Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου14 Σεπτεμβρίου

Η Ύψωσις του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού· Πλακίλλης βασιλίσσης, Πάπα, Θεοκλέους κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

14-9 (1)Τω αυτώ μηνί ΙΔ’, η Ύψωσις του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού.

Τας εν λάρυγγι Σώτερ υψώσεις φέρει,
Υψούμενον βλέπουσα σον Σταυρόν κτίσις.

Υψώθη δεκάτη Σταυρού ξύλον ηδέ τετάρτη.

Κωνσταντίνος ο Μέγας και Ισαπόστολος, πρώτος ανάμεσα εις τους βασιλείς της παλαιάς Ρώμης, εδέξατο τον Χριστιανισμόν. Ούτος λοιπόν έχωντας πόλεμον, καθώς μεν λέγουσί τινες, εν τη Ρώμη κατά Μαγνεντίου· καθώς δε άλλοι λέγουσιν, εν τω ποταμώ του Δουνάβεως κατά των Σκυθών (1)· βλέπωντας δε το στράτευμα των εχθρών, πως ήτον περισσότερον από το εδικόν του, ευρίσκετο εις απορίαν και φόβον. Όθεν εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκομένου, εφάνη κατά το μεσημέριον τύπος Σταυρού εις τον ουρανόν, σημειούμενος δι’ αστέρων. Και τριγύρω εις τον Σταυρόν εφάνηκαν γράμματα, τυπούμενα και αυτά δι’ αστέρων με ρωμαϊκά, ήτοι λατινικά στοιχεία, τα οποία έλεγον ούτω· «Εν τούτω Νίκα» (2).

Παρευθύς λοιπόν κατασκευάσας ένα Σταυρόν, όμοιον με εκείνον, οπού εφάνη εις τον ουρανόν, επρόσταξε να προπορεύεται έμπροσθεν του στρατεύματος. Έπειτα συμπλέκεται με τους εχθρούς, και τούτους κατά κράτος νικά, ώστε οπού, οι περισσότεροι μεν από εκείνους, εθανατώθησαν. Οι δε άλλοι, έφυγον από τον φόβον τους. Όθεν εκ του θαύματος τούτου εννοήσας την δύναμιν του Σταυρωθέντος, και πιστεύσας, ότι ούτος μόνος είναι αληθής Θεός, εβαπτίσθη με την μητέρα του (3).

Τότε λοιπόν στέλλει την αυτού μητέρα Ελένην εις Ιεροσόλυμα, ένα μεν, δια να προσκυνήση και λαμπρότατα να τιμήση τον ζωοποιόν Τάφον του Κυρίου, και τους λοιπούς Αγίους Τόπους. Και άλλο δε, δια να ζητήση με σπουδήν να εύρη τον τίμιον Σταυρόν του Θεανθρώπου Σωτήρος. Δια τον οποίον με πόθον ζέοντα ερευνήσασα, εύρεν αυτόν κεκρυμμένον. Ομοίως ευρήκε και τους άλλους δύω σταυρούς, εις τους οποίους εσταυρώθησαν οι δύω λησταί. Εύρε δε προς τούτοις και τους ήλους (4). Επειδή δε η βασίλισσα ευρίσκετο εις απορίαν, ποίος από τους τρεις είναι ο Σταυρός του Κυρίου. Τούτου χάριν δια του θαύματος, οπού έγινεν εις την αποθανούσαν χήραν γυναίκα, ήτις ανέστη ευθύς οπού ήγγισεν εις τον Σταυρόν του Κυρίου, δια τούτου, λέγω, εγνώρισεν αυτόν. Οι γαρ άλλοι δύω σταυροί των ληστών, ουδέν τοιούτον θαύμα εποίησαν (5).

Τότε λοιπόν ησπάσατο και προσεκύνησε τον τίμιον Σταυρόν μετά πολλής ευλαβείας και πίστεως, τόσον η βασίλισσα Ελένη, όσον και όλη η μετ’ αυτής σύγκλητος των αρχόντων. Επειδή δε εζήτει και όλος ο λαός των Χριστιανών να προσκυνήση και να ασπασθή αυτόν, δεν ήτον δε δυνατόν να επιτύχη του ποθουμένου δια το πολύ πλήθος: τούτου χάριν εζήτησαν κατά δεύτερον λόγον, καν να ιδούν μόνον την γλυκυτάτην θεωρίαν του τιμίου Σταυρού, και έτζι δια μόνης της θεωρίας να ευχαριστήσουν τον προς αυτόν πόθον τους. Όθεν ο τότε μακαριώτατος Πατριάρχης των Ιεροσολύμων Μακάριος, ανέβη επάνω εις τον άμβωνα, και σηκώσας υψηλά με τας δύω του χείρας τον τίμιον Σταυρόν, έδειξεν αυτόν φανερώς εις όλους τους υποκάτω ευρισκομένους Χριστιανούς. Οίτινες ευθύς οπού τον είδον, εφώναξαν από καρδίας όλοι ομού το «Κύριε ελέησον». Από τότε λοιπόν επρόσταξαν οι θειότατοι και θεόπνευστοι Πατέρες της Εκκλησίας, να εορτάζουν όλοι οι Χριστιανοί κατά την σήμερον ημέραν, την τιμίαν ταύτην και παγκόσμιον Ύψωσιν του θείου Σταυρού, εις δόξαν του εν αυτώ προσηλωθέντος Χριστού του αληθινού Θεού ημών (6). (Την κατά πλάτος του Σταυρού διήγησιν, όρα εις τον Νέον Θησαυρόν, και εις την Σαγήνην, και εις τους Μαργαρίτας, και εις τον Ποιμενικόν Αυλόν και εις τον Κωφόν).

(1) Η ακριβεστέρα όμως και αληθεστέρα δόξα, η παρά τοις περισσοτέροις επικρατούσα, είναι αυτή, ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος, ουχί κατά Μαγνεντίου είχε τον πόλεμον, ουδέ κατά Σκυθών, αλλά κατά Μαξεντίου. Και ουχί εν τω ποταμώ του Δουνάβεως, αλλά εν τη Ιταλία εκροτήθη ο πόλεμος, επάνω της Βολβίας ή Μολβίας γεφύρας. Επειδή γαρ ο Μαξέντιος εμεταχειρίζετο την αυτοκρατορικήν εξουσίαν εν τη Ιταλία, και ήτον σκληρότατος διώκτης των Χριστιανών: τούτου χάριν ο Μέγας Κωνσταντίνος ηθέλησε να εξολοθρεύση αυτόν. Όθεν πριν να έμβη εις τα όρια της Ιταλίας, ευρισκόμενος εις διαλογισμούς, ποίον Θεόν να επικαλεσθή βοηθόν εις τον πόλεμον· ειδωλολάτρης γαρ ήτον, πλην έκλινεν εις τον Χριστιανισμόν· ένα μεν, καθότι ο Φιρμιλιανός Λακτάντιος σοφώτατος ων, και εις των φυλάκων της εν Ρώμη βασιλικής βιβλιοθήκης, εκ της αναγνώσεως των βιβλίων των Σιβυλλών και των απανταχού χρηστηρίων των φανερώς διαγγελλόντων, ότι ο Χριστός εστι Θεός, φωτισθείς, επίστευσε τω Χριστώ. Και δη και τω Κρίσπω τω υιώ του Κωνσταντίνου διδάσκαλος εγένετο της εις Χριστόν πίστεως. Ο δε Κρίσπος πάλιν εφανέρωσε τας βίβλους ταύτας τω πατρί αυτού Κωνσταντίνω, και πολύ τι ωφέλησεν αυτόν εις το πιστεύσαι τω Χριστώ, ως λέγει τούτο Γεννάδιος ο Σχολάριος εν τινι ανεκδότω διαλέξει μετά στρατιώτου τινός, πεμφθέντος παρά του βασιλέως των Αγαρηνών ερωτήσαι αυτόν.

Τούτο δε, και διατί κατά τον Μελέτιον, είδεν ότι ο πατήρ του έζησεν ευτυχώς, επειδή απεστρέφετο την των Ελλήνων θρησκείαν. Εις τοιούτους, λέγω, διαλογισμούς ευρισκόμενος ο Ισαπόστολος, και μάλιστα διατί, ο Μαξέντιος μεν, είχε στράτευμα εκατόν εννενήντα χιλιάδας, αυτός δε είχε πολύ ολιγώτερον. Ένα μεσημέρι επεριπάτει με τους αρχιστρατήγους του. Και εις καιρόν οπού ήτον ο ουρανός καθαρός, βλέπει με τους συν αυτώ, ένα στύλον φωτός εις σχήμα Σταυρού. Εις τον οποίον ήτον και γράμματα λέγοντα, εν τούτω νίκα: ήτοι εν τη δυνάμει του σημείου τούτου θέλεις νικήσεις. Ου μόνον δε τούτο ηκολούθησεν, αλλά και κατά την νύκτα εκείνην βλέπει εν οράματι τον Ιησούν Χριστόν λέγοντα, να κατασκευάση μίαν σημαίαν παρομοίαν με τον τύπον του φανέντος Σταυρού, και να την βάλη εις την λόγχην του, και ούτω θέλει κατατροπώσει τους εχθρούς. Όθεν τούτο ποιήσας ενίκησε τον Μαξέντιον. Ο δε Μαξέντιος νικηθείς, ηθέλησε να επιστρέψη εις Ρώμην. Και όταν επέρνα την γέφυραν του ποταμού Τίβερι, έπεσεν αύτη. Όθεν πεσών και αυτός, επνίγη με το άλογόν του εις τον ποταμόν, και ούτως έδωκε κακόν τέλος, ύστερον αφ’ ου εβασίλευσεν εις Ιταλίαν χρόνους εξ. Όρα τον Μελέτιον, Εκκλ. Ιστορ., τόμω α’, σελ. 298. Ομοίως όρα και εις την εικοστήν πρώτην του Μαΐου το Συναξάριον του Αγίου Κωνσταντίνου, όπου λέγεται, ότι κατά Μαξεντίου εποίησε τον πόλεμον, και ουχί κατά Μαγνεντίου, ως είπομεν ανωτέρω.

(2) Ου μόνον ο Συναξαριστής ούτος Μαυρίκιος, αλλά και όλοι οι αξιόλογοι ιστορικοί βεβαιούσιν, ότι λατινικά ήτον εκείνα τα γράμματα. Καν και Λέων ο Σοφός λέγη, ότι ήτον ελληνικά. Ήξευρε γαρ ο Μέγας Κωνσταντίνος και ελληνικά, ως λέγει ο Γάζης Παΐσιος. Παρά δε τω Δοσιθέω, σελ. 703 της Δωδεκαβίβλου, ούτω γράφεται· «Κωνσταντίνε, εν τούτω νίκα».

(3) Πότε δε, και παρά τίνος εβαπτίσθη, όρα εις το Συναξάριον του Αγίου Σιλβέστρου, κατά την δευτέραν του Ιαννουαρίου.

(4) Σημείωσαι, ότι η Αγία Ελένη έφερε και τους ήλους, δι’ ων προσήλωσαν Ιουδαίοι το σώμα του Σωτήρος εις την Κωνσταντινούπολιν, δώρον αξιοτίμητον τω υιώ αυτής. Εξ ων, τον μεν ένα, έβαλεν ο Μέγας Κωνσταντίνος εις το χαλινάρι του αλόγου του, κατά το λόγιον του προφήτου Ζαχαρίου το λέγον· «Εν τη ημέρα εκείνη έσται το επί τον χαλινόν του ίππου άγιον τω Κυρίω Παντοκράτορι» (Ζαχ. ιδ’, 20). Τον δε δεύτερον, εβάσταζεν εις το πολεμικόν ένδυμα της κεφαλής του, ήτοι εις την περικεφαλαίαν του. Τον δε τρίτον, λέγει ο θείος Αμβρόσιος, ότι η Αγία Ελένη διαπερώσα το Αδριατικόν πέλαγος και κινδυνεύσασα από φουρτούναν, έρριψεν αυτόν εις την θάλασσαν, και έγινε γαλήνη. Απίστευτον όμως κρίνει τούτο ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος. Καθότι δεν επήγεν εις το Αδριατικόν πέλαγος η Αγία Ελένη μετά το απελθείν αυτήν εις Ιεροσόλυμα. Ο δε Σωκράτης λέγει, ότι ο Κωνσταντίνος έκρυψε το τίμιον ξύλον και τους ήλους, επάνω του πορφυρού μεγάλου κίονος εις τον ανδριάντα του Κωνσταντίνου, προς φυλακήν της Πόλεως. Τρεις δε φαίνονται ότι ήτον οι ήλοι, δύω μεν, οι προσηλώσαντες τας χείρας του Σωτήρος, εις δε, ο προσηλώσας αυτού τους δύω πόδας, ομού βαλμένους ένα επάνω του άλλου. (Όρα σελ. 102, της Δωδεκαβίβλου.) Αγκαλά και ο Γάζης Παΐσιος λέγη, ότι η κοινή παράδοσις θέλει να ήτον τέσσαρες οι ήλοι, δύω οι προσηλώσαντες τας χείρας, και δύω οι τους πόδας προσηλώσαντες του Κυρίου.

(5) Σημείωσαι, ότι οι δύω σταυροί των ληστών εφέρθησαν εις Κωνσταντινούπολιν, και ετέθησαν υποκάτω του εν τω Φόρω πορφυρού κίονος, και το βικίον του μύρου, ω ηλείψατο ο Κύριος. Εις δε τον κίονα του Κωνσταντίνου, ήτον οι ήλοι του Σταυρού ως είρηται, και το στόμιον του φρέατος, εν ω εκάθισεν ο Χριστός. Εις δε το έδρασμα του πορφυρού κίονος έβαλεν ο Μέγας Κωνσταντίνος ιδίαις χερσί, τους δώδεκα κοφίνους και τας επτά σπυρίδας, εις ας εβλήθησαν τα περισσεύματα της αρτοκλασίας του Κυρίου. Ομοίως και τον πέλεκυν του Νώε, δι’ ου κατεσκεύασε την Κιβωτόν (όρα σελ. 1152, της Δωδεκαβίβλου). Ο δε σοφός Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός εν τη ερμηνεία του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου λέγει, ότι ο Σταυρός του Χριστού εγνωρίσθη και από τον τίτλον (ήτοι αιτίαν) οπού είχεν επάνω. Όστις επειδή ήτον από σανίδι, εφυλάχθη αδιάφθορος. Οι γαρ άλλοι σταυροί των ληστών, τίτλον ουκ είχον.

(6) Σημείωσαι, ότι η Αγία Ελένη ευρούσα το τίμιον ξύλον, άλλο μεν από αυτό, αφήκεν εις τα Ιεροσόλυμα, παραδούσα τούτο εν αργυρώ κιβωτίω εις τον Πατριάρχην Μακάριον, ως λέγει ο θείος Αμβρόσιος. Άλλο δε μέρος αυτού, ανεκόμισεν εις τον υιόν της Κωνσταντίνον, το οποίον εισήγαγεν εις Κωνσταντινούπολιν δια της πύλης του Υψωμαθείου. Τα δε εν τω τιμίω ξύλω ευρεθέντα βάλσαμα, κρίνα, ρόδα, κώστους, βασιλικούς και άλλα ευώδη, εφύτευσεν εις γάστρας ίνα σώζωνται. Ανήγειρε δε Μοναστήριον και ωνόμασεν αυτό Γαστρίαν, (ίσως δια τας ανωτέρω γάστρας), όπου και εκατοίκησε. Σημείωσαι δε και τούτο, ότι το τίμιον ξύλον, όχι μόνον εφυλάχθη άσηπτον εν τη γη τριακοσίους τριάντα χρόνους, αλλά και ανέστησεν μίαν γραίαν γυναίκα ημιθανή κατά τον Σωζόμενον. Και τέλειον νεκρόν, κατά τον Νικηφόρον. Αλλά και διαμερισθέν εις όλα τα μέρη του κόσμου, ανελάττωτον έμενεν. Έφη γαρ ο θείος Κύριλλος, κατηχήσει τετάρτη· «Δια του σταυρικού ξύλου, της γης άπας ο κόσμος, εις τμήματα μερισθέντος, διαπεπλήρωται». Διηγείται δε και ο Παυλίνος εις την ενδεκάτην αυτού Επιστολήν, ότι ο Σταυρός εξ εκείνου του καιρού της ευρέσεως αυτού, μεταδίδοται εις κοινήν ωφέλειαν, και μείωσιν ουχ’ υφίσταται. Αλλά μένει ανελλιπής και ακέραιος. Και μεριζόμενος κατέχεται, και πάλιν όλος προσκυνείται. Τάξις γαρ ήτον, και όταν οι προσκυνηταί επήγαιναν εις τα Ιεροσόλυμα, ελάμβανον μέρος από το τίμιον ξύλον και έπερνον μαζί των, εις μαρτυρίαν και απόδειξιν της εκείσε ελεύσεώς των. Όθεν εκεί οπού εκόπτετο και μετεδίδοτο υπό του Αρχιερέως, εκεί και επληθύνετο. Ώσπερ και οι πέντε άρτοι επληθύνοντο δια των χειρών των Αποστόλων. Τούτο φαίνεται βεβαιών και ο θείος Χρυσόστομος. Φησί γαρ· «Αυτό δε το ξύλον εκείνο, ένθα το Άγιον εστάθη Σώμα και ανεσκολοπίσθη, πώς εστι περιμάχητον άπασι; Και μικρόν τινα (κόκκον) λαμβάνοντες εξ εκείνου πολλοί, και χρυσώ κατακλείοντες, και άνδρες και γυναίκες των τραχήλων εξαρτώσι των εαυτών καλλωπιζόμενοι; Καίτοι καταδίκης το ξύλον ην, καίτοι τιμωρίας» (Λογ. ότι, Θεός ο Χριστός, τομ. ς’). Δια τούτο ως φαίνεται ευρίσκονται εις τον κόσμον, και τόσα πολλά μέρη τιμίου ξύλου.

Το δε μέγεθος του τιμίου Σταυρού ήτον, εις μεν το μήκος, ποδών δεκαπέντε· εις δε το πλάτος, ήτοι εις το πλάγιον ξύλον, ποδών οκτώ, καθώς είναι παλαιά παράδοσις (και όρα σελ. 20 του νεοτυπώτου Τροπαίου της Ορθοδόξου Πίστεως). Ο δε Χρυσόστομος λέγει, ότι το χόνδρος και του ορθού και του πλαγίου ξύλου του Σταυρού, ήτον μία πιθαμή. Ούτω γάρ φησιν· «Εννόησον και του Σταυρού τον τόπον. Άρα μιας σπιθαμής είχε περίμετρον ο τύπος του ξύλου; είχε ποδός μέτρον η πήξις του Σταυρού;» (Λογ. εις το Πώς οίδε γράμματα μη μεμαθηκώς, τόμω ε’).

Η αιτία δε, δια την οποίαν μαζί με τον Σταυρόν ενούται και βασιλικός, όταν γίνεται ο Αγιασμός, είναι αύτη. Ιστορεί ο μοναχός Αλέξανδρος, ότι βασιλικός ανεβλάστανε πάντοτε επάνω του τόπου του Αγίου Γολγοθά, υποκάτω του οποίου ήτον χωσμένος ο τίμιος Σταυρός. Ανέσπων δε τον βασιλικόν οι Έλληνες, οίτινες είχον εκεί επάνω ναόν και άγαλμα της Αφροδίτης. Πλην αυτός πάλιν ανεβλάστανεν. Όθεν εις μνήμην του θαύματος, με βασιλικόν, και όχι με άλλο φυτόν, ποιούμεν τον δια του Σταυρού μικρόν και μέγαν Αγιασμόν. (Όρα σελ. 25 και 177, της Δωδεκαβίβλου. Όρα και εις την έκτην του Μαρτίου μηνός, όπου εορτάζεται ιδιαίτερον η εύρεσις του Σταυρού και των τιμίων ήλων.)

Προσθέττω εδώ και εκείνα οπού σημειοί ο Γάζης Παΐσιος εις τα προβλήματα οπού λύει του Αλεξίου Μιχαηλοβίτζη βασιλέως Μοσχοβίας εν έτει 1645, ως αξιόλογα, άτινα σώζονται εν χειρογράφοις. Ήγουν ότι το σχήμα του τιμίου Σταυρού, ήτον όμοιον ωσάν το στοιχείον Ταυ. Όθεν το ρητόν εκείνο του Ιεζεκιήλ το λέγον· «Δίελθε μέσην Ιερουσαλήμ, και δος σημείον επί τα μέτωπα των ανδρών των καταστεναζόντων», και τα εξής (Ιεζ. θ’, 4)· τούτο, λέγω, μετέφρασαν ο Ακύλας και ο Θεοδοτίων ούτω· «Δος το Ταυ επί τα μέτωπα». Συμμαρτυρεί δε τούτοις και ο Ωριγένης, και ο Θεοφόρος Μάξιμος. Όθεν και ο άθεος Λουκιανός εις τον επιγραφόμενον λόγον του «Δίκη φωνηέντων», αποφασίζει να μην έχη άλλην καταδίκην το Ταυ, πάρεξ την σημείωσίν του: ήτοι τον Σταυρόν. Δεν είναι δε, λέγει, δια τούτο τριμερής μόνον ο Σταυρός, ως το Τ, αλλά και τετραμερής. Καθότι ο τίτλος οπού εβάλθη υπό του Πιλάτου επάνω εις τον Σταυρόν τον σχήμα έχοντα του Τ, εσχημάτισε τον Σταυρόν τετραμερή. Εν σανίδι δε ο τίτλος και η επιγραφή εχαράχθη, ως ερμηνεύει Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός εις την ερμηνείαν του κατά Ματθαίον, και ουχί εν χάρτη, ως είπομεν ανωτέρω.

Κατά άλλον δε τρόπον λέγεται τριμερής, δια την εκ παραδόσεως ιστορίαν του Λωτ. Όθεν και ο Δαμασκηνός ψάλλει εν τινι τροπαρίω· «Εν τη κυπαρίσσω ως ηυδόκησας, και τη πεύκη, και κέδρω, σαρκί συνανυψούμενος», ακολουθών εις τον Ησαΐαν λέγοντα: «Εν κυπαρίσσω, και πεύκη, και κέδρω άμα, δοξάσαι τον τόπον τον άγιόν μου» (Ησ. ξ’, 13). Είχε δε, λέγει, και υποπόδιον ο Σταυρός, επάνω εις το οποίον εβάλθησαν τα ποδάρια του Δεσπότου Χριστού, δια να καρφωθώσιν εις αυτό δυνατώτερα, ως γράφουσιν ο θείος Ειρηναίος, και ο Ιουστίνος. Και ούτως επληρώθη το Δαβιτικόν· «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών, και προσκυνείτε τω υποποδίω των ποδών αυτού, ότι Άγιός εστι» (Ψαλ. Ϟη’, 5). Σημείωσαι, ότι ο θείος Χρυσόστομος έχει λόγον εις την Ύψωσιν του Σταυρού· ο Κρήτης Ανδρέας δύω λόγους, ων του μεν ενός η αρχή έστιν αύτη· «Σταυρού πανήγυριν άγομεν». Του δε ετέρου· «Κινήσωμεν αγαπητοί». Παντολέων ο Πρεσβύτερος Μονής των Βυζαντίων, ου η αρχή· «Ότε της παρούσης εορτής». Αλέξανδρος Μοναχός, ου η αρχή· «Την κέλευσιν της υμετέρας». (Σώζονται εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου, και εν τη του Βατοπαιδίου.) Ιάκωβος ο Μοναχός και ταπεινός. (Σώζεται εν τη του Παντοκράτορος.) Ιωσήφ Θεσσαλονίκης, ου η αρχή· «Σταυρού πρόκειται σήμερον εορτή». Παντολέων ο Διάκονος, ου η αρχή· «Πάλιν υψούται Σταυρός». (Σώζονται και αυτοί και οι ανωτέρω, εν τη Λαύρα, και εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων.) Ο Χρυσόστομος, ου η αρχή· «Σταυρού πρόκειται σήμερον εορτή». Ομοίως και έτερον λόγον ο αυτός, ου η αρχή· «Πάσα μεν η από των χειρόνων επί τα κρείττονα μεταβολή». (Σώζονται εν τω ε’ τόμω της εν Ετόνη εκδόσεως.)

*

Τη αυτή ημέρα εκοιμήθη και εν Κυρίω ανεπαύσατο, ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Ιωάννης ο Χρυσόστομος.

Δια δε την παρούσαν μεγάλην εορτήν του τιμίου Σταυρού, μετετέθη η θεία τούτου μνήμη κατά την τρισκαιδεκάτην του Νοεμβρίου μηνός, ως αν, οίμαι, λαμπρώς και τελείως η ημέρα της εορτής του Χρυσοστόμου εορτάζοιτο.

*

Μνήμη της ευσεβεστάτης βασιλίσσης Πλακίλλης, συζύγου γενομένης του ευσεβεστάτου βασιλέως Θεοδοσίου του μεγάλου.

Φθαρτόν λιπούσα στέμμα γης η Πλακίλλα,
Εν ουρανοίς άφθαρτον ευρίσκει στέφος.

Αύτη, αγκαλά και ήτον γυνή του ευσεβεστάτου βασιλέως Θεοδοσίου του μεγάλου του εν έτει τοθ’ [379] βασιλεύσαντος, και είχε την επί γης βασιλείαν, μόλον τούτο ηγάπα και επεθύμει να αποκτήση περισσότερον την Βασιλείαν των Ουρανών. Διότι δεν έκαμεν αυτήν να υπερηφανευθή, το ύψος της επιγείου βασιλείας οπού είχεν. Αλλά μάλλον εταπείνονε, και άναπτεν αυτήν εις τον πόθον της Ουρανίου Βασιλείας. Όσον γαρ μεγάλη ήτον η ευεργεσία, οπού εχάρισεν εις αυτήν ο Θεός, τόσον και αυτή έδειξε μεγάλην αγάπην εις τον ευεργέτην αυτής Θεόν.

Δια τούτο η αοίδιμος, με διαφόρους τρόπους εφρόντιζε να επισκέπτεται τους ασθενείς, και τους έχοντας τα μέλη του σώματος βεβλαμμένα και μισερά. Επισκέπτετο δε τους τοιούτους ασθενείς, χωρίς να έχη μαζί της υπηρέτας και δούλους και δορυφόρους, καθό βασίλισσα οπού ήτον. Αλλά τούτους νοσοκομούσα μόνη με τα ίδιά της χέρια, πηγαίνουσα μεν εις τα οσπήτιά των, δίδουσα δε εις τον καθ’ ένα εκείνα, οπού του εχρειάζοντο. Αλλά και εις τα ξενοδοχεία της Εκκλησίας περιπατούσα η μακαρία, υπηρέτει τους κλινήρεις, μόνη της πιάνουσα το τζουκάλι και μαγειρεύουσα δι’ αυτούς, μόνη της γευομένη από το ζωμί, δια να δοκιμάση το φαγητόν τους, μόνη της πλύνουσα το ποτήριον των αρρώστων, και μόνη της κάμνουσα όλα τα άλλα έργα, όσα είναι ίδια των δούλων και δουλευτριών. Εις εκείνους δε, οπού εζήτουν να εμποδίσουν αυτήν, και να κάμουν αυτοί την υπηρεσίαν των αρρώστων, έλεγε ταύτα τα αξιομνημόνευτα λόγια. Εις μεν την βασιλείαν οπού έχω, πρέπει να διαμοιράζη εις τους πτωχούς το χρυσίον και το αργύριον. Εις εμένα δε πάλιν την βασίλισσαν, πρέπει να προσφέρω εις τον Θεόν την δια του σώματός μου υπηρεσίαν, ευχαριστούσα, διατί μοι εχάρισε την βασιλείαν ταύτην.

Εις δε τον ομόζυγόν της βασιλέα Θεοδόσιον, εσυνείθιζε να λέγη συχνάκις. Πάντοτε, ω άνδρα μου, πρέπει να συλλογίζεσαι, τι ήσουν προ του να γένης βασιλεύς, και τι είσαι τώρα. Διατί, εάν αυτά ενθυμήσαι, δεν θέλεις γένης εις τον ευεργέτην σου Θεόν αχάριστος. Αλλά θέλεις κυβερνήσεις κατά νόμους την βασιλείαν, οπού αυτός σοι εχάρισε. Και με αυτόν τον τρόπον θέλεις ευχαριστήσεις τον χαρίσαντά σοι την βασιλείαν. Τοιαύτα λόγια μεταχειριζομένη πάντοτε η αείμνηστος βασιλίς, επρόσφερεν αυτά εις τα καλά σπέρματα της αρετής του ανδρός της, ωσάν ένα πότισμα κάλλιστον και αρμοδιώτατον.

Με τοιούτον λοιπόν τρόπον εδίδασκεν ακριβώς τους νόμους του Θεού, τόσον τον εαυτόν της, όσον και τον άνδρα της. Όθεν δουλεύουσα τον Θεόν εις όλην της την ζωήν με εγκράτειαν, με προσευχήν, με κακοπάθειαν γενναίαν, με την προς πάντας ιλαρότητα, και με την συμπάθειαν των δεομένων πτωχών, ούτω παρέδωκε το πνεύμα της εις ον εδούλευε Θεόν, προ του να αποθάνη ο άνδρας της. Τόσην δε αγάπην έδειξεν εις αυτήν και μετά τον θάνατόν της, ο βασιλεύς και ομόζυγος αυτής Θεοδόσιος, ώστε οπού, επειδή οι Αντιοχείς, κινηθέντες από ένα άγριον και πονηρόν δαίμονα, εθυμώθησαν εναντίον των βασιλικών ανδριάντων, και τον χάλκινον ανδριάντα της πανευφήμου Πλακίλλης ταύτης κατεκρήμνισαν, και έσυραν ατίμως αυτόν εις πολύ μέρος της πόλεως. Τόσην, λέγω, αγάπην έδειξεν εις αυτήν τότε, ώστε οπού εθυμώθη μεγάλως δια την ατιμίαν ταύτην, καθώς ήτον και πρέπον να θυμωθή. Και εσήκωσε τα προνόμια της πόλεως Αντιοχείας, και εφοβέρισεν, ότι θέλει κατακαύσει αυτήν, και ότι από πόλιν, θέλει την μετασκευάσει χωρίον (7).

Επειδή δε ο Όσιος Μακεδόνιος, ο οποίος τότε ασκήτευεν εις τους πόδας του εν Αντιοχεία βουνού, έγραψεν εις τον βασιλέα και εσυμβούλευεν αυτόν να παύση την οργήν του, δια τούτο επαρακινήθη να αποκριθή προς αυτόν ο βασιλεύς ταύτα. Δεν έπρεπεν, ω πάτερ, διατί εγώ έσφαλα εις τους Αντιοχείς, αυτοί να δείξουν τόσην ύβριν και ατιμίαν μετά θάνατον, εις μίαν τοιαύτην γυναίκα, ήτις ήτον αξιωτάτη κάθε επαίνου και τιμής. Εναντίον γαρ εις εμένα έπρεπεν οι Αντιοχείς να αρματώσουν τον θυμόν τους, και όχι κατ’ εκείνης.

Μετά ταύτα όμως ωφελήθη ο αυτός βασιλεύς από τας ειρημένας αγαθάς συμβουλάς της μακαρίας συζύγου του Πλακίλλης, εις το να κρατή τον θυμόν, και να νικά την οργήν του, καθώς θέλει δείξει το ακολούθως ρηθησόμενον. Διότι εις καιρόν οπού ο βασιλεύς, έπρεπε να εκδικήση με μεγάλας τιμωρίας τους Αντιοχείς, δια την τόσην ατιμίαν οπού έδειξαν εις τους βασιλικούς ανδριάντας, και εις καιρόν οπού έπρεπε να τους αφανίση εξολοκλήρου, αυτός όμως ενθυμούμενος τα ανωτέρω λόγια της γυναικός του, και τον νόμον, τον οποίον ενομοθέτησεν εις αυτόν ο Άγιος Αμβρόσιος ο Μεδιολάνων· αυτά, λέγω, ενθυμούμενος, εφοβέρισε μεν μόνον δια να αφανίση την πόλιν των Αντιοχέων, αλλά πάλιν εφέρθη εις αυτούς ήμερα και φιλάνθρωπα.

(7) Σημείωσαι, ότι η ύβρις αύτη και ατιμία, οπού έδειξαν οι Αντιοχείς, εναντίον εις τους ανδριάντας της βασιλίσσης Πλακίλλης, έγινεν ύλη και υπόθεσις του να συγγράψη ο Χρυσοστομικός κάλαμος του Ιωάννου, τους καλούς εκείνους και ρητορικωτάτους λόγους των ανδριάντων.

*

Μνήμη της αγίας και Οικουμενικής Έκτης Συνόδου των Αγίων εκατόν εβδομήκοντα Πατέρων, των εν Κωνσταντινουπόλει κατά των Μονοθελητών συνελθόντων.

Υπόστασιν μεν του Θεανθρώπου μίαν,
Διττάς δε γνώθι και θελήσεις και φύσεις.

Έτερον.

Σέβειν θελήσεις του Θεανθρώπου δύω,
Έκτη διδάσκει πληθύς ευσεβοφρόνων.

Αύτη η αγία και Οικουμενική Έκτη Σύνοδος εσυναθροίσθη εν τω τρούλλω του παλατίου τω λεγομένω Ωάτω, επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου, του όντος πατρός (8) Ιουστινιανού του δευτέρου του καλουμένου ρινοτμήτου, εν έτει χπ’ [680]. Και ο μεν Πύρρος (ή παρ’ άλλοις Σέργιος) ήτον Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως· ο δε Αγάθων, ήτον Πάπας της πρεσβυτέρας Ρώμης. Αύτη λοιπόν ήλεγξε και αναθέματι καθυπέβαλε Σέργιον, Πύρρον, Πέτρον και Παύλον τους της Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχας· Μακάριον (ή παρ’ άλλοις Μακρόβιον) τον Αντιοχείας· Κύρον Αλεξανδρείας· Ονώριον τον Ρώμης· Στέφανον και Πολυχρόνιον, και Θεόδωρον τον της Φαράν Επίσκοπον, και τους συν αυτοίς, οίτινες εδογμάτιζον ασεβώς επί Χριστού, μίαν θέλησιν, και μίαν ενέργειαν.

Εκ τούτου δε του πονηρού δόγματος, εκαταβίβαζον εις πάθος το απαθές της Θεότητος, και εις άλλας πολλάς ατοπίας κατεκρημνίζοντο. Εδογμάτισε δε η αυτή Σύνοδος, να φρονούμεν και να σεβώμεθα επί Χριστού, μίαν μεν υπόστασιν της Θεότητος και της ανθρωπότητος, δύω δε φυσικάς θελήσεις και ενεργείας. Καθότι και αι δύω φύσεις εν τω ενί Χριστώ, εφυλάχθησαν άτρεπτοι και ασύγχυτοι. Και ποτέ μεν, η μία φύσις, ποτέ δε η άλλη επεδείξατο την εδικήν της θέλησιν και ενέργειαν. Η δε των Κανόνων έκδοσις, έγινεν επί Ιουστινιανού του ρινοτμήτου, του υιού του Κωνσταντίνου τούτου. Και όρα περί τούτου εν τω ημετέρω Κανονικώ, σελ. 146.

(8) Εσφαλμένως δε γράφεται εν τε τω Μηναίω και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, ότι ο Κωνσταντίνος Πωγωνάτος ήτον υιός Ιουστινιανού του ρινοτμήτου. Σημείωσαι, ότι η Σύνοδος αύτη εορτάζεται και κατά την δεκάτην έκτην του Ιουλίου μετά των άλλων πέντε Οικουμενικών Συνόδων.

*

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Πάπα.

Ηδείτο Πάπας προς τα στίγματα στένειν,
Βοηθόν εγγύς τον Θεόν κεκτημένος.

Ούτος ήτον εις τους χρόνους Μαξιμιανού βασιλέως, και Μάγνου ηγεμόνος, πόλεως Λαράνδου της επαρχίας Λυκαόνων. Ο δε τρόπος της μαρτυρίας αυτού, είναι ποικίλος και πολυειδής. Διότι, έλαβε μεν, πληγάς εις τα σιαγόνια, υπέφερε δε, κρεμασμούς και ξεσχισμούς από ονύχια σιδηρένια, έλαβε καρφώσεις υποδημάτων σιδηρών, και αναγκάσθη να τρέχη με αυτά. Και έτζι με τα τοιαύτα βάσανα, παρέδωκεν ο μακάριος την ψυχήν του εις χείρας Θεού (9).

(9) Ο Πάπας ούτος φαίνεται να ήναι άλλος από εκείνον, οπού εορτάζεται κατά την δεκάτην έκτην του Μαρτίου. Διατί εκείνος μεν, κρεμασθείς εις δένδρον άκαρπον, ετελειώθη. Ούτος δε, ουδέν τοιούτον έπαθεν.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Θεοκλής ξίφει τελειούται.

Προς κλήσιν ήκει και Θεοκλής την άνω,
Έχων όχημα την τομήν την εκ ξίφους.

*

Ο Άγιος Βαλεριανός το νήπιον, ξίφει τελειούται.

Βαλεριανώ τω μικρώ Θεός μέγας,
Εν ουρανώ δέδωκε πάμμεγα στέφος.

*

Ο Άγιος νέος Οσιομάρτυς Μακάριος, ο εν Θεσσαλονίκη μαρτυρήσας κατά το έτος ͵αφκζ’ [1527], ο και μαθητής χρηματίσας του Αγίου Νήφωνος του Κωνσταντινουπόλεως, ξίφει τελειούται (10).

Μακάριος συ και μακάρων εις τόπον,
Θανών απήλθες δια του μαρτυρίου.

(10) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

14-9 (1)Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΔ΄, ἡ Ὕψωσις τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ.

Τὰς ἐν λάρυγγι Σῶτερ ὑψώσεις φέρει,
Ὑψούμενον βλέπουσα σὸν Σταυρὸν κτίσις.

Ὑψώθη δεκάτῃ Σταυροῦ ξύλον ἠδὲ τετάρτῃ.

Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας καὶ Ἰσαπόστολος, πρῶτος ἀνάμεσα εἰς τοὺς βασιλεῖς τῆς παλαιᾶς Ῥώμης, ἐδέξατο τὸν Χριστιανισμόν. Οὗτος λοιπὸν ἔχωντας πόλεμον, καθὼς μὲν λέγουσί τινες, ἐν τῇ Ῥώμῃ κατὰ Μαγνεντίου· καθὼς δὲ ἄλλοι λέγουσιν, ἐν τῷ ποταμῷ τοῦ Δουνάβεως κατὰ τῶν Σκυθῶν (1)· βλέπωντας δὲ τὸ στράτευμα τῶν ἐχθρῶν, πῶς ἦτον περισσότερον ἀπὸ τὸ ἐδικόν του, εὑρίσκετο εἰς ἀπορίαν καὶ φόβον. Ὅθεν εἰς τοιαύτην κατάστασιν εὑρισκομένου, ἐφάνη κατὰ τὸ μεσημέριον τύπος Σταυροῦ εἰς τὸν οὐρανόν, σημειούμενος δι’ ἀστέρων. Καὶ τριγύρω εἰς τὸν Σταυρὸν ἐφάνηκαν γράμματα, τυπούμενα καὶ αὐτὰ δι’ ἀστέρων μὲ ῥωμαϊκά, ἤτοι λατινικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἔλεγον οὕτω· «Ἐν τούτῳ Νίκα» (2).

Παρευθὺς λοιπὸν κατασκευάσας ἕνα Σταυρόν, ὅμοιον μὲ ἐκεῖνον, ὁποῦ ἐφάνη εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπρόσταξε νὰ προπορεύεται ἔμπροσθεν τοῦ στρατεύματος. Ἔπειτα συμπλέκεται μὲ τοὺς ἐχθρούς, καὶ τούτους κατὰ κράτος νικᾷ, ὥστε ὁποῦ, οἱ περισσότεροι μὲν ἀπὸ ἐκείνους, ἐθανατώθησαν. Οἱ δὲ ἄλλοι, ἔφυγον ἀπὸ τὸν φόβον τους. Ὅθεν ἐκ τοῦ θαύματος τούτου ἐννοήσας τὴν δύναμιν τοῦ Σταυρωθέντος, καὶ πιστεύσας, ὅτι οὗτος μόνος εἶναι ἀληθὴς Θεός, ἐβαπτίσθη μὲ τὴν μητέρα του (3).

Τότε λοιπὸν στέλλει τὴν αὑτοῦ μητέρα Ἑλένην εἰς Ἱεροσόλυμα, ἕνα μέν, διὰ νὰ προσκυνήσῃ καὶ λαμπρότατα νὰ τιμήσῃ τὸν ζωοποιὸν Τάφον τοῦ Κυρίου, καὶ τοὺς λοιποὺς Ἁγίους Τόπους. Καὶ ἄλλο δέ, διὰ νὰ ζητήσῃ μὲ σπουδὴν νὰ εὕρῃ τὸν τίμιον Σταυρὸν τοῦ Θεανθρώπου Σωτῆρος. Διὰ τὸν ὁποῖον μὲ πόθον ζέοντα ἐρευνήσασα, εὗρεν αὐτὸν κεκρυμμένον. Ὁμοίως εὑρῆκε καὶ τοὺς ἄλλους δύω σταυρούς, εἰς τοὺς ὁποίους ἐσταυρώθησαν οἱ δύω λῃσταί. Εὗρε δὲ πρὸς τούτοις καὶ τοὺς ἥλους (4). Ἐπειδὴ δὲ ἡ βασίλισσα εὑρίσκετο εἰς ἀπορίαν, ποῖος ἀπὸ τοὺς τρεῖς εἶναι ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου. Τούτου χάριν διὰ τοῦ θαύματος, ὁποῦ ἔγινεν εἰς τὴν ἀποθανοῦσαν χήραν γυναῖκα, ἥτις ἀνέστη εὐθὺς ὁποῦ ἤγγισεν εἰς τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου, διὰ τούτου, λέγω, ἐγνώρισεν αὐτόν. Οἱ γὰρ ἄλλοι δύω σταυροὶ τῶν λῃστῶν, οὐδὲν τοιοῦτον θαῦμα ἐποίησαν (5).

Τότε λοιπὸν ἠσπάσατο καὶ προσεκύνησε τὸν τίμιον Σταυρὸν μετὰ πολλῆς εὐλαβείας καὶ πίστεως, τόσον ἡ βασίλισσα Ἑλένη, ὅσον καὶ ὅλη ἡ μετ’ αὐτῆς σύγκλητος τῶν ἀρχόντων. Ἐπειδὴ δὲ ἐζήτει καὶ ὅλος ὁ λαὸς τῶν Χριστιανῶν νὰ προσκυνήσῃ καὶ νὰ ἀσπασθῇ αὐτόν, δὲν ἦτον δὲ δυνατὸν νὰ ἐπιτύχῃ τοῦ ποθουμένου διὰ τὸ πολὺ πλῆθος: τούτου χάριν ἐζήτησαν κατὰ δεύτερον λόγον, κᾂν νὰ ἰδοῦν μόνον τὴν γλυκυτάτην θεωρίαν τοῦ τιμίου Σταυροῦ, καὶ ἔτζι διὰ μόνης τῆς θεωρίας νὰ εὐχαριστήσουν τὸν πρὸς αὐτὸν πόθον τους. Ὅθεν ὁ τότε μακαριώτατος Πατριάρχης τῶν Ἱεροσολύμων Μακάριος, ἀνέβη ἐπάνω εἰς τὸν ἄμβωνα, καὶ σηκώσας ὑψηλὰ μὲ τὰς δύω του χεῖρας τὸν τίμιον Σταυρόν, ἔδειξεν αὐτὸν φανερῶς εἰς ὅλους τοὺς ὑποκάτω εὑρισκομένους Χριστιανούς. Οἵτινες εὐθὺς ὁποῦ τὸν εἶδον, ἐφώναξαν ἀπὸ καρδίας ὅλοι ὁμοῦ τὸ «Κύριε ἐλέησον». Ἀπὸ τότε λοιπὸν ἐπρόσταξαν οἱ θειότατοι καὶ θεόπνευστοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἑορτάζουν ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ κατὰ τὴν σήμερον ἡμέραν, τὴν τιμίαν ταύτην καὶ παγκόσμιον Ὕψωσιν τοῦ θείου Σταυροῦ, εἰς δόξαν τοῦ ἐν αὐτῷ προσηλωθέντος Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν (6). (Τὴν κατὰ πλάτος τοῦ Σταυροῦ διήγησιν, ὅρα εἰς τὸν Νέον Θησαυρόν, καὶ εἰς τὴν Σαγήνην, καὶ εἰς τοὺς Μαργαρίτας, καὶ εἰς τὸν Ποιμενικὸν Αὐλὸν καὶ εἰς τὸν Κωφόν).

(1) Ἡ ἀκριβεστέρα ὅμως καὶ ἀληθεστέρα δόξα, ἡ παρὰ τοῖς περισσοτέροις ἐπικρατοῦσα, εἶναι αὐτή, ὅτι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, οὐχὶ κατὰ Μαγνεντίου εἶχε τὸν πόλεμον, οὐδὲ κατὰ Σκυθῶν, ἀλλὰ κατὰ Μαξεντίου. Καὶ οὐχὶ ἐν τῷ ποταμῷ τοῦ Δουνάβεως, ἀλλὰ ἐν τῇ Ἰταλίᾳ ἐκροτήθη ὁ πόλεμος, ἐπάνω τῆς Βολβίας ἢ Μολβίας γεφύρας. Ἐπειδὴ γὰρ ὁ Μαξέντιος ἐμεταχειρίζετο τὴν αὐτοκρατορικὴν ἐξουσίαν ἐν τῇ Ἰταλίᾳ, καὶ ἦτον σκληρότατος διώκτης τῶν Χριστιανῶν: τούτου χάριν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἠθέλησε νὰ ἐξολοθρεύσῃ αὐτόν. Ὅθεν πρὶν νὰ ἔμβῃ εἰς τὰ ὅρια τῆς Ἰταλίας, εὑρισκόμενος εἰς διαλογισμούς, ποῖον Θεὸν νὰ ἐπικαλεσθῇ βοηθὸν εἰς τὸν πόλεμον· εἰδωλολάτρης γὰρ ἦτον, πλὴν ἔκλινεν εἰς τὸν Χριστιανισμόν· ἕνα μέν, καθότι ὁ Φιρμιλιανὸς Λακτάντιος σοφώτατος ὤν, καὶ εἷς τῶν φυλάκων τῆς ἐν Ῥώμῃ βασιλικῆς βιβλιοθήκης, ἐκ τῆς ἀναγνώσεως τῶν βιβλίων τῶν Σιβυλλῶν καὶ τῶν ἁπανταχοῦ χρηστηρίων τῶν φανερῶς διαγγελλόντων, ὅτι ὁ Χριστός ἐστι Θεός, φωτισθείς, ἐπίστευσε τῷ Χριστῷ. Καὶ δὴ καὶ τῷ Κρίσπῳ τῷ υἱῷ τοῦ Κωνσταντίνου διδάσκαλος ἐγένετο τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως. Ὁ δὲ Κρίσπος πάλιν ἐφανέρωσε τὰς βίβλους ταύτας τῷ πατρὶ αὑτοῦ Κωνσταντίνῳ, καὶ πολύ τι ὠφέλησεν αὐτὸν εἰς τὸ πιστεῦσαι τῷ Χριστῷ, ὡς λέγει τοῦτο Γεννάδιος ὁ Σχολάριος ἔν τινι ἀνεκδότῳ διαλέξει μετὰ στρατιώτου τινός, πεμφθέντος παρὰ τοῦ βασιλέως τῶν Ἀγαρηνῶν ἐρωτῆσαι αὐτόν.

Τοῦτο δέ, καὶ διατὶ κατὰ τὸν Μελέτιον, εἶδεν ὅτι ὁ πατήρ του ἔζησεν εὐτυχῶς, ἐπειδὴ ἀπεστρέφετο τὴν τῶν Ἑλλήνων θρῃσκείαν. Εἰς τοιούτους, λέγω, διαλογισμοὺς εὑρισκόμενος ὁ Ἰσαπόστολος, καὶ μάλιστα διατὶ, ὁ Μαξέντιος μέν, εἶχε στράτευμα ἑκατὸν ἐννενῆντα χιλιάδας, αὐτὸς δὲ εἶχε πολὺ ὀλιγώτερον. Ἕνα μεσημέρι ἐπεριπάτει μὲ τοὺς ἀρχιστρατήγους του. Καὶ εἰς καιρὸν ὁποῦ ἦτον ὁ οὐρανὸς καθαρός, βλέπει μὲ τοὺς σὺν αὐτῷ, ἕνα στύλον φωτὸς εἰς σχῆμα Σταυροῦ. Εἰς τὸν ὁποῖον ἦτον καὶ γράμματα λέγοντα, ἐν τούτῳ νίκα: ἤτοι ἐν τῇ δυνάμει τοῦ σημείου τούτου θέλεις νικήσεις. Οὐ μόνον δὲ τοῦτο ἠκολούθησεν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην βλέπει ἐν ὁράματι τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν λέγοντα, νὰ κατασκευάσῃ μίαν σημαίαν παρομοίαν μὲ τὸν τύπον τοῦ φανέντος Σταυροῦ, καὶ νὰ τὴν βάλῃ εἰς τὴν λόγχην του, καὶ οὕτω θέλει κατατροπώσει τοὺς ἐχθρούς. Ὅθεν τοῦτο ποιήσας ἐνίκησε τὸν Μαξέντιον. Ὁ δὲ Μαξέντιος νικηθείς, ἠθέλησε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς Ῥώμην. Καὶ ὅταν ἐπέρνα τὴν γέφυραν τοῦ ποταμοῦ Τίβερι, ἔπεσεν αὕτη. Ὅθεν πεσὼν καὶ αὐτός, ἐπνίγη μὲ τὸ ἄλογόν του εἰς τὸν ποταμόν, καὶ οὕτως ἔδωκε κακὸν τέλος, ὕστερον ἀφ’ οὗ ἐβασίλευσεν εἰς Ἰταλίαν χρόνους ἕξ. Ὅρα τὸν Μελέτιον, Ἐκκλ. Ἱστορ., τόμῳ α΄, σελ. 298. Ὁμοίως ὅρα καὶ εἰς τὴν εἰκοστὴν πρώτην τοῦ Μαΐου τὸ Συναξάριον τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, ὅπου λέγεται, ὅτι κατὰ Μαξεντίου ἐποίησε τὸν πόλεμον, καὶ οὐχὶ κατὰ Μαγνεντίου, ὡς εἴπομεν ἀνωτέρω.

(2) Οὐ μόνον ὁ Συναξαριστὴς οὗτος Μαυρίκιος, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἀξιόλογοι ἱστορικοὶ βεβαιοῦσιν, ὅτι λατινικὰ ἦτον ἐκεῖνα τὰ γράμματα. Κᾂν καὶ Λέων ὁ Σοφὸς λέγῃ, ὅτι ἦτον ἑλληνικά. Ἤξευρε γὰρ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καὶ ἑλληνικά, ὡς λέγει ὁ Γάζης Παΐσιος. Παρὰ δὲ τῷ Δοσιθέῳ, σελ. 703 τῆς Δωδεκαβίβλου, οὕτω γράφεται· «Κωνσταντῖνε, ἐν τούτῳ νίκα».

(3) Πότε δέ, καὶ παρὰ τίνος ἐβαπτίσθη, ὅρα εἰς τὸ Συναξάριον τοῦ Ἁγίου Σιλβέστρου, κατὰ τὴν δευτέραν τοῦ Ἰαννουαρίου.

(4) Σημείωσαι, ὅτι ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔφερε καὶ τοὺς ἥλους, δι’ ὧν προσήλωσαν Ἰουδαῖοι τὸ σῶμα τοῦ Σωτῆρος εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, δῶρον ἀξιοτίμητον τῷ υἱῷ αὑτῆς. Ἐξ ὧν, τὸν μὲν ἕνα, ἔβαλεν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος εἰς τὸ χαλινάρι τοῦ ἀλόγου του, κατὰ τὸ λόγιον τοῦ προφήτου Ζαχαρίου τὸ λέγον· «Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἔσται τὸ ἐπὶ τὸν χαλινὸν τοῦ ἵππου ἅγιον τῷ Κυρίῳ Παντοκράτορι» (Ζαχ. ιδ΄, 20). Τὸν δὲ δεύτερον, ἐβάσταζεν εἰς τὸ πολεμικὸν ἔνδυμα τῆς κεφαλῆς του, ἤτοι εἰς τὴν περικεφαλαίαν του. Τὸν δὲ τρίτον, λέγει ὁ θεῖος Ἀμβρόσιος, ὅτι ἡ Ἁγία Ἑλένη διαπερῶσα τὸ Ἀδριατικὸν πέλαγος καὶ κινδυνεύσασα ἀπὸ φουρτοῦναν, ἔρριψεν αὐτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἔγινε γαλήνη. Ἀπίστευτον ὅμως κρίνει τοῦτο ὁ Ἱεροσολύμων Δοσίθεος. Καθότι δὲν ἐπῆγεν εἰς τὸ Ἀδριατικὸν πέλαγος ἡ Ἁγία Ἑλένη μετὰ τὸ ἀπελθεῖν αὐτὴν εἰς Ἱεροσόλυμα. Ὁ δὲ Σωκράτης λέγει, ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος ἔκρυψε τὸ τίμιον ξύλον καὶ τοὺς ἥλους, ἐπάνω τοῦ πορφυροῦ μεγάλου κίονος εἰς τὸν ἀνδριάντα τοῦ Κωνσταντίνου, πρὸς φυλακὴν τῆς Πόλεως. Τρεῖς δὲ φαίνονται ὅτι ἦτον οἱ ἧλοι, δύω μέν, οἱ προσηλώσαντες τὰς χεῖρας τοῦ Σωτῆρος, εἷς δέ, ὁ προσηλώσας αὐτοῦ τοὺς δύω πόδας, ὁμοῦ βαλμένους ἕνα ἐπάνω τοῦ ἄλλου. (Ὅρα σελ. 102, τῆς Δωδεκαβίβλου.) Ἀγκαλὰ καὶ ὁ Γάζης Παΐσιος λέγῃ, ὅτι ἡ κοινὴ παράδοσις θέλει νὰ ἦτον τέσσαρες οἱ ἧλοι, δύω οἱ προσηλώσαντες τὰς χεῖρας, καὶ δύω οἱ τοὺς πόδας προσηλώσαντες τοῦ Κυρίου.

(5) Σημείωσαι, ὅτι οἱ δύω σταυροὶ τῶν λῃστῶν ἐφέρθησαν εἰς Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἐτέθησαν ὑποκάτω τοῦ ἐν τῷ Φόρῳ πορφυροῦ κίονος, καὶ τὸ βικίον τοῦ μύρου, ᾧ ἠλείψατο ὁ Κύριος. Εἰς δὲ τὸν κίονα τοῦ Κωνσταντίνου, ἦτον οἱ ἧλοι τοῦ Σταυροῦ ὡς εἴρηται, καὶ τὸ στόμιον τοῦ φρέατος, ἐν ᾧ ἐκάθισεν ὁ Χριστός. Εἰς δὲ τὸ ἕδρασμα τοῦ πορφυροῦ κίονος ἔβαλεν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἰδίαις χερσί, τοὺς δώδεκα κοφίνους καὶ τὰς ἑπτὰ σπυρίδας, εἰς ἃς ἐβλήθησαν τὰ περισσεύματα τῆς ἀρτοκλασίας τοῦ Κυρίου. Ὁμοίως καὶ τὸν πέλεκυν τοῦ Νῶε, δι’ οὗ κατεσκεύασε τὴν Κιβωτόν (ὅρα σελ. 1152, τῆς Δωδεκαβίβλου). Ὁ δὲ σοφὸς Εὐθύμιος ὁ Ζυγαδηνὸς ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου λέγει, ὅτι ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἐγνωρίσθη καὶ ἀπὸ τὸν τίτλον (ἤτοι αἰτίαν) ὁποῦ εἶχεν ἐπάνω. Ὅστις ἐπειδὴ ἦτον ἀπὸ σανίδι, ἐφυλάχθη ἀδιάφθορος. Οἱ γὰρ ἄλλοι σταυροὶ τῶν λῃστῶν, τίτλον οὐκ εἶχον.

(6) Σημείωσαι, ὅτι ἡ Ἁγία Ἑλένη εὑροῦσα τὸ τίμιον ξύλον, ἄλλο μὲν ἀπὸ αὐτό, ἀφῆκεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, παραδοῦσα τοῦτο ἐν ἀργυρῷ κιβωτίῳ εἰς τὸν Πατριάρχην Μακάριον, ὡς λέγει ὁ θεῖος Ἀμβρόσιος. Ἄλλο δὲ μέρος αὐτοῦ, ἀνεκόμισεν εἰς τὸν υἱόν της Κωνσταντῖνον, τὸ ὁποῖον εἰσήγαγεν εἰς Κωνσταντινούπολιν διὰ τῆς πύλης τοῦ Ὑψωμαθείου. Τὰ δὲ ἐν τῷ τιμίῳ ξύλῳ εὑρεθέντα βάλσαμα, κρῖνα, ῥόδα, κώστους, βασιλικοὺς καὶ ἄλλα εὐώδη, ἐφύτευσεν εἰς γάστρας ἵνα σῴζωνται. Ἀνήγειρε δὲ Μοναστήριον καὶ ὠνόμασεν αὐτὸ Γαστρίαν, (ἴσως διὰ τὰς ἀνωτέρω γάστρας), ὅπου καὶ ἐκατοίκησε. Σημείωσαι δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι τὸ τίμιον ξύλον, ὄχι μόνον ἐφυλάχθη ἄσηπτον ἐν τῇ γῇ τριακοσίους τριάντα χρόνους, ἀλλὰ καὶ ἀνέστησεν μίαν γραῖαν γυναῖκα ἡμιθανῆ κατὰ τὸν Σωζόμενον. Καὶ τέλειον νεκρόν, κατὰ τὸν Νικηφόρον. Ἀλλὰ καὶ διαμερισθὲν εἰς ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου, ἀνελάττωτον ἔμενεν. Ἔφη γὰρ ὁ θεῖος Κύριλλος, κατηχήσει τετάρτῃ· «Διὰ τοῦ σταυρικοῦ ξύλου, τῆς γῆς ἅπας ὁ κόσμος, εἰς τμήματα μερισθέντος, διαπεπλήρωται». Διηγεῖται δὲ καὶ ὁ Παυλῖνος εἰς τὴν ἑνδεκάτην αὑτοῦ Ἐπιστολήν, ὅτι ὁ Σταυρὸς ἐξ ἐκείνου τοῦ καιροῦ τῆς εὑρέσεως αὐτοῦ, μεταδίδοται εἰς κοινὴν ὠφέλειαν, καὶ μείωσιν οὐχ’ ὑφίσταται. Ἀλλὰ μένει ἀνελλιπὴς καὶ ἀκέραιος. Καὶ μεριζόμενος κατέχεται, καὶ πάλιν ὅλος προσκυνεῖται. Τάξις γὰρ ἦτον, καὶ ὅταν οἱ προσκυνηταὶ ἐπήγαιναν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐλάμβανον μέρος ἀπὸ τὸ τίμιον ξύλον καὶ ἔπερνον μαζί των, εἰς μαρτυρίαν καὶ ἀπόδειξιν τῆς ἐκεῖσε ἐλεύσεώς των. Ὅθεν ἐκεῖ ὁποῦ ἐκόπτετο καὶ μετεδίδοτο ὑπὸ τοῦ Ἀρχιερέως, ἐκεῖ καὶ ἐπληθύνετο. Ὥσπερ καὶ οἱ πέντε ἄρτοι ἐπληθύνοντο διὰ τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων. Τοῦτο φαίνεται βεβαιῶν καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος. Φησὶ γάρ· «Αὐτὸ δὲ τὸ ξύλον ἐκεῖνο, ἔνθα τὸ Ἅγιον ἐστάθη Σῶμα καὶ ἀνεσκολοπίσθη, πῶς ἐστι περιμάχητον ἅπασι; Καὶ μικρόν τινα (κόκκον) λαμβάνοντες ἐξ ἐκείνου πολλοί, καὶ χρυσῷ κατακλείοντες, καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες τῶν τραχήλων ἐξαρτῶσι τῶν ἑαυτῶν καλλωπιζόμενοι; Καίτοι καταδίκης τὸ ξύλον ἦν, καίτοι τιμωρίας» (Λόγ. ὅτι, Θεὸς ὁ Χριστός, τόμ. ς΄). Διὰ τοῦτο ὡς φαίνεται εὑρίσκονται εἰς τὸν κόσμον, καὶ τόσα πολλὰ μέρη τιμίου ξύλου.

Τὸ δὲ μέγεθος τοῦ τιμίου Σταυροῦ ἦτον, εἰς μὲν τὸ μῆκος, ποδῶν δεκαπέντε· εἰς δὲ τὸ πλάτος, ἤτοι εἰς τὸ πλάγιον ξύλον, ποδῶν ὀκτώ, καθὼς εἶναι παλαιὰ παράδοσις (καὶ ὅρα σελ. 20 τοῦ νεοτυπώτου Τροπαίου τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως). Ὁ δὲ Χρυσόστομος λέγει, ὅτι τὸ χόνδρος καὶ τοῦ ὀρθοῦ καὶ τοῦ πλαγίου ξύλου τοῦ Σταυροῦ, ἦτον μία πιθαμή. Οὕτω γάρ φησιν· «Ἐννόησον καὶ τοῦ Σταυροῦ τὸν τόπον. Ἆρα μιᾶς σπιθαμῆς εἶχε περίμετρον ὁ τύπος τοῦ ξύλου; εἶχε ποδὸς μέτρον ἡ πῆξις τοῦ Σταυροῦ;» (Λόγ. εἰς τὸ Πῶς οἶδε γράμματα μὴ μεμαθηκώς, τόμῳ ε΄).

Ἡ αἰτία δέ, διὰ τὴν ὁποίαν μαζὶ μὲ τὸν Σταυρὸν ἑνοῦται καὶ βασιλικός, ὅταν γίνεται ὁ Ἁγιασμός, εἶναι αὕτη. Ἱστορεῖ ὁ μοναχὸς Ἀλέξανδρος, ὅτι βασιλικὸς ἀνεβλάστανε πάντοτε ἐπάνω τοῦ τόπου τοῦ Ἁγίου Γολγοθᾶ, ὑποκάτω τοῦ ὁποίου ἦτον χωσμένος ὁ τίμιος Σταυρός. Ἀνέσπων δὲ τὸν βασιλικὸν οἱ Ἕλληνες, οἵτινες εἶχον ἐκεῖ ἐπάνω ναὸν καὶ ἄγαλμα τῆς Ἀφροδίτης. Πλὴν αὐτὸς πάλιν ἀνεβλάστανεν. Ὅθεν εἰς μνήμην τοῦ θαύματος, μὲ βασιλικόν, καὶ ὄχι μὲ ἄλλο φυτόν, ποιοῦμεν τὸν διὰ τοῦ Σταυροῦ μικρὸν καὶ μέγαν Ἁγιασμόν. (Ὅρα σελ. 25 καὶ 177, τῆς Δωδεκαβίβλου. Ὅρα καὶ εἰς τὴν ἕκτην τοῦ Μαρτίου μηνός, ὅπου ἑορτάζεται ἰδιαίτερον ἡ εὕρεσις τοῦ Σταυροῦ καὶ τῶν τιμίων ἥλων.)

Προσθέττω ἐδῶ καὶ ἐκεῖνα ὁποῦ σημειοῖ ὁ Γάζης Παΐσιος εἰς τὰ προβλήματα ὁποῦ λύει τοῦ Ἀλεξίου Μιχαηλοβίτζη βασιλέως Μοσχοβίας ἐν ἔτει 1645, ὡς ἀξιόλογα, ἅτινα σῴζονται ἐν χειρογράφοις. Ἤγουν ὅτι τὸ σχῆμα τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ἦτον ὅμοιον ὡσὰν τὸ στοιχεῖον Ταῦ. Ὅθεν τὸ ῥητὸν ἐκεῖνο τοῦ Ἰεζεκιὴλ τὸ λέγον· «Δίελθε μέσην Ἱερουσαλήμ, καὶ δὸς σημεῖον ἐπὶ τὰ μέτωπα τῶν ἀνδρῶν τῶν καταστεναζόντων», καὶ τὰ ἑξῆς (Ἰεζ. θ΄, 4)· τοῦτο, λέγω, μετέφρασαν ὁ Ἀκύλας καὶ ὁ Θεοδοτίων οὕτω· «Δὸς τὸ Ταῦ ἐπὶ τὰ μέτωπα». Συμμαρτυρεῖ δὲ τούτοις καὶ ὁ Ὠριγένης, καὶ ὁ Θεοφόρος Μάξιμος. Ὅθεν καὶ ὁ ἄθεος Λουκιανὸς εἰς τὸν ἐπιγραφόμενον λόγον του «Δίκη φωνηέντων», ἀποφασίζει νὰ μὴν ἔχῃ ἄλλην καταδίκην τὸ Ταῦ, πάρεξ τὴν σημείωσίν του: ἤτοι τὸν Σταυρόν. Δὲν εἶναι δέ, λέγει, διὰ τοῦτο τριμερὴς μόνον ὁ Σταυρός, ὡς τὸ Τ, ἀλλὰ καὶ τετραμερής. Καθότι ὁ τίτλος ὁποῦ ἐβάλθη ὑπὸ τοῦ Πιλάτου ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρὸν τὸν σχῆμα ἔχοντα τοῦ Τ, ἐσχημάτισε τὸν Σταυρὸν τετραμερῆ. Ἐν σανίδι δὲ ὁ τίτλος καὶ ἡ ἐπιγραφὴ ἐχαράχθη, ὡς ἑρμηνεύει Εὐθύμιος ὁ Ζυγαδηνὸς εἰς τὴν ἑρμηνείαν τοῦ κατὰ Ματθαῖον, καὶ οὐχὶ ἐν χάρτῃ, ὡς εἴπομεν ἀνωτέρω.

Κατὰ ἄλλον δὲ τρόπον λέγεται τριμερής, διὰ τὴν ἐκ παραδόσεως ἱστορίαν τοῦ Λώτ. Ὅθεν καὶ ὁ Δαμασκηνὸς ψάλλει ἔν τινι τροπαρίῳ· «Ἐν τῇ κυπαρίσσῳ ὡς ηὐδόκησας, καὶ τῇ πεύκῃ, καὶ κέδρῳ, σαρκὶ συνανυψούμενος», ἀκολουθῶν εἰς τὸν Ἡσαΐαν λέγοντα: «Ἐν κυπαρίσσῳ, καὶ πεύκῃ, καὶ κέδρῳ ἅμα, δοξᾶσαι τὸν τόπον τὸν ἅγιόν μου» (Ἡσ. ξ΄, 13). Εἶχε δέ, λέγει, καὶ ὑποπόδιον ὁ Σταυρός, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον ἐβάλθησαν τὰ ποδάρια τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, διὰ νὰ καρφωθῶσιν εἰς αὐτὸ δυνατώτερα, ὡς γράφουσιν ὁ θεῖος Εἰρηναῖος, καὶ ὁ Ἰουστῖνος. Καὶ οὕτως ἐπληρώθη τὸ Δαβιτικόν· «Ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ, ὅτι Ἅγιός ἐστι» (Ψαλ. Ϟη΄, 5). Σημείωσαι, ὅτι ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἔχει λόγον εἰς τὴν Ὕψωσιν τοῦ Σταυροῦ· ὁ Κρήτης Ἀνδρέας δύω λόγους, ὧν τοῦ μὲν ἑνὸς ἡ ἀρχὴ ἔστιν αὕτη· «Σταυροῦ πανήγυριν ἄγομεν». Τοῦ δὲ ἑτέρου· «Κινήσωμεν ἀγαπητοί». Παντολέων ὁ Πρεσβύτερος Μονῆς τῶν Βυζαντίων, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὅτε τῆς παρούσης ἑορτῆς». Ἀλέξανδρος Μοναχός, οὗ ἡ ἀρχή· «Τὴν κέλευσιν τῆς ὑμετέρας». (Σώζονται ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου, καὶ ἐν τῇ τοῦ Βατοπαιδίου.) Ἰάκωβος ὁ Μοναχὸς καὶ ταπεινός. (Σῴζεται ἐν τῇ τοῦ Παντοκράτορος.) Ἰωσὴφ Θεσσαλονίκης, οὗ ἡ ἀρχή· «Σταυροῦ πρόκειται σήμερον ἑορτή». Παντολέων ὁ Διάκονος, οὗ ἡ ἀρχή· «Πάλιν ὑψοῦται Σταυρός». (Σῴζονται καὶ αὐτοὶ καὶ οἱ ἀνωτέρω, ἐν τῇ Λαύρᾳ, καὶ ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων.) Ὁ Χρυσόστομος, οὗ ἡ ἀρχή· «Σταυροῦ πρόκειται σήμερον ἑορτή». Ὁμοίως καὶ ἕτερον λόγον ὁ αὐτός, οὗ ἡ ἀρχή· «Πᾶσα μὲν ἡ ἀπὸ τῶν χειρόνων ἐπὶ τὰ κρείττονα μεταβολή». (Σῴζονται ἐν τῷ ε΄ τόμῳ τῆς ἐν Ἐτόνῃ ἐκδόσεως.)

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἐκοιμήθη καὶ ἐν Κυρίῳ ἀνεπαύσατο, ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

Διὰ δὲ τὴν παροῦσαν μεγάλην ἑορτὴν τοῦ τιμίου Σταυροῦ, μετετέθη ἡ θεία τούτου μνήμη κατὰ τὴν τρισκαιδεκάτην τοῦ Νοεμβρίου μηνός, ὡς ἄν, οἶμαι, λαμπρῶς καὶ τελείως ἡ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Χρυσοστόμου ἑορτάζοιτο.

*

Μνήμη τῆς εὐσεβεστάτης βασιλίσσης Πλακίλλης, συζύγου γενομένης τοῦ εὐσεβεστάτου βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ μεγάλου.

Φθαρτὸν λιποῦσα στέμμα γῆς ἡ Πλακίλλα,
Ἐν οὐρανοῖς ἄφθαρτον εὑρίσκει στέφος.

Αὕτη, ἀγκαλὰ καὶ ἦτον γυνὴ τοῦ εὐσεβεστάτου βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ μεγάλου τοῦ ἐν ἔτει τοθ΄ [379] βασιλεύσαντος, καὶ εἶχε τὴν ἐπὶ γῆς βασιλείαν, μὅλον τοῦτο ἠγάπα καὶ ἐπεθύμει νὰ ἀποκτήσῃ περισσότερον τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Διότι δὲν ἔκαμεν αὐτὴν νὰ ὑπερηφανευθῇ, τὸ ὕψος τῆς ἐπιγείου βασιλείας ὁποῦ εἶχεν. Ἀλλὰ μᾶλλον ἐταπείνονε, καὶ ἄναπτεν αὐτὴν εἰς τὸν πόθον τῆς Οὐρανίου Βασιλείας. Ὅσον γὰρ μεγάλη ἦτον ἡ εὐεργεσία, ὁποῦ ἐχάρισεν εἰς αὐτὴν ὁ Θεός, τόσον καὶ αὐτὴ ἔδειξε μεγάλην ἀγάπην εἰς τὸν εὐεργέτην αὑτῆς Θεόν.

Διὰ τοῦτο ἡ ἀοίδιμος, μὲ διαφόρους τρόπους ἐφρόντιζε νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς ἀσθενεῖς, καὶ τοὺς ἔχοντας τὰ μέλη τοῦ σώματος βεβλαμμένα καὶ μισερά. Ἐπισκέπτετο δὲ τοὺς τοιούτους ἀσθενεῖς, χωρὶς νὰ ἔχῃ μαζί της ὑπηρέτας καὶ δούλους καὶ δορυφόρους, καθὸ βασίλισσα ὁποῦ ἦτον. Ἀλλὰ τούτους νοσοκομοῦσα μόνη μὲ τὰ ἴδιά της χέρια, πηγαίνουσα μὲν εἰς τὰ ὁσπήτιά των, δίδουσα δὲ εἰς τὸν καθ’ ἕνα ἐκεῖνα, ὁποῦ τοῦ ἐχρειάζοντο. Ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ ξενοδοχεῖα τῆς Ἐκκλησίας περιπατοῦσα ἡ μακαρία, ὑπηρέτει τοὺς κλινήρεις, μόνη της πιάνουσα τὸ τζουκάλι καὶ μαγειρεύουσα δι’ αὐτούς, μόνη της γευομένη ἀπὸ τὸ ζωμί, διὰ νὰ δοκιμάσῃ τὸ φαγητόν τους, μόνη της πλύνουσα τὸ ποτήριον τῶν ἀρρώστων, καὶ μόνη της κάμνουσα ὅλα τὰ ἄλλα ἔργα, ὅσα εἶναι ἴδια τῶν δούλων καὶ δουλευτριῶν. Εἰς ἐκείνους δέ, ὁποῦ ἐζήτουν νὰ ἐμποδίσουν αὐτήν, καὶ νὰ κάμουν αὐτοὶ τὴν ὑπηρεσίαν τῶν ἀρρώστων, ἔλεγε ταῦτα τὰ ἀξιομνημόνευτα λόγια. Εἰς μὲν τὴν βασιλείαν ὁποῦ ἔχω, πρέπει νὰ διαμοιράζῃ εἰς τοὺς πτωχοὺς τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον. Εἰς ἐμένα δὲ πάλιν τὴν βασίλισσαν, πρέπει νὰ προσφέρω εἰς τὸν Θεὸν τὴν διὰ τοῦ σώματός μου ὑπηρεσίαν, εὐχαριστοῦσα, διατὶ μοὶ ἐχάρισε τὴν βασιλείαν ταύτην.

Εἰς δὲ τὸν ὁμόζυγόν της βασιλέα Θεοδόσιον, ἐσυνείθιζε νὰ λέγῃ συχνάκις. Πάντοτε, ὦ ἄνδρα μου, πρέπει νὰ συλλογίζεσαι, τί ἤσουν πρὸ τοῦ νὰ γένῃς βασιλεύς, καὶ τί εἶσαι τώρα. Διατὶ, ἐὰν αὐτὰ ἐνθυμῆσαι, δὲν θέλεις γένῃς εἰς τὸν εὐεργέτην σου Θεὸν ἀχάριστος. Ἀλλὰ θέλεις κυβερνήσεις κατὰ νόμους τὴν βασιλείαν, ὁποῦ αὐτός σοι ἐχάρισε. Καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον θέλεις εὐχαριστήσεις τὸν χαρίσαντά σοι τὴν βασιλείαν. Τοιαῦτα λόγια μεταχειριζομένη πάντοτε ἡ ᾀείμνηστος βασιλίς, ἐπρόσφερεν αὐτὰ εἰς τὰ καλὰ σπέρματα τῆς ἀρετῆς τοῦ ἀνδρός της, ὡσὰν ἕνα πότισμα κάλλιστον καὶ ἁρμοδιώτατον.

Μὲ τοιοῦτον λοιπὸν τρόπον ἐδίδασκεν ἀκριβῶς τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ, τόσον τὸν ἑαυτόν της, ὅσον καὶ τὸν ἄνδρα της. Ὅθεν δουλεύουσα τὸν Θεὸν εἰς ὅλην της τὴν ζωὴν μὲ ἐγκράτειαν, μὲ προσευχήν, μὲ κακοπάθειαν γενναίαν, μὲ τὴν πρὸς πᾶντας ἱλαρότητα, καὶ μὲ τὴν συμπάθειαν τῶν δεομένων πτωχῶν, οὕτω παρέδωκε τὸ πνεῦμά της εἰς ὃν ἐδούλευε Θεόν, πρὸ τοῦ νὰ ἀποθάνῃ ὁ ἄνδρας της. Τόσην δὲ ἀγάπην ἔδειξεν εἰς αὐτὴν καὶ μετὰ τὸν θάνατόν της, ὁ βασιλεὺς καὶ ὁμόζυγος αὑτῆς Θεοδόσιος, ὥστε ὁποῦ, ἐπειδὴ οἱ Ἀντιοχεῖς, κινηθέντες ἀπὸ ἕνα ἄγριον καὶ πονηρὸν δαίμονα, ἐθυμώθησαν ἐναντίον τῶν βασιλικῶν ἀνδριάντων, καὶ τὸν χάλκινον ἀνδριάντα τῆς πανευφήμου Πλακίλλης ταύτης κατεκρήμνισαν, καὶ ἔσυραν ἀτίμως αὐτὸν εἰς πολὺ μέρος τῆς πόλεως. Τόσην, λέγω, ἀγάπην ἔδειξεν εἰς αὐτὴν τότε, ὥστε ὁποῦ ἐθυμώθη μεγάλως διὰ τὴν ἀτιμίαν ταύτην, καθὼς ἦτον καὶ πρέπον νὰ θυμωθῇ. Καὶ ἐσήκωσε τὰ προνόμια τῆς πόλεως Ἀντιοχείας, καὶ ἐφοβέρισεν, ὅτι θέλει κατακαύσει αὐτήν, καὶ ὅτι ἀπὸ πόλιν, θέλει τὴν μετασκευάσει χωρίον (7).

Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ὅσιος Μακεδόνιος, ὁ ὁποῖος τότε ἀσκήτευεν εἰς τοὺς πόδας τοῦ ἐν Ἀντιοχείᾳ βουνοῦ, ἔγραψεν εἰς τὸν βασιλέα καὶ ἐσυμβούλευεν αὐτὸν νὰ παύσῃ τὴν ὀργήν του, διὰ τοῦτο ἐπαρακινήθη νὰ ἀποκριθῇ πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλεὺς ταῦτα. Δὲν ἔπρεπεν, ὦ πάτερ, διατὶ ἐγὼ ἔσφαλα εἰς τοὺς Ἀντιοχεῖς, αὐτοὶ νὰ δείξουν τόσην ὕβριν καὶ ἀτιμίαν μετὰ θάνατον, εἰς μίαν τοιαύτην γυναῖκα, ἥτις ἦτον ἀξιωτάτη κάθε ἐπαίνου καὶ τιμῆς. Ἐναντίον γὰρ εἰς ἐμένα ἔπρεπεν οἱ Ἀντιοχεῖς νὰ ἁρματώσουν τὸν θυμόν τους, καὶ ὄχι κατ’ ἐκείνης.

Μετὰ ταῦτα ὅμως ὠφελήθη ὁ αὐτὸς βασιλεὺς ἀπὸ τὰς εἰρημένας ἀγαθὰς συμβουλὰς τῆς μακαρίας συζύγου του Πλακίλλης, εἰς τὸ νὰ κρατῇ τὸν θυμόν, καὶ νὰ νικᾷ τὴν ὀργήν του, καθὼς θέλει δείξει τὸ ἀκολούθως ῥηθησόμενον. Διότι εἰς καιρὸν ὁποῦ ὁ βασιλεύς, ἔπρεπε νὰ ἐκδικήσῃ μὲ μεγάλας τιμωρίας τοὺς Ἀντιοχεῖς, διὰ τὴν τόσην ἀτιμίαν ὁποῦ ἔδειξαν εἰς τοὺς βασιλικοὺς ἀνδριάντας, καὶ εἰς καιρὸν ὁποῦ ἔπρεπε νὰ τοὺς ἀφανίσῃ ἐξολοκλήρου, αὐτὸς ὅμως ἐνθυμούμενος τὰ ἀνωτέρω λόγια τῆς γυναικός του, καὶ τὸν νόμον, τὸν ὁποῖον ἐνομοθέτησεν εἰς αὐτὸν ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος ὁ Μεδιολάνων· αὐτά, λέγω, ἐνθυμούμενος, ἐφοβέρισε μὲν μόνον διὰ νὰ ἀφανίσῃ τὴν πόλιν τῶν Ἀντιοχέων, ἀλλὰ πάλιν ἐφέρθη εἰς αὐτοὺς ἥμερα καὶ φιλάνθρωπα.

(7) Σημείωσαι, ὅτι ἡ ὕβρις αὕτη καὶ ἀτιμία, ὁποῦ ἔδειξαν οἱ Ἀντιοχεῖς, ἐναντίον εἰς τοὺς ἀνδριάντας τῆς βασιλίσσης Πλακίλλης, ἔγινεν ὕλη καὶ ὑπόθεσις τοῦ νὰ συγγράψῃ ὁ Χρυσοστομικὸς κάλαμος τοῦ Ἰωάννου, τοὺς καλοὺς ἐκείνους καὶ ῥητορικωτάτους λόγους τῶν ἀνδριάντων.

*

Μνήμη τῆς ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Ἕκτης Συνόδου τῶν Ἁγίων ἑκατὸν ἑβδομήκοντα Πατέρων, τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει κατὰ τῶν Μονοθελητῶν συνελθόντων.

Ὑπόστασιν μὲν τοῦ Θεανθρώπου μίαν,
Διττὰς δὲ γνῶθι καὶ θελήσεις καὶ φύσεις.

Ἕτερον.

Σέβειν θελήσεις τοῦ Θεανθρώπου δύω,
Ἕκτη διδάσκει πληθὺς εὐσεβοφρόνων.

Αὕτη ἡ ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Ἕκτη Σύνοδος ἐσυναθροίσθη ἐν τῷ τρούλλῳ τοῦ παλατίου τῷ λεγομένῳ Ὠάτῳ, ἐπὶ τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου, τοῦ ὄντος πατρὸς (8) Ἰουστινιανοῦ τοῦ δευτέρου τοῦ καλουμένου ῥινοτμήτου, ἐν ἔτει χπ΄ [680]. Καὶ ὁ μὲν Πύρρος (ἢ παρ’ ἄλλοις Σέργιος) ἦτον Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως· ὁ δὲ Ἀγάθων, ἦτον Πάπας τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης. Αὕτη λοιπὸν ἤλεγξε καὶ ἀναθέματι καθυπέβαλε Σέργιον, Πύρρον, Πέτρον καὶ Παῦλον τοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχας· Μακάριον (ἢ παρ’ ἄλλοις Μακρόβιον) τὸν Ἀντιοχείας· Κῦρον Ἀλεξανδρείας· Ὀνώριον τὸν Ῥώμης· Στέφανον καὶ Πολυχρόνιον, καὶ Θεόδωρον τὸν τῆς Φαρὰν Ἐπίσκοπον, καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, οἵτινες ἐδογμάτιζον ἀσεβῶς ἐπὶ Χριστοῦ, μίαν θέλησιν, καὶ μίαν ἐνέργειαν.

Ἐκ τούτου δὲ τοῦ πονηροῦ δόγματος, ἐκαταβίβαζον εἰς πάθος τὸ ἀπαθὲς τῆς Θεότητος, καὶ εἰς ἄλλας πολλὰς ἀτοπίας κατεκρημνίζοντο. Ἐδογμάτισε δὲ ἡ αὐτὴ Σύνοδος, νὰ φρονοῦμεν καὶ νὰ σεβώμεθα ἐπὶ Χριστοῦ, μίαν μὲν ὑπόστασιν τῆς Θεότητος καὶ τῆς ἀνθρωπότητος, δύω δὲ φυσικὰς θελήσεις καὶ ἐνεργείας. Καθότι καὶ αἱ δύω φύσεις ἐν τῷ ἑνὶ Χριστῷ, ἐφυλάχθησαν ἄτρεπτοι καὶ ἀσύγχυτοι. Καὶ ποτὲ μέν, ἡ μία φύσις, ποτὲ δὲ ἡ ἄλλη ἐπεδείξατο τὴν ἐδικήν της θέλησιν καὶ ἐνέργειαν. Ἡ δὲ τῶν Κανόνων ἔκδοσις, ἔγινεν ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ τοῦ ῥινοτμήτου, τοῦ υἱοῦ τοῦ Κωνσταντίνου τούτου. Καὶ ὅρα περὶ τούτου ἐν τῷ ἡμετέρῳ Κανονικῷ, σελ. 146.

(8) Ἐσφαλμένως δὲ γράφεται ἔν τε τῷ Μηναίῳ καὶ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ, ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος Πωγωνάτος ἦτον υἱὸς Ἰουστινιανοῦ τοῦ ῥινοτμήτου. Σημείωσαι, ὅτι ἡ Σύνοδος αὕτη ἑορτάζεται καὶ κατὰ τὴν δεκάτην ἕκτην τοῦ Ἰουλίου μετὰ τῶν ἄλλων πέντε Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

*

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πάπα.

Ἡδεῖτο Πάπας πρὸς τὰ στίγματα στένειν,
Βοηθὸν ἐγγὺς τὸν Θεὸν κεκτημένος.

Οὗτος ἦτον εἰς τοὺς χρόνους Μαξιμιανοῦ βασιλέως, καὶ Μάγνου ἡγεμόνος, πόλεως Λαράνδου τῆς ἐπαρχίας Λυκαόνων. Ὁ δὲ τρόπος τῆς μαρτυρίας αὐτοῦ, εἶναι ποικίλος καὶ πολυειδής. Διότι, ἔλαβε μέν, πληγὰς εἰς τὰ σιαγόνια, ὑπέφερε δέ, κρεμασμοὺς καὶ ξεσχισμοὺς ἀπὸ ὀνύχια σιδηρένια, ἔλαβε καρφώσεις ὑποδημάτων σιδηρῶν, καὶ ἀναγκάσθη νὰ τρέχῃ μὲ αὐτά. Καὶ ἔτζι μὲ τὰ τοιαῦτα βάσανα, παρέδωκεν ὁ μακάριος τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ (9).

(9) Ὁ Πάπας οὗτος φαίνεται νὰ ᾖναι ἄλλος ἀπὸ ἐκεῖνον, ὁποῦ ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην ἕκτην τοῦ Μαρτίου. Διατὶ ἐκεῖνος μέν, κρεμασθεὶς εἰς δένδρον ἄκαρπον, ἐτελειώθη. Οὗτος δέ, οὐδὲν τοιοῦτον ἔπαθεν.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεοκλῆς ξίφει τελειοῦται.

Πρὸς κλῆσιν ἥκει καὶ Θεοκλῆς τὴν ἄνω,
Ἔχων ὄχημα τὴν τομὴν τὴν ἐκ ξίφους.

*

Ὁ Ἅγιος Βαλεριανὸς τὸ νήπιον, ξίφει τελειοῦται.

Βαλεριανῷ τῷ μικρῷ Θεὸς μέγας,
Ἐν οὐρανῷ δέδωκε πάμμεγα στέφος.

*

Ὁ Ἅγιος νέος Ὁσιομάρτυς Μακάριος, ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτυρήσας κατὰ τὸ ἔτος ͵αφκζ΄ [1527], ὁ καὶ μαθητὴς χρηματίσας τοῦ Ἁγίου Νήφωνος τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, ξίφει τελειοῦται (10).

Μακάριος σὺ καὶ μακάρων εἰς τόπον,
Θανὼν ἀπῆλθες διὰ τοῦ μαρτυρίου.

(10) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

Η Ύψωσις του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού· Πλακίλλης βασιλίσσης, Πάπα, Θεοκλέους κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.