Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου12 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΒ’, μνήμη του Οσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Σπυρίδωνος του Θαυματουργού.
Ο θαυματουργός καν τέθνηκε Σπυρίδων,
Του θαυματουργείν ουκ έληξεν εισέτι.
Αμφί δυωδεκάτην Σπυρίδων βίοτον λίπε τόνδε.
Ούτος ο Άγιος ήκμασεν εις τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου, και Κωνσταντίου του υιού αυτού, εν έτει τμγ’ [343]. Ήτον δε κατά την γνώμην απλούς, και κατά την καρδίαν ταπεινός. Ούτος λοιπόν εκ νεότητός του έγινε βοσκός προβάτων. Έπειτα έλαβε γυναίκα νόμιμον δια γάμου. Μετά δε τον θάνατον της συζύγου του έγινεν Επίσκοπος. Τόση δε πολλή χάρις των θαυμάτων και ιαμάτων εδόθη εις τον Άγιον τούτον, δια την απλότητα και καθαρότητά του, ώστε εκ των πολλών θαυμάτων οπού εποίει, έλαβε την επωνυμίαν, το να λέγεται Θαυματουργός. Διότι εις καιρόν αβροχίας εκατεβίβασε βροχήν δια προσευχής του. Και πάλιν επειδή η βροχή αύτη έγινε πολλή, εμπόδισε την αμετρίαν της. Όταν και την πείναν οπού εμελέτων να κάμουν οι πωληταί του σιταρίου, εδιάλυσεν ο Άγιος. Επειδή δια προσευχής του έπεσαν τα αμπάρια, οπού είχον μέσα το σιτάρι. Αυτός μετέβαλεν εις χρυσάφι ένα οφίδι, και αφ’ ου με το χρυσάφι έπαυσε την συμφοράν ενός πτωχού, πάλιν το χρυσάφι εις οφίδι απεκατέστησεν. Αυτός και ποταμών τα ρεύματα έστησεν. Αυτός φανερώσας τας αμαρτίας μιας πόρνης, οπού ετόλμησε να πλησίαση εις αυτόν, με τούτο την έπεισε να μετανοήση και να εξομολογηθή. Αυτός παρών ευρεθείς, εις την εν Νικαία Πρώτην και Οικουμενικήν Σύνοδον την εν έτει τκε’ [325] συναθροισθείσαν, επεστόμισε με την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος τους αιρετικούς Αρειανούς, οίτινες υπερηφανεύοντο εις την έξω σοφίαν και ευγλωττίαν τους. Αυτός ανέστησε και την θυγατέρα του, δια να φανερώση, πού έχει κρυμμένην την παρακαταθήκην μιας γυναικός. Αυτός τον βασιλέα Κωνστάντιον ηλευθέρωσεν από το πάθος, οπού έπασχεν. Αυτός ανέστησεν ένα νεκρόν παιδίον μιας γυναικός. Αυτός ανέστησε και την μητέρα του παιδίου, ήτις απέθανε δια την αιφνίδιον χαράν, οπού έλαβεν εις την ανάστασιν του υιού της. Ούτος τον λύχνον οπού εσβύνετο δια στέρησιν ελαίου, έκαμεν αυτόν να αναβλύση λάδι. Ούτος ιάτρευσε και την αφωνίαν του Διακόνου, με την οποίαν ετιμώρησεν αυτόν ο Άγιος. Διατί προσταχθείς να ειπή μίαν μικράν ευχήν εις ένα υπερβολικόν καύμα, αυτός δια κενοδοξίαν εμάκρυνεν αυτήν.
Ο Άγιος ούτος εθανάτωσε και την γυναίκα εκείνην, η οποία μοιχευθείσα, αρνείτο την αμαρτίαν της, και δεν ήθελε να ομολογήση αυτήν. Αλλά και εις καιρόν ακόμη οπού εγέννα το μοιχίδιον παιδίον, έλεγεν, ότι από τον άνδρα της το συνέλαβε. Και μόλον οπού ο άνδρας της προ είκοσι μηνών έλειψε, διατί επήγεν εις το ταξείδιον. Εις τούτον τον Άγιον, όταν ελειτούργει, επαραστέκοντο Άγιοι Άγγελοι, οίτινες συλλειτουργούντες αυτόν, όταν ούτος έλεγεν, «Ειρήνη πάσι», εκείνοι έξωθεν απεκρίνοντο μετά μέλους, «Και τω πνεύματί σου». Ομοίως απεκρίνοντο και τα λοιπά συνήθη. Τούτου του Αγίου η κεφαλή εφαίνετο γεμάτη από δρόσον, εν καιρώ θέρους, όταν ο ήλιος το παν εκατέφλεγε. Και τρίχες ξανθαί και μαύραι και άσπραι ενταυτώ, ανθούσαν εις αυτήν. Εφανέρωνε δε με τούτο ο Θεός την εις αυτόν γενησομένην τιμήν. Πόσον δε ήτον συμπαθής και εύσπλαγχνος ο θείος ούτος Πατήρ, εφανέρωσε το συμβεβηκός, οπού ηκολούθησεν εις εκείνους τους κλέπτας, οπού επήγαν να πατήσουν την μάνδραν του. Διότι, όχι μόνον εχάρισε την όρασιν εις αυτούς οπού επατάχθησαν με αορασίαν. Αλλά και ένα κριον έδωκε χάρισμα εις αυτούς, ειπών, ότι τούτο εποίησε, δια να μη φαίνωνται, ότι ματαίως και χωρίς πληρωμήν όλην την νύκτα αγρύπνησαν. Ούτος και τον Επίσκοπον Τριφύλλιον έπεισε με τας νουθεσίας του, να μη ήναι έκδοτος εις τα του κόσμου τερπνά, αλλά μάλλον να ποθή τα Ουράνια. Αυτός δια την ανεξικακίαν του, έκαμε να πέσουν εις τους πόδας του και να ζητήσουν συγχώρησιν, τόσον εκείνος ο πραγματευτής, οπού εκράτησε κρυφίως τα άσπρα, νομίζωντας να λανθάση τον Άγιον· όσον και εκείνος, οπού επήρε πλεονεκτικώς μίαν κατζίκαν, παράνω από την τιμήν οπού έδωκε.
Και άλλα δε πολλά τοιαύτα εποίησεν ο μακάριος, γεμάτα από θαυμασμόν και έκστασιν. Ούτος λοιπόν και το εμπιστευθέν εις αυτόν λογικόν ποίμνιον καλώς οικονομήσας, μετέστη εις την των Αγγέλων κατάστασιν και πολιτείαν. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω σεπτώ Ναώ του κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου, τω πλησιάζοντι εις την αγιωτάτην Μεγάλην Εκκλησίαν. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Παράδεισον μεταφρασθέντα εκ του ελληνικού βίου, ον συνέγραψεν ο Άγιος Συμεών ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Μέγιστον εις ψυχής ωφέλειαν βίος γενναίων και φιλοθέων ανδρών». Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων Μονή, και εν άλλαις (1).)
(1) Εγκώμια εις τον Άγιον Σπυρίδωνα έχουσιν, ο Νικηφόρος Θεοτόκης, και Μακάριος ο Κωφός.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Συνετού.
Τον Συνετόν κτείνουσιν άφρονες ξίφει,
Την ευσεβή τιμώντα πίστιν εμφρόνως.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Αυρηλιανού, εν έτει σο’ [270], Αναγνώστης της των Ρωμαίων Εκκλησίας υπό του Αγίου Πάπα Ξύστου προβεβλημένος (2). Βλέπων δε τον Αυρηλιανόν να προσφέρη εις τα είδωλα θυσίας, εδιαλέχθη με αυτόν. Και περιπαίζωντάς τον, υπεσχέθη να θυσιάση και αυτός. Επειδή όμως δεν ήθελε να θυσιάση, αλλά εφανερώθη ότι δια εμπαιγμόν μόνον είπε τον λόγον, τούτου χάριν δέρνεται με βούνευρα τόσον πολλά, ώστε οπού εκοκκίνησεν από τα αίματα όλη η εκείσε γη. Έπειτα ρίπτεται μέσα εις την φυλακήν. Κατά δε την ερχομένην ημέραν απλώνεται επάνω εις εσχάραν σιδηράν πεπυρακτωμένην. Τότε δε ήκουσεν άνωθεν θεϊκήν φωνήν, η οποία εδυνάμωνε και επαρακίνει αυτόν εις το μαρτύριον. Μαζί δε με την φωνήν έγινε και μία ραγδαία βροχή. Όθεν εσβέσθη μεν η φωτία, εφυλάχθη δε ο Άγιος αβλαβής. Μετά ταύτα κατά προσταγήν του βασιλέως, εσκάφθη ένας λάκκος βαθύς έως δέκα πήχεις. Εις δε το βάθος του λάκκου, εβάλθησαν όρθια ξύλα οξέα και κοπτερά. Όθεν επάνω εις αυτά ερρίφθη ο Μάρτυς του Χριστού, και κατεκόπησαν όλα σχεδόν τα τίμια μέλη του σώματός του. Αλλά πάλιν θεία Προνοία κατασταίνεται υγιής. Δια τούτο εκλείσθη μέσα εις το λεγόμενον Πάνθεον (3) και από εκεί εξελθών, αποκεφαλίζεται. Και ούτω λαμβάνει ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.
(2) Ο Άγιος ούτος Πάπας Ξύστος εορτάζεται κατά την δεκάτην του Αυγούστου.
(3) Το Πάνθεον ήτον ναός εν τη Ρώμη, μέσα εις τον οποίον ευρίσκοντο τα είδωλα πάντων των ψευδωνύμων θεών, αφ’ ων και ωνομάζετο.
*
Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Αλεξάνδρου, Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων, του Ιερομάρτυρος.
Πώς ουκ έμελλεν είναι και τα θηρία,
Αλεξάνδρω τιθασσά τω Χριστού θύτη.
Όταν ο Δέκιος εβασίλευεν εις την παλαιάν Ρώμην, εν έτει σν’ [250], διωγμός μεγάλος εκινήθη κατά των Χριστιανών (4). Έστειλε γαρ ο τύραννος εκείνος προσταγάς βασιλικάς εις κάθε χώραν, αι οποίαι επρόσταζαν να αναγκάζωνται οι Χριστιανοί να θυσιάζουν εις τα είδωλα. Και όσοι εις τούτο δεν πείθονται, να τιμωρούνται πρώτον με δεινάς τιμωρίας. Και έπειτα να ευγαίνουν από την ζωήν ταύτην με οδυνηρόν θάνατον. Τότε λοιπόν ο αγιώτατος ούτος Αλέξανδρος ο των Ιεροσολύμων Αρχιεπίσκοπος, εδιαβάλθη εις τον άρχοντα Καισαρείας (ίσως της εν Παλαιστίνη), και παρασταθείς έμπροσθεν αυτού σιδεροδέσμιος, εδιαλέχθη πολλά με αυτόν. Και τον μεν Χριστόν, ανεκήρυξε μεγαλοφώνως ενώπιον πάντων, Θεόν και Βασιλέα και δημιουργόν όλου του κόσμου. Τα δε είδωλα εκήρυξεν, ότι είναι δαίμονες, και φανερά πλάνη. Ανεθεμάτισε δε και τους προσκυνούντας και τιμώντας αυτά, με λαμπράν και πεπαρρησιασμένην φωνήν. Ταύτα τα λόγια του Αγίου ετάραξαν τον άρχοντα, και άναψαν αυτού τον θυμόν. Όθεν κατά προσταγήν αυτού βασανίζεται ο του Χριστού Ιεράρχης με διάφορα βάσανα. Εις ολίγον όμως καιρόν. Έπειτα καταδικάζεται να φαγωθή ζωντανός από τα θηρία. Αφ’ ου λοιπόν έκδυσαν τον Άγιον, και έδεσαν αυτόν γυμνόν εις το μέσον του θεάτρου, ωσάν κριάρι επίσημον, τότε απέλυσαν κατ’ αυτού διάφορα θηρία. Ο δε του Χριστού θεράπων προσευχηθείς, και τούτο εις το τέλος της προσευχής του επρόσθεσε. Κύριε, ανίσως ήναι θέλημά σου να τελειωθώ τώρα, ας γένη, καθώς ηθέλησας. Τότε τα θηρία, ω του θαύματος! άλλα μεν, επροσκύνουν τον Άγιον, και κλίνοντα κάτω τας κεφαλάς των, ανεχώρουν εις τας μάνδρας των. Άλλα δε, κυλιόμενα κατά γης, εφίλουν τα ποδάρια του Αγίου. Και άλλα πάλιν, έγλυφον με τας γλώσσας των τας πληγωμένας του σάρκας. Ο δε μέγας Αρχιερεύς, ευχαριστήσας τω Θεώ υπέρ τούτου, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας αυτού, αφίνωντας αβλαβές το σώμα του εις την γην. Το οποίον μερικοί ευλαβείς Χριστιανοί μυρίσαντες μετά πολλής ευλαβείας, και τειλίξαντες με σινδόνας, ενταφίασαν αυτό εν επισήμω τόπω (5).
(4) Ο δε Ευσέβιος εις το Χρονικόν του αναφέρει, ότι ο Αλέξανδρος ούτος εμαρτύρησε κατά το δεύτερον έτος του Σεβήρου. Ουχί δηλαδή του Αλεξάνδρου Σεβήρου του βασιλεύσαντος εν έτει 222 και μη κινήσαντος διωγμόν κατά των Χριστιανών. Αλλά του Σεπτιμίου Σεβήρου του βασιλεύσαντος εν έτει 193 και διωγμόν κινήσαντος. Όρα και σελ. 28 της Δωδεκαβίβλου. Και ο Μελέτιος το αυτό λέγει.
(5) Σημείωσαι, ότι ο Άγιος Αλέξανδρος ούτος, ήτον συμβοηθός του Ιεροσολύμων Ναρκίσσου, όταν εκείνος την δευτέραν φοράν έγινεν Ιεροσολύμων, γέρωντας ων εκατόν δεκαέξ χρόνων. Αφ’ ου δε εκείνος έδωκε τέλος μαρτυρικόν, τότε έμεινε μόνος εις τον θρόνον ο Αλέξανδρος ούτος, και όρα σελ. 227 του α’ τομ. του Μελετίου. Ο δε Νάρκισσος εορτάζεται κατά την εβδόμην του Αυγούστου. Περί του Αλεξάνδρου τούτου λέγει και ο Δοσίθεος, ότι ήτον μαθητής Κλήμεντος του Στρωματέως, ως αυτός ο ίδιος μαρτυρεί, εις τον οποίον αφιέρωσεν ο Κλήμης το βιβλίον του, συμμαθητής δε του Ωριγένους. Ούτος κατά τον Νικηφόρον συνήγαγεν από κάθε μέρος τα συγγράμματα του Γαΐου, του Ιππολύτου, του Βηρύλλου, και άλλων εκκλησιαστικών. Και δι’ αυτών κατεσκεύασε βιβλιοθήκην αξιόλογον εις Ιερουσαλήμ, ως μαρτυρεί ο Ευσέβιος. Αρχιεράτευσε δε εις τα Ιεροσόλυμα χρόνους τριάκοντα εννέα, ως λέγουσί τινες. (Όρα σελ. 28 της Δωδεκαβίβλου. Όρα και τον Νικηφόρον γράφοντα εις το πέμπτον βιβλ. περί του μαρτυρίου του Αλεξάνδρου.)
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Αμωναθάς εν ειρήνη τελειούται.
Μισώ τα της γης Άγγελοι δέξασθέ με,
Αμωναθάς ο θείος εκλείπων λέγει.
*
Ο Όσιος Άνθος εν ειρήνη τελειούται.
Το του Προφήτου προσφόρως Δαβίδ λέγων,
Ως άνθος αγρού θείος Άνθος ερρύη.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΒ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Σπυρίδωνος τοῦ Θαυματουργοῦ.
Ὁ θαυματουργὸς κᾂν τέθνηκε Σπυρίδων,
Τοῦ θαυματουργεῖν οὐκ ἔληξεν εἰσέτι.
Ἀμφὶ δυωδεκάτην Σπυρίδων βίοτον λίπε τόνδε.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἤκμασεν εἰς τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, καὶ Κωνσταντίου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ἐν ἔτει τμγ΄ [343]. Ἦτον δὲ κατὰ τὴν γνώμην ἁπλοῦς, καὶ κατὰ τὴν καρδίαν ταπεινός. Οὗτος λοιπὸν ἐκ νεότητός του ἔγινε βοσκὸς προβάτων. Ἔπειτα ἔλαβε γυναῖκα νόμιμον διὰ γάμου. Μετὰ δὲ τὸν θάνατον τῆς συζύγου του ἔγινεν Ἐπίσκοπος. Τόση δὲ πολλὴ χάρις τῶν θαυμάτων καὶ ἰαμάτων ἐδόθη εἰς τὸν Ἅγιον τοῦτον, διὰ τὴν ἁπλότητα καὶ καθαρότητά του, ὥστε ἐκ τῶν πολλῶν θαυμάτων ὁποῦ ἐποίει, ἔλαβε τὴν ἐπωνυμίαν, τὸ νὰ λέγεται Θαυματουργός. Διότι εἰς καιρὸν ἀβροχίας ἐκατεβίβασε βροχὴν διὰ προσευχῆς του. Καὶ πάλιν ἐπειδὴ ἡ βροχὴ αὕτη ἔγινε πολλή, ἐμπόδισε τὴν ἀμετρίαν της. Ὅταν καὶ τὴν πεῖναν ὁποῦ ἐμελέτων νὰ κάμουν οἱ πωληταὶ τοῦ σιταρίου, ἐδιάλυσεν ὁ Ἅγιος. Ἐπειδὴ διὰ προσευχῆς του ἔπεσαν τὰ ἀμπάρια, ὁποῦ εἶχον μέσα τὸ σιτάρι. Αὐτὸς μετέβαλεν εἰς χρυσάφι ἕνα ὀφίδι, καὶ ἀφ’ οὗ μὲ τὸ χρυσάφι ἔπαυσε τὴν συμφορὰν ἑνὸς πτωχοῦ, πάλιν τὸ χρυσάφι εἰς ὀφίδι ἀπεκατέστησεν. Αὐτὸς καὶ ποταμῶν τὰ ῥεύματα ἔστησεν. Αὐτὸς φανερώσας τὰς ἁμαρτίας μιᾶς πόρνης, ὁποῦ ἐτόλμησε νὰ πλησίασῃ εἰς αὐτόν, μὲ τοῦτο τὴν ἔπεισε νὰ μετανοήσῃ καὶ νὰ ἐξομολογηθῇ. Αὐτὸς παρὼν εὑρεθείς, εἰς τὴν ἐν Νικαίᾳ Πρώτην καὶ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον τὴν ἐν ἔτει τκε΄ [325] συναθροισθεῖσαν, ἐπεστόμισε μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς, οἵτινες ὑπερηφανεύοντο εἰς τὴν ἔξω σοφίαν καὶ εὐγλωττίαν τους. Αὐτὸς ἀνέστησε καὶ τὴν θυγατέρα του, διὰ νὰ φανερώσῃ, ποῦ ἔχει κρυμμένην τὴν παρακαταθήκην μιᾶς γυναικός. Αὐτὸς τὸν βασιλέα Κωνστάντιον ἠλευθέρωσεν ἀπὸ τὸ πάθος, ὁποῦ ἔπασχεν. Αὐτὸς ἀνέστησεν ἕνα νεκρὸν παιδίον μιᾶς γυναικός. Αὐτὸς ἀνέστησε καὶ τὴν μητέρα τοῦ παιδίου, ἥτις ἀπέθανε διὰ τὴν αἰφνίδιον χαράν, ὁποῦ ἔλαβεν εἰς τὴν ἀνάστασιν τοῦ υἱοῦ της. Οὗτος τὸν λύχνον ὁποῦ ἐσβύνετο διὰ στέρησιν ἐλαίου, ἔκαμεν αὐτὸν νὰ ἀναβλύσῃ λάδι. Οὗτος ἰάτρευσε καὶ τὴν ἀφωνίαν τοῦ Διακόνου, μὲ τὴν ὁποίαν ἐτιμώρησεν αὐτὸν ὁ Ἅγιος. Διατὶ προσταχθεὶς νὰ εἰπῇ μίαν μικρὰν εὐχὴν εἰς ἕνα ὑπερβολικὸν καῦμα, αὐτὸς διὰ κενοδοξίαν ἐμάκρυνεν αὐτήν.
Ὁ Ἅγιος οὗτος ἐθανάτωσε καὶ τὴν γυναῖκα ἐκείνην, ἡ ὁποία μοιχευθεῖσα, ἀρνεῖτο τὴν ἁμαρτίαν της, καὶ δὲν ἤθελε νὰ ὁμολογήσῃ αὐτήν. Ἀλλὰ καὶ εἰς καιρὸν ἀκόμη ὁποῦ ἐγέννα τὸ μοιχίδιον παιδίον, ἔλεγεν, ὅτι ἀπὸ τὸν ἄνδρα της τὸ συνέλαβε. Καὶ μὅλον ὁποῦ ὁ ἄνδρας της πρὸ εἴκοσι μηνῶν ἔλειψε, διατὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ ταξείδιον. Εἰς τοῦτον τὸν Ἅγιον, ὅταν ἐλειτούργει, ἐπαραστέκοντο Ἅγιοι Ἄγγελοι, οἵτινες συλλειτουργοῦντες αὐτόν, ὅταν οὗτος ἔλεγεν, «Εἰρήνη πᾶσι», ἐκεῖνοι ἔξωθεν ἀπεκρίνοντο μετὰ μέλους, «Καὶ τῷ πνεύματί σου». Ὁμοίως ἀπεκρίνοντο καὶ τὰ λοιπὰ συνήθη. Τούτου τοῦ Ἁγίου ἡ κεφαλὴ ἐφαίνετο γεμάτη ἀπὸ δρόσον, ἐν καιρῷ θέρους, ὅταν ὁ ἥλιος τὸ πᾶν ἐκατέφλεγε. Καὶ τρίχες ξανθαὶ καὶ μαῦραι καὶ ἄσπραι ἐνταυτῷ, ἀνθοῦσαν εἰς αὐτήν. Ἐφανέρωνε δὲ μὲ τοῦτο ὁ Θεὸς τὴν εἰς αὐτὸν γενησομένην τιμήν. Πόσον δὲ ἦτον συμπαθὴς καὶ εὔσπλαγχνος ὁ θεῖος οὗτος Πατήρ, ἐφανέρωσε τὸ συμβεβηκός, ὁποῦ ἠκολούθησεν εἰς ἐκείνους τοὺς κλέπτας, ὁποῦ ἐπῆγαν νὰ πατήσουν τὴν μάνδραν του. Διότι, ὄχι μόνον ἐχάρισε τὴν ὅρασιν εἰς αὐτοὺς ὁποῦ ἐπατάχθησαν μὲ ἀορασίαν. Ἀλλὰ καὶ ἕνα κριὸν ἔδωκε χάρισμα εἰς αὐτούς, εἰπών, ὅτι τοῦτο ἐποίησε, διὰ νὰ μὴ φαίνωνται, ὅτι ματαίως καὶ χωρὶς πληρωμὴν ὅλην τὴν νύκτα ἀγρύπνησαν. Οὗτος καὶ τὸν Ἐπίσκοπον Τριφύλλιον ἔπεισε μὲ τὰς νουθεσίας του, νὰ μὴ ᾖναι ἔκδοτος εἰς τὰ τοῦ κόσμου τερπνά, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ ποθῇ τὰ Οὐράνια. Αὐτὸς διὰ τὴν ἀνεξικακίαν του, ἔκαμε νὰ πέσουν εἰς τοὺς πόδας του καὶ νὰ ζητήσουν συγχώρησιν, τόσον ἐκεῖνος ὁ πραγματευτής, ὁποῦ ἐκράτησε κρυφίως τὰ ἄσπρα, νομίζωντας νὰ λανθάσῃ τὸν Ἅγιον· ὅσον καὶ ἐκεῖνος, ὁποῦ ἐπῆρε πλεονεκτικῶς μίαν κατζίκαν, παράνω ἀπὸ τὴν τιμὴν ὁποῦ ἔδωκε.
Καὶ ἄλλα δὲ πολλὰ τοιαῦτα ἐποίησεν ὁ μακάριος, γεμάτα ἀπὸ θαυμασμὸν καὶ ἔκστασιν. Οὗτος λοιπὸν καὶ τὸ ἐμπιστευθὲν εἰς αὐτὸν λογικὸν ποίμνιον καλῶς οἰκονομήσας, μετέστη εἰς τὴν τῶν Ἀγγέλων κατάστασιν καὶ πολιτείαν. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις ἐν τῷ σεπτῷ Ναῷ τοῦ κορυφαίου τῶν Ἀποστόλων Πέτρου, τῷ πλησιάζοντι εἰς τὴν ἁγιωτάτην Μεγάλην Ἐκκλησίαν. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸν Παράδεισον μεταφρασθέντα ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ βίου, ὃν συνέγραψεν ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Μέγιστον εἰς ψυχῆς ὠφέλειαν βίος γενναίων καὶ φιλοθέων ἀνδρῶν». Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων Μονῇ, καὶ ἐν ἄλλαις (1).
(1) Ἐγκώμια εἰς τὸν Ἅγιον Σπυρίδωνα ἔχουσιν, ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης, καὶ Μακάριος ὁ Κωφός.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Συνετοῦ.
Τὸν Συνετὸν κτείνουσιν ἄφρονες ξίφει,
Τὴν εὐσεβῆ τιμῶντα πίστιν ἐμφρόνως.
Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Αὐρηλιανοῦ, ἐν ἔτει σο΄ [270], Ἀναγνώστης τῆς τῶν Ῥωμαίων Ἐκκλησίας ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πάπα Ξύστου προβεβλημένος (2). Βλέπων δὲ τὸν Αὐρηλιανὸν νὰ προσφέρῃ εἰς τὰ εἴδωλα θυσίας, ἐδιαλέχθη μὲ αὐτόν. Καὶ περιπαίζωντάς τον, ὑπεσχέθη νὰ θυσιάσῃ καὶ αὐτός. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἤθελε νὰ θυσιάσῃ, ἀλλὰ ἐφανερώθη ὅτι διὰ ἐμπαιγμὸν μόνον εἶπε τὸν λόγον, τούτου χάριν δέρνεται μὲ βούνευρα τόσον πολλά, ὥστε ὁποῦ ἐκοκκίνησεν ἀπὸ τὰ αἵματα ὅλη ἡ ἐκεῖσε γῆ. Ἔπειτα ῥίπτεται μέσα εἰς τὴν φυλακήν. Κατὰ δὲ τὴν ἐρχομένην ἡμέραν ἁπλώνεται ἐπάνω εἰς ἐσχάραν σιδηρᾶν πεπυρακτωμένην. Τότε δὲ ἤκουσεν ἄνωθεν θεϊκὴν φωνήν, ἡ ὁποία ἐδυνάμωνε καὶ ἐπαρακίνει αὐτὸν εἰς τὸ μαρτύριον. Μαζὶ δὲ μὲ τὴν φωνὴν ἔγινε καὶ μία ῥαγδαία βροχή. Ὅθεν ἐσβέσθη μὲν ἡ φωτία, ἐφυλάχθη δὲ ὁ Ἅγιος ἀβλαβής. Μετὰ ταῦτα κατὰ προσταγὴν τοῦ βασιλέως, ἐσκάφθη ἕνας λάκκος βαθὺς ἕως δέκα πήχεις. Εἰς δὲ τὸ βάθος τοῦ λάκκου, ἐβάλθησαν ὄρθια ξύλα ὀξέα καὶ κοπτερά. Ὅθεν ἐπάνω εἰς αὐτὰ ἐρρίφθη ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, καὶ κατεκόπησαν ὅλα σχεδὸν τὰ τίμια μέλη τοῦ σώματός του. Ἀλλὰ πάλιν θείᾳ Προνοίᾳ κατασταίνεται ὑγιής. Διὰ τοῦτο ἐκλείσθη μέσα εἰς τὸ λεγόμενον Πάνθεον (3) καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐξελθών, ἀποκεφαλίζεται. Καὶ οὕτω λαμβάνει ὁ ἀοίδιμος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.
(2) Ὁ Ἅγιος οὗτος Πάπας Ξύστος ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην τοῦ Αὐγούστου.
(3) Τὸ Πάνθεον ἦτον ναὸς ἐν τῇ Ῥώμῃ, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον εὑρίσκοντο τὰ εἴδωλα πάντων τῶν ψευδωνύμων θεῶν, ἀφ’ ὧν καὶ ὠνομάζετο.
*
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἀλεξάνδρου, Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων, τοῦ Ἱερομάρτυρος.
Πῶς οὐκ ἔμελλεν εἶναι καὶ τὰ θηρία,
Ἀλεξάνδρῳ τιθασσὰ τῷ Χριστοῦ θύτῃ.
Ὅταν ὁ Δέκιος ἐβασίλευεν εἰς τὴν παλαιὰν Ῥώμην, ἐν ἔτει σν΄ [250], διωγμὸς μεγάλος ἐκινήθη κατὰ τῶν Χριστιανῶν (4). Ἔστειλε γὰρ ὁ τύραννος ἐκεῖνος προσταγὰς βασιλικὰς εἰς κάθε χώραν, αἱ ὁποῖαι ἐπρόσταζαν νὰ ἀναγκάζωνται οἱ Χριστιανοὶ νὰ θυσιάζουν εἰς τὰ εἴδωλα. Καὶ ὅσοι εἰς τοῦτο δὲν πείθονται, νὰ τιμωροῦνται πρῶτον μὲ δεινὰς τιμωρίας. Καὶ ἔπειτα νὰ εὐγαίνουν ἀπὸ τὴν ζωὴν ταύτην μὲ ὀδυνηρὸν θάνατον. Τότε λοιπὸν ὁ ἁγιώτατος οὗτος Ἀλέξανδρος ὁ τῶν Ἱεροσολύμων Ἀρχιεπίσκοπος, ἐδιαβάλθη εἰς τὸν ἄρχοντα Καισαρείας (ἴσως τῆς ἐν Παλαιστίνῃ), καὶ παρασταθεὶς ἔμπροσθεν αὐτοῦ σιδεροδέσμιος, ἐδιαλέχθη πολλὰ μὲ αὐτόν. Καὶ τὸν μὲν Χριστόν, ἀνεκήρυξε μεγαλοφώνως ἐνώπιον πάντων, Θεὸν καὶ Βασιλέα καὶ δημιουργὸν ὅλου τοῦ κόσμου. Τὰ δὲ εἴδωλα ἐκήρυξεν, ὅτι εἶναι δαίμονες, καὶ φανερὰ πλάνη. Ἀνεθεμάτισε δὲ καὶ τοὺς προσκυνοῦντας καὶ τιμῶντας αὐτά, μὲ λαμπρὰν καὶ πεπαρρησιασμένην φωνήν. Ταῦτα τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου ἐτάραξαν τὸν ἄρχοντα, καὶ ἄναψαν αὐτοῦ τὸν θυμόν. Ὅθεν κατὰ προσταγὴν αὐτοῦ βασανίζεται ὁ τοῦ Χριστοῦ Ἱεράρχης μὲ διάφορα βάσανα. Εἰς ὀλίγον ὅμως καιρόν. Ἔπειτα καταδικάζεται νὰ φαγωθῇ ζωντανὸς ἀπὸ τὰ θηρία. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἔκδυσαν τὸν Ἅγιον, καὶ ἔδεσαν αὐτὸν γυμνὸν εἰς τὸ μέσον τοῦ θεάτρου, ὡσὰν κριάρι ἐπίσημον, τότε ἀπέλυσαν κατ’ αὐτοῦ διάφορα θηρία. Ὁ δὲ τοῦ Χριστοῦ θεράπων προσευχηθείς, καὶ τοῦτο εἰς τὸ τέλος τῆς προσευχῆς του ἐπρόσθεσε. Κύριε, ἀνίσως ᾖναι θέλημά σου νὰ τελειωθῶ τώρα, ἂς γένῃ, καθὼς ἠθέλησας. Τότε τὰ θηρία, ὢ τοῦ θαύματος! ἄλλα μέν, ἐπροσκύνουν τὸν Ἅγιον, καὶ κλίνοντα κάτω τὰς κεφαλάς των, ἀνεχώρουν εἰς τὰς μάνδρας των. Ἄλλα δέ, κυλιόμενα κατὰ γῆς, ἐφίλουν τὰ ποδάρια τοῦ Ἁγίου. Καὶ ἄλλα πάλιν, ἔγλυφον μὲ τὰς γλῶσσάς των τὰς πληγωμένας του σάρκας. Ὁ δὲ μέγας Ἀρχιερεύς, εὐχαριστήσας τῷ Θεῷ ὑπὲρ τούτου, παρέδωκε τὴν ἁγίαν ψυχήν του εἰς χεῖρας αὐτοῦ, ἀφίνωντας ἀβλαβὲς τὸ σῶμά του εἰς τὴν γῆν. Τὸ ὁποῖον μερικοὶ εὐλαβεῖς Χριστιανοὶ μυρίσαντες μετὰ πολλῆς εὐλαβείας, καὶ τειλίξαντες μὲ σινδόνας, ἐνταφίασαν αὐτὸ ἐν ἐπισήμῳ τόπῳ (5).
(4) Ὁ δὲ Εὐσέβιος εἰς τὸ Χρονικόν του ἀναφέρει, ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος οὗτος ἐμαρτύρησε κατὰ τὸ δεύτερον ἔτος τοῦ Σεβήρου. Οὐχὶ δηλαδὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου Σεβήρου τοῦ βασιλεύσαντος ἐν ἔτει 222 καὶ μὴ κινήσαντος διωγμὸν κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Ἀλλὰ τοῦ Σεπτιμίου Σεβήρου τοῦ βασιλεύσαντος ἐν ἔτει 193 καὶ διωγμὸν κινήσαντος. Ὅρα καὶ σελ. 28 τῆς Δωδεκαβίβλου. Καὶ ὁ Μελέτιος τὸ αὐτὸ λέγει.
(5) Σημείωσαι, ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος οὗτος, ἦτον συμβοηθὸς τοῦ Ἱεροσολύμων Ναρκίσσου, ὅταν ἐκεῖνος τὴν δευτέραν φορὰν ἔγινεν Ἱεροσολύμων, γέρωντας ὢν ἑκατὸν δεκαὲξ χρόνων. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκεῖνος ἔδωκε τέλος μαρτυρικόν, τότε ἔμεινε μόνος εἰς τὸν θρόνον ὁ Ἀλέξανδρος οὗτος, καὶ ὅρα σελ. 227 τοῦ α΄ τόμ. τοῦ Μελετίου. Ὁ δὲ Νάρκισσος ἑορτάζεται κατὰ τὴν ἑβδόμην τοῦ Αὐγούστου. Περὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου τούτου λέγει καὶ ὁ Δοσίθεος, ὅτι ἦτον μαθητὴς Κλήμεντος τοῦ Στρωματέως, ὡς αὐτὸς ὁ ἴδιος μαρτυρεῖ, εἰς τὸν ὁποῖον ἀφιέρωσεν ὁ Κλήμης τὸ βιβλίον του, συμμαθητὴς δὲ τοῦ Ὠριγένους. Οὗτος κατὰ τὸν Νικηφόρον συνήγαγεν ἀπὸ κάθε μέρος τὰ συγγράμματα τοῦ Γαΐου, τοῦ Ἱππολύτου, τοῦ Βηρύλλου, καὶ ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν. Καὶ δι’ αὐτῶν κατεσκεύασε βιβλιοθήκην ἀξιόλογον εἰς Ἱερουσαλήμ, ὡς μαρτυρεῖ ὁ Εὐσέβιος. Ἀρχιεράτευσε δὲ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα χρόνους τριάκοντα ἐννέα, ὡς λέγουσί τινες. (Ὅρα σελ. 28 τῆς Δωδεκαβίβλου. Ὅρα καὶ τὸν Νικηφόρον γράφοντα εἰς τὸ πέμπτον βιβλ. περὶ τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἀλεξάνδρου.)
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἀμωναθᾶς ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Μισῶ τὰ τῆς γῆς Ἄγγελοι δέξασθέ με,
Ἀμωναθᾶς ὁ θεῖος ἐκλείπων λέγει.
*
Ὁ Ὅσιος Ἄνθος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Τὸ τοῦ Προφήτου προσφόρως Δαβὶδ λέγων,
Ὡς ἄνθος ἀγροῦ θεῖος Ἄνθος ἐρρύη.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *