάβασιν τοῦ θείου Ἀγγέλου, ἔψαλλον τὸν παγκόσμιον ὕμνον, συγκαλοῦντες ὅλα τὰ κτίσματα εἰς δοξολογίαν Θεοῦ. Τότε βλέπων ὁ βασιλεὺς τὸ παράδοξον αὐτὸ θαῦμα, ὡμολόγησεν ὅτι εἶναι μέγας Θεὸς ὁ ὑπ’ αὐτῶν προσκυνούμενος.
Ὁ δὲ θεῖος Δανιήλ, καὶ μὅλον ὁποῦ συνέζησε καὶ συνετράφη μὲ τοὺς ἀνωτέρω τρεῖς Παῖδας, καὶ ἔγινεν αἴτιος εἰς τὸ νὰ τιμηθοῦν διὰ τῆς μεσιτείας του, ὡς εἴπομεν, καὶ μὅλον, λέγω, ὁποῦ ὁ Δανιὴλ ἦτον τόσον οἰκεῖος μὲ τοὺς τρεῖς Παῖδας, δὲν ἐβάλθη ὅμως μαζὶ μὲ αὐτοὺς εἰς τὴν κάμινον. Τοῦτο γὰρ δὲν ἀναφέρει ἡ θεία Γραφή. Ἡ ἀφορμὴ δὲ διὰ τὴν ὁποίαν δὲν ἐβάλθη εἰς τὴν κάμινον εἶναι αὐτή, καθὼς φαίνεται εἰς ἐμένα καὶ εἰς τὴν ἀλήθειαν. Ἐπειδὴ γὰρ ὁ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ ἔβαλεν ὄνομα εἰς τὸν Δανιὴλ τὸ, Βαλτάσαρ, ὡς γέγραπται: «Καὶ ὁ βασιλεὺς ἐπέθηκεν ὄνομα αὐτῷ Βαλτάσαρ» (Δαν. ε΄, 12), τὸ δὲ ὄνομα αὐτὸ ἦτον γνώρισμα τιμῆς ὑπερεχούσης καὶ ὄνομα Θεοῦ, καθὼς γέγραπται, «Ἕως οὗ ἦλθε Δανιήλ, οὗ τὸ ὄνομα Βαλτάσαρ, κατὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου» (Δαν. δ΄, 3). Ἐπειδὴ λέγω τὸ ὄνομα τοῦ Δανιὴλ ἦτον Θεοῦ ὄνομα, τούτου χάριν, διὰ νὰ μὴν φανῇ εἰς τοὺς Πέρσας τοὺς θεὸν νομίζοντας τὸ πῦρ, ὅτι ἔσβυσε τὴν φλόγα τῆς καμίνου ὁ τῶν Βαβυλωνίων θεός, ὁ καλούμενος Βαλτάσαρ, διὰ τοῦτο οἰκονομήθη παρὰ τῆς θείας Προνοίας νὰ μὴ βαλθῇ εἰς τὴν κάμινον μαζὶ μὲ τοὺς τρεῖς Παῖδας ὁ Προφήτης Δανιήλ, ὁ ἔχων τὸ ὄνομα τοῦτο. Ἀλλ’ οὐδὲ εἰς τὴν ἱστορίαν τὴν περὶ τῆς καμίνου διηγουμένην, ἀναφέρεται ὅλως ὁ Δανιήλ. Οἱ δὲ ἄλλοι τρεῖς Παῖδες, ἀφ’ οὗ ἐλυτρώθησαν παραδόξως καὶ ὑπερφυσικῶς ἀπὸ τὴν κάμινον τοῦ πυρός, πάλιν ἀπεκατεστάθησαν εἰς τὴν προτέραν τους δόξαν. Καὶ περάσαντες τὴν ζωήν τους ἔντιμον, ἐτελεύτησαν ἐν εἰρήνῃ μαζὶ μὲ τὸν Προφήτην Δανιήλ.
Λέγουσι δέ τινες, ὅτι μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ναβουχοδονόσορ, καὶ τῶν λοιπῶν βασιλέων, οἱ ὁποῖοι ἐτίμων τοὺς τρεῖς Παῖδας, ἔγινεν ἄλλος βασιλεύς, Ἀττικὸς ὀνομαζόμενος. Ὁ ὁποῖος ἐξετάσας τοὺς τρεῖς Ἁγίους τούτους, καὶ ἐλεγχθεὶς ἀπὸ αὐτοὺς διὰ τὴν ἀσέβειάν του, ἐπρόσταξε νὰ κοπῇ ἡ κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου Μισαήλ. Τὴν ὁποίαν ἐδέχθη ὁ Ἅγιος Ἀζαρίας ἁπλώσας τὸ φιβλατόριόν του, ἤγουν τὸ ἐπανωφόρι του (φίβλα γὰρ λατινικὰ λέγεται ἡ πόρπη καὶ τὸ ἐπανωφόρι (4)). Ὁμοίως ἐπρόσταξε νὰ κοπῇ καὶ ἡ κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου Ἀζαρίου, τὴν ὁποίαν ἐδέχθη ὁ θεῖος Ἀνανίας. Ὕστερον δὲ καὶ αὐτὸς ὁ Ἀνανίας ἀπεκεφαλίσθη. Λέγουσι δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι ἀφ’ οὗ ἐκόπησαν αἱ τίμιαι κεφαλαὶ τῶν τριῶν, πάλιν ἐκόλλησαν μὲ τὰ σώματά των. Ἄγγελος δὲ Κυρίου ἐπῆρε τὰ λείψανά των, καὶ τὰ ἐπῆγεν εἰς τὸ ὄρος Γεβάλ, καὶ ἐκεῖ τοὺς ἔβαλεν ὑποκάτω εἰς μίαν πέτραν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν τετρακόσιοι χρόνοι, ἀνέστησαν καὶ αὐτοί, ὅταν ὁ Κύριος ἀνέστη ἐκ τοῦ τάφου μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους προπάτορας. Ὕστερον δὲ πάλιν ἀπέθανον.
Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ. Τούτων τῶν τεσσάρων τὴν μνήμην παρελάβομεν ἀπὸ τοὺς θεοφόρους Πατέρας νὰ ἑορτάζωμεν, προτίτερα ἀπὸ ἑπτὰ ἡμέρας τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ καὶ αὐτοί, ὡς νομίζω, ἦτον ἀπὸ τὴν βασιλικὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐκατάγετο καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν κατὰ τὸ ἀνθρώπινον (5). (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῶν ὅρα εἰς τὸν Νέον Θησαυρόν, Κυριακῇ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, καὶ εἰς τοὺς Μαργαρίτας. Τὸ δὲ πρὸς αὐτοὺς ὑπόμνημα τοῦ Μεταφραστοῦ, οὕτως ἄρχεται: «Ἄρτι Ναβουχοδονόσορ». Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
(1) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τοὺς τρεῖς Παῖδας τούτους καὶ εἰς τὴν βαβυλωνίαν κάμινον, λόγον συνέγραψεν ὁ Χρυσοστομικὸς τοῦ Ἰωάννου κάλαμος, οὗ ἡ ἀρχή· «Καινόν, ὡς ἀληθῶς, καὶ μέγιστον εὐσεβείας θέατρον, ἡ τῶν τριῶν Παίδων συνεστήσατο χορεία». (Σῴζεται ἐν τῷ πέμπτῳ τόμῳ τῆς ἐν Ἐτόνῃ ἐκδόσεως.) Ὁμοίως καὶ ἄλλον λόγον οὗτος συνέγραψεν εἰς τὸν Δανιὴλ καὶ εἰς τοὺς τρεῖς Παῖδας, οὗ ἡ ἀρχή· «Φαιδρὰ σήμερον ἡμῖν ἡ πανήγυρις καὶ λαμπροτέρα τοῦ συνήθους». (Σῴζεται ἐν τῷ Πρωτάτῳ.) Ἀλλὰ καὶ Ἐφραὶμ ὁ Σύρος λόγον ἔχει εἰς τὸν Δανιὴλ καὶ εἰς τοὺς τρεῖς Παῖδας τούτους, οὗ ἡ ἀρχή· «Φέρε δὴ διασκεψώμεθα τὰ κατὰ τὸν Προφήτην Δανιήλ» (τόμ. β΄, τῆς ἐν Ῥώμῃ ἐκδόσεως).
(2) Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος δὲ εἰς τὰ Ἰουδαϊκὰ μαρτυρεῖ, ὅτι οἱ τρεῖς Παῖδες οὗτοι ἐκατάγοντο ἀπὸ γένος βασιλικόν (σελ. 290).
(3) Οὕτω γὰρ γέγραπται· «Καὶ Δανιὴλ ᾐτήσατο παρὰ τοῦ βασιλέως καὶ κατέστησεν ἐπὶ τὰ ἔργα τῆς χώρας Βαβυλῶνος τὸν Σεδράχ, Μισάχ, καὶ Αὐδεναγώ· καὶ Δανιὴλ ἦν ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ βασιλέως» (Δαν. β΄, 49).
(4) Παρὰ δὲ τῷ Βαρίνῳ φαίνεται ὅτι ἡ φίβλα λατινικῶς, καὶ ἡ πόρπη ἑλληνικῶς, εἶναι εἶδος ὅπλου. Τὸ ὁποῖον ὁμοιάζει μὲ τὴν ἀσπίδα: ἤτοι μὲ τὸ σκουτάρι.
(5) Περὶ τοῦ Δανιὴλ ταῦτα γράφει ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὰ Ἰουδαϊκά, ὅτι αὐτὸς ἐτελεύτησε κατὰ τὸν πρῶτον χρόνον τοῦ βασιλέως Κύρου. Πλὴν ἔφθασε καὶ ἕως εἰς τὸν τρίτον χρόνον αὐτοῦ ὡς γέγραπται· «Ἐν ἔτει τρίτῳ Κύρου βασιλέως Περσῶν λόγος ἀπεκαλύφθη τῷ Δανιήλ» (Δαν. ι΄, 1), καὶ ὅτι ἐτάφη εἰς τὴν Βαβυλῶνα. Οὕτω γὰρ εἶπεν ὁ Ἄγγελος πρὸς αὐτόν· «Καὶ σὺ δεῦρο καὶ ἀναπαύου. Ἔτι γὰρ ἡμέραι καὶ ὧραι εἰς ἀναπλήρωσιν συντελείας, καὶ ἀναστήσῃ εἰς τὸν κλῆρόν σου εἰς συντέλειαν ἡμερῶν» (Δαν. ιβ΄, 13). Σημείωσαι, ὅτι τὸ λείψανον τοῦ Προφήτου Δανιὴλ ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔφερε μαζί της εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὅταν ἐγύρισεν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα (καὶ ὅρα σελ. 102 τῆς Δωδεκαβίβλου). Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι, ὅτι μόνος ὁ Προφήτης οὗτος Δανιὴλ προεῖπεν εἰς πόσους χρόνους ὡρισμένως ἔχει νὰ ἔλθῃ καὶ νὰ σταυρωθῇ ὁ Χριστός, ἤγουν μετὰ τετρακοσίους ἐννενήκοντα. Καὶ σαφέστερον ἀπὸ ὅλους τοὺς Προφήτας αὐτὸς προεκήρυξε τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ. Οὕτω γὰρ γράφεται εἰς τὸ νῦν σῳζόμενον Ἑβραϊκόν· «Καὶ μετὰ τὰς ἑβδομάδας τὰς ἑξηκονταδύω, ἐκκοπήσεται ὁ Μεσσίας (ἤγουν ὁ Χριστός), ἀλλ’ οὐχ’ ἑαυτῷ». Τοὐτέστιν οὐχ’ ὑπὲρ ἑαυτοῦ, ἀλλ’ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων (Δαν. θ΄, 26). Ὁ δὲ Ἱερώνυμος λέγει ὅτι τὸν Δανιὴλ ἀναγινώσκει ἡ Ἐκκλησία ἐκ τῆς μεταφράσεως τοῦ Θεοδοτίωνος, διατὶ εὑρῆκε συγκεχυμένην τὴν τῶν Ἑβδομήκοντα, ἡ ὁποία μήτε σῴζεται, καὶ ταῦτα μὲν καὶ ἄλλοι πολλοὶ λέγουσιν. Ὁ δὲ σοφὸς κύριος Νικηφόρος Θεοτόκης, ἐν ταῖς ὑποσημειώσεσι τῆς ἀνασκευῆς τῆς τελευταῖον διερμηνευθείσης Διαθήκης, διὰ πολλῶν ἀποδεικνύει, ὅτι ἡ ταῖς κοιναῖς ἑλληνικαῖς ἐκδόσεσι τῆς θείας Γραφῆς συνεκδεδομένη τοῦ Δανιὴλ βίβλος, αὐτή ἐστιν ἡ τῶν Ἑβδομήκοντα μετάφρασις. Καὶ οὐχὶ δηλονότι ἡ τοῦ Μαρκιωνιστοῦ Θεοδοτίωνος. Οὐδὲ ἡ νεωστὶ ἀναφανεῖσα ἐκ τοῦ Κισιανοῦ Κώδικος. Πρόσθες καὶ τοῦτο, ὅτι τὰς προφητείας τοῦ Δανιὴλ τὰς περὶ τοῦ Μακεδόνος Ἀλεξάνδρου, ἐπρόσφερεν ὁ Ἀρχιερεὺς Ἴαδδος, καὶ οἱ Ἱερεῖς, τῷ βασιλεῖ Ἀλεξάνδρῳ, ὅταν ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ὡς μαρτυρεῖ ὁ Ἰώσηπος.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Ὁσιομαρτύρων Πατερμουθίου, Κόπρι, καὶ Ἀλεξάνδρου.
Εἰς τὸν Πατερμούθιον καὶ Κόπριν.
Κοινωνὸς ὤφθην καὶ βίου σοι καὶ ξίφους,
Πάτερ Πατερμούθιε κραυγάζει Κόπρις.
Εἰς τὸν Ἀλέξανδρον.
Ἀγῶνος Ἀλέξανδρε διπλοῦ λαμβάνεις,
Ἀσκήσεως τομῆς τε διπλᾶ καὶ στέφη.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἤθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους Ἰουλιανοῦ τοῦ παραβάτου ἐν ἔτει τξα΄ [361], πρότερον διαπεράσαντες τὴν ζωήν τους ἐν ἡσυχίᾳ εἰς τὴν ἔρημον τὴν εὑρισκομένην κατὰ τὴν Αἴγυπτον. Πηγαίνωντας γὰρ ὁ παραβάτης διὰ νὰ πολεμήσῃ τοὺς Πέρσας, ἔμαθε διὰ τοὺς Ὁσίους τούτους. Ὅθεν ἔστειλε καὶ τοὺς ἔφερεν ἔμπροσθέν του. Ἐρώτησε λοιπὸν πρῶτον τὸν Πατερμούθιον, πόσων χρόνων εἶναι. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκεῖνος ἀπεκρίθη, ὅτι εἶναι τεσσαρακονταπέντε, εὔγαλεν αὐτὸν ἔξω. Εἶτα πέρνει τὸν Ὅσιον Κόπριν, καὶ διαφόρους μηχανὰς καὶ κολακείας μεταχειρισθεὶς ὁ πανουργότατος, ἔπεισεν αὐτὸν νὰ ἀρνηθῇ, φεῦ! τὸν Χριστόν. Ὕστερον δὲ ὁ Πατερμούθιος ἐνθυμίσας αὐτὸν τὰς νηστείας καὶ προσευχὰς καὶ τοὺς ἄλλους ἀγῶνας ὁποῦ ἐδοκίμασεν εἰς τὴν ἄσκησιν, τὸν ἐπίστρεψε πάλιν εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν.
Τοῦτο δὲ μαθὼν ὁ παραβάτης, ἐπρόσταξε νὰ κόψουν τὴν γλῶσσαν τοῦ Ἁγίου Κόπρι, καὶ νὰ βάλουν αὐτὸν ἐπάνω εἰς ἐσχάραν πεπυρωμένην. Φερόμενος δὲ εἰς τὴν ἐσχάραν, καὶ βλέπωντας αὐτὴν σπιθοβολοῦσαν, ἐδειλίασεν. Ὅθεν ἐνδυναμωθεὶς πάλιν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Πατερμούθιον, ἐβάλθη μαζὶ μὲ αὐτὸν ἐπάνω εἰς τὴν ἐσχάραν. Καὶ ὑπὸ τῆς θείας χάριτος ἔμειναν καὶ οἱ δύω ἀβλαβεῖς. Ἔπειτα ἐρρίφθησαν καὶ οἱ δύω εἰς καμίνι ἀναμμένον. Μαζὶ δὲ μὲ τοὺς δύω αὐτούς, ἐμβῆκεν εἰς τὸ καμίνι καὶ ὁ Μοναχὸς Ἀλέξανδρος, καὶ ὡμολόγησε παρρησίᾳ τὸν Χριστόν. Ἐπειδὴ δὲ καὶ οἱ τρεῖς εὐγῆκαν ἀπὸ τὴν κάμινον ἀβλαβεῖς, διὰ τοῦτο κατὰ προσταγὴν τοῦ τυράννου, ἀπεκεφαλίσθησαν. Καὶ οὕτως ἔλαβον οἱ ἀοίδιμοι τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ ᾀειμνήστου Δουναλὲ τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ μετονομασθέντος Στεφάνου.
Στολαῖς Στέφανος ἀρετῶν ἐστεμμένος,
Λαμπρός τις ἥκει πρὸς στεφάνους τοὺς ἄνω.
Οὗτος ἦτον ἄρχων τῆς ἐδικῆς του χώρας, ἡ ὁποία εἶναι νησίον, ἀπὸ ἄλλους μέν, ὀνομαζόμενον Νιβερτίς, ἀπὸ ἄλλους δέ, Βερρόη. Βρεχόμενον μέν, ἀπὸ τὸν ὠκεανόν, εὑρισκόμενον δὲ κοντὰ εἰς τὰ Γάδειρα, ἤγουν εἰς τὸν λαιμὸν τῆς γῆς τὸν ἐν τῇ Ἱσπανίᾳ κείμενον. Οὗτος λοιπὸν εἶχε πλοῦτον πολύν, καὶ ἀνετράφη μὲ εὐσεβῆ πίστιν καὶ χριστιανικώτατα δόγματα, ζῶν περισσότερον εἰς τὸν Θεόν, παρὰ εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ὅθεν ὅλα τοῦ κόσμου τὰ πράγματα σκύβαλα λογισάμενος ὁ ἀοίδιμος, ἀφῆκε τὴν ἐξουσίαν εἰς τοὺς υἱούς του. Καὶ πηγαίνωντας εἰς τὴν Ῥώμην, ἐνδύεται τὸ μοναχικὸν σχῆμα, τὸ τοῦ σταυροφόρου δηλαδή. Ἔπειτα ἀναχωρῶντας ἀπὸ ἐκεῖ, πηγαίνει εἰς τὴν περίφημον Κωνσταντινούπολιν. Καὶ συνομιλεῖ μὲ τὸν Κωνσταντῖνον καὶ Ῥωμανὸν τοὺς Πορφυρογεννήτους βασιλεῖς, ἐν ἔτει Ϡιθ΄, ἤτοι 919, ἀπὸ τοὺς ὁποίους στέλλεται εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, (ἐπειδὴ τοῦτο τὸ ζήτημα ἐζήτησεν αὐτὸς ἀπὸ ἐκείνους, τὸ νὰ σταλθῇ δηλαδή). Πηγαίνωντας δὲ ἐκεῖ, λαμβάνει τὸ μέγα καὶ ἀγγελικὸν σχῆμα ἀπὸ τὸν τότε Πατριάρχην τῶν Ἱεροσολύμων Χριστόδουλον καλούμενον, καὶ ἀπὸ Δουναλὲ μετονομάζεται Στέφανος (6).
Πολλὰς δὲ ὕβρεις καὶ δαρμοὺς λαμβάνει ἀπὸ τοὺς Σαρακηνοὺς ὁ μακάριος, διὰ τὶ εἶχε τριγύρω περικομμένον τὸ γένειόν του. Ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα δέ, πηγαίνει εἰς τὸ Μισῆρι. Καὶ ἐκεῖ κρατηθείς, ἐβάλθη εἰς τὴν φυλακὴν ὁμοῦ μὲ τοὺς δύω Ἱερεῖς ὁποῦ τὸν ἠκολούθουν. Καὶ ἀφ’ οὗ ἔμεινεν ἐκεῖ ἓξ μῆνας, ταλαιπωρούμενος μὲ πεῖναν καὶ δίψαν καὶ μὲ τὰς ἄλλας κακοπαθείας τῆς φυλακῆς, στέλλεται εἰς τὸν ἀμηρᾶν τοῦ Μισηρίου. Ἀπὸ τὸν ὁποῖον δεθεὶς μὲ βαρύτατα δεσμά, ἠναγκάζετο ὁ ἀοίδημος νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν. Ἐπειδὴ δὲ εἰς τοῦτο ἀντίλεγε στερρῶς καὶ δὲν ἐνικᾶτο, ἀλλὰ ὡμολόγει παρρησίᾳ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, διὰ τοῦτο ἐτιμωρήθη μὲ περισσοτέρας ἀπὸ τὸ πρῶτον πληγὰς καὶ βασανιστήρια. Ἀπὸ τὰ ὁποῖα κακοπαθήσας, ἔπεσεν εἰς ἀσθένειαν ὁ τρισόλβιος. Διὰ μέσου δὲ τῆς ἀσθενείας ἀφῆκε τὴν παροῦσαν πρόσκαιρον ζωήν, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν ἄνω καὶ τὴν αἰώνιον, ἀφ’ οὗ πρῶτον ἐμηνύθη εἰς αὐτὸν παρὰ Θεοῦ ἡ ἐδική του κοίμησις.
(6) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι ἀγκαλὰ καὶ ὁ Δουναλὲ οὗτος, καὶ Ἀθανάσιος ὁ ἐν τῷ Ἄθῳ, καὶ Λουκᾶς ὁ ἐν τῷ Στειρίῳ ὄρει, καὶ ἄλλοι, ἔλαβον πρῶτον τὸ μικρὸν σχῆμα, ἔπειτα τὸ μέγα, κατὰ διαφόρους καιρούς· ἀλλ’ ὅμως τὰ σπάνια νόμος τῆς Ἐκκλησίας οὐ γίνονται, κατὰ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον. Ἐπειδὴ γὰρ τὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν εἶναι ἕν, ὥσπερ καὶ τὸ Βάπτισμα, καθὼς ἀποφαίνεται ὁ Στουδίτης Θεόδωρος, ὁ ἐν τοῖς τοιούτοις γνώμων καὶ κανών: διὰ τοῦτο καὶ μίαν φορὰν πρέπει νὰ τελῆται, καὶ οὐχὶ δύω, ἤτοι ἅπαξ πρέπει νὰ γίνεταί τινας Μεγαλόσχημος. Ὅρα περὶ τούτου εἰς τὴν θ΄ ὑπόθεσιν περὶ τοῦ σχήματος τῶν Μοναχῶν, μετὰ τοὺς κανόνας τοῦ Νηστευτοῦ ἐν τῷ ἡμετέρῳ Νέῳ Ἐξομολογηταρίῳ.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἴακχος ξίφει τελειοῦται.
Ἴακχε κρατύνθητι καὶ τμηθεὶς κάραν,
Τμηθεῖσιν ἐγγράφηθι καὶ στέφου κάραν.
*
Ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Διονύσιος ὁ Νέος, ὁ ἐκ Ζακύνθου μὲν ὁρμώμενος, Ἀρχιεπίσκοπος δὲ Αἰγίνης γενόμενος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Λιπὼν τὰ τῆς γῆς νῦν κατοικεῖ ἐν πόλῳ,
Κλέος Ζακύνθου Διονύσιος Νέος.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Διονύσιος ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν νῆσον τῆς Ζακύνθου, υἱὸς ὢν γονέων πλουσίων καὶ εὐγενῶν, Μωκίου τοῦ ἐπικαλουμένου Σηκούρου, καὶ Παυλίνας, τῆς ἐκ τοῦ γένους τῶν Βαλβίων καταγομένης. Ἀφ’ οὗ δὲ ἔμαθεν ἱκανῶς τὰ ἱερὰ γράμματα, καὶ ἐξ αὐτῶν ἐφωτίσθη εἰς τὸ νὰ γνωρίσῃ τὴν ματαιότητα τοῦ παρόντος κόσμου, τότε καταφρονήσας ἡδονάς, πλοῦτον, δόξαν, καὶ κάθε ἀπόλαυσιν τῆς παρούσης ζωῆς, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν πατρίδα του Ζάκυνθον, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν ἱερὰν Μονὴν τῶν Στροφάδων, ἥτις εὑρίσκεται ἀντικρὺ τῆς Ζακύνθου. Καὶ ἀπέχει μακρὰν ἕως τεσσαράκοντα μίλια. Ἐκεῖ λοιπὸν γενόμενος Μοναχός, ἔδωκε τὸν ἑαυτόν του εἰς τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας τῆς μοναδικῆς πολιτείας ὁ τρισμακάριστος, νηστεύων, ἀγρυπνῶν, προσευχόμενος, καὶ πάσας τὰς ἀρετὰς μεταχειριζόμενος, εἰς τρόπον ὅτι, ὑπερέβαινεν ὅλους τοὺς Πατέρας τῆς Μονῆς, καὶ αὐτοὺς τοὺς πλέον ἐναρετωτέρους καὶ γέροντας. Μάλιστα δὲ καὶ ἐξαιρέτως ἠγωνίζετο νὰ ἀποκτήσῃ τὴν ταπεινοφροσύνην. Διὰ τοῦτο, ἀγκαλὰ καὶ ἦτον ἀπὸ γένος λαμπρόν, ἐστοχάζετο ὅμως τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ ὅλους εὐτελέστερον καὶ ἀναξιώτερον. Ὅθεν ἐκ τῶν τοιούτων ἀρετῶν του ἀνεβιβάσθη καὶ εἰς τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης, χειροτονηθεὶς βαθμηδὸν Ἀναγνώστης, Ὑποδιάκονος, Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος. Ἐπειδὴ δὲ ἐπεθύμησε νὰ ὑπάγῃ εἰς Ἱερουσαλὴμ διὰ νὰ προσκυνήσῃ τοὺς Ἁγίους Τόπους, διὰ τοῦτο λαβὼν ἄδειαν ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα, ἐπέρασεν εἰς τὰ Δουκάνησα, ἵνα ἐκεῖθεν ἀπέλθη εὐκολώτερον εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Περιερχόμενος λοιπὸν τὰς νήσους, ἐπῆγε καὶ ἕως εἰς τὰς Ἀθήνας. Ἐκεῖ δὲ παρακαλεσθεὶς ἀπὸ τὸν Ἅγιον Ἀθηνῶν, ἔγινεν Ἀρχιεπίσκοπος Αἰγίνης, ἥτις τότε ἦτον χηρεύουσα. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ φήμη πανταχοῦ ἐκήρυττεν αὐτόν, καὶ πᾶντες ἔτρεχον διὰ νὰ ἀκούουν τὰς μελιρρύτους διδασκαλίας του, τούτου χάριν φοβούμενος ὁ ἀοίδιμος, μήπως ὁ τῶν ἀνθρώπων ἔπαινος τὸν κρημνίσῃ εἰς κενοδοξίαν, ἀφῆκεν ἄλλον διάδοχον εἰς τὸν θρόνον του, καὶ αὐτὸς ἐγύρισε πάλιν εἰς τὴν πατρίδα του Ζάκυνθον ἐν ἔτει ͵αφπθ΄ [1589]. Ταύτης δὲ τὴν προστασίαν ἐδέχθη πρόσκαιρα, διατὶ ἦτον ὑστερημένη Ἐπισκόπου. Εἶτα εὑρὼν τὸ Μοναστήριον τῆς Θεοτόκου, τὸ καλούμενον τῆς Ἀναφωνητρίας, ἐπιτήδειον διὰ ἡσυχίαν, ἐκεῖ ἐκατοίκησε, καὶ τὸ μέλι τῆς ἡσυχίας εἰργάζετο.
Εἰς τόσην δὲ ὑπερβολὴν ἀγάπης τῆς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τῆς πρὸς τὸν πλησίον ἔφθασεν ὁ ἀοίδιμος, ὥστε ὁποῦ, ὄχι μόνον ἠλέει τοὺς πτωχοὺς ἀπὸ τὰ εἰσοδήματα τοῦ Μοναστηρίου του, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τοιοῦτον κατόρθωμα ἐκατώρθωσε, τὸ ὁποῖον δυσκόλως εὑρίσκεται εἰς ἄλλον Ἅγιον. Κωνσταντῖνον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἁγίου τούτου ἐφόνευσεν ἕνας μιαρὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος διωκόμενος ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς τοῦ φονευθέντος, ἐπεριπάτει εἰς τόπους ἐρήμους. Ὅθεν, δὲν ἠξεύρω πῶς, κατέφυγε καὶ εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου, μὴ ἠξεύρωντας, ὅτι ὁ Ὅσιος ἦτον ἀδελφὸς τοῦ φονευθέντος. Βλέπωντας δὲ αὐτὸν ὅλον φοβισμένον ὁ Ἅγιος, τὸν ἐρώτησε νὰ εἰπῇ τὴν αἰτίαν τοῦ τοιούτου φόβου. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ, ὅτι ἐθανάτωσε Κωνσταντῖνον τὸν Σηκοῦρον. Τότε ὁ Ὅσιος, ἀνεστέναξε μὲν καὶ ἐδάκρυσε διὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ του, μιμούμενος ὅμως τὴν ἀνεξικακίαν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἐθάρρυνε τὸν φονέα μὲ παρηγορητικὰ λόγια. Καὶ φιλεύωντας αὐτὸν μὲ κάθε φιλοφροσύνην, τὸν ἔκρυψεν εἰς ἀπόκρυφον τόπον. Μετὰ ὀλίγον δέ, ἐλθόντων τῶν συγγενῶν τοῦ Ἅγίου καὶ διηγουμένων τὸν ἄδικον θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ του, καὶ ζητούντων τὸν φονέα, ὑπεκρίθη ὁ Ἅγιος, ὅτι δὲν εἶχεν εἴδησιν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκεῖνοι ἀνεχώρησαν, τότε ἐσυντρόφευσε τὸν φονέα ἕως εἰς τὸν αἰγιαλόν. Καὶ δίδωντας αὐτῷ ζωοτροφίαν, τὸν ἔπεμψεν εἰς ἄλλην χώραν διὰ νὰ γλυτώσῃ τὴν ζωήν του. Διὰ τὰς τοιαύτας λοιπὸν ἀρετὰς καὶ κατορθώματά του, ἠξιώθη ὁ Ἅγιος νὰ λάβῃ παρὰ Θεοῦ τὴν δύναμιν τῶν θαυμάτων, καὶ νὰ ἐνεργῇ παράδοξα τέρατα. Μέλλωντας γάρ ποτε νὰ περάσῃ ἕνα ποταμόν, καὶ εὑρὼν αὐτὸν πλημμυρισμένον, ὢ τοῦ θαύματος! ἔστησε τὸ ῥεῦμά του, καὶ οὕτω διεπέρασεν αὐτὸν ὁμοῦ μὲ τὸν ἀκολουθοῦντα τούτῳ Διάκονον. Καὶ σῶμα νεκρὸν γυναικὸς ὑπὸ ἀφορισμοῦ δεδεμένον, διὰ συγχωρητικῆς εὐχῆς διέλυσε. Τὸ ὁποῖον ὡσὰν νὰ ἦτον ζωντανόν, ἔκλινε τὴν κεφαλήν του πρότερον εἰς τὸν Ἅγιον. Εἶτα πεσὸν εἰς τὴν γῆν, διελύθη. Αὐτὸς διὰ τοῦ λόγου του ἔκαμε νὰ πιάσουν ὀψάρια πολλὰ ἐκεῖνοι οἱ ἁλιεῖς, ὁποῦ πρότερον ψαρεύοντες, δὲν ἐπίασαν τίποτε. Οὐ μόνον δὲ τὸ χάρισμα τῶν θαυμάτων εἶχεν ὁ Ὅσιος, ἀλλὰ καὶ τὸ χάρισμα τῆς διοράσεως καὶ προοράσεως. Ὅθεν καὶ τὰ μακρὰν γινόμενα ἔβλεπε. Μὲ ταῦτα λοιπὸν τὰ χαρίσματα διαλάμψας ἐν τῇ ζωῇ του, καὶ οὕτω πολιτευσάμενος, παρέδωκε τὴν ἁγίαν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, ἐν ἔτει ͵αχκδ΄ [1624], κατὰ τὴν παροῦσαν ιζ΄ τοῦ Δεκεμβρίου. Τὸ δὲ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον ἐνταφιάσθη ἐντίμως εἰς τὴν προρρηθεῖσαν Μονὴν τῶν Στροφάδων. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασεν ὀλίγος καιρός, κατὰ ἀποκάλυψιν τοῦ Ἁγίου ἀνεκομίσθη αὐτὸ ἐκ τοῦ τάφου, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὑρέθη σῶον καὶ ὁλόκληρον, καὶ πνέον εὐωδίαν οὐράνιον. Τὸ ὁποῖον ἐνήργησε καὶ ἐνεργεῖ θαύματα πάμπολλα εἰς τοὺς μετὰ πίστεως αὐτῷ πλησιάζοντας. Τώρα δὲ εὑρίσκεται εἰς τὴν πατρίδα του Ζάκυνθον, εὐλαβῶς προσκυνούμενον. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον καὶ τὴν ᾀσματικὴν Ἀκολουθίαν τοῦ Ἁγίου ὅρα εἰς τὴν ἰδιαιτέραν αὐτοῦ τετυπωμένην φυλλάδα, καὶ εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον (7).)
(7) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὸν Ἅγιον τοῦτον Διονύσιον ἐγκώμιον ἐφιλοπόνησεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία. Καὶ ἄλλο δὲ ἐγκώμιον ἐφιλοπόνησεν εἰς αὐτὸν ὁ ἀοίδιμος Ἰωάννης ὁ Μυρέων. Εὑρίσκονται δὲ ἐν τῇ Σκήτει τοῦ Προδρόμου, καὶ ἐν τῇ τῆς Ἁγίας Ἄννης.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου νέου Μάρτυρος Νικήτα (8).
Εἰ καὶ ἀθλητής ἐστιν ἐν χρόνοις νέος,
Ἴσος παλαιοῖς ἐστι Νικήτας ἄθλοις.
(8) Εἰς τοῦτον τὸν νέον Μάρτυρα Νικήταν, λόγον ἔχει ὁ μέγας λογοθέτης καὶ πρωτοβεστιάριος Θεόδωρος ὁ Μουζάλων. Σῴζεται δὲ ὁ λόγος αὐτὸς ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *