Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου16 Απριλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Ις’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων παρθένων και αυταδέλφων Αγάπης, Ειρήνης, και Χιονίας.
Εις την Αγάπην και Χιονίαν.
Χιών το πυρ ην της Χιονίας τάχα,
Ου συμμετασχείν ηγάπησεν Αγάπη.
Εις την Ειρήνην.
Βέλος σε πέμπει προς τον ειρήνης τόπον,
Αφ’ αιμάτων σων εκμεθυσθέν Ειρήνη.
Χιονίην Αγάπην εκκαιδεκάτη κατέκαυσαν.
Κατά τον καιρόν εκείνον, κατά τον οποίον ο Άγιος Μάρτυς Χρυσόγονος (1) απεκεφαλίσθη υπό του Διοκλητιανού εν έτει σϞε’ [295], δια την εις Χριστόν ομολογίαν, κοντά εις την λίμνην εκείνην, εις την οποίαν έμενον αι τρεις αύται αδελφαί, η Αγάπη, η Ειρήνη και η Χιονία, ομού με τον δούλον του Θεού Ζώϊλον, τότε λέγω εφάνη ο ρηθείς Άγιος Χρυσόγονος εις τον Ζώϊλον, λέγων αυτώ εν τω ύπνω, ότι η Αγία Αναστασία η Φαρμακολυτρία (ήτις εορτάζεται κατά την εικοστήν δευτέραν του Δεκεμβρίου) μέλλει να συναγωνισθή μαζί με τας Αγίας τρεις αδελφάς ταύτας, εις τον αγώνα του μαρτυρίου. Ταύτα δε μαθούσα η Αναστασία, επήγεν εις τας Αγίας ταύτας, και τας εχαιρέτησε, και υπηρέτει αυτάς. Τούτο δε ακούσας ο Διοκλητιανός, επίασεν αυτάς, και τας παρέδωκεν εις τον άρχοντα της χώρας, από τον οποίον εβασανίσθησαν. Έπειτα παρεδόθησαν εις άλλον άρχοντα Σισίνιον ονομαζόμενον, ο οποίος την μεν Αγίαν Αγάπην και Χιονίαν, έβαλεν εις την φωτίαν, την δε Αγίαν Ειρήνην, εσαΐτευσεν ένας στρατιώτης, τεντώσας το τόξον του, και ρίψας την σαΐταν κατ’ επάνω της, και έτζι αι μακάριαι τρεις αδελφαί απήλθον στεφανηφορούσαι εις τα Ουράνια.
(1) Ούτος εορτάζεται κατά την εικοστήν δευτέραν του Δεκεμβρίου.
*
Τη αυτή ημέρα των Αγίων Μαρτύρων Φίληκος Επισκόπου, Ιαννουαρίου Πρεσβυτέρου, Φουρτουνάτου, και Σεπτεμίνου.
Τετράς αθλητών συγκεκομμένων ξίφει,
Νυν συγχορεύει μυριάσιν Αγγέλων.
Κατά τον όγδοον χρόνον της βασιλείας Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, εν έτει σϞδ’ [294], ευγήκε δόγμα και προσταγή να καίωνται εις κάθε πόλιν και χώραν όλα τα βιβλία των Χριστιανών. Τότε λοιπόν απεστάλη εις την πόλιν ονομαζομένην του Βιουκάν, ένας παμμίαρος ηγεμών, Μαγνιανός ονόματι, ο οποίος παραστήσας έμπροσθέν του Φίληκα τον Επίσκοπον, και Ιαννουάριον τον Πρεσβύτερον, και Φουρτουνάτον και Σεπτεμίνον, ανέγνωσεν εις αυτούς του βασιλέως το πρόσταγμα, και εζήτει από αυτούς να του δώσουν τα βιβλία οπού έχουσιν. Ο δε αγιώτατος Φίληξ απεκρίθη προς αυτόν. Είναι γεγραμμένον ω ηγεμών ότι «μη δώτε τα άγια τοις κυσί, μηδέ ρίψητε τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρων» (Ματθ. ζ’, 6). Ματαίως λοιπόν κοπιάζεις εις το να ζητής τα βιβλία από λόγου μας, καν και έχης βασιλικά προστάγματα. Ο άρχων είπεν, άφες τας μωρολογίας ταύτας και κάμε το θέλημα των βασιλέων, επειδή έχω να σε στείλω δεμένον εις τον ανθύπατον. Ο Άγιος απεκρίθη. Εκείνος οπού είμαι τώρα εις εσένα, αυτός ο ίδιος θέλω ευρεθώ και εις όλους, και εις αυτόν τον βασιλέα σου, ήτοι αμετάβλητος είμαι από την γνώμην ταύτην. Τότε ο ηγεμών έκλεισε τον Άγιον εις την φυλακήν, και άφησεν αυτόν ανεπιμέλητον εις τρεις ημέρας. Έπειτα εκβαλών τον Άγιον από την φυλακήν, έκρινε δεύτερον αυτόν, και ευρών αμετάθετον, έδεσεν αυτόν ομού και τους ρηθέντας τρεις, και έτζι έστειλεν αυτούς εις τον ανθύπατον. Ο δε ανθύπατος εξετάσας αυτούς, τους έβαλεν εις την φυλακήν. Αφ’ ου δε επέρασαν ένδεκα ημέραι, εύγαλε τους Μάρτυρας από την φυλακήν, και τους έδεσεν. Είτα τους έστειλεν εις τον έπαρχον των Πραιτωρίων, ο οποίος δεξάμενος αυτούς και πολλά φοβερίσας, ως είδεν αυτούς αμεταβλήτους, τους έρριψεν εις μίαν δεινοτάτην φυλακήν, και εκεί τους εφύλαττε με μεγάλην σιγουρότητα και ασφάλειαν.
Αφ’ ου δε επέρασαν δεκατέσσαρες ημέραι, εύγαλε τους Αγίους από την φυλακήν και τους έκρινε δεύτερον. Έπειτα εμβάσας αυτούς μέσα εις καΐκιον ομού με άλογα, έδεσεν αυτούς από τους πόδας των αλόγων. Εκυλίοντο λοιπόν οι σεβασμιώτατοι άνδρες εις τα ποδάρια των αλόγων τέσσαρας ημέρας, χωρίς να φάγουν, ή να πίουν, ευχαριστούντες τω Θεώ. Όταν δε έφθασαν εις λιμένα μιας πόλεως, εδεξιώθησαν κρυφίως από τους εκεί Χριστιανούς. Από εκεί δε, επήγαν εις την πόλιν Ταυρομενήν, και από εκεί πλεύσαντες εν τη Λυκαονία, επήγαν εις πόλιν καλουμένην Αίλουροι. Τότε ο ασεβής έπαρχος σπλαγχνισθείς, έλυσε τους Αγίους από τα δεσμά, και με πραείαν φωνήν τους ερώτα, παρακινών να δώσουν τα βιβλία και να θυσιάσουν εις τα είδωλα. Οι δε Άγιοι αντιστέκοντο εις αυτόν λέγοντες, ότι μήτε βιβλία δίδουσι, μήτε εις τα είδωλα θυσιάζουσιν. Όθεν επρόσταξεν να αποκεφαλίσουν αυτούς, οι δε Άγιοι προσευχηθέντες, απεκεφαλίσθησαν, και ούτως ανήλθον στεφανηφόροι εις τα Ουράνια.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Λεωνίδου, Χαρίσσης (2), Νίκης, Γαληνής, Καλλίδος, Νουνεχίας, Βασιλίσσης, και Θεοδώρας.
Εις τον Λεωνίδην.
Κόλποις θαλάσσης εκδοθείς Λεωνίδης,
Φθάνει κολυμβών Αβραάμ κόλπων άχρι.
Εις την Χάρισσαν.
Θάλασσαν η Χάρισσα φρίττειν ουκ έχω,
Ήτις θάλασσαν προξενεί μοι χαρίτων.
Εις την Γαληνήν και Νίκην.
Βυθώ Γαληνή και Νίκη βεβλημέναι,
Νίκην εφεύρον και γαλήνην εκ σάλου.
Εις την Καλλίδα.
Βυθός θαλάσσης λαμβάνει την Καλλίδα,
Κάλλους ερώσαν ψυχεραστού Νυμφίου.
Εις την Νουνεχίαν.
Ευρούσα κέρδος εκ βυθού σωτηρίαν,
Το νουνεχές σου δεικνύεις Νουνεχία.
Εις την Βασίλισσαν και Θεοδώραν.
Γαστήρ θαλάσσης λαμβάνει κόρας δύω,
Λίχνην φυγούσας δυσσεβείας γαστέρα.
Ούτος ο Άγιος Μάρτυς Λεωνίδης μετά των ειρημένων Αγίων γυναικών, ήτον από την Ελλάδα, ήτοι από τον Μορέαν (λέγεται γαρ Ελλάς εν μέρος του Μορέως). Και ο μεν θείος Λεωνίδης επιάσθη εις την Τροιζηνίαν, η οποία είναι εν τη Πελοποννήσω εις τον Σαρωνικόν αιγιαλόν αντικρύ των Αθηνών, ήτις κοινώς τώρα λέγεται Φανάρι, ή κατ’ άλλους Πεδιάδα, επισκοπή ούσα του Κορίνθου. Ούτος, λέγω, έξαρχος ων πνευματικού χορού, επιάσθη κατά τας εορτασίμους ημέρας της αγίας του Χριστού Αναστάσεως. Πιασθείσαι δε και αι Άγιαι γυναίκες αύται, εφέρθησαν εις την Κόρινθον προς τον ηγεμόνα αυτής, Βενούστον ονόματι, ο οποίος βλέπωντας τον Άγιον Λεωνίδην, πως ήτον ασάλευτος εις την του Χριστού πίστιν, επρόσταξε να κρεμάσουν αυτόν, και να τον ξεσχίζουσιν. Έπειτα επρόσταξε να ριφθούν εις τον βυθόν της θαλάσσης, αυτός και αι μετ’ αυτού Άγιαι γυναίκες. Εκεί δε ριπτομένων των Αγίων, λέγουσιν, ότι η μακαρία Χάρισσα έψαλλε, καθώς ποτε και η Προφήτις Μαριάμ έψαλλε, δια τον καταποντισμόν των Αιγυπτίων, και ταύτα έλεγεν· «Εν μίλιον έδραμον Κύριε, στράτευμα με εδίωξε Κύριε, και ουκ ηρνησάμην σε, σώσον μου το πνεύμα». Αι δε άλλαι γυναίκες συνεβοήθουν αυτή και συνέψαλλον, έως οπού έφθασαν εις την θάλασσαν. Εμβαίνουσαι δε εις καΐκι, έψαλλον την αυτήν ωδήν, έως οπού έφθασαν τριάκοντα στάδια, ήτοι τέσσαρα μίλια και ολίγον παρακάτω. Είτα έδεσαν αυτάς με πέτρας, και έρριψαν εις τον βυθόν της θαλάσσης προ μιας ημέρας του Πάσχα, ήτοι κατά το μέγα Σάββατον, και ούτως έλαβον αι μακάριαι παρά Κυρίου τους στεφάνους της αθλήσεως.
(2) Εν δε τοις Μηναίοις γράφεται Χαριέσσης.
*
Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Ειρήνης.
Ειρηνικώς ζήσασα Μάρτυς Ειρήνη,
Ουκ ειρηνικώς αλλ’ εκ του ξίφους θνήσκεις.
Αύτη ήτον κατά τον καιρόν του Πάσχα εν τη χώρα της Ελλάδος, ήτοι εν τω Μορέα, όταν και ο Άγιος Λεωνίδης εμαρτύρησε, και αι συν αυτώ Άγιαι γυναίκες, ως ανωτέρω είπομεν. Αύτη λοιπόν δοξολογούσα τον Θεόν μετά των τότε Χριστιανών εις μίαν ξεχωριστήν Εκκλησίαν, εφανερώθη εις τον άρχοντα, και πιασθείσα, εβάλθη εις την φυλακήν. Έπειτα εύγαλαν αυτήν από την φυλακήν και έκοψαν την γλώσσαν της, και εξερρίζωσαν τα οδόντιά της. Τελευταίον δε την απεκεφάλισαν, και ούτως ανέβη η μακαρία στεφανηφόρος εις τα Ουράνια.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ ο Βουρλιώτης, ο εν Σμύρνη μαρτυρήσας εν έτει ͵αψοβ’ [1772], ξίφει τελειούται.
Βαφείς Μιχαήλ τω λύθρω σων αιμάτων,
Λευκός δέδειξαι ως χιών αθληφόρε (3).
(3) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Ις΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων παρθένων καὶ αὐταδέλφων Ἀγάπης, Εἰρήνης, καὶ Χιονίας.
Εἰς τὴν Ἀγάπην καὶ Χιονίαν.
Χιὼν τὸ πῦρ ἦν τῆς Χιονίας τάχα,
Οὗ συμμετασχεῖν ἠγάπησεν Ἀγάπη.
Εἰς τὴν Εἰρήνην.
Βέλος σε πέμπει πρὸς τὸν εἰρήνης τόπον,
Ἀφ’ αἱμάτων σῶν ἐκμεθυσθὲν Εἰρήνη.
Χιονίην Ἀγάπην ἑκκαιδεκάτῃ κατέκαυσαν.
Κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ Ἅγιος Μάρτυς Χρυσόγονος (1) ἀπεκεφαλίσθη ὑπὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ ἐν ἔτει σϞε΄ [295], διὰ τὴν εἰς Χριστὸν ὁμολογίαν, κοντὰ εἰς τὴν λίμνην ἐκείνην, εἰς τὴν ὁποίαν ἔμενον αἱ τρεῖς αὗται ἀδελφαί, ἡ Ἀγάπη, ἡ Εἰρήνη καὶ ἡ Χιονία, ὁμοῦ μὲ τὸν δοῦλον τοῦ Θεοῦ Ζώϊλον, τότε λέγω ἐφάνη ὁ ῥηθεὶς Ἅγιος Χρυσόγονος εἰς τὸν Ζώϊλον, λέγων αὐτῷ ἐν τῷ ὕπνῳ, ὅτι ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολυτρία (ἥτις ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν δευτέραν τοῦ Δεκεμβρίου) μέλλει νὰ συναγωνισθῇ μαζὶ μὲ τὰς Ἁγίας τρεῖς ἀδελφὰς ταύτας, εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ μαρτυρίου. Ταῦτα δὲ μαθοῦσα ἡ Ἀναστασία, ἐπῆγεν εἰς τὰς Ἁγίας ταύτας, καὶ τὰς ἐχαιρέτησε, καὶ ὑπηρέτει αὐτάς. Τοῦτο δὲ ἀκούσας ὁ Διοκλητιανός, ἐπίασεν αὐτάς, καὶ τὰς παρέδωκεν εἰς τὸν ἄρχοντα τῆς χώρας, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐβασανίσθησαν. Ἔπειτα παρεδόθησαν εἰς ἄλλον ἄρχοντα Σισίνιον ὀνομαζόμενον, ὁ ὁποῖος τὴν μὲν Ἁγίαν Ἀγάπην καὶ Χιονίαν, ἔβαλεν εἰς τὴν φωτίαν, τὴν δὲ Ἁγίαν Εἰρήνην, ἐσαΐτευσεν ἕνας στρατιώτης, τεντώσας τὸ τόξον του, καὶ ῥίψας τὴν σαΐταν κατ’ ἐπάνω της, καὶ ἔτζι αἱ μακάριαι τρεῖς ἀδελφαὶ ἀπῆλθον στεφανηφοροῦσαι εἰς τὰ Οὐράνια.
(1) Οὗτος ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν δευτέραν τοῦ Δεκεμβρίου.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Φίληκος Ἐπισκόπου, Ἰαννουαρίου Πρεσβυτέρου, Φουρτουνάτου, καὶ Σεπτεμίνου.
Τετρὰς ἀθλητῶν συγκεκομμένων ξίφει,
Νῦν συγχορεύει μυριάσιν Ἀγγέλων.
Κατὰ τὸν ὄγδοον χρόνον τῆς βασιλείας Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει σϞδ΄ [294], εὐγῆκε δόγμα καὶ προσταγὴ νὰ καίωνται εἰς κάθε πόλιν καὶ χώραν ὅλα τὰ βιβλία τῶν Χριστιανῶν. Τότε λοιπὸν ἀπεστάλη εἰς τὴν πόλιν ὀνομαζομένην τοῦ Βιουκᾶν, ἕνας παμμίαρος ἡγεμών, Μαγνιανὸς ὀνόματι, ὁ ὁποῖος παραστήσας ἔμπροσθέν του Φίληκα τὸν Ἐπίσκοπον, καὶ Ἰαννουάριον τὸν Πρεσβύτερον, καὶ Φουρτουνάτον καὶ Σεπτεμῖνον, ἀνέγνωσεν εἰς αὐτοὺς τοῦ βασιλέως τὸ πρόσταγμα, καὶ ἐζήτει ἀπὸ αὐτοὺς νὰ τοῦ δώσουν τὰ βιβλία ὁποῦ ἔχουσιν. Ὁ δὲ ἁγιώτατος Φίληξ ἀπεκρίθη πρὸς αὐτόν. Εἶναι γεγραμμένον ὦ ἡγεμὼν ὅτι «μὴ δῶτε τὰ ἅγια τοῖς κυσί, μηδὲ ῥίψητε τοὺς μαργαρίτας ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. ζ΄, 6). Ματαίως λοιπὸν κοπιάζεις εἰς τὸ νὰ ζητῇς τὰ βιβλία ἀπὸ λόγου μας, κᾂν καὶ ἔχῃς βασιλικὰ προστάγματα. Ὁ ἄρχων εἶπεν, ἄφες τὰς μωρολογίας ταύτας καὶ κάμε τὸ θέλημα τῶν βασιλέων, ἐπειδὴ ἔχω νὰ σὲ στείλω δεμένον εἰς τὸν ἀνθύπατον. Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη. Ἐκεῖνος ὁποῦ εἶμαι τώρα εἰς ἐσένα, αὐτὸς ὁ ἴδιος θέλω εὑρεθῶ καὶ εἰς ὅλους, καὶ εἰς αὐτὸν τὸν βασιλέα σου, ἤτοι ἀμετάβλητος εἶμαι ἀπὸ τὴν γνώμην ταύτην. Τότε ὁ ἡγεμὼν ἔκλεισε τὸν Ἅγιον εἰς τὴν φυλακήν, καὶ ἄφησεν αὐτὸν ἀνεπιμέλητον εἰς τρεῖς ἡμέρας. Ἔπειτα ἐκβαλὼν τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὴν φυλακήν, ἔκρινε δεύτερον αὐτόν, καὶ εὑρὼν ἀμετάθετον, ἔδεσεν αὐτὸν ὁμοῦ καὶ τοὺς ῥηθέντας τρεῖς, καὶ ἔτζι ἔστειλεν αὐτοὺς εἰς τὸν ἀνθύπατον. Ὁ δὲ ἀνθύπατος ἐξετάσας αὐτούς, τοὺς ἔβαλεν εἰς τὴν φυλακήν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν ἕνδεκα ἡμέραι, εὔγαλε τοὺς Μάρτυρας ἀπὸ τὴν φυλακήν, καὶ τοὺς ἔδεσεν. Εἶτα τοὺς ἔστειλεν εἰς τὸν ἔπαρχον τῶν Πραιτωρίων, ὁ ὁποῖος δεξάμενος αὐτοὺς καὶ πολλὰ φοβερίσας, ὡς εἶδεν αὐτοὺς ἀμεταβλήτους, τοὺς ἔρριψεν εἰς μίαν δεινοτάτην φυλακήν, καὶ ἐκεῖ τοὺς ἐφύλαττε μὲ μεγάλην σιγουρότητα καὶ ἀσφάλειαν.
Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν δεκατέσσαρες ἡμέραι, εὔγαλε τοὺς Ἁγίους ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ τοὺς ἔκρινε δεύτερον. Ἔπειτα ἐμβάσας αὐτοὺς μέσα εἰς καΐκιον ὁμοῦ μὲ ἄλογα, ἔδεσεν αὐτοὺς ἀπὸ τοὺς πόδας τῶν ἀλόγων. Ἐκυλίοντο λοιπὸν οἱ σεβασμιώτατοι ἄνδρες εἰς τὰ ποδάρια τῶν ἀλόγων τέσσαρας ἡμέρας, χωρὶς νὰ φάγουν, ἢ νὰ πίουν, εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ. Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς λιμένα μιᾶς πόλεως, ἐδεξιώθησαν κρυφίως ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ Χριστιανούς. Ἀπὸ ἐκεῖ δέ, ἐπῆγαν εἰς τὴν πόλιν Ταυρομενήν, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πλεύσαντες ἐν τῇ Λυκαονίᾳ, ἐπῆγαν εἰς πόλιν καλουμένην Αἴλουροι. Τότε ὁ ἀσεβὴς ἔπαρχος σπλαγχνισθείς, ἔλυσε τοὺς Ἁγίους ἀπὸ τὰ δεσμά, καὶ μὲ πραεῖαν φωνὴν τοὺς ἐρώτα, παρακινῶν νὰ δώσουν τὰ βιβλία καὶ νὰ θυσιάσουν εἰς τὰ εἴδωλα. Οἱ δὲ Ἅγιοι ἀντιστέκοντο εἰς αὐτὸν λέγοντες, ὅτι μήτε βιβλία δίδουσι, μήτε εἰς τὰ εἴδωλα θυσιάζουσιν. Ὅθεν ἐπρόσταξεν νὰ ἀποκεφαλίσουν αὐτούς, οἱ δὲ Ἅγιοι προσευχηθέντες, ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ οὕτως ἀνῆλθον στεφανηφόροι εἰς τὰ Οὐράνια.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Λεωνίδου, Χαρίσσης (2), Νίκης, Γαληνῆς, Καλλίδος, Νουνεχίας, Βασιλίσσης, καὶ Θεοδώρας.
Εἰς τὸν Λεωνίδην.
Κόλποις θαλάσσης ἐκδοθεὶς Λεωνίδης,
Φθάνει κολυμβῶν Ἁβραὰμ κόλπων ἄχρι.
Εἰς τὴν Χάρισσαν.
Θάλασσαν ἡ Χάρισσα φρίττειν οὐκ ἔχω,
Ἥτις θάλασσαν προξενεῖ μοι χαρίτων.
Εἰς τὴν Γαληνὴν καὶ Νίκην.
Βυθῷ Γαληνὴ καὶ Νίκη βεβλημέναι,
Νίκην ἐφεῦρον καὶ γαλήνην ἐκ σάλου.
Εἰς τὴν Καλλίδα.
Βυθὸς θαλάσσης λαμβάνει τὴν Καλλίδα,
Κάλλους ἐρῶσαν ψυχεραστοῦ Νυμφίου.
Εἰς τὴν Νουνεχίαν.
Εὑροῦσα κέρδος ἐκ βυθοῦ σωτηρίαν,
Τὸ νουνεχές σου δεικνύεις Νουνεχία.
Εἰς τὴν Βασίλισσαν καὶ Θεοδώραν.
Γαστὴρ θαλάσσης λαμβάνει κόρας δύω,
Λίχνην φυγούσας δυσσεβείας γαστέρα.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λεωνίδης μετὰ τῶν εἰρημένων Ἁγίων γυναικῶν, ἦτον ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἤτοι ἀπὸ τὸν Μορέαν (λέγεται γὰρ Ἑλλὰς ἓν μέρος τοῦ Μορέως). Καὶ ὁ μὲν θεῖος Λεωνίδης ἐπιάσθη εἰς τὴν Τροιζηνίαν, ἡ ὁποία εἶναι ἐν τῇ Πελοποννήσῳ εἰς τὸν Σαρωνικὸν αἰγιαλὸν ἀντικρὺ τῶν Ἀθηνῶν, ἥτις κοινῶς τώρα λέγεται Φανάρι, ἢ κατ’ ἄλλους Πεδιάδα, ἐπισκοπὴ οὖσα τοῦ Κορίνθου. Οὗτος, λέγω, ἔξαρχος ὢν πνευματικοῦ χοροῦ, ἐπιάσθη κατὰ τὰς ἑορτασίμους ἡμέρας τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως. Πιασθεῖσαι δὲ καὶ αἱ Ἅγιαι γυναῖκες αὗται, ἐφέρθησαν εἰς τὴν Κόρινθον πρὸς τὸν ἡγεμόνα αὐτῆς, Βενοῦστον ὀνόματι, ὁ ὁποῖος βλέπωντας τὸν Ἅγιον Λεωνίδην, πῶς ἦτον ἀσάλευτος εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, ἐπρόσταξε νὰ κρεμάσουν αὐτόν, καὶ νὰ τὸν ξεσχίζουσιν. Ἔπειτα ἐπρόσταξε νὰ ῥιφθοῦν εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης, αὐτὸς καὶ αἱ μετ’ αὐτοῦ Ἅγιαι γυναῖκες. Ἐκεῖ δὲ ῥιπτομένων τῶν Ἁγίων, λέγουσιν, ὅτι ἡ μακαρία Χάρισσα ἔψαλλε, καθώς ποτε καὶ ἡ Προφῆτις Μαριὰμ ἔψαλλε, διὰ τὸν καταποντισμὸν τῶν Αἰγυπτίων, καὶ ταῦτα ἔλεγεν· «Ἓν μίλιον ἔδραμον Κύριε, στράτευμα μὲ ἐδίωξε Κύριε, καὶ οὐκ ἠρνησάμην σε, σῶσόν μου τὸ πνεῦμα». Αἱ δὲ ἄλλαι γυναῖκες συνεβοήθουν αὐτῇ καὶ συνέψαλλον, ἕως ὁποῦ ἔφθασαν εἰς τὴν θάλασσαν. Ἐμβαίνουσαι δὲ εἰς καΐκι, ἔψαλλον τὴν αὐτὴν ᾠδήν, ἕως ὁποῦ ἔφθασαν τριάκοντα στάδια, ἤτοι τέσσαρα μίλια καὶ ὀλίγον παρακάτω. Εἶτα ἔδεσαν αὐτὰς μὲ πέτρας, καὶ ἔρριψαν εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης πρὸ μιᾶς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, ἤτοι κατὰ τὸ μέγα Σάββατον, καὶ οὕτως ἔλαβον αἱ μακάριαι παρὰ Κυρίου τοὺς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως.
(2) Ἐν δὲ τοῖς Μηναίοις γράφεται Χαριέσσης.
*
Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Εἰρήνης.
Εἰρηνικῶς ζήσασα Μάρτυς Εἰρήνη,
Οὐκ εἰρηνικῶς ἀλλ’ ἐκ τοῦ ξίφους θνήσκεις.
Αὕτη ἦτον κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ Πάσχα ἐν τῇ χώρᾳ τῆς Ἑλλάδος, ἤτοι ἐν τῷ Μορέᾳ, ὅταν καὶ ὁ Ἅγιος Λεωνίδης ἐμαρτύρησε, καὶ αἱ σὺν αὐτῷ Ἅγιαι γυναῖκες, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν. Αὕτη λοιπὸν δοξολογοῦσα τὸν Θεὸν μετὰ τῶν τότε Χριστιανῶν εἰς μίαν ξεχωριστὴν Ἐκκλησίαν, ἐφανερώθη εἰς τὸν ἄρχοντα, καὶ πιασθεῖσα, ἐβάλθη εἰς τὴν φυλακήν. Ἔπειτα εὔγαλαν αὐτὴν ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ ἔκοψαν τὴν γλῶσσάν της, καὶ ἐξερρίζωσαν τὰ ὀδόντιά της. Τελευταῖον δὲ τὴν ἀπεκεφάλισαν, καὶ οὕτως ἀνέβη ἡ μακαρία στεφανηφόρος εἰς τὰ Οὐράνια.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μιχαὴλ ὁ Βουρλιώτης, ὁ ἐν Σμύρνῃ μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αψοβ΄ [1772], ξίφει τελειοῦται.
Βαφεὶς Μιχαὴλ τῷ λύθρῳ σῶν αἱμάτων,
Λευκὸς δέδειξαι ὡς χιὼν ἀθληφόρε (3).
(3) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *