Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου14 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΔ’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Θύρσου, Λευκίου, και Καλλινίκου.
Εις τον Θύρσον.
Ου δενδρίνην σε Θύρσε θύραν ο πρίων,
Προ της τελευτής εύρεν ως ράστα πρίσαι.
Εις τον Λεύκιον.
Ο πνεύμα λευκός Λεύκιος τμηθείς ξίφει,
Το σώμα βάπτει φοινικούν εξ αιμάτων.
Εις τον Καλλίνικον.
Ο Καλλίνικος εκκοπείς τον αυχένα,
Υπήρξε Καλλίνικος εκ των πραγμάτων.
Πρίσιν αλύξας Θύρσε θάνες δεκάτη γε τετάρτη.
Ούτοι οι Άγιοι Μάρτυρες ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου και του ηγεμόνος Κουμβρικίου, εν έτει σν’ [250]. Επειδή δε ο ηγεμών ούτος εκίνησε διωγμόν κατά των Χριστιανών εις τα μέρη Νικομηδείας, Νικαίας και Καισαρείας, τούτου χάριν ο Άγιος Λεύκιος αυτοκάλεστος επήγεν εις αυτόν. Και ωμολόγησε μεν, τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, ήλεγξε δε, και ύβρισε την πλάνην των ειδώλων. Όθεν κατά προσταγήν του ηγεμόνος κρεμάται, και καταξεσχίζεται τας σάρκας δυνατά. Επειδή δε επέμενεν εις την ευσεβή πίστιν των Χριστιανών, δια τούτο απεκεφαλίσθη. Και έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον. Εις καιρόν δε οπού ο ηγεμών επήγαινεν εις τον Ελλήσποντον (1), απάντησεν αυτόν ο πολύαθλος Μάρτυς Θύρσος, και παρρησία μεν εκήρυξεν έμπροσθέν του τον Χριστόν, Θεόν αληθινόν. Αυτόν δε ήλεγξε, διατί ανοήτως πιστεύει και λατρεύει τους μη όντας θεούς. Όθεν δια την παρρησίαν ταύτην κτυπούσι τον Άγιον με γρονθισμούς των χειρών. Και δένουσι τας χείρας και πόδας του. Έπειτα τζακίζουσι τους αστραγάλους του, και βάλλουσι περόνας εις τα βλέφαρά του. Ύστερον κεντούσι τα ομμάτιά του και τζακίζουσι τους πόδας του με μπάλλας χαλκωματένας. Και χύνουσι μολύβι βρασμένον επάνω εις την πλάτην του. Αλλά το μολύβι χυνόμενον, περισσότερον έβλαψε τους υπηρέτας παρά τον Άγιον. Επειδή δε από όλα τα ανωτέρω βάσανα εφυλάχθη ο Άγιος αβλαβής υπό της θείας χάριτος, δια τούτο δένεται από την μέσην με σίδηρα. Και δια προσευχής του κατακρημνίζει όλα τα είδωλα. Έπειτα βάλλεται κατακέφαλα μέσα εις ένα αγγείον γεμάτον νερόν, το οποίον ερράγισε παρευθύς. Είτα στρώνουσι το έδαφος της γης με καρφία οξέα και με σίδηρα κοπτερά. Επάνω δε εις το έδαφος αυτό ρίπτουσι τον Άγιον από ένα υψηλόν τείχος. Εφυλάχθη όμως από όλα αυτά ο Άγιος αβλαβής υπό της δυνάμεως του Χριστού.
Επειδή δε ο ηγεμών Κουμβρίκιος και ο Σιλβανός απέρριψαν κακώς τας μιαράς των ψυχάς, δια τούτο έγινεν ηγεμών ο Βάβδος. Όστις βλέπωντας τον Άγιον Θύρσον, ότι ήτον στερεός εις την πίστιν του Χριστού, έβαλεν αυτόν μέσα εις ένα σάκκον. Τον δε σάκκον έρριψεν εις την θάλασσαν. Επειδή δε ο σάκκος εσχίσθη υπό Αγγέλων, δια τούτο ευγήκεν ο Άγιος εις την στερεάν. Έπειτα δέρνεται, και πάλιν δια προσευχής του κρημνίζει τα είδωλα. Είτα δίδεται φαγητόν εις τα θηρία. Διαμένει όμως αβλαβής από αυτά υπό της θείας χάριτος. Και πάλιν δέρνεται τόσον πολλά, ώστε οπού εκόπηκαν αι σάρκες του και έπεσον κατά γης. Τότε τραβίζει εις την του Χριστού πίστιν τον Άγιον Καλλίνικον, ο οποίος ήτον ιερεύς των ειδώλων. Εστοχάσθη γαρ αυτός ως φρόνιμος, ότι εκείνος είναι από όλους μεγαλίτερος Θεός, με του οποίου την επικάλεσιν κρημνίζονται τα είδωλα. Διότι εις την Απολλωνίαν πηγαίνωντας ο Άγιος Θύρσος, εκρήμνισεν εις την γην δια προσευχής του τα των ψευδωνύμων θεών αγάλματα. Τούτο δε το ίδιον εθαυματούργησε και αυτός ο Καλλίνικος. Κατακρημνίσας γαρ το είδωλον, οπού οι εκείσε εσέβοντο, απεκόπη δια τούτο την κεφαλήν. Ο δε Άγιος Θύρσος, εβάλθη μεν μέσα εις σεντούκι, ίνα ομού με το σεντούκι πριονισθή και αυτός. Έμεινεν όμως αβλαβής θεία χάριτι. Διατί οι υπηρέται εκρατήθησαν υπό Θεού, και δεν εδυνήθησαν να τραβίξουν το πριώνι. Εκεί λοιπόν ο Άγιος ευρισκόμενος, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, ακούσας και φωνήν ουρανόθεν. Η οποία εφανέρωνεν εις αυτόν τα ητοιμασμένα τοις δικαίοις ανεκλάλητα αγαθά. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εις το Μαρτύριον, ήτοι εις τον μαρτυρικόν τους Ναόν, ο οποίος είναι κοντά εις τα Ελενιανά. (Τον κατά πλάτος Βίον των Αγίων τούτων όρα εις τον Νέον Παράδεισον (2).)
(1) Ελλήσποντος είναι ο τόπος εκείνος, οπού εκτείνεται κατά μήκος έως 45 μίλια, δηλαδή από την Προποντίδα, ήτοι από την θάλασσαν του Μαρμαρά, έως εις το Αιγαίον Πέλαγος, κατά τον Μελέτιον.
(2) Τον ελληνικόν τούτων Βίον συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κοινωνία σαρκός». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων Μονή, και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Φιλήμονος και Απολλωνίου.
Εις τον Φιλήμονα.
Έτερπεν αυλοίς πριν Φιλήμων τους φίλους,
Τανύν δε τμηθείς τέρπεται τέρψιν ξένην.
Εις τον Απολλώνιον.
Απολλώνιον υιόν υψίστου θέσει,
Κτείνουσιν υιοί της απωλείας, ξίφει.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και Αρριανού ηγεμόνος της εν Αιγύπτω Θηβαΐδος, ήτις ήτον Μητρόπολις των Αντινόων, εν έτει σϞ’ [290]. Ο δε του μαρτυρίου αυτών τρόπος έγινεν έτζι. Τριανταεπτά Χριστιανοί επιάσθησαν, και εφέρθησαν εις τον ηγεμόνα. Ένας δε από αυτούς, Απολλώνιος ονόματι, Αναγνώστης ων της εκεί Εκκλησίας, δειλιάσας τα πικρά βάσανα του μαρτυρίου, έδωκε τέσσαρα φλωρία ομού και τα ρούχα του, εις τον Φιλήμονα τον παίζοντα το συραύλιον. Ίνα αυτός φορέσας τα ρούχα του Απολλωνίου, και σχηματισθείς εις το είδος του θυσιάση εις τα είδωλα αντί εκείνου. Ο δε Φιλήμων πέρνωντας τα ρούχα του Απολλωνίου και φοραίνωντάς τα, ευθύς φοραίνει ομού νοητώς και την εις Χριστόν πίστιν. Όθεν εμβαίνωντας εις το στάδιον με το σχήμα του Απολλωνίου, επροστάχθη δια να θυσιάση εις τα είδωλα. Εκείνος δε ομολογεί την εις Χριστόν πίστιν.
Επειδή δε ο ηγεμών επρόσταξε να έλθη ο Φιλήμων δια να παίξη το συραύλιόν του, ίνα δια μέσου της γλυκύτητος της μελωδίας εκείνου παρακινηθή ο τον Χριστόν ομολογών εν σχήματι Απολλωνίου, να προτιμήση μεν τα του κόσμου καλά και να αρνηθή τον Χριστόν, να θυσιάση δε εις τα είδωλα· τούτο, λέγω, ακούσας ο Φιλήμων, εφανέρωσεν, ότι αυτός είναι ο ζητούμενος Φιλήμων, ο σχηματισθείς εις το είδος του Απολλωνίου. Οι δε Έλληνες επαρακίνουν αυτόν να αρνηθή τον Χριστόν. Αλλ’ ο γενναίος Φιλήμων δεν επείσθη. Όθεν ο ηγεμών ωνείδισεν αυτόν λέγων, ότι ματαίως κοπιάζει ονομάζωντας τον εαυτόν του Χριστιανόν, ανίσως πρότερον δεν βαπτισθή. Εμποδισμένον γαρ, του έλεγεν, είναι, το να συναριθμήται με τους Χριστιανούς εκείνος, οπού δεν λάβη το Βάπτισμα. Επειδή, λέγω, έτζι ωνειδίσθη ο Φιλήμων, δια τούτο επροσευχήθη, και έπεσε βροχή επάνω εις μόνον αυτόν. Ώστε οπού, όλοι μεν οι παρεστώτες εξεπλάγησαν, ο δε Άγιος Φιλήμων επληροφορήθη, ότι η βροχή εκείνη έγινε Βάπτισμα εις αυτόν από τον Θεόν. Επειδή τινας Χριστιανός δεν ετόλμα να τον βαπτίση δια τον φόβον του ηγεμόνος. Είτα επροσευχήθη ο Άγιος και δια να αφανισθούν τα συραύλιά του. Τα οποία έδωκεν εις τον Απολλώνιον, όταν εδέχθη παρ’ αυτού τα φλωρία, ως ανωτέρω είπομεν. Όθεν φωτία ελθούσα από τους ουρανούς, κατέκαυσεν αυτά εις τας χείρας του Απολλωνίου (3).
Επειδή δε ο θείος Απολλώνιος έγινεν αιτία να πιστεύση ο Φιλήμων εις τον Χριστόν, δια τούτο εφέρθη έμπροσθεν του ηγεμόνος και ανεκήρυξε την εις Χριστόν πίστιν. Όθεν κόπτουσι τα νεύρα των ποδών του, και σύρουσιν αυτόν εις όλην την πόλιν. Ο δε Φιλήμων κρεμασθείς εις μίαν ελαίαν, εσαϊτεύθη. Αι δε σαΐται εις αυτόν μεν δεν έγγιξαν, μία δε από αυτάς ελθούσα εις τον ηγεμόνα, εκέντησε το ομμάτι του και το ετύφλωσε. Το οποίον ο Άγιος Φιλήμων πάλιν εποίησεν υγιές. Προείπε γαρ εις αυτόν, ότι μετά το μαρτύριόν μου, ανίσως πάρης χώμα από τον τάφον μου, και επιθέσης εις τον οφθαλμόν σου, θέλεις λάβης αυτόν υγιή. Αφ’ ου λοιπόν απεκεφαλίσθησαν και οι δύω, ο τε Άγιος Φιλήμων και ο Απολλώνιος, τότε επήγεν ο ηγεμών Αρριανός εις τον τάφον του Μάρτυρος Φιλήμονος, και λαβών χώμα από εκεί, έγινεν υγιής, κατά την του Αγίου πρόρρησιν. Όθεν εκ της αιτίας ταύτης επίστευσεν εις τον Χριστόν αυτός και οι μετ’ αυτού τέσσαρες προτικτόροι, και εβαπτίσθησαν άπαντες. Τούτο δε ακούσας ο Διοκλητιανός, έστειλε και έφερε τον ηγεμόνα Αρριανόν. Και δεσμεύσας αυτόν με σιδηρά δεσμά, και κρεμάσας πέτραν εις τον λαιμόν του, κατεβίβασεν αυτόν μέσα εις ένα χάσμα, και εκεί αυτόν με το χώμα κατέχωσε και εσκέπασεν.
Αφ’ ου δε ο δυσσεβής τούτο εποίησεν, έστησε τον θρόνον του επάνω εις το χάσμα εκείνο, και επρόσταξε τους στρατιώτας να παίζουν, λέγοντες. Ας ιδούμεν, εάν έλθη ο Θεός του Αρριανού, και να εκβάλη αυτόν από το χάσμα τούτο. Γυρίσας δε εις τα βασίλεια, επήγεν εις την κλίνην του. Και ω του θαύματος! βλέπει τα σίδηρα και την πέτραν, οπού εφόρει ο Άγιος Αρριανός, κρεμασμένα επάνω εις την κλίνην του, και αυτόν τον Άγιον Αρριανόν πλαγιασμένον επάνω εις την κλίνην. Όθεν εφοβήθη, υπολαμβάνοντας ότι είναι μάγος. Και ότι τυραννικήν αποστασίαν εκίνησε κατ’ αυτού. Ακούσας δε του Αγίου λαλούντος με πραείαν φωνήν και λέγοντος. Εγώ είμαι ο Αρριανός, τον οποίον εσύ έβαλες εις το χάσμα λέγωντας ομού και βλάσφημα λόγια κατά του Χριστού. Ταύτα λέγω ακούσας ο Διοκλητιανός, εξεπλάγη και έμεινεν άφωνος εις ώραν πολλήν. Είτα μόλις ελθών εις τον εαυτόν του, μαγείαν ο ανόητος την θαυματουργίαν ενόμιζεν. Όθεν έρριψεν αυτόν εις την θάλασσαν ομού με τους πιστεύσαντες τέσσαρας προτικτόρους. Τους οποίους όλους έβαλε μέσα εις πέντε σάκκους ομού με άμμον. Παρευθύς δε ένας δέλφινας μεγαλώτατος, τραβίζωντας και τους πέντε σάκκους και πέρνωντας αυτούς επάνω εις τους ώμους του, τους εύγαλεν εις την παραθαλασσίαν της Αλεξανδρείας. Οι δε δούλοι του Αγίου Αρριανού προσμένοντες κατά την προσταγήν εκείνου εις τον αιγιαλόν, και βλέποντας τα λείψανα των Αγίων φερόμενα επάνω του δελφίνος, εθαύμασαν. Καθώς ήτον εύλογον να θαυμάσουν. Είτα πέρνοντες αυτά ευλαβώς, και εμβαίνοντες εις καΐκι, δια του Νείλου ποταμού επλησίασαν εις την Μητρόπολιν των Αντινοϊτών. Δια θείας δε φωνής άνωθεν ελθούσης μαθόντες τον τόπον, εις τον οποίον έπρεπε να ενταφιασθούν τα άγια λείψανα, εμήνυσαν εις την πόλιν το παράδοξον αυτό θαύμα. Όθεν έτρεξαν όλοι πανδημεί με λαμπάδας και ύμνους. Και ούτως ενταφίασαν αυτά λαμπρώς και εντίμως εις επίσημον τόπον.
(3) Από το διήγημα τούτο, δύω πράγματα ας μάθουν οι Χριστιανοί εκείνοι, οπού παίζουν συραύλια, τύμπανα, λύρας, και άλλα διάφορα παιγνίδια, και διαβολικά όργανα. Πρώτον, ότι πρέπει να μισήσουν αυτά από καρδίας. Καθώς τα εμίσησε και ο Άγιος ούτος Φιλήμων. Και να μη θέλουν ουδέ να τα πιάσουν εις χείρας των. Και δεύτερον, ότι ο Θεός τόσον αποστρέφεται τα τοιαύτα όργανα, και τόσον δι’ αυτά οργίζεται, ώστε οπού ρίπτει φωτίαν από τους Ουρανούς και τα κατακαίει.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Αρριανού, και των τεσσάρων Προτικτόρων των συναθλησάντων αυτώ.
Εις τον Αρριανόν.
Τον Αρριανόν εργάται πονηρίας,
Έργον θαλάσσης δεικνύουσιν αφρόνως.
Εις τους Προτίκτορας.
Βάπτισμα πόντος τοις Προτίκτορσι ξένον,
Φορούσι σάκκους ως στολάς εμφωτίους.
*
Μνήμη της μετά φιλανθρωπίας επενεχθείσης ημίν φοβεράς απειλής του σεισμού, ης παρ’ ελπίδα πάσαν ελυτρώσατο ημάς ο φιλάνθρωπος Κύριος.
Έσεισας αλλ’ έστησας αύθις γην Λόγε.
Της σης γαρ οργής οίκτος εστί το πλέον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΔ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Θύρσου, Λευκίου, καὶ Καλλινίκου.
Εἰς τὸν Θύρσον.
Οὐ δενδρίνην σε Θύρσε θύραν ὁ πρίων,
Πρὸ τῆς τελευτῆς εὗρεν ὡς ῥᾷστα πρίσαι.
Εἰς τὸν Λεύκιον.
Ὁ πνεῦμα λευκὸς Λεύκιος τμηθεὶς ξίφει,
Τὸ σῶμα βάπτει φοινικοῦν ἐξ αἱμάτων.
Εἰς τὸν Καλλίνικον.
Ὁ Καλλίνικος ἐκκοπεὶς τὸν αὐχένα,
Ὑπῆρξε Καλλίνικος ἐκ τῶν πραγμάτων.
Πρίσιν ἀλύξας Θύρσε θάνες δεκάτῃ γε τετάρτῃ.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου καὶ τοῦ ἡγεμόνος Κουμβρικίου, ἐν ἔτει σν΄ [250]. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἡγεμὼν οὗτος ἐκίνησε διωγμὸν κατὰ τῶν Χριστιανῶν εἰς τὰ μέρη Νικομηδείας, Νικαίας καὶ Καισαρείας, τούτου χάριν ὁ Ἅγιος Λεύκιος αὐτοκάλεστος ἐπῆγεν εἰς αὐτόν. Καὶ ὡμολόγησε μέν, τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν, ἤλεγξε δέ, καὶ ὕβρισε τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων. Ὅθεν κατὰ προσταγὴν τοῦ ἡγεμόνος κρεμᾶται, καὶ καταξεσχίζεται τὰς σάρκας δυνατά. Ἐπειδὴ δὲ ἐπέμενεν εἰς τὴν εὐσεβῆ πίστιν τῶν Χριστιανῶν, διὰ τοῦτο ἀπεκεφαλίσθη. Καὶ ἔλαβεν ὁ ἀοίδιμος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ὁ ἡγεμὼν ἐπήγαινεν εἰς τὸν Ἑλλήσποντον (1), ἀπάντησεν αὐτὸν ὁ πολύαθλος Μάρτυς Θύρσος, καὶ παρρησίᾳ μὲν ἐκήρυξεν ἔμπροσθέν του τὸν Χριστόν, Θεὸν ἀληθινόν. Αὐτὸν δὲ ἤλεγξε, διατὶ ἀνοήτως πιστεύει καὶ λατρεύει τοὺς μὴ ὄντας θεούς. Ὅθεν διὰ τὴν παρρησίαν ταύτην κτυποῦσι τὸν Ἅγιον μὲ γρονθισμοὺς τῶν χειρῶν. Καὶ δένουσι τὰς χεῖρας καὶ πόδας του. Ἔπειτα τζακίζουσι τοὺς ἀστραγάλους του, καὶ βάλλουσι περόνας εἰς τὰ βλέφαρά του. Ὕστερον κεντοῦσι τὰ ὀμμάτιά του καὶ τζακίζουσι τοὺς πόδας του μὲ μπάλλας χαλκωματένας. Καὶ χύνουσι μολύβι βρασμένον ἐπάνω εἰς τὴν πλάτην του. Ἀλλὰ τὸ μολύβι χυνόμενον, περισσότερον ἔβλαψε τοὺς ὑπηρέτας παρὰ τὸν Ἅγιον. Ἐπειδὴ δὲ ἀπὸ ὅλα τὰ ἀνωτέρω βάσανα ἐφυλάχθη ὁ Ἅγιος ἀβλαβὴς ὑπὸ τῆς θείας χάριτος, διὰ τοῦτο δένεται ἀπὸ τὴν μέσην μὲ σίδηρα. Καὶ διὰ προσευχῆς του κατακρημνίζει ὅλα τὰ εἴδωλα. Ἔπειτα βάλλεται κατακέφαλα μέσα εἰς ἕνα ἀγγεῖον γεμάτον νερόν, τὸ ὁποῖον ἐρράγισε παρευθύς. Εἶτα στρώνουσι τὸ ἔδαφος τῆς γῆς μὲ καρφία ὀξέα καὶ μὲ σίδηρα κοπτερά. Ἐπάνω δὲ εἰς τὸ ἔδαφος αὐτὸ ῥίπτουσι τὸν Ἅγιον ἀπὸ ἕνα ὑψηλὸν τεῖχος. Ἐφυλάχθη ὅμως ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἅγιος ἀβλαβὴς ὑπὸ τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἡγεμὼν Κουμβρίκιος καὶ ὁ Σιλβανὸς ἀπέρριψαν κακῶς τὰς μιαράς των ψυχάς, διὰ τοῦτο ἔγινεν ἡγεμὼν ὁ Βάβδος. Ὅστις βλέπωντας τὸν Ἅγιον Θύρσον, ὅτι ἦτον στερεὸς εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἔβαλεν αὐτὸν μέσα εἰς ἕνα σάκκον. Τὸν δὲ σάκκον ἔρριψεν εἰς τὴν θάλασσαν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ σάκκος ἐσχίσθη ὑπὸ Ἀγγέλων, διὰ τοῦτο εὐγῆκεν ὁ Ἅγιος εἰς τὴν στερεάν. Ἔπειτα δέρνεται, καὶ πάλιν διὰ προσευχῆς του κρημνίζει τὰ εἴδωλα. Εἶτα δίδεται φαγητὸν εἰς τὰ θηρία. Διαμένει ὅμως ἀβλαβὴς ἀπὸ αὐτὰ ὑπὸ τῆς θείας χάριτος. Καὶ πάλιν δέρνεται τόσον πολλά, ὥστε ὁποῦ ἐκόπηκαν αἱ σάρκες του καὶ ἔπεσον κατὰ γῆς. Τότε τραβίζει εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν τὸν Ἅγιον Καλλίνικον, ὁ ὁποῖος ἦτον ἱερεὺς τῶν εἰδώλων. Ἐστοχάσθη γὰρ αὐτὸς ὡς φρόνιμος, ὅτι ἐκεῖνος εἶναι ἀπὸ ὅλους μεγαλίτερος Θεός, μὲ τοῦ ὁποίου τὴν ἐπικάλεσιν κρημνίζονται τὰ εἴδωλα. Διότι εἰς τὴν Ἀπολλωνίαν πηγαίνωντας ὁ Ἅγιος Θύρσος, ἐκρήμνισεν εἰς τὴν γῆν διὰ προσευχῆς του τὰ τῶν ψευδωνύμων θεῶν ἀγάλματα. Τοῦτο δὲ τὸ ἴδιον ἐθαυματούργησε καὶ αὐτὸς ὁ Καλλίνικος. Κατακρημνίσας γὰρ τὸ εἴδωλον, ὁποῦ οἱ ἐκεῖσε ἐσέβοντο, ἀπεκόπη διὰ τοῦτο τὴν κεφαλήν. Ὁ δὲ Ἅγιος Θύρσος, ἐβάλθη μὲν μέσα εἰς σεντοῦκι, ἵνα ὁμοῦ μὲ τὸ σεντοῦκι πριονισθῇ καὶ αὐτός. Ἔμεινεν ὅμως ἀβλαβὴς θεία χάριτι. Διατὶ οἱ ὑπηρέται ἐκρατήθησαν ὑπὸ Θεοῦ, καὶ δὲν ἐδυνήθησαν νὰ τραβίξουν τὸ πριῶνι. Ἐκεῖ λοιπὸν ὁ Ἅγιος εὑρισκόμενος, παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, ἀκούσας καὶ φωνὴν οὐρανόθεν. Ἡ ὁποία ἐφανέρωνεν εἰς αὐτὸν τὰ ἡτοιμασμένα τοῖς δικαίοις ἀνεκλάλητα ἀγαθά. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις εἰς τὸ Μαρτύριον, ἤτοι εἰς τὸν μαρτυρικόν τους Ναόν, ὁ ὁποῖος εἶναι κοντὰ εἰς τὰ Ἑλενιανά. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τῶν Ἁγίων τούτων ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον (2).)
(1) Ἑλλήσποντος εἶναι ὁ τόπος ἐκεῖνος, ὁποῦ ἐκτείνεται κατὰ μῆκος ἕως 45 μίλια, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Προποντίδα, ἤτοι ἀπὸ τὴν θάλασσαν τοῦ Μαρμαρᾶ, ἕως εἰς τὸ Αἰγαῖον Πέλαγος, κατὰ τὸν Μελέτιον.
(2) Τὸν ἑλληνικὸν τούτων Βίον συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ κοινωνίᾳ σαρκός». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων Μονῇ, καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Φιλήμονος καὶ Ἀπολλωνίου.
Εἰς τὸν Φιλήμονα.
Ἔτερπεν αὐλοῖς πρὶν Φιλήμων τοὺς φίλους,
Τανῦν δὲ τμηθεὶς τέρπεται τέρψιν ξένην.
Εἰς τὸν Ἀπολλώνιον.
Ἀπολλώνιον υἱὸν ὑψίστου θέσει,
Κτείνουσιν υἱοὶ τῆς ἀπωλείας, ξίφει.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ καὶ Ἀρριανοῦ ἡγεμόνος τῆς ἐν Αἰγύπτῳ Θηβαΐδος, ἥτις ἦτον Μητρόπολις τῶν Ἀντινόων, ἐν ἔτει σϞ΄ [290]. Ὁ δὲ τοῦ μαρτυρίου αὐτῶν τρόπος ἔγινεν ἔτζι. Τριανταεπτὰ Χριστιανοὶ ἐπιάσθησαν, καὶ ἐφέρθησαν εἰς τὸν ἡγεμόνα. Ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτούς, Ἀπολλώνιος ὀνόματι, Ἀναγνώστης ὢν τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας, δειλιάσας τὰ πικρὰ βάσανα τοῦ μαρτυρίου, ἔδωκε τέσσαρα φλωρία ὁμοῦ καὶ τὰ ῥοῦχά του, εἰς τὸν Φιλήμονα τὸν παίζοντα τὸ συραύλιον. Ἵνα αὐτὸς φορέσας τὰ ῥοῦχα τοῦ Ἀπολλωνίου, καὶ σχηματισθεὶς εἰς τὸ εἶδός του θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα ἀντὶ ἐκείνου. Ὁ δὲ Φιλήμων πέρνωντας τὰ ῥοῦχα τοῦ Ἀπολλωνίου καὶ φοραίνωντάς τα, εὐθὺς φοραίνει ὁμοῦ νοητῶς καὶ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν. Ὅθεν ἐμβαίνωντας εἰς τὸ στάδιον μὲ τὸ σχῆμα τοῦ Ἀπολλωνίου, ἐπροστάχθη διὰ νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα. Ἐκεῖνος δὲ ὁμολογεῖ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν.
Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἡγεμὼν ἐπρόσταξε νὰ ἔλθῃ ὁ Φιλήμων διὰ νὰ παίξῃ τὸ συραύλιόν του, ἵνα διὰ μέσου τῆς γλυκύτητος τῆς μελῳδίας ἐκείνου παρακινηθῇ ὁ τὸν Χριστὸν ὁμολογῶν ἐν σχήματι Ἀπολλωνίου, νὰ προτιμήσῃ μὲν τὰ τοῦ κόσμου καλὰ καὶ νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, νὰ θυσιάσῃ δὲ εἰς τὰ εἴδωλα· τοῦτο, λέγω, ἀκούσας ὁ Φιλήμων, ἐφανέρωσεν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ζητούμενος Φιλήμων, ὁ σχηματισθεὶς εἰς τὸ εἶδος τοῦ Ἀπολλωνίου. Οἱ δὲ Ἕλληνες ἐπαρακίνουν αὐτὸν νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν. Ἀλλ’ ὁ γενναῖος Φιλήμων δὲν ἐπείσθη. Ὅθεν ὁ ἡγεμὼν ὠνείδισεν αὐτὸν λέγων, ὅτι ματαίως κοπιάζει ὀνομάζωντας τὸν ἑαυτόν του Χριστιανόν, ἀνίσως πρότερον δὲν βαπτισθῇ. Ἐμποδισμένον γάρ, τοῦ ἔλεγεν, εἶναι, τὸ νὰ συναριθμῆται μὲ τοὺς Χριστιανοὺς ἐκεῖνος, ὁποῦ δὲν λάβῃ τὸ Βάπτισμα. Ἐπειδή, λέγω, ἔτζι ὠνειδίσθη ὁ Φιλήμων, διὰ τοῦτο ἐπροσευχήθη, καὶ ἔπεσε βροχὴ ἐπάνω εἰς μόνον αὐτόν. Ὥστε ὁποῦ, ὅλοι μὲν οἱ παρεστῶτες ἐξεπλάγησαν, ὁ δὲ Ἅγιος Φιλήμων ἐπληροφορήθη, ὅτι ἡ βροχὴ ἐκείνη ἔγινε Βάπτισμα εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐπειδή τινας Χριστιανὸς δὲν ἐτόλμα νὰ τὸν βαπτίσῃ διὰ τὸν φόβον τοῦ ἡγεμόνος. Εἶτα ἐπροσευχήθη ὁ Ἅγιος καὶ διὰ νὰ ἀφανισθοῦν τὰ συραύλιά του. Τὰ ὁποῖα ἔδωκεν εἰς τὸν Ἀπολλώνιον, ὅταν ἐδέχθη παρ’ αὐτοῦ τὰ φλωρία, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν. Ὅθεν φωτία ἐλθοῦσα ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, κατέκαυσεν αὐτὰ εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Ἀπολλωνίου (3).
Ἐπειδὴ δὲ ὁ θεῖος Ἀπολλώνιος ἔγινεν αἰτία νὰ πιστεύσῃ ὁ Φιλήμων εἰς τὸν Χριστόν, διὰ τοῦτο ἐφέρθη ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος καὶ ἀνεκήρυξε τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν. Ὅθεν κόπτουσι τὰ νεῦρα τῶν ποδῶν του, καὶ σύρουσιν αὐτὸν εἰς ὅλην τὴν πόλιν. Ὁ δὲ Φιλήμων κρεμασθεὶς εἰς μίαν ἐλαίαν, ἐσαϊτεύθη. Αἱ δὲ σαΐται εἰς αὐτὸν μὲν δὲν ἔγγιξαν, μία δὲ ἀπὸ αὐτὰς ἐλθοῦσα εἰς τὸν ἡγεμόνα, ἐκέντησε τὸ ὀμμάτι του καὶ τὸ ἐτύφλωσε. Τὸ ὁποῖον ὁ Ἅγιος Φιλήμων πάλιν ἐποίησεν ὑγιές. Προεῖπε γὰρ εἰς αὐτόν, ὅτι μετὰ τὸ μαρτύριόν μου, ἀνίσως πάρῃς χῶμα ἀπὸ τὸν τάφον μου, καὶ ἐπιθέσῃς εἰς τὸν ὀφθαλμόν σου, θέλεις λάβῃς αὐτὸν ὑγιῆ. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἀπεκεφαλίσθησαν καὶ οἱ δύω, ὅ τε Ἅγιος Φιλήμων καὶ ὁ Ἀπολλώνιος, τότε ἐπῆγεν ὁ ἡγεμὼν Ἀρριανὸς εἰς τὸν τάφον τοῦ Μάρτυρος Φιλήμονος, καὶ λαβὼν χῶμα ἀπὸ ἐκεῖ, ἔγινεν ὑγιής, κατὰ τὴν τοῦ Ἁγίου πρόρρησιν. Ὅθεν ἐκ τῆς αἰτίας ταύτης ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστὸν αὐτὸς καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ τέσσαρες προτικτόροι, καὶ ἐβαπτίσθησαν ἅπαντες. Τοῦτο δὲ ἀκούσας ὁ Διοκλητιανός, ἔστειλε καὶ ἔφερε τὸν ἡγεμόνα Ἀρριανόν. Καὶ δεσμεύσας αὐτὸν μὲ σιδηρᾶ δεσμά, καὶ κρεμάσας πέτραν εἰς τὸν λαιμόν του, κατεβίβασεν αὐτὸν μέσα εἰς ἕνα χάσμα, καὶ ἐκεῖ αὐτὸν μὲ τὸ χῶμα κατέχωσε καὶ ἐσκέπασεν.
Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ δυσσεβὴς τοῦτο ἐποίησεν, ἔστησε τὸν θρόνον του ἐπάνω εἰς τὸ χάσμα ἐκεῖνο, καὶ ἐπρόσταξε τοὺς στρατιώτας νὰ παίζουν, λέγοντες. Ἂς ἰδοῦμεν, ἐὰν ἔλθῃ ὁ Θεὸς τοῦ Ἀρριανοῦ, καὶ νὰ ἐκβάλῃ αὐτὸν ἀπὸ τὸ χάσμα τοῦτο. Γυρίσας δὲ εἰς τὰ βασίλεια, ἐπῆγεν εἰς τὴν κλίνην του. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! βλέπει τὰ σίδηρα καὶ τὴν πέτραν, ὁποῦ ἐφόρει ὁ Ἅγιος Ἀρριανός, κρεμασμένα ἐπάνω εἰς τὴν κλίνην του, καὶ αὐτὸν τὸν Ἅγιον Ἀρριανὸν πλαγιασμένον ἐπάνω εἰς τὴν κλίνην. Ὅθεν ἐφοβήθη, ὑπολαμβάνοντας ὅτι εἶναι μάγος. Καὶ ὅτι τυραννικὴν ἀποστασίαν ἐκίνησε κατ’ αὐτοῦ. Ἀκούσας δὲ τοῦ Ἁγίου λαλοῦντος μὲ πρᾳεῖαν φωνὴν καὶ λέγοντος. Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἀρριανός, τὸν ὁποῖον ἐσὺ ἔβαλες εἰς τὸ χάσμα λέγωντας ὁμοῦ καὶ βλάσφημα λόγια κατὰ τοῦ Χριστοῦ. Ταῦτα λέγω ἀκούσας ὁ Διοκλητιανός, ἐξεπλάγη καὶ ἔμεινεν ἄφωνος εἰς ὥραν πολλήν. Εἶτα μόλις ἐλθὼν εἰς τὸν ἑαυτόν του, μαγείαν ὁ ἀνόητος τὴν θαυματουργίαν ἐνόμιζεν. Ὅθεν ἔρριψεν αὐτὸν εἰς τὴν θάλασσαν ὁμοῦ μὲ τοὺς πιστεύσαντες τέσσαρας προτικτόρους. Τοὺς ὁποίους ὅλους ἔβαλε μέσα εἰς πέντε σάκκους ὁμοῦ μὲ ἄμμον. Παρευθὺς δὲ ἕνας δέλφινας μεγαλώτατος, τραβίζωντας καὶ τοὺς πέντε σάκκους καὶ πέρνωντας αὐτοὺς ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους του, τοὺς εὔγαλεν εἰς τὴν παραθαλασσίαν τῆς Ἀλεξανδρείας. Οἱ δὲ δοῦλοι τοῦ Ἁγίου Ἀρριανοῦ προσμένοντες κατὰ τὴν προσταγὴν ἐκείνου εἰς τὸν αἰγιαλόν, καὶ βλέποντας τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων φερόμενα ἐπάνω τοῦ δελφῖνος, ἐθαύμασαν. Καθὼς ἦτον εὔλογον νὰ θαυμάσουν. Εἶτα πέρνοντες αὐτὰ εὐλαβῶς, καὶ ἐμβαίνοντες εἰς καΐκι, διὰ τοῦ Νείλου ποταμοῦ ἐπλησίασαν εἰς τὴν Μητρόπολιν τῶν Ἀντινοϊτῶν. Διὰ θείας δὲ φωνῆς ἄνωθεν ἐλθούσης μαθόντες τὸν τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον ἔπρεπε νὰ ἐνταφιασθοῦν τὰ ἅγια λείψανα, ἐμήνυσαν εἰς τὴν πόλιν τὸ παράδοξον αὐτὸ θαῦμα. Ὅθεν ἔτρεξαν ὅλοι πανδημεὶ μὲ λαμπάδας καὶ ὕμνους. Καὶ οὕτως ἐνταφίασαν αὐτὰ λαμπρῶς καὶ ἐντίμως εἰς ἐπίσημον τόπον.
(3) Ἀπὸ τὸ διήγημα τοῦτο, δύω πράγματα ἂς μάθουν οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖνοι, ὁποῦ παίζουν συραύλια, τύμπανα, λύρας, καὶ ἄλλα διάφορα παιγνίδια, καὶ διαβολικὰ ὄργανα. Πρῶτον, ὅτι πρέπει νὰ μισήσουν αὐτὰ ἀπὸ καρδίας. Καθὼς τὰ ἐμίσησε καὶ ὁ Ἅγιος οὗτος Φιλήμων. Καὶ νὰ μὴ θέλουν οὐδὲ νὰ τὰ πιάσουν εἰς χεῖράς των. Καὶ δεύτερον, ὅτι ὁ Θεὸς τόσον ἀποστρέφεται τὰ τοιαῦτα ὄργανα, καὶ τόσον δι’ αὐτὰ ὀργίζεται, ὥστε ὁποῦ ῥίπτει φωτίαν ἀπὸ τοὺς Οὐρανοὺς καὶ τὰ κατακαίει.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀρριανοῦ, καὶ τῶν τεσσάρων Προτικτόρων τῶν συναθλησάντων αὐτῷ.
Εἰς τὸν Ἀρριανόν.
Τὸν Ἀρριανὸν ἐργάται πονηρίας,
Ἔργον θαλάσσης δεικνύουσιν ἀφρόνως.
Εἰς τοὺς Προτίκτορας.
Βάπτισμα πόντος τοῖς Προτίκτορσι ξένον,
Φοροῦσι σάκκους ὡς στολὰς ἐμφωτίους.
*
Μνήμη τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡμῖν φοβερᾶς ἀπειλῆς τοῦ σεισμοῦ, ἧς παρ’ ἐλπίδα πᾶσαν ἐλυτρώσατο ἡμᾶς ὁ φιλάνθρωπος Κύριος.
Ἔσεισας ἀλλ’ ἔστησας αὖθις γῆν Λόγε.
Τῆς σῆς γὰρ ὀργῆς οἶκτός ἐστι τὸ πλέον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *