Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου13 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΓ’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ευστρατίου, Αυξεντίου, Ευγενίου, Μαρδαρίου, και Ορέστου.
Τον Ευστράτιον και συνάθλους δις δύω,
Άπαξ δύω κτείνουσι πυρ τε και ξίφος.
Τους γε συν Ευστρατίω δεκάτη τρίτη έκτανεν άορ.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των ασεβών βασιλέων, και Λυσίου δουκός, επιτροπεύοντος της επαρχίας Λιμιτανέων, και Αγρικολάου διοικούντος όλην την επαρχίαν της Ανατολής, εν έτει σϞς’ [296]. Άνωθεν δε από τους προγόνους των, εσέβοντο μεν τον Χριστόν, έκρυπτον δε τον εαυτόν τους ότι είναι Χριστιανοί, δια τον φόβον των τυράννων και διωκτών. Από τούτους λοιπόν, ο μεν Άγιος Ευστράτιος, εκατάγετο από την πόλιν των Αραβράκων. Κατά δε την αξίαν, ήτον σκρινιάριος της δουκικής τάξεως, και εις αυτήν είχε τα πρωτεία (1). Επειδή δε ούτος επεθύμει να ομολογήση παρρησία την εις Χριστόν πίστιν, εφοβείτο δε το άδηλον της εκβάσεως, δια τούτο, τι κάμνει; δίδει την ζώνην του εις ένα υπηρέτην. Και τον προστάζει να υπάγη εις την Εκκλησίαν των Αραβράκων και να αποθέση ταύτην εκεί. Τούτο συλλογισθείς εις τον εαυτόν του, ότι, ει μεν ο Πρεσβύτερος Αυξέντιος έμβη εις την Εκκλησίαν και πάρη την ζώνην εις τας χείρας του, βέβαια είναι σημείον, ότι κατά το θέλημα του Θεού θέλει γένη η ομολογία του. Όθεν και πρέπει να μη δειλιάση κανένα βάσανον. Αλλά με θάρρος να παρασταθή εις τον άρχοντα, και με παρρησίαν να ομολογήση τον εαυτόν του Χριστιανόν. Ανίσως δε άλλος τινάς Ιερεύς, ή εκκλησιαστικός, πάρη την ρηθείσαν ζώνην του, τούτο είναι σημείον, ότι πρέπει ακόμη να έχη εις το κρυπτόν την εις Χριστόν πίστιν, χωρίς να τολμήση να παρρησιασθή. Επειδή δε ο Πρεσβύτερος Αυξέντιος επήρε την ζώνην, υπέλαβεν ο Άγιος, ότι καλώς έχει να αποβή εις αυτόν η ομολογία της πίστεως (2).
Και λοιπόν επειδή ο Μάρτυς είχε αξίωμα, πρώτος αυτός να παρασταίνη εις το κριτήριον τους Αγίους Μάρτυρας, δια τούτο μαζί με εκείνους παρεστάθη και αυτός έμπροσθεν του Λυσίου, και πρώτον τον εαυτόν του ονομάζει Χριστιανόν. Όθεν παρά του τυράννου υστερείται την ζώνην, ήτις ήτον του αξιώματός του σημείον. Και γυμνωθείς, εξαπλόνεται κατά γης και δέρνεται. Έπειτα δεθείς με σχοινία, κρεμάται υψηλά. Και κατακαίεται από την φωτίαν, οπού ήτον υποκάτω του εστρωμένη. Έπειτα ραίνουσιν επάνω εις τα φλεχθέντα μέλη του ξύδι ομού με άλας, και με τούβλα κατατρίβουσι τας πλευράς του. Επειδή δε δια θαυματουργίας έγινεν όλος υγιής, τούτου χάριν ετράβιξεν εις την πίστιν του Χριστού τον Άγιον Ευγένιον. Όθεν και αυτός παρρησία ομολογεί τον Χριστόν, λέγωντας, ότι είναι σύμφωνος με τον Άγιον Ευστράτιον, και προσφέρει λατρείαν και σέβας εις τον παρά του Ευστρατίου σεβόμενον Θεόν. Όθεν τούτο βλέπων ο Λυσίας προστάζει να καρφώσουν τους πόδας του Αγίου Ευστρατίου με σιδηρά υποδήματα, και να βιάζουν αυτόν να τρέχη από την πόλιν της Σεβαστείας, έως εις την Νικόπολιν (ίσως της Αρμενίας).
Τότε εν τω μεταξύ διαστήματι βλέπων ο Μαρδάριος τον Άγιον Ευστράτιον ούτως ατίμως βασανιζόμενον, τον πρώην όντα περιφανή και ένδοξον, εμακάρισεν αυτόν δια την υπομονήν και μεγαλοψυχίαν του. Ότι δια την εις Χριστόν πίστιν και αγάπην, από την προτέραν περίβλεπτον αξίαν, οπού είχεν, ήλθεν εις τοιαύτην ελεεινήν κατάστασιν. Και ότι αντί δια την ενδοξότητα του λαμπρού γένους του, επροτίμησε να πάσχη δια τον Χριστόν τα των κακούργων βάσανα. Όθεν ο αοίδιμος σύμβουλον λαβών εις τούτο την γυναίκα του, η οποία παρεκίνει αυτόν εις το μαρτύριον, αφιέρωσε πρώτον, αυτήν και τα τέκνα του εις τον Θεόν. Έπειτα, τρέχει και φθάνει εις τον δρόμον τον Άγιον Ευστράτιον, και μαζί με αυτόν δένεται ως κατάδικος. Όταν δε ο Λυσίας εκάθισε δια να κρίνη τους Αγίους, τότε πρώτος ο Άγιος Αυξέντιος απεκεφαλίσθη. Επειδή και ωνόμασε τον εαυτόν του Χριστιανόν. Δεύτερος ο Άγιος Μαρδάριος, τρυπηθείς εις τους αστραγάλους εκρεμάσθη κατακέφαλα, και με σούβλας οξείας και πεπυρωμένας, κατακαίεται εις τα όπισθεν μέρη της κεφαλής, και μέσα εις ταύτην την βάσανον παραδίδει την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Τρίτος ο Άγιος Ευγένιος αποκόπτεται την γλώσσαν, και τζακίζεται εις τα σκέλη με ραβδία χονδρά. Και μέσα εις τα βάσανα ταύτα παραδίδει και αυτός την ψυχήν του εις τον Θεόν.
Ο δε Άγιος Ορέστης, επειδή εις καιρόν, οπού έρριπτε την σαΐταν εις το σημάδι, εφάνη ο χρυσούς σταυρός, οπού είχε κρεμασμένον εις τον λαιμόν του υποκάτω εις τα ρούχα του, και εκ τούτου εγνωρίσθη ότι και αυτός είναι Χριστιανός (3), δια τούτο ερωτήθη από τον Λυσίαν τι είναι. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη, ότι είναι δούλος Χριστού. Όθεν εδέθη ομού με τον Άγιον Ευστράτιον, και επέμφθησαν και οι δύω εις τον Αγρικόλαον. Συμφέρον γαρ ενόμισε τούτο ο Λυσίας εις τον εαυτόν του, το να πεμφθή εκεί ο Άγιος Ευστράτιος. Ένα μεν, διατί εφοβείτο την εν λόγοις σοφίαν του Αγίου Ευστρατίου και δύναμιν. Με την οποίαν εστηλίτευσε και επερίπαιξε τόσον αυτόν τον Λυσίαν, όσον και την θρησκείαν των Ελλήνων, και έδειξεν εις όλους φανεράν την αλήθειαν. Και άλλο δε, ίνα μη πάλιν θαυματουργήση, και τραβίξη πολλούς εις την του Χριστού πίστιν.
Όταν λοιπόν παρεστάθη εις τον Αγρικόλαον ο Άγιος Ευστράτιος, τότε όχι μόνον εστηλίτευσε και επόμπευσεν όλην την απάτην της ελληνικής πλάνης από τους ιδίους σοφούς των Ελλήνων· άκρος γαρ ήτον εις την μάθησιν τούτων· αλλά και εδιηγήθη όλην την οικονομίαν της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου. Και δια τούτων εξέπληξε τον τύραννον. Όθεν εβάλθη εις την φυλακήν. Εις την φυλακήν δε ευρισκόμενος, εκοινώνησε τα θεία Μυστήρια από τον Επίσκοπον της Σεβαστείας Άγιον Βλάσιον, εις τον οποίον και εγχείρησεν ο Μάρτυς την διαθήκην οπού έκαμε, διατάσσων, πώς να οικονομηθούν τα πράγματά του μετά το αυτού μαρτύριον (4). Τέταρτος δε ο Άγιος Ορέστης απλωθείς επάνω εις ένα κρεββάτι σιδηρούν και πεπυρωμένον, παρέδωκε το πνεύμα του τω Κυρίω. Πέμπτος δε και τελευταίος ο Άγιος Ευστράτιος, βαλθείς μέσα εις αναμμένον καμίνι, παρέδωκε και αυτός την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού. Και ούτως έλαβον και οι πέντε τους του μαρτυρίου αμαραντίνους στεφάνους. Η δε Σύναξις αυτών τελείται εν τω σεπτώ Ναώ του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, πλησίον της αγιωτάτης μεγάλης Εκκλησίας. (Τον κατά πλάτος Βίον των Αγίων όρα εις τον Παράδεισον. Τούτον δε συνέγραψεν ελληνιστί ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Βασιλεύοντος Διοκλητιανού». Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων, και εν άλλαις (5).)
(1) Σημειούμεν ενταύθα, ότι τούτου του Αγίου Ευστρατίου είναι πόνημα η κατανυκτική ευχή εκείνη, την οποίαν η Εκκλησία παρέλαβε να λέγη εν τω μεσονυκτικώ κατά παν Σάββατον, ης η αρχή· «Μεγαλύνων μεγαλύνω σε Κύριε». Καθώς και του Αγίου Μαρδαρίου είναι πόνημα η ευχή εκείνη, ης η αρχή· «Δέσποτα Θεέ Πάτερ Παντοκράτορ».
(2) Σημειούμεν ενταύθα, ότι το να ζητή τινας να γνωρίση το μέλλον δια των τοιούτων σημείων, δεν είναι, ούτε συμφέρον, ούτε συγκεχωρημένον εις τον καθ’ ένα. Σπανιώτατα γαρ ταύτα, και μόλις Αγίοις ολίγοις ενεργηθέντα. Όθεν ουδέ νόμος γίνεται κοινός, ώστε οπού να μιμούνται αυτόν οι πολλοί. Σφαλερόν γαρ το τοιούτον και επικίνδυνον. Καθότι πολλοί ένα παρόμοιον ποιήσαντες, ηπατήθησαν. Και πιστεύσαντες τω μέλλοντι, ως υπό Θεού διά τινων σημείων αποκαλυφθέντι, εβλάβησαν και καταγέλαστοι ώφθησαν. Ου γαρ πάντα τα τοιαύτα από Θεού. Πολλά δε και από τύχης ακολουθούσιν. Ημείς λοιπόν εις όλα μας τα έργα και επιχειρήματα, πρέπει να ζητώμεν τούτο μόνον, το να τελειωθή εις ημάς το του Θεού ευάρεστον θέλημα. Εις δε τα τοιαύτα σημεία να μη προσέχωμεν, ίνα μη πλάνη τινι περιπέσωμεν, και φανώμεν πειράζοντες τον Θεόν. Όρα εις και το ΚΔ’ κεφάλ. της Γενέσεως, στίχω 14, όπου ο δούλος του Αβραάμ ευχήθη εις τον Θεόν δια να τω δείξη με κάποια σημεία και σύμβολα την Ρεβέκκαν, ην έμελλε λαβείν γυναίκα ο Ισαάκ. Ο Θεοδώρητος όμως λέγει, ότι ου συμβολικώς την ευχήν εκείνην προενήνοχεν ο δούλος, ώς τινες των άγαν ηλιθίων υπέλαβον. Και ότι δεν ήτον αυτά συμβολικά, αλλά πίστεως και ευλαβείας δηλωτικά. Ομοίως δε και ο Προκόπιος και ο Άδηλος ερμηνεύουσιν, ότι δεν ήτον συμβολικός ο οικέτης. Αλλά τω Θεώ πιστεύσας, ως πιστός ηύξατο. Με την ερμηνείαν δε αυτήν φανερόνουσιν ούτοι, ότι συμβολικώς δεν πρέπει να ευχώμεθα, αλλά απλώς. Επειδή άλλο είναι απλώς ευχή, και άλλο συμβολική ευχή. Η μεν γαρ, τόδε τι ως αγαθόν εξαιτεί. Η δε, ως έσχεν, ή έχει, ή έξει, εύχεται δια συμβόλου μαθείν.
(3) Εκ τούτου δείκνυται, ότι οι παλαιοί Χριστιανοί εσυνείθιζον να βαστάζουν επάνω των τον Σταυρόν του Χριστού, κατεσκευασμένον εκ ξύλου, ή χρυσίου, ή αργυρίου, ή άλλου τινός μετάλλου, προς διαφύλαξίν τους και σωτηρίαν. Όθεν και ο Άγιος Παγκράτιος ο Ταυρομενίας Επίσκοπος, ο εορταζόμενος κατά την ενάτην του Ιουλίου, αφ’ ου εβάπτιζε τους Χριστιανούς, έδιδεν εις τον καθένα και ένα Σταυρόν από κέδρον να τον βαστάζη επάνω του. Και ο Θεολόγος Γρηγόριος Σταυρόν εβάσταζεν προς αποτροπήν παντός εναντίου. Όθεν και έλεγε προς τον Διάβολον ηρωελεγείως.
Φεύγ’ απ’ εμής κραδίης δολομήχανε φεύγε τάχιστα.
Φεύγ’ απ’ εμών μελέων, φεύγ’ απ’ εμού βιότου.
Μη σε βάλω Σταυρώ, τω παν υποτρομέει.
Σταυρόν εμοίς μελέεσσι φέρω, σταυρόν δε πορείη.
Σταυρόν δε κραδίη, Σταυρός εμοί το κλέος.
Και αυτοί δε οι ίδιοι δαίμονες ωμολόγησαν βιαζόμενοι, εις τον Άγιον Ιωάννην τον Βοστρινόν τον έχοντα εξουσίαν κατά δαιμόνων, ότι φοβούνται τρία πράγματα των Χριστιανών, το Βάπτισμα, τον Σταυρόν οπού φορούν εις τον τράχηλον και την αγίαν Κοινωνίαν. Δια τούτο και όλοι οι τωρινοί Χριστιανοί πρέπει να μιμούνται τους παλαιούς Χριστιανούς, και να φορούν και αυτοί Σταυρόν, προς ένδειξιν, ότι είναι Χριστιανοί, και προς αποτροπήν κάθε κακού.
(4) Όρα περί τούτου και εις το Συναξάριον του Αγίου Βλασίου κατά την ενδεκάτην του Φευρουαρίου.
(5) Δεν δύναμαι να σιωπήσω το χαριέστατον θαύμα, οπού ενήργησαν οι Άγιοι ούτοι πέντε Μάρτυρες εις ένα Μετόχιον της εν Χίω Νέας Μονής, τιμώμενον εις όνομα των πέντε τούτων Αγίων Μαρτύρων, καθώς διηγείται τούτο ο ευλαβής εκείνος Νικόλαος ο Μαλαξός ο πρωτοπαπάς Ναυπλοίου. Όθεν συντόμως αναφέρω τούτο εδώ χάριν των φιλοχρίστων. Το Μετόχιον αυτό προμηθείται και κυβερνάται εις όλα τα χρειώδη και αυτής της ετησίου μνήμης των Αγίων, από το διαληφθέν Μοναστήριον της αγίας Μονής. Συνέβη δε μίαν φοράν να γένη σφοδρότατος χειμών, κατά τον καιρόν της εορτής των Αγίων, ώστε οπού, από το πολύ χιόνι οπού έγινεν, όχι μόνον δεν εδυνήθησαν να κατεβούν οι Πατέρες του Μοναστηρίου, και να φέρουν τα χρειαζόμενα εις την εορτήν κατά την συνήθειαν, αλλ’ ουδέ οι άνθρωποι της χώρας ημπόρεσαν να έλθουν εις την Εκκλησίαν δια την υπερβολήν της ψυχρότητος. Αλλ’ εις μεν τον εσπερινόν, επήγαν μερικοί. Εις δε τον όρθρον, μόνος ο εφημέριος επήγεν εις την Εκκλησίαν. Και ανάψας τας κανδήλας έκρουσε το σήμαντρον, και έκαμεν ευλογητόν δια να αναγνώση την ακολουθίαν.
Τότε παρευθύς ιδού βλέπει πέντε ανθρώπους ευπρεπείς και ευτάκτους, οπού εμβήκαν ευλαβώς εις τον Ναόν. Οι οποίοι, από μεν το ήθος και το σχήμα, εφαίνοντο ότι είναι ξένοι άνθρωποι, από δε το πρόσωπον, εφαίνοντο κατά πάντα όμοιοι με τους πέντε ενδόξους τούτους Μάρτυρας, Ευστράτιον, λέγω, Αυξέντιον, Ευγένιον, Μαρδάριον, και Ορέστην, καθώς φαίνονται ζωγραφισμένοι εις τας εικόνας των. Αφ’ ου δε εμβήκαν εις την Εκκλησίαν, οι μεν δύω, εστάθησαν εις τον δεξιόν χορόν. Οι δε άλλοι δύω, εστάθησαν εις τον αριστερόν. Και ο πέμπτος, ο οποίος ωμοίαζε με τον Άγιον Ορέστην, εστάθη εις το αναλογείον. Και όταν ήλθεν η ώρα, εκανονάρχει και ανεγίνωσκε με λαμπράν και καθαράν φωνήν. Οι δε άλλοι τέσσαρες, οι στεκόμενοι από τον δεξιόν και αριστερόν χορόν, ως είπομεν, έψαλλον με φωνήν γλυκυτάτην και λιγυράν τα ιερά άσματα.
Ταύτα δε βλέπων και ακούων ο Ιερεύς, έχαιρε μεν καθ’ εαυτόν και εδόξαζε τον Θεόν, όστις έστειλεν αυτούς βοηθούς της ακολουθίας, εις ένα τοιούτον καιρόν, οπού δεν ήτον κανένας άλλος βοηθός. Εξίστατο δε και εθαύμαζεν. Ένα μεν, δια την ομοιότητα οπού είχον και οι πέντε με την εικόνα των Αγίων, και άλλο δε, δια την ευπρέπειαν και ορθότητα και χάριν της αναγνώσεώς των. Και δια την γλυκυτάτην μελωδίαν της φωνής των. Όθεν ευρίσκετο εις απορίαν, ποίοι να ήτον οι φαινόμενοι. Και δεν ήξευρε τι να κάμη. Εβιάζετο μεν γαρ να τους ερωτήση προ του όρθρου, ποίοι ήτον. Βλέπωντας δε την σεμνοπρέπειαν και προθυμίαν οπού είχον εις την ακολουθίαν, απεφάσισε να τους ερωτήση μετά το τέλος του όρθρου.
Όταν δε έφθασεν η ώρα της αναγνώσεως του Μαρτυρίου των Αγίων, επήγεν εις το μέσον και έκαμεν ανάγνωσιν εκείνος, οπού εφαίνετο όμοιος με τον Ορέστην. Και αυτός μεν, με πολλήν παρρησίαν και λαμπράν φωνήν ανεγίνωσκεν. Οι δε άλλοι τέσσαρες, με πολλήν ηδονήν και προσοχήν μεγάλην ήκουον τα αναγινωσκόμενα. Όταν δε έφθασεν ο αναγινώσκων εις το μέρος εκείνο, οπού λέγει, ότι επρόσταξεν ο Αγρικόλαος να φερθή μία κλίνη σιδηρά πεπυρωμένη, και επάνω εις αυτήν να απλωθή ο Άγιος Ορέστης. Και ότι ο Άγιος Ορέστης φερόμενος εις την κλίνην εδειλίασε. Τούτο, λέγω, το μέρος αναγινώσκων εκείνος, οπού εφαίνετο όμοιος με τον Άγιον Ορέστην, δεν είπε καθώς ήτον γεγραμμένον, ότι εδειλίασεν. Αλλά άλλαξε το ρήμα και αντί να ειπή «εδειλίασεν», είπεν «εμειδίασεν», ήγουν ότι φερόμενος εις την κλίνην εχαμογέλασε.
Τούτο δε ακούωντας εκείνος, οπού ομοίαζε με τον Άγιον Ευστράτιον, εσήκωσε τα ομμάτιά του, και βλέπων με πολλήν παρατήρησιν τον όμοιον του Ορέστου, λέγει αυτώ. Διατί αλλάζεις το ρήμα και δεν το λέγεις καθώς είναι γεγραμμένον; Όθεν ανάγνωσον πάλιν αυτό εκ δευτέρου καθώς είναι. Ο δε αναγνώσας και δεύτερον πάλιν άλλαξε το ρήμα, εντρεπόμενος τρόπον τινά να ειπή, ότι εδειλίασε. Τότε ο Άγιος Ευστράτιος του λέγει με μεγαλιτέραν φωνήν. Ανάγνωσον το γεγραμμένον καθώς το έπαθες. Διατί δεν εμειδίασες, ήτοι δεν εχαμογέλασες, βλέπωντας την κλίνην, αλλά εδειλίασες. Και μαζί με τον λόγον, ευθύς και οι πέντε έγιναν άφαντοι. Ο δε Ιερεύς το τοιούτον βλέπων παράδοξον, έμεινεν άφωνος εις ώραν πολλήν. Ελθών δε εις τον εαυτόν του, ετελείωσε την ακολουθίαν ως εδυνήθη. Και μετά την θείαν Λειτουργίαν, εδιηγήθη εις τους παρευρεθέντας Χριστιανούς την φανεράν οπτασίαν ταύτην. Και άπαντες εδόξασαν τον Θεόν, τον θαυμαστούς ποιούντα τους Αγίους αυτού.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Λουκίας της Παρθένου.
Ως Παρθένος μεν, εν στέφος η Λουκία,
Ως δ’ εκ ξίφους και Μάρτυς, άλλο λαμβάνει.
Αύτη ήτον από την Συρακούσαν πόλιν της νήσου Σικελίας, εν έτει σν’ [250], αρραβωνισμένη με άνδρα. Δια δε την ασθένειαν της αιμορροίας, οπού ηκολούθησεν εις την μητέρα της, επήγε μαζί με αυτήν εις την Κατάνην, δια να προσκυνήση το εκεί ευρισκόμενον λείψανον της Αγίας Αγάθης, και να παρακαλέση αυτήν ίνα ιατρεύση την μητέρα της από το πάθος της αιμορροίας. Πηγαίνουσα δε εκεί, βλέπει εις το όραμά της την Αγίαν Αγάθην. Η οποία, εις μεν την μητέρα της, έδιδε την ιατρείαν, εις αυτήν δε, επρόλεγε, πως έχει να μαρτυρήση δια τον Χριστόν (6). Όταν δε η μήτηρ της έγινεν υγιής, τότε εδιαμοίρασεν η Αγία όλα της τα υπάρχοντα εις τους πτωχούς, και ήτον ετοίμη και πρόθυμος δια να υπάγη να ομολογήση τον Χριστόν. Διαβαλθείσα λοιπόν εις τον άρχοντα Πασχάσιον από τον ίδιον αρραβωνιστικόν της, παρεστάθη εις αυτόν με ανδρίαν, και ομολόγησε τον Χριστόν. Ο δε άρχων επρόσταξε να δώσουν αυτήν εις πορνοστάσιον δια να την ατιμάσουν. Αλλ’ όμως αυτή με την θείαν δύναμιν εφυλάχθη καθαρά και δεν εμολύνθη. Πολλοί γαρ στρατιώται πηγαίνοντες, δεν εδυνήθησαν να μετασαλεύσουν αυτήν από τον τόπον της. Αλλ’ ουδέ εδυνήθησαν να καύσουν αυτήν με την φωτίαν, οπού άναψαν εκεί, οπού εστέκετο η Αγία. Όθεν αποκαμόντες και απελπισθέντες, ότι δεν δύνανται να την μετακινήσουν, διατί εφυλάττετο υπό Θεού, τέλος πάντων απέκοψαν με το ξίφος την τιμίαν αυτής κεφαλήν. Και ούτως έλαβεν η μακαρία τον του μαρτυρίου αμαράντινον στέφανον.
(6) Η Αγία Αγάθη εορτάζεται κατά την πέμπτην του Φευρουαρίου.
*
Ο Όσιος Άρης εν ειρήνη τελειούται (7).
Άρης ο θείος ουκ Άρης ην οργίλος,
Πράος δε μάλλον, και πατεί γην πραέων.
(7) Περί τούτου του Οσίου Άρεως γράφει ο Ευεργετινός (σελ. 203) ότι παρόντος και του Αββά Αβραάμ, ήλθεν ένας αδελφός και ερώτησεν αυτόν· «Ειπέ μοι τι να κάμω να σωθώ;» Ο δε Όσιος Άρης είπεν αυτώ· «Ύπαγε και πέρασαι τον χρόνον τούτον τρώγοντας κάθε βράδυ ψωμί και άλας. Και έπειτα ελθέ πάλιν και λαλώ σοι». Αφ’ ου δε επέρασεν ο χρόνος, πάλιν επήγεν ο αδελφός εις τον γέροντα. Έτυχε δε πάλιν να ευρεθή παρών ο ρηθείς Αββάς Αβραάμ. Και είπεν ο γέρων εις τον αδελφόν· «Πήγαινε και πέρασαι τον χρόνον τούτον τρώγωντας εις δύω ημέρας μίαν φοράν». Τότε λέγει ο Αβραάμ εις τον Αββάν Άρην· «Διατί εις μεν τους άλλους αδελφούς, ελαφρόν ζυγόν επιθέττεις, εις τούτον δε, βαρύ φορτίον επιφορτίζεις;» Απεκρίθη ο γέρων· «Οι αδελφοί καθώς έρχονται ζητούντες, έτζι λαλώ εις αυτούς. Ούτος δε είναι εργάτης. Και ει τι αν ειπώ εις αυτόν, το κάμνει μετά σπουδής. Δια τούτο κατά την δύναμίν του, έτζι και λαλώ εις αυτόν». Εκ της παραινέσεως δε ταύτης δείκνυται, πόσον διακριτικός ήτον ο Όσιος ούτος Άρης.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Αρσενίου του εν τω Λάτρω.
Τον Αρσένιον εκμιμούμενος Πάτερ,
Και Αρσενίω συγχορεύεις εν Πόλω.
Ούτος ο Όσιος Πατήρ ημών και θαυματουργός Αρσένιος, ήτον από την Κωνσταντινούπολιν, υιός γονέων ευσεβών, πλουσίων, και πρώτων κατά το γένος. Κοντά λοιπόν οπού ο Όσιος ούτος ήτον τοιούτος περιφανής κατά το γένος, εδόθη εις αυτόν από τον τότε βασιλέα και άλλο αξίωμα, το να κατασταθή δηλαδή στρατηγός και πατρίκιος της τοποθεσίας της καλουμένης των Κιβυρραιωτών. Αλλά και όταν ένα καιρόν εστάλθη αρμάδα βασιλική, τότε ο Όσιος ούτος έλαβε την επιστασίαν αυτής. Επειδή δε από φουρτούναν μεγάλην, ανέβρασεν η θάλασσα μέσα από τα βάθη, δια τούτο τα μεν καράβια της αρμάδας, εκαταποντίσθησαν. Αυτός δε μόνος, ελύτρωσε την ζωήν του και ευγήκεν εις την στερεάν.
Τότε λοιπόν ευρών άδειαν, έλαβε εκείνο οπού επόθει προ πολλού καιρού, ήτοι ενεδύθη το αγγελικόν σχήμα των Μοναχών. Όθεν εταλαιπώρει το σώμα και υπέτασσεν αυτό εις την ψυχήν με νηστείας, με αγρυπνίας, με χαμευνίας, και με άλλας κακοπαθείας. Κοντά δε εις ταύτα, εστενοχώρει και την σάρκα του με βαρέα σίδηρα ο τη αληθεία σιδήρου και αδάμαντος δυνατώτερος και στερρότερος. Τα δε ρείθρα των δακρύων εκείνου, και τας ολονυκτίους στάσεις, και τους πολέμους των πονηρών πνευμάτων, και την υπομονήν οπού έδειχνεν εις τας ψύχρας του χειμώνος, και εις τα καύματα του θέρους, ταύτα λέγω πάντα, ποίος δύναται να αριθμήση; Με τοιούτους αγώνας αγωνιζόμενος ο μακάριος, πέμπεται υπό του Αγίου Πνεύματος εις ένα τόπον, κείμενον αντικρύ του καλουμένου Ιερού.
Εκεί δε απελθών με την παντοτινήν ροήν των δακρύων του, απέδειξεν ο αοίδιμος τον τόπον εκείνον κοιλάδα του κλαυθμώνος. Τα δε φορέματά του ήτον τρίχινα, ήτοι υφασμένα από γηδίσσας τρίχας. Όθεν όσα μέρη του σώματος δεν εταλαιπώρουν τα σίδηρα, ταύτα εταλαιπώρουν τα τρίχινα φορέματα. Η τροφή του δε ήτον, ή μάλλον ειπείν η ατροφία του, ήτον βοτάναι άγριαι. Και ταύτας έτρωγεν όχι με χορτασμόν, αλλ’ όσον μόνον τας εγεύετο. Την δίψαν δε αυτού επαρηγόρει νερόν μόνον πολλά ολίγον, και αυτό δια δύω, ή τριών ημερών λαμβανόμενον. Έπειτα αναχωρήσας από εκεί, επήγεν εις το θαυμάσιον όρος του Λάτρου το εν τη Ασία ευρισκόμενον. Και εκεί διατρίβων θαυμαστώς ο πανθαύμαστος, εθανάτωσε με την προσευχήν του και με τον τύπον του σταυρού μίαν ασπίδα, η οποία εφώλευεν εκεί, και τα νερά εφαρμάκευεν. Αναχωρήσας δε και από εκεί, επήγε κατά θεϊκήν προσταγήν εις το Μοναστήριον το ονομαζόμενον των Κελλιβάρων, και γενόμενος Ηγούμενος αυτού εις ολίγον καιρόν, πολλούς επαρακίνησεν εις εργασίαν της αρετής. Έπειτα αναχωρήσας από το Μοναστήριον επαναγυρίζει πάλιν εις την ποθεινήν ησυχίαν του, υστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος, και έγκλειστος μένων μέσα εις μίαν τρύπαν, εις την οποίαν ήτον φωλεαί και κατοικίαι πολλών θηρίων. Εκεί λοιπόν έμενεν ησυχάζων, άλλος Προφήτης Δανιήλ αναφανείς. Ώσπερ γαρ εκείνος έμενεν εν τω λάκκω των λεόντων αβλαβής, έτζι και ο μεγαλόψυχος ούτος Αρσένιος, έμενεν εις την τρύπαν εκείνην την κατοικίαν των θηρίων, αβλαβής και απείρακτος. Μάλλον δε ο Όσιος ούτος δια της προσευχής του, αποδίωξε μεν τα εκείσε κατοικούντα θηρία, σχολείον δε των ψυχών την τρύπαν εκείνην εποίησεν.
Επειδή δε οι αδελφοί του Μοναστηρίου ελθόντες, παρεκάλουν αυτόν να υπάγη μαζί των, δια τούτο γυρίζει πάλιν ο Όσιος εις το Μοναστήριον. Πλην και εκεί ευρισκόμενος, δεν έζη πλέον κοινώς ομού με τους αδελφούς. Αλλά κλείσας τον εαυτόν του μέσα εις ένα στενώτατον κελλίον, μόνος μόνω ελάτρευε τω Θεώ. Και εις μεν τας εξ ημέρας της εβδομάδος, ούτε ωμίλει με κανένα, ούτε φαγητόν έτρωγεν. Εις μόνην δε την Κυριακήν, εσυνείθιζεν ο Άγιος, και να λαλή και να τρώγη. Τι να περιττολογούμεν; Εις τόσην απάθειαν ο Όσιος έφθασεν, ώστε οπού, ουδέ σωματικήν πλέον τροφήν ο αείμνηστος έτρωγεν. Ετρέφετο γαρ υπό θείου Αγγέλου. Αλλά και χάριν των θαυμάτων υπό Κυρίου έλαβε. Νερά γαρ πικρά ταράξας με την ράβδον του, εις γλυκύτητα ταύτα μετέβαλεν.
Έτζι πολιτευόμενος ο Όσιος, με φρόνησιν και ανδρίαν, και με σωφροσύνην και δικαιοσύνην, έφθασεν εις το τέλος της ζωής του και εκαλείτο εις τας άνω μονάς. Δια τούτο εκάλεσεν όλους τους κατοικούντας εκεί τριγύρω Μοναχούς, και εδίδαξεν αυτούς περί αποταγής κόσμου και των εν κόσμω. Προς τούτοις δε, και περί υπομονής, και φιλαδελφίας, και περί ταπεινώσεως, και προσευχής. Έπειτα γονατίσας, και από δάκρυα γεμίσας τους οφθαλμούς, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, πολλά και μετά θάνατον θαύματα εργασάμενος.
Ένα γαρ δαιμονισμένον ιάτρευσεν ο Άγιος με την παρακάλεσιν των αδελφών. Όστις επεχείρησε μεν, να τρυπήση τον τάφον του Αγίου, έγινε δε παράλυτος δια την τόλμην. Ύστερον δε ήλθεν εις αίσθησιν και εμετανόησεν. Αλλά και ένας Μοναχός υδρωπικιασμένος, προσελθών εις τον τάφον του Αγίου, παρεκάλεσεν αυτόν να τον ιατρεύση. Και ευθύς, ω του θαύματος! έλαβε την υγείαν του, ευχαριστών άμα και δοξάζων τον τους Αγίους αυτού δοξάζοντα Χριστόν, τον μόνον αληθινόν και Σωτήρα των ψυχών ημών.
*
Μνήμη του Αγίου νέου Ιερομάρτυρος Γαβριήλ, Αρχιεπισκόπου Σερβίας, του εν Προύση μαρτυρήσαντος κατά το ͵αχνθ’ [1659] έτος.
Υψού κρεμασθείς τον κρεμασθέντα ξύλω,
Μιμή Γαβριήλ, και στέφη διπλώ στέφει (8).
(8) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
* * *
Τη Κυριακή των Αγίων Προπατόρων.
Δέξασθε χαράν οι πάλαι Προπάτορες,
Βλέποντες εγγίζοντα Χριστόν Μεσσίαν.
Γήθεο Αβραάμ, ότι πρόπαππος Χριστού εδείχθης.
Αι του μακαρίου Αβραάμ υποθέσεις είναι εγνωσμέναι τόσον εις τους σοφούς, όσον και εις τους ιδιώτας Χριστιανούς. Καθότι η Βίβλος της Γενέσεως, την οποίαν συνέγραψεν ο Προφήτης Μωϋσής, η περιέχουσα ταύτας, αυτή, λέγω, αναγινώσκεται εις επήκοον πάντων των Χριστιανών εν τη Εκκλησία, κατά τας νηστίμους ημέρας της αγίας και μεγάλης Τεσσαρακοστής. Όθεν από την Βίβλον εκείνην μανθάνουσιν όλοι, ότι ο προπάτωρ ημών Αβραάμ εκατάγετο από την χώραν των Χαλδαίων, και ήτον εθνικός. Έθνος γαρ ήτον οι Χαλδαίοι προτίτερον από τους Ιουδαίους. Και ότι είχε πατέρα ειδωλολάτρην τον Θάρραν. Πλην αγκαλά και από τοιούτον ειδωλολάτρην εκατάγετο ο θείος Αβραάμ, δεν έλαβεν όμως εκ τούτου κανένα εμπόδιον εις το να γνωρίση τον αληθή Θεόν. Αλλά, ανίσως πρέπη να ειπούμεν και ένα λόγον παράδοξον, ο μέγας Αβραάμ και από αυτήν ακόμη την ειδωλολατρείαν ωδηγήθη εις το να καταλάβη τον αληθή Θεόν.
Κατανοήσας γαρ ο αοίδιμος, ότι κανένα κτίσμα δεν είναι Θεός· και ακολούθως, ότι δεν πρέπει να προσκυνήται ως Θεός. Και στοχασθείς την ευταξίαν των όντων, εκ των ορωμένων τούτων ποιημάτων εγνώρισε τον αόρατον αυτών Ποιητήν. Και γνωρίσας τούτον, επροσκύνησεν ως Θεόν. Και ως κρατούντα και κυβερνώντα όλα τα κτίσματα. Και ως διορίσαντα εις αυτά την φαινομένην ταύτην ευαρμοστίαν και τάξιν. Ούτος λοιπόν προσταχθείς παρά Θεού να αφήση την πατρίδα και συγγένειάν του, και να υπάγη εις γην Χαναάν, (ήτις είναι η Παλαιστίνη και τα Ιεροσόλυμα), παρευθύς υπήκουσε, χωρίς να διακριθή με την καρδίαν του, δια την πολλήν πίστιν οπού είχε προς τον Θεόν. Δια τούτο και μισθόν της πίστεώς του λαμβάνει, το να γεννήση εις το βαθύ γήρας του τον Ισαάκ, και να γένη πατήρ πολλών εθνών. Από τον Αβραάμ γαρ εγεννήθη ο Ισαάκ. Και από τον Ισαάκ εγεννήθη ο Ιακώβ. Και από τον Ιακώβ εγεννήθη ο Ιούδας, (από την φυλήν του οποίου εγεννήθη ο Χριστός) και οι λοιποί αδελφοί αυτού Πατριάρχαι.
Δια τούτο λοιπόν οι θεοφόροι Πατέρες ημών και Διδάσκαλοι, μνήμην ποιούσι σήμερον του θείου Αβραάμ, ως γεγονότος προπάτορος του Χριστού. Και ταύτην παρέδωκαν να ποιούμεν και ημείς, όχι μακράν και εις πολλών ημερών διάστημα. Αλλά κοντά εις την κατά σάρκα γέννησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Τούτο ποιήσαντες, όχι απλώς και ως έτυχεν, αλλά κατά θείαν έμπνευσιν του Αγίου Πνεύματος. Επειδή γαρ ο υπεράγαθος και φιλάνθρωπος Υιός του Θεού, εκαταδέχθη να κάμη τον Πατριάρχην Αβραάμ και τους απογόνους εκείνου, προπάτοράς του κατά το ανθρώπινον, τούτου χάριν οι θειότατοι Πατέρες έκριναν δίκαιον να εορτάζωμεν την μνήμην αυτού και των λοιπών, ως Προπατόρων, όχι μακράν από την κατά σάρκα τον Κυρίου γέννησιν (1).
(1) Σημείωσαι, ότι ο Χρυσόστομος λόγον έχει εις τον Αβραάμ εν τη Κυριακή ταύτη των Προπατόρων. Ομοίως και ο θείος Νύσσης Γρηγόριος λόγον έχει περί θεότητος Υιού και Πνεύματος, και εις τον Αβραάμ. Αλλά και ο θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς λόγον συνέγραψεν εις την Κυριακήν ταύτην, ου η αρχή· «Του μονογενούς Υιού του Θεού». (Σώζεται εν τω Πρωτάτω, και εν άλλοις Μοναστηρίοις.)
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΓ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Εὐστρατίου, Αὐξεντίου, Εὐγενίου, Μαρδαρίου, καὶ Ὀρέστου.
Τὸν Εὐστράτιον καὶ συνάθλους δὶς δύω,
Ἅπαξ δύω κτείνουσι πῦρ τε καὶ ξίφος.
Τούς γε σὺν Εὐστρατίῳ δεκάτῃ τρίτῃ ἔκτανεν ἄορ.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ τῶν ἀσεβῶν βασιλέων, καὶ Λυσίου δουκός, ἐπιτροπεύοντος τῆς ἐπαρχίας Λιμιτανέων, καὶ Ἀγρικολάου διοικοῦντος ὅλην τὴν ἐπαρχίαν τῆς Ἀνατολῆς, ἐν ἔτει σϞς΄ [296]. Ἄνωθεν δὲ ἀπὸ τοὺς προγόνους των, ἐσέβοντο μὲν τὸν Χριστόν, ἔκρυπτον δὲ τὸν ἑαυτόν τους ὅτι εἶναι Χριστιανοί, διὰ τὸν φόβον τῶν τυράννων καὶ διωκτῶν. Ἀπὸ τούτους λοιπόν, ὁ μὲν Ἅγιος Εὐστράτιος, ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν πόλιν τῶν Ἀραβράκων. Κατὰ δὲ τὴν ἀξίαν, ἦτον σκρινιάριος τῆς δουκικῆς τάξεως, καὶ εἰς αὐτὴν εἶχε τὰ πρωτεῖα (1). Ἐπειδὴ δὲ οὗτος ἐπεθύμει νὰ ὁμολογήσῃ παρρησίᾳ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, ἐφοβεῖτο δὲ τὸ ἄδηλον τῆς ἐκβάσεως, διὰ τοῦτο, τί κάμνει; δίδει τὴν ζώνην του εἰς ἕνα ὑπηρέτην. Καὶ τὸν προστάζει νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ἀραβράκων καὶ νὰ ἀποθέσῃ ταύτην ἐκεῖ. Τοῦτο συλλογισθεὶς εἰς τὸν ἑαυτόν του, ὅτι, εἰ μὲν ὁ Πρεσβύτερος Αὐξέντιος ἔμβῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ πάρῃ τὴν ζώνην εἰς τὰς χεῖράς του, βέβαια εἶναι σημεῖον, ὅτι κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ θέλει γένῃ ἡ ὁμολογία του. Ὅθεν καὶ πρέπει νὰ μὴ δειλιάση κᾀνένα βάσανον. Ἀλλὰ μὲ θάρρος νὰ παρασταθῇ εἰς τὸν ἄρχοντα, καὶ μὲ παρρησίαν νὰ ὁμολογήσῃ τὸν ἑαυτόν του Χριστιανόν. Ἀνίσως δὲ ἄλλος τινας Ἱερεύς, ἢ ἐκκλησιαστικός, πάρῃ τὴν ῥηθεῖσαν ζώνην του, τοῦτο εἶναι σημεῖον, ὅτι πρέπει ἀκόμη νὰ ἔχῃ εἰς τὸ κρυπτὸν τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, χωρὶς νὰ τολμήσῃ νὰ παρρησιασθῇ. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Πρεσβύτερος Αὐξέντιος ἐπῆρε τὴν ζώνην, ὑπέλαβεν ὁ Ἅγιος, ὅτι καλῶς ἔχει νὰ ἀποβῇ εἰς αὐτὸν ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως (2).
Καὶ λοιπὸν ἐπειδὴ ὁ Μάρτυς εἶχε ἀξίωμα, πρῶτος αὐτὸς νὰ παρασταίνῃ εἰς τὸ κριτήριον τοὺς Ἁγίους Μάρτυρας, διὰ τοῦτο μαζὶ μὲ ἐκείνους παρεστάθη καὶ αὐτὸς ἔμπροσθεν τοῦ Λυσίου, καὶ πρῶτον τὸν ἑαυτόν του ὀνομάζει Χριστιανόν. Ὅθεν παρὰ τοῦ τυράννου ὑστερεῖται τὴν ζώνην, ἥτις ἦτον τοῦ ἀξιώματός του σημεῖον. Καὶ γυμνωθείς, ἐξαπλόνεται κατὰ γῆς καὶ δέρνεται. Ἔπειτα δεθεὶς μὲ σχοινία, κρεμᾶται ὑψηλά. Καὶ κατακαίεται ἀπὸ τὴν φωτίαν, ὁποῦ ἦτον ὑποκάτω του ἐστρωμένη. Ἔπειτα ῥαίνουσιν ἐπάνω εἰς τὰ φλεχθέντα μέλη του ξύδι ὁμοῦ μὲ ἅλας, καὶ μὲ τοῦβλα κατατρίβουσι τὰς πλευράς του. Ἐπειδὴ δὲ διὰ θαυματουργίας ἔγινεν ὅλος ὑγιής, τούτου χάριν ἐτράβιξεν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τὸν Ἅγιον Εὐγένιον. Ὅθεν καὶ αὐτὸς παρρησίᾳ ὁμολογεῖ τὸν Χριστόν, λέγωντας, ὅτι εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν Ἅγιον Εὐστράτιον, καὶ προσφέρει λατρείαν καὶ σέβας εἰς τὸν παρὰ τοῦ Εὐστρατίου σεβόμενον Θεόν. Ὅθεν τοῦτο βλέπων ὁ Λυσίας προστάζει νὰ καρφώσουν τοὺς πόδας τοῦ Ἁγίου Εὐστρατίου μὲ σιδηρᾶ ὑποδήματα, καὶ νὰ βιάζουν αὐτὸν νὰ τρέχῃ ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Σεβαστείας, ἕως εἰς τὴν Νικόπολιν (ἴσως τῆς Ἁρμενίας).
Τότε ἐν τῷ μεταξὺ διαστήματι βλέπων ὁ Μαρδάριος τὸν Ἅγιον Εὐστράτιον οὕτως ἀτίμως βασανιζόμενον, τὸν πρῴην ὄντα περιφανῆ καὶ ἔνδοξον, ἐμακάρισεν αὐτὸν διὰ τὴν ὑπομονὴν καὶ μεγαλοψυχίαν του. Ὅτι διὰ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν καὶ ἀγάπην, ἀπὸ τὴν προτέραν περίβλεπτον ἀξίαν, ὁποῦ εἶχεν, ἦλθεν εἰς τοιαύτην ἐλεεινὴν κατάστασιν. Καὶ ὅτι ἀντὶ διὰ τὴν ἐνδοξότητα τοῦ λαμπροῦ γένους του, ἐπροτίμησε νὰ πάσχῃ διὰ τὸν Χριστὸν τὰ τῶν κακούργων βάσανα. Ὅθεν ὁ ἀοίδιμος σύμβουλον λαβὼν εἰς τοῦτο τὴν γυναῖκά του, ἡ ὁποία παρεκίνει αὐτὸν εἰς τὸ μαρτύριον, ἀφιέρωσε πρῶτον, αὐτὴν καὶ τὰ τέκνα του εἰς τὸν Θεόν. Ἔπειτα, τρέχει καὶ φθάνει εἰς τὸν δρόμον τὸν Ἅγιον Εὐστράτιον, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν δένεται ὡς κατάδικος. Ὅταν δὲ ὁ Λυσίας ἐκάθισε διὰ νὰ κρίνῃ τοὺς Ἁγίους, τότε πρῶτος ὁ Ἅγιος Αὐξέντιος ἀπεκεφαλίσθη. Ἐπειδὴ καὶ ὠνόμασε τὸν ἑαυτόν του Χριστιανόν. Δεύτερος ὁ Ἅγιος Μαρδάριος, τρυπηθεὶς εἰς τοὺς ἀστραγάλους ἐκρεμάσθη κατακέφαλα, καὶ μὲ σούβλας ὀξείας καὶ πεπυρωμένας, κατακαίεται εἰς τὰ ὄπισθεν μέρη τῆς κεφαλῆς, καὶ μέσα εἰς ταύτην τὴν βάσανον παραδίδει τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Τρίτος ὁ Ἅγιος Εὐγένιος ἀποκόπτεται τὴν γλῶσσαν, καὶ τζακίζεται εἰς τὰ σκέλη μὲ ῥαβδία χονδρά. Καὶ μέσα εἰς τὰ βάσανα ταῦτα παραδίδει καὶ αὐτὸς τὴν ψυχήν του εἰς τὸν Θεόν.
Ὁ δὲ Ἅγιος Ὀρέστης, ἐπειδὴ εἰς καιρόν, ὁποῦ ἔρριπτε τὴν σαΐταν εἰς τὸ σημάδι, ἐφάνη ὁ χρυσοῦς σταυρός, ὁποῦ εἶχε κρεμασμένον εἰς τὸν λαιμόν του ὑποκάτω εἰς τὰ ῥοῦχά του, καὶ ἐκ τούτου ἐγνωρίσθη ὅτι καὶ αὐτὸς εἶναι Χριστιανός (3), διὰ τοῦτο ἐρωτήθη ἀπὸ τὸν Λυσίαν τί εἶναι. Ὁ δὲ Μάρτυς ἀπεκρίθη, ὅτι εἶναι δοῦλος Χριστοῦ. Ὅθεν ἐδέθη ὁμοῦ μὲ τὸν Ἅγιον Εὐστράτιον, καὶ ἐπέμφθησαν καὶ οἱ δύω εἰς τὸν Ἀγρικόλαον. Συμφέρον γὰρ ἐνόμισε τοῦτο ὁ Λυσίας εἰς τὸν ἑαυτόν του, τὸ νὰ πεμφθῇ ἐκεῖ ὁ Ἅγιος Εὐστράτιος. Ἕνα μέν, διατὶ ἐφοβεῖτο τὴν ἐν λόγοις σοφίαν τοῦ Ἁγίου Εὐστρατίου καὶ δύναμιν. Μὲ τὴν ὁποίαν ἐστηλίτευσε καὶ ἐπερίπαιξε τόσον αὐτὸν τὸν Λυσίαν, ὅσον καὶ τὴν θρῃσκείαν τῶν Ἑλλήνων, καὶ ἔδειξεν εἰς ὅλους φανερὰν τὴν ἀλήθειαν. Καὶ ἄλλο δέ, ἵνα μὴ πάλιν θαυματουργήσῃ, καὶ τραβίξῃ πολλοὺς εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν.
Ὅταν λοιπὸν παρεστάθη εἰς τὸν Ἀγρικόλαον ὁ Ἅγιος Εὐστράτιος, τότε ὄχι μόνον ἐστηλίτευσε καὶ ἐπόμπευσεν ὅλην τὴν ἀπάτην τῆς ἑλληνικῆς πλάνης ἀπὸ τοὺς ἰδίους σοφοὺς τῶν Ἑλλήνων· ἄκρος γὰρ ἦτον εἰς τὴν μάθησιν τούτων· ἀλλὰ καὶ ἐδιηγήθη ὅλην τὴν οἰκονομίαν τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καὶ διὰ τούτων ἐξέπληξε τὸν τύραννον. Ὅθεν ἐβάλθη εἰς τὴν φυλακήν. Εἰς τὴν φυλακὴν δὲ εὑρισκόμενος, ἐκοινώνησε τὰ θεῖα Μυστήρια ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπον τῆς Σεβαστείας Ἅγιον Βλάσιον, εἰς τὸν ὁποῖον καὶ ἐγχείρησεν ὁ Μάρτυς τὴν διαθήκην ὁποῦ ἔκαμε, διατάσσων, πῶς νὰ οἰκονομηθοῦν τὰ πράγματά του μετὰ τὸ αὐτοῦ μαρτύριον (4). Τέταρτος δὲ ὁ Ἅγιος Ὀρέστης ἁπλωθεὶς ἐπάνω εἰς ἕνα κρεββάτι σιδηροῦν καὶ πεπυρωμένον, παρέδωκε τὸ πνεῦμά του τῷ Κυρίῳ. Πέμπτος δὲ καὶ τελευταῖος ὁ Ἅγιος Εὐστράτιος, βαλθεὶς μέσα εἰς ἀναμμένον καμίνι, παρέδωκε καὶ αὐτὸς τὴν μακαρίαν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Καὶ οὕτως ἔλαβον καὶ οἱ πέντε τοὺς τοῦ μαρτυρίου ἀμαραντίνους στεφάνους. Ἡ δὲ Σύναξις αὐτῶν τελεῖται ἐν τῷ σεπτῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, πλησίον τῆς ἁγιωτάτης μεγάλης Ἐκκλησίας. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τῶν Ἁγίων ὅρα εἰς τὸν Παράδεισον. Τοῦτον δὲ συνέγραψεν ἑλληνιστὶ ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Βασιλεύοντος Διοκλητιανοῦ». Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων, καὶ ἐν ἄλλαις (5).)
(1) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι τούτου τοῦ Ἁγίου Εὐστρατίου εἶναι πόνημα ἡ κατανυκτικὴ εὐχὴ ἐκείνη, τὴν ὁποίαν ἡ Ἐκκλησία παρέλαβε νὰ λέγῃ ἐν τῷ μεσονυκτικῷ κατὰ πᾶν Σάββατον, ἧς ἡ ἀρχή· «Μεγαλύνων μεγαλύνω σε Κύριε». Καθὼς καὶ τοῦ Ἁγίου Μαρδαρίου εἶναι πόνημα ἡ εὐχὴ ἐκείνη, ἧς ἡ ἀρχή· «Δέσποτα Θεὲ Πάτερ Παντοκράτορ».
(2) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι τὸ νὰ ζητῇ τινας νὰ γνωρίσῃ τὸ μέλλον διὰ τῶν τοιούτων σημείων, δὲν εἶναι, οὔτε συμφέρον, οὔτε συγκεχωρημένον εἰς τὸν καθ’ ἕνα. Σπανιώτατα γὰρ ταῦτα, καὶ μόλις Ἁγίοις ὀλίγοις ἐνεργηθέντα. Ὅθεν οὐδὲ νόμος γίνεται κοινός, ὥστε ὁποῦ νὰ μιμοῦνται αὐτὸν οἱ πολλοί. Σφαλερὸν γὰρ τὸ τοιοῦτον καὶ ἐπικίνδυνον. Καθότι πολλοὶ ἕνα παρόμοιον ποιήσαντες, ἠπατήθησαν. Καὶ πιστεύσαντες τῷ μέλλοντι, ὡς ὑπὸ Θεοῦ διά τινων σημείων ἀποκαλυφθέντι, ἐβλάβησαν καὶ καταγέλαστοι ὤφθησαν. Οὐ γὰρ πᾶντα τὰ τοιαῦτα ἀπὸ Θεοῦ. Πολλὰ δὲ καὶ ἀπὸ τύχης ἀκολουθοῦσιν. Ἡμεῖς λοιπὸν εἰς ὅλα μας τὰ ἔργα καὶ ἐπιχειρήματα, πρέπει νὰ ζητῶμεν τοῦτο μόνον, τὸ νὰ τελειωθῇ εἰς ἡμᾶς τὸ τοῦ Θεοῦ εὐάρεστον θέλημα. Εἰς δὲ τὰ τοιαῦτα σημεῖα νὰ μὴ προσέχωμεν, ἵνα μὴ πλάνῃ τινι περιπέσωμεν, καὶ φανῶμεν πειράζοντες τὸν Θεόν. Ὅρα εἰς καὶ τὸ ΚΔ΄ κεφάλ. τῆς Γενέσεως, στίχῳ 14, ὅπου ὁ δοῦλος τοῦ Ἁβραὰμ εὐχήθη εἰς τὸν Θεὸν διὰ νὰ τῷ δείξῃ μὲ κᾄποια σημεῖα καὶ σύμβολα τὴν Ῥεβέκκαν, ἣν ἔμελλε λαβεῖν γυναῖκα ὁ Ἰσαάκ. Ὁ Θεοδώρητος ὅμως λέγει, ὅτι οὐ συμβολικῶς τὴν εὐχὴν ἐκείνην προενήνοχεν ὁ δοῦλος, ὥς τινες τῶν ἄγαν ἠλιθίων ὑπέλαβον. Καὶ ὅτι δὲν ἦτον αὐτὰ συμβολικά, ἀλλὰ πίστεως καὶ εὐλαβείας δηλωτικά. Ὁμοίως δὲ καὶ ὁ Προκόπιος καὶ ὁ Ἄδηλος ἑρμηνεύουσιν, ὅτι δὲν ἦτον συμβολικὸς ὁ οἰκέτης. Ἀλλὰ τῷ Θεῷ πιστεύσας, ὡς πιστὸς ηὔξατο. Μὲ τὴν ἑρμηνείαν δὲ αὐτὴν φανερόνουσιν οὗτοι, ὅτι συμβολικῶς δὲν πρέπει νὰ εὐχώμεθα, ἀλλὰ ἁπλῶς. Ἐπειδὴ ἄλλο εἶναι ἁπλῶς εὐχή, καὶ ἄλλο συμβολικὴ εὐχή. Ἡ μὲν γάρ, τόδε τι ὡς ἀγαθὸν ἐξαιτεῖ. Ἡ δέ, ὡς ἔσχεν, ἢ ἔχει, ἢ ἕξει, εὔχεται διὰ συμβόλου μαθεῖν.
(3) Ἐκ τούτου δείκνυται, ὅτι οἱ παλαιοὶ Χριστιανοὶ ἐσυνείθιζον νὰ βαστάζουν ἐπάνω των τὸν Σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ, κατεσκευασμένον ἐκ ξύλου, ἢ χρυσίου, ἢ ἀργυρίου, ἢ ἄλλου τινος μετάλλου, πρὸς διαφύλαξίν τους καὶ σωτηρίαν. Ὅθεν καὶ ὁ Ἅγιος Παγκράτιος ὁ Ταυρομενίας Ἐπίσκοπος, ὁ ἑορταζόμενος κατὰ τὴν ἐνάτην τοῦ Ἰουλίου, ἀφ’ οὗ ἐβάπτιζε τοὺς Χριστιανούς, ἔδιδεν εἰς τὸν καθένα καὶ ἕνα Σταυρὸν ἀπὸ κέδρον νὰ τὸν βαστάζῃ ἐπάνω του. Καὶ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος Σταυρὸν ἐβάσταζεν πρὸς ἀποτροπὴν παντὸς ἐναντίου. Ὅθεν καὶ ἔλεγε πρὸς τὸν Διάβολον ἡρωελεγείως.
Φεῦγ’ ἀπ’ ἐμῆς κραδίης δολομήχανε φεῦγε τάχιστα.
Φεῦγ’ ἀπ’ ἐμῶν μελέων, φεῦγ’ ἀπ’ ἐμοῦ βιότου.
Μή σε βάλω Σταυρῷ, τῷ πᾶν ὑποτρομέει.
Σταυρὸν ἐμοῖς μελέεσσι φέρω, σταυρὸν δὲ πορείῃ.
Σταυρὸν δὲ κραδίῃ, Σταυρὸς ἐμοὶ τὸ κλέος.
Καὶ αὐτοὶ δὲ οἱ ἴδιοι δαίμονες ὡμολόγησαν βιαζόμενοι, εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Βοστρινὸν τὸν ἔχοντα ἐξουσίαν κατὰ δαιμόνων, ὅτι φοβοῦνται τρία πράγματα τῶν Χριστιανῶν, τὸ Βάπτισμα, τὸν Σταυρὸν ὁποῦ φοροῦν εἰς τὸν τράχηλον καὶ τὴν ἁγίαν Κοινωνίαν. Διὰ τοῦτο καὶ ὅλοι οἱ τωρινοὶ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ μιμοῦνται τοὺς παλαιοὺς Χριστιανούς, καὶ νὰ φοροῦν καὶ αὐτοὶ Σταυρόν, πρὸς ἔνδειξιν, ὅτι εἶναι Χριστιανοί, καὶ πρὸς ἀποτροπὴν κάθε κακοῦ.
(4) Ὅρα περὶ τούτου καὶ εἰς τὸ Συναξάριον τοῦ Ἁγίου Βλασίου κατὰ τὴν ἑνδεκάτην τοῦ Φευρουαρίου.
(5) Δὲν δύναμαι νὰ σιωπήσω τὸ χαριέστατον θαῦμα, ὁποῦ ἐνήργησαν οἱ Ἅγιοι οὗτοι πέντε Μάρτυρες εἰς ἕνα Μετόχιον τῆς ἐν Χίῳ Νέας Μονῆς, τιμώμενον εἰς ὄνομα τῶν πέντε τούτων Ἁγίων Μαρτύρων, καθὼς διηγεῖται τοῦτο ὁ εὐλαβὴς ἐκεῖνος Νικόλαος ὁ Μαλαξὸς ὁ πρωτοπαπᾶς Ναυπλοίου. Ὅθεν συντόμως ἀναφέρω τοῦτο ἐδῶ χάριν τῶν φιλοχρίστων. Τὸ Μετόχιον αὐτὸ προμηθεῖται καὶ κυβερνᾶται εἰς ὅλα τὰ χρειώδη καὶ αὐτῆς τῆς ἐτησίου μνήμης τῶν Ἁγίων, ἀπὸ τὸ διαληφθὲν Μοναστήριον τῆς ἁγίας Μονῆς. Συνέβη δὲ μίαν φορὰν νὰ γένῃ σφοδρότατος χειμών, κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων, ὥστε ὁποῦ, ἀπὸ τὸ πολὺ χιόνι ὁποῦ ἔγινεν, ὄχι μόνον δὲν ἐδυνήθησαν νὰ κατεβοῦν οἱ Πατέρες τοῦ Μοναστηρίου, καὶ νὰ φέρουν τὰ χρειαζόμενα εἰς τὴν ἑορτὴν κατὰ τὴν συνήθειαν, ἀλλ’ οὐδὲ οἱ ἄνθρωποι τῆς χώρας ἠμπόρεσαν νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς ψυχρότητος. Ἀλλ’ εἰς μὲν τὸν ἑσπερινόν, ἐπῆγαν μερικοί. Εἰς δὲ τὸν ὄρθρον, μόνος ὁ ἐφημέριος ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Καὶ ἀνάψας τὰς κανδήλας ἔκρουσε τὸ σήμαντρον, καὶ ἔκαμεν εὐλογητὸν διὰ νὰ ἀναγνώσῃ τὴν ἀκολουθίαν.
Τότε παρευθὺς ἰδοὺ βλέπει πέντε ἀνθρώπους εὐπρεπεῖς καὶ εὐτάκτους, ὁποῦ ἐμβῆκαν εὐλαβῶς εἰς τὸν Ναόν. Οἱ ὁποῖοι, ἀπὸ μὲν τὸ ἦθος καὶ τὸ σχῆμα, ἐφαίνοντο ὅτι εἶναι ξένοι ἄνθρωποι, ἀπὸ δὲ τὸ πρόσωπον, ἐφαίνοντο κατὰ πᾶντα ὅμοιοι μὲ τοὺς πέντε ἐνδόξους τούτους Μάρτυρας, Εὐστράτιον, λέγω, Αὐξέντιον, Εὐγένιον, Μαρδάριον, καὶ Ὀρέστην, καθὼς φαίνονται ζωγραφισμένοι εἰς τὰς εἰκόνας των. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐμβῆκαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, οἱ μὲν δύω, ἐστάθησαν εἰς τὸν δεξιὸν χορόν. Οἱ δὲ ἄλλοι δύω, ἐστάθησαν εἰς τὸν ἀριστερόν. Καὶ ὁ πέμπτος, ὁ ὁποῖος ὡμοίαζε μὲ τὸν Ἅγιον Ὀρέστην, ἐστάθη εἰς τὸ ἀναλογεῖον. Καὶ ὅταν ἦλθεν ἡ ὥρα, ἐκανονάρχει καὶ ἀνεγίνωσκε μὲ λαμπρὰν καὶ καθαρὰν φωνήν. Οἱ δὲ ἄλλοι τέσσαρες, οἱ στεκόμενοι ἀπὸ τὸν δεξιὸν καὶ ἀριστερὸν χορόν, ὡς εἴπομεν, ἔψαλλον μὲ φωνὴν γλυκυτάτην καὶ λιγυρὰν τὰ ἱερὰ ᾄσματα.
Ταῦτα δὲ βλέπων καὶ ἀκούων ὁ Ἱερεύς, ἔχαιρε μὲν καθ’ ἑαυτὸν καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν, ὅστις ἔστειλεν αὐτοὺς βοηθοὺς τῆς ἀκολουθίας, εἰς ἕνα τοιοῦτον καιρόν, ὁποῦ δὲν ἦτον κᾀνένας ἄλλος βοηθός. Ἐξίστατο δὲ καὶ ἐθαύμαζεν. Ἕνα μέν, διὰ τὴν ὁμοιότητα ὁποῦ εἶχον καὶ οἱ πέντε μὲ τὴν εἰκόνα τῶν Ἁγίων, καὶ ἄλλο δέ, διὰ τὴν εὐπρέπειαν καὶ ὀρθότητα καὶ χάριν τῆς ἀναγνώσεώς των. Καὶ διὰ τὴν γλυκυτάτην μελῳδίαν τῆς φωνῆς των. Ὅθεν εὑρίσκετο εἰς ἀπορίαν, ποῖοι νὰ ἦτον οἱ φαινόμενοι. Καὶ δὲν ἤξευρε τί νὰ κάμῃ. Ἐβιάζετο μὲν γὰρ νὰ τοὺς ἐρωτήσῃ πρὸ τοῦ ὄρθρου, ποῖοι ἦτον. Βλέπωντας δὲ τὴν σεμνοπρέπειαν καὶ προθυμίαν ὁποῦ εἶχον εἰς τὴν ἀκολουθίαν, ἀπεφάσισε νὰ τοὺς ἐρωτήσῃ μετὰ τὸ τέλος τοῦ ὄρθρου.
Ὅταν δὲ ἔφθασεν ἡ ὥρα τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Μαρτυρίου τῶν Ἁγίων, ἐπῆγεν εἰς τὸ μέσον καὶ ἔκαμεν ἀνάγνωσιν ἐκεῖνος, ὁποῦ ἐφαίνετο ὅμοιος μὲ τὸν Ὀρέστην. Καὶ αὐτὸς μέν, μὲ πολλὴν παρρησίαν καὶ λαμπρὰν φωνὴν ἀνεγίνωσκεν. Οἱ δὲ ἄλλοι τέσσαρες, μὲ πολλὴν ἡδονὴν καὶ προσοχὴν μεγάλην ἤκουον τὰ ἀναγινωσκόμενα. Ὅταν δὲ ἔφθασεν ὁ ἀναγινώσκων εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, ὁποῦ λέγει, ὅτι ἐπρόσταξεν ὁ Ἀγρικόλαος νὰ φερθῇ μία κλίνη σιδηρᾶ πεπυρωμένη, καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὴν νὰ ἁπλωθῇ ὁ Ἅγιος Ὀρέστης. Καὶ ὅτι ὁ Ἅγιος Ὀρέστης φερόμενος εἰς τὴν κλίνην ἐδειλίασε. Τοῦτο, λέγω, τὸ μέρος ἀναγινώσκων ἐκεῖνος, ὁποῦ ἐφαίνετο ὅμοιος μὲ τὸν Ἅγιον Ὀρέστην, δὲν εἶπε καθὼς ἦτον γεγραμμένον, ὅτι ἐδειλίασεν. Ἀλλὰ ἄλλαξε τὸ ῥῆμα καὶ ἀντὶ νὰ εἰπῇ «ἐδειλίασεν», εἶπεν «ἐμειδίασεν», ἤγουν ὅτι φερόμενος εἰς τὴν κλίνην ἐχαμογέλασε.
Τοῦτο δὲ ἀκούωντας ἐκεῖνος, ὁποῦ ὁμοίαζε μὲ τὸν Ἅγιον Εὐστράτιον, ἐσήκωσε τὰ ὀμμάτιά του, καὶ βλέπων μὲ πολλὴν παρατήρησιν τὸν ὅμοιον τοῦ Ὀρέστου, λέγει αὐτῷ. Διατί ἀλλάζεις τὸ ῥῆμα καὶ δὲν τὸ λέγεις καθὼς εἶναι γεγραμμένον; Ὅθεν ἀνάγνωσον πάλιν αὐτὸ ἐκ δευτέρου καθὼς εἶναι. Ὁ δὲ ἀναγνώσας καὶ δεύτερον πάλιν ἄλλαξε τὸ ῥῆμα, ἐντρεπόμενος τρόπον τινὰ νὰ εἰπῇ, ὅτι ἐδειλίασε. Τότε ὁ Ἅγιος Εὐστράτιος τοῦ λέγει μὲ μεγαλιτέραν φωνήν. Ἀνάγνωσον τὸ γεγραμμένον καθὼς τὸ ἔπαθες. Διατὶ δὲν ἐμειδίασες, ἤτοι δὲν ἐχαμογέλασες, βλέπωντας τὴν κλίνην, ἀλλὰ ἐδειλίασες. Καὶ μαζὶ μὲ τὸν λόγον, εὐθὺς καὶ οἱ πέντε ἔγιναν ἄφαντοι. Ὁ δὲ Ἱερεὺς τὸ τοιοῦτον βλέπων παράδοξον, ἔμεινεν ἄφωνος εἰς ὥραν πολλήν. Ἐλθὼν δὲ εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἐτελείωσε τὴν ἀκολουθίαν ὡς ἐδυνήθη. Καὶ μετὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν, ἐδιηγήθη εἰς τοὺς παρευρεθέντας Χριστιανοὺς τὴν φανερὰν ὀπτασίαν ταύτην. Καὶ ἅπαντες ἐδόξασαν τὸν Θεόν, τὸν θαυμαστοὺς ποιοῦντα τοὺς Ἁγίους αὐτοῦ.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Λουκίας τῆς Παρθένου.
Ὡς Παρθένος μέν, ἓν στέφος ἡ Λουκία,
Ὡς δ’ ἐκ ξίφους καὶ Μάρτυς, ἄλλο λαμβάνει.
Αὕτη ἦτον ἀπὸ τὴν Συρακοῦσαν πόλιν τῆς νήσου Σικελίας, ἐν ἔτει σν΄ [250], ἀρραβωνισμένη μὲ ἄνδρα. Διὰ δὲ τὴν ἀσθένειαν τῆς αἱμορροίας, ὁποῦ ἠκολούθησεν εἰς τὴν μητέρα της, ἐπῆγε μαζὶ μὲ αὐτὴν εἰς τὴν Κατάνην, διὰ νὰ προσκυνήσῃ τὸ ἐκεῖ εὑρισκόμενον λείψανον τῆς Ἁγίας Ἀγάθης, καὶ νὰ παρακαλέσῃ αὐτὴν ἵνα ἰατρεύσῃ τὴν μητέρα της ἀπὸ τὸ πάθος τῆς αἱμορροίας. Πηγαίνουσα δὲ ἐκεῖ, βλέπει εἰς τὸ ὅραμά της τὴν Ἁγίαν Ἀγάθην. Ἡ ὁποία, εἰς μὲν τὴν μητέρα της, ἔδιδε τὴν ἰατρείαν, εἰς αὐτὴν δέ, ἐπρόλεγε, πῶς ἔχει νὰ μαρτυρήσῃ διὰ τὸν Χριστόν (6). Ὅταν δὲ ἡ μήτηρ της ἔγινεν ὑγιής, τότε ἐδιαμοίρασεν ἡ Ἁγία ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ ἦτον ἑτοίμη καὶ πρόθυμος διὰ νὰ ὑπάγῃ νὰ ὁμολογήσῃ τὸν Χριστόν. Διαβαλθεῖσα λοιπὸν εἰς τὸν ἄρχοντα Πασχάσιον ἀπὸ τὸν ἴδιον ἀρραβωνιστικόν της, παρεστάθη εἰς αὐτὸν μὲ ἀνδρίαν, καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστόν. Ὁ δὲ ἄρχων ἐπρόσταξε νὰ δώσουν αὐτὴν εἰς πορνοστάσιον διὰ νὰ τὴν ἀτιμάσουν. Ἀλλ’ ὅμως αὐτὴ μὲ τὴν θείαν δύναμιν ἐφυλάχθη καθαρὰ καὶ δὲν ἐμολύνθη. Πολλοὶ γὰρ στρατιῶται πηγαίνοντες, δὲν ἐδυνήθησαν νὰ μετασαλεύσουν αὐτὴν ἀπὸ τὸν τόπον της. Ἀλλ’ οὐδὲ ἐδυνήθησαν νὰ καύσουν αὐτὴν μὲ τὴν φωτίαν, ὁποῦ ἄναψαν ἐκεῖ, ὁποῦ ἐστέκετο ἡ Ἁγία. Ὅθεν ἀποκαμόντες καὶ ἀπελπισθέντες, ὅτι δὲν δύνανται νὰ τὴν μετακινήσουν, διατὶ ἐφυλάττετο ὑπὸ Θεοῦ, τέλος πάντων ἀπέκοψαν μὲ τὸ ξίφος τὴν τιμίαν αὐτῆς κεφαλήν. Καὶ οὕτως ἔλαβεν ἡ μακαρία τὸν τοῦ μαρτυρίου ἀμαράντινον στέφανον.
(6) Ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἑορτάζεται κατὰ τὴν πέμπτην τοῦ Φευρουαρίου.
*
Ὁ Ὅσιος Ἄρης ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (7).
Ἄρης ὁ θεῖος οὐκ Ἄρης ἦν ὀργίλος,
Πρᾷος δὲ μᾶλλον, καὶ πατεῖ γῆν πραέων.
(7) Περὶ τούτου τοῦ Ὁσίου Ἄρεως γράφει ὁ Εὐεργετινός (σελ. 203) ὅτι παρόντος καὶ τοῦ Ἀββᾶ Ἁβραάμ, ἦλθεν ἕνας ἀδελφὸς καὶ ἐρώτησεν αὐτόν· «Εἰπέ μοι τί νὰ κάμω νὰ σωθῶ;» Ὁ δὲ Ὅσιος Ἄρης εἶπεν αὐτῷ· «Ὕπαγε καὶ πέρασαι τὸν χρόνον τοῦτον τρώγοντας κάθε βράδυ ψωμὶ καὶ ἅλας. Καὶ ἔπειτα ἐλθὲ πάλιν καὶ λαλῶ σοι». Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασεν ὁ χρόνος, πάλιν ἐπῆγεν ὁ ἀδελφὸς εἰς τὸν γέροντα. Ἔτυχε δὲ πάλιν νὰ εὑρεθῇ παρὼν ὁ ῥηθεὶς Ἀββᾶς Ἁβραάμ. Καὶ εἶπεν ὁ γέρων εἰς τὸν ἀδελφόν· «Πήγαινε καὶ πέρασαι τὸν χρόνον τοῦτον τρώγωντας εἰς δύω ἡμέρας μίαν φοράν». Τότε λέγει ὁ Ἁβραὰμ εἰς τὸν Ἀββᾶν Ἄρην· «Διατί εἰς μὲν τοὺς ἄλλους ἀδελφούς, ἐλαφρὸν ζυγὸν ἐπιθέττεις, εἰς τοῦτον δέ, βαρὺ φορτίον ἐπιφορτίζεις;» Ἀπεκρίθη ὁ γέρων· «Οἱ ἀδελφοὶ καθὼς ἔρχονται ζητοῦντες, ἔτζι λαλῶ εἰς αὐτούς. Οὗτος δὲ εἶναι ἐργάτης. Καὶ εἴ τι ἂν εἰπῶ εἰς αὐτόν, τὸ κάμνει μετὰ σπουδῆς. Διὰ τοῦτο κατὰ τὴν δύναμίν του, ἔτζι καὶ λαλῶ εἰς αὐτόν». Ἐκ τῆς παραινέσεως δὲ ταύτης δείκνυται, πόσον διακριτικὸς ἦτον ὁ Ὅσιος οὗτος Ἄρης.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀρσενίου τοῦ ἐν τῷ Λάτρῳ.
Τὸν Ἀρσένιον ἐκμιμούμενος Πάτερ,
Καὶ Ἀρσενίῳ συγχορεύεις ἐν Πόλῳ.
Οὗτος ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν καὶ θαυματουργὸς Ἀρσένιος, ἦτον ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, υἱὸς γονέων εὐσεβῶν, πλουσίων, καὶ πρώτων κατὰ τὸ γένος. Κοντὰ λοιπὸν ὁποῦ ὁ Ὅσιος οὗτος ἦτον τοιοῦτος περιφανὴς κατὰ τὸ γένος, ἐδόθη εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὸν τότε βασιλέα καὶ ἄλλο ἀξίωμα, τὸ νὰ κατασταθῇ δηλαδὴ στρατηγὸς καὶ πατρίκιος τῆς τοποθεσίας τῆς καλουμένης τῶν Κιβυρραιωτῶν. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἕνα καιρὸν ἐστάλθη ἁρμάδα βασιλική, τότε ὁ Ὅσιος οὗτος ἔλαβε τὴν ἐπιστασίαν αὐτῆς. Ἐπειδὴ δὲ ἀπὸ φουρτοῦναν μεγάλην, ἀνέβρασεν ἡ θάλασσα μέσα ἀπὸ τὰ βάθη, διὰ τοῦτο τὰ μὲν καράβια τῆς ἁρμάδας, ἐκαταποντίσθησαν. Αὐτὸς δὲ μόνος, ἐλύτρωσε τὴν ζωήν του καὶ εὐγῆκεν εἰς τὴν στερεάν.
Τότε λοιπὸν εὑρὼν ἄδειαν, ἔλαβε ἐκεῖνο ὁποῦ ἐπόθει πρὸ πολλοῦ καιροῦ, ἤτοι ἐνεδύθη τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα τῶν Μοναχῶν. Ὅθεν ἐταλαιπώρει τὸ σῶμα καὶ ὑπέτασσεν αὐτὸ εἰς τὴν ψυχὴν μὲ νηστείας, μὲ ἀγρυπνίας, μὲ χαμευνίας, καὶ μὲ ἄλλας κακοπαθείας. Κοντὰ δὲ εἰς ταῦτα, ἐστενοχώρει καὶ τὴν σάρκα του μὲ βαρέα σίδηρα ὁ τῇ ἀληθείᾳ σιδήρου καὶ ἀδάμαντος δυνατώτερος καὶ στερρότερος. Τὰ δὲ ῥεῖθρα τῶν δακρύων ἐκείνου, καὶ τὰς ὁλονυκτίους στάσεις, καὶ τοὺς πολέμους τῶν πονηρῶν πνευμάτων, καὶ τὴν ὑπομονὴν ὁποῦ ἔδειχνεν εἰς τὰς ψύχρας τοῦ χειμῶνος, καὶ εἰς τὰ καύματα τοῦ θέρους, ταῦτα λέγω πᾶντα, ποῖος δύναται νὰ ἀριθμήσῃ; Μὲ τοιούτους ἀγῶνας ἀγωνιζόμενος ὁ μακάριος, πέμπεται ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς ἕνα τόπον, κείμενον ἀντικρὺ τοῦ καλουμένου Ἱεροῦ.
Ἐκεῖ δὲ ἀπελθὼν μὲ τὴν παντοτινὴν ῥοὴν τῶν δακρύων του, ἀπέδειξεν ὁ ἀοίδιμος τὸν τόπον ἐκεῖνον κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος. Τὰ δὲ φορέματά του ἦτον τρίχινα, ἤτοι ὑφασμένα ἀπὸ γηδίσσας τρίχας. Ὅθεν ὅσα μέρη τοῦ σώματος δὲν ἐταλαιπώρουν τὰ σίδηρα, ταῦτα ἐταλαιπώρουν τὰ τρίχινα φορέματα. Ἡ τροφή του δὲ ἦτον, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν ἡ ἀτροφία του, ἦτον βοτάναι ἄγριαι. Καὶ ταύτας ἔτρωγεν ὄχι μὲ χορτασμόν, ἀλλ’ ὅσον μόνον τὰς ἐγεύετο. Τὴν δίψαν δὲ αὐτοῦ ἐπαρηγόρει νερὸν μόνον πολλὰ ὀλίγον, καὶ αὐτὸ διὰ δύω, ἢ τριῶν ἡμερῶν λαμβανόμενον. Ἔπειτα ἀναχωρήσας ἀπὸ ἐκεῖ, ἐπῆγεν εἰς τὸ θαυμάσιον ὄρος τοῦ Λάτρου τὸ ἐν τῇ Ἀσίᾳ εὑρισκόμενον. Καὶ ἐκεῖ διατρίβων θαυμαστῶς ὁ πανθαύμαστος, ἐθανάτωσε μὲ τὴν προσευχήν του καὶ μὲ τὸν τύπον τοῦ σταυροῦ μίαν ἀσπίδα, ἡ ὁποία ἐφώλευεν ἐκεῖ, καὶ τὰ νερὰ ἐφαρμάκευεν. Ἀναχωρήσας δὲ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, ἐπῆγε κατὰ θεϊκὴν προσταγὴν εἰς τὸ Μοναστήριον τὸ ὀνομαζόμενον τῶν Κελλιβάρων, καὶ γενόμενος Ἡγούμενος αὐτοῦ εἰς ὀλίγον καιρόν, πολλοὺς ἐπαρακίνησεν εἰς ἐργασίαν τῆς ἀρετῆς. Ἔπειτα ἀναχωρήσας ἀπὸ τὸ Μοναστήριον ἐπαναγυρίζει πάλιν εἰς τὴν ποθεινὴν ἡσυχίαν του, ὑστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος, καὶ ἔγκλειστος μένων μέσα εἰς μίαν τρύπαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἦτον φωλεαὶ καὶ κατοικίαι πολλῶν θηρίων. Ἐκεῖ λοιπὸν ἔμενεν ἡσυχάζων, ἄλλος Προφήτης Δανιὴλ ἀναφανείς. Ὥσπερ γὰρ ἐκεῖνος ἔμενεν ἐν τῷ λάκκῳ τῶν λεόντων ἀβλαβής, ἔτζι καὶ ὁ μεγαλόψυχος οὗτος Ἀρσένιος, ἔμενεν εἰς τὴν τρύπαν ἐκείνην τὴν κατοικίαν τῶν θηρίων, ἀβλαβὴς καὶ ἀπείρακτος. Μᾶλλον δὲ ὁ Ὅσιος οὗτος διὰ τῆς προσευχῆς του, ἀποδίωξε μὲν τὰ ἐκεῖσε κατοικοῦντα θηρία, σχολεῖον δὲ τῶν ψυχῶν τὴν τρύπαν ἐκείνην ἐποίησεν.
Ἐπειδὴ δὲ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Μοναστηρίου ἐλθόντες, παρεκάλουν αὐτὸν νὰ ὑπάγῃ μαζί των, διὰ τοῦτο γυρίζει πάλιν ὁ Ὅσιος εἰς τὸ Μοναστήριον. Πλὴν καὶ ἐκεῖ εὑρισκόμενος, δὲν ἔζη πλέον κοινῶς ὁμοῦ μὲ τοὺς ἀδελφούς. Ἀλλὰ κλείσας τὸν ἑαυτόν του μέσα εἰς ἕνα στενώτατον κελλίον, μόνος μόνῳ ἐλάτρευε τῷ Θεῷ. Καὶ εἰς μὲν τὰς ἓξ ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, οὔτε ὡμίλει μὲ κᾀνένα, οὔτε φαγητὸν ἔτρωγεν. Εἰς μόνην δὲ τὴν Κυριακήν, ἐσυνείθιζεν ὁ Ἅγιος, καὶ νὰ λαλῇ καὶ νὰ τρώγῃ. Τί νὰ περιττολογοῦμεν; Εἰς τόσην ἀπάθειαν ὁ Ὅσιος ἔφθασεν, ὥστε ὁποῦ, οὐδὲ σωματικὴν πλέον τροφὴν ὁ ᾀείμνηστος ἔτρωγεν. Ἐτρέφετο γὰρ ὑπὸ θείου Ἀγγέλου. Ἀλλὰ καὶ χάριν τῶν θαυμάτων ὑπὸ Κυρίου ἔλαβε. Νερὰ γὰρ πικρὰ ταράξας μὲ τὴν ῥάβδον του, εἰς γλυκύτητα ταῦτα μετέβαλεν.
Ἔτζι πολιτευόμενος ὁ Ὅσιος, μὲ φρόνησιν καὶ ἀνδρίαν, καὶ μὲ σωφροσύνην καὶ δικαιοσύνην, ἔφθασεν εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του καὶ ἐκαλεῖτο εἰς τὰς ἄνω μονάς. Διὰ τοῦτο ἐκάλεσεν ὅλους τοὺς κατοικοῦντας ἐκεῖ τριγύρω Μοναχούς, καὶ ἐδίδαξεν αὐτοὺς περὶ ἀποταγῆς κόσμου καὶ τῶν ἐν κόσμῳ. Πρὸς τούτοις δέ, καὶ περὶ ὑπομονῆς, καὶ φιλαδελφίας, καὶ περὶ ταπεινώσεως, καὶ προσευχῆς. Ἔπειτα γονατίσας, καὶ ἀπὸ δάκρυα γεμίσας τοὺς ὀφθαλμούς, παρέδωκε τὴν ἁγίαν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, πολλὰ καὶ μετὰ θάνατον θαύματα ἐργασάμενος.
Ἕνα γὰρ δαιμονισμένον ἰάτρευσεν ὁ Ἅγιος μὲ τὴν παρακάλεσιν τῶν ἀδελφῶν. Ὅστις ἐπεχείρησε μέν, νὰ τρυπήσῃ τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου, ἔγινε δὲ παράλυτος διὰ τὴν τόλμην. Ὕστερον δὲ ἦλθεν εἰς αἴσθησιν καὶ ἐμετανόησεν. Ἀλλὰ καὶ ἕνας Μοναχὸς ὑδρωπικιασμένος, προσελθὼν εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου, παρεκάλεσεν αὐτὸν νὰ τὸν ἰατρεύσῃ. Καὶ εὐθύς, ὢ τοῦ θαύματος! ἔλαβε τὴν ὑγείαν του, εὐχαριστῶν ἅμα καὶ δοξάζων τὸν τοὺς Ἁγίους αὑτοῦ δοξάζοντα Χριστόν, τὸν μόνον ἀληθινὸν καὶ Σωτῆρα τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου νέου Ἱερομάρτυρος Γαβριήλ, Ἀρχιεπισκόπου Σερβίας, τοῦ ἐν Προύσῃ μαρτυρήσαντος κατὰ τὸ ͵αχνθ΄ [1659] ἔτος.
Ὑψοῦ κρεμασθεὶς τὸν κρεμασθέντα ξύλῳ,
Μιμῇ Γαβριήλ, καὶ στέφῃ διπλῷ στέφει (8).
(8) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
* * *
Τῇ Κυριακῇ τῶν Ἁγίων Προπατόρων.
Δέξασθε χαρὰν οἱ πάλαι Προπάτορες,
Βλέποντες ἐγγίζοντα Χριστὸν Μεσσίαν.
Γήθεο Ἁβραάμ, ὅτι πρόπαππος Χριστοῦ ἐδείχθης.
Αἱ τοῦ μακαρίου Ἁβραὰμ ὑποθέσεις εἶναι ἐγνωσμέναι τόσον εἰς τοὺς σοφούς, ὅσον καὶ εἰς τοὺς ἰδιώτας Χριστιανούς. Καθότι ἡ Βίβλος τῆς Γενέσεως, τὴν ὁποίαν συνέγραψεν ὁ Προφήτης Μωϋσῆς, ἡ περιέχουσα ταύτας, αὐτή, λέγω, ἀναγινώσκεται εἰς ἐπήκοον πάντων τῶν Χριστιανῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, κατὰ τὰς νηστίμους ἡμέρας τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὅθεν ἀπὸ τὴν Βίβλον ἐκείνην μανθάνουσιν ὅλοι, ὅτι ὁ προπάτωρ ἡμῶν Ἁβραὰμ ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων, καὶ ἦτον ἐθνικός. Ἔθνος γὰρ ἦτον οἱ Χαλδαῖοι προτίτερον ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Καὶ ὅτι εἶχε πατέρα εἰδωλολάτρην τὸν Θάρραν. Πλὴν ἀγκαλὰ καὶ ἀπὸ τοιοῦτον εἰδωλολάτρην ἐκατάγετο ὁ θεῖος Ἁβραάμ, δὲν ἔλαβεν ὅμως ἐκ τούτου κᾀνένα ἐμπόδιον εἰς τὸ νὰ γνωρίσῃ τὸν ἀληθῆ Θεόν. Ἀλλά, ἀνίσως πρέπῃ νὰ εἰποῦμεν καὶ ἕνα λόγον παράδοξον, ὁ μέγας Ἁβραὰμ καὶ ἀπὸ αὐτὴν ἀκόμη τὴν εἰδωλολατρείαν ὡδηγήθη εἰς τὸ νὰ καταλάβῃ τὸν ἀληθῆ Θεόν.
Κατανοήσας γὰρ ὁ ἀοίδιμος, ὅτι κᾀνένα κτίσμα δὲν εἶναι Θεός· καὶ ἀκολούθως, ὅτι δὲν πρέπει νὰ προσκυνῆται ὡς Θεός. Καὶ στοχασθεὶς τὴν εὐταξίαν τῶν ὄντων, ἐκ τῶν ὁρωμένων τούτων ποιημάτων ἐγνώρισε τὸν ἀόρατον αὐτῶν Ποιητήν. Καὶ γνωρίσας τοῦτον, ἐπροσκύνησεν ὡς Θεόν. Καὶ ὡς κρατοῦντα καὶ κυβερνῶντα ὅλα τὰ κτίσματα. Καὶ ὡς διορίσαντα εἰς αὐτὰ τὴν φαινομένην ταύτην εὐαρμοστίαν καὶ τάξιν. Οὗτος λοιπὸν προσταχθεὶς παρὰ Θεοῦ νὰ ἀφήσῃ τὴν πατρίδα καὶ συγγένειάν του, καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς γῆν Χαναάν, (ἥτις εἶναι ἡ Παλαιστίνη καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα), παρευθὺς ὑπήκουσε, χωρὶς νὰ διακριθῇ μὲ τὴν καρδίαν του, διὰ τὴν πολλὴν πίστιν ὁποῦ εἶχε πρὸς τὸν Θεόν. Διὰ τοῦτο καὶ μισθὸν τῆς πίστεώς του λαμβάνει, τὸ νὰ γεννήσῃ εἰς τὸ βαθὺ γῆράς του τὸν Ἰσαάκ, καὶ νὰ γένῃ πατὴρ πολλῶν ἐθνῶν. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ γὰρ ἐγεννήθη ὁ Ἰσαάκ. Καὶ ἀπὸ τὸν Ἰσαὰκ ἐγεννήθη ὁ Ἰακώβ. Καὶ ἀπὸ τὸν Ἰακὼβ ἐγεννήθη ὁ Ἰούδας, (ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ ὁποίου ἐγεννήθη ὁ Χριστός) καὶ οἱ λοιποὶ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Πατριάρχαι.
Διὰ τοῦτο λοιπὸν οἱ θεοφόροι Πατέρες ἡμῶν καὶ Διδάσκαλοι, μνήμην ποιοῦσι σήμερον τοῦ θείου Ἁβραάμ, ὡς γεγονότος προπάτορος τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ταύτην παρέδωκαν νὰ ποιοῦμεν καὶ ἡμεῖς, ὄχι μακρὰν καὶ εἰς πολλῶν ἡμερῶν διάστημα. Ἀλλὰ κοντὰ εἰς τὴν κατὰ σάρκα γέννησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο ποιήσαντες, ὄχι ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχεν, ἀλλὰ κατὰ θείαν ἔμπνευσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπειδὴ γὰρ ὁ ὑπεράγαθος καὶ φιλάνθρωπος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἐκαταδέχθη νὰ κάμῃ τὸν Πατριάρχην Ἁβραὰμ καὶ τοὺς ἀπογόνους ἐκείνου, προπάτοράς του κατὰ τὸ ἀνθρώπινον, τούτου χάριν οἱ θειότατοι Πατέρες ἔκριναν δίκαιον νὰ ἑορτάζωμεν τὴν μνήμην αὐτοῦ καὶ τῶν λοιπῶν, ὡς Προπατόρων, ὄχι μακρὰν ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα τὸν Κυρίου γέννησιν (1).
(1) Σημείωσαι, ὅτι ὁ Χρυσόστομος λόγον ἔχει εἰς τὸν Ἁβραὰμ ἐν τῇ Κυριακῇ ταύτῃ τῶν Προπατόρων. Ὁμοίως καὶ ὁ θεῖος Νύσσης Γρηγόριος λόγον ἔχει περὶ θεότητος Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, καὶ εἰς τὸν Ἁβραάμ. Ἀλλὰ καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λόγον συνέγραψεν εἰς τὴν Κυριακὴν ταύτην, οὗ ἡ ἀρχή· «Τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ». (Σῴζεται ἐν τῷ Πρωτάτῳ, καὶ ἐν ἄλλοις Μοναστηρίοις.)
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *