Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου11 Σεπτεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΑ’, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών Θεοδώρας της εν Αλεξανδρεία.
Και σχήμα και νουν αρρενοί Θεοδώρα,
Και τον μέγαν νουν αισχύνει προ του τέλους.
Ενδεκάτη πύματον Θεοδώρα ύπνον ιαύει
(ήτοι τον ύστερον ύπνον του θανάτου κοιμάται).
Καθώς η Βασιλεία των Ουρανών ωμοιώθη με δέκα Παρθένους, ως λέγει το στόμα του Χριστού εν τη νέα Διαθήκη του Ευαγγελίου, τοιουτοτρόπως και δέκα γυναίκες ομοιωθείσαι με σχήμα ανδρίκειον, εσύντριψαν τα κέντρα του ανθρωποκτόνου Διαβόλου. Μία δε από αυτάς τας δέκα, ήτον και η νυν εορταζομένη Θεοδώρα, η το όνομα έχουσα ως δώρον Θεού. Αύτη λοιπόν εκατάγετο από την πόλιν της Αλεξανδρείας κατά τους χρόνους Ζήνωνος βασιλέως εν έτει υοβ’ [472]. Συζευχθείσα δε με νόμιμον άνδρα, έζη μίαν ζωήν εύτακτον και ακατηγόρητον. Επειδή δε από φθόνον του μισοκάλου διαβόλου έπεσε κρυφίως εις μοιχείαν, απεφάσισε να ζητήση και να εύρη την σωτηρίαν της. Όθεν ακούσασα τα ευαγγελικά λόγια, με τα οποία διδάσκει ο Κύριος, ότι δεν είναι κανένα κρυπτόν, το οποίον να μη γένη φανερόν εις το ύστερον· «Ουκ έστι κρυπτόν, ο ου φανερόν γενήσεται» (Λουκ. η’, 17): τούτου χάριν, καθώς εστοχάσθη το βάρος της αμαρτίας, οπού έκαμεν, εσιγχάθη την αμαρτίαν αυτήν ωσάν ένα σίγχαμα και μίαν ακαθαρσίαν. Και λοιπόν απορρίψασα την γυναικείαν φορεσίαν, λαμβάνει το αγγελικόν σχήμα των Μοναχών, και αντί Θεοδώρας, μετονομάζεται Θεόδωρος. Και πηγαίνουσα εις Μοναστήριον ανδρίκειον, εμετανόει και έκλαιε την αμαρτίαν της.
Αφ’ ου δε επέρασεν η μακαρία δύω ολοκλήρους χρόνους κοπιάζουσα με βαρείας δουλείας, και αγωνιζομένη εις το να σηκόνη τα χρειαζόμενα πράγματα του Μοναστηρίου, από φθόνον του ψυχοφθόρου Διαβόλου εσυκοφαντήθη παρά τινων κακοτρόπων, πως επόρνευσε με μίαν γυναίκα. Όθεν αυτοί έφερον ένα βρέφος, και το έρριψαν έξω εις την πόρταν του Μοναστηρίου, διαβάλλοντες ψευδώς, ότι ήτον εδικόν της. Τούτου χάριν η αοίδιμος Θεοδώρα δεχομένη την συκοφαντίαν ταύτην ως αληθή, επήρε το βρέφος και ανέτρεφε γνησίως αυτό, ωσάν να ήτον εδικόν της. Εσπούδαζε γαρ η τρισολβία να κρύψη τον εαυτόν της, πως ήτον γυνή κατά φύσιν. Αφ’ ου δε εκαρτέρησεν έξω του Μοναστηρίου δια την αγάπην του Θεού και δια κανόνα της αμαρτίας, επτά ολοκλήρους χρόνους, παλαίουσα με την ψύχραν του χειμώνος, με το καύμα του θέρους, και με χαμευνίας, μόλις και μετά βίας εις όλον το ύστερον, εμβήκε μέσα εις το Μοναστήριον.
Από τότε λοιπόν καταξηράνασα το σώμα της με συχνάς προσευχάς, με κόπους, με ολονυκτίους στάσεις και αγρυπνίας, και κατανοήσασα την κληρονομίαν της των Ουρανών Βασιλείας, έφθασεν εις εκείνον τον σκοπόν και το τέλος, το οποίον ηγάπα. Αληθώς γαρ ένα φοβερόν θαύμα ηκολούθησεν εις την Αγίαν ταύτην, το οποίον ποίος να μη θαυμάση; επειδή αυτή γυνή ούσα κατά φύσιν, έζησε μαζί με άνδρας χωρίς να γνωρισθή. Και εις το μέσον του σταδίου της ασκήσεως ευρισκομένη, ηγωνίζετο ωσάν ένας από τους άνδρας, λάμπουσα ασκητικώς ωσάν ένας μέγας φωστήρ. Δια τούτο φορτωμένη ούσα από τους αξίους μισθούς των κόπων της, ανέβη με χαράν εις τον ποθεινόν της νυμφίον Χριστόν. Οι δε μοναχοί βλέποντες το τοιούτον παράδοξον θαύμα, εξέστησαν και εδόξασαν τον Θεόν (1).
(1) Σημείωσαι, ότι το Συναξάριον τούτο της Αγίας, είναι συγγεγραμμένον δια στίχων ιαμβικών, τόσον εν τω χειρογράφω, όσον και εν τω τετυπωμένω Συναξαριστή, εξ ων και μετεφράσθη. Περί της Οσίας ταύτης Θεοδώρας γράφεται εις τον Παράδεισον των Πατέρων ότι είπε το αξιόλογον τούτο απόφθεγμα. Ήγουν ότι δεν σώζει τον άνθρωπον, ούτε η άσκησις, ούτε η αγρυπνία, ούτε κανένας άλλος κόπος, πάρεξ η γνησία ταπεινοφροσύνη. Ήτον γαρ ένας αναχωρητής και εδίωκε δαιμόνια. Ταύτα δε ερώτα με ποίαν αρετήν ευγαίνουν από τους ανθρώπους ούτω. Με την νηστείαν ευγαίνετε; Και απεκρίνοντο τα δαιμόνια. Ημείς ποτέ δεν τρώγομεν, ούτε πίνομεν. Με την αγρυπνίαν ευγαίνετε; Και απεκρίνοντο. Ημείς ποτέ δεν κοιμώμεθα. Με την αναχώρησιν και ερημίαν ευγαίνετε; Εκείνοι δε απεκρίνοντο. Ημείς εις την αναχώρησιν και ερημίαν ευρισκόμεθα. Με ποίαν λοιπόν, τους είπεν, αρετήν ευγαίνετε; Και απεκρίθησαν. Ημάς καμμία αρετή δεν νικά, ειμή η ταπεινοφροσύνη. Αύτη γαρ εστιν ο νικητής των δαιμόνων. Είπε πάλιν η αυτή, ότι ήτον ένας Μοναχός καθήμενος εις την έρημον εν τω κελλίω του. Από το πλήθος δε των πειρασμών, οπού επροξένει αυτώ ο Διάβολος, αποκαμών, είπεν. Ας φύγω από εδώ, δια να γλυτώσω. Όταν δε ετοίμαζε τα υποδήματά του δια να φύγη, βλέπει ένα άλλον άνθρωπον οπού έβαλλε και εκείνος τα υποδήματά του (ήτον δε ο Διάβολος), και λέγει εις τον Μοναχόν. Εσύ φεύγεις από εδώ δια λόγου μου; αλλ’ ιδού και εγώ, οπού προλαμβάνω και ετοιμάζομαι να υπάγω έμπροσθεν, όπου εσύ υπάγεις. Σημείωσαι, ότι τον Βίον αυτής ελληνιστί συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Ζήνων μεν ήδη τον αυτοκράτορα». (Σώζεται εν τη Λαύρα και εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις. Εν δε τη Λαύρα σώζεται και άλλος Βίος αυτής, ου η αρχή· «Εν ταις ημέραις Ζήνωνος του βασιλέως και Γρηγορίου επάρχου».)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ευφροσύνου του μαγείρου.
Ήνεγκε παν δύσοιστον ευψύχως βάρος,
Θείας ο Ευφρόσυνος ηδονής χάριν.
Ούτος εγεννήθη από αγροίκους και χωρικούς γονείς. Και ανατραφείς με ιδιωτικήν και απαίδευτον ανατροφήν, ύστερον απήλθεν εις Μοναστήριον. Και ενδυθείς το μοναχικόν σχήμα, έγινεν υπηρέτης των Μοναχών. Επειδή δε εκαταγίνετο πάντοτε εις το μαγειρείον ως άγροικος, εκαταφρονείτο από όλους τους Μοναχούς και επεριπαίζετο. Πλην υπέφερεν ο μακάριος όλας τας καταφρονήσεις με γενναιότητα καρδίας και σύνεσιν, και με ησυχίαν του λογισμού, χωρίς να ταράττεται όλως. Διότι, αγκαλά και ήτον ιδιώτης κατά τον λόγον, όμως δεν ήτον ιδιώτης και κατά την γνώσιν. Καθώς τούτο θέλει αποδείξει καθαρά το εξής ρηθησόμενον. Εις το Μοναστήριον γαρ εκείνο, οπού ευρίσκετο ο αοίδιμος ούτος Ευφρόσυνος, εκεί ήτον και ένας Ιερεύς φίλος του Θεού, όστις επαρακάλει προθύμως δια να του φανερώση ο Θεός τα αγαθά, οπού μέλλουν να απολαύσουν οι αγαπώντες αυτόν.
Μίαν νύκτα λοιπόν, κοιμωμένου του Ιερέως, εφάνη εις τον ύπνον του, ότι ευρέθη μέσα εις ένα περιβόλι, και έβλεπε τα εκεί ευρισκόμενα πανευφρόσυνα αγαθά με θάμβος και έκστασιν. Εκεί δε είδε και τον ανωτέρω μάγειρον του Μοναστηρίου Ευφρόσυνον, όστις εστέκετο εις το μέσον του περιβολίου, και απελάμβανε τα διάφορα αγαθά εκείνα. Πλησιάσας λοιπόν εις αυτόν, ερώτα δια να μάθη, ποίον άράγε είναι το περιβόλι εκείνο! και πώς αυτός ευρέθη εις αυτό! Ο δε Ευφρόσυνος, το περιβόλιον, απεκρίθη, τούτο, είναι η κατοικία των του Θεού εκλεκτών (2). Εγώ δε δια την πολλήν αγαθότητα του Θεού μου, εσυγχωρήθηκα να ευρίσκωμαι εδώ. Και ο Ιερεύς του λέγει. Και τι άράγε κάμνεις εις τούτο το περιβόλι; Ο Ευφρόσυνος απεκρίθη. Εγώ εξουσιάζωντας όλα όσα βλέπεις εδώ, χαίρω και ευφραίνομαι εις την τούτων θεωρίαν και απόλαυσιν.
Ο δε Ιερεύς, δύνασαι, του είπε, να μοι δώσης κανένα από τα αγαθά ταύτα; Ο Ευφρόσυνος απεκρίθη, ναι, θέλεις λάβης από αυτά με την χάριν του Θεού μου. Τότε ο Ιερεύς του έδειξε μήλα τινά, και εζήτει να του δώση από αυτά. Λαβών δε μερικά μήλα ο Ευφρόσυνος, έβαλεν αυτά εις το επανωφόρι του Ιερέως, ειπών. Ιδού κατατρύφησον τα μήλα, τα οποία εζήτησας. Επειδή δε το σήμαντρον εκτύπησε δια να σηκωθούν οι Πατέρες εις τον Όρθρον, εξύπνισεν ο Ιερεύς. Και εις καιρόν οπού ενόμιζεν, ότι η οπτασία, οπού έβλεπεν, ήτον όνειρον, απλώσας την χείρα του εις το επανωφόρι του, ω του θαύματος! ευρήκε πραγματικώς τα μήλα. Και θαυμάσας δια την παράδοξον αυτών ευωδίαν, έμεινεν ακίνητος εις ώραν πολλήν.
Έπειτα πηγαίνωντας εις την Εκκλησίαν, και βλέπωντας εκεί στεκόμενον τον Ευφρόσυνον, επήρεν αυτόν εις παράμερον τόπον, και τον ώρκιζε δια να του ειπή, πού ήτον εκείνην την νύκτα. Ο δε Ευφρόσυνος, συγχώρησόν μοι, έλεγε, πάτερ. Εις κανένα μέρος δεν επήγα κατά την νύκτα ταύτην, ειμή τώρα ήλθον εις την ακολουθίαν. Και ο Ιερεύς, δια τούτο, είπεν, εγώ πρότερον σε έδεσα με όρκους, δια να φανούν εις όλους τα μεγαλεία του Θεού, και εσύ δεν πείθεσαι να φανερώσης την αλήθειαν; Τότε ο ταπεινόφρων Ευφρόσυνος, απεκρίθη. Εκεί, πάτερ, ήμουν, όπου είναι τα αγαθά, οπού μέλλουν να κληρονομήσουν οι αγαπώντες τον Θεόν, τα οποία και συ προ πολλών χρόνων εζήτεις να ιδής. Εκεί είδες και εμένα απολαμβάνοντα τα του περιβολίου εκείνου αγαθά. Διότι θέλωντας ο Κύριος να πληροφορήση την αγιωσύνην σου περί των ζητουμένων αγαθών των δικαίων, ενήργησε δι’ εμού του ευτελούς τοιούτον θαυμάσιον. Ο δε Ιερεύς, και τι μοι, πάτερ Ευφρόσυνε, είπε, τι μοι έδωκας εκ των αγαθών του περιβολίου; Ο Ευφρόσυνος απεκρίνατο, Τα ωραία και ευωδέστατα μήλα, τα οποία τώρα έβαλες εις την κλίνην σου. Όμως πάτερ συγχώρησον, ότι σκώληξ εγώ ειμι και ουκ άνθρωπος. Τότε ο Ιερεύς εδιηγήθη εις όλους τους αδελφούς την οπτασίαν, οπού είδε. Και δια μέσου αυτής επαρακίνησεν όλους εις θαυμασμόν και έκπληξιν, και εις ζήλον του καλού και της αρετής. Ο δε μακάριος Ευφρόσυνος φεύγων την δόξαν των ανθρώπων, κρυφίως ανεχώρησεν από το Μοναστήριον. Και εμάκρυνε φυγαδεύων, μείνας αγνώριστος παντελώς. Πολλοί δε ασθενείς τρώγοντες εκ των μήλων εκείνων, ιατρεύθησαν από τας ασθενείας των (3).
(2) Σημειούμεν ενταύθα, ότι (καθώς εις πολλά μέρη λέγει ο θείος Γρηγόριος ο Διάλογος εν τη τετραβίβλω αυτού, ένθα περί πολλών Αγίων ιστορεί) τα αγαθά οπού έχουν να απολαύσουν οι αγαπώντες τον Θεόν, υπερβαίνουσι κάθε είδος και σχήμα. Και ουδεμίαν ομοιότητα έχουν με τα γήϊνα ταύτα αγαθά. Όθεν είπεν ο Παύλος «α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α’ Κορ. β’, 9). Πλην συγκαταβαίνων ο Θεός εις την ασθένειαν των ανθρώπων, πολλάκις σχηματίζει αυτά δια της χάριτος και δυνάμεώς του, με τα γήϊνα ταύτα αγαθά. Οίον με παραδείσους, με άνθη, με μήλα, με φώτα αισθητά, και με άλλα όμοια. Ένα μεν, ίνα με αυτά παρηγορήση οπωσούν τον πόθον των ανθρώπων. Και άλλο δε, ίνα δια των αισθητών και φαινομένων αγαθών, αναβιβάση την διάνοιαν αυτών εις την θεωρίαν και έννοιαν των νοητών εκείνων και αοράτων αγαθών, α εν ουρανοίς οι δίκαιοι απολαύσουσιν.
(3) Όρα εις το β’ βιβλίον του Ευεργετινού, υποθέσει α’, σελ. 318, το περί του Αγίου Ευφροσύνου τούτου διήγημα μετά παραλλαγής αναφερόμενον.
*
Οι Άγιοι Διόδωρος, Διομήδης, και Δίδυμος, μαστιζόμενοι τελειούνται.
Διόδωρος μάστιξι συν τοις συνάθλοις,
Την σάρκα δόντες μαστιγούσι την πλάνην.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον από την Λαοδίκειαν της Συρίας. Πιασθέντες δε από τον κατά τόπον άρχοντα, και παρρησία ομολογήσαντες, ότι είναι Χριστιανοί, εδάρθησαν τόσον άσπλαγχνα, ώστε οπού από τον πολύν δαρμόν, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και έλαβον παρ’ αυτού τους στεφάνους του μαρτυρίου.
*
Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Ίας.
Οσμήν μύρων έπνευσεν η μάρτυς Ία,
Ερυθροβαφών αιμάτων ατμοπνόων.
Αύτη η Αγία, γερόντισσα ούσα κατά την ηλικίαν, επιάσθη σκλάβα από τους Πέρσας, ομού με εννέα χιλιάδας Χριστιανούς, οι οποίοι ετιμωρήθησαν διαφόρως. Μαζί δε με αυτούς παρεστάθη και η Αγία έμπροσθεν των αρχιμάγων (4) του βασιλέως της Περσίας, και ετιμωρήθη με διάφορα βάσανα, ύστερον δε απεκεφαλίσθη. Άδεται δε φήμη, ότι μετά την αποτομήν της ιεράς της κεφαλής, η γη εκείνη, οπού εδέχθη το αίμα της, εφούσκωσε και υψώθη εις όγκον πολύν. Οι δε δήμιοι οι ταύτην βασανίσαντες, παρελύθησαν. Και ο ήλιος, εσκότισε το φως του. Και ο περιέχων αήρ, εγέμωσεν από ευωδίαν γλυκυτάτην και άρρητον. Ούτω γαρ δοξάζει ο Θεός τους αυτόν δοξάζοντας.
(4) Μάγους εσυνείθιζον να ονομάζουν οι Πέρσαι τους τα στοιχεία θεοποιούντας, ως λέγει ο Θεοδώρητος εν κεφ. λη’, του πέμπτου βιβλίου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Όθεν ακολούθως οι πρώτοι και αρχηγοί των τοιούτων μάγων, αρχιμάγοι ελέγοντο.
*
Ο Άγιος Δημήτριος και Ευανθία η σύζυγος αυτού, και Δημητριανός ο υιός αυτών, λιμώ τελειούνται.
Άγχουσιν οι τρεις αρτολιμώ γεννάδαι,
Άρτους τον αιτήσαντα δείξαι τους λίθους.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΑ΄, μνήμη τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν Θεοδώρας τῆς ἐν Ἀλεξανδρείᾳ.
Καὶ σχῆμα καὶ νοῦν ἀρρενοῖ Θεοδώρα,
Καὶ τὸν μέγαν νοῦν αἰσχύνει πρὸ τοῦ τέλους.
Ἑνδεκάτῃ πύματον Θεοδώρα ὕπνον ἰαύει
(ἤτοι τὸν ὕστερον ὕπνον τοῦ θανάτου κοιμᾶται).
Καθὼς ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ὡμοιώθη μὲ δέκα Παρθένους, ὡς λέγει τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ νέᾳ Διαθήκῃ τοῦ Εὐαγγελίου, τοιουτοτρόπως καὶ δέκα γυναῖκες ὁμοιωθεῖσαι μὲ σχῆμα ἀνδρίκειον, ἐσύντριψαν τὰ κέντρα τοῦ ἀνθρωποκτόνου Διαβόλου. Μία δὲ ἀπὸ αὐτὰς τὰς δέκα, ἦτον καὶ ἡ νῦν ἑορταζομένη Θεοδώρα, ἡ τὸ ὄνομα ἔχουσα ὡς δῶρον Θεοῦ. Αὕτη λοιπὸν ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας κατὰ τοὺς χρόνους Ζήνωνος βασιλέως ἐν ἔτει υοβ΄ [472]. Συζευχθεῖσα δὲ μὲ νόμιμον ἄνδρα, ἔζη μίαν ζωὴν εὔτακτον καὶ ἀκατηγόρητον. Ἐπειδὴ δὲ ἀπὸ φθόνον τοῦ μισοκάλου διαβόλου ἔπεσε κρυφίως εἰς μοιχείαν, ἀπεφάσισε νὰ ζητήσῃ καὶ νὰ εὕρῃ τὴν σωτηρίαν της. Ὅθεν ἀκούσασα τὰ εὐαγγελικὰ λόγια, μὲ τὰ ὁποῖα διδάσκει ὁ Κύριος, ὅτι δὲν εἶναι κᾀνένα κρυπτόν, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ γένῃ φανερὸν εἰς τὸ ὕστερον· «Οὐκ ἔστι κρυπτόν, ὃ οὐ φανερὸν γενήσεται» (Λουκ. η΄, 17): τούτου χάριν, καθὼς ἐστοχάσθη τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας, ὁποῦ ἔκαμεν, ἐσιγχάθη τὴν ἁμαρτίαν αὐτὴν ὡσὰν ἕνα σίγχαμα καὶ μίαν ἀκαθαρσίαν. Καὶ λοιπὸν ἀπορρίψασα τὴν γυναικείαν φορεσίαν, λαμβάνει τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα τῶν Μοναχῶν, καὶ ἀντὶ Θεοδώρας, μετονομάζεται Θεόδωρος. Καὶ πηγαίνουσα εἰς Μοναστήριον ἀνδρίκειον, ἐμετανόει καὶ ἔκλαιε τὴν ἁμαρτίαν της.
Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασεν ἡ μακαρία δύω ὁλοκλήρους χρόνους κοπιάζουσα μὲ βαρείας δουλείας, καὶ ἀγωνιζομένη εἰς τὸ νὰ σηκόνῃ τὰ χρειαζόμενα πράγματα τοῦ Μοναστηρίου, ἀπὸ φθόνον τοῦ ψυχοφθόρου Διαβόλου ἐσυκοφαντήθη παρά τινων κακοτρόπων, πῶς ἐπόρνευσε μὲ μίαν γυναῖκα. Ὅθεν αὐτοὶ ἔφερον ἕνα βρέφος, καὶ τὸ ἔρριψαν ἔξω εἰς τὴν πόρταν τοῦ Μοναστηρίου, διαβάλλοντες ψευδῶς, ὅτι ἦτον ἐδικόν της. Τούτου χάριν ἡ ἀοίδιμος Θεοδώρα δεχομένη τὴν συκοφαντίαν ταύτην ὡς ἀληθῆ, ἐπῆρε τὸ βρέφος καὶ ἀνέτρεφε γνησίως αὐτό, ὡσὰν νὰ ἦτον ἐδικόν της. Ἐσπούδαζε γὰρ ἡ τρισολβία νὰ κρύψῃ τὸν ἑαυτόν της, πῶς ἦτον γυνὴ κατὰ φύσιν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκαρτέρησεν ἔξω τοῦ Μοναστηρίου διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ κανόνα τῆς ἁμαρτίας, ἑπτὰ ὁλοκλήρους χρόνους, παλαίουσα μὲ τὴν ψύχραν τοῦ χειμῶνος, μὲ τὸ καῦμα τοῦ θέρους, καὶ μὲ χαμευνίας, μόλις καὶ μετὰ βίας εἰς ὅλον τὸ ὕστερον, ἐμβῆκε μέσα εἰς τὸ Μοναστήριον.
Ἀπὸ τότε λοιπὸν καταξηράνασα τὸ σῶμά της μὲ συχνὰς προσευχάς, μὲ κόπους, μὲ ὁλονυκτίους στάσεις καὶ ἀγρυπνίας, καὶ κατανοήσασα τὴν κληρονομίαν τῆς τῶν Οὐρανῶν Βασιλείας, ἔφθασεν εἰς ἐκεῖνον τὸν σκοπὸν καὶ τὸ τέλος, τὸ ὁποῖον ἠγάπα. Ἀληθῶς γὰρ ἕνα φοβερὸν θαῦμα ἠκολούθησεν εἰς τὴν Ἁγίαν ταύτην, τὸ ὁποῖον ποῖος νὰ μὴ θαυμάσῃ; ἐπειδὴ αὐτὴ γυνὴ οὖσα κατὰ φύσιν, ἔζησε μαζὶ μὲ ἄνδρας χωρὶς νὰ γνωρισθῇ. Καὶ εἰς τὸ μέσον τοῦ σταδίου τῆς ἀσκήσεως εὑρισκομένη, ἠγωνίζετο ὡσὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄνδρας, λάμπουσα ἀσκητικῶς ὡσὰν ἕνας μέγας φωστήρ. Διὰ τοῦτο φορτωμένη οὖσα ἀπὸ τοὺς ἀξίους μισθοὺς τῶν κόπων της, ἀνέβη μὲ χαρὰν εἰς τὸν ποθεινόν της νυμφίον Χριστόν. Οἱ δὲ μοναχοὶ βλέποντες τὸ τοιοῦτον παράδοξον θαῦμα, ἐξέστησαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεόν (1).
(1) Σημείωσαι, ὅτι τὸ Συναξάριον τοῦτο τῆς Ἁγίας, εἶναι συγγεγραμμένον διὰ στίχων ἰαμβικῶν, τόσον ἐν τῷ χειρογράφῳ, ὅσον καὶ ἐν τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ, ἐξ ὧν καὶ μετεφράσθη. Περὶ τῆς Ὁσίας ταύτης Θεοδώρας γράφεται εἰς τὸν Παράδεισον τῶν Πατέρων ὅτι εἶπε τὸ ἀξιόλογον τοῦτο ἀπόφθεγμα. Ἤγουν ὅτι δὲν σῴζει τὸν ἄνθρωπον, οὔτε ἡ ἄσκησις, οὔτε ἡ ἀγρυπνία, οὔτε κᾀνένας ἄλλος κόπος, πάρεξ ἡ γνησία ταπεινοφροσύνη. Ἦτον γὰρ ἕνας ἀναχωρητὴς καὶ ἐδίωκε δαιμόνια. Ταῦτα δὲ ἐρώτα μὲ ποίαν ἀρετὴν εὐγαίνουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους οὕτω. Μὲ τὴν νηστείαν εὐγαίνετε; Καὶ ἀπεκρίνοντο τὰ δαιμόνια. Ἡμεῖς ποτὲ δὲν τρώγομεν, οὔτε πίνομεν. Μὲ τὴν ἀγρυπνίαν εὐγαίνετε; Καὶ ἀπεκρίνοντο. Ἡμεῖς ποτὲ δὲν κοιμώμεθα. Μὲ τὴν ἀναχώρησιν καὶ ἐρημίαν εὐγαίνετε; Ἐκεῖνοι δὲ ἀπεκρίνοντο. Ἡμεῖς εἰς τὴν ἀναχώρησιν καὶ ἐρημίαν εὑρισκόμεθα. Μὲ ποίαν λοιπόν, τοὺς εἶπεν, ἀρετὴν εὐγαίνετε; Καὶ ἀπεκρίθησαν. Ἡμᾶς κᾀμμία ἀρετὴ δὲν νικᾷ, εἰμὴ ἡ ταπεινοφροσύνη. Αὕτη γάρ ἐστιν ὁ νικητὴς τῶν δαιμόνων. Εἶπε πάλιν ἡ αὐτή, ὅτι ἦτον ἕνας Μοναχὸς καθήμενος εἰς τὴν ἔρημον ἐν τῷ κελλίῳ του. Ἀπὸ τὸ πλῆθος δὲ τῶν πειρασμῶν, ὁποῦ ἐπροξένει αὐτῷ ὁ Διάβολος, ἀποκαμών, εἶπεν. Ἂς φύγω ἀπὸ ἐδῶ, διὰ νὰ γλυτώσω. Ὅταν δὲ ἑτοίμαζε τὰ ὑποδήματά του διὰ νὰ φύγῃ, βλέπει ἕνα ἄλλον ἄνθρωπον ὁποῦ ἔβαλλε καὶ ἐκεῖνος τὰ ὑποδήματά του (ἦτον δὲ ὁ Διάβολος), καὶ λέγει εἰς τὸν Μοναχόν. Ἐσὺ φεύγεις ἀπὸ ἐδῶ διὰ λόγου μου; ἀλλ’ ἰδοὺ καὶ ἐγώ, ὁποῦ προλαμβάνω καὶ ἑτοιμάζομαι νὰ ὑπάγω ἔμπροσθεν, ὅπου ἐσὺ ὑπάγεις. Σημείωσαι, ὅτι τὸν Βίον αὐτῆς ἑλληνιστὶ συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Ζήνων μὲν ἤδη τὸν αὐτοκράτορα». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ καὶ ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις. Ἐν δὲ τῇ Λαύρᾳ σῴζεται καὶ ἄλλος Βίος αὐτῆς, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἐν ταῖς ἡμέραις Ζήνωνος τοῦ βασιλέως καὶ Γρηγορίου ἐπάρχου».)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Εὐφροσύνου τοῦ μαγείρου.
Ἤνεγκε πᾶν δύσοιστον εὐψύχως βάρος,
Θείας ὁ Εὐφρόσυνος ἡδονῆς χάριν.
Οὗτος ἐγεννήθη ἀπὸ ἀγροίκους καὶ χωρικοὺς γονεῖς. Καὶ ἀνατραφεὶς μὲ ἰδιωτικὴν καὶ ἀπαίδευτον ἀνατροφήν, ὕστερον ἀπῆλθεν εἰς Μοναστήριον. Καὶ ἐνδυθεὶς τὸ μοναχικὸν σχῆμα, ἔγινεν ὑπηρέτης τῶν Μοναχῶν. Ἐπειδὴ δὲ ἐκαταγίνετο πάντοτε εἰς τὸ μαγειρεῖον ὡς ἄγροικος, ἐκαταφρονεῖτο ἀπὸ ὅλους τοὺς Μοναχοὺς καὶ ἐπεριπαίζετο. Πλὴν ὑπέφερεν ὁ μακάριος ὅλας τὰς καταφρονήσεις μὲ γενναιότητα καρδίας καὶ σύνεσιν, καὶ μὲ ἡσυχίαν τοῦ λογισμοῦ, χωρὶς νὰ ταράττεται ὅλως. Διότι, ἀγκαλὰ καὶ ἦτον ἰδιώτης κατὰ τὸν λόγον, ὅμως δὲν ἦτον ἰδιώτης καὶ κατὰ τὴν γνῶσιν. Καθὼς τοῦτο θέλει ἀποδείξει καθαρὰ τὸ ἑξῆς ῥηθησόμενον. Εἰς τὸ Μοναστήριον γὰρ ἐκεῖνο, ὁποῦ εὑρίσκετο ὁ ἀοίδιμος οὗτος Εὐφρόσυνος, ἐκεῖ ἦτον καὶ ἕνας Ἱερεὺς φίλος τοῦ Θεοῦ, ὅστις ἐπαρακάλει προθύμως διὰ νὰ τοῦ φανερώσῃ ὁ Θεὸς τὰ ἀγαθά, ὁποῦ μέλλουν νὰ ἀπολαύσουν οἱ ἀγαπῶντες αὐτόν.
Μίαν νύκτα λοιπόν, κοιμωμένου τοῦ Ἱερέως, ἐφάνη εἰς τὸν ὕπνον του, ὅτι εὑρέθη μέσα εἰς ἕνα περιβόλι, καὶ ἔβλεπε τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα πανευφρόσυνα ἀγαθὰ μὲ θάμβος καὶ ἔκστασιν. Ἐκεῖ δὲ εἶδε καὶ τὸν ἀνωτέρω μάγειρον τοῦ Μοναστηρίου Εὐφρόσυνον, ὅστις ἐστέκετο εἰς τὸ μέσον τοῦ περιβολίου, καὶ ἀπελάμβανε τὰ διάφορα ἀγαθὰ ἐκεῖνα. Πλησιάσας λοιπὸν εἰς αὐτόν, ἐρώτα διὰ νὰ μάθῃ, ποῖον ἆράγε εἶναι τὸ περιβόλι ἐκεῖνο! καὶ πῶς αὐτὸς εὑρέθη εἰς αὐτό! Ὁ δὲ Εὐφρόσυνος, τὸ περιβόλιον, ἀπεκρίθη, τοῦτο, εἶναι ἡ κατοικία τῶν τοῦ Θεοῦ ἐκλεκτῶν (2). Ἐγὼ δὲ διὰ τὴν πολλὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ μου, ἐσυγχωρήθηκα νὰ εὑρίσκωμαι ἐδῶ. Καὶ ὁ Ἱερεὺς τοῦ λέγει. Καὶ τί ἆράγε κάμνεις εἰς τοῦτο τὸ περιβόλι; Ὁ Εὐφρόσυνος ἀπεκρίθη. Ἐγὼ ἐξουσιάζωντας ὅλα ὅσα βλέπεις ἐδῶ, χαίρω καὶ εὐφραίνομαι εἰς τὴν τούτων θεωρίαν καὶ ἀπόλαυσιν.
Ὁ δὲ Ἱερεύς, δύνασαι, τοῦ εἶπε, νὰ μοὶ δώσῃς κᾀνένα ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ταῦτα; Ὁ Εὐφρόσυνος ἀπεκρίθη, ναί, θέλεις λάβῃς ἀπὸ αὐτὰ μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ μου. Τότε ὁ Ἱερεὺς τοῦ ἔδειξε μῆλά τινα, καὶ ἐζήτει νὰ τοῦ δώσῃ ἀπὸ αὐτά. Λαβὼν δὲ μερικὰ μῆλα ὁ Εὐφρόσυνος, ἔβαλεν αὐτὰ εἰς τὸ ἐπανωφόρι τοῦ Ἱερέως, εἰπών. Ἰδοὺ κατατρύφησον τὰ μῆλα, τὰ ὁποῖα ἐζήτησας. Ἐπειδὴ δὲ τὸ σήμαντρον ἐκτύπησε διὰ νὰ σηκωθοῦν οἱ Πατέρες εἰς τὸν Ὄρθρον, ἐξύπνισεν ὁ Ἱερεύς. Καὶ εἰς καιρὸν ὁποῦ ἐνόμιζεν, ὅτι ἡ ὀπτασία, ὁποῦ ἔβλεπεν, ἦτον ὄνειρον, ἁπλώσας τὴν χεῖρά του εἰς τὸ ἐπανωφόρι του, ὢ τοῦ θαύματος! εὑρῆκε πραγματικῶς τὰ μῆλα. Καὶ θαυμάσας διὰ τὴν παράδοξον αὐτῶν εὐωδίαν, ἔμεινεν ἀκίνητος εἰς ὥραν πολλήν.
Ἔπειτα πηγαίνωντας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ βλέπωντας ἐκεῖ στεκόμενον τὸν Εὐφρόσυνον, ἐπῆρεν αὐτὸν εἰς παράμερον τόπον, καὶ τὸν ὥρκιζε διὰ νὰ τοῦ εἰπῇ, ποῦ ἦτον ἐκείνην τὴν νύκτα. Ὁ δὲ Εὐφρόσυνος, συγχώρησόν μοι, ἔλεγε, πάτερ. Εἰς κᾀνένα μέρος δὲν ἐπῆγα κατὰ τὴν νύκτα ταύτην, εἰμὴ τώρα ἦλθον εἰς τὴν ἀκολουθίαν. Καὶ ὁ Ἱερεύς, διὰ τοῦτο, εἶπεν, ἐγὼ πρότερον σὲ ἔδεσα μὲ ὅρκους, διὰ νὰ φανοῦν εἰς ὅλους τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐσὺ δὲν πείθεσαι νὰ φανερώσῃς τὴν ἀλήθειαν; Τότε ὁ ταπεινόφρων Εὐφρόσυνος, ἀπεκρίθη. Ἐκεῖ, πάτερ, ἤμουν, ὅπου εἶναι τὰ ἀγαθά, ὁποῦ μέλλουν νὰ κληρονομήσουν οἱ ἀγαπῶντες τὸν Θεόν, τὰ ὁποῖα καὶ σὺ πρὸ πολλῶν χρόνων ἐζήτεις νὰ ἰδῇς. Ἐκεῖ εἶδες καὶ ἐμένα ἀπολαμβάνοντα τὰ τοῦ περιβολίου ἐκείνου ἀγαθά. Διότι θέλωντας ὁ Κύριος νὰ πληροφορήσῃ τὴν ἁγιωσύνην σου περὶ τῶν ζητουμένων ἀγαθῶν τῶν δικαίων, ἐνήργησε δι’ ἐμοῦ τοῦ εὐτελοῦς τοιοῦτον θαυμάσιον. Ὁ δὲ Ἱερεύς, καὶ τί μοι, πάτερ Εὐφρόσυνε, εἶπε, τί μοι ἔδωκας ἐκ τῶν ἀγαθῶν τοῦ περιβολίου; Ὁ Εὐφρόσυνος ἀπεκρίνατο, Τὰ ὡραῖα καὶ εὐωδέστατα μῆλα, τὰ ὁποῖα τώρα ἔβαλες εἰς τὴν κλίνην σου. Ὅμως πάτερ συγχώρησον, ὅτι σκώληξ ἐγώ εἰμι καὶ οὐκ ἄνθρωπος. Τότε ὁ Ἱερεὺς ἐδιηγήθη εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς τὴν ὀπτασίαν, ὁποῦ εἶδε. Καὶ διὰ μέσου αὐτῆς ἐπαρακίνησεν ὅλους εἰς θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξιν, καὶ εἰς ζῆλον τοῦ καλοῦ καὶ τῆς ἀρετῆς. Ὁ δὲ μακάριος Εὐφρόσυνος φεύγων τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων, κρυφίως ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸ Μοναστήριον. Καὶ ἐμάκρυνε φυγαδεύων, μείνας ἀγνώριστος παντελῶς. Πολλοὶ δὲ ἀσθενεῖς τρώγοντες ἐκ τῶν μήλων ἐκείνων, ἰατρεύθησαν ἀπὸ τὰς ἀσθενείας των (3).
(2) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι (καθὼς εἰς πολλὰ μέρη λέγει ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Διάλογος ἐν τῇ τετραβίβλῳ αὑτοῦ, ἔνθα περὶ πολλῶν Ἁγίων ἱστορεῖ) τὰ ἀγαθὰ ὁποῦ ἔχουν νὰ ἀπολαύσουν οἱ ἀγαπῶντες τὸν Θεόν, ὑπερβαίνουσι κάθε εἶδος καὶ σχῆμα. Καὶ οὐδεμίαν ὁμοιότητα ἔχουν μὲ τὰ γήϊνα ταῦτα ἀγαθά. Ὅθεν εἶπεν ὁ Παῦλος «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄ Κορ. β΄, 9). Πλὴν συγκαταβαίνων ὁ Θεὸς εἰς τὴν ἀσθένειαν τῶν ἀνθρώπων, πολλάκις σχηματίζει αὐτὰ διὰ τῆς χάριτος καὶ δυνάμεώς του, μὲ τὰ γήϊνα ταῦτα ἀγαθά. Οἷον μὲ παραδείσους, μὲ ἄνθη, μὲ μῆλα, μὲ φῶτα αἰσθητά, καὶ μὲ ἄλλα ὅμοια. Ἕνα μέν, ἵνα μὲ αὐτὰ παρηγορήσῃ ὁπωσοῦν τὸν πόθον τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἄλλο δέ, ἵνα διὰ τῶν αἰσθητῶν καὶ φαινομένων ἀγαθῶν, ἀναβιβάσῃ τὴν διάνοιαν αὐτῶν εἰς τὴν θεωρίαν καὶ ἔννοιαν τῶν νοητῶν ἐκείνων καὶ ἀοράτων ἀγαθῶν, ἃ ἐν οὐρανοῖς οἱ δίκαιοι ἀπολαύσουσιν.
(3) Ὅρα εἰς τὸ β΄ βιβλίον τοῦ Εὐεργετινοῦ, ὑποθέσει α΄, σελ. 318, τὸ περὶ τοῦ Ἁγίου Εὐφροσύνου τούτου διήγημα μετὰ παραλλαγῆς ἀναφερόμενον.
*
Οἱ Ἅγιοι Διόδωρος, Διομήδης, καὶ Δίδυμος, μαστιζόμενοι τελειοῦνται.
Διόδωρος μάστιξι σὺν τοῖς συνάθλοις,
Τὴν σάρκα δόντες μαστιγοῦσι τὴν πλάνην.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον ἀπὸ τὴν Λαοδίκειαν τῆς Συρίας. Πιασθέντες δὲ ἀπὸ τὸν κατὰ τόπον ἄρχοντα, καὶ παρρησίᾳ ὁμολογήσαντες, ὅτι εἶναι Χριστιανοί, ἐδάρθησαν τόσον ἄσπλαγχνα, ὥστε ὁποῦ ἀπὸ τὸν πολὺν δαρμόν, παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἔλαβον παρ’ αὐτοῦ τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.
*
Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἴας.
Ὀσμὴν μύρων ἔπνευσεν ἡ μάρτυς Ἴα,
Ἐρυθροβαφῶν αἱμάτων ἀτμοπνόων.
Αὕτη ἡ Ἁγία, γερόντισσα οὖσα κατὰ τὴν ἡλικίαν, ἐπιάσθη σκλάβα ἀπὸ τοὺς Πέρσας, ὁμοῦ μὲ ἐννέα χιλιάδας Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἐτιμωρήθησαν διαφόρως. Μαζὶ δὲ μὲ αὐτοὺς παρεστάθη καὶ ἡ Ἁγία ἔμπροσθεν τῶν ἀρχιμάγων (4) τοῦ βασιλέως τῆς Περσίας, καὶ ἐτιμωρήθη μὲ διάφορα βάσανα, ὕστερον δὲ ἀπεκεφαλίσθη. ᾌδεται δὲ φήμη, ὅτι μετὰ τὴν ἀποτομὴν τῆς ἱερᾶς της κεφαλῆς, ἡ γῆ ἐκείνη, ὁποῦ ἐδέχθη τὸ αἷμά της, ἐφούσκωσε καὶ ὑψώθη εἰς ὄγκον πολύν. Οἱ δὲ δήμιοι οἱ ταύτην βασανίσαντες, παρελύθησαν. Καὶ ὁ ἥλιος, ἐσκότισε τὸ φῶς του. Καὶ ὁ περιέχων ἀήρ, ἐγέμωσεν ἀπὸ εὐωδίαν γλυκυτάτην καὶ ἄρρητον. Οὕτω γὰρ δοξάζει ὁ Θεὸς τοὺς αὐτὸν δοξάζοντας.
(4) Μάγους ἐσυνείθιζον νὰ ὀνομάζουν οἱ Πέρσαι τοὺς τὰ στοιχεῖα θεοποιοῦντας, ὡς λέγει ὁ Θεοδώρητος ἐν κεφ. λη΄, τοῦ πέμπτου βιβλίου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας. Ὅθεν ἀκολούθως οἱ πρῶτοι καὶ ἀρχηγοὶ τῶν τοιούτων μάγων, ἀρχιμάγοι ἐλέγοντο.
*
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος καὶ Εὐανθία ἡ σύζυγος αὐτοῦ, καὶ Δημητριανὸς ὁ υἱὸς αὐτῶν, λιμῷ τελειοῦνται.
Ἄγχουσιν οἱ τρεῖς ἀρτολιμῷ γεννάδαι,
Ἄρτους τὸν αἰτήσαντα δεῖξαι τοὺς λίθους.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *