Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου17 Απριλίου

Των Αγίων Συμεών Επισκόπου Περσίας και των συν αυτώ, Αδριανού του νέου, Αγαπητού Πάπα Ρώμης

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος ΣυμεώνΤω αυτώ μηνί ΙΖ’, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Συμεών Επισκόπου Περσίας και των συν αυτώ, Αυδελλά Πρεσβυτέρου, Γοθαζάτ, Φουσίκ, και ετέρων χιλίων εκατόν πεντήκοντα.

Εις τον Συμεών.

Επίσκοπόν σε Συμεών εγώ μέγαν,
Εκ δε ξίφους μέγιστον αθλητήν έγνων.

Εις τον Αυδελλάν.

Άρκτου το δεινόν Αυδελλάς έδυ στόμα,
Βδέλλης απλήστου του Σατάν φυγών στόμα.

Εις τον Γοθαζάτ.

Επιτραπέντος του θύειν, ή τεθνάναι,
Θανείν Γοθαζάτ είλετο τμηθείς ξίφει.

Εις τον Φουσίκ.

Το δέρμα Φουσίκ εκδεδάρθω μοι λέγει,
Χιτών υφανθείς του Σατανά τη κρόκη (1).

(1) Χιτώνα ίσως ονομάζει εδώ ο στιχουργός, το ανθρώπινον δέρμα, το οποίον υφάνθη από την κρόκην του Σατανά, τουτέστιν από την φθοράν, την προξενηθείσαν εκ της προπατορικής αμαρτίας, φθόνω και συμβουλή του Διαβόλου.

Εις τους εκατόν πεντήκοντα.

Τέμνουσιν ανδρών τριπλοπεντηκοντάδα,
Την τριπρόσωπον προσκυνούσαν ουσίαν.

Εις τους χιλίους.

Πίπτουσι Περσών αμφί χιλίους ξίφει,
Ιδών έφης αν Παύλε. Μαρτύρων νέφος.

Εβδομάτη Συμεών δεκάτη από αυχένα κάρθη.

Κατά τους χρόνους του Σαβωρίου βασιλέως Περσών, Κωνσταντίνου δε του Μεγάλου βασιλεύοντος των Ρωμαίων, εν έτει τλ’ [330], ηγεμόνων δε όντων εις τας πόλεις της Περσίας Κτησιφώντος και Σαλήκ, κατ’ εκείνον λέγω τον καιρόν, έγραψάν τινες Πέρσαι εις τον βασιλέα, ότι ο Αρχιερεύς των Χριστιανών Συμεών και άλλοι πολλοί, δεν καταδέχονται να ήναι υποκείμενοι εις αυτόν. Αλλά προτιμούν καλλίτερα να αποθάνουν με δόξαν δια τον Χριστόν, παρά να δουλεύουν εις παράνομον βασιλέα και ηγεμόνας, ατίμως και χωρίς δόξαν. Ταύτα δε ακούσας ο βασιλεύς, εθυμώθη, και επρόσταξε να φέρουν έμπροσθέν του τον Άγιον Συμεών δεμένον με δύω αλυσίδας. Έπειτα προστάζει να ρίψουν τον Άγιον εις την φυλακήν, εις την οποίαν ευρισκόμενος, επίστρεψε με την διδασκαλίαν του εις την πίστιν του Χριστού, τον πραιπόσιτον Γοθαζάτ, όστις πρότερον μεν ήτον Χριστιανός, δια δε την παρακάλεσιν και αξίωσιν του βασιλέως, και δια τον φόβον των βασάνων, επροσκύνησε τον ήλιον, κατά την θρησκείαν των Περσών. Ούτος λοιπόν ο αρνησίχριστος Γοθαζάτ πιασθείς, απεκεφαλίσθη, και έλαβε τοιούτον μισθόν από τον αχάριστον βασιλέα, αντί δια τον κόπον, οπού έλαβεν εις το να αναθρέψη αυτόν, αφ’ ου απεγαλακτίσθη· αυτός γαρ ο αοίδιμος ανέθρεψε τον βασιλέα.

Ταύτην δε μόνην την χάριν εζήτησεν ο Άγιος να του κάμη ο βασιλεύς, ότι να φανερώση εις όλους, πως εθανάτωσεν αυτόν, όχι δια αυθάδειαν και ακρασίαν της γλώσσης του, όχι δια άλλην άτοπον πράξιν του, αλλά δια μόνην την εις Χριστόν πίστιν, από την οποίαν πρότερον εξέπεσε δια δειλίαν και μικροψυχίαν του. Ταύτην την χάριν υπεσχέθη ο βασιλεύς να κάμη εις αυτόν. Τούτο δε και ο Άγιος Συμεών ακούσας εις την φυλακήν, επήνεσε και εχάρη, όθεν και επροσευχήθη μαζί με τους συν αυτώ ευρισκομένους εν τη φυλακή, να λάβουν το συντομώτερον το ίδιον τέλος και αυτοί, ήγουν το να αποκεφαλισθούν δια τον Χριστόν, το οποίον και έγινε. Διότι αφ’ ου εύγαλαν έξω τους φυλακωμένους, και απεκεφάλισαν αυτούς, οι οποίοι ήτον εις τον αριθμόν χίλιοι εκατόν πεντήκοντα, πρώτος δε από όλους ήτον ο Άγιος Συμεών ο Επίσκοπος, όστις επαρακίνησε και τους άλλους να μαρτυρήσουν. Λέγουσι δε, ότι ένας από αυτούς εφοβήθη τον θάνατον, ο δε κουροπαλάτης του βασιλέως, Φουσίκ ονομαζόμενος, εσυμβούλευσεν αυτόν να μη φοβηθή τελείως, αλλά να κλείση τα ομμάτια, και έτζι έχωντας αυτά κλεισμένα, να δεχθή το κόψιμον του σπαθίου, το οποίον περνά ογλίγωρα. Όπερ και εποίησεν. Όθεν διαβαλθείς εις τον βασιλέα ο ρηθείς Άγιος Φουσίκ, πως έκαμε τούτο, ωμολόγησε παρρησία τον Χριστόν. Λοιπόν τούτου ένεκεν, έκοψαν την γλώσσαν του, και εύγαλαν το δέρμα του σώματός του. Όθεν επάνω εις την βάσανον ταύτην, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού ο μακάριος, και έλαβε μετά των άλλων απάντων τον στέφανον της αθλήσεως.

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Αδριανού του νέου.

Ει ουκ έγνως τις εστιν ο φλογός μέσον,
Γνώση λαλούντος. Αδριανέ καρτέρει.

Ούτος ο Άγιος Μάρτυς Αδριανός, ήτον ένας από τους Χριστιανούς εκείνους, οι οποίοι επιάσθησαν από τους Έλληνας και εβάλθησαν εις φυλακάς. Όθεν εις καιρόν οπού οι Έλληνες επρόσφερον θυσίας εις τους ψευδωνύμους θεούς των, εύγαλαν και τούτον τον Άγιον από την φυλακήν, και τον ηνάγκαζον να πλησιάση και αυτός κοντά εις τον βωμόν, και να προσφέρη λιβανωτόν, ήτοι να προσφέρη εις τους δαίμονας θυμίαμα. Ο δε γενναίος Μάρτυς του Χριστού, όχι μόνον τούτο δεν έκαμεν, αλλά και έτρεξε και εκρήμνισε τον βωμόν, και τας θυσίας οπού ήτον επάνω εις αυτόν έχυσε, και την φωτίαν διεσκόρπισεν. Όθεν εκίνησε τον άρχοντα εις οργήν, και τας καρδίας των παρευρεθέντων ειδωλολατρών άναψεν εις θυμόν, οι οποίοι πιάσαντες αυτόν, έδειραν ανελεήμονα. Και άλλος μεν, εκτύπα αυτόν με ραβδία. Άλλος δε, με πέτρας εσύντριβε το στόμα του, και άλλος, έκρουεν αυτόν εις την κεφαλήν. Τελευταίον δε, ανάψαντες ένα καμίνι μεγάλον, έβαλον τον Άγιον εις αυτό, και έτζι ετελείωσεν ο μακάριος τον δρόμον του μαρτυρίου του, και απήλθε στεφανηφόρος εις τα Ουράνια.

*

Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Αγαπητός ο Πάπας Ρώμης εν ειρήνη τελειούται.

Θνήσκων τι κράζεις; Σώτερ ηγάπησά σε.
Αλλ’ ηγαπήθης Αγαπητέ και πλέον.

Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Αγαπητός, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού του μεγάλου, εν έτει φμ’ [540]. Ανατραφείς δε με κάθε αρετήν και άσκησιν, ανεβιβάσθη εις το της αρχιερωσύνης αξίωμα, και έγινε Πάπας Ρώμης. Έπειτα ανέβη εις Κωνσταντινούπολιν δια να ανταμώση τον βασιλέα Ιουστινιανόν, εις τον δρόμον δε ευρισκόμενος, έδωκε μίαν απόδειξιν της εδικής του αρετής και της παρρησίας, οπού είχε προς τον Θεόν. Ερχόμενος γαρ εις την Ελλάδα, ευρήκεν εκεί ένα άνθρωπον, όστις έπασχεν από δύω πάθη ανιάτρευτα, διατί ούτε να λαλήση εδύνετο, ούτε να περιπατήση, αλλά από γεννήσεώς του ήτον και άλαλος, και μόλις και μετά βίας εσύρετο εις την γην ωσάν ένα ερπετόν. Όθεν πιάσας αυτόν από το χέρι ο Άγιος, εποίησεν αυτόν άρτιον και υγιή εις τους πόδας, βαλών δε και εις το στόμα του μίαν μερίδα του Δεσποτικού σώματος του Κυρίου, εύλαλον αυτόν απέδειξεν.

Αλλά και όταν επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο Άγιος, άλλο θαύμα εποίησε. Πηγαίνωντας γαρ εις την πόρταν της πόλεως, την ονομαζομένην Χρυσήν, ευρήκεν ένα τυφλόν, και βαλών την χείρα του εις τους οφθαλμούς του, εχάρισεν εις αυτόν την οπτικήν δύναμιν και ενέργειαν. Όθεν αξίως δια τας αρετάς του ταύτας και τα χαρίσματα, εδέχθη με πολλήν τιμήν, τόσον από τους άρχοντας και από τον βασιλέα, όσον και από όλον τον λαόν. Εκεί δε ευρισκόμενος, εξωστράκισεν Άνθιμον τον Επίσκοπον της Τραπεζούντος, όστις κακώς ανέβη εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως. Εφρόνει γαρ ο κακόδοξος την του Ευτυχούς και Σεβήρου των Μονοφυσιτών αίρεσιν, και τούτον παρέδωκεν εις το ανάθεμα. Αντί δε του Ανθίμου, εχειροτόνησε Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως τον αγιώτατον Μηνάν, και εις τον θρόνον αυτόν εκάθισαν, όστις ήτον Πρεσβύτερος. Ζήσας δε ύστερον μερικόν καιρόν, προς Κύριον εξεδήμησε. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω Ναώ των Αγίων Αποστόλων των Μεγάλων.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος ΣυμεώνΤ ατ μην ΙΖ΄, μνήμη το γίου ερομάρτυρος Συμεν πισκόπου Περσίας κα τν σν ατ, Αδελλ Πρεσβυτέρου, Γοθαζάτ, Φουσίκ, κα τέρων χιλίων κατν πεντήκοντα.

Ες τν Συμεών.

πίσκοπόν σε Συμεν γ μέγαν,
κ δ ξίφους μέγιστον θλητν γνων.

Ες τν Αδελλν.

ρκτου τ δεινν Αδελλς δυ στόμα,
Βδέλλης πλήστου το Σατν φυγν στόμα.

Ες τν Γοθαζάτ.

πιτραπέντος το θύειν, τεθνάναι,
Θανεν Γοθαζτ ελετο τμηθες ξίφει.

Ες τν Φουσίκ.

Τ δέρμα Φουσκ κδεδάρθω μοι λέγει,
Χιτν φανθες το Σαταν τ κρόκ (1).

(1) Χιτνα σως νομάζει δ στιχουργός, τ νθρώπινον δέρμα, τ ποον φάνθη π τν κρόκην το Σαταν, τουτέστιν π τν φθοράν, τν προξενηθεσαν κ τς προπατορικς μαρτίας, φθόν κα συμβουλ το Διαβόλου.

Ες τος κατν πεντήκοντα.

Τέμνουσιν νδρν τριπλοπεντηκοντάδα,
Τν τριπρόσωπον προσκυνοσαν οσίαν.

Ες τος χιλίους.

Πίπτουσι Περσν μφ χιλίους ξίφει,
δν φης ν Παλε. Μαρτύρων νέφος.

βδομάτ Συμεν δεκάτ π αχένα κάρθη.

Κατ τος χρόνους το Σαβωρίου βασιλέως Περσν, Κωνσταντίνου δ το Μεγάλου βασιλεύοντος τν ωμαίων, ν τει τλ΄ [330], γεμόνων δ ντων ες τς πόλεις τς Περσίας Κτησιφντος κα Σαλήκ, κατ’ κενον λέγω τν καιρόν, γραψάν τινες Πέρσαι ες τν βασιλέα, τι ρχιερες τν Χριστιανν Συμεν κα λλοι πολλοί, δν καταδέχονται ν ναι ποκείμενοι ες ατόν. λλ προτιμον καλλίτερα ν ποθάνουν μ δόξαν δι τν Χριστόν, παρ ν δουλεύουν ες παράνομον βασιλέα κα γεμόνας, τίμως κα χωρς δόξαν. Τατα δ κούσας βασιλεύς, θυμώθη, κα πρόσταξε ν φέρουν μπροσθέν του τν γιον Συμεν δεμένον μ δύω λυσίδας. πειτα προστάζει ν ίψουν τν γιον ες τν φυλακήν, ες τν ποίαν ερισκόμενος, πίστρεψε μ τν διδασκαλίαν του ες τν πίστιν το Χριστο, τν πραιπόσιτον Γοθαζάτ, στις πρότερον μν τον Χριστιανός, δι δ τν παρακάλεσιν κα ξίωσιν το βασιλέως, κα δι τν φόβον τν βασάνων, προσκύνησε τν λιον, κατ τν θρσκείαν τν Περσν. Οτος λοιπν ρνησίχριστος Γοθαζτ πιασθείς, πεκεφαλίσθη, κα λαβε τοιοτον μισθν π τν χάριστον βασιλέα, ντ δι τν κόπον, πο λαβεν ες τ ν ναθρέψ ατόν, φ’ ο πεγαλακτίσθη· ατς γρ οίδιμος νέθρεψε τν βασιλέα.

Ταύτην δ μόνην τν χάριν ζήτησεν γιος ν το κάμ βασιλεύς, τι ν φανερώσ ες λους, πς θανάτωσεν ατόν, χι δι αθάδειαν κα κρασίαν τς γλώσσης του, χι δι λλην τοπον πρξίν του, λλ δι μόνην τν ες Χριστν πίστιν, π τν ποίαν πρότερον ξέπεσε δι δειλίαν κα μικροψυχίαν του. Ταύτην τν χάριν πεσχέθη βασιλες ν κάμ ες ατόν. Τοτο δ κα γιος Συμεν κούσας ες τν φυλακήν, πνεσε κα χάρη, θεν κα προσευχήθη μαζ μ τος σν ατ ερισκομένους ν τ φυλακ, ν λάβουν τ συντομώτερον τ διον τέλος κα ατοί, γουν τ ν ποκεφαλισθον δι τν Χριστόν, τ ποον κα γινε. Διότι φ’ ο εγαλαν ξω τος φυλακωμένους, κα πεκεφάλισαν ατούς, ο ποοι τον ες τν ριθμν χίλιοι κατν πεντήκοντα, πρτος δ π λους τον γιος Συμεν πίσκοπος, στις παρακίνησε κα τος λλους ν μαρτυρήσουν. Λέγουσι δέ, τι νας π ατος φοβήθη τν θάνατον, δ κουροπαλάτης το βασιλέως, Φουσκ νομαζόμενος, συμβούλευσεν ατν ν μ φοβηθ τελείως, λλ ν κλείσ τ μμάτια, κα τζι χωντας ατ κλεισμένα, ν δεχθ τ κόψιμον το σπαθίου, τ ποον περν γλίγωρα. περ κα ποίησεν. θεν διαβαλθες ες τν βασιλέα ηθες γιος Φουσίκ, πς καμε τοτο, μολόγησε παρρησί τν Χριστόν. Λοιπν τούτου νεκεν, κοψαν τν γλσσάν του, κα εγαλαν τ δέρμα το σώματός του. θεν πάνω ες τν βάσανον ταύτην, παρέδωκε τν ψυχήν του ες χερας Θεο μακάριος, κα λαβε μετ τν λλων πάντων τν στέφανον τς θλήσεως.

*

Τ ατ μέρ μνήμη το γίου Μάρτυρος δριανο το νέου.

Ε οκ γνως τίς στιν φλογς μέσον,
Γνώσ λαλοντος. δριαν καρτέρει.

Οτος γιος Μάρτυς δριανός, τον νας π τος Χριστιανος κείνους, ο ποοι πιάσθησαν π τος λληνας κα βάλθησαν ες φυλακάς. θεν ες καιρν πο ο λληνες πρόσφερον θυσίας ες τος ψευδωνύμους θεούς των, εγαλαν κα τοτον τν γιον π τν φυλακήν, κα τν νάγκαζον ν πλησιάσ κα ατς κοντ ες τν βωμόν, κα ν προσφέρ λιβανωτόν, τοι ν προσφέρ ες τος δαίμονας θυμίαμα. δ γενναος Μάρτυς το Χριστο, χι μόνον τοτο δν καμεν, λλ κα τρεξε κα κρήμνισε τν βωμόν, κα τς θυσίας πο τον πάνω ες ατν χυσε, κα τν φωτίαν διεσκόρπισεν. θεν κίνησε τν ρχοντα ες ργήν, κα τς καρδίας τν παρευρεθέντων εδωλολατρν ναψεν ες θυμόν, ο ποοι πιάσαντες ατόν, δειραν νελεήμονα. Κα λλος μέν, κτύπα ατν μ αβδία. λλος δέ, μ πέτρας σύντριβε τ στόμα του, κα λλος, κρουεν ατν ες τν κεφαλήν. Τελευταον δέ, νάψαντες να καμίνι μεγάλον, βαλον τν γιον ες ατό, κα τζι τελείωσεν μακάριος τν δρόμον το μαρτυρίου του, κα πλθε στεφανηφόρος ες τ Οράνια.

*

ν γίοις Πατρ μν γαπητς Πάπας ώμης ν ερήν τελειοται.

Θνήσκων τί κράζεις; Στερ γάπησά σε.
λλ’ γαπήθης γαπητ κα πλέον.

Οτος ν γίοις Πατρ μν γαπητός, τον κατ τος χρόνους το βασιλέως ουστινιανο το μεγάλου, ν τει φμ΄ [540]. νατραφες δ μ κάθε ρετν κα σκησιν, νεβιβάσθη ες τ τς ρχιερωσύνης ξίωμα, κα γινε Πάπας ώμης. πειτα νέβη ες Κωνσταντινούπολιν δι ν νταμώσ τν βασιλέα ουστινιανόν, ες τν δρόμον δ ερισκόμενος, δωκε μίαν πόδειξιν τς δικς του ρετς κα τς παρρησίας, πο εχε πρς τν Θεόν. ρχόμενος γρ ες τν λλάδα, ερκεν κε να νθρωπον, στις πασχεν π δύω πάθη νιάτρευτα, διατ οτε ν λαλήσ δύνετο, οτε ν περιπατήσ, λλ π γεννήσεώς του τον κα λαλος, κα μόλις κα μετ βίας σύρετο ες τν γν σν να ρπετόν. θεν πιάσας ατν π τ χέρι γιος, ποίησεν ατν ρτιον κα γι ες τος πόδας, βαλν δ κα ες τ στόμα του μίαν μερίδα το Δεσποτικο σώματος το Κυρίου, ελαλον ατν πέδειξεν.

λλ κα ταν πγεν ες τν Κωνσταντινούπολιν γιος, λλο θαμα ποίησε. Πηγαίνωντας γρ ες τν πόρταν τς πόλεως, τν νομαζομένην Χρυσν, ερκεν να τυφλόν, κα βαλν τν χερά του ες τος φθαλμούς του, χάρισεν ες ατν τν πτικν δύναμιν κα νέργειαν. θεν ξίως δι τς ρετάς του ταύτας κα τ χαρίσματα, δέχθη μ πολλν τιμήν, τόσον π τος ρχοντας κα π τν βασιλέα, σον κα π λον τν λαόν. κε δ ερισκόμενος, ξωστράκισεν νθιμον τν πίσκοπον τς Τραπεζοντος, στις κακς νέβη ες τν θρόνον τς Κωνσταντινουπόλεως. φρόνει γρ κακόδοξος τν το Ετυχος κα Σεβήρου τν Μονοφυσιτν αρεσιν, κα τοτον παρέδωκεν ες τ νάθεμα. ντ δ το νθίμου, χειροτόνησε Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως τν γιώτατον Μηνν, κα ες τν θρόνον ατν κάθισαν, στις τον Πρεσβύτερος. Ζήσας δ στερον μερικν καιρόν, πρς Κύριον ξεδήμησε. Τελεται δ ατο Σύναξις ν τ Να τν γίων ποστόλων τν Μεγάλων.

Τας τν σν γίων πρεσβείαις Χριστ Θες λέησον μς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Των Αγίων Συμεών Επισκόπου Περσίας και των συν αυτώ, Αδριανού του νέου, Αγαπητού Πάπα Ρώμης

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.