Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου12 Απριλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΒ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Ομολογητού Βασιλείου Επισκόπου Παρίου.
Χαίρων τελεύτα Βασίλειε τρισμάκαρ,
Εκεί γαρ ήξεις, ου χαράς πλησθής όσης.
Δωδεκάτη Βασίλειε ταφήϊα δύσαο νεκρός.
Ούτος ο Άγιος Βασίλειος ήτον κατά τους χρόνους των δυσσεβών εικονομάχων, δια δε την υπερβολικήν αρετήν και την ένθεον ζωήν οπού είχεν, έγινεν Επίσκοπος Παρίου, η οποία είναι πόλις παραθαλασσία της Βιθυνίας, κτίσμα των εν τη νήσω Πάρω κατοικούντων, ευρισκομένη μεταξύ Κυζίκου και της Λαμψάκου. Ούτος λοιπόν δεν ηθέλησε να συμφωνήση εις την αίρεσιν των εικονομάχων, και να υπογράψη εις την αθέτησιν των αγίων εικόνων. Δια τούτο επέρασεν ο αοίδιμος όλην την ζωήν του με θλίψεις, με διωγμούς, και με στενοχωρίας, μεταβαίνωντας πάντοτε και φεύγωντας από τόπον εις τόπον. Υπερμαχών μεν, δια τα δόγματα των θείων Πατέρων, εναντιούμενος δε και μισών, τας συναγωγάς των κακοδόξων. Όθεν τον Θεόν θεραπεύσας, και ευάρεστος αυτώ εις όλα φανείς, εκοιμήθη εν ειρήνη.
*
Τη αυτή ημέρα εν έτει από κτίσεως κόσμου εξακισχιλιοστώ τετρακοσιοστώ πεντηκοστώ, μετεκομίσθη η τιμία Ζώνη της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου από της Επισκοπής Ζήλας (ήτις ην πόλις της Καππαδοκίας, κοινώς Ζήλια καλουμένη, τανύν δε εστι κατηδαφισμένη) εις την βασιλίδα των πόλεων, επί Κωνσταντίνου και Ρωμανού των Πορφυρογεννήτων εν έτει Ϡιθ’, ήτοι 919 (1). Μετά ταύτα δε απετέθη εν τη Αγία Σορώ των Χαλκοπρατείων, κατά την τριακοστήν πρώτην του Αυγούστου μηνός, και όρα εκεί.
(1) Ο δε εν τοις Ωρολογίοις προσθείς τας χρονολογίας, και δη και το Συναξάριον το κατά την τριακοστήν πρώτην του Αυγούστου κείμενον, λέγουσι συμφώνως, ότι μετεκομίσθη η Αγία Ζώνη επί του βασιλέως Ιουστινιανού εν έτει φλ’ [530].
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της Οσίας Ανθούσης, θυγατρός του βασιλέως Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου.
Ρίζης δυσώδους καρπός ευώδης μάλα,
Ανθούσα σεμνή γης απανθεί και βίου.
Αύτη η Αγία αναγκάσθη πολλαίς φοραίς από τον πατέρα της Κοπρώνυμον, τον εν έτει ψμα’ [741] βασιλεύσαντα, δια να υπανδρευθή, δεν επείσθη όμως. Αφ’ ου δε ο πατήρ της ετελεύτησεν, έλαβεν άδειαν και εμοίρασε τα υπάρχοντά της εις πτωχούς, και εις Εκκλησίας και ευαγείς οίκους και Μοναστήρια. Όθεν έγινεν η αοίδιμος πολλών ορφανών μήτηρ, και χηρών υπερασπίστρια. Πολλαίς φοραίς δε βιαζομένη από πολλάς παρακαλέσεις της ορθοδόξου βασιλίσσης Ειρήνης, της εν έτει ψπ’ [780] βασιλευσάσης, δια να ήναι μαζί της, και να βασιλεύη με αυτήν, δεν έστερξεν. Όσον δε καιρόν εδιάτριβεν εις το παλάτιον, έξωθεν μεν, εφόρει βασιλικά φορέματα. Έσωθεν δε, εφόρει φόρεμα υφασμένον από γηδίσσας τρίχας. Η τροφή της, ήτον ασκητική, το πιοτόν της, ήτον καθαρόν νερόν. Το δάκρυον, ευρίσκετο πάντοτε εις τους οφθαλμούς της. Ο ύμνος και η ψαλμωδία, δεν έλειπεν από το στόμα της. Δια τούτο ύστερον έγινε και Μοναχή, κουρευθείσα δια χειρός του εν Αγίοις Πατριάρχου Ταρασίου εις το Μοναστήριον, το καλούμενον της Ομονοίας. Από τότε δε, ούτε αυτή ευγήκεν από το Μοναστήριον, ούτε άλλη από τας καλογραίας. Αύτη δεν έλειψέ ποτε από την Εκκλησίαν, δεν ατόνησεν, ουδέ αμέλησεν εις την προσευχήν. Και επάνω εις όλα, η ταπείνωσις αυτής ήτον αμέτρητος. Υπηρέτει εις όλας τας αδελφάς, εστόλιζε την Εκκλησίαν, έφερνε νερόν, εστέκετο εις την τράπεζαν και διηκόνει. Με τοιαύτα λοιπόν θεάρεστα έργα διαπεράσασα την ζωήν της η μακαρία, απήλθε προς Κύριον με τα φορτία των αρετών, ούσα χρόνων πενηνταδύω.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Δήμης και Πρωτίων ξίφει τελειούνται.
Πρώτος κεφαλήν Πρωτίων αφηρέθη,
Μεθ’ ον κάραν προύτεινε Δήμης δημίω.
*
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Αρτέμων ξίφει τελειούται.
Εύρε στεφάνους αρτίτμητος Αρτέμων,
Πρέποντας αυτού τη τετμημένη κάρα (2).
(2) Εν δε τω Ωρολογίω και εν τω χειρογράφω Συναξαριστή, γράφεται εις τας δεκατρείς του παρόντος, η μνήμη του Ιερομάρτυρος Αρτέμονος τούτου.
*
Οι Άγιοι τρεις Αββάδες και Οσιομάρτυρες Μηνάς (3), Δαβίδ και Ιωάννης τοξευόμενοι τελειούνται.
Δούλους Θεού τρεις Αββάδας παθοκτόνους,
Τοξεύμασι κτείνουσιν ανθρωποκτόνοι.
(3) Περί του Οσίου τούτου Μηνά γράφεται εν τω Παραδείσω των Πατέρων, ότι επήγεν εις αυτόν ένας αδελφός, ο δε Μηνάς πέρνωντας αυτόν, επήγεν εις τον Αββάν Μακάριον. Όταν δε εκεί επήγαν, είπεν ο αδελφός τω Αββά Μακαρίω. Πάτερ, έχω τριάκοντα χρόνους οπού δεν έφαγον κρέας. Ο δε Μακάριος απεκρίθη αυτώ. Τούτο πληροφόρησόν με τέκνον, πόσας ημέρας έχεις οπού δεν κατελάλησας τον αδελφόν σου, ουδέ ευγήκε λόγος αργός από το στόμα σου. Ο δε αδελφός ταύτα ακούσας, έβαλε μετάνοιαν ειπών. Εύξαι Πάτερ ίνα βάλω αρχήν.
*
Ο Όσιος Ακάκιος ο νέος, ο εν τη κατά το Άγιον Όρος σκήτει του Καυσοκαλυβίου ασκήσας εν έτει ͵αψλ’ [1730], εν ειρήνη εκοιμήθη.
Ει και νέος συ Ακάκιε τοις χρόνοις,
Αλλ’ ουν παλαιούς υπερήρας τοις πόνοις (4).
(4) Τον Βίον του Οσίου τούτου όρα εις το τέλος του Νέου Μαρτυρολογίου.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΒ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν καὶ Ὁμολογητοῦ Βασιλείου Ἐπισκόπου Παρίου.
Χαίρων τελεύτα Βασίλειε τρισμάκαρ,
Ἐκεῖ γὰρ ἥξεις, οὗ χαρᾶς πλησθῇς ὅσης.
Δωδεκάτῃ Βασίλειε ταφήϊα δύσαο νεκρός.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τῶν δυσσεβῶν εἰκονομάχων, διὰ δὲ τὴν ὑπερβολικὴν ἀρετὴν καὶ τὴν ἔνθεον ζωὴν ὁποῦ εἶχεν, ἔγινεν Ἐπίσκοπος Παρίου, ἡ ὁποία εἶναι πόλις παραθαλασσία τῆς Βιθυνίας, κτίσμα τῶν ἐν τῇ νήσῳ Πάρῳ κατοικούντων, εὑρισκομένη μεταξὺ Κυζίκου καὶ τῆς Λαμψάκου. Οὗτος λοιπὸν δὲν ἠθέλησε νὰ συμφωνήσῃ εἰς τὴν αἵρεσιν τῶν εἰκονομάχων, καὶ νὰ ὑπογράψῃ εἰς τὴν ἀθέτησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων. Διὰ τοῦτο ἐπέρασεν ὁ ἀοίδιμος ὅλην τὴν ζωήν του μὲ θλίψεις, μὲ διωγμούς, καὶ μὲ στενοχωρίας, μεταβαίνωντας πάντοτε καὶ φεύγωντας ἀπὸ τόπον εἰς τόπον. Ὑπερμαχῶν μέν, διὰ τὰ δόγματα τῶν θείων Πατέρων, ἐναντιούμενος δὲ καὶ μισῶν, τὰς συναγωγὰς τῶν κακοδόξων. Ὅθεν τὸν Θεὸν θεραπεύσας, καὶ εὐάρεστος αὐτῷ εἰς ὅλα φανείς, ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἐν ἔτει ἀπὸ κτίσεως κόσμου ἑξακισχιλιοστῷ τετρακοσιοστῷ πεντηκοστῷ, μετεκομίσθη ἡ τιμία Ζώνη τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ἀπὸ τῆς Ἐπισκοπῆς Ζήλας (ἥτις ἦν πόλις τῆς Καππαδοκίας, κοινῶς Ζήλια καλουμένη, τανῦν δέ ἐστι κατηδαφισμένη) εἰς τὴν βασιλίδα τῶν πόλεων, ἐπὶ Κωνσταντίνου καὶ Ῥωμανοῦ τῶν Πορφυρογεννήτων ἐν ἔτει Ϡιθ΄, ἤτοι 919 (1). Μετὰ ταῦτα δὲ ἀπετέθη ἐν τῇ Ἁγίᾳ Σορῷ τῶν Χαλκοπρατείων, κατὰ τὴν τριακοστὴν πρώτην τοῦ Αὐγούστου μηνός, καὶ ὅρα ἐκεῖ.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ὁσίας Ἀνθούσης, θυγατρὸς τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου.
Ῥίζης δυσώδους καρπὸς εὐώδης μάλα,
Ἀνθοῦσα σεμνὴ γῆς ἀπανθεῖ καὶ βίου.
Αὕτη ἡ Ἁγία ἀναγκάσθη πολλαῖς φοραῖς ἀπὸ τὸν πατέρα της Κοπρώνυμον, τὸν ἐν ἔτει ψμα΄ [741] βασιλεύσαντα, διὰ νὰ ὑπανδρευθῇ, δὲν ἐπείσθη ὅμως. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ πατήρ της ἐτελεύτησεν, ἔλαβεν ἄδειαν καὶ ἐμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της εἰς πτωχούς, καὶ εἰς Ἐκκλησίας καὶ εὐαγεῖς οἴκους καὶ Μοναστήρια. Ὅθεν ἔγινεν ἡ ἀοίδιμος πολλῶν ὀρφανῶν μήτηρ, καὶ χηρῶν ὑπερασπίστρια. Πολλαῖς φοραῖς δὲ βιαζομένη ἀπὸ πολλὰς παρακαλέσεις τῆς ὀρθοδόξου βασιλίσσης Εἰρήνης, τῆς ἐν ἔτει ψπ΄ [780] βασιλευσάσης, διὰ νὰ ᾖναι μαζί της, καὶ νὰ βασιλεύῃ μὲ αὐτήν, δὲν ἔστερξεν. Ὅσον δὲ καιρὸν ἐδιάτριβεν εἰς τὸ παλάτιον, ἔξωθεν μέν, ἐφόρει βασιλικὰ φορέματα. Ἔσωθεν δέ, ἐφόρει φόρεμα ὑφασμένον ἀπὸ γηδίσσας τρίχας. Ἡ τροφή της, ἦτον ἀσκητική, τὸ πιοτόν της, ἦτον καθαρὸν νερόν. Τὸ δάκρυον, εὑρίσκετο πάντοτε εἰς τοὺς ὀφθαλμούς της. Ὁ ὕμνος καὶ ἡ ψαλμῳδία, δὲν ἔλειπεν ἀπὸ τὸ στόμα της. Διὰ τοῦτο ὕστερον ἔγινε καὶ Μοναχή, κουρευθεῖσα διὰ χειρὸς τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατριάρχου Ταρασίου εἰς τὸ Μοναστήριον, τὸ καλούμενον τῆς Ὁμονοίας. Ἀπὸ τότε δέ, οὔτε αὐτὴ εὐγῆκεν ἀπὸ τὸ Μοναστήριον, οὔτε ἄλλη ἀπὸ τὰς καλογραίας. Αὕτη δὲν ἔλειψέ ποτε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, δὲν ἀτόνησεν, οὐδὲ ἀμέλησεν εἰς τὴν προσευχήν. Καὶ ἐπάνω εἰς ὅλα, ἡ ταπείνωσις αὐτῆς ἦτον ἀμέτρητος. Ὑπηρέτει εἰς ὅλας τὰς ἀδελφάς, ἐστόλιζε τὴν Ἐκκλησίαν, ἔφερνε νερόν, ἐστέκετο εἰς τὴν τράπεζαν καὶ διηκόνει. Μὲ τοιαῦτα λοιπὸν θεάρεστα ἔργα διαπεράσασα τὴν ζωήν της ἡ μακαρία, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον μὲ τὰ φορτία τῶν ἀρετῶν, οὖσα χρόνων πενηνταδύω.
(1) Ὁ δὲ ἐν τοῖς Ὡρολογίοις προσθεὶς τὰς χρονολογίας, καὶ δὴ καὶ τὸ Συναξάριον τὸ κατὰ τὴν τριακοστὴν πρώτην τοῦ Αὐγούστου κείμενον, λέγουσι συμφώνως, ὅτι μετεκομίσθη ἡ Ἁγία Ζώνη ἐπὶ τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ ἐν ἔτει φλ΄ [530].
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δήμης καὶ Πρωτίων ξίφει τελειοῦνται.
Πρῶτος κεφαλὴν Πρωτίων ἀφῃρέθη,
Μεθ’ ὃν κάραν προὔτεινε Δήμης δημίῳ.
*
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀρτέμων ξίφει τελειοῦται.
Εὗρε στεφάνους ἀρτίτμητος Ἀρτέμων,
Πρέποντας αὐτοῦ τῇ τετμημένῃ κάρᾳ (2).
(2) Ἐν δὲ τῷ Ὡρολογίῳ καὶ ἐν τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ, γράφεται εἰς τὰς δεκατρεῖς τοῦ παρόντος, ἡ μνήμη τοῦ Ἱερομάρτυρος Ἀρτέμονος τούτου.
*
Οἱ Ἅγιοι τρεῖς Ἀββάδες καὶ Ὁσιομάρτυρες Μηνᾶς (3), Δαβὶδ καὶ Ἰωάννης τοξευόμενοι τελειοῦνται.
Δούλους Θεοῦ τρεῖς Ἀββάδας παθοκτόνους,
Τοξεύμασι κτείνουσιν ἀνθρωποκτόνοι.
(3) Περὶ τοῦ Ὁσίου τούτου Μηνᾶ γράφεται ἐν τῷ Παραδείσῳ τῶν Πατέρων, ὅτι ἐπῆγεν εἰς αὐτὸν ἕνας ἀδελφός, ὁ δὲ Μηνᾶς πέρνωντας αὐτόν, ἐπῆγεν εἰς τὸν Ἀββᾶν Μακάριον. Ὅταν δὲ ἐκεῖ ἐπῆγαν, εἶπεν ὁ ἀδελφὸς τῷ Ἀββᾷ Μακαρίῳ. Πάτερ, ἔχω τριάκοντα χρόνους ὁποῦ δὲν ἔφαγον κρέας. Ὁ δὲ Μακάριος ἀπεκρίθη αὐτῷ. Τοῦτο πληροφόρησόν με τέκνον, πόσας ἡμέρας ἔχεις ὁποῦ δὲν κατελάλησας τὸν ἀδελφόν σου, οὐδὲ εὐγῆκε λόγος ἀργὸς ἀπὸ τὸ στόμα σου. Ὁ δὲ ἀδελφὸς ταῦτα ἀκούσας, ἔβαλε μετάνοιαν εἰπών. Εὖξαι Πάτερ ἵνα βάλω ἀρχήν.
*
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ νέος, ὁ ἐν τῇ κατὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος σκήτει τοῦ Καυσοκαλυβίου ἀσκήσας ἐν ἔτει ͵αψλ΄ [1730], ἐν εἰρήνῃ ἐκοιμήθη.
Εἰ καὶ νέος σὺ Ἀκάκιε τοῖς χρόνοις,
Ἀλλ’ οὖν παλαιοὺς ὑπερῆρας τοῖς πόνοις (4).
(4) Τὸν Βίον τοῦ Ὁσίου τούτου ὅρα εἰς τὸ τέλος τοῦ Νέου Μαρτυρολογίου.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *