Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου14 Αυγούστου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΔ’, μνήμη του Αγίου Προφήτου Μιχαίου.
Εκ γης μεν ήρθην, ει και πόλον φθάσω,
Χάριν Μιχαίας είσομαί σοι τω ξύλω.
Μιχαίας δεκάτη ξύλω ήρθη ηδέ τετάρτη.
Ούτος ήτον ένας από τους δώδεκα Προφήτας τους μικρούς λεγομένους, εκ της φυλής του Εφραίμ, υιός Ιωράμ (1), γεννηθείς εις τόπον λεγόμενον Μωραθή, προεφήτευσεν έτη πδ’ [84]. Προέλαβε δε την έλευσιν του Χριστού έτη χς’ [606]. Ούτος λοιπόν επειδή ήλεγχε τον βασιλέα Σαμαρείας Αχαάβ, δια τας πολλάς και διαφόρους του αμαρτίας, δια τούτο εμισείτο από εκείνον. Όθεν τούτο ηξεύρωντας ο Προφήτης, ανεχώρει, και ευρίσκετο τον περισσότερον καιρόν εις τα βουνά, ίνα μη συχνά εμφανιζόμενος και ελέγχων τον βασιλέα, κινήση τον θυμόν αυτού εις το να τον φονεύση. Αφ’ ου δε απέθανεν ο Αχαάβ, ήλεγχεν ο Προφήτης τον υιόν του Αχαάβ, Ιωράμ ονομαζόμενον, δια τας παρανομίας οπού έκαμνε, τας ομοίας με τας του πατρός του. Ο δε Ιωράμ νέος ώντας, δεν υπέφερε τον έλεγχον του Προφήτου, όθεν επίασεν αυτόν, και κρεμάσας τον εθανάτωσε, το δε λείψανον αυτού έρριψεν εις τον εκεί πλησίον κρημνόν. Οι δε συγγενείς αυτού πέρνοντες αυτό, το έθαψαν με τιμήν εις την πατρίδα του, την καλουμένην Μωραθή, κοντά εις το κοιμητήριον του Ενακείμ. Ο δε τάφος αυτού είναι εγνωσμένος.
(1) Ο δε Ιώσηπος λέγει, ότι ήτον υιός Ιεμβλέου. Ήτον δε ο Μιχαίας παλαιότερος του Προφήτου Ελισσαίου. Όθεν ο Ιερεμίας ονομαστί αναφέρει τον Μιχαίαν τούτον λέγων· «Και ανέστησαν άνδρες των πρεσβυτέρων της γης, και είπαν πάση τη συναγωγή του λαού. Μιχαίας ο Μωραθίτης ην εν ταις ημέραις Εζεκίου βασιλέως Ιούδα· και είπε παντί τω λαώ Ιούδα· ούτως είπε Κύριος. Σιών ως αγρός αροτριωθήσεται, και Ιερουσαλήμ εις άβατον έσται, και το όρος του οίκου εις άλσος δρυμού» (Ιερ. λγ’, ή κατ’ άλλην έκδοσιν κς’, 17). Εξεδόθη δε η προφητεία αυτού επί των βασιλειών του Ιωάθαμ, του Άχαζ, και του Εζεκίου. (Όρα εις τον Κανονικόν Κλήμεντα.) Σημείωσαι, ότι εις την προεόρτιον ταύτην ημέραν της Κοιμήσεως λόγον έχει ο Κωνσταντινουπόλεως Άγιος Γερμανός, ου η αρχή· «Ο χρεωστών πάντοτε τον ίδιον». (Σώζεται εν τη του Διονυσίου.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Μαρκέλλου Επισκόπου Απαμείας.
Κνίσσαις νοηταίς τον Θεόν καθηδύνας,
Και σαρκός αυτόν ηδύνεις κνίσση Πάτερ.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου του Μεγάλου εν έτει τοθ’ [379], εκατάγετο δε από την Κύπρον, εις την οποίαν εμπιστευθείς κοσμικήν εξουσίαν, όλους τους ανθρώπους εξέπληξε δια την ευσέβειαν και δικαιοσύνην οπού εμεταχειρίζετο εις την διοίκησιν των πολιτικών πραγμάτων. Ύστερον δε μεταβάς εις εκκλησιαστικήν τάξιν και εξουσίαν, έγινεν Επίσκοπος της Απαμείας της ευρισκομένης εις την Συρίαν, και επολιτεύθη δικαίως και οσίως και εις τα άλλα πράγματα. Μάλιστα δε και εξαιρέτως, εγένετο θερμός της του Χριστού πίστεως ζηλωτής, Εκκλησίας μεν και θείους Ναούς εις δόξαν Θεού κτίζων, τους δε ναούς των ειδώλων κατακρημνίζων. Ένα δε από τους ειδωλικούς ναούς δεν άφινεν ο εις αυτόν κατοικών δαίμων, ούτε να καή, ούτε να κρημνισθή με μηχανήν, ο οποίος ωνομάζετο του Διος. Ο δε Άγιος πέρνωντας νερόν, ευλόγησεν αυτό, και εξ αυτού ερράντισεν επάνω εις τα ξύλα, οπού εστοίβασε μέσα εις τον ναόν, όθεν ο δαίμων δεν εδυνήθη πλέον να εμποδίση, δια τούτο άναψαν τα ξύλα και κατέκαυσαν τον ναόν. Αύτη δε εστάθη αφορμή να πιάσουν τον Άγιον οι ειδωλολάτραι, και να βάλουν αυτόν εις την φωτίαν. Όθεν έτζι ο αοίδιμος έλαβε δια του πυρός του μαρτυρίου τον στέφανον. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον Ναόν του Προφήτου Προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννου, εις τόπον λεγόμενον του Φορακίου (2).
(2) Σημείωσαι, ότι το Συναξάριον τούτο του Αγίου Μαρκέλλου, ερανίσθη από το πέμπτον βιβλίον της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Θεοδωρήτου Κύρου, εκ του εικοστού πρώτου κεφαλαίου. Εν ω εκείνος γράφει ταύτα πλατύτερον, ότι ο Άγιος Μάρκελλος μη δυνάμενος να κρημνίση τον ναόν εκείνον, επειδή και η οικοδομή του ήτον στερεά, και επειδή η τέσσαρες κολόναις αυτού να τζακισθούν δεν εδύνοντο, τούτου χάριν παρεκάλει τον Θεόν να του φανερώση κανένα τρόπον δια να τον κρημνίση. Όθεν ευρέθη ένας άνθρωπος όστις χωρίς να ήναι οικοδόμος, ούτε πετροκόπος, αλλά μόνον συνειθισμένος ων να φέρη ξύλα εις τους ώμους του: ούτος λέγω σκάψας τριγύρω τας τρεις κολόνας, έβαλεν εις αυτάς ξύλα ελαίας. Έπειτα λέγει αυτολεξεί ο Θεοδώρητος· «Ούτω δε τρεις των κιόνων ορέξας την φλόγα, τοις ξύλοις προσήνεγκεν· αλλ’ ουκ εια κατά φύσιν υπό του πυρός τα ξύλα δαπανάσθαι δαίμων τις φαινόμενος μέλας, και κωλύων της φλογός την ενέργειαν. Επειδή δε πολλάκις τούτο δράσαντες, ανίκητον εώρων την μηχανήν, εμήνυσαν τούτο τω ποιμένι (ήτοι τω Αγίω Μαρκέλλω) κατά μεσημβρίαν καθεύδοντι. Ο δε παραυτίκα εις τον θείον δραμών ναόν, και εις άγγος ύδωρ κομισθήναι προστάξας, έθηκε μεν το ύδωρ υπό το θείον θυσιαστήριον. Αυτός δε εις το έδαφος το μέτωπον θεις, τον φιλάνθρωπον ηντιβόλει Δεσπότην, μη επιπλείστον ενδούναι τη τυραννίδι του δαίμονος. Αλλά και την ασθένειαν την εκείνου γυμνώσαι, και την οικείαν δύναμιν επιδείξαι, ίνα μη πρόφασις εντεύθεν τοις απίστοις μείζονος γένηται βλάβης. Ταύτα ειπών, και όσα τούτοις παρόμοια, και επιθείς του Σταυρού τον τύπον τω ύδατι, Εκύτιόν τινα διακονίας ηξιωμένον, πίστει και ζήλω πεφραγμένον, λαβείν τε το ύδωρ εκέλευσε, και δια τάχους δραμείν, και μετά πίστεως διαράναι, και την φλόγα προσενεγκείν. Ούτω τούτου γενομένου, απέδραμεν ο δαίμων, ουκ ενεγκών την του ύδατος προσβολήν. Το δε πυρ ως ελαίω τω αντιπάλω χρησάμενον ύδατι, επελάβετο των ξύλων, και ταύτα εν ακαρεί κατηνάλωσε».
Σημείωσαι, ότι εκ της πράξεως ταύτης του Αγίου Μαρκέλλου, έγινεν η συνήθεια του να ψάλλεται εν ταις πρωτομηνίαις ο μικρός Αγιασμός, και να ραντίζωνται δια του ύδατος οι οίκοι και τόποι, όπου ευρίσκεται ασθένεια, και εμφιλοχωρεί ενέργεια δαιμονική. Δραπετεύει γαρ αύτη και διώκεται υπό του αγιασθέντος ύδατος. Τον και εν άλλαις ημέραις (χωρίς δηλαδή της των Επιφανίων ημέρας) αγιασμόν του ύδατος, μαρτυρώσι και άλλοι Πατέρες, ήτοι ο θείος Κυπριανός (επιστολή εβδομηκοστή έκτη) λέγων, ότι είναι καθάρσιον το ύδωρ του ραντισμού. Και ο ιερός Επιφάνιος (αιρέσει δωδεκάτη).
*
Η εις το Παλάτιον ανακομιδή του τιμίου Σταυρού (3).
Λόγους ανάψας αντί φαιδρών λαμπάδων,
Σταυρόν προπέμπω των ανακτόρων έσω.
(3) Ανακομιδή του Σταυρού νοείται εδώ, η εις το βασιλικόν παλάτιον επιστροφή του τιμίου ξύλου του Σταυρού, από το οποίον παλάτιον εύγαινε κατά την τριακοστήν πρώτην του Ιουλίου, ως είπομεν εκεί, και επεριήρχετο εις όλην την πόλιν μέχρι της δεκάτης τετάρτης του παρόντος.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ουρσικίου.
Ουρσικίου τμηθείσαν ω Θεού Λόγε,
Πώς την κεφαλήν αστεφάνωτον λίπης;
Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει τ’ [300], καταγόμενος από την πόλιν Σεβεντού, την ευρισκομένην εις την άνω Ιλλυρίαν, ήτοι Σλαβονίαν, στρατιώτης υπάρχων κατά την τάξιν. Ούτος λοιπόν με το να ήτον Χριστιανός, εδιαβάλθη εις τον βασιλέα Μαξιμιανόν. Ο δε Μαξιμιανός έδωκεν αυτόν εις τον έπαρχον Αριστείδην δια να τον κρίνη εκείνος. Όθεν έδειραν αυτόν εις την ράχιν με βούνευρα, και τα πλευρά του επλήγωσαν δυνατά. Έπειτα ετείλιξαν τας χείρας του με λινάρια βρεγμένα με λάδι, επάνω δε τούτων έπασαν τεάφι και ρετζήνην, και έτζι έδωκαν φωτίαν εις αυτά. Πάσχων δε τας τιμωρίας ταύτας ο Άγιος, έλεγεν, ότι δικαίως πάσχουν τα χέρια του, διατί εγλύτωσαν τον τύραννον, ο οποίος έμελλε κακώς να απολεσθή. Όθεν επειδή ο τύραννος εκατηγορήθη από κάποιον Τερτυλλιανόν εκεί παρευρισκόμενον, διατί λυτρωθείς από τον Άγιον, εφάνη αχάριστος εις τον ευεργέτην του, τούτου χάριν εντραπείς ο Μαξιμιανός, επρόσταξε να χύσουν νερόν επάνω εις τα χέρια του Μάρτυρος, και να σβύσουν την φωτίαν. Βλέπων δε τούτο ένας Έλλην, Ολβιανός ονομαζόμενος, εταράχθη από τον θυμόν του, και ευγήκεν έξω από το πραιτώριον. Όστις πηγαίνωντας εις τον οίκον του, εδαγκάσθη από ένα σκορπίον, και με πόνους μεγάλους κακώς ο κακός την ψυχήν του απέρριψεν. Ο δε Άγιος Ουρσίκιος δεχθείς την τελευταίαν απόφασιν, απεκεφαλίσθη από κάποιον Ουάλεντα, ο οποίος εδιάβαλε τον Άγιον πρότερον. Τρεις φοραίς δε εκτύπησεν ο απάνθρωπος εις τον λαιμόν του Αγίου με το σπαθί, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Λούκιος ο στρατιώτης πυρί τελειούται.
Φυγών παλαιάν Λούκιε ζύμην πλάνης,
Καυθείς επώφθης ένζυμον Θεώ νέον.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Συμεών ο Τραπεζούντιος, ο μαρτυρήσας εν Κωνσταντινουπόλει κατά το έτος ͵αχνγ’ [1653], αγχόνη τελειούται (4).
Τω Συμεών υπήρξε βαθμίς αγχόνη,
Δι’ ης ανήλθεν Ουρανού εις το πλάτος.
(4) Όρα το Μαρτύριον αυτού εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΔ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Προφήτου Μιχαίου.
Ἐκ γῆς μὲν ἤρθην, εἰ καὶ πόλον φθάσω,
Χάριν Μιχαίας εἴσομαί σοι τῷ ξύλῳ.
Μιχαίας δεκάτῃ ξύλῳ ἤρθη ἠδὲ τετάρτῃ.
Οὗτος ἦτον ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα Προφήτας τοὺς μικροὺς λεγομένους, ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραίμ, υἱὸς Ἰωράμ (1), γεννηθεὶς εἰς τόπον λεγόμενον Μωραθῆ, προεφήτευσεν ἔτη πδ΄ [84]. Προέλαβε δὲ τὴν ἔλευσιν τοῦ Χριστοῦ ἔτη χς΄ [606]. Οὗτος λοιπὸν ἐπειδὴ ἤλεγχε τὸν βασιλέα Σαμαρείας Ἀχαάβ, διὰ τὰς πολλὰς καὶ διαφόρους του ἁμαρτίας, διὰ τοῦτο ἐμισεῖτο ἀπὸ ἐκεῖνον. Ὅθεν τοῦτο ἠξεύρωντας ὁ Προφήτης, ἀνεχώρει, καὶ εὑρίσκετο τὸν περισσότερον καιρὸν εἰς τὰ βουνά, ἵνα μὴ συχνὰ ἐμφανιζόμενος καὶ ἐλέγχων τὸν βασιλέα, κινήσῃ τὸν θυμὸν αὐτοῦ εἰς τὸ νὰ τὸν φονεύσῃ. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπέθανεν ὁ Ἀχαάβ, ἤλεγχεν ὁ Προφήτης τὸν υἱὸν τοῦ Ἀχαάβ, Ἰωρὰμ ὀνομαζόμενον, διὰ τὰς παρανομίας ὁποῦ ἔκαμνε, τὰς ὁμοίας μὲ τὰς τοῦ πατρός του. Ὁ δὲ Ἰωρὰμ νέος ὤντας, δὲν ὑπέφερε τὸν ἔλεγχον τοῦ Προφήτου, ὅθεν ἐπίασεν αὐτόν, καὶ κρεμάσας τὸν ἐθανάτωσε, τὸ δὲ λείψανον αὐτοῦ ἔρριψεν εἰς τὸν ἐκεῖ πλησίον κρημνόν. Οἱ δὲ συγγενεῖς αὐτοῦ πέρνοντες αὐτό, τὸ ἔθαψαν μὲ τιμὴν εἰς τὴν πατρίδα του, τὴν καλουμένην Μωραθῆ, κοντὰ εἰς τὸ κοιμητήριον τοῦ Ἐνακείμ. Ὁ δὲ τάφος αὐτοῦ εἶναι ἐγνωσμένος.
(1) Ὁ δὲ Ἰώσηπος λέγει, ὅτι ἦτον υἱὸς Ἰεμβλέου. Ἦτον δὲ ὁ Μιχαίας παλαιότερος τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου. Ὅθεν ὁ Ἱερεμίας ὀνομαστὶ ἀναφέρει τὸν Μιχαίαν τοῦτον λέγων· «Καὶ ἀνέστησαν ἄνδρες τῶν πρεσβυτέρων τῆς γῆς, καὶ εἶπαν πάσῃ τῇ συναγωγῇ τοῦ λαοῦ. Μιχαίας ὁ Μωραθίτης ἦν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἐζεκίου βασιλέως Ἰούδα· καὶ εἶπε παντὶ τῷ λαῷ Ἰούδα· οὕτως εἶπε Κύριος. Σιὼν ὡς ἀγρὸς ἀροτριωθήσεται, καὶ Ἱερουσαλὴμ εἰς ἄβατον ἔσται, καὶ τὸ ὄρος τοῦ οἴκου εἰς ἄλσος δρυμοῦ» (Ἱερ. λγ΄, ἢ κατ’ ἄλλην ἔκδοσιν κς΄, 17). Ἐξεδόθη δὲ ἡ προφητεία αὐτοῦ ἐπὶ τῶν βασιλειῶν τοῦ Ἰωάθαμ, τοῦ Ἄχαζ, καὶ τοῦ Ἐζεκίου. (Ὅρα εἰς τὸν Κανονικὸν Κλήμεντα.) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὴν προεόρτιον ταύτην ἡμέραν τῆς Κοιμήσεως λόγον ἔχει ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιος Γερμανός, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὁ χρεωστῶν πάντοτε τὸν ἴδιον». (Σῴζεται ἐν τῇ τοῦ Διονυσίου.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Μαρκέλλου Ἐπισκόπου Ἀπαμείας.
Κνίσσαις νοηταῖς τὸν Θεὸν καθηδύνας,
Καὶ σαρκὸς αὐτὸν ἡδύνεις κνίσσῃ Πάτερ.
Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου ἐν ἔτει τοθ΄ [379], ἐκατάγετο δὲ ἀπὸ τὴν Κύπρον, εἰς τὴν ὁποίαν ἐμπιστευθεὶς κοσμικὴν ἐξουσίαν, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἐξέπληξε διὰ τὴν εὐσέβειαν καὶ δικαιοσύνην ὁποῦ ἐμεταχειρίζετο εἰς τὴν διοίκησιν τῶν πολιτικῶν πραγμάτων. Ὕστερον δὲ μεταβὰς εἰς ἐκκλησιαστικὴν τάξιν καὶ ἐξουσίαν, ἔγινεν Ἐπίσκοπος τῆς Ἀπαμείας τῆς εὑρισκομένης εἰς τὴν Συρίαν, καὶ ἐπολιτεύθη δικαίως καὶ ὁσίως καὶ εἰς τὰ ἄλλα πράγματα. Μάλιστα δὲ καὶ ἐξαιρέτως, ἐγένετο θερμὸς τῆς τοῦ Χριστοῦ πίστεως ζηλωτής, Ἐκκλησίας μὲν καὶ θείους Ναοὺς εἰς δόξαν Θεοῦ κτίζων, τοὺς δὲ ναοὺς τῶν εἰδώλων κατακρημνίζων. Ἕνα δὲ ἀπὸ τοὺς εἰδωλικοὺς ναοὺς δὲν ἄφινεν ὁ εἰς αὐτὸν κατοικῶν δαίμων, οὔτε νὰ καῇ, οὔτε νὰ κρημνισθῇ μὲ μηχανήν, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο τοῦ Διός. Ὁ δὲ Ἅγιος πέρνωντας νερόν, εὐλόγησεν αὐτό, καὶ ἐξ αὐτοῦ ἐρράντισεν ἐπάνω εἰς τὰ ξύλα, ὁποῦ ἐστοίβασε μέσα εἰς τὸν ναόν, ὅθεν ὁ δαίμων δὲν ἐδυνήθη πλέον νὰ ἐμποδίσῃ, διὰ τοῦτο ἄναψαν τὰ ξύλα καὶ κατέκαυσαν τὸν ναόν. Αὕτη δὲ ἐστάθη ἀφορμὴ νὰ πιάσουν τὸν Ἅγιον οἱ εἰδωλολάτραι, καὶ νὰ βάλουν αὐτὸν εἰς τὴν φωτίαν. Ὅθεν ἔτζι ὁ ἀοίδιμος ἔλαβε διὰ τοῦ πυρὸς τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις καὶ ἑορτὴ εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Προφήτου Προδρόμου καὶ βαπτιστοῦ Ἰωάννου, εἰς τόπον λεγόμενον τοῦ Φορακίου (2).
(2) Σημείωσαι, ὅτι τὸ Συναξάριον τοῦτο τοῦ Ἁγίου Μαρκέλλου, ἐρανίσθη ἀπὸ τὸ πέμπτον βιβλίον τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, ἐκ τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου κεφαλαίου. Ἐν ᾧ ἐκεῖνος γράφει ταῦτα πλατύτερον, ὅτι ὁ Ἅγιος Μάρκελλος μὴ δυνάμενος νὰ κρημνίσῃ τὸν ναὸν ἐκεῖνον, ἐπειδὴ καὶ ἡ οἰκοδομή του ἦτον στερεά, καὶ ἐπειδὴ ᾑ τέσσαρες κολόναις αὐτοῦ νὰ τζακισθοῦν δὲν ἐδύνοντο, τούτου χάριν παρεκάλει τὸν Θεὸν νὰ τοῦ φανερώσῃ κᾀνένα τρόπον διὰ νὰ τὸν κρημνίσῃ. Ὅθεν εὑρέθη ἕνας ἄνθρωπος ὅστις χωρὶς νὰ ᾖναι οἰκοδόμος, οὔτε πετροκόπος, ἀλλὰ μόνον συνειθισμένος ὢν νὰ φέρῃ ξύλα εἰς τοὺς ὤμους του: οὗτος λέγω σκάψας τριγύρω τὰς τρεῖς κολόνας, ἔβαλεν εἰς αὐτὰς ξύλα ἐλαίας. Ἔπειτα λέγει αὐτολεξεὶ ὁ Θεοδώρητος· «Οὕτω δὲ τρεῖς τῶν κιόνων ὀρέξας τὴν φλόγα, τοῖς ξύλοις προσήνεγκεν· ἀλλ’ οὐκ εἴα κατὰ φύσιν ὑπὸ τοῦ πυρὸς τὰ ξύλα δαπανᾶσθαι δαίμων τις φαινόμενος μέλας, καὶ κωλύων τῆς φλογὸς τὴν ἐνέργειαν. Ἐπειδὴ δὲ πολλάκις τοῦτο δράσαντες, ἀνίκητον ἑώρων τὴν μηχανήν, ἐμήνυσαν τοῦτο τῷ ποιμένι (ἤτοι τῷ Ἁγίῳ Μαρκέλλῳ) κατὰ μεσημβρίαν καθεύδοντι. Ὁ δὲ παραυτίκα εἰς τὸν θεῖον δραμὼν ναόν, καὶ εἰς ἄγγος ὕδωρ κομισθῆναι προστάξας, ἔθηκε μὲν τὸ ὕδωρ ὑπὸ τὸ θεῖον θυσιαστήριον. Αὐτὸς δὲ εἰς τὸ ἔδαφος τὸ μέτωπον θείς, τὸν φιλάνθρωπον ἠντιβόλει Δεσπότην, μὴ ἐπιπλεῖστον ἐνδοῦναι τῇ τυραννίδι τοῦ δαίμονος. Ἀλλὰ καὶ τὴν ἀσθένειαν τὴν ἐκείνου γυμνῶσαι, καὶ τὴν οἰκείαν δύναμιν ἐπιδεῖξαι, ἵνα μὴ πρόφασις ἐντεῦθεν τοῖς ἀπίστοις μείζονος γένηται βλάβης. Ταῦτα εἰπών, καὶ ὅσα τούτοις παρόμοια, καὶ ἐπιθεὶς τοῦ Σταυροῦ τὸν τύπον τῷ ὕδατι, Ἐκύτιόν τινα διακονίας ἠξιωμένον, πίστει καὶ ζήλῳ πεφραγμένον, λαβεῖν τε τὸ ὕδωρ ἐκέλευσε, καὶ διὰ τάχους δραμεῖν, καὶ μετὰ πίστεως διαρᾶναι, καὶ τὴν φλόγα προσενεγκεῖν. Οὕτω τούτου γενομένου, ἀπέδραμεν ὁ δαίμων, οὐκ ἐνεγκὼν τὴν τοῦ ὕδατος προσβολήν. Τὸ δὲ πῦρ ὡς ἐλαίῳ τῷ ἀντιπάλῳ χρησάμενον ὕδατι, ἐπελάβετο τῶν ξύλων, καὶ ταῦτα ἐν ἀκαρεῖ κατηνάλωσε».
Σημείωσαι, ὅτι ἐκ τῆς πράξεως ταύτης τοῦ Ἁγίου Μαρκέλλου, ἔγινεν ἡ συνήθεια τοῦ νὰ ψάλλεται ἐν ταῖς πρωτομηνίαις ὁ μικρὸς Ἁγιασμός, καὶ νὰ ῥαντίζωνται διὰ τοῦ ὕδατος οἱ οἶκοι καὶ τόποι, ὅπου εὑρίσκεται ἀσθένεια, καὶ ἐμφιλοχωρεῖ ἐνέργεια δαιμονική. Δραπετεύει γὰρ αὕτη καὶ διώκεται ὑπὸ τοῦ ἁγιασθέντος ὕδατος. Τὸν καὶ ἐν ἄλλαις ἡμέραις (χωρὶς δηλαδὴ τῆς τῶν Ἐπιφανίων ἡμέρας) ἁγιασμὸν τοῦ ὕδατος, μαρτυρῶσι καὶ ἄλλοι Πατέρες, ἤτοι ὁ θεῖος Κυπριανός (ἐπιστολῇ ἑβδομηκοστῇ ἕκτῃ) λέγων, ὅτι εἶναι καθάρσιον τὸ ὕδωρ τοῦ ῥαντισμοῦ. Καὶ ὁ ἱερὸς Ἐπιφάνιος (αἱρέσει δωδεκάτῃ).
*
Ἡ εἰς τὸ Παλάτιον ἀνακομιδὴ τοῦ τιμίου Σταυροῦ (3).
Λόγους ἀνάψας ἀντὶ φαιδρῶν λαμπάδων,
Σταυρὸν προπέμπω τῶν ἀνακτόρων ἔσω.
(3) Ἀνακομιδὴ τοῦ Σταυροῦ νοεῖται ἐδῶ, ἡ εἰς τὸ βασιλικὸν παλάτιον ἐπιστροφὴ τοῦ τιμίου ξύλου τοῦ Σταυροῦ, ἀπὸ τὸ ὁποῖον παλάτιον εὔγαινε κατὰ τὴν τριακοστὴν πρώτην τοῦ Ἰουλίου, ὡς εἴπομεν ἐκεῖ, καὶ ἐπεριήρχετο εἰς ὅλην τὴν πόλιν μέχρι τῆς δεκάτης τετάρτης τοῦ παρόντος.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Οὐρσικίου.
Οὐρσικίου τμηθεῖσαν ὦ Θεοῦ Λόγε,
Πῶς τὴν κεφαλὴν ἀστεφάνωτον λίπῃς;
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει τ΄ [300], καταγόμενος ἀπὸ τὴν πόλιν Σεβεντοῦ, τὴν εὑρισκομένην εἰς τὴν ἄνω Ἰλλυρίαν, ἤτοι Σλαβονίαν, στρατιώτης ὑπάρχων κατὰ τὴν τάξιν. Οὗτος λοιπὸν μὲ τὸ νὰ ἦτον Χριστιανός, ἐδιαβάλθη εἰς τὸν βασιλέα Μαξιμιανόν. Ὁ δὲ Μαξιμιανὸς ἔδωκεν αὐτὸν εἰς τὸν ἔπαρχον Ἀριστείδην διὰ νὰ τὸν κρίνῃ ἐκεῖνος. Ὅθεν ἔδειραν αὐτὸν εἰς τὴν ῥάχιν μὲ βούνευρα, καὶ τὰ πλευρά του ἐπλήγωσαν δυνατά. Ἔπειτα ἐτείλιξαν τὰς χεῖράς του μὲ λινάρια βρεγμένα μὲ λάδι, ἐπάνω δὲ τούτων ἔπασαν τεάφι καὶ ῥετζήνην, καὶ ἔτζι ἔδωκαν φωτίαν εἰς αὐτά. Πάσχων δὲ τὰς τιμωρίας ταύτας ὁ Ἅγιος, ἔλεγεν, ὅτι δικαίως πάσχουν τὰ χέριά του, διατὶ ἐγλύτωσαν τὸν τύραννον, ὁ ὁποῖος ἔμελλε κακῶς νὰ ἀπολεσθῇ. Ὅθεν ἐπειδὴ ὁ τύραννος ἐκατηγορήθη ἀπὸ κᾄποιον Τερτυλλιανὸν ἐκεῖ παρευρισκόμενον, διατὶ λυτρωθεὶς ἀπὸ τὸν Ἅγιον, ἐφάνη ἀχάριστος εἰς τὸν εὐεργέτην του, τούτου χάριν ἐντραπεὶς ὁ Μαξιμιανός, ἐπρόσταξε νὰ χύσουν νερὸν ἐπάνω εἰς τὰ χέρια τοῦ Μάρτυρος, καὶ νὰ σβύσουν τὴν φωτίαν. Βλέπων δὲ τοῦτο ἕνας Ἕλλην, Ὀλβιανὸς ὀνομαζόμενος, ἐταράχθη ἀπὸ τὸν θυμόν του, καὶ εὐγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὸ πραιτώριον. Ὅστις πηγαίνωντας εἰς τὸν οἶκόν του, ἐδαγκάσθη ἀπὸ ἕνα σκορπίον, καὶ μὲ πόνους μεγάλους κακῶς ὁ κακὸς τὴν ψυχήν του ἀπέρριψεν. Ὁ δὲ Ἅγιος Οὐρσίκιος δεχθεὶς τὴν τελευταίαν ἀπόφασιν, ἀπεκεφαλίσθη ἀπὸ κᾄποιον Οὐάλεντα, ὁ ὁποῖος ἐδιάβαλε τὸν Ἅγιον πρότερον. Τρεῖς φοραῖς δὲ ἐκτύπησεν ὁ ἀπάνθρωπος εἰς τὸν λαιμὸν τοῦ Ἁγίου μὲ τὸ σπαθί, καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ μακάριος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λούκιος ὁ στρατιώτης πυρὶ τελειοῦται.
Φυγὼν παλαιὰν Λούκιε ζύμην πλάνης,
Καυθεὶς ἐπώφθης ἔνζυμον Θεῷ νέον.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Συμεὼν ὁ Τραπεζούντιος, ὁ μαρτυρήσας ἐν Κωνσταντινουπόλει κατὰ τὸ ἔτος ͵αχνγ΄ [1653], ἀγχόνῃ τελειοῦται (4).
Τῷ Συμεὼν ὑπῆρξε βαθμὶς ἀγχόνη,
Δι’ ἧς ἀνῆλθεν Οὐρανοῦ εἰς τὸ πλάτος.
(4) Ὅρα τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *