Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου13 Αυγούστου

Των Αγίων Μαξίμου, Ευδοκίας βασιλίσσης, Σερίδου, Δωροθέου, Δοσιθέου του υποτακτικού κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Τω αυτώ μηνί ΙΓ’, η ανακομιδή και μετάθεσις του λειψάνου του Οσίου πατρός ημών Μαξίμου του Ομολογητού.

Κινούσι σου Μάξιμε πιστοί την κόνιν,
Δηλούντες ως ζης εξαμείβων και τόπους.

Μαξίμου αμφί τρίτην νεκρόν δεκάτην μετέθηκαν (1).

(1) Το Συναξάριον του Αγίου Μαξίμου όρα εις την εικοστήν πρώτην του Ιαννουαρίου, ότε και η μνήμη αυτού εορτάζεται. Όρα και εις τον Νέον Παράδεισον τον κατά πλάτος Βίον αυτού. Ο δε ελληνικός Βίος τούτου σώζεται εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, και εν άλλαις, ου η αρχή· «Ηρακλείου των σκήπτρων της αρχής».

*

Τη αυτή ημέρα η Αγία Ευδοκία η βασίλισσα εν ειρήνη τελειούται (2).

Νυν Σώτερ η πριν προσφόρως τω Πατρί σου,
Έμπροσθεν είπης Ευδοκία σου Πάτερ.

(2) Η Ευδοκία αύτη ήτον θυγάτηρ Λεοντίου σοφιστού Αθηναίου, και εδιδάχθη από τον πατέρα της ευδοκίμως, κάθε είδος παιδείας. Έλαβε δε αυτήν εις γυναίκα ο βασιλεύς Θεοδόσιος ο μικρός, δια συνεργείας Πουλχερίας της αδελφής αυτού. Καλουμένη δε πρότερον Αθηναΐς, εβαπτίσθη από Αττικόν τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, και μετωνομάσθη Ευδοκία, εις έπαινον του Θεοδοσίου. Συνέγραψε δε ποίημα ηρωϊκόν περί του περσικού πολέμου, κατά τον Σωκράτην (βιβλίω ζ’, κεφ. ιε’).

Αυτή δε απονέμονται και τα περί Χριστού ομηρόκεντρα, ως πολλοί θέλουσιν. Άλλοι δε απονέμουσιν αυτά εις Ευδοκίαν την βασίλισσαν, την γυναίκα του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Δουκός του βασιλεύσαντος εν έτει ͵αξ’ [1060], και όρα τον β’ τομ. του Μελετίου, σελ. 410. Ταύτα μεν λέγει ο Μελέτιος. Ο δε αοίδιμος Δοσίθεος λέγει, ότι ελθούσα εις Κωνσταντινούπολιν η Οσία νέα Μελάνη, ελάλησε πάμπολλα εις την Ευδοκίαν προς έλεος των αγίων Τόπων της Ιερουσαλήμ. Όθεν ηγαπήθη παρά της Ευδοκίας, και είχεν αυτήν ως παραμάναν. Εκ τούτου λοιπόν παρακινηθείσα η Ευδοκία, επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα, όπου εισί τα σεβάσμια προσκυνήματα, ως διηγείται ο Σωκράτης εις το έβδομον βιβλίον της Ιστορίας του, και διέτριψεν εκεί ένα χρόνον, ως λέγει ο Ευάγριος, και έκτισε Λαύραν, και γυναικεία Μοναστήρια. Αλλά και τα τείχη της Ιερουσαλήμ ανεκαίνισε, διο και επληρώθη επ’ αυτή η προφητεία του βασιλέως Δαβίδ η φάσκουσα· «Αγάθυνον Κύριε εν τη Ευδοκία σου την Σιών, και οικοδομηθήσεται τα τείχη Ιερουσαλήμ». Έκτισε δε και Ναόν του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, μακράν των Ιεροσολύμων ένα στάδιον. Ταύτα δε εποίησεν η Ευδοκία μετά τον θάνατον του Θεοδοσίου, ότε εβασίλευσεν ο Μαρκιανός. Καθότι τότε επανήλθεν εις τα Ιεροσόλυμα, και έμεινεν εκεί μέχρι τέλους της ζωής της, ως ιστορεί ο Ευάγριος εις το πρώτον βιβλίον της Ιστορίας του. (Όρα σελ. 310 της Δωδεκαβίβλου.)

Αγκαλά δε και αυτή ηπατήθη από τον Μονοφυσίτην Θεοδόσιον, και έπεσεν εις την αίρεσιν των Μονοφυσιτών, αφ’ ου όμως έμαθε, πως εφονεύθη ο γαμβρός της Ολύμβριος, και πως τα τέκνα του και η θυγάτηρ της Πλακιδία, απήχθησαν αιχμάλωτοι εις Καρθαγένην υπό του Γιζερίχου, είπε προσφυώς εκείνο το Δαβιτικόν· «Η παιδεία σου αυτή με διδάξει», ήτοι θέλει με σωφρονίσει. Και ούτως έστειλεν εις τον Συμεών τον Στυλίτην, ερωτώσα, ποίον είναι το Ορθόδοξον φρόνημα. Εκείνος δε εμήνυσεν αυτή, ότι αυτού έχεις τον μέγαν Ευθύμιον, και εμέ τι ερωτάς; Όθεν εκατήχησεν αυτήν ο Ευθύμιος και εδιώρθωσεν, ως μαρτυρεί ο Κύριλλος ο του Ευθυμίου μαθητής. (Όρα σελ. 393 της Δωδεκαβίβλου.)

*

Ο Όσιος Σέριδος, ο Ηγούμενος της εν Γάζη Μονής, εν ειρήνη τελειούται (3).

Όπου συ και Σέριδος ω Θεού Λόγε,
Δόξαν θεωρών, ην Πατήρ δέδωκέ σοι.

(3) Ο Όσιος ούτος Σέριδος ήτον Ηγούμενος του μεγάλου εκείνου Κοινοβίου, του πλησίον της Γάζης ευρισκομένου, όπου ήτον ο Άγιος Βαρσανούφιος και Ιωάννης ο μαθητής αυτού, και ο Αββάς Δωρόθεος. Όρα περί αυτού εις τας Κατηχήσεις του Αββά Δωροθέου, και εις το Βιβλίον του Αγίου Βαρσανουφίου.

*

Ο Όσιος και Θεοφόρος πατήρ ημών Δωρόθεος, ο ασκήσας μεν πρότερον εν τω πλησίον Γάζης Κοινοβίω του Αββά Σερίδου, ύστερον δε συστησάμενος Μοναστήριον ίδιον, μετά την τελευτήν του Αββά Ιωάννου του καλουμένου Προφήτου, και την τελείαν σιωπήν του μεγάλου Βαρσανουφίου κατορθώσας (4), εν ειρήνη τελειούται.

Η διάκρισις εν λόγοις σοις ερρύη,
Ω Δωρόθεε των μοναστών το κλέος.

(4) Ο Όσιος ούτος Δωρόθεος, εις ποίαν μεγάλην διάκρισιν έφθασεν εκ της υποταγής και ταπεινώσεως οπού είχε, μαρτυρούσιν οι λόγοι αυτού, οι ευρισκόμενοι εν τω βιβλίω, τω περιέχοντι τας Κατηχήσεις Θεοδώρου του Στουδίτου. Εν δε τοις χειρογράφοις ευρίσκονται και άλλα συγγράμματα του αυτού Δωροθέου.

*

13-8 (1)Ο Όσιος Δοσίθεος ο υποτακτικός, ο ασκήσας εν τω Κοινοβίω του Αββά Σερίδου υπό την προστασίαν του Αγίου Δωροθέου, εν ειρήνη τελειούται (5).

Της υποταγής υπογραμμός ωράθης,
Δοσίθεε αγλάϊσμα των υπηκόων.

(5) Περί του Οσίου τούτου Δοσιθέου όρα εις τον εν ταις Κατηχήσεσι του Στουδίτου πρώτον λόγον του Αββά Δωροθέου, του και γέροντος και επιστάτου αυτού χρηματίσαντος, ίνα μάθης πώς αυτός ο μακάριος εστάθη το άγαλμα της υποταγής και υπακοής, τον οποίον πρέπει να έχουν παράδειγμα ζωντανόν, όλοι οι υποτακτικοί και υπήκοοι, ίνα και της ίσης αυτού δόξης αξιωθούν εν τη Βασιλεία των Ουρανών.

 

 

 

*

Μνήμη της αοιδίμου και παμμακαρίστου βασιλίσσης, και κτιτορίσσης της σεβασμίας Μονής του Παντοκράτορος Σωτήρος Χριστού, Ειρήνης, της δια του αγίου και αγγελικού σχήματος μετονομασθείσης Ξένης Μοναχής.

Παντοκράτωρ δέδωκέ σοι Μονήν άνω,
Ως κτιτορίσση ιδίας Μονής κάτω.

Έπρεπεν η μεγαλωτάτη αύτη και υπερκειμένη των άλλων πόλεων Κωνσταντινούπολις, να μη στολίζεται μόνον με το κάλλος των φθειρομένων κτισμάτων, ούτε να χαίρη εις τας διηγήσεις των παλαιών ανδρών, οίτινες ήτον κατά τας αρετάς περιβόητοι. Αλλά μάλλον έπρεπεν εις αυτήν, να καυχάται και να καλλωπίζεται δια την αοίδιμον βασίλισσαν Ειρήνην, την κτιτόρισσαν του Μοναστηρίου του Παντοκράτορος. Ένα μεν, διατί με το να έσβυσαν από την πολυκαιρίαν τα παλαιά εκείνα περί αυτής διηγήματα, δια τούτο ανωφελής έγινεν εις τους φιλοθεάμονας και η εκ τούτων ευφροσύνη τε και χαρά. Η δε καλλονή και φαιδρότης, οπού γεννάται από την Μονήν του Παντοκράτορος, την οποίαν έκτισεν εκ θεμελίων η αοίδιμος αύτη βασίλισσα Ειρήνη, αυτή καταλαμπρύνει με τας ακτίνας της τα υπό του χρόνου σβεσθέντα της Πόλεως καλά. Ένα μεν είναι τούτο, δια το οποίον η Κωνσταντινούπολις καλλωπίζεται. Και άλλο δε, διατί η βασίλισσα Ειρήνη αύτη, συνάξασα παιδιόθεν εις τον εαυτόν της όλας τας αρετάς, και δοχείον των καλών γενομένη, δια τούτα εστάθη στολισμός και εις τον θεόστεπτον και πορφυρογέννητον βασιλέα τον ταύτης σύζυγον. Αύτη λοιπόν η αοίδιμος βασίλισσα, εγεννήθη μεν από γονείς ευτυχείς και βασιλείς της Δύσεως. Εκ νεαράς της δε ηλικίας έδειχνεν η μακαρία, ποταπή έχει να αποβή εις το ύστερον, καθώς και τα ευγενικά δένδρα, δείχνουσιν από την πρώτην των βλάστησιν, ποίους καρπούς μέλλουν να τελεσφορήσουν. Όθεν και προκόπτουσα εις τα έμπροσθεν, έγινεν εις όλους ονομαστή και περίφημος. Συνειθίζει γαρ η αρετή να φανερώνη εκείνους οπού την εργάζονται, καν αυτοί είναι κεκρυμμένοι εις καμμίαν γωνίαν, ή τόπον παράμερον. Επειδή δε τότε εζητείτο από τους αοιδίμους βασιλείς, Αλέξιον λέγω τον Κομνηνόν, και την τούτου σύζυγον Ειρήνην, τους εν έτει ͵αο’ [1070] βασιλεύοντας, μία ωραία και ενάρετος κόρη· δια τούτο εύρον την αοίδιμον ταύτην Ειρήνην, ήτις είχεν εις τον εαυτόν της όλα τα καλά, και ταύτην εσύναψαν δια γάμου με τον θεοπάροχον αυτών βλαστόν και πορφυρογέννητον βασιλέα Ιωάννην. Όθεν και εγέμωσαν τότε τα πάντα από ευφροσύνην και αγαλλίασιν.

Εγέννησε λοιπόν η μακαρία αύτη από τον ρηθέντα Ιωάννην παιδία οκτώ, τέσσαρα αρσενικά, και τέσσαρα θηλυκά, τα οποία ανέθρεψε μεγαλοπρεπώς και βασιλικώς. Ύστερον δε, λογισαμένη τα του κόσμου τούτου χαροποιά πράγματα, και αυτήν την βασιλείαν, πως είναι ένα ουδέν, έλεγε μυστικώς εις τον εαυτόν της εκείνο το του Δαβίδ· «Τις ωφέλεια εν τω αίματί μου, εν τω καταβαίνειν με εις διαφθοράν;» Όθεν δεν έπαυε νύκτα και ημέραν η τρισολβία, να θεραπεύη τον Θεόν με τας μεσιτείας και παρακαλέσεις, οπού έκαμνε προς τον βασιλέα δια την βοήθειαν των δεομένων. Υπερασπιζομένη μεν και με κάθε τρόπον ευεργετούσα τους έχοντας χρείαν, χαίρουσα δε περισσότερον εις το να δίδη αυτή, και να ελεή τους πτωχούς, παρά εις το να λαμβάνη από άλλους. Αλλά και όσα άσπρα έπεσον εις τας χείρας της προ του να στεφθή βασίλισσα, όλα τα εμοίρασεν εις τους πένητας. Αυτή ήτον προστάτις των ορφανών και των χηρών. Αυτή επλούτισεν από άσπρα τα Μοναστήρια. Τας δε άλλας αρετάς αυτής πώς δύναμαι να διηγηθώ; ή πώς να παραστήσω το πράον αυτής; το ήσυχον; το ταπεινόν; το εις όλους συμπαθητικόν; το χαριέστατον; το ευκολομίλητον; το αόργητον; Ποτέ γαρ δεν εθυμώθη η μακαρία, ουδέ εκινήθη εις ύβριν τινός και εκδίκησιν. Αλλά αν ήτον χρεία να χαμογελάση, και αυτό το χαμογέλασμά της ήτον σεμνόν και σωφρονισμένον. Πάντοτε επένθει και ελυπείτο εις τον εαυτόν της, δια τούτο και πάντοτε ευρίσκοντο εις το στόμα της οι πενθικοί ψαλμοί του Δαβίδ. Επειδή δε εσεμνύνετο εις την εγκράτειαν, τούτου ένεκεν έχαιρεν εις το να ξηραίνη το σώμα της με ευτελή και αυτοσχέδια φαγητά, επροαιρείτο γαρ να ζη ασκητικώς. Ταύτα πάντα δεν ελογίαζεν η αξιέπαινος αρκετά, εις το να ευχαριστήση τον θεοφιλή σκοπόν οπού είχεν. Όθεν όταν μετά ταύτα έγινε βασίλισσα, εκαταφρόνεσεν όλα τα της βασιλείας πράγματα, και αυτά ακόμη τα της ζωής αναγκαία.

Δια τούτο και την βασιλικήν Μονήν την επονομαζομένην του Παντοκράτορος, αυτή έκτισεν η αοίδιμος από αυτά τα θεμέλια (6). Ομοίως και τους νυν βλεπομένους περικαλλείς Ναούς, και τα ξενοδοχεία, και τα γηροκομεία, τα οποία υπερέβηκαν τόσον τους παλαιούς Ναούς, και τα αρχαία ξενοδοχεία και γηροκομεία, όσον και τα νέα κατά την τοποθεσίαν και ωραιότητα. Μεγάλως δε εσυνήργησε και εβοήθησεν εις τας οικοδομάς και τεχνικάς συμμετρίας όλων των ανωτέρω κτιρίων ο νέος Βεσελεήλ, ο πάντιμος λέγω Νικηφόρος, ο οικειότατος άνθρωπος της μακαρίας ταύτης Ειρήνης, όστις με τόσην πολλήν σπουδήν και προθυμίαν, επιμελήθη εις την τελείωσιν των ανωτέρω ευαγών οικοδομημάτων, ώστε οπού ουδέ ύπνον έδιδεν ο αοίδιμος εις τους οφθαλμούς του, ουδέ ανάπαυσιν εις τους κροτάφους του. Ταύτα λοιπόν πάντα τελειώσασα η αοίδιμος Ειρήνη, με την συνεργίαν του ρηθέντος Νικηφόρου, επροξένησεν εις την βασιλεύουσαν των πόλεων Κωνσταντινούπολιν, ένα τερπνόν και χαροποιόν εγκαλλώπισμα, χαίρουσα μεν δια την τούτων επιτυχίαν και ωραιότητα, τω Θεώ δε υπέρ αυτών ευχαριστούσα. Επειδή δε η μακαρία αύτη εχρειάζετο μεγαλίτερον βοηθόν δια να τελειώση τους θεαρέστους σκοπούς της, δια τούτο και τούτον επέτυχε. Πιάσασα γαρ μίαν φοράν από το χέρι τον σύζυγον αυτής και βασιλέα, εμβήκε μέσα εις τον περικαλλή Ναόν του Παντοκράτορος, τον οποίον αυτή έκτισε. Είτα πεσούσα κατά γης, και την κεφαλήν προσκολλήσασα εις το ιερόν έδαφος του Ναού, δέξαι ω δέσποτα, έλεγε μετά δακρύων, δέξαι τον εκ Θεού κατασκευασθέντα Ναόν δια την εδικήν σου χάριν. Προσθέτουσα δε δάκρυα επάνω εις τα δάκρυα, εβεβαίονεν η μακαρία, ότι δεν θέλει σηκωθή από το έδαφος, ανίσως δεν λάβη την πληροφορίαν της αιτήσεώς της. Επειδή δε ήκουσε του βασιλέως, οπού υπεσχέθη, ότι θέλει τελειώσει την αίτησιν και επιθυμίαν της, ότι θέλει αγωνισθή και υπέρ δύναμιν, δια να αφιερώση ιερά κειμήλια, και υποστατικά διάφορα εις τον Ναόν, ότι δια των κινητών και ακινήτων πραγμάτων, και εσόδων ενιαυσίων έχει να καταστήση την σεβασμίαν Μονήν ταύτην, να έχη το κράτος και το πρωτείον εις όλα τα άλλα της Πόλεως Μοναστήρια· και ότι ο εν αυτώ σεβόμενος και τιμώμενος Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, έχει εις το εξής να ήναι και να ονομάζεται Παντοκράτωρ, ως και τη αληθεία είναι και ονομάζεται. Ταύτα λέγω τα λόγια όταν ήκουσεν η αοίδιμος Ειρήνη, εσηκώθη από το έδαφος της γης γεμάτη από άρρητον ευφροσύνην. Όθεν και εις το εξής ηγαλλιάτο τω πνεύματι, επειδή και απέβαλεν από τον λογισμόν της το βάρος και την φροντίδα του Μοναστηρίου. Δεν επέρασε πολύς καιρός αναμεταξύ, και πηγαίνουσα η αοίδιμος αύτη εις την Βιθυνίαν, εκεί απήλθε προς τον Παντοκράτορα Κύριον, ον επόθησε. Το δε τίμιον αυτής λείψανον, ενταφιάσθη εις το παρ’ αυτής κτισθέν του Παντοκράτορος Μοναστήριον. Αφ’ ου δε ετελειώθη η υπόσχεσις, οπού έκαμεν ο ευσεβής βασιλεύς, τότε και το Μοναστήριον του Παντοκράτορος αυξήνθη και επλατύνθη τόσον, εις τρόπον ότι είχε τα πρωτεία ανάμεσα εις όλα τα Μοναστήρια της Κωνσταντινουπόλεως. Μετά ολίγον δε καιρόν, και αυτός ο ευσεβέστατος και αοίδιμος βασιλεύς Ιωάννης, αφήκε την επίγειον ταύτην βασιλείαν, και μετέβη προς τον επουράνιον Δεσπότην και Βασιλέα Θεόν. Το δε λείψανον αυτού ενταφιάσθη εις το αυτό Μοναστήριον του Παντοκράτορος, το παρ’ αυτού αυξηνθέν και λαμπρυνθέν.

(6) Περί της περικαλλούς και περιωνύμου ταύτης Μονής του Παντοκράτορος, όρα κατά την εικοστήν έκτην του Οκτωβρίου, εν τη από Θεσσαλονίκης εις Βασιλεύουσαν μεταθέσει της εικόνος του Αγίου Δημητρίου, εις την υποσημείωσιν.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Κορωνάτος ξίφει τελειούται.

Προθείς τράχηλον εις τομήν Κορωνάτος,
Κτείνει πολυτράχηλον ύδραν την πλάνην.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΓ΄, ἀνακομιδὴ καὶ μετάθεσις τοῦ λειψάνου τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ.

Κινοῦσί σου Μάξιμε πιστοὶ τὴν κόνιν,
Δηλοῦντες ὡς ζῆς ἐξαμείβων καὶ τόπους.

Μαξίμου ἀμφὶ τρίτην νεκρὸν δεκάτην μετέθηκαν (1).

(1) Τὸ Συναξάριον τοῦ Ἁγίου Μαξίμου ὅρα εἰς τὴν εἰκοστὴν πρώτην τοῦ Ἰαννουαρίου, ὅτε καὶ ἡ μνήμη αὐτοῦ ἑορτάζεται. Ὅρα καὶ εἰς τὸν Νέον Παράδεισον τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ. Ὁ δὲ ἑλληνικὸς Βίος τούτου σῴζεται ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων, καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἡρακλείου τῶν σκήπτρων τῆς ἀρχῆς».

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ Ἁγία Εὐδοκία ἡ βασίλισσα ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (2).

Νῦν Σῶτερ ἡ πρὶν προσφόρως τῷ Πατρὶ σου,
Ἔμπροσθεν εἴπῃς Εὐδοκία σοῦ Πάτερ.

(2) Ἡ Εὐδοκία αὕτη ἦτον θυγάτηρ Λεοντίου σοφιστοῦ Ἀθηναίου, καὶ ἐδιδάχθη ἀπὸ τὸν πατέρα της εὐδοκίμως, κάθε εἶδος παιδείας. Ἔλαβε δὲ αὐτὴν εἰς γυναῖκα ὁ βασιλεὺς Θεοδόσιος ὁ μικρός, διὰ συνεργείας Πουλχερίας τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ. Καλουμένη δὲ πρότερον Ἀθηναΐς, ἐβαπτίσθη ἀπὸ Ἀττικὸν τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, καὶ μετωνομάσθη Εὐδοκία, εἰς ἔπαινον τοῦ Θεοδοσίου. Συνέγραψε δὲ ποίημα ἡρωϊκὸν περὶ τοῦ περσικοῦ πολέμου, κατὰ τὸν Σωκράτην (βιβλίῳ ζ΄, κεφ. ιε΄).

Αὐτῇ δὲ ἀπονέμονται καὶ τὰ περὶ Χριστοῦ ὁμηρόκεντρα, ὡς πολλοὶ θέλουσιν. Ἄλλοι δὲ ἀπονέμουσιν αὐτὰ εἰς Εὐδοκίαν τὴν βασίλισσαν, τὴν γυναῖκα τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Δουκὸς τοῦ βασιλεύσαντος ἐν ἔτει ͵αξ΄ [1060], καὶ ὅρα τὸν β΄ τόμ. τοῦ Μελετίου, σελ. 410. Ταῦτα μὲν λέγει ὁ Μελέτιος. Ὁ δὲ ἀοίδιμος Δοσίθεος λέγει, ὅτι ἐλθοῦσα εἰς Κωνσταντινούπολιν ἡ Ὁσία νέα Μελάνη, ἐλάλησε πάμπολλα εἰς τὴν Εὐδοκίαν πρὸς ἔλεος τῶν ἁγίων Τόπων τῆς Ἱερουσαλήμ. Ὅθεν ἠγαπήθη παρὰ τῆς Εὐδοκίας, καὶ εἶχεν αὐτὴν ὡς παραμάναν. Ἐκ τούτου λοιπὸν παρακινηθεῖσα ἡ Εὐδοκία, ἐπῆγεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου εἰσὶ τὰ σεβάσμια προσκυνήματα, ὡς διηγεῖται ὁ Σωκράτης εἰς τὸ ἕβδομον βιβλίον τῆς Ἱστορίας του, καὶ διέτριψεν ἐκεῖ ἕνα χρόνον, ὡς λέγει ὁ Εὐάγριος, καὶ ἔκτισε Λαύραν, καὶ γυναικεῖα Μοναστήρια. Ἀλλὰ καὶ τὰ τείχη τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀνεκαίνισε, διὸ καὶ ἐπληρώθη ἐπ’ αὐτῇ ἡ προφητεία τοῦ βασιλέως Δαβὶδ ἡ φάσκουσα· «Ἀγάθυνον Κύριε ἐν τῇ Εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήσεται τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ». Ἔκτισε δὲ καὶ Ναὸν τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, μακρὰν τῶν Ἱεροσολύμων ἕνα στάδιον. Ταῦτα δὲ ἐποίησεν ἡ Εὐδοκία μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Θεοδοσίου, ὅτε ἐβασίλευσεν ὁ Μαρκιανός. Καθότι τότε ἐπανῆλθεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς της, ὡς ἱστορεῖ ὁ Εὐάγριος εἰς τὸ πρῶτον βιβλίον τῆς Ἱστορίας του. (Ὅρα σελ. 310 τῆς Δωδεκαβίβλου.)

Ἀγκαλὰ δὲ καὶ αὐτὴ ἠπατήθη ἀπὸ τὸν Μονοφυσίτην Θεοδόσιον, καὶ ἔπεσεν εἰς τὴν αἵρεσιν τῶν Μονοφυσιτῶν, ἀφ’ οὗ ὅμως ἔμαθε, πῶς ἐφονεύθη ὁ γαμβρός της Ὀλύμβριος, καὶ πῶς τὰ τέκνα του καὶ ἡ θυγάτηρ της Πλακιδία, ἀπήχθησαν αἰχμάλωτοι εἰς Καρθαγένην ὑπὸ τοῦ Γιζερίχου, εἶπε προσφυῶς ἐκεῖνο τὸ Δαβιτικόν· «Ἡ παιδεία σου αὐτή με διδάξει», ἤτοι θέλει με σωφρονίσει. Καὶ οὕτως ἔστειλεν εἰς τὸν Συμεὼν τὸν Στυλίτην, ἐρωτῶσα, ποῖον εἶναι τὸ Ὀρθόδοξον φρόνημα. Ἐκεῖνος δὲ ἐμήνυσεν αὐτῇ, ὅτι αὐτοῦ ἔχεις τὸν μέγαν Εὐθύμιον, καὶ ἐμὲ τί ἐρωτᾷς; Ὅθεν ἐκατήχησεν αὐτὴν ὁ Εὐθύμιος καὶ ἐδιώρθωσεν, ὡς μαρτυρεῖ ὁ Κύριλλος ὁ τοῦ Εὐθυμίου μαθητής. (Ὅρα σελ. 393 τῆς Δωδεκαβίβλου.)

*

Ὁ Ὅσιος Σέριδος, ὁ Ἡγούμενος τῆς ἐν Γάζῃ Μονῆς, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (3).

Ὅπου σὺ καὶ Σέριδος ὦ Θεοῦ Λόγε,
Δόξαν θεωρῶν, ἣν Πατὴρ δέδωκέ σοι.

(3) Ὁ Ὅσιος οὗτος Σέριδος ἦτον Ἡγούμενος τοῦ μεγάλου ἐκείνου Κοινοβίου, τοῦ πλησίον τῆς Γάζης εὑρισκομένου, ὅπου ἦτον ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος καὶ Ἰωάννης ὁ μαθητὴς αὐτοῦ, καὶ ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος. Ὅρα περὶ αὐτοῦ εἰς τὰς Κατηχήσεις τοῦ Ἀββᾶ Δωροθέου, καὶ εἰς τὸ Βιβλίον τοῦ Ἁγίου Βαρσανουφίου.

*

Ὁ Ὅσιος καὶ Θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν Δωρόθεος, ὁ ἀσκήσας μὲν πρότερον ἐν τῷ πλησίον Γάζης Κοινοβίῳ τοῦ Ἀββᾶ Σερίδου, ὕστερον δὲ συστησάμενος Μοναστήριον ἴδιον, μετὰ τὴν τελευτὴν τοῦ Ἀββᾶ Ἰωάννου τοῦ καλουμένου Προφήτου, καὶ τὴν τελείαν σιωπὴν τοῦ μεγάλου Βαρσανουφίου κατορθώσας (4), ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Η διάκρισις ἐν λόγοις σοῖς ἐρρύη,
Ὦ Δωρόθεε τῶν μοναστῶν τὸ κλέος.

(4) Ὁ Ὅσιος οὗτος Δωρόθεος, εἰς ποίαν μεγάλην διάκρισιν ἔφθασεν ἐκ τῆς ὑποταγῆς καὶ ταπεινώσεως ὁποῦ εἶχε, μαρτυροῦσιν οἱ λόγοι αὐτοῦ, οἱ εὑρισκόμενοι ἐν τῷ βιβλίῳ, τῷ περιέχοντι τὰς Κατηχήσεις Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Ἐν δὲ τοῖς χειρογράφοις εὑρίσκονται καὶ ἄλλα συγγράμματα τοῦ αὐτοῦ Δωροθέου.

*

13-8 (1)Ὁ Ὅσιος Δοσίθεος ὁ ὑποτακτικός, ὁ ἀσκήσας ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Ἀββᾶ Σερίδου ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Ἁγίου Δωροθέου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (5).

Τῆς ὑποταγῆς ὑπογραμμὸς ὡράθης,
Δοσίθεε ἀγλάϊσμα τῶν ὑπηκόων.

(5) Περὶ τοῦ Ὁσίου τούτου Δοσιθέου ὅρα εἰς τὸν ἐν ταῖς Κατηχήσεσι τοῦ Στουδίτου πρῶτον λόγον τοῦ Ἀββᾶ Δωροθέου, τοῦ καὶ γέροντος καὶ ἐπιστάτου αὐτοῦ χρηματίσαντος, ἵνα μάθῃς πῶς αὐτὸς ὁ μακάριος ἐστάθη τὸ ἄγαλμα τῆς ὑποταγῆς καὶ ὑπακοῆς, τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ἔχουν παράδειγμα ζωντανόν, ὅλοι οἱ ὑποτακτικοὶ καὶ ὑπήκοοι, ἵνα καὶ τῆς ἴσης αὐτοῦ δόξης ἀξιωθοῦν ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν Οὐρανῶν.

 

 

 

*

Μνήμη τῆς ἀοιδίμου καὶ παμμακαρίστου βασιλίσσης, καὶ κτιτορίσσης τῆς σεβασμίας Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος Σωτῆρος Χριστοῦ, Εἰρήνης, τῆς διὰ τοῦ ἁγίου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος μετονομασθείσης Ξένης Μοναχῆς.

Παντοκράτωρ δέδωκέ σοι Μονὴν ἄνω,
Ὡς κτιτορίσσῃ ἰδίας Μονῆς κάτω.

Ἔπρεπεν ἡ μεγαλωτάτη αὕτη καὶ ὑπερκειμένη τῶν ἄλλων πόλεων Κωνσταντινούπολις, νὰ μὴ στολίζεται μόνον μὲ τὸ κάλλος τῶν φθειρομένων κτισμάτων, οὔτε νὰ χαίρῃ εἰς τὰς διηγήσεις τῶν παλαιῶν ἀνδρῶν, οἵτινες ἦτον κατὰ τὰς ἀρετὰς περιβόητοι. Ἀλλὰ μᾶλλον ἔπρεπεν εἰς αὐτήν, νὰ καυχᾶται καὶ νὰ καλλωπίζεται διὰ τὴν ἀοίδιμον βασίλισσαν Εἰρήνην, τὴν κτιτόρισσαν τοῦ Μοναστηρίου τοῦ Παντοκράτορος. Ἕνα μέν, διατὶ μὲ τὸ νὰ ἔσβυσαν ἀπὸ τὴν πολυκαιρίαν τὰ παλαιὰ ἐκεῖνα περὶ αὐτῆς διηγήματα, διὰ τοῦτο ἀνωφελὴς ἔγινεν εἰς τοὺς φιλοθεάμονας καὶ ἡ ἐκ τούτων εὐφροσύνη τε καὶ χαρά. Ἡ δὲ καλλονὴ καὶ φαιδρότης, ὁποῦ γεννᾶται ἀπὸ τὴν Μονὴν τοῦ Παντοκράτορος, τὴν ὁποίαν ἔκτισεν ἐκ θεμελίων ἡ ἀοίδιμος αὕτη βασίλισσα Εἰρήνη, αὐτὴ καταλαμπρύνει μὲ τὰς ἀκτῖνάς της τὰ ὑπὸ τοῦ χρόνου σβεσθέντα τῆς Πόλεως καλά. Ἕνα μὲν εἶναι τοῦτο, διὰ τὸ ὁποῖον ἡ Κωνσταντινούπολις καλλωπίζεται. Καὶ ἄλλο δέ, διατὶ ἡ βασίλισσα Εἰρήνη αὕτη, συνάξασα παιδιόθεν εἰς τὸν ἑαυτόν της ὅλας τὰς ἀρετάς, καὶ δοχεῖον τῶν καλῶν γενομένη, διὰ τοῦτα ἐστάθη στολισμὸς καὶ εἰς τὸν θεόστεπτον καὶ πορφυρογέννητον βασιλέα τὸν ταύτης σύζυγον. Αὕτη λοιπὸν ἡ ἀοίδιμος βασίλισσα, ἐγεννήθη μὲν ἀπὸ γονεῖς εὐτυχεῖς καὶ βασιλεῖς τῆς Δύσεως. Ἐκ νεαρᾶς της δὲ ἡλικίας ἔδειχνεν ἡ μακαρία, ποταπὴ ἔχει νὰ ἀποβῇ εἰς τὸ ὕστερον, καθὼς καὶ τὰ εὐγενικὰ δένδρα, δείχνουσιν ἀπὸ τὴν πρώτην των βλάστησιν, ποίους καρποὺς μέλλουν νὰ τελεσφορήσουν. Ὅθεν καὶ προκόπτουσα εἰς τὰ ἔμπροσθεν, ἔγινεν εἰς ὅλους ὀνομαστὴ καὶ περίφημος. Συνειθίζει γὰρ ἡ ἀρετὴ νὰ φανερώνῃ ἐκείνους ὁποῦ τὴν ἐργάζονται, κᾂν αὐτοὶ εἶναι κεκρυμμένοι εἰς κᾀμμίαν γωνίαν, ἢ τόπον παράμερον. Ἐπειδὴ δὲ τότε ἐζητεῖτο ἀπὸ τοὺς ἀοιδίμους βασιλεῖς, Ἀλέξιον λέγω τὸν Κομνηνόν, καὶ τὴν τούτου σύζυγον Εἰρήνην, τοὺς ἐν ἔτει ͵αο΄ [1070] βασιλεύοντας, μία ὡραία καὶ ἐνάρετος κόρη· διὰ τοῦτο εὗρον τὴν ἀοίδιμον ταύτην Εἰρήνην, ἥτις εἶχεν εἰς τὸν ἑαυτόν της ὅλα τὰ καλά, καὶ ταύτην ἐσύναψαν διὰ γάμου μὲ τὸν θεοπάροχον αὐτῶν βλαστὸν καὶ πορφυρογέννητον βασιλέα Ἰωάννην. Ὅθεν καὶ ἐγέμωσαν τότε τὰ πᾶντα ἀπὸ εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίασιν.

Ἐγέννησε λοιπὸν ἡ μακαρία αὕτη ἀπὸ τὸν ῥηθέντα Ἰωάννην παιδία ὀκτώ, τέσσαρα ἀρσενικά, καὶ τέσσαρα θηλυκά, τὰ ὁποῖα ἀνέθρεψε μεγαλοπρεπῶς καὶ βασιλικῶς. Ὕστερον δέ, λογισαμένη τὰ τοῦ κόσμου τούτου χαροποιὰ πράγματα, καὶ αὐτὴν τὴν βασιλείαν, πῶς εἶναι ἕνα οὐδέν, ἔλεγε μυστικῶς εἰς τὸν ἑαυτόν της ἐκεῖνο τὸ τοῦ Δαβίδ· «Τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου, ἐν τῷ καταβαίνειν με εἰς διαφθοράν;» Ὅθεν δὲν ἔπαυε νύκτα καὶ ἡμέραν ἡ τρισολβία, νὰ θεραπεύῃ τὸν Θεὸν μὲ τὰς μεσιτείας καὶ παρακαλέσεις, ὁποῦ ἔκαμνε πρὸς τὸν βασιλέα διὰ τὴν βοήθειαν τῶν δεομένων. Ὑπερασπιζομένη μὲν καὶ μὲ κάθε τρόπον εὐεργετοῦσα τοὺς ἔχοντας χρείαν, χαίρουσα δὲ περισσότερον εἰς τὸ νὰ δίδῃ αὐτή, καὶ νὰ ἐλεῇ τοὺς πτωχούς, παρὰ εἰς τὸ νὰ λαμβάνῃ ἀπὸ ἄλλους. Ἀλλὰ καὶ ὅσα ἄσπρα ἔπεσον εἰς τὰς χεῖράς της πρὸ τοῦ νὰ στεφθῇ βασίλισσα, ὅλα τὰ ἐμοίρασεν εἰς τοὺς πένητας. Αὐτὴ ἦτον προστάτις τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν. Αὐτὴ ἐπλούτισεν ἀπὸ ἄσπρα τὰ Μοναστήρια. Τὰς δὲ ἄλλας ἀρετὰς αὐτῆς πῶς δύναμαι νὰ διηγηθῶ; ἢ πῶς νὰ παραστήσω τὸ πρᾷον αὐτῆς; τὸ ἥσυχον; τὸ ταπεινόν; τὸ εἰς ὅλους συμπαθητικόν; τὸ χαριέστατον; τὸ εὐκολομίλητον; τὸ ἀόργητον; Ποτὲ γὰρ δὲν ἐθυμώθη ἡ μακαρία, οὐδὲ ἐκινήθη εἰς ὕβριν τινὸς καὶ ἐκδίκησιν. Ἀλλὰ ἂν ἦτον χρεία νὰ χαμογελάσῃ, καὶ αὐτὸ τὸ χαμογέλασμά της ἦτον σεμνὸν καὶ σωφρονισμένον. Πάντοτε ἐπένθει καὶ ἐλυπεῖτο εἰς τὸν ἑαυτόν της, διὰ τοῦτο καὶ πάντοτε εὑρίσκοντο εἰς τὸ στόμα της οἱ πενθικοὶ ψαλμοὶ τοῦ Δαβίδ. Ἐπειδὴ δὲ ἐσεμνύνετο εἰς τὴν ἐγκράτειαν, τούτου ἕνεκεν ἔχαιρεν εἰς τὸ νὰ ξηραίνῃ τὸ σῶμά της μὲ εὐτελῆ καὶ αὐτοσχέδια φαγητά, ἐπροαιρεῖτο γὰρ νὰ ζῇ ἀσκητικῶς. Ταῦτα πᾶντα δὲν ἐλογίαζεν ἡ ἀξιέπαινος ἀρκετά, εἰς τὸ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν θεοφιλῆ σκοπὸν ὁποῦ εἶχεν. Ὅθεν ὅταν μετὰ ταῦτα ἔγινε βασίλισσα, ἐκαταφρόνεσεν ὅλα τὰ τῆς βασιλείας πράγματα, καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ τῆς ζωῆς ἀναγκαῖα.

Διὰ τοῦτο καὶ τὴν βασιλικὴν Μονὴν τὴν ἐπονομαζομένην τοῦ Παντοκράτορος, αὐτὴ ἔκτισεν ἡ ἀοίδιμος ἀπὸ αὐτὰ τὰ θεμέλια (6). Ὁμοίως καὶ τοὺς νῦν βλεπομένους περικαλλεῖς Ναούς, καὶ τὰ ξενοδοχεῖα, καὶ τὰ γηροκομεῖα, τὰ ὁποῖα ὑπερέβηκαν τόσον τοὺς παλαιοὺς Ναούς, καὶ τὰ ἀρχαῖα ξενοδοχεῖα καὶ γηροκομεῖα, ὅσον καὶ τὰ νέα κατὰ τὴν τοποθεσίαν καὶ ὡραιότητα. Μεγάλως δὲ ἐσυνήργησε καὶ ἐβοήθησεν εἰς τὰς οἰκοδομὰς καὶ τεχνικὰς συμμετρίας ὅλων τῶν ἀνωτέρω κτιρίων ὁ νέος Βεσελεήλ, ὁ πάντιμος λέγω Νικηφόρος, ὁ οἰκειότατος ἄνθρωπος τῆς μακαρίας ταύτης Εἰρήνης, ὅστις μὲ τόσην πολλὴν σπουδὴν καὶ προθυμίαν, ἐπιμελήθη εἰς τὴν τελείωσιν τῶν ἀνωτέρω εὐαγῶν οἰκοδομημάτων, ὥστε ὁποῦ οὐδὲ ὕπνον ἔδιδεν ὁ ἀοίδιμος εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του, οὐδὲ ἀνάπαυσιν εἰς τοὺς κροτάφους του. Ταῦτα λοιπὸν πᾶντα τελειώσασα ἡ ἀοίδιμος Εἰρήνη, μὲ τὴν συνεργίαν τοῦ ῥηθέντος Νικηφόρου, ἐπροξένησεν εἰς τὴν βασιλεύουσαν τῶν πόλεων Κωνσταντινούπολιν, ἕνα τερπνὸν καὶ χαροποιὸν ἐγκαλλώπισμα, χαίρουσα μὲν διὰ τὴν τούτων ἐπιτυχίαν καὶ ὡραιότητα, τῷ Θεῷ δὲ ὑπὲρ αὐτῶν εὐχαριστοῦσα. Ἐπειδὴ δὲ ἡ μακαρία αὕτη ἐχρειάζετο μεγαλίτερον βοηθὸν διὰ νὰ τελειώσῃ τοὺς θεαρέστους σκοπούς της, διὰ τοῦτο καὶ τοῦτον ἐπέτυχε. Πιάσασα γὰρ μίαν φορὰν ἀπὸ τὸ χέρι τὸν σύζυγον αὑτῆς καὶ βασιλέα, ἐμβῆκε μέσα εἰς τὸν περικαλλῆ Ναὸν τοῦ Παντοκράτορος, τὸν ὁποῖον αὐτὴ ἔκτισε. Εἶτα πεσοῦσα κατὰ γῆς, καὶ τὴν κεφαλὴν προσκολλήσασα εἰς τὸ ἱερὸν ἔδαφος τοῦ Ναοῦ, δέξαι ὦ δέσποτα, ἔλεγε μετὰ δακρύων, δέξαι τὸν ἐκ Θεοῦ κατασκευασθέντα Ναὸν διὰ τὴν ἐδικήν σου χάριν. Προσθέτουσα δὲ δάκρυα ἐπάνω εἰς τὰ δάκρυα, ἐβεβαίονεν ἡ μακαρία, ὅτι δὲν θέλει σηκωθῇ ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ἀνίσως δὲν λάβῃ τὴν πληροφορίαν τῆς αἰτήσεώς της. Ἐπειδὴ δὲ ἤκουσε τοῦ βασιλέως, ὁποῦ ὑπεσχέθη, ὅτι θέλει τελειώσει τὴν αἴτησιν καὶ ἐπιθυμίαν της, ὅτι θέλει ἀγωνισθῇ καὶ ὑπὲρ δύναμιν, διὰ νὰ ἀφιερώσῃ ἱερὰ κειμήλια, καὶ ὑποστατικὰ διάφορα εἰς τὸν Ναόν, ὅτι διὰ τῶν κινητῶν καὶ ἀκινήτων πραγμάτων, καὶ ἐσόδων ἐνιαυσίων ἔχει νὰ καταστήσῃ τὴν σεβασμίαν Μονὴν ταύτην, νὰ ἔχῃ τὸ κράτος καὶ τὸ πρωτεῖον εἰς ὅλα τὰ ἄλλα τῆς Πόλεως Μοναστήρια· καὶ ὅτι ὁ ἐν αὐτῷ σεβόμενος καὶ τιμώμενος Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἔχει εἰς τὸ ἑξῆς νὰ ᾖναι καὶ νὰ ὀνομάζεται Παντοκράτωρ, ὡς καὶ τῇ ἀληθείᾳ εἶναι καὶ ὀνομάζεται. Ταῦτα λέγω τὰ λόγια ὅταν ἤκουσεν ἡ ἀοίδιμος Εἰρήνη, ἐσηκώθη ἀπὸ τὸ ἔδαφος τῆς γῆς γεμάτη ἀπὸ ἄρρητον εὐφροσύνην. Ὅθεν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἠγαλλιᾶτο τῷ πνεύματι, ἐπειδὴ καὶ ἀπέβαλεν ἀπὸ τὸν λογισμόν της τὸ βάρος καὶ τὴν φροντίδα τοῦ Μοναστηρίου. Δὲν ἐπέρασε πολὺς καιρὸς ἀναμεταξύ, καὶ πηγαίνουσα ἡ ἀοίδιμος αὕτη εἰς τὴν Βιθυνίαν, ἐκεῖ ἀπῆλθε πρὸς τὸν Παντοκράτορα Κύριον, ὃν ἐπόθησε. Τὸ δὲ τίμιον αὐτῆς λείψανον, ἐνταφιάσθη εἰς τὸ παρ’ αὐτῆς κτισθὲν τοῦ Παντοκράτορος Μοναστήριον. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐτελειώθη ἡ ὑπόσχεσις, ὁποῦ ἔκαμεν ὁ εὐσεβὴς βασιλεύς, τότε καὶ τὸ Μοναστήριον τοῦ Παντοκράτορος αὐξήνθη καὶ ἐπλατύνθη τόσον, εἰς τρόπον ὅτι εἶχε τὰ πρωτεῖα ἀνάμεσα εἰς ὅλα τὰ Μοναστήρια τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Μετὰ ὀλίγον δὲ καιρόν, καὶ αὐτὸς ὁ εὐσεβέστατος καὶ ἀοίδιμος βασιλεὺς Ἰωάννης, ἀφῆκε τὴν ἐπίγειον ταύτην βασιλείαν, καὶ μετέβη πρὸς τὸν ἐπουράνιον Δεσπότην καὶ Βασιλέα Θεόν. Τὸ δὲ λείψανον αὐτοῦ ἐνταφιάσθη εἰς τὸ αὐτὸ Μοναστήριον τοῦ Παντοκράτορος, τὸ παρ’ αὐτοῦ αὐξηνθὲν καὶ λαμπρυνθέν.

(6) Περὶ τῆς περικαλλοῦς καὶ περιωνύμου ταύτης Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος, ὅρα κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἕκτην τοῦ Ὀκτωβρίου, ἐν τῇ ἀπὸ Θεσσαλονίκης εἰς Βασιλεύουσαν μεταθέσει τῆς εἰκόνος τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, εἰς τὴν ὑποσημείωσιν.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κορωνάτος ξίφει τελειοῦται.

Προθεὶς τράχηλον εἰς τομὴν Κορωνάτος,
Κτείνει πολυτράχηλον ὕδραν τὴν πλάνην.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

Των Αγίων Μαξίμου, Ευδοκίας βασιλίσσης, Σερίδου, Δωροθέου, Δοσιθέου του υποτακτικού κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.