Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου16 Νοεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Ις’, μνήμη του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ματθαίου.
Σώζεις Ιησού και τελώνας, σοι χάρις.
Ούτω βοά Ματθαίος εκ πυρός μέσου.
Ακάματον δεκάτη πυρ Ματθαίον έκτανεν έκτη.
Ούτος ο θείος Απόστολος καθήμενος εις το τελώνιον, ήτοι εις το κουμέρκιον, ήκουσε να ειπή ο Κύριος εις αυτόν «ακολούθει μοι». Όθεν κατ’ αυτήν την ώραν, αφήκεν όλα και ηκολούθησεν εις τον Κύριον, ποιήσας εν τω οίκω του φιλοξενίαν μεγάλην εις αυτόν. Καθώς λέγει ο ίδιος εις το εδικόν του Ευαγγέλιον. Από τότε δε και ύστερον ήτον συναριθμημένος με τους λοιπούς Αποστόλους (1). Ούτος, αφ’ ου εδέχθη την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος εν τη ημέρα της Πεντηκοστής, και εσοφίσθη τα θεία, τότε έγραψε το Ευαγγέλιόν του με γλώσσαν εβραϊκήν, ύστερον από οκτώ χρόνους της Αναλήψεως του Χριστού. Και έστειλεν αυτό εις τους νεοφωτίστους Ιουδαίους. Διδάξας δε τους Πάρθους και Μήδας, και συστησάμενος Εκκλησίας εις αυτούς και πολλά θαύματα ποιήσας, ύστερον ετελειώθη με φωτίαν υπό των απίστων. Όταν δε ήτον ακόμη ζωντανός ο θείος ούτος Απόστολος, οι μεν άλλοι συμμαθηταί του και συναπόστολοι, επεριήρχοντο ο καθ’ ένας τον τόπον και την πόλιν, οπού έλαβεν εις κλήρον, κηρύττοντες το του Χριστού Ευαγγέλιον. Ούτος δε εις τους Πάρθους ευρισκόμενος, ανέβη μόνος επάνω εις ένα βουνόν και εις αυτό υπέμεινε μονοχίτων και χωρίς στέγην. Αφ’ ου δε επέρασε μερικός καιρός, εφάνη εις αυτόν ως παιδίον, ο Θεός εκείνος, οπού διέπλασεν από το χώμα τον άνθρωπον. Και εξαπλώσας την δεξιάν του, δίδει εις τον Απόστολον μίαν ράβδον και λέγει αυτώ. Λάβε ταύτην, και καταβάς από το βουνόν και πηγαίνωντας εις την πόλιν Μυρμήνην, φύτευσον την ράβδον ταύτην εις το κατώφλιον του εκείσε αγίου οίκου. Η οποία ριζωθείσα και υψωθείσα από την εδικήν μου δεξιάν χείρα, θέλει γένη δένδρον πολύκαρπον. Και από μεν τα άκρα των κλάδων του, θέλει καταβή γλυκασμός μέλιτος, από δε τας ρίζας του, θέλει αναβλύσει πηγή ύδατος, από την οποίαν λουόμενοι οι θηριογνώμονες άνδρες της πόλεως και από τον γλυκασμόν του δένδρου μεταλαμβάνοντες, θέλουν γλυκανθούν κατά τας αισθήσεις και θέλουν παύσουν από το να πράττουν παρανομίας.
Τότε ο Ματθαίος δεχθείς ευλαβώς την δοθείσαν ράβδον υπό του Κυρίου, αφήκε το βουνόν και επήγεν εις την Μυρμήνην. Η δε γυνή του βασιλέως των Πάρθων Φουλβάνα ονόματι, πονηρόν δαιμόνιον έχουσα, εσυναπάντησε τον Απόστολον ομού με τον υιόν και νύμφην της. Οίτινες και αυτοί ενεργούντο από ακάθαρτα πνεύματα. Και με φωνάς τραχείας, και με κινήματα άγρια, εφώναζον τριγύρω εις τον Απόστολον λέγοντες, ποίος σε ανάγκασε να έλθης εδώ και εις τους εδικούς μας τόπους; ή ποίος είναι εκείνος οπού έδωκεν εις εσένα την ράβδον ταύτην δια εδικήν μας απώλειαν; Τότε ο Απόστολος του Χριστού με πραείαν φωνήν, τα μεν ακάθαρτα επετίμησε πνεύματα. Τους δε πάσχοντας και ατακτούντας ιάτρευσε, και έκαμεν αυτούς να τω ακολουθούν με ευταξίαν και φρονιμάδα. Ο δε της πόλεως εκείνης Επίσκοπος, Πλάτων ονόματι, μαθών την παρουσίαν του Αποστόλου, ευγήκεν έξω της πόλεως με τον κλήρον και τον προϋπάντησε. Και οι δύω ομού εμβήκαν μέσα εις την πόλιν έμπροσθεν εις όλους. Τότε ο Απόστολος ακουμβίσας την ράβδον εις την γην, εδοξολόγησε τον Θεόν, οπού εφάνη εις αυτόν ως παιδίον, και τον επρόσταξε να κάμη τούτο. Και ω του θαύματος! παρευθύς η ξηρά ράβδος ερριζώθη και κλάδους και καρπούς ανεβλάστησεν, οι οποίοι έσταζον την γλυκύτητα του μέλιτος, καθώς είπεν ο Κύριος. Ανέβλυσε δε και κοντά εις την ρίζαν μία βρύσις καθαρωτάτη και γλυκυτάτη. Ώστε οπού, όλοι οι παρατυχόντες εξεπλάγησαν δια το παράδοξον τούτο θέαμα. Και επειδή η φήμη αύτη διεδόθη εις κάθε μέρος της πόλεως, εσύντρεχον όλα τα πλήθη δια να ιδούν το παράδοξον. Οι οποίοι απολαμβάνοντες την εκ του δένδρου γλυκύτητα, και λουόμενοι από την πηγήν, παρευθύς απέβαλον από την ψυχήν τους την μανίαν και θηριώδη ωμότητα, οπού είχον εις την πλάνην της ειδωλολατρείας. Πολλά λοιπόν παθών από τον βασιλέα ο του Κυρίου Απόστολος, και δια πυρός τελειωθείς, ύστερον έκαμε τον βασιλέα να επιστρέψη εις την του Χριστού πίστιν, δια του θαύματος οπού ενεργήθη με το μέσον του αγίου λειψάνου του. Όστις βασιλεύς βαπτισθείς, μετωνομάσθη Ματθαίος. Και συντρίψας τα είδωλα, εκατάπεισε τους υπηκόους του και επίστευσαν όλοι εις τον Χριστόν. Είτα και Επίσκοπος γενόμενος, αφήκε τον θρόνον εις τον υιόν του, κατά την διάταξιν, οπού εποίησεν εις αυτόν εν οπτασία ο θείος Απόστολος. (Τον κατά πλάτος Βίον τούτου όρα εις το Εκλόγιον (2).)
(1) Εις δε την τριακοστήν Ιουνίου γράφεται, ότι ο Ματθαίος ήτον αδελφός Ιακώβου του υιού Αλφαίου, επειδή και οι δύω είχον πατέρα τον Αλφαίον.
(2) Σημείωσαι, ότι ο Νικήτας ρήτωρ ο Παφλαγών υπόμνημα ελληνικόν έχει εις τον Απόστολον τούτον, ου η αρχή· «Ματθαίου μνήμης, τι αν γένοιτο χαριέστερον;». (Σώζεται εν τη Λαύρα και τη του Διονυσίου και τη του Βατοπαιδίου και τη των Ιβήρων.) Αλλά και ο Μεταφραστής υπόμνημα έχει εις αυτόν, ου η αρχή· «Ήδη μεν παρά του πλάσαντος». (Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν τη Λαύρα.) Ματθαίος δε θέλει να ειπή δεδωρημένος. Και τούτο δε σημείωσαι, ότι ο μεν Συμεών ο Μεταφραστής, πολλά σύντομον έχει το Συναξάριον του Αποστόλου τούτου. Ο δε Μαυρίκιος ο Διάκονος, ο του Συναξαριστού ποιητής, πλατύτερον έγραψε το Συναξάριον τούτου. Αλλά και τούτο σημείωσαι, ότι, αγκαλά και ο Αντιοχείας Αναστάσιος ερμηνεύει εις το όγδοον της Εξαημέρου, ότι το Ματθαίος όνομα δηλοί πρόσταγμα Υψίστου. Όμως καλλίτερα ο Ισίδωρος αυτό ετυμολογεί παρά του Ματθάν, όπερ σημαίνει δώρον. Ώστε Ματθαίος ερμηνεύεται δεδωρημένος, ως είπομεν. Σημειοί δε Κλήμης ο Στρωματεύς εις τον Παιδαγωγόν (όστις είναι λόγος, ούτως ονομαζόμενος) ότι ο Ματθαίος δεν έφαγε ποτέ κρέας. Αλλά μόνον με τα χόρτα και όσπρια επέρασε την ζωήν του. Και πως να ήτον θύμα και ολοκαύτωμα της παρθενίας. Διατί εφονεύθη υπό του βασιλέως Υρτάκου όστις ήθελε να λάβη εις γυναίκα αυτού την Ιφιγένειαν ήτις ήτον παρθένος αφιερωμένη εις τον Θεόν. Το δε Ευαγγέλιον έγραψεν ο θείος Ματθαίος εβραϊκά οκτώ χρόνους μετά την Ανάληψιν, δια τους Χριστιανούς της Παλαιστίνης, οι οποίοι εδιώκοντο δια την πίστιν, ως γράφει τούτο ο Ευθύμιος και ο θείος Χρυσόστομος. Μετέφρασε δε αυτό εις το ελληνικόν ο Ιεροσολύμων Ιάκωβος κατά τον Μέγαν Αθανάσιον, το οποίον αυτό ελληνικόν μετέγραψεν ιδιοχείρως ο Απόστολος Βαρθολομαίος. Και όρα εις την ενδεκάτην του Ιουνίου ότε εορτάζεται ο Άγιος Βαρθολομαίος μετά Βαρνάβα. Περιττώς δε γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις η μνήμη και το Συναξάριον του Αγίου Μάρτυρος Βαρλαάμ. Ταύτα γαρ γράφονται κατά την δεκάτην ενάτην του παρόντος Νοεμβρίου.
Ταις του σου Αποστόλου πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Ις΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου.
Σώζεις Ἰησοῦ καὶ τελώνας, σοὶ χάρις.
Οὕτω βοᾷ Ματθαῖος ἐκ πυρὸς μέσου.
Ἀκάματον δεκάτῃ πῦρ Ματθαῖον ἔκτανεν ἕκτῃ.
Οὗτος ὁ θεῖος Ἀπόστολος καθήμενος εἰς τὸ τελώνιον, ἤτοι εἰς τὸ κουμέρκιον, ἤκουσε νὰ εἰπῇ ὁ Κύριος εἰς αὐτὸν «ἀκολούθει μοι». Ὅθεν κατ’ αὐτὴν τὴν ὥραν, ἀφῆκεν ὅλα καὶ ἠκολούθησεν εἰς τὸν Κύριον, ποιήσας ἐν τῷ οἴκῳ του φιλοξενίαν μεγάλην εἰς αὐτόν. Καθὼς λέγει ὁ ἴδιος εἰς τὸ ἐδικόν του Εὐαγγέλιον. Ἀπὸ τότε δὲ καὶ ὕστερον ἦτον συναριθμημένος μὲ τοὺς λοιποὺς Ἀποστόλους (1). Οὗτος, ἀφ’ οὗ ἐδέχθη τὴν δύναμιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ ἐσοφίσθη τὰ θεῖα, τότε ἔγραψε τὸ Εὐαγγέλιόν του μὲ γλῶσσαν ἑβραϊκήν, ὕστερον ἀπὸ ὀκτὼ χρόνους τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἔστειλεν αὐτὸ εἰς τοὺς νεοφωτίστους Ἰουδαίους. Διδάξας δὲ τοὺς Πάρθους καὶ Μήδας, καὶ συστησάμενος Ἐκκλησίας εἰς αὐτοὺς καὶ πολλὰ θαύματα ποιήσας, ὕστερον ἐτελειώθη μὲ φωτίαν ὑπὸ τῶν ἀπίστων. Ὅταν δὲ ἦτον ἀκόμη ζωντανὸς ὁ θεῖος οὗτος Ἀπόστολος, οἱ μὲν ἄλλοι συμμαθηταί του καὶ συναπόστολοι, ἐπεριήρχοντο ὁ καθ’ ἕνας τὸν τόπον καὶ τὴν πόλιν, ὁποῦ ἔλαβεν εἰς κλῆρον, κηρύττοντες τὸ τοῦ Χριστοῦ Εὐαγγέλιον. Οὗτος δὲ εἰς τοὺς Πάρθους εὑρισκόμενος, ἀνέβη μόνος ἐπάνω εἰς ἕνα βουνὸν καὶ εἰς αὐτὸ ὑπέμεινε μονοχίτων καὶ χωρὶς στέγην. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασε μερικὸς καιρός, ἐφάνη εἰς αὐτὸν ὡς παιδίον, ὁ Θεὸς ἐκεῖνος, ὁποῦ διέπλασεν ἀπὸ τὸ χῶμα τὸν ἄνθρωπον. Καὶ ἐξαπλώσας τὴν δεξιάν του, δίδει εἰς τὸν Ἀπόστολον μίαν ῥάβδον καὶ λέγει αὐτῷ. Λάβε ταύτην, καὶ καταβὰς ἀπὸ τὸ βουνὸν καὶ πηγαίνωντας εἰς τὴν πόλιν Μυρμήνην, φύτευσον τὴν ῥάβδον ταύτην εἰς τὸ κατώφλιον τοῦ ἐκεῖσε ἁγίου οἴκου. Ἡ ὁποία ῥιζωθεῖσα καὶ ὑψωθεῖσα ἀπὸ τὴν ἐδικήν μου δεξιὰν χεῖρα, θέλει γένῃ δένδρον πολύκαρπον. Καὶ ἀπὸ μὲν τὰ ἄκρα τῶν κλάδων του, θέλει καταβῇ γλυκασμὸς μέλιτος, ἀπὸ δὲ τὰς ῥίζας του, θέλει ἀναβλύσει πηγὴ ὕδατος, ἀπὸ τὴν ὁποίαν λουόμενοι οἱ θηριογνώμονες ἄνδρες τῆς πόλεως καὶ ἀπὸ τὸν γλυκασμὸν τοῦ δένδρου μεταλαμβάνοντες, θέλουν γλυκανθοῦν κατὰ τὰς αἰσθήσεις καὶ θέλουν παύσουν ἀπὸ τὸ νὰ πράττουν παρανομίας.
Τότε ὁ Ματθαῖος δεχθεὶς εὐλαβῶς τὴν δοθεῖσαν ῥάβδον ὑπὸ τοῦ Κυρίου, ἀφῆκε τὸ βουνὸν καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Μυρμήνην. Ἡ δὲ γυνὴ τοῦ βασιλέως τῶν Πάρθων Φουλβάνα ὀνόματι, πονηρὸν δαιμόνιον ἔχουσα, ἐσυναπάντησε τὸν Ἀπόστολον ὁμοῦ μὲ τὸν υἱὸν καὶ νύμφην της. Οἵτινες καὶ αὐτοὶ ἐνεργοῦντο ἀπὸ ἀκάθαρτα πνεύματα. Καὶ μὲ φωνὰς τραχείας, καὶ μὲ κινήματα ἄγρια, ἐφώναζον τριγύρω εἰς τὸν Ἀπόστολον λέγοντες, ποῖος σὲ ἀνάγκασε νὰ ἔλθῃς ἐδῶ καὶ εἰς τοὺς ἐδικούς μας τόπους; ἢ ποῖος εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ ἔδωκεν εἰς ἐσένα τὴν ῥάβδον ταύτην διὰ ἐδικήν μας ἀπώλειαν; Τότε ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ μὲ πραεῖαν φωνήν, τὰ μὲν ἀκάθαρτα ἐπετίμησε πνεύματα. Τοὺς δὲ πάσχοντας καὶ ἀτακτοῦντας ἰάτρευσε, καὶ ἔκαμεν αὐτοὺς νὰ τῷ ἀκολουθοῦν μὲ εὐταξίαν καὶ φρονιμάδα. Ὁ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης Ἐπίσκοπος, Πλάτων ὀνόματι, μαθὼν τὴν παρουσίαν τοῦ Ἀποστόλου, εὐγῆκεν ἔξω τῆς πόλεως μὲ τὸν κλῆρον καὶ τὸν προϋπάντησε. Καὶ οἱ δύω ὁμοῦ ἐμβῆκαν μέσα εἰς τὴν πόλιν ἔμπροσθεν εἰς ὅλους. Τότε ὁ Ἀπόστολος ἀκουμβίσας τὴν ῥάβδον εἰς τὴν γῆν, ἐδοξολόγησε τὸν Θεόν, ὁποῦ ἐφάνη εἰς αὐτὸν ὡς παιδίον, καὶ τὸν ἐπρόσταξε νὰ κάμῃ τοῦτο. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! παρευθὺς ἡ ξηρὰ ῥάβδος ἐρριζώθη καὶ κλάδους καὶ καρποὺς ἀνεβλάστησεν, οἱ ὁποῖοι ἔσταζον τὴν γλυκύτητα τοῦ μέλιτος, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος. Ἀνέβλυσε δὲ καὶ κοντὰ εἰς τὴν ῥίζαν μία βρύσις καθαρωτάτη καὶ γλυκυτάτη. Ὥστε ὁποῦ, ὅλοι οἱ παρατυχόντες ἐξεπλάγησαν διὰ τὸ παράδοξον τοῦτο θέαμα. Καὶ ἐπειδὴ ἡ φήμη αὕτη διεδόθη εἰς κάθε μέρος τῆς πόλεως, ἐσύντρεχον ὅλα τὰ πλήθη διὰ νὰ ἰδοῦν τὸ παράδοξον. Οἱ ὁποῖοι ἀπολαμβάνοντες τὴν ἐκ τοῦ δένδρου γλυκύτητα, καὶ λουόμενοι ἀπὸ τὴν πηγήν, παρευθὺς ἀπέβαλον ἀπὸ τὴν ψυχήν τους τὴν μανίαν καὶ θηριώδη ὠμότητα, ὁποῦ εἶχον εἰς τὴν πλάνην τῆς εἰδωλολατρείας. Πολλὰ λοιπὸν παθὼν ἀπὸ τὸν βασιλέα ὁ τοῦ Κυρίου Ἀπόστολος, καὶ διὰ πυρὸς τελειωθείς, ὕστερον ἔκαμε τὸν βασιλέα νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, διὰ τοῦ θαύματος ὁποῦ ἐνεργήθη μὲ τὸ μέσον τοῦ ἁγίου λειψάνου του. Ὅστις βασιλεὺς βαπτισθείς, μετωνομάσθη Ματθαῖος. Καὶ συντρίψας τὰ εἴδωλα, ἐκατάπεισε τοὺς ὑπηκόους του καὶ ἐπίστευσαν ὅλοι εἰς τὸν Χριστόν. Εἶτα καὶ Ἐπίσκοπος γενόμενος, ἀφῆκε τὸν θρόνον εἰς τὸν υἱόν του, κατὰ τὴν διάταξιν, ὁποῦ ἐποίησεν εἰς αὐτὸν ἐν ὀπτασίᾳ ὁ θεῖος Ἀπόστολος. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τούτου ὅρα εἰς τὸ Ἐκλόγιον (2).)
(1) Εἰς δὲ τὴν τριακοστὴν Ἰουνίου γράφεται, ὅτι ὁ Ματθαῖος ἦτον ἀδελφὸς Ἰακώβου τοῦ υἱοῦ Ἀλφαίου, ἐπειδὴ καὶ οἱ δύω εἶχον πατέρα τὸν Ἀλφαῖον.
(2) Σημείωσαι, ὅτι ὁ Νικήτας ῥήτωρ ὁ Παφλαγὼν ὑπόμνημα ἑλληνικὸν ἔχει εἰς τὸν Ἀπόστολον τοῦτον, οὗ ἡ ἀρχή· «Ματθαίου μνήμης, τί ἂν γένοιτο χαριέστερον;». (Σώζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ καὶ τῇ τοῦ Διονυσίου καὶ τῇ τοῦ Βατοπαιδίου καὶ τῇ τῶν Ἰβήρων.) Ἀλλὰ καὶ ὁ Μεταφραστὴς ὑπόμνημα ἔχει εἰς αὐτόν, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἤδη μὲν παρὰ τοῦ πλάσαντος». (Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν τῇ Λαύρᾳ.) Ματθαῖος δὲ θέλει νὰ εἰπῇ δεδωρημένος. Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι, ὅτι ὁ μὲν Συμεὼν ὁ Μεταφραστής, πολλὰ σύντομον ἔχει τὸ Συναξάριον τοῦ Ἀποστόλου τούτου. Ὁ δὲ Μαυρίκιος ὁ Διάκονος, ὁ τοῦ Συναξαριστοῦ ποιητής, πλατύτερον ἔγραψε τὸ Συναξάριον τούτου. Ἀλλὰ καὶ τοῦτο σημείωσαι, ὅτι, ἀγκαλὰ καὶ ὁ Ἀντιοχείας Ἀναστάσιος ἑρμηνεύει εἰς τὸ ὄγδοον τῆς Ἑξαημέρου, ὅτι τὸ Ματθαῖος ὄνομα δηλοῖ πρόσταγμα Ὑψίστου. Ὅμως καλλίτερα ὁ Ἰσίδωρος αὐτὸ ἐτυμολογεῖ παρὰ τοῦ Ματθάν, ὅπερ σημαίνει δῶρον. Ὥστε Ματθαῖος ἑρμηνεύεται δεδωρημένος, ὡς εἴπομεν. Σημειοῖ δὲ Κλήμης ὁ Στρωματεὺς εἰς τὸν Παιδαγωγόν (ὅστις εἶναι λόγος, οὕτως ὀνομαζόμενος) ὅτι ὁ Ματθαῖος δὲν ἔφαγε ποτὲ κρέας. Ἀλλὰ μόνον μὲ τὰ χόρτα καὶ ὄσπρια ἐπέρασε τὴν ζωήν του. Καὶ πῶς νὰ ἦτον θῦμα καὶ ὁλοκαύτωμα τῆς παρθενίας. Διατὶ ἐφονεύθη ὑπὸ τοῦ βασιλέως Ὑρτάκου ὅστις ἤθελε νὰ λάβῃ εἰς γυναῖκα αὑτοῦ τὴν Ἰφιγένειαν ἥτις ἦτον παρθένος ἀφιερωμένη εἰς τὸν Θεόν. Τὸ δὲ Εὐαγγέλιον ἔγραψεν ὁ θεῖος Ματθαῖος ἑβραϊκὰ ὀκτὼ χρόνους μετὰ τὴν Ἀνάληψιν, διὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Παλαιστίνης, οἱ ὁποῖοι ἐδιώκοντο διὰ τὴν πίστιν, ὡς γράφει τοῦτο ὁ Εὐθύμιος καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος. Μετέφρασε δὲ αὐτὸ εἰς τὸ ἑλληνικὸν ὁ Ἱεροσολύμων Ἰάκωβος κατὰ τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον, τὸ ὁποῖον αὐτὸ ἑλληνικὸν μετέγραψεν ἰδιοχείρως ὁ Ἀπόστολος Βαρθολομαῖος. Καὶ ὅρα εἰς τὴν ἑνδεκάτην τοῦ Ἰουνίου ὅτε ἑορτάζεται ὁ Ἅγιος Βαρθολομαῖος μετὰ Βαρνάβα. Περιττῶς δὲ γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις ἡ μνήμη καὶ τὸ Συναξάριον τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βαρλαάμ. Ταῦτα γὰρ γράφονται κατὰ τὴν δεκάτην ἐνάτην τοῦ παρόντος Νοεμβρίου.
Ταῖς τοῦ σοῦ Ἀποστόλου πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *