Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου13 Σεπτεμβρίου

Κορνηλίου του εκατοντάρχου, Κρονίδου, Λεοντίου, Σεραπίωνος κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Τω αυτώ μηνί ΙΓ’, μνήμη των εγκαινίων του θείου Ναού της Αγίας Χριστού του Θεού ημών Αναστάσεως.

Νόμον παλαιόν Ισραήλ πληρών νέος,
Εγκαινίοις σοι τον τάφον τιμά Λόγε.

Τύχθη Αναστάσεως τρισκαιδεκάτη καινισμός.

*

13-9 (1)Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Κορνηλίου του εκατοντάρχου.

Ζωής απίστου Κορνήλιον εξάγεις,
Πιστών απαρχήν των απ’ εθνών Χριστέ μου.

Ούτος ο θείος Κορνήλιος δεν ήτον Ιουδαίος, ουδέ από τους υποκειμένους εις τον παλαιόν Νόμον. Αλλ’ ήτον, εθνικός μεν και απερίτμητος, κατά την αξίαν εκατόνταρχος, από την σπείραν, ήγουν τάξιν, την καλουμένην ιταλικήν, ευσεβής δε και φοβούμενος τον Θεόν με όλον τον οίκον του, μεταχειριζόμενος την των Χριστιανών πολιτείαν, αγκαλά και ακόμη δεν είχεν αξιωθή της χάριτος του Θεού, ουδέ του θείου Βαπτίσματος (1). Ούτος λοιπόν διατρίβωντας εις την Καισάρειαν της Παλαιστίνης, είδεν Άγγελον Κυρίου παρακινούντα αυτόν, δια να καλέση τον Απόστολον Πέτρον, και να ακούση από αυτόν εκείνα οπού πρέπουσιν. Όθεν ευθύς στέλλει και φέρει τον Κορυφαίον, όστις απεκαλύφθη τα περί του Κορνηλίου δια της αινιγματώδους εκείνης θεωρίας των εν τη σινδόνι ερπετών και θηρίων. Επειδή, αν την θεωρίαν εκείνην δεν έβλεπεν ο Πέτρος, βέβαια δεν ήθελε καταδεχθή να υπάγη εις άνθρωπον απερίτμητον και εθνικόν. Όταν λοιπόν επήγεν εις τον οίκον του ο Απόστολος, ευθύς επρόσπεσεν εις τους πόδας του ο Κορνήλιος. Και κατηχηθείς την πίστιν παρ’ αυτού, εβαπτίσθη, τόσον αυτός, όσον και οι λοιποί οπού εσυνάχθησαν εις τον οίκον του.

Από τότε λοιπόν και ύστερον εσυναναστρέφετο με τους Αποστόλους. Και αφ’ ου οι Απόστολοι ανεχώρησαν από τα Ιεροσόλυμα, μετά τον φόνον και την λύπην του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, και διεσκορπίσθησαν εις την οικουμένην, τότε εσυντρόφευσεν αυτούς και ο θείος Κορνήλιος έως εις την Φοινίκην και Κύπρον και Αντιόχειαν. Αλλ’ ουδέ όταν ήτον εις την Έφεσον οι Απόστολοι, εχωρίσθη από αυτούς ο Κορνήλιος. Επειδή δε οι Απόστολοι έμαθον, πως η πόλις των Σκεψέων (2) εκρατείτο από την πλάνην των ειδώλων, και έβαλον λαχνούς (3), ποίος να υπάγη εις αυτήν δια να κηρύξη, ο δε λαχνός έπεσεν εις τον Κορνήλιον· δια τούτο ευθύς επήγεν εις αυτήν ο ιερός Απόστολος, ευαγγελιζόμενος την εις Χριστόν πίστιν.

Μαθών δε τούτο ο τοπάρχης των Σκεψέων Δημήτριος, άνδρας σοφός και δεινός εις την των Ελλήνων θρησκείαν, έφερεν έμπροσθέν του τον ιερόν Κορνήλιον, όστις παρρησία ωμολόγησε τον Χριστόν. Έπειτα προσποιηθείς, ότι θέλει τάχα να θυσιάση εις τους θεούς, εμβήκεν εις τον ναόν αυτών, και προσευχηθείς ευγήκεν έξω. Τότε θαύμα μέγα εποίησεν ο του Χριστού μαθητής, δια μέσου του οποίου ετράβιξεν όλους τους εκεί ευρισκομένους εις την πίστιν του Χριστού. Δια μέσου γαρ της προσευχής του, αιφνιδίως έγινε μέγας σεισμός, από τον οποίον έπεσεν ο ναός. Και τα μεν είδωλα, εσύντριψε και κατέχωσε. Την δε γυναίκα του Δημητρίου Ευανθίαν ονόματι, μαζί με τον υιόν της, ζωντανούς υποκάτω εις το χώμα παραδόξως εφύλαξεν.

Ο δε Δημήτριος προ του να μάθη ταύτα, εσυγκρότησε κριτήριον, και εστοχάζετο με ποίας πικροτάτας βασάνους να τιμωρήση τον Άγιον. Πλην επειδή και έτυχε τότε να ήναι εσπέρα, επρόσταξε και έρριψαν τον Άγιον εις την φυλακήν δεμένον χείρας και πόδας. Τότε λοιπόν μανθάνει και τα εις την γυναίκα και τον υιόν του συμβάντα, και ευθύς πίπτει εις πένθος και βαρυτάτην λύπην. Προστάζει όμως δια να ευρεθούν τα λείψανα αυτών. Αλλά μετά ολίγον μανθάνει παρ’ ελπίδα από τον αρχιερέα των Ελλήνων, ότι και η γυνή και ο υιός του είναι ζωντανοί, και επικαλούνται τον Κορνήλιον. Όθεν τρέχει δρομαίος εις την φυλακήν. Και ευρίσκωντας τον Κορνήλιον λυθέντα υπό Αγγέλου εκ των δεσμών, και υμνούντα τον Θεόν, επρόσπεσεν εις τους πόδας του και έλεγεν, ότι πιστεύει εις τον Χριστόν, ανίσως και ιδή ζωντανούς την γυναίκα και τον υιόν του.

Ο δε Άγιος εκβαλών από το χώμα υγιείς την γυναίκα και τον υιόν, εβάπτισεν αυτούς, ομού και τον Δημήτριον και όλους τους ανθρώπους του. Έπειτα εβάπτισε και όλην την πόλιν, ήτοι τους πολίτας των Σκεψέων, φωτίσας αυτούς δια της θεογνωσίας. Με τα τοιαύτα λοιπόν έργα ετελείωσε την αποστολικήν του ζωήν ο αοίδιμος, και απήλθε με γήρας βαθύ προς τον Κύριον. Ευθύς δε εφύτρωσε μία βάτος από την γην, η οποία εσκέπασε τον τάφον του Αποστόλου, και πολλά ενήργει θαυμάσια. Έπειτα και Ναός λαμπρός εκατασκευάσθη εκεί εις τιμήν του Αποστόλου. Και όταν έμελλε να γένη η μετάθεσις των λειψάνων του, τότε η τιμία κιβωτός η το λείψανον έχουσα, ω του θαύματος! ωσάν έμψυχος και ζωντανή, εκινήθη μόνη και εμβήκεν εις τον Ναόν. Και σταθείσα κοντά εις το Άγιον Βήμα, από τότε ενεργεί θαυματουργίας έως της σήμερον (4).

(1) Σημειούμεν εδώ, ότι ο Αλεξανδρείας θεσπέσιος Κύριλλος, ερμηνεύων το δωδέκατον κεφάλαιον του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, και ερχόμενος εις την περικοπήν την λέγουσαν· «Ήσαν δέ τινες Έλληνες εκ των αναβαινόντων, ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή», λέγει ότι οι Έλληνες ούτοι, δεν ήτον πολύθεοι και ειδωλολάτραι, καθώς ήσαν οι άλλοι Έλληνες και εθνικοί. Διατί, πώς εδύναντο να αναβούν εις τα Ιεροσόλυμα δια να εορτάσουν το Πάσχα και να προσκυνήσωσιν εν τω Ναώ του Σολομώντος; Αλλ’ ούτε πάλιν ήσαν περιτετμημένοι και πάντα τα των Ιουδαίων δεχόμενοι. Αλλά, την μεν πολυθεΐαν των Ελλήνων και εθνικών απεστρέφοντο, την δε μοναρχίαν του ενός Θεού, την υπό των Ιουδαίων κηρυττομένην, απεδέχοντο. Ομοίως και πολλά ηθικά εκ του ιουδαϊκού Νόμου εφύλαττον, όσα ήτον τω φυσικώ νόμω σύμφωνα, ουχί δε και πάντα: όσα δηλαδή περιέχει το τελετουργικόν μέρος αυτού. Ένας δε από αυτούς, ήτον και ο παρών θείος Κορνήλιος, περί ου γράφουσιν αι Πράξεις των Αποστόλων εν κεφαλαίω δεκάτω.

(2) Η πόλις των Σκεψέων ίσως είναι η παλαιά Σκήψις, η εν τη Ελάσσονι Μυσία τη εν Ασία ευρισκομένη, κατά το υψηλότατον μέρος της Ίδης, περί ης γράφει ο Μελέτιος, σελ. 453.

(3) Σημείωσαι, ότι μερικοί κλήρους και λαχνούς ενόησαν, ότι εποίησαν οι θείοι Απόστολοι, τους αλόγως και κατά τύχην ακολουθούντας, τους οποίους συνειθίζουν να κάμνουν οι σαρκικοί και κοσμικοί άνθρωποι. Τούτο όμως δεν δέχεται ο Αρεοπαγίτης θείος Διονύσιος. Αλλά λέγει, πως κλήρον ονομάζουσι τα θεία λόγια, ένα θεϊκόν δώρον, το οποίον εφανέρονεν εις τον χορόν των Αποστόλων, εκείνον οπού εδιάλεξεν ο Θεός. Ούτω γάρ φησι· «Περί δε του θείου κλήρου του τω Ματθία θειωδώς επιπεσόντος, έτεροι μεν, άλλα ειρήκασιν, ουκ ευαγώς, ως οίμαι. Την εμήν δε και αυτός έννοιαν ερώ. Δοκεί γαρ μοι τα λόγια κλήρον ονομάσαι, θεαρχικόν τι δώρον, υποδηλούν εκείνω τω ιεραρχικώ χορώ τον υπό της θείας εκλογής αναδεδειγμένον» (κεφ. ς’ της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας). Λέγει δε ο Κλήμης Κανόνικος περί των κλήρων· «Των δε κλήρων η συνήθεια κατεστάθη δεισιδαίμων, όταν άρχισαν οι άνθρωποι να μεταχειρίζωνται αυτήν χωρίς την θεϊκήν προσταγήν, ή επαγγελίαν. Και ότι ο Θεός ενίοτε έδειξε τοις ανθρώποις τους κλήρους, ως ικανούς ανακαλύψαι εκείνα, οπού ήθελεν ο Θεός να φανερώση εις αυτούς. Όταν λοιπόν ο Θεός προστάξη, τότε ημείς μεταχειριζόμενοι τους κλήρους, υπακούομεν τω Θεώ. Εν άλλαις δε περιστάσεσι, πειράζομεν αυτόν» (σελ. 215 της Ανασκευής της τελευταίον διερμηνευθείσης Διαθήκης).

Αλλά και ο Απολινάριος ερμηνεύων το γραφικόν εκείνο «Δια κλήρων μερισθήσεται η γη τοις ονόμασι» (Αριθ. κζ’, 55) λέγει· «Ου τύχη τα πράγματα επιτρέπεται παρά τοις θεοσεβέσιν. Αλλ’ ο μεν κλήρος, εις δήλωσιν, το δε αίτιον, η του Θεού βούλησις. Κλήρω δε και οι Απόστολοι, την αντικατάστασιν την αντί του Ιούδα εποιήσαντο. Ου τη συμβάσει του κλήρου την αίρεσιν του ζητουμένου πιστεύοντες, αλλά τη βουλήσει του Θεού. Ην και ητήσαντο, λέγοντες. “Συ Κύριε καρδιογνώστα”. Ουκ άρα κατά το συμβάν ο κλήρος, αλλά κατά το τω Θεώ δοκούν». Όρα δε και τον ιερόν Θεοφύλακτον ερμηνεύοντα εκείνο το του Ιωνά· «Και έβαλον κλήρους αυτών», και λέγοντα περί των κλήρων· «Μηδείς δε ακούων, ότι παρ’ εκείνοις ο κλήρος ευδοκίμησε, δεξάσθω ήδη ως εφειμένον το του κλήρου χρήμα. Αλλ’ εννοείτω, ότι ο Θεός έκαστον από των οικείων και συμφύλων και γνωρίμων αυτώ, επάγεται. Ώσπερ τους Μάγους δι’ αστέρος… κανταύθα τοίνυν, επειδή σύνηθες ην το κληρούσθαι τοις ναυτικοίς ως εθνικοίς, συγκαταβαίνων ο Θεός αυτοίς, δια του εγνωσμένου αυτοίς συμβόλου, τον αίτιον του κινδύνου εγνώρισεν. Επεί γε ο κλήρος ου πνευματικόν εστι».

(4) Σημείωσαι, ότι το Μαρτύριον του Αγίου Κορνηλίου ελληνιστί συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Μετά την σωτήριον επί γης του Λόγου επιδημίαν». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις.)

*

Οι Άγιοι Κρονίδης, Λεόντιος, και Σεραπίων, εν θαλάσση βληθέντες, τελειούνται.

Υπήρξεν άθλος η θάλασσα και τάφος,
Σεραπίωνι Κρονίδη Λεοντίω.

*

Οι Άγιοι Γορδιανός και Σέλευκος, θηρίοις εκδοθέντες, τελειούνται.

Τον Γορδιανόν και Σέλευκον θηρίοις,
Οι θηριώδεις εκδιδούσιν αγρίοις.

*

Ο Άγιος Μακρόβιος, θηρίω εκδοθείς, τελειούται.

Ο Μακρόβιος τον μακρόν ποθών βίον,
Θηρών οδούσι τον βραχύν λείπει βίον.

*

Ο Άγιος Ουαλλέριος (ή Ουαλλεριανός) τω πόθω των Μαρτύρων τελειούται.

Ουαλλέριος εκ πόθου των Μαρτύρων,
Θνήσκει προς αυτώ τω τάφω των Μαρτύρων.

*

Ο Άγιος Στράτων, κέδροις προσδεθείς και διαμερισθείς, τελειούται.

Κέδροις ο Μάρτυς προσδεθείς Στράτων δύω,
Εις ων το σώμα, δείκνυται μέρη δύω.

*

Οι Άγιοι Λουκιανός και Ζωτικός, ξίφει τελειούνται.

Συν Λουκιανώ Ζωτικόν στέφους έρως,
Εράν εποίει και στεφανούντος ξίφους.

*

Ο Άγιος Ηλεί ξίφει τελειούται.

Λύπη παρήλθεν ο πριν Ηλεί τον βίον,
Ηλεί δε μάρτυς συν χαρά θνήσκει ξίφει.

Από τους Αγίους τούτους, ο μεν Λεόντιος και Σεραπίων, έγιναν μαθηταί Κρονίδου, όστις έλαμψε μεγάλως κατά το αξίωμα του Διακόνου, εν τη πόλει Αλεξανδρείας. Επειδή λοιπόν αυτοί έμαθον την ευσέβειαν παρ’ εκείνου, δια τούτο επιάσθησαν από τους απίστους μαζί με τον διδάσκαλόν τους Κρονίδην. Και αφ’ ου εδοκίμασαν πολλάς και διαφόρους βασάνους, τελευταίον δεθέντες από τας χείρας και τους πόδας ερρίφθησαν μέσα εις την θάλασσαν, και έτζι ετελείωσαν το μαρτύριον. Άγγελοι δε εξέβαλον από την θάλασσαν τα τίμια αυτών λείψανα, και επρόσταξαν δια οπτασίας τινάς Χριστιανούς να τα ενταφιάσωσιν. Ο δε Σέλευκος, και Γορδιανός ο Καππαδόκης, και Μακρόβιος ο εκ Παφλαγονίας, αφ’ ου ετιμωρήθησαν με διαφόρους παιδείας εις την επαρχίαν της Γαλατίας, και αφ’ ου με φωτίαν και στρέβλας εύγαλαν από τας αρμονίας τα μέλη του σώματός των, τελευταίον έδωκαν αυτούς φαγητόν εις τα θηρία. Και ούτω παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Χριστού.

Ο δε φίλος και ομόψυχος αυτών Ουαλλέριος, θρηνών και κλαίων επάνω εις τους τάφους των ηγαπημένων του μαρτύρων, από τον πόθον οπού είχε προς αυτούς, απήλθε προς Κύριον. Στράτων δε ο θαυμάσιος εν Βιθυνία πιασθείς από τον ταύτης άρχοντα, εβασανίσθη με διαφόρους παιδείας. Είτα έδεσαν τας χείρας του από τους κλάδους δύω κέδρων, τους οποίους έκλιναν κάτω με βίαν πολλήν. Έπειτα τους απόλυσαν εις τον τόπον τους. Και έτζι διεμοίρασαν εις δύω τον Άγιον, όστις και παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Ο δε Ζωτικός και Ηλεί και Λουκιανός, εν τη πόλει Τομέων κατά προσταγήν του ηγεμόνος Μαξίμου, πολλάς βασάνους έλαβον πρότερον, ύστερον δε απεκεφαλίσθησαν. Όλοι δε οι ανωτέρω Μάρτυρες έλαβον το μαρτυρικόν τέλος εις τους χρόνους Λικινίου του τυράννου, εν έτει τιε’ [315].

*

Ο Όσιος Πατήρ ημών Πέτρος ο εν τη Αγρέα, εν ειρήνη τελειούται.

Ραγείς ο Πέτρος τη λύσει του σαρκίου,
Προς αρραγή μετήλθε τον Θεόν πέτραν.

*

Ο Όσιος νέος Ιερόθεος ο Ιβηρίτης, ο γεννηθείς εν έτει ͵αχπς’ [1686], εν ειρήνη τελειούται (5).

Ιερόθεε ιερός Θεώ γίνη,
Κτείνας τα πάθη εγκρατείας τοις πόνοις.

(5) Τον Βίον αυτού όρα εις το Νέον Εκλόγιον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΓ΄, μνήμη τῶν ἐγκαινίων τοῦ θείου Ναοῦ τῆς Ἁγίας Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Ἀναστάσεως.

Νόμον παλαιὸν Ἰσραὴλ πληρῶν νέος,
Ἐγκαινίοις σοι τὸν τάφον τιμᾷ Λόγε.

Τύχθη Ἀναστάσεως τρισκαιδεκάτῃ καινισμός.

*

13-9 (1)Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Κορνηλίου τοῦ ἑκατοντάρχου.

Ζωῆς ἀπίστου Κορνήλιον ἐξάγεις,
Πιστῶν ἀπαρχὴν τῶν ἀπ’ ἐθνῶν Χριστέ μου.

Οὗτος ὁ θεῖος Κορνήλιος δὲν ἦτον Ἰουδαῖος, οὐδὲ ἀπὸ τοὺς ὑποκειμένους εἰς τὸν παλαιὸν Νόμον. Ἀλλ’ ἦτον, ἐθνικὸς μὲν καὶ ἀπερίτμητος, κατὰ τὴν ἀξίαν ἑκατόνταρχος, ἀπὸ τὴν σπεῖραν, ἤγουν τάξιν, τὴν καλουμένην ἰταλικήν, εὐσεβὴς δὲ καὶ φοβούμενος τὸν Θεὸν μὲ ὅλον τὸν οἶκόν του, μεταχειριζόμενος τὴν τῶν Χριστιανῶν πολιτείαν, ἀγκαλὰ καὶ ἀκόμη δὲν εἶχεν ἀξιωθῆ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, οὐδὲ τοῦ θείου Βαπτίσματος (1). Οὗτος λοιπὸν διατρίβωντας εἰς τὴν Καισάρειαν τῆς Παλαιστίνης, εἶδεν Ἄγγελον Κυρίου παρακινοῦντα αὐτόν, διὰ νὰ καλέσῃ τὸν Ἀπόστολον Πέτρον, καὶ νὰ ἀκούσῃ ἀπὸ αὐτὸν ἐκεῖνα ὁποῦ πρέπουσιν. Ὅθεν εὐθὺς στέλλει καὶ φέρει τὸν Κορυφαῖον, ὅστις ἀπεκαλύφθη τὰ περὶ τοῦ Κορνηλίου διὰ τῆς αἰνιγματώδους ἐκείνης θεωρίας τῶν ἐν τῇ σινδόνι ἑρπετῶν καὶ θηρίων. Ἐπειδή, ἂν τὴν θεωρίαν ἐκείνην δὲν ἔβλεπεν ὁ Πέτρος, βέβαια δὲν ἤθελε καταδεχθῇ νὰ ὑπάγῃ εἰς ἄνθρωπον ἀπερίτμητον καὶ ἐθνικόν. Ὅταν λοιπὸν ἐπῆγεν εἰς τὸν οἶκόν του ὁ Ἀπόστολος, εὐθὺς ἐπρόσπεσεν εἰς τοὺς πόδας του ὁ Κορνήλιος. Καὶ κατηχηθεὶς τὴν πίστιν παρ’ αὐτοῦ, ἐβαπτίσθη, τόσον αὐτός, ὅσον καὶ οἱ λοιποὶ ὁποῦ ἐσυνάχθησαν εἰς τὸν οἶκόν του.

Ἀπὸ τότε λοιπὸν καὶ ὕστερον ἐσυναναστρέφετο μὲ τοὺς Ἀποστόλους. Καὶ ἀφ’ οὗ οἱ Ἀπόστολοι ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, μετὰ τὸν φόνον καὶ τὴν λύπην τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, καὶ διεσκορπίσθησαν εἰς τὴν οἰκουμένην, τότε ἐσυντρόφευσεν αὐτοὺς καὶ ὁ θεῖος Κορνήλιος ἕως εἰς τὴν Φοινίκην καὶ Κύπρον καὶ Ἀντιόχειαν. Ἀλλ’ οὐδὲ ὅταν ἦτον εἰς τὴν Ἔφεσον οἱ Ἀπόστολοι, ἐχωρίσθη ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Κορνήλιος. Ἐπειδὴ δὲ οἱ Ἀπόστολοι ἔμαθον, πῶς ἡ πόλις τῶν Σκεψέων (2) ἐκρατεῖτο ἀπὸ τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων, καὶ ἔβαλον λαχνούς (3), ποῖος νὰ ὑπάγῃ εἰς αὐτὴν διὰ νὰ κηρύξῃ, ὁ δὲ λαχνὸς ἔπεσεν εἰς τὸν Κορνήλιον· διὰ τοῦτο εὐθὺς ἐπῆγεν εἰς αὐτὴν ὁ ἱερὸς Ἀπόστολος, εὐαγγελιζόμενος τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν.

Μαθὼν δὲ τοῦτο ὁ τοπάρχης τῶν Σκεψέων Δημήτριος, ἄνδρας σοφὸς καὶ δεινὸς εἰς τὴν τῶν Ἑλλήνων θρῃσκείαν, ἔφερεν ἔμπροσθέν του τὸν ἱερὸν Κορνήλιον, ὅστις παρρησίᾳ ὡμολόγησε τὸν Χριστόν. Ἔπειτα προσποιηθείς, ὅτι θέλει τάχα νὰ θυσιάσῃ εἰς τοὺς θεούς, ἐμβῆκεν εἰς τὸν ναὸν αὐτῶν, καὶ προσευχηθεὶς εὐγῆκεν ἔξω. Τότε θαῦμα μέγα ἐποίησεν ὁ τοῦ Χριστοῦ μαθητής, διὰ μέσου τοῦ ὁποίου ἐτράβιξεν ὅλους τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Διὰ μέσου γὰρ τῆς προσευχῆς του, αἰφνιδίως ἔγινε μέγας σεισμός, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔπεσεν ὁ ναός. Καὶ τὰ μὲν εἴδωλα, ἐσύντριψε καὶ κατέχωσε. Τὴν δὲ γυναῖκα τοῦ Δημητρίου Εὐανθίαν ὀνόματι, μαζὶ μὲ τὸν υἱόν της, ζωντανοὺς ὑποκάτω εἰς τὸ χῶμα παραδόξως ἐφύλαξεν.

Ὁ δὲ Δημήτριος πρὸ τοῦ νὰ μάθῃ ταῦτα, ἐσυγκρότησε κριτήριον, καὶ ἐστοχάζετο μὲ ποίας πικροτάτας βασάνους νὰ τιμωρήσῃ τὸν Ἅγιον. Πλὴν ἐπειδὴ καὶ ἔτυχε τότε νὰ ᾖναι ἑσπέρα, ἐπρόσταξε καὶ ἔρριψαν τὸν Ἅγιον εἰς τὴν φυλακὴν δεμένον χεῖρας καὶ πόδας. Τότε λοιπὸν μανθάνει καὶ τὰ εἰς τὴν γυναῖκα καὶ τὸν υἱόν του συμβάντα, καὶ εὐθὺς πίπτει εἰς πένθος καὶ βαρυτάτην λύπην. Προστάζει ὅμως διὰ νὰ εὑρεθοῦν τὰ λείψανα αὐτῶν. Ἀλλὰ μετὰ ὀλίγον μανθάνει παρ’ ἐλπίδα ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα τῶν Ἑλλήνων, ὅτι καὶ ἡ γυνὴ καὶ ὁ υἱός του εἶναι ζωντανοί, καὶ ἐπικαλοῦνται τὸν Κορνήλιον. Ὅθεν τρέχει δρομαῖος εἰς τὴν φυλακήν. Καὶ εὑρίσκωντας τὸν Κορνήλιον λυθέντα ὑπὸ Ἀγγέλου ἐκ τῶν δεσμῶν, καὶ ὑμνοῦντα τὸν Θεόν, ἐπρόσπεσεν εἰς τοὺς πόδας του καὶ ἔλεγεν, ὅτι πιστεύει εἰς τὸν Χριστόν, ἀνίσως καὶ ἰδῇ ζωντανοὺς τὴν γυναῖκα καὶ τὸν υἱόν του.

Ὁ δὲ Ἅγιος ἐκβαλὼν ἀπὸ τὸ χῶμα ὑγιεῖς τὴν γυναῖκα καὶ τὸν υἱόν, ἐβάπτισεν αὐτούς, ὁμοῦ καὶ τὸν Δημήτριον καὶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους του. Ἔπειτα ἐβάπτισε καὶ ὅλην τὴν πόλιν, ἤτοι τοὺς πολίτας τῶν Σκεψέων, φωτίσας αὐτοὺς διὰ τῆς θεογνωσίας. Μὲ τὰ τοιαῦτα λοιπὸν ἔργα ἐτελείωσε τὴν ἀποστολικήν του ζωὴν ὁ ἀοίδιμος, καὶ ἀπῆλθε μὲ γῆρας βαθὺ πρὸς τὸν Κύριον. Εὐθὺς δὲ ἐφύτρωσε μία βάτος ἀπὸ τὴν γῆν, ἡ ὁποία ἐσκέπασε τὸν τάφον τοῦ Ἀποστόλου, καὶ πολλὰ ἐνήργει θαυμάσια. Ἔπειτα καὶ Ναὸς λαμπρὸς ἐκατασκευάσθη ἐκεῖ εἰς τιμὴν τοῦ Ἀποστόλου. Καὶ ὅταν ἔμελλε νὰ γένῃ ἡ μετάθεσις τῶν λειψάνων του, τότε ἡ τιμία κιβωτὸς ἡ τὸ λείψανον ἔχουσα, ὢ τοῦ θαύματος! ὡσὰν ἔμψυχος καὶ ζωντανή, ἐκινήθη μόνη καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸν Ναόν. Καὶ σταθεῖσα κοντὰ εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα, ἀπὸ τότε ἐνεργεῖ θαυματουργίας ἕως τῆς σήμερον (4).

(1) Σημειοῦμεν ἐδῶ, ὅτι ὁ Ἀλεξανδρείας θεσπέσιος Κύριλλος, ἑρμηνεύων τὸ δωδέκατον κεφάλαιον τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου, καὶ ἐρχόμενος εἰς τὴν περικοπὴν τὴν λέγουσαν· «Ἦσαν δέ τινες Ἕλληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων, ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ», λέγει ὅτι οἱ Ἕλληνες οὗτοι, δὲν ἦτον πολύθεοι καὶ εἰδωλολάτραι, καθὼς ἦσαν οἱ ἄλλοι Ἕλληνες καὶ ἐθνικοί. Διατὶ, πῶς ἐδύναντο νὰ ἀναβοῦν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ ἑορτάσουν τὸ Πάσχα καὶ νὰ προσκυνήσωσιν ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Σολομῶντος; Ἀλλ’ οὔτε πάλιν ἦσαν περιτετμημένοι καὶ πᾶντα τὰ τῶν Ἰουδαίων δεχόμενοι. Ἀλλά, τὴν μὲν πολυθεΐαν τῶν Ἑλλήνων καὶ ἐθνικῶν ἀπεστρέφοντο, τὴν δὲ μοναρχίαν τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, τὴν ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων κηρυττομένην, ἀπεδέχοντο. Ὁμοίως καὶ πολλὰ ἠθικὰ ἐκ τοῦ ἰουδαϊκοῦ Νόμου ἐφύλαττον, ὅσα ἦτον τῷ φυσικῷ νόμῳ σύμφωνα, οὐχὶ δὲ καὶ πᾶντα: ὅσα δηλαδὴ περιέχει τὸ τελετουργικὸν μέρος αὐτοῦ. Ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτούς, ἦτον καὶ ὁ παρὼν θεῖος Κορνήλιος, περὶ οὗ γράφουσιν αἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἐν κεφαλαίῳ δεκάτῳ.

(2) Ἡ πόλις τῶν Σκεψέων ἴσως εἶναι ἡ παλαιὰ Σκῆψις, ἡ ἐν τῇ Ἐλάσσονι Μυσίᾳ τῇ ἐν Ἀσίᾳ εὑρισκομένη, κατὰ τὸ ὑψηλότατον μέρος τῆς Ἴδης, περὶ ἧς γράφει ὁ Μελέτιος, σελ. 453.

(3) Σημείωσαι, ὅτι μερικοὶ κλήρους καὶ λαχνοὺς ἐνόησαν, ὅτι ἐποίησαν οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι, τοὺς ἀλόγως καὶ κατὰ τύχην ἀκολουθοῦντας, τοὺς ὁποίους συνειθίζουν νὰ κάμνουν οἱ σαρκικοὶ καὶ κοσμικοὶ ἄνθρωποι. Τοῦτο ὅμως δὲν δέχεται ὁ Ἀρεοπαγίτης θεῖος Διονύσιος. Ἀλλὰ λέγει, πῶς κλῆρον ὀνομάζουσι τὰ θεῖα λόγια, ἕνα θεϊκὸν δῶρον, τὸ ὁποῖον ἐφανέρονεν εἰς τὸν χορὸν τῶν Ἀποστόλων, ἐκεῖνον ὁποῦ ἐδιάλεξεν ὁ Θεός. Οὕτω γάρ φησι· «Περὶ δὲ τοῦ θείου κλήρου τοῦ τῷ Ματθίᾳ θειωδῶς ἐπιπεσόντος, ἕτεροι μέν, ἄλλα εἰρήκασιν, οὐκ εὐαγῶς, ὡς οἶμαι. Τὴν ἐμὴν δὲ καὶ αὐτὸς ἔννοιαν ἐρῶ. Δοκεῖ γάρ μοι τὰ λόγια κλῆρον ὀνομάσαι, θεαρχικόν τι δῶρον, ὑποδηλοῦν ἐκείνῳ τῷ ἱεραρχικῷ χορῷ τὸν ὑπὸ τῆς θείας ἐκλογῆς ἀναδεδειγμένον» (κεφ. ς΄ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας). Λέγει δὲ ὁ Κλήμης Κανόνικος περὶ τῶν κλήρων· «Τῶν δὲ κλήρων ἡ συνήθεια κατεστάθη δεισιδαίμων, ὅταν ἄρχισαν οἱ ἄνθρωποι νὰ μεταχειρίζωνται αὐτὴν χωρὶς τὴν θεϊκὴν προσταγήν, ἢ ἐπαγγελίαν. Καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἐνίοτε ἔδειξε τοῖς ἀνθρώποις τοὺς κλήρους, ὡς ἱκανοὺς ἀνακαλύψαι ἐκεῖνα, ὁποῦ ἤθελεν ὁ Θεὸς νὰ φανερώσῃ εἰς αὐτούς. Ὅταν λοιπὸν ὁ Θεὸς προστάξῃ, τότε ἡμεῖς μεταχειριζόμενοι τοὺς κλήρους, ὑπακούομεν τῷ Θεῷ. Ἐν ἄλλαις δὲ περιστάσεσι, πειράζομεν αὐτόν» (σελ. 215 τῆς Ἀνασκευῆς τῆς τελευταῖον διερμηνευθείσης Διαθήκης).

Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀπολινάριος ἑρμηνεύων τὸ γραφικὸν ἐκεῖνο «Διὰ κλήρων μερισθήσεται ἡ γῆ τοῖς ὀνόμασι» (Ἀριθ. κζ΄, 55) λέγει· «Οὐ τύχῃ τὰ πράγματα ἐπιτρέπεται παρὰ τοῖς θεοσεβέσιν. Ἀλλ’ ὁ μὲν κλῆρος, εἰς δήλωσιν, τὸ δὲ αἴτιον, ἡ τοῦ Θεοῦ βούλησις. Κλήρῳ δὲ καὶ οἱ Ἀπόστολοι, τὴν ἀντικατάστασιν τὴν ἀντὶ τοῦ Ἰούδα ἐποιήσαντο. Οὐ τῇ συμβάσει τοῦ κλήρου τὴν αἵρεσιν τοῦ ζητουμένου πιστεύοντες, ἀλλὰ τῇ βουλήσει τοῦ Θεοῦ. Ἣν καὶ ᾐτήσαντο, λέγοντες. “Σὺ Κύριε καρδιογνῶστα”. Οὐκ ἄρα κατὰ τὸ συμβὰν ὁ κλῆρος, ἀλλὰ κατὰ τὸ τῷ Θεῷ δοκοῦν». Ὅρα δὲ καὶ τὸν ἱερὸν Θεοφύλακτον ἑρμηνεύοντα ἐκεῖνο τὸ τοῦ Ἰωνᾶ· «Καὶ ἔβαλον κλήρους αὐτῶν», καὶ λέγοντα περὶ τῶν κλήρων· «Μηδεὶς δὲ ἀκούων, ὅτι παρ’ ἐκείνοις ὁ κλῆρος εὐδοκίμησε, δεξάσθω ἤδη ὡς ἐφειμένον τὸ τοῦ κλήρου χρῆμα. Ἀλλ’ ἐννοείτω, ὅτι ὁ Θεὸς ἕκαστον ἀπὸ τῶν οἰκείων καὶ συμφύλων καὶ γνωρίμων αὐτῷ, ἐπάγεται. Ὥσπερ τοὺς Μάγους δι’ ἀστέρος… κἀνταῦθα τοίνυν, ἐπειδὴ σύνηθες ἦν τὸ κληροῦσθαι τοῖς ναυτικοῖς ὡς ἐθνικοῖς, συγκαταβαίνων ὁ Θεὸς αὐτοῖς, διὰ τοῦ ἐγνωσμένου αὐτοῖς συμβόλου, τὸν αἴτιον τοῦ κινδύνου ἐγνώρισεν. Ἐπεί γε ὁ κλῆρος οὐ πνευματικόν ἐστι».

(4) Σημείωσαι, ὅτι τὸ Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Κορνηλίου ἑλληνιστὶ συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Μετὰ τὴν σωτήριον ἐπὶ γῆς τοῦ Λόγου ἐπιδημίαν». (Σώζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)

*

Οἱ Ἅγιοι Κρονίδης, Λεόντιος, καὶ Σεραπίων, ἐν θαλάσσῃ βληθέντες, τελειοῦνται.

Ὑπῆρξεν ἆθλος ἡ θάλασσα καὶ τάφος,
Σεραπίωνι Κρονίδῃ Λεοντίῳ.

*

Οἱ Ἅγιοι Γορδιανὸς καὶ Σέλευκος, θηρίοις ἐκδοθέντες, τελειοῦνται.

Τὸν Γορδιανὸν καὶ Σέλευκον θηρίοις,
Οἱ θηριώδεις ἐκδιδοῦσιν ἀγρίοις.

*

Ὁ Ἅγιος Μακρόβιος, θηρίῳ ἐκδοθείς, τελειοῦται.

Ὁ Μακρόβιος τὸν μακρὸν ποθῶν βίον,
Θηρῶν ὀδοῦσι τὸν βραχὺν λείπει βίον.

*

Ὁ Ἅγιος Οὐαλλέριος (ἢ Οὐαλλεριανὸς) τῷ πόθῳ τῶν Μαρτύρων τελειοῦται.

Οὐαλλέριος ἐκ πόθου τῶν Μαρτύρων,
Θνήσκει πρὸς αὐτῷ τῷ τάφῳ τῶν Μαρτύρων.

*

Ὁ Ἅγιος Στράτων, κέδροις προσδεθεὶς καὶ διαμερισθείς, τελειοῦται.

Κέδροις ὁ Μάρτυς προσδεθεὶς Στράτων δύω,
Εἷς ὢν τὸ σῶμα, δείκνυται μέρη δύω.

*

Οἱ Ἅγιοι Λουκιανὸς καὶ Ζωτικός, ξίφει τελειοῦνται.

Σὺν Λουκιανῷ Ζωτικὸν στέφους ἔρως,
Ἐρᾷν ἐποίει καὶ στεφανοῦντος ξίφους.

*

Ὁ Ἅγιος Ἠλεὶ ξίφει τελειοῦται.

Λύπῃ παρῆλθεν ὁ πρὶν Ἠλεὶ τὸν βίον,
Ἠλεὶ δὲ μάρτυς σὺν χαρᾷ θνήσκει ξίφει.

Ἀπὸ τοὺς Ἁγίους τούτους, ὁ μὲν Λεόντιος καὶ Σεραπίων, ἔγιναν μαθηταὶ Κρονίδου, ὅστις ἔλαμψε μεγάλως κατὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ Διακόνου, ἐν τῇ πόλει Ἀλεξανδρείας. Ἐπειδὴ λοιπὸν αὐτοὶ ἔμαθον τὴν εὐσέβειαν παρ’ ἐκείνου, διὰ τοῦτο ἐπιάσθησαν ἀπὸ τοὺς ἀπίστους μαζὶ μὲ τὸν διδάσκαλόν τους Κρονίδην. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐδοκίμασαν πολλὰς καὶ διαφόρους βασάνους, τελευταῖον δεθέντες ἀπὸ τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας ἐρρίφθησαν μέσα εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἔτζι ἐτελείωσαν τὸ μαρτύριον. Ἄγγελοι δὲ ἐξέβαλον ἀπὸ τὴν θάλασσαν τὰ τίμια αὐτῶν λείψανα, καὶ ἐπρόσταξαν διὰ ὀπτασίας τινὰς Χριστιανοὺς νὰ τὰ ἐνταφιάσωσιν. Ὁ δὲ Σέλευκος, καὶ Γορδιανὸς ὁ Καππαδόκης, καὶ Μακρόβιος ὁ ἐκ Παφλαγονίας, ἀφ’ οὗ ἐτιμωρήθησαν μὲ διαφόρους παιδείας εἰς τὴν ἐπαρχίαν τῆς Γαλατίας, καὶ ἀφ’ οὗ μὲ φωτίαν καὶ στρέβλας εὔγαλαν ἀπὸ τὰς ἁρμονίας τὰ μέλη τοῦ σώματός των, τελευταῖον ἔδωκαν αὐτοὺς φαγητὸν εἰς τὰ θηρία. Καὶ οὕτω παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Χριστοῦ.

Ὁ δὲ φίλος καὶ ὁμόψυχος αὐτῶν Οὐαλλέριος, θρηνῶν καὶ κλαίων ἐπάνω εἰς τοὺς τάφους τῶν ἠγαπημένων του μαρτύρων, ἀπὸ τὸν πόθον ὁποῦ εἶχε πρὸς αὐτούς, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. Στράτων δὲ ὁ θαυμάσιος ἐν Βιθυνίᾳ πιασθεὶς ἀπὸ τὸν ταύτης ἄρχοντα, ἐβασανίσθη μὲ διαφόρους παιδείας. Εἶτα ἔδεσαν τὰς χεῖράς του ἀπὸ τοὺς κλάδους δύω κέδρων, τοὺς ὁποίους ἔκλιναν κάτω μὲ βίαν πολλήν. Ἔπειτα τοὺς ἀπόλυσαν εἰς τὸν τόπον τους. Καὶ ἔτζι διεμοίρασαν εἰς δύω τὸν Ἅγιον, ὅστις καὶ παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Ὁ δὲ Ζωτικὸς καὶ Ἠλεὶ καὶ Λουκιανός, ἐν τῇ πόλει Τομέων κατὰ προσταγὴν τοῦ ἡγεμόνος Μαξίμου, πολλὰς βασάνους ἔλαβον πρότερον, ὕστερον δὲ ἀπεκεφαλίσθησαν. Ὅλοι δὲ οἱ ἀνωτέρω Μάρτυρες ἔλαβον τὸ μαρτυρικὸν τέλος εἰς τοὺς χρόνους Λικινίου τοῦ τυράννου, ἐν ἔτει τιε΄ [315].

*

Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Πέτρος ὁ ἐν τῇ Ἀγρέᾳ, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ῥαγεὶς ὁ Πέτρος τῇ λύσει τοῦ σαρκίου,
Πρὸς ἀρραγῆ μετῆλθε τὸν Θεὸν πέτραν.

*

Ὁ Ὅσιος νέος Ἱερόθεος ὁ Ἰβηρίτης, ὁ γεννηθεὶς ἐν ἔτει ͵αχπς΄ [1686], ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (5).

Ἱερόθεε ἱερὸς Θεῷ γίνῃ,
Κτείνας τὰ πάθη ἐγκρατείας τοῖς πόνοις.

(5) Τὸν Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Κορνηλίου του εκατοντάρχου, Κρονίδου, Λεοντίου, Σεραπίωνος κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.