Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου16 Φεβρουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Ις’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Παμφίλου και των συν αυτώ.
Υπέρ το παν σε, Πάμφιλος φιλών Λόγε,
Και την τομήν ηγείτο της κάρας φίλην.
*
Οι Άγιοι τρεις Μάρτυρες Ουάλης, Παύλος, και Σέλευκος, ξίφει τελειούνται.
Παύλον Σέλευκος, και Σέλευκον Ουάλης,
Βλέπων τομή χαίροντας την τομήν φέρει.
*
Οι Άγιοι δύω Μάρτυρες Πορφύριος και Ιουλιανός, πυρί τελειούνται.
Ήλαντο προς πυρ Μάρτυρες θείοι δύω,
Θείου πόθου πυρ εν τρέφοντες οι δύω.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Θεόδουλος, σταυρωθείς τελειούται.
Σταυρούσι δούλοι της πλάνης επί ξύλου,
Και Θεόδουλον δούλον Εσταυρωμένου.
*
Οι Άγιοι πέντε Μάρτυρες οι Αιγύπτιοι, Ηλίας, Ιερεμίας, Ησαΐας, Σαμουήλ, και Δανιήλ, ξίφει τελειούνται.
Κλήσεις Προφητών και τελευτάς Μαρτύρων,
Αυχούσι πέντε Μάρτυρες τετμημένοι.
Έκτη και δεκάτη ξίφεος τάμε Πάμφιλον ακμή.
Ούτοι όλοι οι ανωτέρω ένδοξοι Μάρτυρες, ήτον κατά τον έκτον χρόνον του διωγμού, τον οποίον εκίνησεν ο Διοκλητιανός εναντίον των Χριστιανών, ήτοι εν έτει από Χριστού σϞ’ [290]. Εφέρθησαν δε εις το μαρτύριον από διαφόρους τόπους και τέχνας και αξιώματα, και ηνώθησαν ομού εις ένα σώμα δια την εις Χριστόν πίστιν. Ο δε τρόπος, με τον οποίον τους επίασαν, εστάθη τοιούτος. Όταν αυτοί έμελλον να έμβουν εις τας πόρτας της πόλεως Καισαρείας, ερώτησαν αυτούς οι φυλακάτορες, ποίοι είναι, και πόθεν εκατάγοντο. Οι δε Μάρτυρες απεκρίθησαν, ότι είναι Χριστιανοί, και ότι έχουν πατρίδα την άνω Ιερουσαλήμ. Όθεν επίασαν αυτούς, και τους έφερον εις τον Φιρμιλιανόν τον ηγεμόνα της Καισαρείας. Και οι μεν πέντε Μάρτυρες οι Αιγύπτιοι, ο Ηλίας, ο Ιερεμίας, ο Ησαΐας, ο Σαμουήλ, και ο Δανιήλ, ύστερα από άλλας βασάνους οπού έλαβον, τελευταίον απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. Απεκεφαλίσθη δε μαζί με αυτούς και ο Πάμφιλος, και ο Σέλευκος, και ο Ουάλης, και Παύλος. Ο δε Πορφύριος, δούλος ων του Αγίου Παμφίλου, εζήτησε να πάρη το λείψανον του αυθέντου του, και πιασθείς, παρεδόθη εις την φωτίαν και ετελειώθη. Ομοίως και ο Άγιος Ιουλιανός, επειδή κατησπάζετο τα λείψανα των Αγίων, ερρίφθη και αυτός εις την πυρκαϊάν και ετελειώθη. Ο δε Θεόδουλος κρεμασθείς επάνω εις ένα ξύλον σταυροειδώς, ετελείωσε το μαρτύριον. Και ούτως έλαβον όλοι της αθλήσεως τους στεφάνους. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία. Το Μαρτύριον τούτων συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Καιρός δη καλεί». (Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Μαρτύρων των εν Μαρτυρουπόλει (1) μαρτυρησάντων.
Η κλήσις έργον Μαρτυρωνύμω πόλει,
Πολλών εν αυτή μαρτυρησάντων ξίφει.
(1) Η Μαρτυρούπολις τώρα ονομάζεται Μιεφερκίν, ευρίσκεται δε εις την μεγάλην Αρμενίαν προς τον Νυμφαίον ποταμόν, τιμημένη με θρόνον Επισκόπου, υποκείμενον εις τον Αμίδας Μητροπολίτην, κατά τον Μελέτιον.
*
Ο Όσιος Μαρουθάς, ο ανεγείρας την ανωτέρω πόλιν επ’ ονόματι των ρηθέντων Μαρτύρων, εν ειρήνη τελειούται.
Στέρξας Μαρουθάς τον Θεόν σφόδρα σφόδρα,
Θεώ παραστάς τέρπεται σφόδρα σφόδρα.
Ο Άγιος ούτος Μαρουθάς έγινεν Επίσκοπος. Απεστάλη δε από τον Μέγαν Θεοδόσιον τον βασιλέα Ρωμαίων εν έτει τπ’ [380], προς τον βασιλέα Περσών. Όθεν απελθών εις την Περσίαν έλαβε μεγάλην τιμήν από τους Πέρσας δια την αρετήν του και αγιότητα. Μάλιστα δε, διατί ηλευθέρωσεν από το δαιμόνιον την δαιμονιζομένην θυγατέρα του βασιλέως. Επειδή δε εύρε παρρησίαν εις τον βασιλέα των Περσών, εζήτησε και έλαβε τα λείψανα των ανωτέρω Αγίων Μαρτύρων των εν Περσία μαρτυρησάντων, και κτίσας πόλιν εις το όνομα αυτών, απεθησαύρισε τα λείψανα μέσα εις αυτήν. Ύστερον δε από χρόνους, εκοιμήθη κατ’ εκείνην την ιδίαν ημέραν, κατά την οποίαν εγκαινίασε την παρ’ αυτού κτισθείσαν Μαρτυρούπολιν. Δια τούτο και η τούτου μνήμη, ομού με την μνήμην των Μαρτύρων συμπανηγυρίζεται.
*
Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Φλαβιανού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Σκώλοις νοητοίς, ουχί προσκόψας πόδας,
Ο Φλαβιανός μέχρι σου Θεέ τρέχει.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υιβ’ [412], Πρεσβύτερος της εν Κωνσταντινουπόλει αγίας Εκκλησίας. Δια δε την ενάρετον αυτού πολιτείαν, εχειροτονήθη και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με την θέλησιν του Θεού, και με την ψήφον της Συνόδου και του βασιλέως και της Συγκλήτου. Ποιήσας δε εις τον θρόνον ένα χρόνον και μήνας εξ, κατά συγχώρησιν Θεού εξεβλήθη από τον θρόνον του παρά του Μονοφυσίτου Διοσκόρου και των ομοφρόνων αυτού, και επέμφθη εις εξορίαν. Όπου πολλάς θλίψεις υπομείνας δια την Ορθόδοξον πίστιν και ασθενήσας, προς Κύριον εξεδήμησεν (2).
(2) Παρά δε τω Μελετίω Αθηνών, τόμω δευτέρω της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, σελ. 22, γράφεται, ότι ο Άγιος ούτος Φλαβιανός οκτώ μήνας μόνον επατριάρχευσε, και εις την εν Εφέσω ληστρικήν Σύνοδον εφονεύθη υπό του Αλεξανδρείας Διοσκόρου, και μετ’ αυτόν ο Ανατόλιος επροχειρίσθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Το δε άγιον λείψανον του Φλαβιανού τούτου ανεκομίσθη εις Κωνσταντινούπολιν, και κατετέθη εν τω Ναώ των Αγίων Αποστόλων, συνεργία του Αγίου Ανατολίου, ως γράφεται εις το εκείνου Συναξάριον κατά την τρίτην Ιουλίου.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Φλαβιανού.
Ζωής ματαίας εκπεραιώσας χρόνον,
Ζη Φλαβιανός εις τον αιώνα χρόνον.
Ούτος ο Όσιος Πατήρ ημών Φλαβιανός, επήγεν εις μίαν κορυφήν ενός βουνού, και κτίσας ένα μικρόν κελλάκι, έκλεισε τον εαυτόν του εις αυτό, και εκεί διεπέρασε χρόνους εξήντα, χωρίς να λαλή εις κανένα, και χωρίς να βλέπεται από κανένα, αλλά νεύων τον νουν του εις την καρδίαν του, εφαντάζετο τον Θεόν, και από εκεί ελάμβανε κάθε παρηγορίαν, κατά την προφητείαν την λέγουσαν· «Κατατρύφησον του Κυρίου, και δώη σοι τα αιτήματα της καρδίας σου» (Ψαλμός λς’, 4). Είχε δε ένα τόπον σκαμμένον, και από εκεί ευγάνωντας το χέρι του, εδέχετο την τροφήν οπού του έφερνον. Πλην δια να μη φαίνεται εις εκείνους οπού ήρχοντο έξωθεν, είχε τον τόπον εκείνον σκαμμένον λοξώς και με σχήμα κυκλοειδές. Η τροφή του δε ήτον, όσπρια βρεγμένα, από τα οποία έτρωγε μίαν φοράν την εβδομάδα.
Με τοιούτον λοιπόν τρόπον έζησεν ο αοίδιμος χρόνους ολοκλήρους εξήκοντα, χωρίς να αλλάξη τελείως ούτε την τροφήν του, ούτε την υψηλήν ταύτην πολιτείαν του. Όθεν εκ τούτων επλουτίσθη παρά Θεού με την χάριν των θαυμάτων. Δράκοντα γαρ μεγαλώτατον εθανάτωσε δια προσευχής του, και μίαν ασπίδα εφόνευσε, και πλήθος ακρίδων εδίωξεν από ένα χωράφιον, το οποίον έμελλον να καταφάγουν. Αυτός ένα νέον δαιμονισμένον, από το δαιμόνιον ηλευθέρωσεν, και το βυζί μιας γυναικός βλαφθέν από πάθος καρκίνου, ιάτρευσε, και ένα οπού εκτυπήθη από ταύρον και απέθανε, τούτον ανέστησεν. Έτζι λοιπόν διαπεράσας την ζωήν του ο τρισόλβιος, άλλαξε την παρούσαν πολύμοχθον και πρόσκαιρον ζωήν, με την αιώνιον εκείνην και μακαρίαν, εις την οποίαν τώρα ευφραίνεται.
*
Ο Άγιος νέος Οσιομάρτυς Ρωμανός, ο εκ Σοβολάκ του Καρπεννησίου καταγόμενος, και εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας, κατά το έτος ͵αχϞδ’ [1694], ξίφει τελειούται.
Ως εις γάμους έδραμες εις τας βασάνους,
Ρωμανέ Μάρτυς, εύγε της σης ανδρίας! (3)
(3) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Ις΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Παμφίλου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ.
Ὑπὲρ τὸ πᾶν σε, Πάμφιλος φιλῶν Λόγε,
Καὶ τὴν τομὴν ἡγεῖτο τῆς κάρας φίλην.
*
Οἱ Ἅγιοι τρεῖς Μάρτυρες Οὐάλης, Παῦλος, καὶ Σέλευκος, ξίφει τελειοῦνται.
Παῦλον Σέλευκος, καὶ Σέλευκον Οὐάλης,
Βλέπων τομῇ χαίροντας τὴν τομὴν φέρει.
*
Οἱ Ἅγιοι δύω Μάρτυρες Πορφύριος καὶ Ἰουλιανός, πυρὶ τελειοῦνται.
Ἥλαντο πρὸς πῦρ Μάρτυρες θεῖοι δύω,
Θείου πόθου πῦρ ἓν τρέφοντες οἱ δύω.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδουλος, σταυρωθεὶς τελειοῦται.
Σταυροῦσι δοῦλοι τῆς πλάνης ἐπὶ ξύλου,
Καὶ Θεόδουλον δοῦλον Ἐσταυρωμένου.
*
Οἱ Ἅγιοι πέντε Μάρτυρες οἱ Αἰγύπτιοι, Ἠλίας, Ἱερεμίας, Ἡσαΐας, Σαμουήλ, καὶ Δανιήλ, ξίφει τελειοῦνται.
Κλήσεις Προφητῶν καὶ τελευτὰς Μαρτύρων,
Αὐχοῦσι πέντε Μάρτυρες τετμημένοι.
Ἕκτῃ καὶ δεκάτῃ ξίφεος τάμε Πάμφιλον ἀκμή.
Οὗτοι ὅλοι οἱ ἀνωτέρω ἔνδοξοι Μάρτυρες, ἦτον κατὰ τὸν ἕκτον χρόνον τοῦ διωγμοῦ, τὸν ὁποῖον ἐκίνησεν ὁ Διοκλητιανὸς ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ἤτοι ἐν ἔτει ἀπὸ Χριστοῦ σϞ΄ [290]. Ἐφέρθησαν δὲ εἰς τὸ μαρτύριον ἀπὸ διαφόρους τόπους καὶ τέχνας καὶ ἀξιώματα, καὶ ἡνώθησαν ὁμοῦ εἰς ἕνα σῶμα διὰ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν. Ὁ δὲ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖον τοὺς ἐπίασαν, ἐστάθη τοιοῦτος. Ὅταν αὐτοὶ ἔμελλον νὰ ἔμβουν εἰς τὰς πόρτας τῆς πόλεως Καισαρείας, ἐρώτησαν αὐτοὺς οἱ φυλακάτορες, ποῖοι εἶναι, καὶ πόθεν ἐκατάγοντο. Οἱ δὲ Μάρτυρες ἀπεκρίθησαν, ὅτι εἶναι Χριστιανοί, καὶ ὅτι ἔχουν πατρίδα τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ὅθεν ἐπίασαν αὐτούς, καὶ τοὺς ἔφερον εἰς τὸν Φιρμιλιανὸν τὸν ἡγεμόνα τῆς Καισαρείας. Καὶ οἱ μὲν πέντε Μάρτυρες οἱ Αἰγύπτιοι, ὁ Ἠλίας, ὁ Ἱερεμίας, ὁ Ἡσαΐας, ὁ Σαμουήλ, καὶ ὁ Δανιήλ, ὕστερα ἀπὸ ἄλλας βασάνους ὁποῦ ἔλαβον, τελευταῖον ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ ἔλαβον τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Ἀπεκεφαλίσθη δὲ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ ὁ Πάμφιλος, καὶ ὁ Σέλευκος, καὶ ὁ Οὐάλης, καὶ Παῦλος. Ὁ δὲ Πορφύριος, δοῦλος ὢν τοῦ Ἁγίου Παμφίλου, ἐζήτησε νὰ πάρῃ τὸ λείψανον τοῦ αὐθέντου του, καὶ πιασθείς, παρεδόθη εἰς τὴν φωτίαν καὶ ἐτελειώθη. Ὁμοίως καὶ ὁ Ἅγιος Ἰουλιανός, ἐπειδὴ κατησπάζετο τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων, ἐρρίφθη καὶ αὐτὸς εἰς τὴν πυρκαϊὰν καὶ ἐτελειώθη. Ὁ δὲ Θεόδουλος κρεμασθεὶς ἐπάνω εἰς ἕνα ξύλον σταυροειδῶς, ἐτελείωσε τὸ μαρτύριον. Καὶ οὕτως ἔλαβον ὅλοι τῆς ἀθλήσεως τοὺς στεφάνους. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ. Τὸ Μαρτύριον τούτων συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Καιρὸς δὴ καλεῖ». (Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων τῶν ἐν Μαρτυρουπόλει (1) μαρτυρησάντων.
Ἡ κλῆσις ἔργον Μαρτυρωνύμῳ πόλει,
Πολλῶν ἐν αὐτῇ μαρτυρησάντων ξίφει.
(1) Ἡ Μαρτυρούπολις τώρα ὀνομάζεται Μιεφερκίν, εὑρίσκεται δὲ εἰς τὴν μεγάλην Ἁρμενίαν πρὸς τὸν Νυμφαῖον ποταμόν, τιμημένη μὲ θρόνον Ἐπισκόπου, ὑποκείμενον εἰς τὸν Ἀμίδας Μητροπολίτην, κατὰ τὸν Μελέτιον.
*
Ὁ Ὅσιος Μαρουθᾶς, ὁ ἀνεγείρας τὴν ἀνωτέρω πόλιν ἐπ’ ὀνόματι τῶν ῥηθέντων Μαρτύρων, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Στέρξας Μαρουθᾶς τὸν Θεὸν σφόδρα σφόδρα,
Θεῷ παραστὰς τέρπεται σφόδρα σφόδρα.
Ὁ Ἅγιος οὗτος Μαρουθᾶς ἔγινεν Ἐπίσκοπος. Ἀπεστάλη δὲ ἀπὸ τὸν Μέγαν Θεοδόσιον τὸν βασιλέα Ῥωμαίων ἐν ἔτει τπ΄ [380], πρὸς τὸν βασιλέα Περσῶν. Ὅθεν ἀπελθὼν εἰς τὴν Περσίαν ἔλαβε μεγάλην τιμὴν ἀπὸ τοὺς Πέρσας διὰ τὴν ἀρετήν του καὶ ἁγιότητα. Μάλιστα δέ, διατὶ ἠλευθέρωσεν ἀπὸ τὸ δαιμόνιον τὴν δαιμονιζομένην θυγατέρα τοῦ βασιλέως. Ἐπειδὴ δὲ εὗρε παρρησίαν εἰς τὸν βασιλέα τῶν Περσῶν, ἐζήτησε καὶ ἔλαβε τὰ λείψανα τῶν ἀνωτέρω Ἁγίων Μαρτύρων τῶν ἐν Περσίᾳ μαρτυρησάντων, καὶ κτίσας πόλιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτῶν, ἀπεθησαύρισε τὰ λείψανα μέσα εἰς αὐτήν. Ὕστερον δὲ ἀπὸ χρόνους, ἐκοιμήθη κατ’ ἐκείνην τὴν ἰδίαν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐγκαινίασε τὴν παρ’ αὐτοῦ κτισθεῖσαν Μαρτυρούπολιν. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ τούτου μνήμη, ὁμοῦ μὲ τὴν μνήμην τῶν Μαρτύρων συμπανηγυρίζεται.
*
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Φλαβιανοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Σκώλοις νοητοῖς, οὐχὶ προσκόψας πόδας,
Ὁ Φλαβιανὸς μέχρι σοῦ Θεὲ τρέχει.
Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ ἐν ἔτει υιβ΄ [412], Πρεσβύτερος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει ἁγίας Ἐκκλησίας. Διὰ δὲ τὴν ἐνάρετον αὑτοῦ πολιτείαν, ἐχειροτονήθη καὶ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μὲ τὴν θέλησιν τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ τὴν ψῆφον τῆς Συνόδου καὶ τοῦ βασιλέως καὶ τῆς Συγκλήτου. Ποιήσας δὲ εἰς τὸν θρόνον ἕνα χρόνον καὶ μῆνας ἕξ, κατὰ συγχώρησιν Θεοῦ ἐξεβλήθη ἀπὸ τὸν θρόνον του παρὰ τοῦ Μονοφυσίτου Διοσκόρου καὶ τῶν ὁμοφρόνων αὐτοῦ, καὶ ἐπέμφθη εἰς ἐξορίαν. Ὅπου πολλὰς θλίψεις ὑπομείνας διὰ τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν καὶ ἀσθενήσας, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν (2).
(2) Παρὰ δὲ τῷ Μελετίῳ Ἀθηνῶν, τόμῳ δευτέρῳ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, σελ. 22, γράφεται, ὅτι ὁ Ἅγιος οὗτος Φλαβιανὸς ὀκτὼ μῆνας μόνον ἐπατριάρχευσε, καὶ εἰς τὴν ἐν Ἐφέσῳ λῃστρικὴν Σύνοδον ἐφονεύθη ὑπὸ τοῦ Ἀλεξανδρείας Διοσκόρου, καὶ μετ’ αὐτὸν ὁ Ἀνατόλιος ἐπροχειρίσθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ δὲ ἅγιον λείψανον τοῦ Φλαβιανοῦ τούτου ἀνεκομίσθη εἰς Κωνσταντινούπολιν, καὶ κατετέθη ἐν τῷ Ναῷ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Ἀνατολίου, ὡς γράφεται εἰς τὸ ἐκείνου Συναξάριον κατὰ τὴν τρίτην Ἰουλίου.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Φλαβιανοῦ.
Ζωῆς ματαίας ἐκπεραιώσας χρόνον,
Ζῇ Φλαβιανὸς εἰς τὸν αἰῶνα χρόνον.
Οὗτος ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Φλαβιανός, ἐπῆγεν εἰς μίαν κορυφὴν ἑνὸς βουνοῦ, καὶ κτίσας ἕνα μικρὸν κελλάκι, ἔκλεισε τὸν ἑαυτόν του εἰς αὐτό, καὶ ἐκεῖ διεπέρασε χρόνους ἑξῆντα, χωρὶς νὰ λαλῇ εἰς κᾀνένα, καὶ χωρὶς νὰ βλέπεται ἀπὸ κᾀνένα, ἀλλὰ νεύων τὸν νοῦν του εἰς τὴν καρδίαν του, ἐφαντάζετο τὸν Θεόν, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐλάμβανε κάθε παρηγορίαν, κατὰ τὴν προφητείαν τὴν λέγουσαν· «Κατατρύφησον τοῦ Κυρίου, καὶ δώη σοι τὰ αἰτήματα τῆς καρδίας σου» (Ψαλμὸς λς΄, 4). Εἶχε δὲ ἕνα τόπον σκαμμένον, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ εὐγάνωντας τὸ χέρι του, ἐδέχετο τὴν τροφὴν ὁποῦ τοῦ ἔφερνον. Πλὴν διὰ νὰ μὴ φαίνεται εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἤρχοντο ἔξωθεν, εἶχε τὸν τόπον ἐκεῖνον σκαμμένον λοξῶς καὶ μὲ σχῆμα κυκλοειδές. Ἡ τροφή του δὲ ἦτον, ὄσπρια βρεγμένα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔτρωγε μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα.
Μὲ τοιοῦτον λοιπὸν τρόπον ἔζησεν ὁ ἀοίδιμος χρόνους ὁλοκλήρους ἑξήκοντα, χωρὶς νὰ ἀλλάξῃ τελείως οὔτε τὴν τροφήν του, οὔτε τὴν ὑψηλὴν ταύτην πολιτείαν του. Ὅθεν ἐκ τούτων ἐπλουτίσθη παρὰ Θεοῦ μὲ τὴν χάριν τῶν θαυμάτων. Δράκοντα γὰρ μεγαλώτατον ἐθανάτωσε διὰ προσευχῆς του, καὶ μίαν ἀσπίδα ἐφόνευσε, καὶ πλῆθος ἀκρίδων ἐδίωξεν ἀπὸ ἕνα χωράφιον, τὸ ὁποῖον ἔμελλον νὰ καταφάγουν. Αὐτὸς ἕνα νέον δαιμονισμένον, ἀπὸ τὸ δαιμόνιον ἠλευθέρωσεν, καὶ τὸ βυζὶ μιᾶς γυναικὸς βλαφθὲν ἀπὸ πάθος καρκίνου, ἰάτρευσε, καὶ ἕνα ὁποῦ ἐκτυπήθη ἀπὸ ταῦρον καὶ ἀπέθανε, τοῦτον ἀνέστησεν. Ἔτζι λοιπὸν διαπεράσας τὴν ζωήν του ὁ τρισόλβιος, ἄλλαξε τὴν παροῦσαν πολύμοχθον καὶ πρόσκαιρον ζωήν, μὲ τὴν αἰώνιον ἐκείνην καὶ μακαρίαν, εἰς τὴν ὁποίαν τώρα εὐφραίνεται.
*
Ὁ Ἅγιος νέος Ὁσιομάρτυς Ῥωμανός, ὁ ἐκ Σοβολὰκ τοῦ Καρπεννησίου καταγόμενος, καὶ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας, κατὰ τὸ ἔτος ͵αχϞδ΄ [1694], ξίφει τελειοῦται.
Ὡς εἰς γάμους ἔδραμες εἰς τὰς βασάνους,
Ῥωμανὲ Μάρτυς, εὖγε τῆς σῆς ἀνδρίας! (3)
(3) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *