Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου17 Δεκεμβρίου

Των Αγίων τριών Παίδων, Ανανίου, Αζαρίου, και Μισαήλ, Δανιήλ του Προφήτου, Διονυσίου Ζακύνθου κ.α.

 Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιοι Τρεις ΠαίδεςΤω αυτώ μηνί ΙΖ’, μνήμη των Αγίων τριών Παίδων Ανανίου, Αζαρίου, Μισαήλ, και Δανιήλ του Προφήτου (1).

Εις τον Δανιήλ.

Ύπαρ Θεέ βλέπει σε νυν επί θρόνου,
Τμηθείς Δανιήλ ουκ όναρ καθώς πάλαι.

Εις τους τρεις Παίδας.

Ει μη θανείν τρεις Παίδες ήρων εκτόπως,
Ως του πυρός πριν, ήρχον αν και του ξίφους.

Εβδομάτη δεκάτη Δανιήλ τάμον, ον βλέπει μέλλον.

Ούτος ο μακάριος Δανιήλ ο Προφήτης ήτον από την βασιλικήν φυλήν του Ιούδα, καταγόμενος από γένος το οποίον ευρίσκετο εις την βασιλικήν δούλευσιν. Εγεννήθη δε εις την Βηθαράν την ανωτέραν. Εις καιρόν δε οπού ήτον ακόμη νήπιον, εφέρθη σκλάβος από την Ιουδαίαν εις την Βαβυλώνα. Και εκεί επροφήτευσε χρόνους εβδομήκοντα. Προέλαβε δε την Γέννησιν του Χριστού χρόνους τετρακοσίους εξήκοντα. Ήτον δε άνδρας τόσον σώφρων, ώστε οπού οι Ιουδαίοι ενόμιζον, ότι είναι ευνούχος. Πολλά δε επένθησε δια την σκλαβίαν των ομοφύλων του Εβραίων. Και ενήστευσεν από κάθε φαγητόν επιθυμητόν. Και ήτον ξηρός μεν κατά το είδος του σώματος, εφαίνετο όμως πολλά ωραίος με την χάριν του υψίστου Θεού. Οι δε Άγιοι τρεις Παίδες, ήτον από την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ, υιοί πατρός μεν Εζεκίου του βασιλέως, μητρός δε Καλλινίκης (2). Ο δε πατήρ αυτών Εζεκίας ασθενήσας και ειπών προς Θεόν μετά δακρύων, ότι εφύλαξε τα αρεστά ενώπιον αυτού, δια τούτο έλαβε προσθήκην της ζωής δεκαπέντε χρόνους. Όταν δε η πόλις των Ιεροσολύμων εσκλαβώθη από τον Ναβουχοδονόσορ, βασιλέα των Βαβυλωνίων και Ασσυρίων, επήγαν και οι τρεις ούτοι Παίδες σκλάβοι εις την Βαβυλώνα, ομού με τον Προφήτην Δανιήλ. Εκεί δε κατεστάθησαν επιστάται των πραγμάτων του βασιλέως δια την αρετήν τους και φρονιμάδα. Και μάλιστα δια την μεσιτείαν του Δανιήλ (3). Επειδή δε αυτοί εκαταφρόνησαν την χρυσήν εικόνα του βασιλέως, την οποίαν εις τον κάμπον Δεηρά, επρόσταξε να προσκυνούν όλοι οι λαοί, δια τούτο εβάλθησαν εις την κάμινον, την επταπλασίως καιομένην. Μέσα εις την οποίαν δροσιζόμενοι από την κατάβασιν του θείου Αγγέλου, έψαλλον τον παγκόσμιον ύμνον, συγκαλούντες όλα τα κτίσματα εις δοξολογίαν Θεού. Τότε βλέπων ο βασιλεύς το παράδοξον αυτό θαύμα, ωμολόγησεν ότι είναι μέγας Θεός ο υπ’ αυτών προσκυνούμενος.

Ο δε θείος Δανιήλ, και μόλον οπού συνέζησε και συνετράφη με τους ανωτέρω τρεις Παίδας, και έγινεν αίτιος εις το να τιμηθούν δια της μεσιτείας του, ως είπομεν, και μόλον, λέγω, οπού ο Δανιήλ ήτον τόσον οικείος με τους τρεις Παίδας, δεν εβάλθη όμως μαζί με αυτούς εις την κάμινον. Τούτο γαρ δεν αναφέρει η θεία Γραφή. Η αφορμή δε δια την οποίαν δεν εβάλθη εις την κάμινον είναι αυτή, καθώς φαίνεται εις εμένα και εις την αλήθειαν. Επειδή γαρ ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ έβαλεν όνομα εις τον Δανιήλ το, Βαλτάσαρ, ως γέγραπται: «Και ο βασιλεύς επέθηκεν όνομα αυτώ Βαλτάσαρ» (Δαν. ε’, 12), το δε όνομα αυτό ήτον γνώρισμα τιμής υπερεχούσης και όνομα Θεού, καθώς γέγραπται, «Έως ου ήλθε Δανιήλ, ου το όνομα Βαλτάσαρ, κατά το όνομα του Θεού μου» (Δαν. δ’, 3). Επειδή λέγω το όνομα του Δανιήλ ήτον Θεού όνομα, τούτου χάριν, δια να μην φανή εις τους Πέρσας τους θεόν νομίζοντας το πυρ, ότι έσβυσε την φλόγα της καμίνου ο των Βαβυλωνίων θεός, ο καλούμενος Βαλτάσαρ, δια τούτο οικονομήθη παρά της θείας Προνοίας να μη βαλθή εις την κάμινον μαζί με τους τρεις Παίδας ο Προφήτης Δανιήλ, ο έχων το όνομα τούτο. Αλλ’ ουδέ εις την ιστορίαν την περί της καμίνου διηγουμένην, αναφέρεται όλως ο Δανιήλ. Οι δε άλλοι τρεις Παίδες, αφ’ ου ελυτρώθησαν παραδόξως και υπερφυσικώς από την κάμινον του πυρός, πάλιν απεκατεστάθησαν εις την προτέραν τους δόξαν. Και περάσαντες την ζωήν τους έντιμον, ετελεύτησαν εν ειρήνη μαζί με τον Προφήτην Δανιήλ.

Λέγουσι δέ τινες, ότι μετά τον θάνατον του Ναβουχοδονόσορ, και των λοιπών βασιλέων, οι οποίοι ετίμων τους τρεις Παίδας, έγινεν άλλος βασιλεύς, Αττικός ονομαζόμενος. Ο οποίος εξετάσας τους τρεις Αγίους τούτους, και ελεγχθείς από αυτούς δια την ασέβειάν του, επρόσταξε να κοπή η κεφαλή του Αγίου Μισαήλ. Την οποίαν εδέχθη ο Άγιος Αζαρίας απλώσας το φιβλατόριόν του, ήγουν το επανωφόρι του (φίβλα γαρ λατινικά λέγεται η πόρπη και το επανωφόρι (4)). Ομοίως επρόσταξε να κοπή και η κεφαλή του Αγίου Αζαρίου, την οποίαν εδέχθη ο θείος Ανανίας. Ύστερον δε και αυτός ο Ανανίας απεκεφαλίσθη. Λέγουσι δε και τούτο, ότι αφ’ ου εκόπησαν αι τίμιαι κεφαλαί των τριών, πάλιν εκόλλησαν με τα σώματά των. Άγγελος δε Κυρίου επήρε τα λείψανά των, και τα επήγεν εις το όρος Γεβάλ, και εκεί τους έβαλεν υποκάτω εις μίαν πέτραν. Αφ’ ου δε επέρασαν τετρακόσιοι χρόνοι, ανέστησαν και αυτοί, όταν ο Κύριος ανέστη εκ του τάφου μαζί με τους άλλους προπάτορας. Ύστερον δε πάλιν απέθανον.

Τελείται δε η αυτών Σύναξις εν τη αγιωτάτη μεγάλη Εκκλησία. Τούτων των τεσσάρων την μνήμην παρελάβομεν από τους θεοφόρους Πατέρας να εορτάζωμεν, προτίτερα από επτά ημέρας της κατά σάρκα γεννήσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Επειδή και αυτοί, ως νομίζω, ήτον από την βασιλικήν φυλήν του Ιούδα, από την οποίαν εκατάγετο και ο Κύριος ημών κατά το ανθρώπινον (5). (Τον κατά πλάτος Βίον αυτών όρα εις τον Νέον Θησαυρόν, Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως, και εις τους Μαργαρίτας. Το δε προς αυτούς υπόμνημα του Μεταφραστού, ούτως άρχεται: «Άρτι Ναβουχοδονόσορ». Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις.)

(1) Σημείωσαι, ότι εις τους τρεις Παίδας τούτους και εις την βαβυλωνίαν κάμινον, λόγον συνέγραψεν ο Χρυσοστομικός του Ιωάννου κάλαμος, ου η αρχή· «Καινόν, ως αληθώς, και μέγιστον ευσεβείας θέατρον, η των τριών Παίδων συνεστήσατο χορεία». (Σώζεται εν τω πέμπτω τόμω της εν Ετόνη εκδόσεως.) Ομοίως και άλλον λόγον ούτος συνέγραψεν εις τον Δανιήλ και εις τους τρεις Παίδας, ου η αρχή· «Φαιδρά σήμερον ημίν η πανήγυρις και λαμπροτέρα του συνήθους». (Σώζεται εν τω Πρωτάτω.) Αλλά και Εφραίμ ο Σύρος λόγον έχει εις τον Δανιήλ και εις τους τρεις Παίδας τούτους, ου η αρχή· «Φέρε δη διασκεψώμεθα τα κατά τον Προφήτην Δανιήλ» (τομ. β’, της εν Ρώμη εκδόσεως).

(2) Και ο Αλέξανδρος δε εις τα Ιουδαϊκά μαρτυρεί, ότι οι τρεις Παίδες ούτοι εκατάγοντο από γένος βασιλικόν (σελ. 290).

(3) Ούτω γαρ γέγραπται· «Και Δανιήλ ητήσατο παρά του βασιλέως και κατέστησεν επί τα έργα της χώρας Βαβυλώνος τον Σεδράχ, Μισάχ, και Αυδεναγώ· και Δανιήλ ην εν τη αυλή του βασιλέως» (Δαν. β’, 49).

(4) Παρά δε τω Βαρίνω φαίνεται ότι η φίβλα λατινικώς, και η πόρπη ελληνικώς, είναι είδος όπλου. Το οποίον ομοιάζει με την ασπίδα: ήτοι με το σκουτάρι.

(5) Περί του Δανιήλ ταύτα γράφει ο Αλέξανδρος εις τα Ιουδαϊκά, ότι αυτός ετελεύτησε κατά τον πρώτον χρόνον του βασιλέως Κύρου. Πλην έφθασε και έως εις τον τρίτον χρόνον αυτού ως γέγραπται· «Εν έτει τρίτω Κύρου βασιλέως Περσών λόγος απεκαλύφθη τω Δανιήλ» (Δαν. ι’, 1), και ότι ετάφη εις την Βαβυλώνα. Ούτω γαρ είπεν ο Άγγελος προς αυτόν· «Και συ δεύρο και αναπαύου. Έτι γαρ ημέραι και ώραι εις αναπλήρωσιν συντελείας, και αναστήση εις τον κλήρον σου εις συντέλειαν ημερών» (Δαν. ιβ’, 13). Σημείωσαι, ότι το λείψανον του Προφήτου Δανιήλ η Αγία Ελένη έφερε μαζί της εις την Κωνσταντινούπολιν, όταν εγύρισεν από τα Ιεροσόλυμα (και όρα σελ. 102 της Δωδεκαβίβλου). Και τούτο δε σημείωσαι, ότι μόνος ο Προφήτης ούτος Δανιήλ προείπεν εις πόσους χρόνους ωρισμένως έχει να έλθη και να σταυρωθή ο Χριστός, ήγουν μετά τετρακοσίους εννενήκοντα. Και σαφέστερον από όλους τους Προφήτας αυτός προεκήρυξε τον θάνατον του Χριστού. Ούτω γαρ γράφεται εις το νυν σωζόμενον Εβραϊκόν· «Και μετά τας εβδομάδας τας εξηκονταδύω, εκκοπήσεται ο Μεσσίας (ήγουν ο Χριστός), αλλ’ ουχ’ εαυτώ». Τουτέστιν ουχ’ υπέρ εαυτού, αλλ’ υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων (Δαν. θ’, 26). Ο δε Ιερώνυμος λέγει ότι τον Δανιήλ αναγινώσκει η Εκκλησία εκ της μεταφράσεως του Θεοδοτίωνος, διατί ευρήκε συγκεχυμένην την των Εβδομήκοντα, η οποία μήτε σώζεται, και ταύτα μεν και άλλοι πολλοί λέγουσιν. Ο δε σοφός κύριος Νικηφόρος Θεοτόκης, εν ταις υποσημειώσεσι της ανασκευής της τελευταίον διερμηνευθείσης Διαθήκης, δια πολλών αποδεικνύει, ότι η ταις κοιναίς ελληνικαίς εκδόσεσι της θείας Γραφής συνεκδεδομένη του Δανιήλ βίβλος, αυτή εστιν η των Εβδομήκοντα μετάφρασις. Και ουχί δηλονότι η του Μαρκιωνιστού Θεοδοτίωνος. Ουδέ η νεωστί αναφανείσα εκ του Κισιανού Κώδικος. Πρόσθες και τούτο, ότι τας προφητείας του Δανιήλ τας περί του Μακεδόνος Αλεξάνδρου, επρόσφερεν ο Αρχιερεύς Ίαδδος, και οι Ιερείς, τω βασιλεί Αλεξάνδρω, όταν επήγεν εις την Ιερουσαλήμ, ως μαρτυρεί ο Ιώσηπος.

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Οσιομαρτύρων Πατερμουθίου, Κόπρι, και Αλεξάνδρου.

Εις τον Πατερμούθιον και Κόπριν.

Κοινωνός ώφθην και βίου σοι και ξίφους,
Πάτερ Πατερμούθιε κραυγάζει Κόπρις.

Εις τον Αλέξανδρον.

Αγώνος Αλέξανδρε διπλού λαμβάνεις,
Ασκήσεως τομής τε διπλά και στέφη.

Ούτοι οι Άγιοι ήθλησαν κατά τους χρόνους Ιουλιανού του παραβάτου εν έτει τξα’ [361], πρότερον διαπεράσαντες την ζωήν τους εν ησυχία εις την έρημον την ευρισκομένην κατά την Αίγυπτον. Πηγαίνωντας γαρ ο παραβάτης δια να πολεμήση τους Πέρσας, έμαθε δια τους Οσίους τούτους. Όθεν έστειλε και τους έφερεν έμπροσθέν του. Ερώτησε λοιπόν πρώτον τον Πατερμούθιον, πόσων χρόνων είναι. Αφ’ ου δε εκείνος απεκρίθη, ότι είναι τεσσαρακονταπέντε, εύγαλεν αυτόν έξω. Είτα πέρνει τον Όσιον Κόπριν, και διαφόρους μηχανάς και κολακείας μεταχειρισθείς ο πανουργότατος, έπεισεν αυτόν να αρνηθή, φευ! τον Χριστόν. Ύστερον δε ο Πατερμούθιος ενθυμίσας αυτόν τας νηστείας και προσευχάς και τους άλλους αγώνας οπού εδοκίμασεν εις την άσκησιν, τον επίστρεψε πάλιν εις την του Χριστού πίστιν.

Τούτο δε μαθών ο παραβάτης, επρόσταξε να κόψουν την γλώσσαν του Αγίου Κόπρι, και να βάλουν αυτόν επάνω εις εσχάραν πεπυρωμένην. Φερόμενος δε εις την εσχάραν, και βλέπωντας αυτήν σπιθοβολούσαν, εδειλίασεν. Όθεν ενδυναμωθείς πάλιν από τον Άγιον Πατερμούθιον, εβάλθη μαζί με αυτόν επάνω εις την εσχάραν. Και υπό της θείας χάριτος έμειναν και οι δύω αβλαβείς. Έπειτα ερρίφθησαν και οι δύω εις καμίνι αναμμένον. Μαζί δε με τους δύω αυτούς, εμβήκεν εις το καμίνι και ο Μοναχός Αλέξανδρος, και ωμολόγησε παρρησία τον Χριστόν. Επειδή δε και οι τρεις ευγήκαν από την κάμινον αβλαβείς, δια τούτο κατά προσταγήν του τυράννου, απεκεφαλίσθησαν. Και ούτως έλαβον οι αοίδιμοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.

*

Μνήμη του Οσίου και αειμνήστου Δουναλέ του Ομολογητού, του μετονομασθέντος Στεφάνου.

Στολαίς Στέφανος αρετών εστεμμένος,
Λαμπρός τις ήκει προς στεφάνους τους άνω.

Ούτος ήτον άρχων της εδικής του χώρας, η οποία είναι νησίον, από άλλους μεν, ονομαζόμενον Νιβερτίς, από άλλους δε, Βερρόη. Βρεχόμενον μεν, από τον ωκεανόν, ευρισκόμενον δε κοντά εις τα Γάδειρα, ήγουν εις τον λαιμόν της γης τον εν τη Ισπανία κείμενον. Ούτος λοιπόν είχε πλούτον πολύν, και ανετράφη με ευσεβή πίστιν και χριστιανικώτατα δόγματα, ζων περισσότερον εις τον Θεόν, παρά εις τους ανθρώπους. Όθεν όλα του κόσμου τα πράγματα σκύβαλα λογισάμενος ο αοίδιμος, αφήκε την εξουσίαν εις τους υιούς του. Και πηγαίνωντας εις την Ρώμην, ενδύεται το μοναχικόν σχήμα, το του σταυροφόρου δηλαδή. Έπειτα αναχωρώντας από εκεί, πηγαίνει εις την περίφημον Κωνσταντινούπολιν. Και συνομιλεί με τον Κωνσταντίνον και Ρωμανόν τους Πορφυρογεννήτους βασιλείς, εν έτει Ϡιθ’, ήτοι 919, από τους οποίους στέλλεται εις τα Ιεροσόλυμα, (επειδή τούτο το ζήτημα εζήτησεν αυτός από εκείνους, το να σταλθή δηλαδή). Πηγαίνωντας δε εκεί, λαμβάνει το μέγα και αγγελικόν σχήμα από τον τότε Πατριάρχην των Ιεροσολύμων Χριστόδουλον καλούμενον, και από Δουναλέ μετονομάζεται Στέφανος (6).

Πολλάς δε ύβρεις και δαρμούς λαμβάνει από τους Σαρακηνούς ο μακάριος, δια τι είχε τριγύρω περικομμένον το γένειόν του. Από τα Ιεροσόλυμα δε, πηγαίνει εις το Μισήρι. Και εκεί κρατηθείς, εβάλθη εις την φυλακήν ομού με τους δύω Ιερείς οπού τον ηκολούθουν. Και αφ’ ου έμεινεν εκεί εξ μήνας, ταλαιπωρούμενος με πείναν και δίψαν και με τας άλλας κακοπαθείας της φυλακής, στέλλεται εις τον αμηράν του Μισηρίου. Από τον οποίον δεθείς με βαρύτατα δεσμά, ηναγκάζετο ο αοίδημος να αρνηθή τον Χριστόν. Επειδή δε εις τούτο αντίλεγε στερρώς και δεν ενικάτο, αλλά ωμολόγει παρρησία τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, δια τούτο ετιμωρήθη με περισσοτέρας από το πρώτον πληγάς και βασανιστήρια. Από τα οποία κακοπαθήσας, έπεσεν εις ασθένειαν ο τρισόλβιος. Δια μέσου δε της ασθενείας αφήκε την παρούσαν πρόσκαιρον ζωήν, και επήγεν εις την άνω και την αιώνιον, αφ’ ου πρώτον εμηνύθη εις αυτόν παρά Θεού η εδική του κοίμησις.

(6) Σημειούμεν ενταύθα, ότι αγκαλά και ο Δουναλέ ούτος, και Αθανάσιος ο εν τω Άθω, και Λουκάς ο εν τω Στειρίω όρει, και άλλοι, έλαβον πρώτον το μικρόν σχήμα, έπειτα το μέγα, κατά διαφόρους καιρούς· αλλ’ όμως τα σπάνια νόμος της Εκκλησίας ου γίνονται, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον. Επειδή γαρ το σχήμα των Μοναχών είναι εν, ώσπερ και το Βάπτισμα, καθώς αποφαίνεται ο Στουδίτης Θεόδωρος, ο εν τοις τοιούτοις γνώμων και κανών: δια τούτο και μίαν φοράν πρέπει να τελήται, και ουχί δύω, ήτοι άπαξ πρέπει να γίνεταί τινας Μεγαλόσχημος. Όρα περί τούτου εις την θ’ υπόθεσιν περί του σχήματος των Μοναχών, μετά τους κανόνας του Νηστευτού εν τω ημετέρω Νέω Εξομολογηταρίω.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Ίακχος ξίφει τελειούται.

Ίακχε κρατύνθητι και τμηθείς κάραν,
Τμηθείσιν εγγράφηθι και στέφου κάραν.

*

Άγιος Διονύσιος ο ΝέοςΟ εν Αγίοις Πατήρ ημών Διονύσιος ο Νέος, ο εκ Ζακύνθου μεν ορμώμενος, Αρχιεπίσκοπος δε Αιγίνης γενόμενος, εν ειρήνη τελειούται.

Λιπών τα της γης νυν κατοικεί εν πόλω,
Κλέος Ζακύνθου Διονύσιος Νέος.

Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Διονύσιος εκατάγετο από την νήσον της Ζακύνθου, υιός ων γονέων πλουσίων και ευγενών, Μωκίου του επικαλουμένου Σηκούρου, και Παυλίνας, της εκ του γένους των Βαλβίων καταγομένης. Αφ’ ου δε έμαθεν ικανώς τα ιερά γράμματα, και εξ αυτών εφωτίσθη εις το να γνωρίση την ματαιότητα του παρόντος κόσμου, τότε καταφρονήσας ηδονάς, πλούτον, δόξαν, και κάθε απόλαυσιν της παρούσης ζωής, ανεχώρησεν από την πατρίδα του Ζάκυνθον, και επήγεν εις την ιεράν Μονήν των Στροφάδων, ήτις ευρίσκεται αντικρύ της Ζακύνθου. Και απέχει μακράν έως τεσσαράκοντα μίλια. Εκεί λοιπόν γενόμενος Μοναχός, έδωκε τον εαυτόν του εις τους πνευματικούς αγώνας της μοναδικής πολιτείας ο τρισμακάριστος, νηστεύων, αγρυπνών, προσευχόμενος, και πάσας τας αρετάς μεταχειριζόμενος, εις τρόπον ότι, υπερέβαινεν όλους τους Πατέρας της Μονής, και αυτούς τους πλέον εναρετωτέρους και γέροντας. Μάλιστα δε και εξαιρέτως ηγωνίζετο να αποκτήση την ταπεινοφροσύνην. Δια τούτο, αγκαλά και ήτον από γένος λαμπρόν, εστοχάζετο όμως τον εαυτόν του από όλους ευτελέστερον και αναξιώτερον. Όθεν εκ των τοιούτων αρετών του ανεβιβάσθη και εις το αξίωμα της Ιερωσύνης, χειροτονηθείς βαθμηδόν Αναγνώστης, Υποδιάκονος, Διάκονος και Πρεσβύτερος. Επειδή δε επεθύμησε να υπάγη εις Ιερουσαλήμ δια να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους, δια τούτο λαβών άδειαν από την αδελφότητα, επέρασεν εις τα Δουκάνησα, ίνα εκείθεν απέλθη ευκολώτερον εις τα Ιεροσόλυμα. Περιερχόμενος λοιπόν τας νήσους, επήγε και έως εις τας Αθήνας. Εκεί δε παρακαλεσθείς από τον Άγιον Αθηνών, έγινεν Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης, ήτις τότε ήτον χηρεύουσα. Αλλ’ επειδή η φήμη πανταχού εκήρυττεν αυτόν, και πάντες έτρεχον δια να ακούουν τας μελιρρύτους διδασκαλίας του, τούτου χάριν φοβούμενος ο αοίδιμος, μήπως ο των ανθρώπων έπαινος τον κρημνίση εις κενοδοξίαν, αφήκεν άλλον διάδοχον εις τον θρόνον του, και αυτός εγύρισε πάλιν εις την πατρίδα του Ζάκυνθον εν έτει ͵αφπθ’ [1589]. Ταύτης δε την προστασίαν εδέχθη πρόσκαιρα, διατί ήτον υστερημένη Επισκόπου. Είτα ευρών το Μοναστήριον της Θεοτόκου, το καλούμενον της Αναφωνητρίας, επιτήδειον δια ησυχίαν, εκεί εκατοίκησε, και το μέλι της ησυχίας ειργάζετο.

Εις τόσην δε υπερβολήν αγάπης της προς τον Θεόν και της προς τον πλησίον έφθασεν ο αοίδιμος, ώστε οπού, όχι μόνον ηλέει τους πτωχούς από τα εισοδήματα του Μοναστηρίου του, αλλά ακόμη και τοιούτον κατόρθωμα εκατώρθωσε, το οποίον δυσκόλως ευρίσκεται εις άλλον Άγιον. Κωνσταντίνον τον αδελφόν του Αγίου τούτου εφόνευσεν ένας μιαρός άνθρωπος, ο οποίος διωκόμενος από τους συγγενείς του φονευθέντος, επεριπάτει εις τόπους ερήμους. Όθεν, δεν ηξεύρω πώς, κατέφυγε και εις το Μοναστήριον του Αγίου, μη ηξεύρωντας, ότι ο Όσιος ήτον αδελφός του φονευθέντος. Βλέπωντας δε αυτόν όλον φοβισμένον ο Άγιος, τον ερώτησε να ειπή την αιτίαν του τοιούτου φόβου. Ο δε είπεν αυτώ, ότι εθανάτωσε Κωνσταντίνον τον Σηκούρον. Τότε ο Όσιος, ανεστέναξε μεν και εδάκρυσε δια τον θάνατον του αδελφού του, μιμούμενος όμως την ανεξικακίαν του Δεσπότου Χριστού, εθάρρυνε τον φονέα με παρηγορητικά λόγια. Και φιλεύωντας αυτόν με κάθε φιλοφροσύνην, τον έκρυψεν εις απόκρυφον τόπον. Μετά ολίγον δε, ελθόντων των συγγενών του Άγίου και διηγουμένων τον άδικον θάνατον του αδελφού του, και ζητούντων τον φονέα, υπεκρίθη ο Άγιος, ότι δεν είχεν είδησιν. Αφ’ ου δε εκείνοι ανεχώρησαν, τότε εσυντρόφευσε τον φονέα έως εις τον αιγιαλόν. Και δίδωντας αυτώ ζωοτροφίαν, τον έπεμψεν εις άλλην χώραν δια να γλυτώση την ζωήν του. Δια τας τοιαύτας λοιπόν αρετάς και κατορθώματά του, ηξιώθη ο Άγιος να λάβη παρά Θεού την δύναμιν των θαυμάτων, και να ενεργή παράδοξα τέρατα. Μέλλωντας γάρ ποτε να περάση ένα ποταμόν, και ευρών αυτόν πλημμυρισμένον, ω του θαύματος! έστησε το ρεύμα του, και ούτω διεπέρασεν αυτόν ομού με τον ακολουθούντα τούτω Διάκονον. Και σώμα νεκρόν γυναικός υπό αφορισμού δεδεμένον, δια συγχωρητικής ευχής διέλυσε. Το οποίον ωσάν να ήτον ζωντανόν, έκλινε την κεφαλήν του πρότερον εις τον Άγιον. Είτα πεσόν εις την γην, διελύθη. Αυτός δια του λόγου του έκαμε να πιάσουν οψάρια πολλά εκείνοι οι αλιείς, οπού πρότερον ψαρεύοντες, δεν επίασαν τίποτε. Ου μόνον δε το χάρισμα των θαυμάτων είχεν ο Όσιος, αλλά και το χάρισμα της διοράσεως και προοράσεως. Όθεν και τα μακράν γινόμενα έβλεπε. Με ταύτα λοιπόν τα χαρίσματα διαλάμψας εν τη ζωή του, και ούτω πολιτευσάμενος, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, εν έτει ͵αχκδ’ [1624], κατά την παρούσαν ιζ’ του Δεκεμβρίου. Το δε άγιον αυτού λείψανον ενταφιάσθη εντίμως εις την προρρηθείσαν Μονήν των Στροφάδων. Αφ’ ου δε επέρασεν ολίγος καιρός, κατά αποκάλυψιν του Αγίου ανεκομίσθη αυτό εκ του τάφου, και ω του θαύματος! ευρέθη σώον και ολόκληρον, και πνέον ευωδίαν ουράνιον. Το οποίον ενήργησε και ενεργεί θαύματα πάμπολλα εις τους μετά πίστεως αυτώ πλησιάζοντας. Τώρα δε ευρίσκεται εις την πατρίδα του Ζάκυνθον, ευλαβώς προσκυνούμενον. (Τον κατά πλάτος Βίον και την ασματικήν Ακολουθίαν του Αγίου όρα εις την ιδιαιτέραν αυτού τετυπωμένην φυλλάδα, και εις το Νέον Λειμωνάριον (7).)

(7) Σημείωσαι, ότι εις τον Άγιον τούτον Διονύσιον εγκώμιον εφιλοπόνησεν η εμή αδυναμία. Και άλλο δε εγκώμιον εφιλοπόνησεν εις αυτόν ο αοίδιμος Ιωάννης ο Μυρέων. Ευρίσκονται δε εν τη Σκήτει του Προδρόμου, και εν τη της Αγίας Άννης.

*

Μνήμη του Αγίου νέου Μάρτυρος Νικήτα (8).

Ει και αθλητής εστιν εν χρόνοις νέος,
Ίσος παλαιοίς εστι Νικήτας άθλοις.

(8) Εις τούτον τον νέον Μάρτυρα Νικήταν, λόγον έχει ο μέγας λογοθέτης και πρωτοβεστιάριος Θεόδωρος ο Μουζάλων. Σώζεται δε ο λόγος αυτός εν τη Μεγίστη Λαύρα, του εν Αγίοις Πατρός ημών Αθανασίου του εν τω Άθω.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιοι Τρεις ΠαίδεςΤ ατ μην ΙΖ΄, μνήμη τν γίων τριν Παίδων νανίου, ζαρίου, Μισαήλ, κα Δανιλ το Προφήτου (1).

Ες τν Δανιήλ.

παρ Θε βλέπει σε νν π θρόνου,
Τμηθες Δανιλ οκ ναρ καθς πάλαι.

Ες τος τρες Παδας.

Ε μ θανεν τρες Παδες ρων κτόπως,
ς το πυρς πρίν, ρχον ν κα το ξίφους.

βδομάτ δεκάτ Δανιλ τάμον, ν βλέπει μέλλον.

Οτος μακάριος Δανιλ Προφήτης τον π τν βασιλικν φυλν το ούδα, καταγόμενος π γένος τ ποον ερίσκετο ες τν βασιλικν δούλευσιν. γεννήθη δ ες τν Βηθαρν τν νωτέραν. Ες καιρν δ πο τον κόμη νήπιον, φέρθη σκλάβος π τν ουδαίαν ες τν Βαβυλνα. Κα κε προφήτευσε χρόνους βδομήκοντα. Προέλαβε δ τν Γέννησιν το Χριστο χρόνους τετρακοσίους ξήκοντα. τον δ νδρας τόσον σώφρων, στε πο ο ουδαοι νόμιζον, τι εναι ενοχος. Πολλ δ πένθησε δι τν σκλαβίαν τν μοφύλων του βραίων. Κα νήστευσεν π κάθε φαγητν πιθυμητόν. Κα τον ξηρς μν κατ τ εδος το σώματος, φαίνετο μως πολλ ραος μ τν χάριν το ψίστου Θεο. Ο δ γιοι τρες Παδες, τον π τν γίαν πόλιν ερουσαλήμ, υο πατρς μν ζεκίου το βασιλέως, μητρς δ Καλλινίκης (2). δ πατρ ατν ζεκίας σθενήσας κα επν πρς Θεν μετ δακρύων, τι φύλαξε τ ρεστ νώπιον ατο, δι τοτο λαβε προσθήκην τς ζως δεκαπέντε χρόνους. ταν δ πόλις τν εροσολύμων σκλαβώθη π τν Ναβουχοδονόσορ, βασιλέα τν Βαβυλωνίων κα σσυρίων, πγαν κα ο τρες οτοι Παδες σκλάβοι ες τν Βαβυλνα, μο μ τν Προφήτην Δανιήλ. κε δ κατεστάθησαν πιστάται τν πραγμάτων το βασιλέως δι τν ρετήν τους κα φρονιμάδα. Κα μάλιστα δι τν μεσιτείαν το Δανιήλ (3). πειδ δ ατο καταφρόνησαν τν χρυσν εκόνα το βασιλέως, τν ποίαν ες τν κάμπον Δεηρ, πρόσταξε ν προσκυνον λοι ο λαοί, δι τοτο βάλθησαν ες τν κάμινον, τν πταπλασίως καιομένην. Μέσα ες τν ποίαν δροσιζόμενοι π τν κατάβασιν το θείου γγέλου, ψαλλον τν παγκόσμιον μνον, συγκαλοντες λα τ κτίσματα ες δοξολογίαν Θεο. Τότε βλέπων βασιλες τ παράδοξον ατ θαμα, μολόγησεν τι εναι μέγας Θες π’ ατν προσκυνούμενος.

δ θεος Δανιήλ, κα μλον πο συνέζησε κα συνετράφη μ τος νωτέρω τρες Παδας, κα γινεν ατιος ες τ ν τιμηθον δι τς μεσιτείας του, ς επομεν, κα μλον, λέγω, πο Δανιλ τον τόσον οκεος μ τος τρες Παδας, δν βάλθη μως μαζ μ ατος ες τν κάμινον. Τοτο γρ δν ναφέρει θεία Γραφή. φορμ δ δι τν ποίαν δν βάλθη ες τν κάμινον εναι ατή, καθς φαίνεται ες μένα κα ες τν λήθειαν. πειδ γρ βασιλες Ναβουχοδονόσορ βαλεν νομα ες τν Δανιλ τ, Βαλτάσαρ, ς γέγραπται: «Κα βασιλες πέθηκεν νομα ατ Βαλτάσαρ» (Δαν. ε΄, 12), τ δ νομα ατ τον γνώρισμα τιμς περεχούσης κα νομα Θεο, καθς γέγραπται, «ως ο λθε Δανιήλ, ο τ νομα Βαλτάσαρ, κατ τ νομα το Θεο μου» (Δαν. δ΄, 3). πειδ λέγω τ νομα το Δανιλ τον Θεο νομα, τούτου χάριν, δι ν μν φαν ες τος Πέρσας τος θεν νομίζοντας τ πρ, τι σβυσε τν φλόγα τς καμίνου τν Βαβυλωνίων θεός, καλούμενος Βαλτάσαρ, δι τοτο οκονομήθη παρ τς θείας Προνοίας ν μ βαλθ ες τν κάμινον μαζ μ τος τρες Παδας Προφήτης Δανιήλ, χων τ νομα τοτο. λλ’ οδ ες τν στορίαν τν περ τς καμίνου διηγουμένην, ναφέρεται λως Δανιήλ. Ο δ λλοι τρες Παδες, φ’ ο λυτρώθησαν παραδόξως κα περφυσικς π τν κάμινον το πυρός, πάλιν πεκατεστάθησαν ες τν προτέραν τους δόξαν. Κα περάσαντες τν ζωήν τους ντιμον, τελεύτησαν ν ερήν μαζ μ τν Προφήτην Δανιήλ.

Λέγουσι δέ τινες, τι μετ τν θάνατον το Ναβουχοδονόσορ, κα τν λοιπν βασιλέων, ο ποοι τίμων τος τρες Παδας, γινεν λλος βασιλεύς, ττικς νομαζόμενος. ποος ξετάσας τος τρες γίους τούτους, κα λεγχθες π ατος δι τν σέβειάν του, πρόσταξε ν κοπ κεφαλ το γίου Μισαήλ. Τν ποίαν δέχθη γιος ζαρίας πλώσας τ φιβλατόριόν του, γουν τ πανωφόρι του (φίβλα γρ λατινικ λέγεται πόρπη κα τ πανωφόρι (4)). μοίως πρόσταξε ν κοπ κα κεφαλ το γίου ζαρίου, τν ποίαν δέχθη θεος νανίας. στερον δ κα ατς νανίας πεκεφαλίσθη. Λέγουσι δ κα τοτο, τι φ’ ο κόπησαν α τίμιαι κεφαλα τν τριν, πάλιν κόλλησαν μ τ σώματά των. γγελος δ Κυρίου πρε τ λείψανά των, κα τ πγεν ες τ ρος Γεβάλ, κα κε τος βαλεν ποκάτω ες μίαν πέτραν. φ’ ο δ πέρασαν τετρακόσιοι χρόνοι, νέστησαν κα ατοί, ταν Κύριος νέστη κ το τάφου μαζ μ τος λλους προπάτορας. στερον δ πάλιν πέθανον.

Τελεται δ ατν Σύναξις ν τ γιωτάτ μεγάλ κκλησί. Τούτων τν τεσσάρων τν μνήμην παρελάβομεν π τος θεοφόρους Πατέρας ν ορτάζωμεν, προτίτερα π πτ μέρας τς κατ σάρκα γεννήσεως το Κυρίου κα Θεο κα Σωτρος μν ησο Χριστο. πειδ κα ατοί, ς νομίζω, τον π τν βασιλικν φυλν το ούδα, π τν ποίαν κατάγετο κα Κύριος μν κατ τ νθρώπινον (5). (Τν κατ πλάτος Βίον ατν ρα ες τν Νέον Θησαυρόν, Κυριακ πρ τς Χριστο Γεννήσεως, κα ες τος Μαργαρίτας. Τ δ πρς ατος πόμνημα το Μεταφραστο, οτως ρχεται: «ρτι Ναβουχοδονόσορ». Σζεται ν τ Λαύρ, ν τ Μον τν βήρων κα ν λλαις.)

(1) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τοὺς τρεῖς Παῖδας τούτους καὶ εἰς τὴν βαβυλωνίαν κάμινον, λόγον συνέγραψεν ὁ Χρυσοστομικὸς τοῦ Ἰωάννου κάλαμος, οὗ ἡ ἀρχή· «Καινόν, ὡς ἀληθῶς, καὶ μέγιστον εὐσεβείας θέατρον, ἡ τῶν τριῶν Παίδων συνεστήσατο χορεία». (Σῴζεται ἐν τῷ πέμπτῳ τόμῳ τῆς ἐν Ἐτόνῃ ἐκδόσεως.) Ὁμοίως καὶ ἄλλον λόγον οὗτος συνέγραψεν εἰς τὸν Δανιὴλ καὶ εἰς τοὺς τρεῖς Παῖδας, οὗ ἡ ἀρχή· «Φαιδρὰ σήμερον ἡμῖν ἡ πανήγυρις καὶ λαμπροτέρα τοῦ συνήθους». (Σῴζεται ἐν τῷ Πρωτάτῳ.) Ἀλλὰ καὶ Ἐφραὶμ ὁ Σύρος λόγον ἔχει εἰς τὸν Δανιὴλ καὶ εἰς τοὺς τρεῖς Παῖδας τούτους, οὗ ἡ ἀρχή· «Φέρε δὴ διασκεψώμεθα τὰ κατὰ τὸν Προφήτην Δανιήλ» (τόμ. β΄, τῆς ἐν Ῥώμῃ ἐκδόσεως).

(2) Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος δὲ εἰς τὰ Ἰουδαϊκὰ μαρτυρεῖ, ὅτι οἱ τρεῖς Παῖδες οὗτοι ἐκατάγοντο ἀπὸ γένος βασιλικόν (σελ. 290).

(3) Οὕτω γὰρ γέγραπται· «Καὶ Δανιὴλ ᾐτήσατο παρὰ τοῦ βασιλέως καὶ κατέστησεν ἐπὶ τὰ ἔργα τῆς χώρας Βαβυλῶνος τὸν Σεδράχ, Μισάχ, καὶ Αὐδεναγώ· καὶ Δανιὴλ ἦν ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ βασιλέως» (Δαν. β΄, 49).

(4) Παρὰ δὲ τῷ Βαρίνῳ φαίνεται ὅτι ἡ φίβλα λατινικῶς, καὶ ἡ πόρπη ἑλληνικῶς, εἶναι εἶδος ὅπλου. Τὸ ὁποῖον ὁμοιάζει μὲ τὴν ἀσπίδα: ἤτοι μὲ τὸ σκουτάρι.

(5) Περὶ τοῦ Δανιὴλ ταῦτα γράφει ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὰ Ἰουδαϊκά, ὅτι αὐτὸς ἐτελεύτησε κατὰ τὸν πρῶτον χρόνον τοῦ βασιλέως Κύρου. Πλὴν ἔφθασε καὶ ἕως εἰς τὸν τρίτον χρόνον αὐτοῦ ὡς γέγραπται· «Ἐν ἔτει τρίτῳ Κύρου βασιλέως Περσῶν λόγος ἀπεκαλύφθη τῷ Δανιήλ» (Δαν. ι΄, 1), καὶ ὅτι ἐτάφη εἰς τὴν Βαβυλῶνα. Οὕτω γὰρ εἶπεν ὁ Ἄγγελος πρὸς αὐτόν· «Καὶ σὺ δεῦρο καὶ ἀναπαύου. Ἔτι γὰρ ἡμέραι καὶ ὧραι εἰς ἀναπλήρωσιν συντελείας, καὶ ἀναστήσῃ εἰς τὸν κλῆρόν σου εἰς συντέλειαν ἡμερῶν» (Δαν. ιβ΄, 13). Σημείωσαι, ὅτι τὸ λείψανον τοῦ Προφήτου Δανιὴλ ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔφερε μαζί της εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὅταν ἐγύρισεν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα (καὶ ὅρα σελ. 102 τῆς Δωδεκαβίβλου). Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι, ὅτι μόνος ὁ Προφήτης οὗτος Δανιὴλ προεῖπεν εἰς πόσους χρόνους ὡρισμένως ἔχει νὰ ἔλθῃ καὶ νὰ σταυρωθῇ ὁ Χριστός, ἤγουν μετὰ τετρακοσίους ἐννενήκοντα. Καὶ σαφέστερον ἀπὸ ὅλους τοὺς Προφήτας αὐτὸς προεκήρυξε τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ. Οὕτω γὰρ γράφεται εἰς τὸ νῦν σῳζόμενον Ἑβραϊκόν· «Καὶ μετὰ τὰς ἑβδομάδας τὰς ἑξηκονταδύω, ἐκκοπήσεται ὁ Μεσσίας (ἤγουν ὁ Χριστός), ἀλλ’ οὐχ’ ἑαυτῷ». Τοὐτέστιν οὐχ’ ὑπὲρ ἑαυτοῦ, ἀλλ’ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων (Δαν. θ΄, 26). Ὁ δὲ Ἱερώνυμος λέγει ὅτι τὸν Δανιὴλ ἀναγινώσκει ἡ Ἐκκλησία ἐκ τῆς μεταφράσεως τοῦ Θεοδοτίωνος, διατὶ εὑρῆκε συγκεχυμένην τὴν τῶν Ἑβδομήκοντα, ἡ ὁποία μήτε σῴζεται, καὶ ταῦτα μὲν καὶ ἄλλοι πολλοὶ λέγουσιν. Ὁ δὲ σοφὸς κύριος Νικηφόρος Θεοτόκης, ἐν ταῖς ὑποσημειώσεσι τῆς ἀνασκευῆς τῆς τελευταῖον διερμηνευθείσης Διαθήκης, διὰ πολλῶν ἀποδεικνύει, ὅτι ἡ ταῖς κοιναῖς ἑλληνικαῖς ἐκδόσεσι τῆς θείας Γραφῆς συνεκδεδομένη τοῦ Δανιὴλ βίβλος, αὐτή ἐστιν ἡ τῶν Ἑβδομήκοντα μετάφρασις. Καὶ οὐχὶ δηλονότι ἡ τοῦ Μαρκιωνιστοῦ Θεοδοτίωνος. Οὐδὲ ἡ νεωστὶ ἀναφανεῖσα ἐκ τοῦ Κισιανοῦ Κώδικος. Πρόσθες καὶ τοῦτο, ὅτι τὰς προφητείας τοῦ Δανιὴλ τὰς περὶ τοῦ Μακεδόνος Ἀλεξάνδρου, ἐπρόσφερεν ὁ Ἀρχιερεὺς Ἴαδδος, καὶ οἱ Ἱερεῖς, τῷ βασιλεῖ Ἀλεξάνδρῳ, ὅταν ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ὡς μαρτυρεῖ ὁ Ἰώσηπος.

*

Τ ατ μέρ μνήμη τν γίων σιομαρτύρων Πατερμουθίου, Κόπρι, κα λεξάνδρου.

Ες τν Πατερμούθιον κα Κόπριν.

Κοινωνς φθην κα βίου σοι κα ξίφους,
Πάτερ Πατερμούθιε κραυγάζει Κόπρις.

Ες τν λέξανδρον.

γνος λέξανδρε διπλο λαμβάνεις,
σκήσεως τομς τε διπλ κα στέφη.

Οτοι ο γιοι θλησαν κατ τος χρόνους ουλιανο το παραβάτου ν τει τξα΄ [361], πρότερον διαπεράσαντες τν ζωήν τους ν συχί ες τν ρημον τν ερισκομένην κατ τν Αγυπτον. Πηγαίνωντας γρ παραβάτης δι ν πολεμήσ τος Πέρσας, μαθε δι τος σίους τούτους. θεν στειλε κα τος φερεν μπροσθέν του. ρώτησε λοιπν πρτον τν Πατερμούθιον, πόσων χρόνων εναι. φ’ ο δ κενος πεκρίθη, τι εναι τεσσαρακονταπέντε, εγαλεν ατν ξω. Ετα πέρνει τν σιον Κόπριν, κα διαφόρους μηχανς κα κολακείας μεταχειρισθες πανουργότατος, πεισεν ατν ν ρνηθ, φε! τν Χριστόν. στερον δ Πατερμούθιος νθυμίσας ατν τς νηστείας κα προσευχς κα τος λλους γνας πο δοκίμασεν ες τν σκησιν, τν πίστρεψε πάλιν ες τν το Χριστο πίστιν.

Τοτο δ μαθν παραβάτης, πρόσταξε ν κόψουν τν γλσσαν το γίου Κόπρι, κα ν βάλουν ατν πάνω ες σχάραν πεπυρωμένην. Φερόμενος δ ες τν σχάραν, κα βλέπωντας ατν σπιθοβολοσαν, δειλίασεν. θεν νδυναμωθες πάλιν π τν γιον Πατερμούθιον, βάλθη μαζ μ ατν πάνω ες τν σχάραν. Κα π τς θείας χάριτος μειναν κα ο δύω βλαβες. πειτα ρρίφθησαν κα ο δύω ες καμίνι ναμμένον. Μαζ δ μ τος δύω ατούς, μβκεν ες τ καμίνι κα Μοναχς λέξανδρος, κα μολόγησε παρρησί τν Χριστόν. πειδ δ κα ο τρες εγκαν π τν κάμινον βλαβες, δι τοτο κατ προσταγν το τυράννου, πεκεφαλίσθησαν. Κα οτως λαβον ο οίδιμοι τος στεφάνους το μαρτυρίου.

*

Μνήμη το σίου κα ειμνήστου Δουναλ το μολογητο, το μετονομασθέντος Στεφάνου.

Στολας Στέφανος ρετν στεμμένος,
Λαμπρός τις κει πρς στεφάνους τος νω.

Οτος τον ρχων τς δικς του χώρας, ποία εναι νησίον, π λλους μέν, νομαζόμενον Νιβερτίς, π λλους δέ, Βερρόη. Βρεχόμενον μέν, π τν κεανόν, ερισκόμενον δ κοντ ες τ Γάδειρα, γουν ες τν λαιμν τς γς τν ν τ σπανί κείμενον. Οτος λοιπν εχε πλοτον πολύν, κα νετράφη μ εσεβ πίστιν κα χριστιανικώτατα δόγματα, ζν περισσότερον ες τν Θεόν, παρ ες τος νθρώπους. θεν λα το κόσμου τ πράγματα σκύβαλα λογισάμενος οίδιμος, φκε τν ξουσίαν ες τος υούς του. Κα πηγαίνωντας ες τν ώμην, νδύεται τ μοναχικν σχμα, τ το σταυροφόρου δηλαδή. πειτα ναχωρντας π κε, πηγαίνει ες τν περίφημον Κωνσταντινούπολιν. Κα συνομιλε μ τν Κωνσταντνον κα ωμανν τος Πορφυρογεννήτους βασιλες, ν τει Ϡιθ΄, τοι 919, π τος ποίους στέλλεται ες τ εροσόλυμα, (πειδ τοτο τ ζήτημα ζήτησεν ατς π κείνους, τ ν σταλθ δηλαδή). Πηγαίνωντας δ κε, λαμβάνει τ μέγα κα γγελικν σχμα π τν τότε Πατριάρχην τν εροσολύμων Χριστόδουλον καλούμενον, κα π Δουναλ μετονομάζεται Στέφανος (6).

Πολλς δ βρεις κα δαρμος λαμβάνει π τος Σαρακηνος μακάριος, δι τ εχε τριγύρω περικομμένον τ γένειόν του. π τ εροσόλυμα δέ, πηγαίνει ες τ Μισρι. Κα κε κρατηθείς, βάλθη ες τν φυλακν μο μ τος δύω ερες πο τν κολούθουν. Κα φ’ ο μεινεν κε ξ μνας, ταλαιπωρούμενος μ πεναν κα δίψαν κα μ τς λλας κακοπαθείας τς φυλακς, στέλλεται ες τν μηρν το Μισηρίου. π τν ποον δεθες μ βαρύτατα δεσμά, ναγκάζετο οίδημος ν ρνηθ τν Χριστόν. πειδ δ ες τοτο ντίλεγε στερρς κα δν νικτο, λλ μολόγει παρρησί τν Κύριον μν ησον Χριστόν, δι τοτο τιμωρήθη μ περισσοτέρας π τ πρτον πληγς κα βασανιστήρια. π τ ποα κακοπαθήσας, πεσεν ες σθένειαν τρισόλβιος. Δι μέσου δ τς σθενείας φκε τν παροσαν πρόσκαιρον ζωήν, κα πγεν ες τν νω κα τν αώνιον, φ’ ο πρτον μηνύθη ες ατν παρ Θεο δική του κοίμησις.

(6) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι ἀγκαλὰ καὶ ὁ Δουναλὲ οὗτος, καὶ Ἀθανάσιος ὁ ἐν τῷ Ἄθῳ, καὶ Λουκᾶς ὁ ἐν τῷ Στειρίῳ ὄρει, καὶ ἄλλοι, ἔλαβον πρῶτον τὸ μικρὸν σχῆμα, ἔπειτα τὸ μέγα, κατὰ διαφόρους καιρούς· ἀλλ’ ὅμως τὰ σπάνια νόμος τῆς Ἐκκλησίας οὐ γίνονται, κατὰ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον. Ἐπειδὴ γὰρ τὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν εἶναι ἕν, ὥσπερ καὶ τὸ Βάπτισμα, καθὼς ἀποφαίνεται ὁ Στουδίτης Θεόδωρος, ὁ ἐν τοῖς τοιούτοις γνώμων καὶ κανών: διὰ τοῦτο καὶ μίαν φορὰν πρέπει νὰ τελῆται, καὶ οὐχὶ δύω, ἤτοι ἅπαξ πρέπει νὰ γίνεταί τινας Μεγαλόσχημος. Ὅρα περὶ τούτου εἰς τὴν θ΄ ὑπόθεσιν περὶ τοῦ σχήματος τῶν Μοναχῶν, μετὰ τοὺς κανόνας τοῦ Νηστευτοῦ ἐν τῷ ἡμετέρῳ Νέῳ Ἐξομολογηταρίῳ.

*

γιος Μάρτυς ακχος ξίφει τελειοται.

ακχε κρατύνθητι κα τμηθες κάραν,
Τμηθεσιν γγράφηθι κα στέφου κάραν.

*

Άγιος Διονύσιος ο Νέος ν γίοις Πατρ μν Διονύσιος Νέος, κ Ζακύνθου μν ρμώμενος, ρχιεπίσκοπος δ Αγίνης γενόμενος, ν ερήν τελειοται.

Λιπν τ τς γς νν κατοικε ν πόλ,
Κλέος Ζακύνθου Διονύσιος Νέος.

Οτος ν γίοις Πατρ μν Διονύσιος κατάγετο π τν νσον τς Ζακύνθου, υἱὸς ν γονέων πλουσίων κα εγενν, Μωκίου το πικαλουμένου Σηκούρου, κα Παυλίνας, τς κ το γένους τν Βαλβίων καταγομένης. φ’ ο δ μαθεν κανς τ ερ γράμματα, κα ξ ατν φωτίσθη ες τ ν γνωρίσ τν ματαιότητα το παρόντος κόσμου, τότε καταφρονήσας δονάς, πλοτον, δόξαν, κα κάθε πόλαυσιν τς παρούσης ζως, νεχώρησεν π τν πατρίδα του Ζάκυνθον, κα πγεν ες τν ερν Μονν τν Στροφάδων, τις ερίσκεται ντικρ τς Ζακύνθου. Κα πέχει μακρν ως τεσσαράκοντα μίλια. κε λοιπν γενόμενος Μοναχός, δωκε τν αυτόν του ες τος πνευματικος γνας τς μοναδικς πολιτείας τρισμακάριστος, νηστεύων, γρυπνν, προσευχόμενος, κα πάσας τς ρετς μεταχειριζόμενος, ες τρόπον τι, περέβαινεν λους τος Πατέρας τς Μονς, κα ατος τος πλέον ναρετωτέρους κα γέροντας. Μάλιστα δ κα ξαιρέτως γωνίζετο ν ποκτήσ τν ταπεινοφροσύνην. Δι τοτο, γκαλ κα τον π γένος λαμπρόν, στοχάζετο μως τν αυτόν του π λους ετελέστερον κα ναξιώτερον. θεν κ τν τοιούτων ρετν του νεβιβάσθη κα ες τ ξίωμα τς ερωσύνης, χειροτονηθες βαθμηδν ναγνώστης, ποδιάκονος, Διάκονος κα Πρεσβύτερος. πειδ δ πεθύμησε ν πάγ ες ερουσαλμ δι ν προσκυνήσ τος γίους Τόπους, δι τοτο λαβν δειαν π τν δελφότητα, πέρασεν ες τ Δουκάνησα, να κεθεν πέλθη εκολώτερον ες τ εροσόλυμα. Περιερχόμενος λοιπν τς νήσους, πγε κα ως ες τς θήνας. κε δ παρακαλεσθες π τν γιον θηνν, γινεν ρχιεπίσκοπος Αγίνης, τις τότε τον χηρεύουσα. λλ’ πειδ φήμη πανταχο κήρυττεν ατόν, κα πντες τρεχον δι ν κούουν τς μελιρρύτους διδασκαλίας του, τούτου χάριν φοβούμενος οίδιμος, μήπως τν νθρώπων παινος τν κρημνίσ ες κενοδοξίαν, φκεν λλον διάδοχον ες τν θρόνον του, κα ατς γύρισε πάλιν ες τν πατρίδα του Ζάκυνθον ν τει ͵αφπθ΄ [1589]. Ταύτης δ τν προστασίαν δέχθη πρόσκαιρα, διατ τον στερημένη πισκόπου. Ετα ερν τ Μοναστήριον τς Θεοτόκου, τ καλούμενον τς ναφωνητρίας, πιτήδειον δι συχίαν, κε κατοίκησε, κα τ μέλι τς συχίας εργάζετο.

Ες τόσην δ περβολν γάπης τς πρς τν Θεν κα τς πρς τν πλησίον φθασεν οίδιμος, στε πο, χι μόνον λέει τος πτωχος π τ εσοδήματα το Μοναστηρίου του, λλ κόμη κα τοιοτον κατόρθωμα κατώρθωσε, τ ποον δυσκόλως ερίσκεται ες λλον γιον. Κωνσταντνον τν δελφν το γίου τούτου φόνευσεν νας μιαρς νθρωπος, ποος διωκόμενος π τος συγγενες το φονευθέντος, περιπάτει ες τόπους ρήμους. θεν, δν ξεύρω πς, κατέφυγε κα ες τ Μοναστήριον το γίου, μ ξεύρωντας, τι σιος τον δελφς το φονευθέντος. Βλέπωντας δ ατν λον φοβισμένον γιος, τν ρώτησε ν επ τν ατίαν το τοιούτου φόβου. δ επεν ατ, τι θανάτωσε Κωνσταντνον τν Σηκορον. Τότε σιος, νεστέναξε μν κα δάκρυσε δι τν θάνατον το δελφο του, μιμούμενος μως τν νεξικακίαν το Δεσπότου Χριστο, θάρρυνε τν φονέα μ παρηγορητικ λόγια. Κα φιλεύωντας ατν μ κάθε φιλοφροσύνην, τν κρυψεν ες πόκρυφον τόπον. Μετ λίγον δέ, λθόντων τν συγγενν το γίου κα διηγουμένων τν δικον θάνατον το δελφο του, κα ζητούντων τν φονέα, πεκρίθη γιος, τι δν εχεν εδησιν. φ’ ο δ κενοι νεχώρησαν, τότε συντρόφευσε τν φονέα ως ες τν αγιαλόν. Κα δίδωντας ατ ζωοτροφίαν, τν πεμψεν ες λλην χώραν δι ν γλυτώσ τν ζωήν του. Δι τς τοιαύτας λοιπν ρετς κα κατορθώματά του, ξιώθη γιος ν λάβ παρ Θεο τν δύναμιν τν θαυμάτων, κα ν νεργ παράδοξα τέρατα. Μέλλωντας γάρ ποτε ν περάσ να ποταμόν, κα ερν ατν πλημμυρισμένον, το θαύματος! στησε τ εμά του, κα οτω διεπέρασεν ατν μο μ τν κολουθοντα τούτ Διάκονον. Κα σμα νεκρν γυναικς π φορισμο δεδεμένον, δι συγχωρητικς εχς διέλυσε. Τ ποον σν ν τον ζωντανόν, κλινε τν κεφαλήν του πρότερον ες τν γιον. Ετα πεσν ες τν γν, διελύθη. Ατς δι το λόγου του καμε ν πιάσουν ψάρια πολλ κενοι ο λιες, πο πρότερον ψαρεύοντες, δν πίασαν τίποτε. Ο μόνον δ τ χάρισμα τν θαυμάτων εχεν σιος, λλ κα τ χάρισμα τς διοράσεως κα προοράσεως. θεν κα τ μακρν γινόμενα βλεπε. Μ τατα λοιπν τ χαρίσματα διαλάμψας ν τ ζω του, κα οτω πολιτευσάμενος, παρέδωκε τν γίαν ψυχήν του ες χερας Θεο, ν τει ͵αχκδ΄ [1624], κατ τν παροσαν ιζ΄ το Δεκεμβρίου. Τ δ γιον ατο λείψανον νταφιάσθη ντίμως ες τν προρρηθεσαν Μονν τν Στροφάδων. φ’ ο δ πέρασεν λίγος καιρός, κατ ποκάλυψιν το γίου νεκομίσθη ατ κ το τάφου, κα το θαύματος! ερέθη σον κα λόκληρον, κα πνέον εωδίαν οράνιον. Τ ποον νήργησε κα νεργε θαύματα πάμπολλα ες τος μετ πίστεως ατ πλησιάζοντας. Τώρα δ ερίσκεται ες τν πατρίδα του Ζάκυνθον, ελαβς προσκυνούμενον. (Τν κατ πλάτος Βίον κα τν σματικν κολουθίαν το γίου ρα ες τν διαιτέραν ατο τετυπωμένην φυλλάδα, κα ες τ Νέον Λειμωνάριον (7).)

(7) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὸν Ἅγιον τοῦτον Διονύσιον ἐγκώμιον ἐφιλοπόνησεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία. Καὶ ἄλλο δὲ ἐγκώμιον ἐφιλοπόνησεν εἰς αὐτὸν ὁ ἀοίδιμος Ἰωάννης ὁ Μυρέων. Εὑρίσκονται δὲ ἐν τῇ Σκήτει τοῦ Προδρόμου, καὶ ἐν τῇ τῆς Ἁγίας Ἄννης.

*

Μνήμη το γίου νέου Μάρτυρος Νικήτα (8).

Ε κα θλητής στιν ν χρόνοις νέος,
σος παλαιος στι Νικήτας θλοις.

(8) Εἰς τοῦτον τὸν νέον Μάρτυρα Νικήταν, λόγον ἔχει ὁ μέγας λογοθέτης καὶ πρωτοβεστιάριος Θεόδωρος ὁ Μουζάλων. Σῴζεται δὲ ὁ λόγος αὐτὸς ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ.

Τας τν σν γίων πρεσβείαις Χριστ Θες λέησον μς.

 Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

 * * *

 

 

Των Αγίων τριών Παίδων, Ανανίου, Αζαρίου, και Μισαήλ, Δανιήλ του Προφήτου, Διονυσίου Ζακύνθου κ.α.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.