Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου15 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΕ’, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Ελευθερίου.
Ελευθέριος ως αδουλόνους φύσει,
Σπάθας θεωρών ουκ εδουλούτο πλάνη.
Δίον Ελευθέριον δεκάτη πέφνε φάσγανα πέμπτη.
Ούτος ήτον από την πόλιν της Ρώμης, εν έτει ριζ’ [117], πολλά νέος κατά την ηλικίαν, ορφανός από πατέρα, μητέρα δε μόνην έχων, ονομαζομένην Ανθίαν. Η οποία εδιδάχθη από τον Απόστολον Παύλον την εις Χριστόν πίστιν. Ούτος λοιπόν όταν ήτον ακόμη παιδίον επροσφέρθη από την μητέρα του εις τον Επίσκοπον της Ρώμης Ανίκητον. Και από εκείνον έμαθε τα ιερά γράμματα, και εσυναριθμήθη με το τάγμα των κληρικών, ήτοι έγινεν Αναγνώστης. Όταν δε έγινε δεκαπέντε χρόνων, εχειροτονήθη Διάκονος. Κατά δε τον δέκατον όγδοον χρόνον της ηλικίας του εχειροτονήθη Ιερεύς, και εις τον εικοστόν χρόνον εχειροτονήθη Επίσκοπος του Ιλλυρικού, πολλά πρότερον εργασάμενος θαύματα δια την υπερβάλλουσαν αρετήν του (1). Επειδή δε επίστρεφεν εις την πίστιν του Χριστού πολλούς Έλληνας δια μέσου της διδασκαλίας του, τούτου χάριν εφέρθη έμπροσθεν του βασιλέως Αδριανού. Και τον Χριστόν Θεόν αληθινόν ανακηρύξας, κατά προσταγήν του βασιλέως βάλλεται επάνω εις ένα χάλκινον και πεπυρωμένον κρεββάτι, υποκάτω εις το οποίον ήτον εστρωμένη φωτία. Έπειτα εξαπλόνεται επάνω εις μίαν εσχάραν πολλά αναμμένην. Και μετά ταύτα βάλλεται μέσα εις ένα πυρωμένον τηγάνι γεμάτον από λάδι και οξύγγι και πίσσαν. Υπό της θείας όμως χάριτος διεφυλάχθη από όλα αυτά αβλαβής.
Ύστερον δε κατασκευάζεται με την συμβουλήν του επάρχου Κορέμμονος ένας φούρνος, ο οποίος είχε σούβλας οξείας από τα δύω μέρη. Μέσα εις τον οποίον, πρώτος ο Κορέμμων εμβήκε Πνεύματος Αγίου πλησθείς, και τον Χριστόν Θεόν είναι ομολογήσας. Επειδή δε ευγήκεν από εκεί αβλαβής, δια τούτο αποκεφαλίζεται, και λαμβάνει του μαρτυρίου τον στέφανον. Ο δε Άγιος Ελευθέριος εβάλθη μέσα εις τηγάνι. Και παρευθύς εσβύσθη μεν η φωτία, αυτός δε ευγήκεν από εκεί σώος και αβλαβής. Έπειτα ρίπτεται εις την φυλακήν, δεθείς δε εις καρότζαν, τραβίζεται από άγρια άλογα. Και λυθείς από την καρότζαν υπό θείων Αγγέλων, ανέβη επάνω εις ένα βουνόν υψηλόν, και εκεί συνανεστρέφετο με τα άγρια ζώα. Τα οποία ημέροναν, όταν ο Άγιος εμελέτα τα λόγια του Θεού. Επειδή δε εστάλθησαν στρατιώται δια να πιάσουν αυτόν, τούτους ο Άγιος νουθετήσας, επίστρεψεν εις την πίστιν του Χριστού και εβάπτισεν. Ου μόνον δε τούτους, αλλά και άλλους Έλληνας έως πεντακοσίους εβάπτισε, πιστεύσαντας εις τον Χριστόν. Φερθείς δε εις τον βασιλέα, και δοθείς εις τα θηρία δια να τον φάγουν, εδιαφυλάχθη σώος και αβλαβής. Και τελευταίον θανατόνεται από δύω στρατιώτας κατά προσταγήν του βασιλέως. Η δε μήτηρ του Ανθία εναγκαλισθείσα το νεκρόν λείψανον του υιού της, και κατασπαζομένη αυτό, με το ξίφος και αυτή θανατόνεται. Και ούτω μετά του υιού της λαμβάνει τον στέφανον της αθλήσεως. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον μαρτυρικόν Ναόν τον όντα πλησίον του Ξηρολόφου. (Όρα τον κατά πλάτος Βίον τούτου εις τον Νέον Παράδεισον (2).)
(1) Ας μη θαυμάζη τινάς, διατί ο Άγιος ούτος εχειροτονήθη παρ’ ηλικίαν έξω από τους θείους και ιερούς Κανόνας, τόσον της Οικουμενικής Έκτης, όσον και της εν Νεοκαισαρεία τοπικής Συνόδου. Οίτινες διορίζουν ότι ο μεν Διάκονος, να χειροτονήται χρόνων εικοσιπέντε. Ο δε Πρεσβύτερος, χρόνων τριάκοντα. Και ο Επίσκοπος, υπέρ τους τριάκοντα. Τινάς, λέγω, περί τούτου ας μη θαυμάζη. Διατί ο Άγιος Ελευθέριος ήτον προ του ακόμη να διορισθούν οι ανωτέρω Κανόνες. Αυτοί γαρ εδιωρίσθησαν ύστερον.
(2) Σημείωσαι, ότι τα ελλείποντα τη του Αγίου τούτου Ελευθερίου ασματική Ακολουθία, ανεπλήρωσεν η εμή αδυναμία. Τον δε ελληνικόν αυτού Βίον συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Αιλίου Αδριανού». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Μονή των Ιβήρων, και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα η Αγία Ανθία, η μήτηρ του Αγίου Ελευθερίου, περιχυθείσα τω του υιού νεκρώ, ξίφει τελειούται.
Δίδωσι μήτηρ νεκρικόν κόσμον τέκνω,
Αύτη εαυτήν συγκεκομμένην σπάθαις.
*
Ο Άγιος Κορέμμων ο έπαρχος, πιστεύσας τω Χριστώ και βαπτισθείς, ξίφει τελειούται.
Αθλήσεως ουκ είχε Κορέμμων κόρον,
Έως ετμήθη τω ξίφει τον αυχένα.
*
Οι δύω Δήμιοι, πιστεύσαντες τω Χριστώ, ξίφει τελειούνται.
Θεόν σε γνόντας δημίους Σώτερ δύω,
Άλλοι κατακτείνουσι δήμιοι ξίφει.
*
Τη αυτή ημέρα του Αγίου Μάρτυρος Ελευθερίου του Κουβικουλαρίου.
Ελευθέριος ουχ υπέπτηξε ξίφος,
Ελεύθερον γαρ είχε νουν παντός φόβου.
Ούτος ο Άγιος είχε πατρίδα την Κωνσταντινούπολιν, με την Ορθοδοξίαν μεν, διαλάμπων, με πλούτον δε και δόξαν υπερβάλλων, όλους τους κατ’ εκείνον τον καιρόν ενδόξους και άρχοντας. Διότι επειδή παιδιόθεν ανετράφη μέσα εις τας αυλάς των βασιλέων, δια τούτο από εκεί έλαβε και τας πρώτας τιμάς. Τρωθείς όμως από τον έρωτα των αφθάρτων και αιωνίων αγαθών, όλα τα γήϊνα εις ουδέν ελογίσατο ο μακάριος. Αλλά επροτίμησε να παραρρίπτεται, ήτοι να έχη τον κατώτερον τόπον εις τας αυλάς του Κυρίου, πάρεξ να έχη τον πρώτον τόπον εις τα σκηνώματα των αμαρτωλών, ως λέγει ο θείος Δαβίδ. Όθεν προς τον Θεόν έχων τεντωμένον το νοερόν ομμάτι της ψυχής του, εκαταγίνετο κάθε ημέραν εις ύμνους και δοξολογίας Θεού, και κάθε είδος εμεταχειρίζετο αρετής. Αλλ’ ο φθορεύς των ψυχών μας Διάβολος, δεν υπέφερε να βλέπη τα καλά ταύτα. Όθεν μεταχειρισθείς όργανον τον δούλον του Αγίου τούτου (κατά γαρ την γνώμην ενός σοφού, «Το δούλον εχθρόν τοις δεσπόταις»: ήγουν οι δούλοι είναι πάντοτε εχθροί εις τους αυθέντας των) προσέρχεται εις τον τότε ασεβή βασιλέα (3) δια μέσου του δούλου, και διαβάλλει τον Άγιον λέγων, ότι ο αυθέντης μου Ελευθέριος εβαπτίσθη με το Βάπτισμα των Χριστιανών και έκτισε Ναόν. Και λατρεύει μεν τον εσταυρωμένον, μισεί δε και αποστρέφεται τας βασιλικάς προσταγάς. Και έχωντας οίκον κρυπτόν υποκάτω εις την γην, προσφέρει εις τον Χριστόν αγρυπνίας ολονυκτίους, και ταλαιπωρεί το σώμα του με νηστείας και δάκρυα και κλαυθμούς.
Ταύτα του δούλου διηγηθέντος, άναψεν ο βασιλεύς από τον θυμόν, και στέλλει και φέρει τον Άγιον. Και αφ’ ου παρεστάθη έμπροσθέν του, ερωτά τούτον ειρηνικώς και κολακευτικώς, λέγων. Πώς μας αφήκες, ω Ελευθέριε, τόσον καιρόν, και εκαταφρόνησες την προς εσένα μεγαλωτάτην μου αγάπην, και τας βασιλικάς μου αυλάς; Ο Άγιος απεκρίθη, με το να έχω, ω βασιλεύ, το σώμα τεταλαιπωρημένον από τας αλλεπαλλήλους ασθενείας, δια τούτο ηθέλησα να διατρίψω εις εύκρατον αέρα και τόπον, προς ανάληψιν της υγείας μου. Και διατί μόνος σου, είπεν ο βασιλεύς, απολαμβάνεις τα αγαθά του ευκράτου αέρος και τόπου; Ή δεν θέλομεν συναπολαύσωμεν και ημείς τα αγαθά ταύτα, ανταμωθέντες με λόγου σου; Ο δε Άγιος εις ταύτα τελείως δεν απεκρίθη. Όθεν ο βασιλεύς κατά το βράδυ περάσας τον ποταμόν Σάγαριν, επήγεν εις τον οίκον του Αγίου. Εκεί γαρ εκατοίκει. Και βλέπων μίαν κρυπτήν πόρταν, δι’ εκείνης ευρίσκει ένα χάσμα κατασκευασμένον εις είδος πηγαδίου. Δια μέσου δε εκείνου καταβάς ευρίσκει ένα Ναόν στολισμένον. Και αγκαλά εσιγχάθη ο ασεβής δι’ αυτόν. «Βδέλυγμα γαρ αμαρτωλώ θεοσέβεια» (Σειρ. α’, 22). Δεν εφοβέρισεν όμως τον Άγιον. Αλλά αφίνωντας τους φοβερισμούς, άρχισε να τον κολακεύη με λόγια γαλυφευτικά, θέλωντας με αυτά να μαλακώση την στερεάν γνώμην του Μάρτυρος. Αλλ’ επειδή με αυτά όλα εφαίνετο, ότι δέρνει τον αέρα κατά την παροιμίαν, επιχειρών να καταπείση τον ακατάπειστον, δια τούτο προστάζει να αποκεφαλίσουν τον Άγιον. Και το τίμιον αυτού σώμα να ρίψουν εις τους σκύλους και όρνεα δια να το φάγουν. Όθεν αποκεφαλισθείς ο μακάριος Ελευθέριος, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Το δε τίμιον αυτού σώμα αμελημένον ευρισκόμενον, ένας ευλαβής και θεοφιλής Χριστιανός, στολισμένος με το της ιερωσύνης αξίωμα, επήρεν αυτό. Και με μύρα ευωδιάσας ενταφίασεν εις επίσημον τόπον.
(3) Ούτος φαίνεται να ήτον ο παραβάτης Ιουλιανός, ο βασιλεύσας εν έτει τξα’ [361].
*
Μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος Σωσάννης, της εις άνδρα μετασχηματισθείσης, και μετονομασθείσης Ιωάννης.
Σωσάννα, ω πώς η πάλαι και η νέα,
Τους συκοφαντών ου διέδρασαν λόχους!
Αύτη ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού, εν έτει τ’ [300], καταγομένη από την Παλαιστίνην, θυγάτηρ πατρός μεν, Έλληνος, μητρός δε, Εβραίας. Τούτων δε και των δύω φυγούσα την ασέβειαν, επρόστρεξεν εις την πίστιν του Χριστού, και λαμβάνει το Άγιον Βάπτισμα από τον Επίσκοπον Σιλβανόν. Αφ’ ου δε οι γονείς της απέθανον, εμοίρασεν η μακαρία όλα της τα υπάρχοντα εις τους πτωχούς. Και ελευθερώσασα τους δούλους και δούλας της, ενεδύθη ανδρίκεια φορέματα. Είτα κουρεύσασα την κεφαλήν, επήγεν εις ένα Μοναστήριον ανδρών ευρισκόμενον εν τη πόλει Ιερουσαλήμ, και μετωνομάσθη Ιωάννης. Από δε τας πολλάς αρετάς της έγινε και Αρχιμανδρίτης του Μοναστηρίου εκείνου. Αφ’ ου δε επέρασεν εκεί είκοσιν ολοκλήρους χρόνους, πίπτει εις μίαν δεινήν συκοφαντίαν. Μία γαρ ασκήτρια εμβαίνουσα εις το Μοναστήριον, και νομίσασα ότι είναι άνδρας, επαρακίνει αυτήν εις αμαρτίαν. Επειδή δε η Οσία δεν έστερξε, διαβάλλεται από εκείνην ως τάχα επεχείρησε να την βιάση.
Η δε Αγία δέχεται ευχαρίστως την συκοφαντίαν ταύτην, και ζητεί μετάνοιαν δια το έγκλημα οπού εκατηγορήθη. Μαθών δε περί τούτου ο Επίσκοπος Ελευθερουπόλεως, επήγεν εις το Μοναστήριον και επέπληξε τον Ηγούμενον. Διατί αφίνει να γίνωνται εις το Μοναστήριον τοιαύται αταξίαι. Ο δε Ηγούμενος ηβουλήθη να πάρη το σχήμα από τον κατηγορηθέντα Ιωάννην. Τότε εις ανάγκην ελθούσα η μακαρία Σωσάννα, εζήτησε δύω παρθένους, και δύω διακόνους γυναίκας. Και πηγαίνουσα κατά μόνας, επληροφόρησεν αυτάς δια των πραγμάτων, ότι είναι γυνή. Όθεν τούτο μαθών ο Επίσκοπος, εξεπλάγη, και εχειροτόνησεν αυτήν Διάκονον. Και από τότε πολλά η μακαρία εποίησε θαύματα εν τω ονόματι του Κυρίου. Επειδή δε Αλέξανδρος ο ηγεμών επήγεν εις την Ελευθερούπολιν και επρόσφερε θυσίαν εις τα είδωλα, δια τούτο η Αγία αύτη επήγεν αυτοκάλεστος εις αυτόν. Και με μόνην την προσευχήν της εκρήμνισε τα είδωλα. Παρασταθείσα δε εις τον ηγεμόνα, ωμολόγησε τον Χριστόν. Όθεν έκοψαν τα βυζία της. Και επειδή αυτά έγιναν πάλιν σώα και υγιή δια της του Θεού δυνάμεως, τούτου χάριν βλέποντες το θαύμα, οι κόψαντες αυτά δήμιοι, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Διο και απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. Εις δε το στόμα της μακαρίας Σωσάννας, έχυσαν με χωνί μολύβι αναλυμένον, το οποίον έφθασεν έως μέσα εις τα εντόσθιά της. Εφυλάχθη όμως η Αγία υπό της θείας χάριτος αβλαβής. Όθεν δέρνεται, και εις πυρ βαλθείσα, εκεί τω Θεώ την ψυχήν της παρέδωκεν. Και ούτως απήλθε προς ον επόθει νυμφίον Κύριον.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Βάκχος ο Νέος ξίφει τελειούται.
Μη δεύτερόν τις μηδέ Βάκχον τον νέον,
Εν τοις αθληταίς ταττέτω δια ξίφους.
Ούτος ο Άγιος Βάκχος εκατάγετο από την Παλαιστίνην, ων εις τους χρόνους Κωνσταντίνου και Ειρήνης των ευσεβών βασιλέων, εν έτει ψπ’ [780]. Οι δε γονείς του ήτον Χριστιανοί από τους προγόνους των. Ο πατήρ λοιπόν του Αγίου τούτου είχε γυναίκα χριστιανικωτάτην. Αλλά απατηθείς από την ματαίαν δόξαν του κόσμου, αρνήθη φευ! την αληθή και πατροπαράδοτον πίστιν των Χριστιανών, και επήγεν αυτός από λόγου του εις την μιαράν θρησκείαν των Αγαρηνών. Όθεν ύστερον εγέννησεν επτά παιδία, τα οποία ανέθρεφε κατά την ασεβή πλάνην των Τούρκων (4). Επειδή δε αυτός απέθανεν εν τη ασεβεία, έμειναν οι υιοί του ομού με την μητέρα των. Ο τρίτος δε από τους υιούς του, Δαχάκ ονομαζόμενος (το οποίον θέλει να ειπή Γελάσιος) εφύλαξε τον εαυτόν του και δεν υπανδρεύθη. Αλλά και προ του να αποθάνη ο αρνησίχριστος πατήρ του, αυτός εμελέτα να δεχθή την πίστιν των Χριστιανών. Όταν δε εκείνος απέθανε, τότε το μελετώμενον ετελείωσεν.
Φανερώσας γαρ εις την μητέρα του τον σκοπόν του, ευρήκεν αυτήν σύμφωνον και παρακινούσαν εις τούτο μάλιστα. Πιστή γαρ ήτον. Όθεν αναχωρήσας από την πατρίδα του, επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Και εκεί οδηγηθείς από ένα Μοναχόν, επήγεν εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα. Όπου λαμβάνει το Άγιον Βάπτισμα και αντί Δαχάκ, ονομάζεται Βάκχος. Είτα παρακαλέσας τους Μοναχούς, ενδύνεται το μοναχικόν σχήμα. Όθεν ζήσας εν τω σχήματι με νηστείας και εγκρατείας, και στομώσας τον εαυτόν του με τας λοιπάς αρετάς, κατά προσταγήν του Ηγουμένου ευγαίνει από το Μοναστήριον. Εφοβείτο γαρ ο Ηγούμενος, μήπως φανερωθή η υπόθεσις εις τους Αγαρηνούς, οι οποίοι εκυρίευον τότε τα Ιεροσόλυμα. Κατά τύχην δε, ή μάλλον ειπείν κατά θείαν οικονομίαν, πηγαίνωντας ο Βάκχος εις τα Ιεροσόλυμα, ευρίσκει την μητέρα του, και φανερόνοι εις αυτήν τα περί εαυτού άπαντα. Προσθείς και τούτο, ότι πολλά λυπείται δια τους άλλους του αδελφούς, πως ευρίσκοντο εις την απιστίαν.
Τούτον δε τον λόγον ακούσαντες από την μητέρα των οι άλλοι αυτού αδελφοί, προσήλθον και αυτοί εις την πίστιν του Χριστού και γίνονται Χριστιανοί. Ένας δε και μόνος έμεινεν εις την απιστίαν, ο οποίος επήγεν εις τους Αγαρηνούς και επρόδωσε τούτον τον αδελφόν του Βάκχον, ότι έγινε Χριστιανός. Οι δε Αγαρηνοί τούτο μαθόντες, ερεύνησαν και τον εύρον. Και ευρίσκοντες, πιάνουσιν αυτόν και τον πηγαίνουν εις τον αμηράν της αγίας Πόλεως, ο δε αμηράς στέλλει αυτόν εις τον ονομαζόμενον κοντά εις αυτούς στρατηγόν, και εις τους κριτάς. Έμπροσθεν λοιπόν τούτων ο Άγιος Βάκχος ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, την δε των Αγαρηνών πίστιν εκατηγόρησεν ως ματαίαν και ψευδή, και επερίπαιξεν αυτήν. Δια τούτο αποκεφαλίζεται. Και ούτω λαμβάνει τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.
(4) Εδώ πρέπει να απορήση τινάς, με ποίαν γυναίκα εγέννησεν ο αρνησίχριστος τα επτά παιδία ταύτα; Φαίνεται δε, ότι με την χριστιανικωτάτην εκείνην, την οποίαν είχεν, έτι ων Χριστιανός. Ένα μεν, διατί δεν αναφέρει το Συναξάριον τούτο, ότι έλαβεν άλλην γυναίκα μετά την άρνησιν. Και άλλο δε, διατί παρακάτω γράφεται, ότι η γυνή του αύτη πιστή ούσα παρεκίνησε και τον υιόν της τούτον Άγιον Βάκχον, και τους άλλους υιούς της και έγιναν Χριστιανοί. Διατί δε έστεργεν η γυνή αύτη να συγκατοική εις το εξής με αρνησίχριστον άνδρα; Ίσως ελπίζουσα την μεταβολήν εκείνου και την διόρθωσιν, και ακολουθούσα εις το του Παύλου λόγιον εκείνο· «Τι γαρ οίδας γύναι, ει τον άνδρα σώσεις;»
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Παύλου του νέου, ασκήσαντος εν τω όρει του Λάτρου.
Ει και νεωστί ώφθη Παύλος τω βίω,
Αλλ’ ουν ίσος πέφηνε τοις πριν πατράσιν.
Ούτος ο θεσπέσιος Πατήρ ημών Παύλος ήτον κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου του υιού Λέοντος του Σοφού, εν έτει Ϡιβ’, ήτοι 912, γεννηθείς εις μίαν πόλιν ονομαζομένην Ελαίαν και ευρισκομένην κοντά εις την Πέργαμον. Υιός ευσεβών και φιλοθέων γονέων Αντιόχου και Ευδοκίας, οίτινες εκατάγοντο από το γένος του Οσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Ιωαννικίου του μεγάλου. Ούτος λοιπόν όταν έφθασεν εις μέτρον ηλικίας, έμεινεν ορφανός από γονείς. Δια τούτο και υστερείτο τα αναγκαία της ζωής. Όθεν έγινε βοσκός των χοίρων του τόπου του, και από την τέχνην αυτήν εύγανε τα προς ζωάρκειαν. Ο δε μεγαλίτερος αδελφός του Αγίου, Βασίλειος ονομαζόμενος, ήτον Μοναχός και αγωνίζετο εν τη ασκήσει κοντά εις το όρος του Λάτρου. Ο οποίος έπεμψεν ένα αδελφόν δια να ζητήση τον νέον. Επειδή και τούτο επροστάχθη να κάμη παρά Θεού δια θείας αποκαλύψεως.
Ζητήσας λοιπόν ο απεσταλμένος και ευρών τον νέον, επήρεν αυτόν μαζί του, και άρχισαν να περιπατούν εις τον δρόμον. Μαθόντες δε τούτο οι του τόπου οικήτορες, εμπόδισαν τον νέον και δεν τον αφήκαν να υπάγη. Όθεν ο απεσταλμένος εγύρισεν άπρακτος προς τον αποστείλαντα. Ο δε αδελφός του έπεμψε και δεύτερον τον ίδιον, δια να φέρη τον νέον. Αλλ’ ουδέ τότε αφήκαν αυτόν οι του τόπου οικήτορες. Ζητηθείς δε και εκ τρίτου ο νέος, με την βοήθειαν του Θεού αφέθη και ήλθεν εις τον ποθούντα αυτόν αδελφόν του. Τότε δεχθείς τον νέον ο αδελφός του Βασίλειος, παρέδωκεν αυτόν εις ένα γέροντα ασκητικώτατον, Πέτρον ονομαζόμενον, δια να μανθάνη από εκείνον την στράταν της ασκήσεως. Ήτον δε ο θείος Πέτρος ούτος γεμάτος από κάθε αγιωσύνην και άκρως πεπαιδευμένος την ασκητικήν πολιτείαν. Όθεν ο Παύλος υπηρέτει αόκνως τον γέροντα, μεταχειριζόμενος κάθε υπακοήν, και δείχνωντας φρόνημα ταπεινόν τε και μέτριον. Μίαν φοράν δε επειδή ο Παύλος ενύσταξεν από αμέλειαν εις τον καιρόν της ακολουθίας, ερράπισεν αυτόν ο γέρωντας εις το πρόσωπον. Όθεν εις το εξής έκαμεν αυτόν να αγρυπνή και να προσέχη πάντοτε. Από τότε γαρ και ύστερα δεν εφάνη πλέον ο Παύλος να αμελήση πώποτε. Αφ’ ου δε ο γέρωντας ετελεύτησεν, εβίαζον τον Παύλον οι άλλοι Μοναχοί και συμμαθηταί του να δεχθή την προστασίαν τους και να γένη Ηγούμενος. Εκείνος δε ο μακάριος δεν ηθέλησεν, αλλά επήγε και εκατοίκησεν εις τα βαθύτερα και υψηλότερα μέρη του βουνού Λάτρου, του εν τη μικρά Ασία ευρισκομένου, αντικρύ της νήσου Πάτμου, τρώγωντας μεν, βαλάνια ωμά, όταν επείνα. Καταγινόμενος δε, εις παντοτινάς προσευχάς και εις αγρυπνίας και εις νηστείας. Και δοκιμάζωντας πολλούς πειρασμούς από τους πονηρούς δαίμονας, τους οποίους με την χάριν του Θεού, εποίει απράκτους, και ως ένα ουδέν ελογίαζεν.
Έπειτα καταβαίνει εις τα κάτω μέρη του Λάτρου, και κτίζει Ναόν ωραίον εις όνομα της Αγίας Τριάδος, αφ’ ου πρότερον εκατάστησε τον εαυτόν του ναόν του Αγίου Πνεύματος. Ενθυμείτο γαρ πάντοτε την κόλασιν, οπού έχουν οι αμαρτωλοί, ομοίως ενθυμείτο και την των δικαίων χαράν και απόλαυσιν. Και εκ της ενθυμήσεως τούτων έβρεχε πάντοτε το πρόσωπόν του με δάκρυα. Όθεν δια τους αγώνας τούτους, έλαβεν ο αοίδιμος παρά Θεού την δύναμιν των θαυμάτων. Εις άνυδρον γαρ τόπον δια προσευχής του νερόν εξήγαγε. Πυρ ερχόμενον ουρανόθεν εδέχετο, και όλος υπ’ αυτού ελαμπρύνετο. Οι δάκτυλοί του, όταν επροσηύχετο, άναπταν και ως λαμπάδες πυρός εγίνοντο, και εφαίνοντο, ότι πέμπουσι την φλόγα εις τον Ουρανόν. Άγγελον είχε συγκάτοικόν του, όστις φυλάττων τον Όσιον πάντοτε, φανερώς ωμίλει με αυτόν δια την πολλήν αυτού καθαρότητα, και ετελείωνε προθύμως κάθε του θέλημα. Επιθυμήσαντος γάρ ποτε του Αγίου τυρί νοπόν, ο Άγγελος υπηρέτησεν εις τούτο και το έφερεν. Άλλοτε δε πάλιν επιθυμήσαντος τρία μαρούλια, έφερεν αυτά εις αυτόν. Και μίαν φοράν επειδή εχάθη η βακτηρία του Αγίου, την οποίαν είχε και ακούμβιζεν, Άγγελος παραστάς, άλλην αντί εκείνης εις αυτόν έδωκε.
Και τι να λέγω τα κατά μέρους; Με το όνομα μόνον του Αγίου απεδιώχνετο μακράν όλη η των δαιμόνων παράταξις. Αι ασθένειαι έφευγον από τους ασθενούντας, αι τυφλώσεις των ομματίων ιατρεύοντο. Κάθε πάθος των σωμάτων εθεραπεύετο. Και προτίτερα από τα σωματικά πάθη, εθεραπεύοντο τα πάθη της ψυχής με το όνομα του Αγίου. Όθεν αι ψυχαί εκείναι, οπού έπασχον άγνοιαν Θεού, και ήτον ακάθαρτοι, αυταί υγιείς και καθαραί δια του Αγίου απεδεικνύοντο. Ήτον δε ο θεσπέσιος ούτος Πατήρ γεμάτος από κάθε θεϊκήν χάριν. Ήτον γλυκύς και ιλαρός, και μάλιστα εις τους αμαρτάνοντας ήτον πολλά ευκατάδεκτος, και εις τους μετανοούντας εγγυείτο την σωτηρίαν. Ήτον μικρός κατά την ηλικίαν του σώματος. Είχε φαλακράν την κεφαλήν. Το δε γένειον είχεν όχι εις μάκρος πολύ εκτεινόμενον, αλλά πλατύ. Κίτρινος μεν φαινόμενος εις το πρόσωπον, αλλ’ όμως έχων μίαν θαυμαστήν χάριν λάμπουσαν ομού με την κιτρινάδα. Ούτος λοιπόν καλώς και θεαρέστως πολιτευσάμενος, εδείχθη υποφήτης και θεωρός πολλών προφητειών, και μεγαλωτάτων οράσεων. Όταν δε έγινε πλήρης ημερών, τόσον των σωματικών και ανθρωπίνων, όσον και των του πνεύματος, ανέδραμεν εις την εις Ουρανούς μακαριότητα ο αειμακάριστος. Εδοξάσθη δε παρά Θεού και μετά θάνατον, με τα μεγαλώτατα θαύματα οπού ενήργει, και με τα μύρα, οπού ανέβλυζεν εκ του τάφου του. (Τον κατά πλάτος Βίον του Οσίου τούτου όρα εις τον Νέον Παράδεισον.)
*
Πρέπει να ηξεύρωμεν, ότι κατά την δεκάτην πέμπτην ταύτην ημέραν του Δεκεμβρίου, εχειροτονήθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, όταν και η εορτή των Χριστού Γεννών άρχισε να εορτάζεται παρ’ αυτού. Επειδή τότε είχον έλθει τινές από τα μέρη της Δύσεως, και απήγγειλαν, τι καιρόν ηκολούθησεν η εορτή αύτη. Δια τούτο και λόγος απολογητικός εξεφωνήθη παρ’ αυτού κάλλιστος και ωφελιμότατος (5).
(5) Σημειούμεν ενταύθα, ότι ο λόγος, εις τον οποίον ο θείος Χρυσόστομος αναφέρει περί της εορτής των Χριστού Γεννών, δεν εξεφωνήθη παρ’ αυτού κατά την σημερινήν ημέραν, ως λέγει εδώ ο Συναξαριστής. Αλλά κατ’ αυτήν την ημέραν της Χριστού Γεννήσεως. Η αρχή δε αυτού έστιν αύτη· «Α πάλαι Πατριάρχαι μεν, ώδινον. Προφήται δε, προύλεγον. Δίκαιοι δε ιδείν επεθύμουν. Ταύτα εξέβη και τέλος έλαβε σήμερον». Ευρίσκεται δε ο λόγος αυτός εν τω πέμπτω τόμω της εν Ετόνη εκδόσεως. Λέγει δε ο Άγιος εκεί περί της εορτής της Χριστού Γεννήσεως ταύτα· «Καίτοι γε ούπω δέκατόν εστιν έτος, εξ ου δήλη και γνώριμος ημίν αύτη η ημέρα γεγένηται. Αλλ’ όμως, ως άνωθεν και προ πολλών ημίν παραδοθείσα ετών, ούτως ήνθησε δια της υμετέρας σπουδής». Και πάλιν· «Οι γαρ εν τη Ρώμη διατρίβοντες, άνωθεν και εκ παλαιάς παραδόσεως αυτήν επιτελούντες (κατά την εικοστήν πέμπτην δηλαδή του Δεκεμβρίου), αυτοί νυν αυτής ημίν την γνώσιν διεπέμψαντο». Και πάλιν· «Παρά των ακριβώς ταύτα ειδότων, και την πόλιν εκείνην οικούντων (την Ρώμην δηλαδή) παρειλήφαμεν την ημέραν».
Φαίνεται δε, ότι μερικώς μόνον, και ίσως κατά την Αντιόχειαν πόλιν, την πατρίδα του Χρυσοστόμου, εκεί δεν εωρτάζετο η της Χριστού Γεννήσεως ημέρα κατά την εικοστήν πέμπτην του Δεκεμβρίου. Αλλ’ ουχί και καθολικώς εις όλας τας Εκκλησίας των Χριστιανών. Και βεβαιοί τον λόγον μου τούτον ο πολυμαθέστατος κύριος Δοσίθεος Ιεροσολύμων γράφων, εν σελ. 1221 της Δωδεκαβίβλου, ότι ο Αρχιεπίσκοπος Νικαίας Ιωάννης, γράφων πρός τινα Καθολικόν Αρμενίας, λέγει, ότι ο αδελφόθεος Ιάκωβος απελθών εις Βηθλεέμ, ουκ εμέμψατο τούτο: ότι εγίνετο δηλαδή η εορτή της Χριστού Γεννήσεως τη εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου. Και ότι επειδή τινες ετέλουν τας δύω εορτάς εν μια ημέρα, την Γέννησιν δηλαδή και Βάπτισιν του Χριστού, δια τούτο ο Ιεροσολύμων Κύριλλος έγραψε προς Ιούλιον Ρώμης περί τούτου. Ο δε Ιούλιος ερευνήσας τα βασιλικά υπομνήματα, εύρε τον Ιώσηπον λέγοντα, ότι τω εβδόμω μηνί εν τη εορτή της Σκηνοπηγίας τη ημέρα του Ιλασμού (ήτις ήτον η δεκάτη Σεπτεμβρίου), ούτω γαρ ο νόμος προστάζει· «Εν τω μηνί τω εβδόμω δεκάτη του μηνός ταπεινώσετε τας ψυχάς ημών (ήτοι νηστεύσετε). Εν γαρ τη ημέρα ταύτη εξιλάσεται περί υμών» (Λευϊτ. ις’, 29). Τότε λέγω είδεν ο Ζαχαρίας τον Άγγελον και εκωφώθη, (τη δε εικοστή τρίτη συνελήφθη ο Ιωάννης), και μετά μήνας εξ ευηγγελίσθη η Θεοτόκος τον Κύριον, ήτοι Μαρτίου εικοστή πέμπτη. Και επομένως εγέννησεν αυτόν τη εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου. Όθεν και εμήνυσε τοις εν τη Ανατολή το πράγμα. Και δια τούτο Βασίλειος ο Μέγας εγκωμιαστικόν λόγον συνέταξε της Χριστού Γεννήσεως τη εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου. Και ο θεολόγος Γρηγόριος τοιούτον λόγον εξεφώνησεν εν Κωνσταντινουπόλει. Αλλά και ο Ονώριος ο βασιλεύς Ρώμης εφανέρωσεν εις τον αδελφόν του Αρκάδιον εν Κωνσταντινουπόλει, ότι οι Ρωμάνοι πολυτελώς εορτάζουσιν την Χριστού Γέννησιν τη εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου. Και επί Αναστασίου Ρώμης, Θεόφιλος ο Αλεξανδρείας και Ιωάννης ο Ιεροσολύμων ούτως εώρταζον. Αλλά και ο ιερός Αυγουστίνος, βιβλίω δ’, περί Τριάδος, κεφ. ε’, βεβαιοί, ότι τη εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου εγεννήθη ο Κύριος, και όρα εν τη νεοτυπώτω Εκατονταετηρίδι.
Λέγει δε προσέτι ο ανωτέρω Νικαίας, ότι ο Χρυσόστομος έγραψε προς τον Άγιον Ισαάκ τον Καθολικόν Αρμενίας, περί της ημέρας της Χριστού Γεννήσεως, (ότι δηλαδή τη εικοστή πέμπτη του Δεκεμβρίου εορτάζεται, καθώς εν τω ανωτέρω λόγω διαλαμβάνει). Επειδή δε ο Ισαάκ απήλθεν εις τον Πατριάρχην και παρ’ αυτού εξωρίσθη (δια κάποιαν διαβολήν) τούτου χάριν ουκ απεκρίθη τω Χρυσοστόμω. Προσθέττει δε ο Δοσίθεος εκεί, ότι ο Χρυσόστομος Ιερεύς ων, εποίησε τον ανωτέρω πανηγυρικόν λόγον εις την Χριστού Γέννησιν. Εκ των ειρημένων λοιπόν έγινε φανερόν, ότι και προ του Χρυσοστόμου εωρτάζετο η Χριστού Γέννησις κατά την εικοστήν πέμπτην του Δεκεμβρίου, ου μόνον παρά τοις Ρωμαίοις εν τη Δύσει, αλλά και εν τη Ανατολή.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΕ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἐλευθερίου.
Ἐλευθέριος ὡς ἀδουλόνους φύσει,
Σπάθας θεωρῶν οὐκ ἐδουλοῦτο πλάνῃ.
Δῖον Ἐλευθέριον δεκάτῃ πέφνε φάσγανα πέμπτῃ.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Ῥώμης, ἐν ἔτει ριζ΄ [117], πολλὰ νέος κατὰ τὴν ἡλικίαν, ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, μητέρα δὲ μόνην ἔχων, ὀνομαζομένην Ἀνθίαν. Ἡ ὁποία ἐδιδάχθη ἀπὸ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν. Οὗτος λοιπὸν ὅταν ἦτον ἀκόμη παιδίον ἐπροσφέρθη ἀπὸ τὴν μητέρα του εἰς τὸν Ἐπίσκοπον τῆς Ῥώμης Ἀνίκητον. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον ἔμαθε τὰ ἱερὰ γράμματα, καὶ ἐσυναριθμήθη μὲ τὸ τάγμα τῶν κληρικῶν, ἤτοι ἔγινεν Ἀναγνώστης. Ὅταν δὲ ἔγινε δεκαπέντε χρόνων, ἐχειροτονήθη Διάκονος. Κατὰ δὲ τὸν δέκατον ὄγδοον χρόνον τῆς ἡλικίας του ἐχειροτονήθη Ἱερεύς, καὶ εἰς τὸν εἰκοστὸν χρόνον ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος τοῦ Ἰλλυρικοῦ, πολλὰ πρότερον ἐργασάμενος θαύματα διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν ἀρετήν του (1). Ἐπειδὴ δὲ ἐπίστρεφεν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ πολλοὺς Ἕλληνας διὰ μέσου τῆς διδασκαλίας του, τούτου χάριν ἐφέρθη ἔμπροσθεν τοῦ βασιλέως Ἀδριανοῦ. Καὶ τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινὸν ἀνακηρύξας, κατὰ προσταγὴν τοῦ βασιλέως βάλλεται ἐπάνω εἰς ἕνα χάλκινον καὶ πεπυρωμένον κρεββάτι, ὑποκάτω εἰς τὸ ὁποῖον ἦτον ἐστρωμένη φωτία. Ἔπειτα ἐξαπλόνεται ἐπάνω εἰς μίαν ἐσχάραν πολλὰ ἀναμμένην. Καὶ μετὰ ταῦτα βάλλεται μέσα εἰς ἕνα πυρωμένον τηγάνι γεμάτον ἀπὸ λάδι καὶ ὀξύγγι καὶ πίσσαν. Ὑπὸ τῆς θείας ὅμως χάριτος διεφυλάχθη ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἀβλαβής.
Ὕστερον δὲ κατασκευάζεται μὲ τὴν συμβουλὴν τοῦ ἐπάρχου Κορέμμονος ἕνας φοῦρνος, ὁ ὁποῖος εἶχε σούβλας ὀξείας ἀπὸ τὰ δύω μέρη. Μέσα εἰς τὸν ὁποῖον, πρῶτος ὁ Κορέμμων ἐμβῆκε Πνεύματος Ἁγίου πλησθείς, καὶ τὸν Χριστὸν Θεὸν εἶναι ὁμολογήσας. Ἐπειδὴ δὲ εὐγῆκεν ἀπὸ ἐκεῖ ἀβλαβής, διὰ τοῦτο ἀποκεφαλίζεται, καὶ λαμβάνει τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Ὁ δὲ Ἅγιος Ἐλευθέριος ἐβάλθη μέσα εἰς τηγάνι. Καὶ παρευθὺς ἐσβύσθη μὲν ἡ φωτία, αὐτὸς δὲ εὐγῆκεν ἀπὸ ἐκεῖ σῷος καὶ ἀβλαβής. Ἔπειτα ῥίπτεται εἰς τὴν φυλακήν, δεθεὶς δὲ εἰς καρότζαν, τραβίζεται ἀπὸ ἄγρια ἄλογα. Καὶ λυθεὶς ἀπὸ τὴν καρότζαν ὑπὸ θείων Ἀγγέλων, ἀνέβη ἐπάνω εἰς ἕνα βουνὸν ὑψηλόν, καὶ ἐκεῖ συνανεστρέφετο μὲ τὰ ἄγρια ζῶα. Τὰ ὁποῖα ἡμέροναν, ὅταν ὁ Ἅγιος ἐμελέτα τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ δὲ ἐστάλθησαν στρατιῶται διὰ νὰ πιάσουν αὐτόν, τούτους ὁ Ἅγιος νουθετήσας, ἐπίστρεψεν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐβάπτισεν. Οὐ μόνον δὲ τούτους, ἀλλὰ καὶ ἄλλους Ἕλληνας ἕως πεντακοσίους ἐβάπτισε, πιστεύσαντας εἰς τὸν Χριστόν. Φερθεὶς δὲ εἰς τὸν βασιλέα, καὶ δοθεὶς εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τὸν φάγουν, ἐδιαφυλάχθη σῷος καὶ ἀβλαβής. Καὶ τελευταῖον θανατόνεται ἀπὸ δύω στρατιώτας κατὰ προσταγὴν τοῦ βασιλέως. Ἡ δὲ μήτηρ του Ἀνθία ἐναγκαλισθεῖσα τὸ νεκρὸν λείψανον τοῦ υἱοῦ της, καὶ κατασπαζομένη αὐτό, μὲ τὸ ξίφος καὶ αὐτὴ θανατόνεται. Καὶ οὕτω μετὰ τοῦ υἱοῦ της λαμβάνει τὸν στέφανον τῆς ἀθλήσεως. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις εἰς τὸν μαρτυρικὸν Ναὸν τὸν ὄντα πλησίον τοῦ Ξηρολόφου. (Ὅρα τὸν κατὰ πλάτος Βίον τούτου εἰς τὸν Νέον Παράδεισον (2).)
(1) Ἂς μὴ θαυμάζῃ τινας, διατὶ ὁ Ἅγιος οὗτος ἐχειροτονήθη παρ’ ἡλικίαν ἔξω ἀπὸ τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς Κανόνας, τόσον τῆς Οἰκουμενικῆς Ἕκτης, ὅσον καὶ τῆς ἐν Νεοκαισαρείᾳ τοπικῆς Συνόδου. Οἵτινες διορίζουν ὅτι ὁ μὲν Διάκονος, νὰ χειροτονῆται χρόνων εἰκοσιπέντε. Ὁ δὲ Πρεσβύτερος, χρόνων τριάκοντα. Καὶ ὁ Ἐπίσκοπος, ὑπὲρ τοὺς τριάκοντα. Τινάς, λέγω, περὶ τούτου ἂς μὴ θαυμάζῃ. Διατὶ ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος ἦτον πρὸ τοῦ ἀκόμη νὰ διορισθοῦν οἱ ἀνωτέρω Κανόνες. Αὐτοὶ γὰρ ἐδιωρίσθησαν ὕστερον.
(2) Σημείωσαι, ὅτι τὰ ἐλλείποντα τῇ τοῦ Ἁγίου τούτου Ἐλευθερίου ᾀσματικῇ Ἀκολουθίᾳ, ἀνεπλήρωσεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία. Τὸν δὲ ἑλληνικὸν αὐτοῦ Βίον συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Αἰλίου Ἀδριανοῦ». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων, καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ Ἁγία Ἀνθία, ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου, περιχυθεῖσα τῷ τοῦ υἱοῦ νεκρῷ, ξίφει τελειοῦται.
Δίδωσι μήτηρ νεκρικὸν κόσμον τέκνῳ,
Αὕτη ἑαυτὴν συγκεκομμένην σπάθαις.
*
Ὁ Ἅγιος Κορέμμων ὁ ἔπαρχος, πιστεύσας τῷ Χριστῷ καὶ βαπτισθείς, ξίφει τελειοῦται.
Ἀθλήσεως οὐκ εἶχε Κορέμμων κόρον,
Ἕως ἐτμήθη τῷ ξίφει τὸν αὐχένα.
*
Οἱ δύω Δήμιοι, πιστεύσαντες τῷ Χριστῷ, ξίφει τελειοῦνται.
Θεόν σε γνόντας δημίους Σῶτερ δύω,
Ἄλλοι κατακτείνουσι δήμιοι ξίφει.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἐλευθερίου τοῦ Κουβικουλαρίου.
Ἐλευθέριος οὐχ ὑπέπτηξε ξίφος,
Ἐλεύθερον γὰρ εἶχε νοῦν παντὸς φόβου.
Οὗτος ὁ Ἅγιος εἶχε πατρίδα τὴν Κωνσταντινούπολιν, μὲ τὴν Ὀρθοδοξίαν μέν, διαλάμπων, μὲ πλοῦτον δὲ καὶ δόξαν ὑπερβάλλων, ὅλους τοὺς κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἐνδόξους καὶ ἄρχοντας. Διότι ἐπειδὴ παιδιόθεν ἀνετράφη μέσα εἰς τὰς αὐλὰς τῶν βασιλέων, διὰ τοῦτο ἀπὸ ἐκεῖ ἔλαβε καὶ τὰς πρώτας τιμάς. Τρωθεὶς ὅμως ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῶν ἀφθάρτων καὶ αἰωνίων ἀγαθῶν, ὅλα τὰ γήϊνα εἰς οὐδὲν ἐλογίσατο ὁ μακάριος. Ἀλλὰ ἐπροτίμησε νὰ παραρρίπτεται, ἤτοι νὰ ἔχῃ τὸν κατώτερον τόπον εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου, πάρεξ νὰ ἔχῃ τὸν πρῶτον τόπον εἰς τὰ σκηνώματα τῶν ἁμαρτωλῶν, ὡς λέγει ὁ θεῖος Δαβίδ. Ὅθεν πρὸς τὸν Θεὸν ἔχων τεντωμένον τὸ νοερὸν ὀμμάτι τῆς ψυχῆς του, ἐκαταγίνετο κάθε ἡμέραν εἰς ὕμνους καὶ δοξολογίας Θεοῦ, καὶ κάθε εἶδος ἐμεταχειρίζετο ἀρετῆς. Ἀλλ’ ὁ φθορεὺς τῶν ψυχῶν μας Διάβολος, δὲν ὑπέφερε νὰ βλέπῃ τὰ καλὰ ταῦτα. Ὅθεν μεταχειρισθεὶς ὄργανον τὸν δοῦλον τοῦ Ἁγίου τούτου (κατὰ γὰρ τὴν γνώμην ἑνὸς σοφοῦ, «Τὸ δοῦλον ἐχθρὸν τοῖς δεσπόταις»: ἤγουν οἱ δοῦλοι εἶναι πάντοτε ἐχθροὶ εἰς τοὺς αὐθέντας των) προσέρχεται εἰς τὸν τότε ἀσεβῆ βασιλέα (3) διὰ μέσου τοῦ δούλου, καὶ διαβάλλει τὸν Ἅγιον λέγων, ὅτι ὁ αὐθέντης μου Ἐλευθέριος ἐβαπτίσθη μὲ τὸ Βάπτισμα τῶν Χριστιανῶν καὶ ἔκτισε Ναόν. Καὶ λατρεύει μὲν τὸν ἐσταυρωμένον, μισεῖ δὲ καὶ ἀποστρέφεται τὰς βασιλικὰς προσταγάς. Καὶ ἔχωντας οἶκον κρυπτὸν ὑποκάτω εἰς τὴν γῆν, προσφέρει εἰς τὸν Χριστὸν ἀγρυπνίας ὁλονυκτίους, καὶ ταλαιπωρεῖ τὸ σῶμά του μὲ νηστείας καὶ δάκρυα καὶ κλαυθμούς.
Ταῦτα τοῦ δούλου διηγηθέντος, ἄναψεν ὁ βασιλεὺς ἀπὸ τὸν θυμόν, καὶ στέλλει καὶ φέρει τὸν Ἅγιον. Καὶ ἀφ’ οὗ παρεστάθη ἔμπροσθέν του, ἐρωτᾷ τοῦτον εἰρηνικῶς καὶ κολακευτικῶς, λέγων. Πῶς μᾶς ἀφῆκες, ὦ Ἐλευθέριε, τόσον καιρόν, καὶ ἐκαταφρόνησες τὴν πρὸς ἐσένα μεγαλωτάτην μου ἀγάπην, καὶ τὰς βασιλικάς μου αὐλάς; Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη, μὲ τὸ νὰ ἔχω, ὦ βασιλεῦ, τὸ σῶμα τεταλαιπωρημένον ἀπὸ τὰς ἀλλεπαλλήλους ἀσθενείας, διὰ τοῦτο ἠθέλησα νὰ διατρίψω εἰς εὔκρατον ἀέρα καὶ τόπον, πρὸς ἀνάληψιν τῆς ὑγείας μου. Καὶ διατί μόνος σου, εἶπεν ὁ βασιλεύς, ἀπολαμβάνεις τὰ ἀγαθὰ τοῦ εὐκράτου ἀέρος καὶ τόπου; Ἢ δὲν θέλομεν συναπολαύσωμεν καὶ ἡμεῖς τὰ ἀγαθὰ ταῦτα, ἀνταμωθέντες μὲ λόγου σου; Ὁ δὲ Ἅγιος εἰς ταῦτα τελείως δὲν ἀπεκρίθη. Ὅθεν ὁ βασιλεὺς κατὰ τὸ βράδυ περάσας τὸν ποταμὸν Σάγαριν, ἐπῆγεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Ἁγίου. Ἐκεῖ γὰρ ἐκατοίκει. Καὶ βλέπων μίαν κρυπτὴν πόρταν, δι’ ἐκείνης εὑρίσκει ἕνα χάσμα κατασκευασμένον εἰς εἶδος πηγαδίου. Διὰ μέσου δὲ ἐκείνου καταβὰς εὑρίσκει ἕνα Ναὸν στολισμένον. Καὶ ἀγκαλὰ ἐσιγχάθη ὁ ἀσεβὴς δι’ αὐτόν. «Βδέλυγμα γὰρ ἁμαρτωλῷ θεοσέβεια» (Σειρ. α΄, 22). Δὲν ἐφοβέρισεν ὅμως τὸν Ἅγιον. Ἀλλὰ ἀφίνωντας τοὺς φοβερισμούς, ἄρχισε νὰ τὸν κολακεύῃ μὲ λόγια γαλυφευτικά, θέλωντας μὲ αὐτὰ νὰ μαλακώσῃ τὴν στερεὰν γνώμην τοῦ Μάρτυρος. Ἀλλ’ ἐπειδὴ μὲ αὐτὰ ὅλα ἐφαίνετο, ὅτι δέρνει τὸν ἀέρα κατὰ τὴν παροιμίαν, ἐπιχειρῶν νὰ καταπείσῃ τὸν ἀκατάπειστον, διὰ τοῦτο προστάζει νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν Ἅγιον. Καὶ τὸ τίμιον αὐτοῦ σῶμα νὰ ῥίψουν εἰς τοὺς σκύλους καὶ ὄρνεα διὰ νὰ τὸ φάγουν. Ὅθεν ἀποκεφαλισθεὶς ὁ μακάριος Ἐλευθέριος, παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Τὸ δὲ τίμιον αὐτοῦ σῶμα ἀμελημένον εὑρισκόμενον, ἕνας εὐλαβὴς καὶ θεοφιλὴς Χριστιανός, στολισμένος μὲ τὸ τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα, ἐπῆρεν αὐτό. Καὶ μὲ μῦρα εὐωδιάσας ἐνταφίασεν εἰς ἐπίσημον τόπον.
(3) Οὗτος φαίνεται νὰ ἦτον ὁ παραβάτης Ἰουλιανός, ὁ βασιλεύσας ἐν ἔτει τξα΄ [361].
*
Μνήμη τῆς Ἁγίας Ὁσιομάρτυρος Σωσάννης, τῆς εἰς ἄνδρα μετασχηματισθείσης, καὶ μετονομασθείσης Ἰωάννης.
Σωσάννα, ὢ πῶς ἡ πάλαι καὶ ἡ νέα,
Τοὺς συκοφαντῶν οὐ διέδρασαν λόχους!
Αὕτη ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει τ΄ [300], καταγομένη ἀπὸ τὴν Παλαιστίνην, θυγάτηρ πατρὸς μέν, Ἕλληνος, μητρὸς δέ, Ἑβραίας. Τούτων δὲ καὶ τῶν δύω φυγοῦσα τὴν ἀσέβειαν, ἐπρόστρεξεν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ λαμβάνει τὸ Ἅγιον Βάπτισμα ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπον Σιλβανόν. Ἀφ’ οὗ δὲ οἱ γονεῖς της ἀπέθανον, ἐμοίρασεν ἡ μακαρία ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα εἰς τοὺς πτωχούς. Καὶ ἐλευθερώσασα τοὺς δούλους καὶ δούλας της, ἐνεδύθη ἀνδρίκεια φορέματα. Εἶτα κουρεύσασα τὴν κεφαλήν, ἐπῆγεν εἰς ἕνα Μοναστήριον ἀνδρῶν εὑρισκόμενον ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ, καὶ μετωνομάσθη Ἰωάννης. Ἀπὸ δὲ τὰς πολλὰς ἀρετάς της ἔγινε καὶ Ἀρχιμανδρίτης τοῦ Μοναστηρίου ἐκείνου. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασεν ἐκεῖ εἴκοσιν ὁλοκλήρους χρόνους, πίπτει εἰς μίαν δεινὴν συκοφαντίαν. Μία γὰρ ἀσκήτρια ἐμβαίνουσα εἰς τὸ Μοναστήριον, καὶ νομίσασα ὅτι εἶναι ἄνδρας, ἐπαρακίνει αὐτὴν εἰς ἁμαρτίαν. Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ὁσία δὲν ἔστερξε, διαβάλλεται ἀπὸ ἐκείνην ὡς τάχα ἐπεχείρησε νὰ τὴν βιάσῃ.
Ἡ δὲ Ἁγία δέχεται εὐχαρίστως τὴν συκοφαντίαν ταύτην, καὶ ζητεῖ μετάνοιαν διὰ τὸ ἔγκλημα ὁποῦ ἐκατηγορήθη. Μαθὼν δὲ περὶ τούτου ὁ Ἐπίσκοπος Ἐλευθερουπόλεως, ἐπῆγεν εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ ἐπέπληξε τὸν Ἡγούμενον. Διατὶ ἀφίνει νὰ γίνωνται εἰς τὸ Μοναστήριον τοιαῦται ἀταξίαι. Ὁ δὲ Ἡγούμενος ἠβουλήθη νὰ πάρῃ τὸ σχῆμα ἀπὸ τὸν κατηγορηθέντα Ἰωάννην. Τότε εἰς ἀνάγκην ἐλθοῦσα ἡ μακαρία Σωσάννα, ἐζήτησε δύω παρθένους, καὶ δύω διακόνους γυναῖκας. Καὶ πηγαίνουσα κατὰ μόνας, ἐπληροφόρησεν αὐτὰς διὰ τῶν πραγμάτων, ὅτι εἶναι γυνή. Ὅθεν τοῦτο μαθὼν ὁ Ἐπίσκοπος, ἐξεπλάγη, καὶ ἐχειροτόνησεν αὐτὴν Διάκονον. Καὶ ἀπὸ τότε πολλὰ ἡ μακαρία ἐποίησε θαύματα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου. Ἐπειδὴ δὲ Ἀλέξανδρος ὁ ἡγεμὼν ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἐλευθερούπολιν καὶ ἐπρόσφερε θυσίαν εἰς τὰ εἴδωλα, διὰ τοῦτο ἡ Ἁγία αὕτη ἐπῆγεν αὐτοκάλεστος εἰς αὐτόν. Καὶ μὲ μόνην τὴν προσευχήν της ἐκρήμνισε τὰ εἴδωλα. Παρασταθεῖσα δὲ εἰς τὸν ἡγεμόνα, ὡμολόγησε τὸν Χριστόν. Ὅθεν ἔκοψαν τὰ βυζία της. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὰ ἔγιναν πάλιν σῶα καὶ ὑγιῆ διὰ τῆς τοῦ Θεοῦ δυνάμεως, τούτου χάριν βλέποντες τὸ θαῦμα, οἱ κόψαντες αὐτὰ δήμιοι, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν. Διὸ καὶ ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ ἔλαβον τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Εἰς δὲ τὸ στόμα τῆς μακαρίας Σωσάννας, ἔχυσαν μὲ χωνὶ μολύβι ἀναλυμένον, τὸ ὁποῖον ἔφθασεν ἕως μέσα εἰς τὰ ἐντόσθιά της. Ἐφυλάχθη ὅμως ἡ Ἁγία ὑπὸ τῆς θείας χάριτος ἀβλαβής. Ὅθεν δέρνεται, καὶ εἰς πῦρ βαλθεῖσα, ἐκεῖ τῷ Θεῷ τὴν ψυχήν της παρέδωκεν. Καὶ οὕτως ἀπῆλθε πρὸς ὃν ἐπόθει νυμφίον Κύριον.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βάκχος ὁ Νέος ξίφει τελειοῦται.
Μὴ δεύτερόν τις μηδὲ Βάκχον τὸν νέον,
Ἐν τοῖς ἀθληταῖς ταττέτω διὰ ξίφους.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Βάκχος ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν Παλαιστίνην, ὢν εἰς τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης τῶν εὐσεβῶν βασιλέων, ἐν ἔτει ψπ΄ [780]. Οἱ δὲ γονεῖς του ἦτον Χριστιανοὶ ἀπὸ τοὺς προγόνους των. Ὁ πατὴρ λοιπὸν τοῦ Ἁγίου τούτου εἶχε γυναῖκα χριστιανικωτάτην. Ἀλλὰ ἀπατηθεὶς ἀπὸ τὴν ματαίαν δόξαν τοῦ κόσμου, ἀρνήθη φεῦ! τὴν ἀληθῆ καὶ πατροπαράδοτον πίστιν τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἐπῆγεν αὐτὸς ἀπὸ λόγου του εἰς τὴν μιαρὰν θρῃσκείαν τῶν Ἀγαρηνῶν. Ὅθεν ὕστερον ἐγέννησεν ἑπτὰ παιδία, τὰ ὁποῖα ἀνέθρεφε κατὰ τὴν ἀσεβῆ πλάνην τῶν Τούρκων (4). Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸς ἀπέθανεν ἐν τῇ ἀσεβείᾳ, ἔμειναν οἱ υἱοί του ὁμοῦ μὲ τὴν μητέρα των. Ὁ τρίτος δὲ ἀπὸ τοὺς υἱούς του, Δαχὰκ ὀνομαζόμενος (τὸ ὁποῖον θέλει νὰ εἰπῇ Γελάσιος) ἐφύλαξε τὸν ἑαυτόν του καὶ δὲν ὑπανδρεύθη. Ἀλλὰ καὶ πρὸ τοῦ νὰ ἀποθάνῃ ὁ ἀρνησίχριστος πατήρ του, αὐτὸς ἐμελέτα νὰ δεχθῇ τὴν πίστιν τῶν Χριστιανῶν. Ὅταν δὲ ἐκεῖνος ἀπέθανε, τότε τὸ μελετώμενον ἐτελείωσεν.
Φανερώσας γὰρ εἰς τὴν μητέρα του τὸν σκοπόν του, εὑρῆκεν αὐτὴν σύμφωνον καὶ παρακινοῦσαν εἰς τοῦτο μάλιστα. Πιστὴ γὰρ ἦτον. Ὅθεν ἀναχωρήσας ἀπὸ τὴν πατρίδα του, ἐπῆγεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἐκεῖ ὁδηγηθεὶς ἀπὸ ἕνα Μοναχόν, ἐπῆγεν εἰς τὴν Λαύραν τοῦ Ἁγίου Σάββα. Ὅπου λαμβάνει τὸ Ἅγιον Βάπτισμα καὶ ἀντὶ Δαχάκ, ὀνομάζεται Βάκχος. Εἶτα παρακαλέσας τοὺς Μοναχούς, ἐνδύνεται τὸ μοναχικὸν σχῆμα. Ὅθεν ζήσας ἐν τῷ σχήματι μὲ νηστείας καὶ ἐγκρατείας, καὶ στομώσας τὸν ἑαυτόν του μὲ τὰς λοιπὰς ἀρετάς, κατὰ προσταγὴν τοῦ Ἡγουμένου εὐγαίνει ἀπὸ τὸ Μοναστήριον. Ἐφοβεῖτο γὰρ ὁ Ἡγούμενος, μήπως φανερωθῇ ἡ ὑπόθεσις εἰς τοὺς Ἀγαρηνούς, οἱ ὁποῖοι ἐκυρίευον τότε τὰ Ἱεροσόλυμα. Κατὰ τύχην δέ, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν κατὰ θείαν οἰκονομίαν, πηγαίνωντας ὁ Βάκχος εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, εὑρίσκει τὴν μητέρα του, καὶ φανερόνοι εἰς αὐτὴν τὰ περὶ ἑαυτοῦ ἅπαντα. Προσθεὶς καὶ τοῦτο, ὅτι πολλὰ λυπεῖται διὰ τοὺς ἄλλους του ἀδελφούς, πῶς εὑρίσκοντο εἰς τὴν ἀπιστίαν.
Τοῦτον δὲ τὸν λόγον ἀκούσαντες ἀπὸ τὴν μητέρα των οἱ ἄλλοι αὐτοῦ ἀδελφοί, προσῆλθον καὶ αὐτοὶ εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ γίνονται Χριστιανοί. Ἕνας δὲ καὶ μόνος ἔμεινεν εἰς τὴν ἀπιστίαν, ὁ ὁποῖος ἐπῆγεν εἰς τοὺς Ἀγαρηνοὺς καὶ ἐπρόδωσε τοῦτον τὸν ἀδελφόν του Βάκχον, ὅτι ἔγινε Χριστιανός. Οἱ δὲ Ἀγαρηνοὶ τοῦτο μαθόντες, ἐρεύνησαν καὶ τὸν εὗρον. Καὶ εὑρίσκοντες, πιάνουσιν αὐτὸν καὶ τὸν πηγαίνουν εἰς τὸν ἀμηρᾶν τῆς ἁγίας Πόλεως, ὁ δὲ ἀμηρᾶς στέλλει αὐτὸν εἰς τὸν ὀνομαζόμενον κοντὰ εἰς αὐτοὺς στρατηγόν, καὶ εἰς τοὺς κριτάς. Ἔμπροσθεν λοιπὸν τούτων ὁ Ἅγιος Βάκχος ὡμολόγησε τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν, τὴν δὲ τῶν Ἀγαρηνῶν πίστιν ἐκατηγόρησεν ὡς ματαίαν καὶ ψευδῆ, καὶ ἐπερίπαιξεν αὐτήν. Διὰ τοῦτο ἀποκεφαλίζεται. Καὶ οὕτω λαμβάνει τὸν τοῦ μαρτυρίου ἀμάραντον στέφανον.
(4) Ἐδῶ πρέπει νὰ ἀπορήσῃ τινάς, μὲ ποίαν γυναῖκα ἐγέννησεν ὁ ἀρνησίχριστος τὰ ἑπτὰ παιδία ταῦτα; Φαίνεται δέ, ὅτι μὲ τὴν χριστιανικωτάτην ἐκείνην, τὴν ὁποίαν εἶχεν, ἔτι ὢν Χριστιανός. Ἕνα μέν, διατὶ δὲν ἀναφέρει τὸ Συναξάριον τοῦτο, ὅτι ἔλαβεν ἄλλην γυναῖκα μετὰ τὴν ἄρνησιν. Καὶ ἄλλο δέ, διατὶ παρακάτω γράφεται, ὅτι ἡ γυνή του αὕτη πιστὴ οὖσα παρεκίνησε καὶ τὸν υἱόν της τοῦτον Ἅγιον Βάκχον, καὶ τοὺς ἄλλους υἱούς της καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Διατί δὲ ἔστεργεν ἡ γυνὴ αὕτη νὰ συγκατοικῇ εἰς τὸ ἑξῆς μὲ ἀρνησίχριστον ἄνδρα; Ἴσως ἐλπίζουσα τὴν μεταβολὴν ἐκείνου καὶ τὴν διόρθωσιν, καὶ ἀκολουθοῦσα εἰς τὸ τοῦ Παύλου λόγιον ἐκεῖνο· «Τί γὰρ οἶδας γύναι, εἰ τὸν ἄνδρα σώσεις;»
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Παύλου τοῦ νέου, ἀσκήσαντος ἐν τῷ ὄρει τοῦ Λάτρου.
Εἰ καὶ νεωστὶ ὤφθη Παῦλος τῷ βίῳ,
Ἀλλ’ οὖν ἴσος πέφηνε τοῖς πρὶν πατράσιν.
Οὗτος ὁ θεσπέσιος Πατὴρ ἡμῶν Παῦλος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογεννήτου τοῦ υἱοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, ἐν ἔτει Ϡιβ΄, ἤτοι 912, γεννηθεὶς εἰς μίαν πόλιν ὀνομαζομένην Ἐλαίαν καὶ εὑρισκομένην κοντὰ εἰς τὴν Πέργαμον. Υἱὸς εὐσεβῶν καὶ φιλοθέων γονέων Ἀντιόχου καὶ Εὐδοκίας, οἵτινες ἐκατάγοντο ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Ὁσίου καὶ θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἰωαννικίου τοῦ μεγάλου. Οὗτος λοιπὸν ὅταν ἔφθασεν εἰς μέτρον ἡλικίας, ἔμεινεν ὀρφανὸς ἀπὸ γονεῖς. Διὰ τοῦτο καὶ ὑστερεῖτο τὰ ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς. Ὅθεν ἔγινε βοσκὸς τῶν χοίρων τοῦ τόπου του, καὶ ἀπὸ τὴν τέχνην αὐτὴν εὔγανε τὰ πρὸς ζωάρκειαν. Ὁ δὲ μεγαλίτερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου, Βασίλειος ὀνομαζόμενος, ἦτον Μοναχὸς καὶ ἀγωνίζετο ἐν τῇ ἀσκήσει κοντὰ εἰς τὸ ὄρος τοῦ Λάτρου. Ὁ ὁποῖος ἔπεμψεν ἕνα ἀδελφὸν διὰ νὰ ζητήσῃ τὸν νέον. Ἐπειδὴ καὶ τοῦτο ἐπροστάχθη νὰ κάμῃ παρὰ Θεοῦ διὰ θείας ἀποκαλύψεως.
Ζητήσας λοιπὸν ὁ ἀπεσταλμένος καὶ εὑρὼν τὸν νέον, ἐπῆρεν αὐτὸν μαζί του, καὶ ἄρχισαν νὰ περιπατοῦν εἰς τὸν δρόμον. Μαθόντες δὲ τοῦτο οἱ τοῦ τόπου οἰκήτορες, ἐμπόδισαν τὸν νέον καὶ δὲν τὸν ἀφῆκαν νὰ ὑπάγῃ. Ὅθεν ὁ ἀπεσταλμένος ἐγύρισεν ἄπρακτος πρὸς τὸν ἀποστείλαντα. Ὁ δὲ ἀδελφός του ἔπεμψε καὶ δεύτερον τὸν ἴδιον, διὰ νὰ φέρῃ τὸν νέον. Ἀλλ’ οὐδὲ τότε ἀφῆκαν αὐτὸν οἱ τοῦ τόπου οἰκήτορες. Ζητηθεὶς δὲ καὶ ἐκ τρίτου ὁ νέος, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ ἀφέθη καὶ ἦλθεν εἰς τὸν ποθοῦντα αὐτὸν ἀδελφόν του. Τότε δεχθεὶς τὸν νέον ὁ ἀδελφός του Βασίλειος, παρέδωκεν αὐτὸν εἰς ἕνα γέροντα ἀσκητικώτατον, Πέτρον ὀνομαζόμενον, διὰ νὰ μανθάνῃ ἀπὸ ἐκεῖνον τὴν στράταν τῆς ἀσκήσεως. Ἦτον δὲ ὁ θεῖος Πέτρος οὗτος γεμάτος ἀπὸ κάθε ἁγιωσύνην καὶ ἄκρως πεπαιδευμένος τὴν ἀσκητικὴν πολιτείαν. Ὅθεν ὁ Παῦλος ὑπηρέτει ἀόκνως τὸν γέροντα, μεταχειριζόμενος κάθε ὑπακοήν, καὶ δείχνωντας φρόνημα ταπεινόν τε καὶ μέτριον. Μίαν φορὰν δὲ ἐπειδὴ ὁ Παῦλος ἐνύσταξεν ἀπὸ ἀμέλειαν εἰς τὸν καιρὸν τῆς ἀκολουθίας, ἐρράπισεν αὐτὸν ὁ γέρωντας εἰς τὸ πρόσωπον. Ὅθεν εἰς τὸ ἑξῆς ἔκαμεν αὐτὸν νὰ ἀγρυπνῇ καὶ νὰ προσέχῃ πάντοτε. Ἀπὸ τότε γὰρ καὶ ὕστερα δὲν ἐφάνη πλέον ὁ Παῦλος νὰ ἀμελήσῃ πώποτε. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ γέρωντας ἐτελεύτησεν, ἐβίαζον τὸν Παῦλον οἱ ἄλλοι Μοναχοὶ καὶ συμμαθηταί του νὰ δεχθῇ τὴν προστασίαν τους καὶ νὰ γένῃ Ἡγούμενος. Ἐκεῖνος δὲ ὁ μακάριος δὲν ἠθέλησεν, ἀλλὰ ἐπῆγε καὶ ἐκατοίκησεν εἰς τὰ βαθύτερα καὶ ὑψηλότερα μέρη τοῦ βουνοῦ Λάτρου, τοῦ ἐν τῇ μικρᾷ Ἀσίᾳ εὑρισκομένου, ἀντικρὺ τῆς νήσου Πάτμου, τρώγωντας μέν, βαλάνια ὠμά, ὅταν ἐπείνα. Καταγινόμενος δέ, εἰς παντοτινὰς προσευχὰς καὶ εἰς ἀγρυπνίας καὶ εἰς νηστείας. Καὶ δοκιμάζωντας πολλοὺς πειρασμοὺς ἀπὸ τοὺς πονηροὺς δαίμονας, τοὺς ὁποίους μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἐποίει ἀπράκτους, καὶ ὡς ἕνα οὐδὲν ἐλογίαζεν.
Ἔπειτα καταβαίνει εἰς τὰ κάτω μέρη τοῦ Λάτρου, καὶ κτίζει Ναὸν ὡραῖον εἰς ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀφ’ οὗ πρότερον ἐκατάστησε τὸν ἑαυτόν του ναὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐνθυμεῖτο γὰρ πάντοτε τὴν κόλασιν, ὁποῦ ἔχουν οἱ ἁμαρτωλοί, ὁμοίως ἐνθυμεῖτο καὶ τὴν τῶν δικαίων χαρὰν καὶ ἀπόλαυσιν. Καὶ ἐκ τῆς ἐνθυμήσεως τούτων ἔβρεχε πάντοτε τὸ πρόσωπόν του μὲ δάκρυα. Ὅθεν διὰ τοὺς ἀγῶνας τούτους, ἔλαβεν ὁ ἀοίδιμος παρὰ Θεοῦ τὴν δύναμιν τῶν θαυμάτων. Εἰς ἄνυδρον γὰρ τόπον διὰ προσευχῆς του νερὸν ἐξήγαγε. Πῦρ ἐρχόμενον οὐρανόθεν ἐδέχετο, καὶ ὅλος ὑπ’ αὐτοῦ ἐλαμπρύνετο. Οἱ δάκτυλοί του, ὅταν ἐπροσηύχετο, ἄναπταν καὶ ὡς λαμπάδες πυρὸς ἐγίνοντο, καὶ ἐφαίνοντο, ὅτι πέμπουσι τὴν φλόγα εἰς τὸν Οὐρανόν. Ἄγγελον εἶχε συγκάτοικόν του, ὅστις φυλάττων τὸν Ὅσιον πάντοτε, φανερῶς ὡμίλει μὲ αὐτὸν διὰ τὴν πολλὴν αὐτοῦ καθαρότητα, καὶ ἐτελείωνε προθύμως κάθε του θέλημα. Ἐπιθυμήσαντος γάρ ποτε τοῦ Ἁγίου τυρὶ νοπόν, ὁ Ἄγγελος ὑπηρέτησεν εἰς τοῦτο καὶ τὸ ἔφερεν. Ἄλλοτε δὲ πάλιν ἐπιθυμήσαντος τρία μαρούλια, ἔφερεν αὐτὰ εἰς αὐτόν. Καὶ μίαν φορὰν ἐπειδὴ ἐχάθη ἡ βακτηρία τοῦ Ἁγίου, τὴν ὁποίαν εἶχε καὶ ἀκούμβιζεν, Ἄγγελος παραστάς, ἄλλην ἀντὶ ἐκείνης εἰς αὐτὸν ἔδωκε.
Καὶ τί νὰ λέγω τὰ κατὰ μέρους; Μὲ τὸ ὄνομα μόνον τοῦ Ἁγίου ἀπεδιώχνετο μακρὰν ὅλη ἡ τῶν δαιμόνων παράταξις. Αἱ ἀσθένειαι ἔφευγον ἀπὸ τοὺς ἀσθενοῦντας, αἱ τυφλώσεις τῶν ὀμματίων ἰατρεύοντο. Κάθε πάθος τῶν σωμάτων ἐθεραπεύετο. Καὶ προτίτερα ἀπὸ τὰ σωματικὰ πάθη, ἐθεραπεύοντο τὰ πάθη τῆς ψυχῆς μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου. Ὅθεν αἱ ψυχαὶ ἐκεῖναι, ὁποῦ ἔπασχον ἄγνοιαν Θεοῦ, καὶ ἦτον ἀκάθαρτοι, αὐταὶ ὑγιεῖς καὶ καθαραὶ διὰ τοῦ Ἁγίου ἀπεδεικνύοντο. Ἦτον δὲ ὁ θεσπέσιος οὗτος Πατὴρ γεμάτος ἀπὸ κάθε θεϊκὴν χάριν. Ἦτον γλυκὺς καὶ ἱλαρός, καὶ μάλιστα εἰς τοὺς ἁμαρτάνοντας ἦτον πολλὰ εὐκατάδεκτος, καὶ εἰς τοὺς μετανοοῦντας ἐγγυεῖτο τὴν σωτηρίαν. Ἦτον μικρὸς κατὰ τὴν ἡλικίαν τοῦ σώματος. Εἶχε φαλακρὰν τὴν κεφαλήν. Τὸ δὲ γένειον εἶχεν ὄχι εἰς μάκρος πολὺ ἐκτεινόμενον, ἀλλὰ πλατύ. Κίτρινος μὲν φαινόμενος εἰς τὸ πρόσωπον, ἀλλ’ ὅμως ἔχων μίαν θαυμαστὴν χάριν λάμπουσαν ὁμοῦ μὲ τὴν κιτρινάδα. Οὗτος λοιπὸν καλῶς καὶ θεαρέστως πολιτευσάμενος, ἐδείχθη ὑποφήτης καὶ θεωρὸς πολλῶν προφητειῶν, καὶ μεγαλωτάτων ὁράσεων. Ὅταν δὲ ἔγινε πλήρης ἡμερῶν, τόσον τῶν σωματικῶν καὶ ἀνθρωπίνων, ὅσον καὶ τῶν τοῦ πνεύματος, ἀνέδραμεν εἰς τὴν εἰς Οὐρανοὺς μακαριότητα ὁ ᾀειμακάριστος. Ἐδοξάσθη δὲ παρὰ Θεοῦ καὶ μετὰ θάνατον, μὲ τὰ μεγαλώτατα θαύματα ὁποῦ ἐνήργει, καὶ μὲ τὰ μῦρα, ὁποῦ ἀνέβλυζεν ἐκ τοῦ τάφου του. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ὁσίου τούτου ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον.)
*
Πρέπει νὰ ἠξεύρωμεν, ὅτι κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην ταύτην ἡμέραν τοῦ Δεκεμβρίου, ἐχειροτονήθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅταν καὶ ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστοῦ Γεννῶν ἄρχισε νὰ ἑορτάζεται παρ’ αὐτοῦ. Ἐπειδὴ τότε εἶχον ἔλθει τινες ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Δύσεως, καὶ ἀπήγγειλαν, τί καιρὸν ἠκολούθησεν ἡ ἑορτὴ αὕτη. Διὰ τοῦτο καὶ λόγος ἀπολογητικὸς ἐξεφωνήθη παρ’ αὐτοῦ κάλλιστος καὶ ὠφελιμότατος (5).
(5) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι ὁ λόγος, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἀναφέρει περὶ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστοῦ Γεννῶν, δὲν ἐξεφωνήθη παρ’ αὐτοῦ κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν, ὡς λέγει ἐδῶ ὁ Συναξαριστής. Ἀλλὰ κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. Ἡ ἀρχὴ δὲ αὐτοῦ ἔστιν αὕτη· «Ἃ πάλαι Πατριάρχαι μέν, ὤδινον. Προφῆται δέ, προὔλεγον. Δίκαιοι δὲ ἰδεῖν ἐπεθύμουν. Ταῦτα ἐξέβη καὶ τέλος ἔλαβε σήμερον». Εὑρίσκεται δὲ ὁ λόγος αὐτὸς ἐν τῷ πέμπτῳ τόμῳ τῆς ἐν Ἐτόνῃ ἐκδόσεως. Λέγει δὲ ὁ Ἅγιος ἐκεῖ περὶ τῆς ἑορτῆς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ταῦτα· «Καίτοι γε οὔπω δέκατόν ἐστιν ἔτος, ἐξ οὗ δήλη καὶ γνώριμος ἡμῖν αὕτη ἡ ἡμέρα γεγένηται. Ἀλλ’ ὅμως, ὡς ἄνωθεν καὶ πρὸ πολλῶν ἡμῖν παραδοθεῖσα ἐτῶν, οὕτως ἤνθησε διὰ τῆς ὑμετέρας σπουδῆς». Καὶ πάλιν· «Οἱ γὰρ ἐν τῇ Ῥώμῃ διατρίβοντες, ἄνωθεν καὶ ἐκ παλαιᾶς παραδόσεως αὐτὴν ἐπιτελοῦντες (κατὰ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην δηλαδὴ τοῦ Δεκεμβρίου), αὐτοὶ νῦν αὐτῆς ἡμῖν τὴν γνῶσιν διεπέμψαντο». Καὶ πάλιν· «Παρὰ τῶν ἀκριβῶς ταῦτα εἰδότων, καὶ τὴν πόλιν ἐκείνην οἰκούντων (τὴν Ῥώμην δηλαδή) παρειλήφαμεν τὴν ἡμέραν».
Φαίνεται δέ, ὅτι μερικῶς μόνον, καὶ ἴσως κατὰ τὴν Ἀντιόχειαν πόλιν, τὴν πατρίδα τοῦ Χρυσοστόμου, ἐκεῖ δὲν ἑωρτάζετο ἡ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἡμέρα κατὰ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ Δεκεμβρίου. Ἀλλ’ οὐχὶ καὶ καθολικῶς εἰς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας τῶν Χριστιανῶν. Καὶ βεβαιοῖ τὸν λόγον μου τοῦτον ὁ πολυμαθέστατος κύριος Δοσίθεος Ἱεροσολύμων γράφων, ἐν σελ. 1221 τῆς Δωδεκαβίβλου, ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νικαίας Ἰωάννης, γράφων πρός τινα Καθολικὸν Ἁρμενίας, λέγει, ὅτι ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος ἀπελθὼν εἰς Βηθλεέμ, οὐκ ἐμέμψατο τοῦτο: ὅτι ἐγίνετο δηλαδὴ ἡ ἑορτὴ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως τῇ εἰκοστῇ πέμπτῃ Δεκεμβρίου. Καὶ ὅτι ἐπειδή τινες ἐτέλουν τὰς δύω ἑορτὰς ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ, τὴν Γέννησιν δηλαδὴ καὶ Βάπτισιν τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦτο ὁ Ἱεροσολύμων Κύριλλος ἔγραψε πρὸς Ἰούλιον Ῥώμης περὶ τούτου. Ὁ δὲ Ἰούλιος ἐρευνήσας τὰ βασιλικὰ ὑπομνήματα, εὗρε τὸν Ἰώσηπον λέγοντα, ὅτι τῷ ἑβδόμῳ μηνὶ ἐν τῇ ἑορτῇ τῆς Σκηνοπηγίας τῇ ἡμέρα τοῦ Ἱλασμοῦ (ἥτις ἦτον ἡ δεκάτη Σεπτεμβρίου), οὕτω γὰρ ὁ νόμος προστάζει· «Ἐν τῷ μηνὶ τῷ ἑβδόμῳ δεκάτῃ τοῦ μηνὸς ταπεινώσετε τὰς ψυχὰς ἡμῶν (ἤτοι νηστεύσετε). Ἐν γὰρ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἐξιλάσεται περὶ ὑμῶν» (Λευϊτ. ις΄, 29). Τότε λέγω εἶδεν ὁ Ζαχαρίας τὸν Ἄγγελον καὶ ἐκωφώθη, (τῇ δὲ εἰκοστῇ τρίτῃ συνελήφθη ὁ Ἰωάννης), καὶ μετὰ μῆνας ἓξ εὐηγγελίσθη ἡ Θεοτόκος τὸν Κύριον, ἤτοι Μαρτίου εἰκοστῇ πέμπτῃ. Καὶ ἑπομένως ἐγέννησεν αὐτὸν τῇ εἰκοστῇ πέμπτῃ Δεκεμβρίου. Ὅθεν καὶ ἐμήνυσε τοῖς ἐν τῇ Ἀνατολῇ τὸ πρᾶγμα. Καὶ διὰ τοῦτο Βασίλειος ὁ Μέγας ἐγκωμιαστικὸν λόγον συνέταξε τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως τῇ εἰκοστῇ πέμπτῃ Δεκεμβρίου. Καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος τοιοῦτον λόγον ἐξεφώνησεν ἐν Κωνσταντινουπόλει. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ὀνώριος ὁ βασιλεὺς Ῥώμης ἐφανέρωσεν εἰς τὸν ἀδελφόν του Ἀρκάδιον ἐν Κωνσταντινουπόλει, ὅτι οἱ Ῥωμάνοι πολυτελῶς ἑορτάζουσιν τὴν Χριστοῦ Γέννησιν τῇ εἰκοστῇ πέμπτῃ Δεκεμβρίου. Καὶ ἐπὶ Ἀναστασίου Ῥώμης, Θεόφιλος ὁ Ἀλεξανδρείας καὶ Ἰωάννης ὁ Ἱεροσολύμων οὕτως ἑώρταζον. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, βιβλίῳ δ΄, περὶ Τριάδος, κεφ. ε΄, βεβαιοῖ, ὅτι τῇ εἰκοστῇ πέμπτῃ Δεκεμβρίου ἐγεννήθη ὁ Κύριος, καὶ ὅρα ἐν τῇ νεοτυπώτῳ Ἑκατονταετηρίδι.
Λέγει δὲ προσέτι ὁ ἀνωτέρω Νικαίας, ὅτι ὁ Χρυσόστομος ἔγραψε πρὸς τὸν Ἅγιον Ἰσαὰκ τὸν Καθολικὸν Ἁρμενίας, περὶ τῆς ἡμέρας τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, (ὅτι δηλαδὴ τῇ εἰκοστῇ πέμπτῃ τοῦ Δεκεμβρίου ἑορτάζεται, καθὼς ἐν τῷ ἀνωτέρω λόγῳ διαλαμβάνει). Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἰσαὰκ ἀπῆλθεν εἰς τὸν Πατριάρχην καὶ παρ’ αὐτοῦ ἐξωρίσθη (διὰ κᾄποιαν διαβολήν) τούτου χάριν οὐκ ἀπεκρίθη τῷ Χρυσοστόμῳ. Προσθέττει δὲ ὁ Δοσίθεος ἐκεῖ, ὅτι ὁ Χρυσόστομος Ἱερεὺς ὤν, ἐποίησε τὸν ἀνωτέρω πανηγυρικὸν λόγον εἰς τὴν Χριστοῦ Γέννησιν. Ἐκ τῶν εἰρημένων λοιπὸν ἔγινε φανερόν, ὅτι καὶ πρὸ τοῦ Χρυσοστόμου ἑωρτάζετο ἡ Χριστοῦ Γέννησις κατὰ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ Δεκεμβρίου, οὐ μόνον παρὰ τοῖς Ῥωμαίοις ἐν τῇ Δύσει, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ Ἀνατολῇ.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Των Αγίων Ελευθερίου, Ανθίας της μητρός αυτού, Σωσάννης, Βάκχου κ.ά.