Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου14 Απριλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΔ’, μνήμη των Αγίων Αποστόλων εκ των εβδομήκοντα Αριστάρχου (1), Πούδη, και Τροφίμου.
Εις τον Αρίσταρχον.
Τιμώ τον Αρίσταρχον ως αριστέα,
Καλώς αριστεύσαντα μέχρι και ξίφους.
Εις τον Πούδην.
Πού δη μετέστης ως απετμήθης Πούδη;
Πού δη μετέστην, ή προς άφθαρτον κλέος;
Εις τον Τρόφιμον.
Τρόφιμος τρυφήν ποθών την ουρανίαν,
Τροφή ξίφους γέγονε του τεθηγμένου.
Τη δεκάτη δε μαθηταί απήραν και γε τετάρτη.
Ούτοι ήτον από τους εβδομήκοντα Αποστόλους, ηκολούθησαν δε εις τον μέγαν Απόστολον Παύλον, κηρύττοντες το Ευαγγέλιον του Χριστού, και συγκακοπαθούντες με τον διδάσκαλον αυτών Παύλον εις όλους τους διωγμούς του και πειρασμούς. Αφ’ ου δε ο Παύλος απεκεφαλίσθη, τότε και αυτοί απεκεφαλίσθησαν από τον Νέρωνα. Ταύτα διηγείται ο μακάριος και πανόλβιος Δωρόθεος (ο Τύρου δηλαδή Επίσκοπος, ούτινος η μνήμη εορτάζεται κατά την ενάτην του Οκτωβρίου). Ούτος γαρ, πηγαίνωντας εις την Ρώμην, τα έμαθε, και με ρωμαϊκήν, ήτοι λατινικήν γλώσσαν τα έγραψε, και τα αφήκεν εις υπομνήματα. Δεν έγραψε δε μόνον δια τούτους, αλλά και δια όλους τους Αποστόλους, και δια πολλούς άλλους Αγίους. Προς τούτοις ιστόρησε και δια τους ιερούς Προφήτας. Έγινε γαρ ο Άγιος δια την ευφυΐαν και αγχίνοιάν του, φιλομαθής και πολυμαθής και πολυΐστωρ ως άλλος ουδείς (2).
(1) Σημείωσαι, ότι ο Άγιος Αρίσταρχος εορτάζεται μετά Μάρκου και Ζήνωνος κατά την εικοστήν εβδόμην του Σεπτεμβρίου, και όρα εκεί τον Βίον αυτού πλατύτερον γραφόμενον.
(2) Περί του Αποστόλου Πούδη ούτω γράφει προς τον Τιμόθεον ο Παύλος· «Ασπάζεταί σε Εύβουλος και Πούδης» (Β’ Τιμ. δ’, 21). Περί δε του Τροφίμου, αι μεν Πράξεις των Αποστόλων γράφουν, ότι ήτον Ασιανός και Εφέσιος· «Ήσαν γάρ φησι προεωρακότες Τρόφιμον τον Εφέσιον» (Πραξ. κα’, 39). Ο δε Παύλος γράφει προς τον Τιμόθεον· «Τρόφιμον δε απέλιπον εν Μιλήτω ασθενούντα» (Β’ Τιμοθ. δ’, 20).
*
Τη αυτή ημέρα ο Άγιος Μάρτυς Αρδαλίων ο Μίμος πυρί τελειούται.
Νυν μίμος όντως Αρδαλίων ή πάλαι,
Μιμούμενος γαρ Μάρτυρας το πυρ στέγει.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει σϞη’ [298], καταγινόμενος εις τα θέατρα και εις τας κωμωδίας, μιμούμενος τον ένα και τον άλλον, και υποκρινόμενος τα των άλλων πάθη και δράματα. Επειδή δε μίαν φοράν του εφάνη να μιμηθή καθ’ υπόκρισιν την αντίστασιν, οπού έκαμναν οι Χριστιανοί προς τους τυράννους, όταν εμαρτύρουν, τούτου χάριν εκρεμάσθη υψηλά και εξεσχίζετο, επειδή δεν ήθελε να προσφέρη θυσίαν εις τους θεούς. Όταν λοιπόν ο λαός βλέπων ταύτα, εκρότει τας χείρας και επαινούσε την επιτηδείαν αυτού μίμησιν ομού και γενναιοκαρδίαν, τότε ο Αρδαλίων έκραξε μεγαλοφώνως και είπεν εις τον λαόν, να σιωπήσουν, και ούτως εκήρυξε τον εαυτόν του, πως είναι τη αληθεία Χριστιανός. Όθεν ο άρχων πάλιν εσυμβούλευσεν αυτόν να μεταθέση την γνώμην του, αλλ’ ο Αρδαλίων δεν ηθέλησε να πεισθή. Όθεν επιμένωντας εις την ομολογίαν του Χριστού, εβάλθη εν τω μέσω μιας πυρκαϊάς, οπού ανάφθη εκεί, και ούτως ετελειώθη ο μακάριος, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον.
*
Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Θωμαΐδος.
Αιώνος ήρας τούδε την Θωμαΐδα,
Το της Γραφής μέλλοντος αιώνος Πάτερ.
Η Αγία αύτη Θωμαΐς, εγεννήθη μεν εις την Αλεξάνδρειαν, ανετράφη δε καλώς, και επαιδεύθη από τους γονείς της. Έπειτα συνεζεύχθη με άνδρα, και ήτον μέσα εις το οσπήτι της ηγαπημένη με τον άνδρα της, και διαπερνώσα την ζωήν της με κοσμιότητα και σωφροσύνην. Επειδή δε εκατοίκει εις το αυτό οσπήτιον και ο πενθερός της, ήγουν ο κατά σάρκα πατήρ του ανδρός της, μίαν ημέραν έτυχε να μην ευρεθή ο άνδρας της εκεί. Όθεν ο των ψυχών φθορεύς Διάβολος έβαλεν αισχρούς λογισμούς εις τον γέροντα, κατά της νύμφης του Θωμαΐδος, και εδοκίμαζε να σμίξη με αυτήν, σπουδάζωντας και μηχανευόμενος κάθε τρόπον, δια να πληρώση τον κακόν του σκοπόν. Η δε μακαρία Θωμαίς εσυμβούλευε τον γέροντα, και παρεκάλει αυτόν να ευγάλη από την καρδίαν του τοιούτον διαβολικόν λογισμόν, εις μάτην όμως εκοπίαζεν. Όθεν ο κακογέρων τυφλωθείς από τον Διάβολον, επήρε το σπαθί του υιού του, και κτυπήσας την νύμφην του εις θανατηφόρον μέρος, έσχισεν αυτήν και εθανάτωσε. Και η μεν μακαρία Θωμαΐς, παρέδωκε την ψυχήν της εις τον Θεόν, και έγινε Μάρτυς δια την σωφροσύνην. Ο δε γέρων, παρευθύς τυφλωθείς κατά τους σωματικούς οφθαλμούς, ετριγύριζεν εις το οσπήτι εδώ και εκεί.
Τότε έτυχε να υπάγουν μερικοί Χριστιανοί δια να ζητήσουν τον υιόν του, όθεν ευρήκαν νεκράν την Αγίαν Θωμαΐδα, ερριμμένην κάτω, και το έδαφος της γης γεμάτον από αίματα. Καθώς δε είδον αυτά, και τον γέροντα περιτριγυρίζοντα και περιπλανώμενον εδώ και εκεί, ερώτων αυτόν, ποίος εθανάτωσε την νύμφην του. Ο δε γέρων εφανέρωσε την αλήθειαν, και είπεν ότι αυτός με τας χείρας του την εφόνευσεν. Όθεν επροθυμοποιείτο και παρεκάλει αυτούς, να τον υπάγουν εις τον άρχοντα και εξουσιαστήν, δια να λάβη παρ’ αυτού την τιμωρίαν, οπού του πρέπει κατά τους πολιτικούς νόμους. Πεισθέντες λοιπόν εκείνοι, τον επαράστησαν εις τον εξουσιαστήν, και φανερωθείσης της αληθείας, επρόσταξεν ο εξουσιαστής και απεκεφάλισαν τον γέροντα. Ταύτα μαθών ο Αββάς Δανιήλ ο πρώτος της Σκήτεως, εκατέβη εις την Αλεξάνδρειαν, και λαβών το λείψανον της Αγίας Θωμαΐδος, ανέβασεν αυτό εις την Σκήτην, και έβαλεν αυτό εις το κοιμητήριον των Πατέρων, επειδή και έλαβε μαρτυρικόν τέλος δια την σωφροσύνην. Ένας δε αδελφός από την Σκήτην, ενοχληθείς από το πάθος της πορνείας, επρόστρεξεν εις τον τάφον της μακαρίας, και χρίσας τον εαυτόν του με το λάδι της κανδήλας της Αγίας, έλαβεν εις τον ύπνον του ευλογίαν από την Αγίαν, η οποία εφάνη εις αυτόν. Εξυπνήσας δε, ελευθερώθη από το πάθος. Από τότε λοιπόν και έως του νυν, όλοι οι αδελφοί της Σκήτεως, έχουσι μεγάλην βοηθόν εις τους πολέμους της σαρκός, την μακαρίαν ταύτην Θωμαΐδα.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΔ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἐκ τῶν ἑβδομήκοντα Ἀριστάρχου (1), Πούδη, καὶ Τροφίμου.
Εἰς τὸν Ἀρίσταρχον.
Τιμῶ τὸν Ἀρίσταρχον ὡς ἀριστέα,
Καλῶς ἀριστεύσαντα μέχρι καὶ ξίφους.
Εἰς τὸν Πούδην.
Ποῦ δὴ μετέστης ὡς ἀπετμήθης Πούδη;
Ποῦ δὴ μετέστην, ἢ πρὸς ἄφθαρτον κλέος;
Εἰς τὸν Τρόφιμον.
Τρόφιμος τρυφὴν ποθῶν τὴν οὐρανίαν,
Τροφὴ ξίφους γέγονε τοῦ τεθηγμένου.
Τῇ δεκάτῃ δὲ μαθηταὶ ἀπῆραν καί γε τετάρτῃ.
Οὗτοι ἦτον ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους, ἠκολούθησαν δὲ εἰς τὸν μέγαν Ἀπόστολον Παῦλον, κηρύττοντες τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, καὶ συγκακοπαθοῦντες μὲ τὸν διδάσκαλον αὑτῶν Παῦλον εἰς ὅλους τοὺς διωγμούς του καὶ πειρασμούς. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ Παῦλος ἀπεκεφαλίσθη, τότε καὶ αὐτοὶ ἀπεκεφαλίσθησαν ἀπὸ τὸν Νέρωνα. Ταῦτα διηγεῖται ὁ μακάριος καὶ πανόλβιος Δωρόθεος (ὁ Τύρου δηλαδὴ Ἐπίσκοπος, οὗτινος ἡ μνήμη ἑορτάζεται κατὰ τὴν ἐνάτην τοῦ Ὀκτωβρίου). Οὗτος γάρ, πηγαίνωντας εἰς τὴν Ῥώμην, τὰ ἔμαθε, καὶ μὲ ῥωμαϊκήν, ἤτοι λατινικὴν γλῶσσαν τὰ ἔγραψε, καὶ τὰ ἀφῆκεν εἰς ὑπομνήματα. Δὲν ἔγραψε δὲ μόνον διὰ τούτους, ἀλλὰ καὶ διὰ ὅλους τοὺς Ἀποστόλους, καὶ διὰ πολλοὺς ἄλλους Ἁγίους. Πρὸς τούτοις ἱστόρησε καὶ διὰ τοὺς ἱεροὺς Προφήτας. Ἔγινε γὰρ ὁ Ἅγιος διὰ τὴν εὐφυΐαν καὶ ἀγχίνοιάν του, φιλομαθὴς καὶ πολυμαθὴς καὶ πολυΐστωρ ὡς ἄλλος οὐδείς (2).
(1) Σημείωσαι, ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀρίσταρχος ἑορτάζεται μετὰ Μάρκου καὶ Ζήνωνος κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην τοῦ Σεπτεμβρίου, καὶ ὅρα ἐκεῖ τὸν Βίον αὐτοῦ πλατύτερον γραφόμενον.
(2) Περὶ τοῦ Ἀποστόλου Πούδη οὕτω γράφει πρὸς τὸν Τιμόθεον ὁ Παῦλος· «Ἀσπάζεταί σε Εὔβουλος καὶ Πούδης» (Β΄ Τιμ. δ΄, 21). Περὶ δὲ τοῦ Τροφίμου, αἱ μὲν Πράξεις τῶν Ἀποστόλων γράφουν, ὅτι ἦτον Ἀσιανὸς καὶ Ἐφέσιος· «Ἦσαν γάρ φησι προεωρακότες Τρόφιμον τὸν Ἐφέσιον» (Πράξ. κα΄, 39). Ὁ δὲ Παῦλος γράφει πρὸς τὸν Τιμόθεον· «Τρόφιμον δὲ ἀπέλιπον ἐν Μιλήτῳ ἀσθενοῦντα» (Β΄ Τιμοθ. δ΄, 20).
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀρδαλίων ὁ Μῖμος πυρὶ τελειοῦται.
Νῦν μῖμος ὄντως Ἀρδαλίων ἢ πάλαι,
Μιμούμενος γὰρ Μάρτυρας τὸ πῦρ στέγει.
Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει σϞη΄ [298], καταγινόμενος εἰς τὰ θέατρα καὶ εἰς τὰς κωμῳδίας, μιμούμενος τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλον, καὶ ὑποκρινόμενος τὰ τῶν ἄλλων πάθη καὶ δράματα. Ἐπειδὴ δὲ μίαν φορὰν τοῦ ἐφάνη νὰ μιμηθῇ καθ’ ὑπόκρισιν τὴν ἀντίστασιν, ὁποῦ ἔκαμναν οἱ Χριστιανοὶ πρὸς τοὺς τυράννους, ὅταν ἐμαρτύρουν, τούτου χάριν ἐκρεμάσθη ὑψηλὰ καὶ ἐξεσχίζετο, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ προσφέρῃ θυσίαν εἰς τοὺς θεούς. Ὅταν λοιπὸν ὁ λαὸς βλέπων ταῦτα, ἐκρότει τὰς χεῖρας καὶ ἐπαινοῦσε τὴν ἐπιτηδείαν αὐτοῦ μίμησιν ὁμοῦ καὶ γενναιοκαρδίαν, τότε ὁ Ἀρδαλίων ἔκραξε μεγαλοφώνως καὶ εἶπεν εἰς τὸν λαόν, νὰ σιωπήσουν, καὶ οὕτως ἐκήρυξε τὸν ἑαυτόν του, πῶς εἶναι τῇ ἀληθείᾳ Χριστιανός. Ὅθεν ὁ ἄρχων πάλιν ἐσυμβούλευσεν αὐτὸν νὰ μεταθέσῃ τὴν γνώμην του, ἀλλ’ ὁ Ἀρδαλίων δὲν ἠθέλησε νὰ πεισθῇ. Ὅθεν ἐπιμένωντας εἰς τὴν ὁμολογίαν τοῦ Χριστοῦ, ἐβάλθη ἐν τῷ μέσῳ μιᾶς πυρκαϊᾶς, ὁποῦ ἀνάφθη ἐκεῖ, καὶ οὕτως ἐτελειώθη ὁ μακάριος, καὶ ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.
*
Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Θωμαΐδος.
Αἰῶνος ἦρας τοῦδε τὴν Θωμαΐδα,
Τὸ τῆς Γραφῆς μέλλοντος αἰῶνος Πάτερ.
Ἡ Ἁγία αὕτη Θωμαΐς, ἐγεννήθη μὲν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἀνετράφη δὲ καλῶς, καὶ ἐπαιδεύθη ἀπὸ τοὺς γονεῖς της. Ἔπειτα συνεζεύχθη μὲ ἄνδρα, καὶ ἦτον μέσα εἰς τὸ ὁσπῆτί της ἠγαπημένη μὲ τὸν ἄνδρα της, καὶ διαπερνῶσα τὴν ζωήν της μὲ κοσμιότητα καὶ σωφροσύνην. Ἐπειδὴ δὲ ἐκατοίκει εἰς τὸ αὐτὸ ὁσπήτιον καὶ ὁ πενθερός της, ἤγουν ὁ κατὰ σάρκα πατὴρ τοῦ ἀνδρός της, μίαν ἡμέραν ἔτυχε νὰ μὴν εὑρεθῇ ὁ ἄνδρας της ἐκεῖ. Ὅθεν ὁ τῶν ψυχῶν φθορεὺς Διάβολος ἔβαλεν αἰσχροὺς λογισμοὺς εἰς τὸν γέροντα, κατὰ τῆς νύμφης του Θωμαΐδος, καὶ ἐδοκίμαζε νὰ σμίξῃ μὲ αὐτήν, σπουδάζωντας καὶ μηχανευόμενος κάθε τρόπον, διὰ νὰ πληρώσῃ τὸν κακόν του σκοπόν. Ἡ δὲ μακαρία Θωμαῒς ἐσυμβούλευε τὸν γέροντα, καὶ παρεκάλει αὐτὸν νὰ εὐγάλῃ ἀπὸ τὴν καρδίαν του τοιοῦτον διαβολικὸν λογισμόν, εἰς μάτην ὅμως ἐκοπίαζεν. Ὅθεν ὁ κακογέρων τυφλωθεὶς ἀπὸ τὸν Διάβολον, ἐπῆρε τὸ σπαθὶ τοῦ υἱοῦ του, καὶ κτυπήσας τὴν νύμφην του εἰς θανατηφόρον μέρος, ἔσχισεν αὐτὴν καὶ ἐθανάτωσε. Καὶ ἡ μὲν μακαρία Θωμαΐς, παρέδωκε τὴν ψυχήν της εἰς τὸν Θεόν, καὶ ἔγινε Μάρτυς διὰ τὴν σωφροσύνην. Ὁ δὲ γέρων, παρευθὺς τυφλωθεὶς κατὰ τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμούς, ἐτριγύριζεν εἰς τὸ ὁσπῆτι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ.
Τότε ἔτυχε νὰ ὑπάγουν μερικοὶ Χριστιανοὶ διὰ νὰ ζητήσουν τὸν υἱόν του, ὅθεν εὑρῆκαν νεκρὰν τὴν Ἁγίαν Θωμαΐδα, ἐρριμμένην κάτω, καὶ τὸ ἔδαφος τῆς γῆς γεμάτον ἀπὸ αἵματα. Καθὼς δὲ εἶδον αὐτά, καὶ τὸν γέροντα περιτριγυρίζοντα καὶ περιπλανώμενον ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἐρώτων αὐτόν, ποῖος ἐθανάτωσε τὴν νύμφην του. Ὁ δὲ γέρων ἐφανέρωσε τὴν ἀλήθειαν, καὶ εἶπεν ὅτι αὐτὸς μὲ τὰς χεῖράς του τὴν ἐφόνευσεν. Ὅθεν ἐπροθυμοποιεῖτο καὶ παρεκάλει αὐτούς, νὰ τὸν ὑπάγουν εἰς τὸν ἄρχοντα καὶ ἐξουσιαστήν, διὰ νὰ λάβῃ παρ’ αὐτοῦ τὴν τιμωρίαν, ὁποῦ τοῦ πρέπει κατὰ τοὺς πολιτικοὺς νόμους. Πεισθέντες λοιπὸν ἐκεῖνοι, τὸν ἐπαράστησαν εἰς τὸν ἐξουσιαστήν, καὶ φανερωθείσης τῆς ἀληθείας, ἐπρόσταξεν ὁ ἐξουσιαστὴς καὶ ἀπεκεφάλισαν τὸν γέροντα. Ταῦτα μαθὼν ὁ Ἀββᾶς Δανιὴλ ὁ πρῶτος τῆς Σκήτεως, ἐκατέβη εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, καὶ λαβὼν τὸ λείψανον τῆς Ἁγίας Θωμαΐδος, ἀνέβασεν αὐτὸ εἰς τὴν Σκήτην, καὶ ἔβαλεν αὐτὸ εἰς τὸ κοιμητήριον τῶν Πατέρων, ἐπειδὴ καὶ ἔλαβε μαρτυρικὸν τέλος διὰ τὴν σωφροσύνην. Ἕνας δὲ ἀδελφὸς ἀπὸ τὴν Σκήτην, ἐνοχληθεὶς ἀπὸ τὸ πάθος τῆς πορνείας, ἐπρόστρεξεν εἰς τὸν τάφον τῆς μακαρίας, καὶ χρίσας τὸν ἑαυτόν του μὲ τὸ λάδι τῆς κανδήλας τῆς Ἁγίας, ἔλαβεν εἰς τὸν ὕπνον του εὐλογίαν ἀπὸ τὴν Ἁγίαν, ἡ ὁποία ἐφάνη εἰς αὐτόν. Ἐξυπνήσας δέ, ἐλευθερώθη ἀπὸ τὸ πάθος. Ἀπὸ τότε λοιπὸν καὶ ἕως τοῦ νῦν, ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ τῆς Σκήτεως, ἔχουσι μεγάλην βοηθὸν εἰς τοὺς πολέμους τῆς σαρκός, τὴν μακαρίαν ταύτην Θωμαΐδα.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *