Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου14 Οκτωβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΔ’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ναζαρίου, Προτασίου, Γερβασίου (1) και Κελσίου.
Τον Ναζάριον και συνάθλους τρεις άμα,
Χριστώ προσήξε Ναζαρηνώ το ξίφος.
Συν τρισί Ναζάριος τμήθη δεκάτη γε τετάρτη.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Νέρωνος εν έτει νζ’ [57], και ωδηγήθησαν εις την του Χριστού πίστιν από τον Κορυφαίον των Αποστόλων Πέτρον. Ο δε Άγιος Ναζάριος κατά τον εικοστόν χρόνον της ηλικίας του, επεριπάτει εις όλας τας πόλεις της Ιταλίας και εκήρυττε τον Χριστόν. Και δια του κηρύγματός του επίστρεφε πολλούς εις την πίστιν του Χριστού. Ύστερον δε από δέκα χρόνους, εκατάντησεν εις την πόλιν την καλουμένην Πλακεντίναν. Εκεί δε αντάμωσε και τον Άγιον Προτάσιον και Γερβάσιον, οι οποίοι ήτον βαλμένοι μέσα εις την φυλακήν δια την του Χριστού πίστιν, από τον άρχοντα Ανούλιον. Όθεν και εκεί εκήρυττε τον Χριστόν. Εδιώχθη όμως δια τούτο έξω από την πόλιν, και από εκεί πηγαίνει εις πόλιν λεγομένην Κίμελιν. Εκεί δε ευρών τον Άγιον Κέλσιον τριών χρόνων παιδίον, επήρεν αυτόν από την μητέρα του.
Τούτο δε μαθών ο εκεί άρχων Δινοβάος, πιάνει τον Μάρτυρα και ρίπτει αυτόν εις την φυλακήν. Ελευθερωθείς δε από την φυλακήν, επήγεν ομού με τον Κέλσιον εις τας πόλεις του Τιβερίου, ευαγγελιζόμενος και κηρύττων την του Χριστού πίστιν. Όθεν πιάνεται από τον Νέρωνα, και δένεται με δεσμά. Και έτζι δίδοται φαγητόν εις τα θηρία. Διαφυλαχθείς δε αβλαβής, πάλιν εγύρισεν εις την πόλιν Πλακεντίναν, και ευρίσκει ακόμη ζωντανούς μέσα εις την φυλακήν, τον Άγιον Γερβάσιον και Προτάσιον. Από εκεί δε πέμπεται εις την Ρώμην από τον Ανούλιον. Και εκεί γίνεται αίτιος σωτηρίας εις τον πάππον του. Γυρίσας δε εις τα Μεδιόλανα, εκεί αποκεφαλίζεται μαζί με τον Άγιον Γερβάσιον, Προτάσιον και Κέλσιον, και μαζί και οι τέσσαρες απολαμβάνουσι του μαρτυρίου τον στέφανον. (Τον κατά πλάτος απλούν Βίον αυτών όρα εις τον Νέον Παράδεισον. Τον δε ελληνικόν Βίον αυτών συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Νέρωνος άρτι τα σκήπτρα διαδεξαμένου». Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις, και προ τούτων εν τη Λαύρα.)
(1) Σημείωσαι, ότι ο θείος Αμβρόσιος ο Μεδιολάνων γράφει εν επιστολή ογδοηκοστή πέμπτη αυτού, πως όταν ευρέθηκαν τα λείψανα των Αγίων τούτων Μαρτύρων, του Γερβασίου δηλαδή και Προτασίου, όλην εκείνην την νύκτα επέρασαν οι Χριστιανοί αγρυπνούντες με ψαλμούς και ωδάς πνευματικάς, εκ τούτου δε δείκνυται, ότι και οι παλαιοί Χριστιανοί ετέλουν αγρυπνίας, εις δόξαν Θεού, και εις τιμήν των Αγίων.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Κοσμά του ποιητού, Επισκόπου Μαϊουμά του Αγιοπολίτου, ήτοι του Ιεροσολυμίτου.
Απήλθε Κοσμάς ένθα πάσα τερπνότης,
Μέλη λιπών τέρποντα την Εκκλησίαν.
Ούτος ο Άγιος, όταν ήτον πολλά νέος, έμεινεν ορφανός. Όθεν δια την ορφανίαν, επήρεν αυτόν ο πατήρ του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, και τον έκαμεν υιόν του θετόν. Και λοιπόν είχεν αυτόν εις πολλήν πρόνοιαν και κηδεμονίαν (2). Επειδή δε ο πατήρ του Δαμασκηνού είχε πλούτον και δόξαν πολλήν, δια τούτο επήρεν εις τον οίκον του ένα πολυμαθή και σοφόν διδάσκαλον, αξίωμα έχοντα των ασηκριτών, και ονομαζόμενον και αυτόν Κοσμάν (3). Εις τούτον λοιπόν παρέδωκε και τον κατά φύσιν υιόν του Ιωάννην, και τον κατά θέσιν υιόν του τούτον Κοσμάν. Όθεν εδίδαξεν αυτούς εκείνος κάθε σοφίαν θείαν και ανθρωπίνην. Οίτινες με το να έτυχον φύσεως δεξιάς, έμαθον παρ’ εκείνου εις ολίγον καιρόν όλην την γραμματικήν και την φιλοσοφίαν. Προς τούτοις δε και αστρονομίαν, μουσικήν και γεωμετρίαν. Και εκ τούτου έγιναν εις όλους αιδέσιμοι και σεβάσμιοι. Έπειτα πηγαίνοντες και οι δύω εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα, έγιναν Μοναχοί.
Μετά ταύτα δε, ο μεν μακάριος Ιωάννης, εχειροτονήθη Πρεσβύτερος από τον Ιωάννην Πατριάρχην Ιεροσολύμων. Ο δε αοίδιμος Κοσμάς, πολλά παρακινηθείς από όλην την Σύνοδον του Ιεροσολύμων, έγινεν Επίσκοπος Μαϊουμά (η δε Μαϊουμά, ελέγετο Ανθηδών, πόλις τιμημένη με θρόνον Επισκόπου υπό τον Ιεροσολύμων κατά τον Μελέτιον, απέχουσα από την Ασκάλωνα οκτώ μίλια). Είναι δε δυνατόν να γνωρίση τινάς με την πείραν, οποίος μέγας και θαυμάσιος εστάθη κατά τον λόγον και την γνώσιν ο θείος ούτος Κοσμάς, εάν αναγνώση επιμελώς τους Κανόνας και τα τροπάρια, και τα άλλα συγγράμματα οπού εφιλοπόνησεν ο αοίδιμος. Καλώς λοιπόν και θεαρέστως ποιμάνας το ποίμνιόν του, και εις βοσκήν σωτηρίας αυτό οδηγήσας, φθάσας δε εις γήρας βαθύ προς Κύριον εξεδήμησεν. (Το ίδιον τούτο Συναξάριον όρα μεταφρασμένον εις τον Νέον Παράδεισον.)
(2) Σημείωσαι, ότι από εκείνα, οπού γράφει ο Ιεροσολύμων Ιωάννης εις τον Βίον Ιωάννου του Δαμασκηνού, πιθανόν φαίνεται, ότι και ο Δαμασκηνός, και ο συνομήλικός του θείος Κοσμάς ούτος, εγεννήθησαν προ του τέλους του εβδόμου αιώνος.
(3) Ούτος από την Ιταλίαν μεν, εκατάγετο. Και ίσως από την Σικελίαν. Λέγει γαρ ο Θεοφάνης, ότι επί της βασιλείας Κώνσταντος υιού Κωνσταντίνου και εγγόνου Ηρακλείου, ήτοι εν έτει 666, κατά τον χρονολόγον Βανδούρον, αιχμαλωτίσθη ένα μέρος της Σικελίας, και εκατοίκησαν εν Δαμασκώ θελήσει αυτών. Πολλοί δε τότε ήτον οι κατά την Σικελίαν μονάζοντες, από τους οποίους ήτον και ο Κοσμάς, ο αυτός δε ήτον και ιερωμένος. Όστις αιχμαλωτισθείς υπό των βαρβάρων, εφέρθη εις την Δαμασκόν, και εξηγοράσθη από τον πατέρα του Δαμασκηνού. (Όρα εις το όνομα Ιωάννης, εν τω β’ τόμω της Οκτατεύχου.)
*
Ο Άγιος Ευθύμιος ο Νέος ο εν Θεσσαλονίκη, ο υπέρ των αγίων εικόνων αγωνισάμενος, τελειούται (4).
(4) Τούτου ο Βίος σώζεται μεν εν τω πρώτω Πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, και εν τη Μεγίστη Λαύρα, συνεγράφη δε υπό Βασιλείου Επισκόπου Θεσσαλονίκης. Παρ’ άλλοις δε ούτος εορτάζεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Νοεμβρίου. Άρχεται δε ο Βίος αυτού ούτως· «Ο της ανθρωπίνης ουσίας γενεσιουργός».
Ευθυμίας ώκησας εν τόπω πάτερ,
Φερωνυμήσας, ώσπερ ην θέμις μάκαρ.
*
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Σιλβανός ο Γέρων ξίφει τελειούται.
Μετήλθεν αυχήν Σιλβανού τομόν ξίφος,
Καντεύθεν ώφθη Σιλβανός τομεύς πλάνης.
Ούτος ο Άγιος, εκατάγετο μεν από την χώραν της εν Παλαιστίνη Γάζας, ήτις και Κωνστάντεια ωνομάσθη. Ήτον δε άνθρωπος πράος και άκακος. Γηραλέος κατά την ηλικίαν. Στρατιώτης το πρότερον. Ύστερον δε δια την υψηλήν και καθαράν του ζωήν, έγινε Πρεσβύτερος της εν τη Γάζα Εκκλησίας. Ούτος λοιπόν παρασταθείς εις τον άπιστον λαόν των Καισαρέων, και ελέγξας αυτών την ασέβειαν, εδάρθη πικρώς, και κατεξεσχίσθη εις τας πλευράς. Έπειτα εκαταδικάσθη να δουλεύη εις τα μεταλλεία του χαλκώματος, τα ευρισκόμενα εις τόπους τους καλουμένους Ζωόρους. Εκεί δε ευρισκόμενος, γίνεται Επίσκοπος δια παρακινήσεως του εκεί λαού. Ύστερον δε από ολίγον καιρόν, κατεξηραμμένος ώντας, τόσον από το γηρατείον, όσον και από την ασθένειαν, απεκεφαλίσθη παρά των ειδωλολατρών. Και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον. Μαζί δε με αυτόν, απεκεφαλίσθησαν και άλλοι τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Από τους οποίους, άλλοι μεν, ήτον από την Αίγυπτον, άλλοι δε, από την Παλαιστίνην. (Το ίδιον τούτο Συναξάριον είναι μεταφρασμένον και εις τον Νέον Παράδεισον.)
*
Οι Άγιοι τεσσαράκοντα Μάρτυρες οι εξ Αιγύπτου και Παλαιστίνης, ξίφει τελειούνται.
Ήνεγκε διπλή Μαρτύρων εικάς ξίφος,
Αίγυπτος ους ήνεγκε και Παλαιστίνη.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Πέτρος ο Αυσελάμου, πυρί τελειούται.
Το πυρ υπελθών ενθέω ζήλω Πέτρος,
Το της πλάνης πυρ σβεννύει της δυσθέου.
Ούτος ήτον από τους τόπους της Ελευθερουπόλεως, εκ χωρίου καλουμένου Ανίας (ή Ανέα). Ανδρείος μεν κατά την ψυχήν, νέος δε ομού και δυνατός κατά το σώμα. Αφ’ ου δε εδοκίμασε πολλούς αγώνας δια την ευσέβειαν, και κατεφρόνησεν όλα τα επίγεια, τελευταίον έγινε θυσία και ολοκαύτωμα εις τον Χριστόν, κατά τον έκτον χρόνον της βασιλείας του Διοκλητιανού, ήτοι εν έτει σϞβ’ [292]. Δια πυρός γαρ τον του μαρτυρίου εκομίσατο στέφανον, αφ’ ου πρότερον έλαβε διάφορα βάσανα ο αοίδιμος. (Τούτο το ίδιον Συναξάριον είναι μεταφρασμένον και εις τον Νέον Παράδεισον.)
*
Μνήμη της Οσίας Μητρός ημών Παρασκευής της Νέας.
Παρασκευήν ως σκεύος εκλελεγμένον,
Χριστός τίθησιν εν ταμείω του πόλου.
Αύτη η Οσία νέα Παρασκευή, η μεγάλη αληθώς και περιβόητος εν γυναιξί, εγεννήθη εις ένα χωρίον της Θράκης, Επιβάται ονομαζόμενον, το οποίον ευρίσκεται κοντά εις την Σηλυβρίαν. Οι γονείς δε αυτής ήτον ευγενείς και ένδοξοι, έχοντες πλούτον και υποστατικά πάμπολλα. Περισσότερον δε ελάμπρυνεν αυτούς η ευσέβεια, και το να ονομάζωνται Χριστιανοί. Ούτοι λοιπόν γεννήσαντες την Αγίαν, πρώτον μεν εβάπτισαν αυτήν, έπειτα δε την εδίδαξαν κάθε αρετήν και κατά Θεόν κατάστασιν. Όταν δε η κόρη έγινε δέκα χρόνων, επήγε μαζί με την μητέρα της εις την Εκκλησίαν της Θεοτόκου και ήκουσε τα λόγια ταύτα του θείου Ευαγγελίου· «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν, και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Όθεν ευθύς οπού ευγήκεν από την Εκκλησίαν, απάντησεν ένα πτωχόν, και κρυφίως από την μητέρα της εκδυθείσα τα λαμπρά φορέματα οπού εφόρει, ένδυσε με αυτά τον πτωχόν. Αυτή δε πέρνουσα με μίαν σοφήν μέθοδον τα ευτελή ενδύματα του πτωχού, εφόρεσεν αυτά.
Όταν δε επήγεν εις τον οίκον των γονέων της, και εθεωρήθη ενδυμένη τα τοιαύτα πενιχρά φορέματα, πολλάς φοβέρας και δαρμούς έλαβεν από τους γονείς της, δια να μη κάμη ένα τοιούτον άλλην φοράν. Η δε μακαρία, δύω και τρεις φοραίς έκαμε το ίδιον, και ενέδυσε τους πτωχούς με τα εδικά της φορέματα, καταφρονούσα τους φοβερισμούς των γονέων της. Όθεν τούτου χάριν, πάλιν εδάρθη από τους γονείς της, και υβρίσθη και φοβερισμούς πολλούς έλαβεν. Έπειτα παραιτήσασα όλους, γονείς ομού και συγγενείς και δουλεύτρας, επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν, και απόλαυσε τα της Κωνσταντινουπόλεως πνευματικά καλά, ήτοι τας εν αυτή ωραίας Εκκλησίας, τα των Αγίων τίμια λείψανα, και τας ευχάς και ευλογίας των εν Κωνσταντινουπόλει αγίων ανδρών. Και έτζι ευγήκε μεν από εκεί, και επήγεν εις την αντικρύ Χαλκηδόνα. Από την Χαλκηδόνα δε πάλιν, επήγεν εις την εν τη Μαύρη Θαλάσση Ηράκλειαν. Και οι μεν γονείς της εζήτουν την Αγίαν από τόπον εις τόπον, και από πόλιν εις πόλιν, και μη ευρόντες αυτήν εγύρισαν άπρακτοι και λυπηροί εις τον οίκον τους. Η δε Οσία ευρούσα εις την Ηράκλειαν ένα Ναόν της Θεοτόκου, εμβήκεν εις αυτόν με πνευματικήν αγαλλίασιν. Και πεσούσα κατά γης, και το έδαφος βρέξασα με τα δάκρυά της, εκεί διέμεινε χρόνους ολοκλήρους πέντε, κάθε είδος αρετής μεταχειριζομένη η μακαρία, ήγουν προσευχάς, αγρυπνίας, στάσεις ολονυκτίους, νηστείας συνεχείς, στεναγμούς, δάκρυα, χαμαικοιτίας. Τις δε να διηγηθή την καθαρότητα της καρδίας της; ή τις να παραστήση την ταπείνωσιν του ήθους και φρονήματός της; Επειδή δε επόθει η Οσία να ιστορήση τα Ιεροσόλυμα, και υπέρ τούτου παρεκάλει την Θεοτόκον: δια τούτο ευγαίνουσα από τον Ναόν εκείνον, επήγεν εις τους ποθουμένους τόπους των Ιεροσολύμων.
Αφ’ ου λοιπόν απόλαυσε την αγιότητα των σεβασμίων τόπων, τους οποίους οι άχραντοι πόδες του Κυρίου περιεπάτησαν, επέταξεν από εκεί ωσάν πουλίον, και επήγεν εις την έρημον του Ιορδάνου. Εκεί δε ευρίσκει ένα Μοναστήριον μοναζουσών γυναικών, μέσα εις το οποίον συναριθμεί και αυτή τον εαυτόν της. Όσους δε αγώνας εκεί εκατόρθωσεν η Αγία, δια μέσου των οποίων τελείως ενίκησε τον Διάβολον, οπού επολέμησεν αυτήν με διαφόρους πολέμους και πειρασμούς· τούτους, λέγω, δεν είναι δυνατόν να περιγράψη τινάς όλους. Όθεν ολίγα τινά εκ των πολλών, χάριν ενθυμήσεως, κοντά εις τα προειρημένα συνάπτομεν. Εις το Μοναστήριον εκείνο ευρισκομένη η μακαρία, ποτόν της είχε το νερόν των πηγών, και αυτό πολλά ολίγον. Στρωμνήν είχεν ένα ψιάθιον. Φόρεμα δε, ένα υποκαμισάκι, και αυτό πενιχρότατον. Ο ψαλμός και ύμνος αδιάλειπτος ευρίσκετο εις τα χείλη της. Τα δάκρυα έτρεχον πάντοτε από τους οφθαλμούς της. Επάνω δε εις όλα αυτά ήνθει εν τη καρδία της η προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπη. Η δε κορυφή των αρετών της Οσίας ήτον η ταπεινοφροσύνη.
Μείνασα λοιπόν αύτη εις το Μοναστήριον εκείνο χρόνους πολλούς, όταν ήτον χρόνων εικοσιπέντε, ανεχώρησεν από εκεί και επήγεν εις την Ιόπην, ήτοι εις το νυν λεγόμενον Ιάφα, και εμβαίνουσα εις καΐκιον, επήγεν εις την πατρίδα της, αφ’ ου πρότερον εδοκίμασε φορτούνας πολλάς εις την θάλασσαν. Από εκεί δε, επήγε πάλιν εις την Κωνσταντινούπολιν. Και αφ’ ου απόλαυσε πάλιν τα εκείσε πνευματικά καλά, ανεχώρησεν εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Καλλικράτειαν. Και εις τον εκεί Ναόν των Αγίων Αποστόλων προσμένει δύω ολοκλήρους χρόνους. Εκεί ουν η μακαρία ευρισκομένη, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν της εις χείρας Αγγέλων. Και δι’ αυτών ανήλθεν εις τας αιωνίους σκηνάς.
Αφ’ ου δε επέρασαν χρόνοι πολλοί, ένας Χριστιανός εν κακίαις την ζωήν του διαπεράσας, απέθανε και ενταφιάσθη κοντά εις τον τάφον της Οσίας. Η δε Αγία φανείσα εις τον ύπνον ενός ανδρός Μοναχού θεοφιλούς, τας βρωμεράς, του είπε, σάρκας, σήκωσον από εδώ, και μάκρυνον από λόγου μου. Επειδή εγώ είμαι φως και ήλιος. Και δια τούτο δεν δύναμαι να υποφέρω κοντά μου το σκότος και την δυσωδίαν. Τούτο δε εποίησεν η Αγία δύω και τρεις φοραίς, φοβερίζουσα βαρέως τον Μοναχόν, και δείχνουσα τον τόπον με το ίδιόν της δάκτυλον, και εξ ονόματος αυτόν ονομάζουσα. Εξυπνήσας δε ο Μοναχός, φανερόνοι το όραμα εις τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς. Οίτινες συναχθέντες, έσκαψαν την γην. Και πλησιάσαντες κοντά εις το λείψανον της Οσίας, εγέμισαν από ευωδίαν πνευματικήν. Όθεν ευρόντες το λείψανον αυτής σώον και ολόκληρον, εσήκωσαν αυτό με πολλήν ευλάβειαν, και το έφερον εις τον θείον Ναόν των Αγίων Αποστόλων, με μύρα και θυμιάματα, και με ύμνους και ψαλμωδίας. Όσα δε θαύματα από τότε έως τώρα ενήργησε, και ενεργεί δια μέσου του αυτής λειψάνου ο των θαυμασίων Θεός, δύσκολον είναι να τα γράψη τινάς. Διότι αυτό ιατρεύει χωλούς, κωφούς, παραλυτικούς, μισερούς, και κάθε άλλο πάθος και είδος θανατηφόρου ασθενείας. Το δε ιερόν αυτής και χαριτόβρυτον λείψανον, ευρίσκετο μεν πρότερον εις το Βελιγράδιον το υπό των Σέρβων εξουσιαζόμενον. Όταν δε το Βελιγράδιον εκυριεύθη από τους Αγαρηνούς, τότε και το άγιον αυτό λείψανον εφέρθη από αυτούς εις την Κωνσταντινούπολιν. Από δε την Κωνσταντινούπολιν εφέρθη εις το Γιάσιον της Μολδαβίας με τοιούτον τρόπον.
Εις τον καιρόν του Πατριάρχου Παρθενίου του Γέροντος (5), και Βασιλείου ηγεμόνος της Μολδοβλαχίας εν έτει ͵αχμα’ [1641], υπέπεσεν εις χρέος βαρύτατον το Πατριαρχείον της Κωνσταντινουπόλεως. Όθεν ο ρηθείς ηγεμών, έδωκεν άσπρα εις τον Πατριάρχην Παρθένιον με συμφωνίαν, δια να τω δώση το λείψανον της Αγίας. Ο δε Πατριάρχης ταύτα λαβών, δια να πληρώση το χρέος του Πατριαρχείου, εκρέμασεν από το τειχόκαστρον του Φαναρίου το άγιον λείψανον, και το έπεμψε κρυφίως εις το Γιάσιον. Εφοβείτο γαρ να το πέμψη φανερώς. Και ούτως αυτό απετέθη εις το Μοναστήριον των Τριών Ιεραρχών. Και εκεί ευρίσκεται έως του νυν, θαύματα πάμπολλα ενεργούν, εις δόξαν Θεού, και εις τιμήν της Αγίας (6). (Όρα εις τον γ’ τομ. του Μελετίου, σελ. 450).
(5) Ο δε Δοσίθεος, σελ. 1175, λέγει ότι ο Παρθένιος ούτος, δεν ήτον ο Γέρων, ο εν έτει ͵αχλθ’ [1639] πατριαρχεύσας. Αλλά ο νέος, ο πατριαρχεύσας εν έτει ͵αχμδ’ [1644], όστις και Γολιάθ επωνομάζετο.
(6) Η ασματική Ακολουθία της Αγίας ταύτης ευρίσκεται τετυπωμένη εν πολλοίς Ανθολογίοις και εν ιδιαζούση φυλλάδι, την οποίαν συνέγραψε Μελέτιος ο Συρίγου, ως εν αυτή σημειούται. Το δε Συναξάριον αυτής, συνέγραψεν Ευθύμιος ο Αρχιεπίσκοπος Τορνόβου, όστις συνέγραψε και τον Βίον του Οσίου Ιωάννου του κτίτορος της Μονής Ρίλας, ως τούτο αναφέρεται εν τω σλαβονικώ Συναξαριστή.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΔ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ναζαρίου, Προτασίου, Γερβασίου (1) καὶ Κελσίου.
Τὸν Ναζάριον καὶ συνάθλους τρεῖς ἅμα,
Χριστῷ προσῆξε Ναζαρηνῷ τὸ ξίφος.
Σὺν τρισὶ Ναζάριος τμήθη δεκάτῃ γε τετάρτῃ.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Νέρωνος ἐν ἔτει νζ΄ [57], καὶ ὡδηγήθησαν εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν ἀπὸ τὸν Κορυφαῖον τῶν Ἀποστόλων Πέτρον. Ὁ δὲ Ἅγιος Ναζάριος κατὰ τὸν εἰκοστὸν χρόνον τῆς ἡλικίας του, ἐπεριπάτει εἰς ὅλας τὰς πόλεις τῆς Ἰταλίας καὶ ἐκήρυττε τὸν Χριστόν. Καὶ διὰ τοῦ κηρύγματός του ἐπίστρεφε πολλοὺς εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ὕστερον δὲ ἀπὸ δέκα χρόνους, ἐκατάντησεν εἰς τὴν πόλιν τὴν καλουμένην Πλακεντίναν. Ἐκεῖ δὲ ἀντάμωσε καὶ τὸν Ἅγιον Προτάσιον καὶ Γερβάσιον, οἱ ὁποῖοι ἦτον βαλμένοι μέσα εἰς τὴν φυλακὴν διὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, ἀπὸ τὸν ἄρχοντα Ἀνούλιον. Ὅθεν καὶ ἐκεῖ ἐκήρυττε τὸν Χριστόν. Ἐδιώχθη ὅμως διὰ τοῦτο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πηγαίνει εἰς πόλιν λεγομένην Κίμελιν. Ἐκεῖ δὲ εὑρὼν τὸν Ἅγιον Κέλσιον τριῶν χρόνων παιδίον, ἐπῆρεν αὐτὸν ἀπὸ τὴν μητέρα του.
Τοῦτο δὲ μαθὼν ὁ ἐκεῖ ἄρχων Δινοβάος, πιάνει τὸν Μάρτυρα καὶ ῥίπτει αὐτὸν εἰς τὴν φυλακήν. Ἐλευθερωθεὶς δὲ ἀπὸ τὴν φυλακήν, ἐπῆγεν ὁμοῦ μὲ τὸν Κέλσιον εἰς τὰς πόλεις τοῦ Τιβερίου, εὐαγγελιζόμενος καὶ κηρύττων τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν. Ὅθεν πιάνεται ἀπὸ τὸν Νέρωνα, καὶ δένεται μὲ δεσμά. Καὶ ἔτζι δίδοται φαγητὸν εἰς τὰ θηρία. Διαφυλαχθεὶς δὲ ἀβλαβής, πάλιν ἐγύρισεν εἰς τὴν πόλιν Πλακεντίναν, καὶ εὑρίσκει ἀκόμη ζωντανοὺς μέσα εἰς τὴν φυλακήν, τὸν Ἅγιον Γερβάσιον καὶ Προτάσιον. Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ πέμπεται εἰς τὴν Ῥώμην ἀπὸ τὸν Ἀνούλιον. Καὶ ἐκεῖ γίνεται αἴτιος σωτηρίας εἰς τὸν πάππον του. Γυρίσας δὲ εἰς τὰ Μεδιόλανα, ἐκεῖ ἀποκεφαλίζεται μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιον Γερβάσιον, Προτάσιον καὶ Κέλσιον, καὶ μαζὶ καὶ οἱ τέσσαρες ἀπολαμβάνουσι τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. (Τὸν κατὰ πλάτος ἁπλοῦν Βίον αὐτῶν ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον. Τὸν δὲ ἑλληνικὸν Βίον αὐτῶν συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Νέρωνος ἄρτι τὰ σκῆπτρα διαδεξαμένου». Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, καὶ πρὸ τούτων ἐν τῇ Λαύρᾳ.)
(1) Σημείωσαι, ὅτι ὁ θεῖος Ἀμβρόσιος ὁ Μεδιολάνων γράφει ἐν ἐπιστολῇ ὀγδοηκοστῇ πέμπτῃ αὑτοῦ, πῶς ὅταν εὑρέθηκαν τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων τούτων Μαρτύρων, τοῦ Γερβασίου δηλαδὴ καὶ Προτασίου, ὅλην ἐκείνην τὴν νύκτα ἐπέρασαν οἱ Χριστιανοὶ ἀγρυπνοῦντες μὲ ψαλμοὺς καὶ ᾠδὰς πνευματικάς, ἐκ τούτου δὲ δείκνυται, ὅτι καὶ οἱ παλαιοὶ Χριστιανοὶ ἐτέλουν ἀγρυπνίας, εἰς δόξαν Θεοῦ, καὶ εἰς τιμὴν τῶν Ἁγίων.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Κοσμᾶ τοῦ ποιητοῦ, Ἐπισκόπου Μαϊουμᾶ τοῦ Ἁγιοπολίτου, ἤτοι τοῦ Ἱεροσολυμίτου.
Ἀπῆλθε Κοσμᾶς ἔνθα πᾶσα τερπνότης,
Μέλη λιπὼν τέρποντα τὴν Ἐκκλησίαν.
Οὗτος ὁ Ἅγιος, ὅταν ἦτον πολλὰ νέος, ἔμεινεν ὀρφανός. Ὅθεν διὰ τὴν ὀρφανίαν, ἐπῆρεν αὐτὸν ὁ πατὴρ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, καὶ τὸν ἔκαμεν υἱόν του θετόν. Καὶ λοιπὸν εἶχεν αὐτὸν εἰς πολλὴν πρόνοιαν καὶ κηδεμονίαν (2). Ἐπειδὴ δὲ ὁ πατὴρ τοῦ Δαμασκηνοῦ εἶχε πλοῦτον καὶ δόξαν πολλήν, διὰ τοῦτο ἐπῆρεν εἰς τὸν οἶκόν του ἕνα πολυμαθῆ καὶ σοφὸν διδάσκαλον, ἀξίωμα ἔχοντα τῶν ἀσηκριτῶν, καὶ ὀνομαζόμενον καὶ αὐτὸν Κοσμᾶν (3). Εἰς τοῦτον λοιπὸν παρέδωκε καὶ τὸν κατὰ φύσιν υἱόν του Ἰωάννην, καὶ τὸν κατὰ θέσιν υἱόν του τοῦτον Κοσμᾶν. Ὅθεν ἐδίδαξεν αὐτοὺς ἐκεῖνος κάθε σοφίαν θείαν καὶ ἀνθρωπίνην. Οἵτινες μὲ τὸ νὰ ἔτυχον φύσεως δεξιᾶς, ἔμαθον παρ’ ἐκείνου εἰς ὀλίγον καιρὸν ὅλην τὴν γραμματικὴν καὶ τὴν φιλοσοφίαν. Πρὸς τούτοις δὲ καὶ ἀστρονομίαν, μουσικὴν καὶ γεωμετρίαν. Καὶ ἐκ τούτου ἔγιναν εἰς ὅλους αἰδέσιμοι καὶ σεβάσμιοι. Ἔπειτα πηγαίνοντες καὶ οἱ δύω εἰς τὴν Λαύραν τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἔγιναν Μοναχοί.
Μετὰ ταῦτα δέ, ὁ μὲν μακάριος Ἰωάννης, ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἰωάννην Πατριάρχην Ἱεροσολύμων. Ὁ δὲ ἀοίδιμος Κοσμᾶς, πολλὰ παρακινηθεὶς ἀπὸ ὅλην τὴν Σύνοδον τοῦ Ἱεροσολύμων, ἔγινεν Ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ (ἡ δὲ Μαϊουμᾶ, ἐλέγετο Ἀνθηδών, πόλις τιμημένη μὲ θρόνον Ἐπισκόπου ὑπὸ τὸν Ἱεροσολύμων κατὰ τὸν Μελέτιον, ἀπέχουσα ἀπὸ τὴν Ἀσκάλωνα ὀκτὼ μίλια). Εἶναι δὲ δυνατὸν νὰ γνωρίσῃ τινὰς μὲ τὴν πεῖραν, ὁποῖος μέγας καὶ θαυμάσιος ἐστάθη κατὰ τὸν λόγον καὶ τὴν γνῶσιν ὁ θεῖος οὗτος Κοσμᾶς, ἐὰν ἀναγνώσῃ ἐπιμελῶς τοὺς Κανόνας καὶ τὰ τροπάρια, καὶ τὰ ἄλλα συγγράμματα ὁποῦ ἐφιλοπόνησεν ὁ ἀοίδιμος. Καλῶς λοιπὸν καὶ θεαρέστως ποιμάνας τὸ ποίμνιόν του, καὶ εἰς βοσκὴν σωτηρίας αὐτὸ ὁδηγήσας, φθάσας δὲ εἰς γῆρας βαθὺ πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν. (Τὸ ἴδιον τοῦτο Συναξάριον ὅρα μεταφρασμένον εἰς τὸν Νέον Παράδεισον.)
(2) Σημείωσαι, ὅτι ἀπὸ ἐκεῖνα, ὁποῦ γράφει ὁ Ἱεροσολύμων Ἰωάννης εἰς τὸν Βίον Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, πιθανὸν φαίνεται, ὅτι καὶ ὁ Δαμασκηνός, καὶ ὁ συνομήλικός του θεῖος Κοσμᾶς οὗτος, ἐγεννήθησαν πρὸ τοῦ τέλους τοῦ ἑβδόμου αἰῶνος.
(3) Οὗτος ἀπὸ τὴν Ἰταλίαν μέν, ἐκατάγετο. Καὶ ἴσως ἀπὸ τὴν Σικελίαν. Λέγει γὰρ ὁ Θεοφάνης, ὅτι ἐπὶ τῆς βασιλείας Κώνσταντος υἱοῦ Κωνσταντίνου καὶ ἐγγόνου Ἡρακλείου, ἤτοι ἐν ἔτει 666, κατὰ τὸν χρονολόγον Βανδοῦρον, αἰχμαλωτίσθη ἕνα μέρος τῆς Σικελίας, καὶ ἐκατοίκησαν ἐν Δαμασκῷ θελήσει αὑτῶν. Πολλοὶ δὲ τότε ἦτον οἱ κατὰ τὴν Σικελίαν μονάζοντες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦτον καὶ ὁ Κοσμᾶς, ὁ αὐτὸς δὲ ἦτον καὶ ἱερωμένος. Ὅστις αἰχμαλωτισθεὶς ὑπὸ τῶν βαρβάρων, ἐφέρθη εἰς τὴν Δαμασκόν, καὶ ἐξηγοράσθη ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ Δαμασκηνοῦ. (Ὅρα εἰς τὸ ὄνομα Ἰωάννης, ἐν τῷ β΄ τόμῳ τῆς Ὀκτατεύχου.)
*
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Νέος ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ, ὁ ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων ἀγωνισάμενος, τελειοῦται (4).
Εὐθυμίας ᾤκησας ἐν τόπῳ πάτερ,
Φερωνυμήσας, ὥσπερ ἦν θέμις μάκαρ.
(4) Τούτου ὁ Βίος σῴζεται μὲν ἐν τῷ πρώτῳ Πανηγυρικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου, καὶ ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, συνεγράφη δὲ ὑπὸ Βασιλείου Ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης. Παρ’ ἄλλοις δὲ οὗτος ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην τοῦ Νοεμβρίου. Ἄρχεται δὲ ὁ Βίος αὐτοῦ οὕτως· «Ὁ τῆς ἀνθρωπίνης οὐσίας γενεσιουργός».
*
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Σιλβανὸς ὁ Γέρων ξίφει τελειοῦται.
Μετῆλθεν αὐχὴν Σιλβανοῦ τομὸν ξίφος,
Κᾀντεῦθεν ὤφθη Σιλβανὸς τομεὺς πλάνης.
Οὗτος ὁ Ἅγιος, ἐκατάγετο μὲν ἀπὸ τὴν χώραν τῆς ἐν Παλαιστίνῃ Γάζας, ἥτις καὶ Κωνστάντεια ὠνομάσθη. Ἦτον δὲ ἄνθρωπος πρᾷος καὶ ἄκακος. Γηραλέος κατὰ τὴν ἡλικίαν. Στρατιώτης τὸ πρότερον. Ὕστερον δὲ διὰ τὴν ὑψηλὴν καὶ καθαράν του ζωήν, ἔγινε Πρεσβύτερος τῆς ἐν τῇ Γάζᾳ Ἐκκλησίας. Οὗτος λοιπὸν παρασταθεὶς εἰς τὸν ἄπιστον λαὸν τῶν Καισαρέων, καὶ ἐλέγξας αὐτῶν τὴν ἀσέβειαν, ἐδάρθη πικρῶς, καὶ κατεξεσχίσθη εἰς τὰς πλευράς. Ἔπειτα ἐκαταδικάσθη νὰ δουλεύῃ εἰς τὰ μεταλλεῖα τοῦ χαλκώματος, τὰ εὑρισκόμενα εἰς τόπους τοὺς καλουμένους Ζωόρους. Ἐκεῖ δὲ εὑρισκόμενος, γίνεται Ἐπίσκοπος διὰ παρακινήσεως τοῦ ἐκεῖ λαοῦ. Ὕστερον δὲ ἀπὸ ὀλίγον καιρόν, κατεξηραμμένος ὤντας, τόσον ἀπὸ τὸ γηρατεῖον, ὅσον καὶ ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν, ἀπεκεφαλίσθη παρὰ τῶν εἰδωλολατρῶν. Καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ ἀοίδιμος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Μαζὶ δὲ μὲ αὐτόν, ἀπεκεφαλίσθησαν καὶ ἄλλοι τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Ἀπὸ τοὺς ὁποίους, ἄλλοι μέν, ἦτον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἄλλοι δέ, ἀπὸ τὴν Παλαιστίνην. (Τὸ ἴδιον τοῦτο Συναξάριον εἶναι μεταφρασμένον καὶ εἰς τὸν Νέον Παράδεισον.)
*
Οἱ Ἅγιοι τεσσαράκοντα Μάρτυρες οἱ ἐξ Αἰγύπτου καὶ Παλαιστίνης, ξίφει τελειοῦνται.
Ἤνεγκε διπλῆ Μαρτύρων εἰκὰς ξίφος,
Αἴγυπτος οὓς ἤνεγκε καὶ Παλαιστίνη.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πέτρος ὁ Αὐσελάμου, πυρὶ τελειοῦται.
Τὸ πῦρ ὑπελθὼν ἐνθέῳ ζήλῳ Πέτρος,
Τὸ τῆς πλάνης πῦρ σβεννύει τῆς δυσθέου.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τοὺς τόπους τῆς Ἐλευθερουπόλεως, ἐκ χωρίου καλουμένου Ἀνίας (ἢ Ἀνέα). Ἀνδρεῖος μὲν κατὰ τὴν ψυχήν, νέος δὲ ὁμοῦ καὶ δυνατὸς κατὰ τὸ σῶμα. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐδοκίμασε πολλοὺς ἀγῶνας διὰ τὴν εὐσέβειαν, καὶ κατεφρόνησεν ὅλα τὰ ἐπίγεια, τελευταῖον ἔγινε θυσία καὶ ὁλοκαύτωμα εἰς τὸν Χριστόν, κατὰ τὸν ἕκτον χρόνον τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἤτοι ἐν ἔτει σϞβ΄ [292]. Διὰ πυρὸς γὰρ τὸν τοῦ μαρτυρίου ἐκομίσατο στέφανον, ἀφ’ οὗ πρότερον ἔλαβε διάφορα βάσανα ὁ ἀοίδιμος. (Τοῦτο τὸ ἴδιον Συναξάριον εἶναι μεταφρασμένον καὶ εἰς τὸν Νέον Παράδεισον.)
*
Μνήμη τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν Παρασκευῆς τῆς Νέας.
Παρασκευὴν ὡς σκεῦος ἐκλελεγμένον,
Χριστὸς τίθησιν ἐν ταμείῳ τοῦ πόλου.
Αὕτη ἡ Ὁσία νέα Παρασκευή, ἡ μεγάλη ἀληθῶς καὶ περιβόητος ἐν γυναιξί, ἐγεννήθη εἰς ἕνα χωρίον τῆς Θρᾴκης, Ἐπιβάται ὀνομαζόμενον, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται κοντὰ εἰς τὴν Σηλυβρίαν. Οἱ γονεῖς δὲ αὐτῆς ἦτον εὐγενεῖς καὶ ἔνδοξοι, ἔχοντες πλοῦτον καὶ ὑποστατικὰ πάμπολλα. Περισσότερον δὲ ἐλάμπρυνεν αὐτοὺς ἡ εὐσέβεια, καὶ τὸ νὰ ὀνομάζωνται Χριστιανοί. Οὗτοι λοιπὸν γεννήσαντες τὴν Ἁγίαν, πρῶτον μὲν ἐβάπτισαν αὐτήν, ἔπειτα δὲ τὴν ἐδίδαξαν κάθε ἀρετὴν καὶ κατὰ Θεὸν κατάστασιν. Ὅταν δὲ ἡ κόρη ἔγινε δέκα χρόνων, ἐπῆγε μαζὶ μὲ τὴν μητέρα της εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Θεοτόκου καὶ ἤκουσε τὰ λόγια ταῦτα τοῦ θείου Εὐαγγελίου· «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν, καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὑτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι». Ὅθεν εὐθὺς ὁποῦ εὐγῆκεν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, ἀπάντησεν ἕνα πτωχόν, καὶ κρυφίως ἀπὸ τὴν μητέρα της ἐκδυθεῖσα τὰ λαμπρὰ φορέματα ὁποῦ ἐφόρει, ἔνδυσε μὲ αὐτὰ τὸν πτωχόν. Αὐτὴ δὲ πέρνουσα μὲ μίαν σοφὴν μέθοδον τὰ εὐτελῆ ἐνδύματα τοῦ πτωχοῦ, ἐφόρεσεν αὐτά.
Ὅταν δὲ ἐπῆγεν εἰς τὸν οἶκον τῶν γονέων της, καὶ ἐθεωρήθη ἐνδυμένη τὰ τοιαῦτα πενιχρὰ φορέματα, πολλὰς φοβέρας καὶ δαρμοὺς ἔλαβεν ἀπὸ τοὺς γονεῖς της, διὰ νὰ μὴ κάμῃ ἕνα τοιοῦτον ἄλλην φοράν. Ἡ δὲ μακαρία, δύω καὶ τρεῖς φοραῖς ἔκαμε τὸ ἴδιον, καὶ ἐνέδυσε τοὺς πτωχοὺς μὲ τὰ ἐδικά της φορέματα, καταφρονοῦσα τοὺς φοβερισμοὺς τῶν γονέων της. Ὅθεν τούτου χάριν, πάλιν ἐδάρθη ἀπὸ τοὺς γονεῖς της, καὶ ὑβρίσθη καὶ φοβερισμοὺς πολλοὺς ἔλαβεν. Ἔπειτα παραιτήσασα ὅλους, γονεῖς ὁμοῦ καὶ συγγενεῖς καὶ δουλεύτρας, ἐπῆγεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἀπόλαυσε τὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως πνευματικὰ καλά, ἤτοι τὰς ἐν αὐτῇ ὡραίας Ἐκκλησίας, τὰ τῶν Ἁγίων τίμια λείψανα, καὶ τὰς εὐχὰς καὶ εὐλογίας τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἁγίων ἀνδρῶν. Καὶ ἔτζι εὐγῆκε μὲν ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν ἀντικρὺ Χαλκηδόνα. Ἀπὸ τὴν Χαλκηδόνα δὲ πάλιν, ἐπῆγεν εἰς τὴν ἐν τῇ Μαύρῃ Θαλάσσῃ Ἡράκλειαν. Καὶ οἱ μὲν γονεῖς της ἐζήτουν τὴν Ἁγίαν ἀπὸ τόπον εἰς τόπον, καὶ ἀπὸ πόλιν εἰς πόλιν, καὶ μὴ εὑρόντες αὐτὴν ἐγύρισαν ἄπρακτοι καὶ λυπηροὶ εἰς τὸν οἶκόν τους. Ἡ δὲ Ὁσία εὑροῦσα εἰς τὴν Ἡράκλειαν ἕνα Ναὸν τῆς Θεοτόκου, ἐμβῆκεν εἰς αὐτὸν μὲ πνευματικὴν ἀγαλλίασιν. Καὶ πεσοῦσα κατὰ γῆς, καὶ τὸ ἔδαφος βρέξασα μὲ τὰ δάκρυά της, ἐκεῖ διέμεινε χρόνους ὁλοκλήρους πέντε, κάθε εἶδος ἀρετῆς μεταχειριζομένη ἡ μακαρία, ἤγουν προσευχάς, ἀγρυπνίας, στάσεις ὁλονυκτίους, νηστείας συνεχεῖς, στεναγμούς, δάκρυα, χαμαικοιτίας. Τίς δὲ νὰ διηγηθῇ τὴν καθαρότητα τῆς καρδίας της; ἢ τίς νὰ παραστήσῃ τὴν ταπείνωσιν τοῦ ἤθους καὶ φρονήματός της; Ἐπειδὴ δὲ ἐπόθει ἡ Ὁσία νὰ ἱστορήσῃ τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ ὑπὲρ τούτου παρεκάλει τὴν Θεοτόκον: διὰ τοῦτο εὐγαίνουσα ἀπὸ τὸν Ναὸν ἐκεῖνον, ἐπῆγεν εἰς τοὺς ποθουμένους τόπους τῶν Ἱεροσολύμων.
Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἀπόλαυσε τὴν ἁγιότητα τῶν σεβασμίων τόπων, τοὺς ὁποίους οἱ ἄχραντοι πόδες τοῦ Κυρίου περιεπάτησαν, ἐπέταξεν ἀπὸ ἐκεῖ ὡσὰν πουλίον, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου. Ἐκεῖ δὲ εὑρίσκει ἕνα Μοναστήριον μοναζουσῶν γυναικῶν, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον συναριθμεῖ καὶ αὐτὴ τὸν ἑαυτόν της. Ὅσους δὲ ἀγῶνας ἐκεῖ ἐκατόρθωσεν ἡ Ἁγία, διὰ μέσου τῶν ὁποίων τελείως ἐνίκησε τὸν Διάβολον, ὁποῦ ἐπολέμησεν αὐτὴν μὲ διαφόρους πολέμους καὶ πειρασμούς· τούτους, λέγω, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περιγράψῃ τινὰς ὅλους. Ὅθεν ὀλίγα τινὰ ἐκ τῶν πολλῶν, χάριν ἐνθυμήσεως, κοντὰ εἰς τὰ προειρημένα συνάπτομεν. Εἰς τὸ Μοναστήριον ἐκεῖνο εὑρισκομένη ἡ μακαρία, ποτόν της εἶχε τὸ νερὸν τῶν πηγῶν, καὶ αὐτὸ πολλὰ ὀλίγον. Στρωμνὴν εἶχεν ἕνα ψιάθιον. Φόρεμα δέ, ἕνα ὑποκαμισάκι, καὶ αὐτὸ πενιχρότατον. Ὁ ψαλμὸς καὶ ὕμνος ἀδιάλειπτος εὑρίσκετο εἰς τὰ χείλη της. Τὰ δάκρυα ἔτρεχον πάντοτε ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς της. Ἐπάνω δὲ εἰς ὅλα αὐτὰ ἤνθει ἐν τῇ καρδίᾳ της ἡ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον ἀγάπη. Ἡ δὲ κορυφὴ τῶν ἀρετῶν τῆς Ὁσίας ἦτον ἡ ταπεινοφροσύνη.
Μείνασα λοιπὸν αὕτη εἰς τὸ Μοναστήριον ἐκεῖνο χρόνους πολλούς, ὅταν ἦτον χρόνων εἰκοσιπέντε, ἀνεχώρησεν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἰόπην, ἤτοι εἰς τὸ νῦν λεγόμενον Ἰάφα, καὶ ἐμβαίνουσα εἰς καΐκιον, ἐπῆγεν εἰς τὴν πατρίδα της, ἀφ’ οὗ πρότερον ἐδοκίμασε φορτούνας πολλὰς εἰς τὴν θάλασσαν. Ἀπὸ ἐκεῖ δέ, ἐπῆγε πάλιν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Καὶ ἀφ’ οὗ ἀπόλαυσε πάλιν τὰ ἐκεῖσε πνευματικὰ καλά, ἀνεχώρησεν εἰς ἕνα χωρίον ὀνομαζόμενον Καλλικράτειαν. Καὶ εἰς τὸν ἐκεῖ Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων προσμένει δύω ὁλοκλήρους χρόνους. Ἐκεῖ οὖν ἡ μακαρία εὑρισκομένη, παρέδωκε τὴν ἁγίαν ψυχήν της εἰς χεῖρας Ἀγγέλων. Καὶ δι’ αὐτῶν ἀνῆλθεν εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς.
Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν χρόνοι πολλοί, ἕνας Χριστιανὸς ἐν κακίαις τὴν ζωήν του διαπεράσας, ἀπέθανε καὶ ἐνταφιάσθη κοντὰ εἰς τὸν τάφον τῆς Ὁσίας. Ἡ δὲ Ἁγία φανεῖσα εἰς τὸν ὕπνον ἑνὸς ἀνδρὸς Μοναχοῦ θεοφιλοῦς, τὰς βρωμεράς, τοῦ εἶπε, σάρκας, σήκωσον ἀπὸ ἐδῶ, καὶ μάκρυνον ἀπὸ λόγου μου. Ἐπειδὴ ἐγὼ εἶμαι φῶς καὶ ἥλιος. Καὶ διὰ τοῦτο δὲν δύναμαι νὰ ὑποφέρω κοντά μου τὸ σκότος καὶ τὴν δυσωδίαν. Τοῦτο δὲ ἐποίησεν ἡ Ἁγία δύω καὶ τρεῖς φοραῖς, φοβερίζουσα βαρέως τὸν Μοναχόν, καὶ δείχνουσα τὸν τόπον μὲ τὸ ἴδιόν της δάκτυλον, καὶ ἐξ ὀνόματος αὐτὸν ὀνομάζουσα. Ἐξυπνήσας δὲ ὁ Μοναχός, φανερόνοι τὸ ὅραμα εἰς τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους Χριστιανούς. Οἵτινες συναχθέντες, ἔσκαψαν τὴν γῆν. Καὶ πλησιάσαντες κοντὰ εἰς τὸ λείψανον τῆς Ὁσίας, ἐγέμισαν ἀπὸ εὐωδίαν πνευματικήν. Ὅθεν εὑρόντες τὸ λείψανον αὐτῆς σῷον καὶ ὁλόκληρον, ἐσήκωσαν αὐτὸ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν, καὶ τὸ ἔφερον εἰς τὸν θεῖον Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μὲ μῦρα καὶ θυμιάματα, καὶ μὲ ὕμνους καὶ ψαλμῳδίας. Ὅσα δὲ θαύματα ἀπὸ τότε ἕως τώρα ἐνήργησε, καὶ ἐνεργεῖ διὰ μέσου τοῦ αὐτῆς λειψάνου ὁ τῶν θαυμασίων Θεός, δύσκολον εἶναι νὰ τὰ γράψῃ τινάς. Διότι αὐτὸ ἰατρεύει χωλούς, κωφούς, παραλυτικούς, μισερούς, καὶ κάθε ἄλλο πάθος καὶ εἶδος θανατηφόρου ἀσθενείας. Τὸ δὲ ἱερὸν αὐτῆς καὶ χαριτόβρυτον λείψανον, εὑρίσκετο μὲν πρότερον εἰς τὸ Βελιγράδιον τὸ ὑπὸ τῶν Σέρβων ἐξουσιαζόμενον. Ὅταν δὲ τὸ Βελιγράδιον ἐκυριεύθη ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, τότε καὶ τὸ ἅγιον αὐτὸ λείψανον ἐφέρθη ἀπὸ αὐτοὺς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἀπὸ δὲ τὴν Κωνσταντινούπολιν ἐφέρθη εἰς τὸ Γιάσιον τῆς Μολδαβίας μὲ τοιοῦτον τρόπον.
Εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Πατριάρχου Παρθενίου τοῦ Γέροντος (5), καὶ Βασιλείου ἡγεμόνος τῆς Μολδοβλαχίας ἐν ἔτει ͵αχμα΄ [1641], ὑπέπεσεν εἰς χρέος βαρύτατον τὸ Πατριαρχεῖον τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅθεν ὁ ῥηθεὶς ἡγεμών, ἔδωκεν ἄσπρα εἰς τὸν Πατριάρχην Παρθένιον μὲ συμφωνίαν, διὰ νὰ τῷ δώσῃ τὸ λείψανον τῆς Ἁγίας. Ὁ δὲ Πατριάρχης ταῦτα λαβών, διὰ νὰ πληρώσῃ τὸ χρέος τοῦ Πατριαρχείου, ἐκρέμασεν ἀπὸ τὸ τειχόκαστρον τοῦ Φαναρίου τὸ ἅγιον λείψανον, καὶ τὸ ἔπεμψε κρυφίως εἰς τὸ Γιάσιον. Ἐφοβεῖτο γὰρ νὰ τὸ πέμψῃ φανερῶς. Καὶ οὕτως αὐτὸ ἀπετέθη εἰς τὸ Μοναστήριον τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Καὶ ἐκεῖ εὑρίσκεται ἕως τοῦ νῦν, θαύματα πάμπολλα ἐνεργοῦν, εἰς δόξαν Θεοῦ, καὶ εἰς τιμὴν τῆς Ἁγίας (6). (Ὅρα εἰς τὸν γ΄ τόμ. τοῦ Μελετίου, σελ. 450).
(5) Ὁ δὲ Δοσίθεος, σελ. 1175, λέγει ὅτι ὁ Παρθένιος οὗτος, δὲν ἦτον ὁ Γέρων, ὁ ἐν ἔτει ͵αχλθ΄ [1639] πατριαρχεύσας. Ἀλλὰ ὁ νέος, ὁ πατριαρχεύσας ἐν ἔτει ͵αχμδ΄ [1644], ὅστις καὶ Γολιὰθ ἐπωνομάζετο.
(6) Ἡ ᾀσματικὴ Ἀκολουθία τῆς Ἁγίας ταύτης εὑρίσκεται τετυπωμένη ἐν πολλοῖς Ἀνθολογίοις καὶ ἐν ἰδιαζούσῃ φυλλάδι, τὴν ὁποίαν συνέγραψε Μελέτιος ὁ Συρίγου, ὡς ἐν αὐτῇ σημειοῦται. Τὸ δὲ Συναξάριον αὐτῆς, συνέγραψεν Εὐθύμιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τορνόβου, ὅστις συνέγραψε καὶ τὸν Βίον τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ κτίτορος τῆς Μονῆς Ῥίλας, ὡς τοῦτο ἀναφέρεται ἐν τῷ σλαβονικῷ Συναξαριστῇ.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Των Αγίων Ναζαρίου, Προτασίου, Γερβασίου και Κελσίου των Μαρτύρων, Κοσμά του ποιητού επισκόπου Μαϊουμά κ.ά.