Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου11 Μαρτίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΑ’, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Σωφρονίου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων.
Έσπευδε τηρείν και κεραίαν του νόμου,
Ο Σωφρόνιος ου παρ’ ουρανοίς κέρας.
Ενδεκάτη σαόφρων έδυ Σωφρόνιος παρά τύμβον.
Ούτος ο Άγιος εγεννήθη εν τη επαρχία μεν της Δαμασκού της κοινώς καλουμένης Σιαμ, εν τη τοποθεσία δε Φοινίκης της καλουμένης Λιβανοστεφάνου, από γονείς ευσεβείς και σώφρονας, πατέρα μεν Πλινθάν, μητέρα δε Μυρούν, εν έτει χ’ [600]. Δια δε την ευφυΐαν και σπουδήν του, απόκτησε το κράτος και την δύναμιν όλων των επιστημών. Ου μόνον δε ταύτα, αλλά και προς τούτοις, αυτός κατοικώντας μέσα εις την πόλιν, εμεταχειρίζετο την αρετήν και άσκησιν την πραττομένην εις τας ερήμους υπό των ασκητών. Έπειτα υπάγει εις το Μοναστήριον του μεγάλου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, από εκεί δε αναχωρήσας, επήγεν εις την Αίγυπτον, επιθυμώντας να αποκτήση περισσοτέραν μάθησιν της σοφίας. Εις ταύτην λοιπόν ευρίσκει ένα άνδρα ονόματι Ιωάννην, γεμάτον από κάθε σοφίαν εσωτερικήν και εξωτερικήν. Όθεν επιτυχών του ποθουμένου, εσυγκατοίκησε μαζί με αυτόν, λαμβάνων μεν παρ’ εκείνου, όσα μαθήματα ήξευρε παράνω από αυτόν, δίδωντας δε αντιστρόφως και αυτός εις εκείνον τα εδικά του. Εκεί δε ευρισκόμενος, έπαθεν επίχυσιν εις τους οφθαλμούς του, και ιατρεύεται από τους Αγίους Αναργύρους, Κύρον και Ιωάννην, οι οποίοι μισθόν εζήτησαν από λόγου του, το να συγγράψη τα θαύματα, οπού ετέλουν καθ’ εκάστην ημέραν, τα οποία και συνέγραψε κατά την αίτησιν των Αγίων, και ούτως εγύρισεν εις Ιεροσόλυμα.
Έπειτα δια την υπερβάλλουσαν αρετήν του, εχειροτονήθη Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Εις καιρόν δε οπού εσκλαβώθησαν τα Ιεροσόλυμα από τους Πέρσας, επήγεν ο Άγιος εις την Αλεξάνδρειαν, προς τον μέγαν Ιωάννην τον ελεήμονα, όστις τότε ήτον της Αλεξανδρείας Επίσκοπος. Όταν ο θείος Ιωάννης απήλθε προς Κύριον, τότε ο ιερός Σωφρόνιος ούτος εσύνθεσεν εις αυτόν λόγον επιτάφιον εγκωμιαστικόν, με τον οποίον εφανέρωσε τον άμετρον θησαυρόν της ελεημοσύνης και ευσπλαγχνίας, οπού είχεν εις την ψυχήν του ο τρισμακάριστος εκείνος άνθρωπος, και πολλά εθρήνησε την τούτου στέρησιν. Αφ’ ου δε ύστερον εγύρισεν πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα, τις δύναται να διηγηθή, με πόσην φροντίδα, και με ποίους κόπους εποίμαινε την δοθείσαν αυτώ ποίμνην; Διότι δεν είχε μόνον πάλην νοητήν κατά των δαιμόνων, αλλά είχε και λογικόν πόλεμον κατά των αιρετικών Μονοθελητών, τους οποίους, ποτέ μεν, ανέτρεπε με τας θείας Γραφάς και με τας παραδόσεις τας αποστολικάς τε και πατρικάς, ποτέ δε, τους ενίκα και με τας εδικάς του διδασκαλίας.
Πολλά δε συγγράμματα λόγου και μνήμης άξια, αφήκεν εις την Εκκλησίαν του Χριστού ο αοίδιμος ούτος Πατήρ, από τα οποία ένα είναι και ο υπερθαύμαστος Βίος της ισαγγέλου Μαρίας της Αιγυπτίας, η οποία ηγωνίσθη τους εν τη ερήμω αγώνας υπέρ τα μέτρα της ανθρωπίνης φύσεως. Με τοιούτον λοιπόν τρόπον καλώς και θεοφιλώς πολιτευσάμενος ο μακάριος, και άλλους διδάξας, και στόμα Θεού χρηματίσας κατά τον Ιερεμίαν, και εις τρεις χρόνους ποιμάνας το ποίμνιον του Χριστού, εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησεν (1).
(1) Ο θείος ούτος Σωφρόνιος έγινε Πατριάρχης μετά τον Μόδεστον, ετελεύτησε δε εν έτει χλη’ [638]. Μερικοί δε λέγουν, ότι η επιλύχνιος ευχαριστία, ήτοι το «Φως ιλαρόν», είναι πόνημα του ιερού Σωφρονίου τούτου, ουκ έστι δε. Καθότι τούτο ελέγετο εν τη Εκκλησία κατά τους χρόνους του Μεγάλου Βασιλείου, και προτού ακόμη. Άδηλος δε είναι ο τούτου ποιητής. Αγκαλά καί τινες λέγουν ότι είπε τον ύμνον αυτόν ο Μάρτυς Αθηνογένης, όστις εορτάζεται κατά την δεκάτην έκτην Ιουλίου. Ούτω γαρ αυτολεξεί φησι περί τούτου ο Μέγας Βασίλειος· «Έδοξε τοις Πατράσιν ημών, μη σιωπή την χάριν του εσπερινού φωτός δέχεσθαι, αλλ’ ευθύς φανέντος, ευχαριστείν. Και όστις μεν ο πατήρ των ρημάτων εκείνων της επιλυχνίου ευχαριστίας, ειπείν ουκ έχομεν. Ο μέντοι λαός αρχαίαν αφίησι την φωνήν, και ουδενί πώποτε ασεβείν ενομίσθησαν οι λέγοντες· “Αινούμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα Θεού” (ή μάλλον, Θεόν). Ει δε τις και τον ύμνον Αθηνογένους έγνω, ον ώσπερ τι άλλο εξιτήριον τοις συνούσιν αυτώ καταλέλοιπεν, ορμών ήδη προς την δια πυρός τελείωσιν, οίδε και την των Μαρτύρων γνώμην, όπως είχον περί του Πνεύματος» (κεφ. κθ’ περί του Αγίου Πνεύματος). Μερικοί δε έχουν γνώμην ότι, επειδή ο Σωφρόνιος εκαλλώπισεν αυτό, και έφερεν εις την τελειότητα, εις ην ήδη οράται, δια τούτο εκείνω επιγράφεται. Ότι δε ο ύμνος ούτος το «Φως ιλαρόν», αρχαιότερός εστι του Σωφρονίου του κατά τον έβδομον αιώνα ακμάσαντος, και του Βασιλείου, δείκνυται και εκ τούτου. Ο ύμνος γαρ αυτός ευρίσκεται γεγραμμένος και εν τω παλαιώ χειρογράφω Αλεξανδρηνώ Κώδικι των εβδομήκοντα Ερμηνευτών της Γραφής. Αλλά και ο θείος Μάρκος ο Εφέσου (εν τω τέλει του Συγγράμματος Συμεών του Θεσσαλονίκης) γράφει ότι ποιητής του «Φως ιλαρόν» είναι ο Μάρτυς Αθηνογένης (όστις εορτάζεται κατά την δεκάτην έκτην του Ιουλίου)· όρα και σελ. 45 της ιεράς Τελετουργίας. Σημείωσαι, ότι εν τω δευτέρω Πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, σώζεται υπόμνημα του σοφωτάτου Ιωάννου Ζωναρά εις τον Άγιον τούτον Σωφρόνιον, ου η αρχή· «Οι τοις θείοις και μακαρίοις Πατράσι». Το αυτό σώζεται και εν τη Μεγίστη Λαύρα.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Πιονίου του Πρεσβυτέρου.
Ως εγκρυφίας άρτος εξωπτημένος,
Καυθείς προσήχθη Πιόνιος Κυρίω.
Ούτος ο Άγιος ήτον Πρεσβύτερος της εν Σμύρνη αγίας Εκκλησίας κατά τους καιρούς Δεκίου του βασιλέως εν έτει σνα’ [251]. Πιασθείς δε ομού με άλλους δια την εις Χριστόν πίστιν, πρώτον μεν εφέρθη εις τον νεωκόρον των ειδώλων Πολέμωνα, τον οποίον ήλεγξε με γραφικάς αποδείξεις και ιστορικάς, ότι είναι πεπλανημένος κατά την θρησκείαν, και ακολούθως εβεβαίωσε τα πρότερον γενόμενα θαυμάσια υπό του Θεού, με τα υστερινά και ενεστώτα. Και ότι ο Θεός, επειδή μέλλει να δοκιμάση τα έργα των ανθρώπων δια μέσου της φωτίας, εν τη συντελεία του κόσμου: τούτου χάριν επρόλαβε και εβεβαίωσε τούτο, με την πυρίνην βροχήν, με την οποίαν κατέκαυσε την γην των Σοδόμων και των Γομόρρων, και προς τούτοις με την φυσικήν φωτίαν, οπού αναβλύζει εκ της γης εις πολλά μέρη του κόσμου. Έπειτα εφέρθη ο Άγιος μαζί με τους συντρόφους του εις τον άρχοντα Λέπιδον (2), ο οποίος ήτον συγκάθεδρος με τον ανωτέρω νεωκόρον. Ύστερον δε επαραστάθη εις τον ανθύπατον Κυντιλιανόν, και παρ’ εκείνου κατεδικάσθη να τελειωθή δια πυρός, και ούτως έλαβεν ο μακάριος παρά Κυρίου τον του μαρτυρίου άφθαρτον στέφανον.
(2) Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή και τοις Μηναίοις Ελπίδιος ούτος γράφεται.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Γεώργιος ο νεοφανής και Θαυματουργός, ο εν τω Διϊππείω, εν ειρήνη τελειούται.
Εκ γειτόνων ει Γεώργιε κανθάδε,
Κακείθεν, οίμαι, Χριστομύστη Παρθένω.
Ούτος ο Άγιος αφήσας την γυναίκα και τέκνα και συγγενείς του, επροτίμησεν να περιπατή την στενήν και τεθλιμμένην στράταν του Κυρίου. Ενδυθείς γαρ το μοναχικόν σχήμα και σηκώσας τον ελαφρόν ζυγόν του Κυρίου, επεριπάτει εις πόλεις και χώρας και εις τας ερήμους, υστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος. Όθεν επειδή απεκαλύφθη εις αυτόν παρά Θεού ο θάνατός του, δια τούτο επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν, και εν τω πανσέπτω Ναώ Ιωάννου του Θεολόγου τω ευρισκομένω εις τόπον καλούμενον Διΐππειον, διαπεράσας επτά ημέρας, εκεί ανεπαύθη εν Κυρίω ο αοίδιμος. Ελθόντες δε δια να ενταφιάσουν αυτόν μερικοί Χριστιανοί, και βλέποντες τα βαρύτατα σίδηρα, οπού εφόρει, και πως το σώμα του όλον ήτον καρφωμένον εις τα σίδηρα, όλοι συμφώνως έκραζον το, Κύριε ελέησον. Όθεν ποιήσαντες μίαν θήκην από μάρμαρα, έβαλον μέσα εις αυτήν το λείψανον του μακαρίου, και ούτως ενταφίασαν αυτό εις τον νάρθηκα του ρηθέντος Ναού του Αποστόλου Ιωάννου, το οποίον ανέβλυζεν ιατρείας διαφόρων ασθενειών εις εκείνους, οπού μετά πίστεως επρόστρεχον εις αυτό, από τους οποίους μερικοί ζώσιν έως της σήμερον, και μαρτυρούσι δια ζώσης φωνής τα εις αυτούς γενόμενα του Οσίου θαύματα.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Γεωργίου του Σιναΐτου.
Πώς αν διήλθες πλέθρα γης τάχος τόσα,
Ειμή άσαρκος, ως τις ης πάτερ βίω;
Ο Όσιος ούτος Γεώργιος ήτον εν τοις χρόνοις του Ιεροσολύμων μεν Πέτρου, του πατριαρχεύσαντος χρόνους είκοσι, του βασιλέως δε Ιουστινιανού, εν έτει φλε’ [535]. Ούτος λοιπόν, ως γράφει ο Ιεροσολύμων Σωφρόνιος, εκατοίκει εις το Σίναιον όρος, νηστευτής ων και πολλά ενάρετος. Μίαν φοράν δε επεθύμησε να μεταλάβη μέσα εις τον εν Ιεροσολύμοις Ναόν της του Χριστού Αναστάσεως (3), και ω του θαύματος! ευθύς ευρέθη εις τα Ιεροσόλυμα, και το από του Σινά έως των Ιεροσολύμων δώδεκα ημερών διάστημα, διεπέρασεν εν τω άμα. Όθεν παρών εις την θείαν Λειτουργίαν την τελουμένην εν τω Ναώ της του Χριστού Αναστάσεως, εκοινώνησε τα θεία Μυστήρια από τας χείρας του ρηθέντος Ιεροσολύμων Πέτρου. Μετά δε την κοινωνίαν λέγει ο Πέτρος εις τον συγκάθεδρόν του Μηνάν, πότε ήλθεν ο Αββάς ούτος ο Σιναΐτης; (4) Εκείνος απεκρίθη, και εγώ Δέσποτα, τώρα είδον αυτόν. Ο Πατριάρχης του λέγει. Ειπέ εις αυτόν, ίνα μείνη να φάγη σήμερον με ημάς παξαμάν, ήτοι ψωμί εις την τράπεζαν.
Επροσκάλεσε λοιπόν ο Μηνάς τον Όσιον Γεώργιον εις την τράπεζαν. Ο δε Γεώργιος απεκρίθη, ας γένη το θέλημα του Θεού. Είτα προσευχηθείς και προσκυνήσας, εν τω άμα ευρέθη πάλιν εις την κέλλαν του την εν τω Σινά όρει. Όταν δε ήλθεν η ώρα της τραπέζης, εζήτει ο Πατριάρχης τον Αββάν Γεώργιον, αλλά δεν εφαίνετο εις κανένα μέρος, όθεν εκατηγόρησεν αυτόν ως απειθή. Μετά ταύτα έστειλεν ο Πατριάρχης τον Αββάν Φωτεινόν εις τον Επίσκοπον της Φαράν, γράφων και εις τους Πατέρας του Σιναίου όρους, δια να στείλουν εις αυτόν τον Όσιον Γεώργιον, επειδή και δεν εστάθη να φάγη εις την τράπεζάν του. Οι δε Πατέρες βλέποντες τα γράμματα του Πατριάρχου, εθαύμασαν. Όθεν ωμολόγησαν εν καθαρώ συνειδότι, ότι ο Αββάς Γεώργιος δεν ευγήκεν ποτέ από το Σινά, αλλ’ εκεί ευρίσκετο πάντοτε. Προς αθώωσιν δε και απολογίαν περισσοτέραν, έστειλαν εις τον Πατριάρχην τρεις Ιερομονάχους, τον Αββάν Στέφανον τον Καππαδόκη, τον Αββάν Ζώσιμον, και τον Αββάν Δουλίτιον. Έγραψε δε προς τον Πατριάρχην και ο Όσιος Γεώργιος, λέγων. Συγχώρησόν μοι, σεβασμιώτατε πάτερ. Εβδομήντα χρόνοι εισίν, αφ’ ου δεν ευγήκα από το Σινά όρος, ούτε εις την Παλαιστίνην εισήλθον (5). Ειδέ και ήλθον, δεν ήθελα ατιμάσω τον άγγελόν σου. Πλην ας ηξεύρη η μακαριότης σου, ότι μετά εξ μήνας έχομεν και οι δύω να απέλθωμεν εις συνάντησιν του Κυρίου, και εκεί έχομεν να είμεθα αχώριστοι πάντοτε. Επληρώθη δε εμπράκτως η προφητεία του Οσίου, επειδή αφ’ ου επέρασαν εξ μήνες, εκοιμήθησαν και οι δύω. (Όρα το Συναξάριον τούτο σελ. 472 της Δωδεκαβίβλου του κυρού Δοσιθέου (6).)
(3) Μερικοί λέγουν, ότι κατ’ αυτήν την ημέραν της λαμπροφόρου Αναστάσεως επεθύμησε τούτο ο Όσιος.
(4) Φαίνεται, ότι οι Σιναΐται είχον κάποιον σημάδι, φαινόμενον εις τα έξω, από το οποίον εγνώρισε και τον Σιναΐτην τούτον ο Πατριάρχης.
(5) Ου ψεύδεται ενταύθα ο Όσιος, λέγων, ότι δεν ευγήκεν από το Σινά, και δεν εμβήκεν εις την Παλαιστίνην. Καθότι ουχί με φυσικήν δύναμιν και ιδίαν κίνησιν των ποδών του ευγήκεν από εκεί, και εμβήκεν εις Παλαιστίνην, αλλά με ξένην και υπερφυσικήν, και άρρητον του Αγίου Πνεύματος.
(6) Εκ του Συναξαρίου τούτου συμπεραίνομεν, ότι οι Άγιοι εν τω βίω τούτω όντες, και μόλον οπού φορούσι το παχύ και βαρύ τούτο σώμα, υπό της παντοδυνάμου όμως και ζωοποιού χάριτος και δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος ενδυναμούμενοι, χωνευόμενοι, και μεταχαλκευόμενοι, αποβάλλουσι μεν, την παχύτητα και βαρύτητα του σώματος, γίνονται δε κούφοι ως αετοί, κατά το προφητικόν. Όθεν αρπαζόμενοι υπό του Πνεύματος, εν στιγμή διαβαίνουσι διαστήματα πάμπολλα, και ποταμούς ναυσιπόρους κούφως υπερβαίνουσιν, ως η Αιγυπτία Μαρία, και άλλοι Όσιοι, και πετούσιν εν τω αέρι, ως ο Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης πετόμενος, εκατέβαινεν από το όρος του Άθωνος. Εκείνο γαρ το αξίωμα, οπού μέλλουν να λάβουν μετά την Ανάστασιν τα άφθαρτα σώματα των δικαίων, το να αρπάζωνται δηλαδή εν νεφέλαις, τούτο μερικοί από τους Αγίους έφθασαν να λάβουν από εδώ εις αρραβώνα και πληροφορίαν εκείνου.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Τροφίμου και Θαλλού, των εν Λαοδικεία μαρτυρησάντων.
Θάλλουσαν εύρον εν πόλω τροφήν ξένην,
Θαλλός τε και Τρόφιμος αθληταί δύω.
Κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλέων, και ηγεμονεύοντος Ασκληπιού εν Λαοδικεία, εν έτει σϞη’ [298], διωγμός εγένετο κατά των Χριστιανών. Τότε ήτον και οι Άγιοι ούτοι Τρόφιμος και Θαλλός, καταγόμενοι από μίαν πόλιν Στρατονίκην ονομαζομένην, η οποία τώρα ονομάζεται Στρατονίκεια, και ευρίσκεται εις την επαρχίαν της Καρίας της τουρκιστί καλουμένης Αϊδανελλί. Ούτοι λοιπόν πιασθέντες δια την εις Χριστόν ομολογίαν, ελιθοβολήθησαν εις ώρας αρκετάς, υπό δε της θείας χάριτος έμειναν αβλαβείς. Τούτο δε το θαυμάσιον βλέπων ο ηγεμών και οι μετ’ αυτού, εντράπηκαν, και άφησαν κατά το παρόν τους Μάρτυρας να ζώσιν ατιμώρητοι. Ύστερον δε πάλιν διαβαλθέντες, επαραστάθησαν εις το κριτήριον, και τον μεν Χριστόν, Θεόν αληθή ωμολόγησαν ενώπιον πάντων, τα δε είδωλα, επερίπαιξαν, και τον τύραννον ήλεγξαν, όθεν εκίνησαν αυτόν εις οργήν. Δια τούτο εκρέμασαν τους Αγίους γυμνούς επάνω εις ξύλον, και τας σάρκας αυτών εξέσχισαν δυνατά. Οι δε Άγιοι προσευχόμενοι, επερίπαιζαν τους Έλληνας, όθεν άναψαν περισσότερον τον θυμόν του τυράννου, ο οποίος επρόσταξε να τελειωθούν με θάνατον του σταυρού.
Όταν λοιπόν οι Μάρτυρες επήγαιναν εις τον τόπον της τιμωρίας, ηκολούθουν εις αυτούς πολύ πλήθος λαού. Σταυρωθέντες δε, προσηύχοντο, και ελάλουν εις τον λαόν εκείνα, οπού συνέφερον δια τας ψυχάς των. Οι δε λαοί εσπούδαζον να εγγίξουν εις τα ιερά των Αγίων σώματα, και άλλοι μεν, επροθυμοποιούντο να λάβουν σταλαγματίας από τα αίματά των. Άλλοι δε, να πάρουν τα μανδύλιά των, άλλοι, τα δακτυλίδια, και άλλοι, άλλα τινά είδη, χάριν ευλογίας και αγιασμού, εις αποτροπήν και εμπόδιον κάθε πάθους. Τελευταίον δε ευλογήσαντες οι Άγιοι όλους τους εκεί παρόντας Χριστιανούς, τους έστειλαν εις τους οίκους των, αυτοί δε παρέδωκαν τας ψυχάς των τω Κυρίω, και έλαβον παρ’ αυτού τους αμαραντίνους στεφάνους του μαρτυρίου. Μερικοί δε από τους ευσεβείς Χριστιανούς πέρνοντες τα άγια αυτών λείψανα, ετείλιξαν αυτά με σινδόνια, και τα ενταφίασαν εις ιερόν τόπον. Τότε και η γυναίκα του άρχοντος Ασκληπιού, επήγε και εμύρισε με μύρα και αρώματα την θήκην των αγίων λειψάνων, και άπλωσεν επάνω εις αυτά ένα σινδόνι πολλής τιμής άξιον. Ύστερον δε ο Ζώσιμος και ο Αρτέμιος, οι ευλαβείς και πιστοί Χριστιανοί, συμπατριώται όντες με τους Αγίους, επήραν την θήκην των αγίων λειψάνων, και επήγαν αυτήν εις την εδικήν τους πατρίδα Στρατονίκην, και απεθησαύρισαν αυτήν ένα μίλιον προ της πόλεως, εις τόπον λεγόμενον Λατομία.
*
Η εις την Κωνσταντινούπολιν ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Μάρτυρος Επιμάχου (7).
Κομίζεταί σοι όλβος ολβία πόλις,
Επιμάχου το σώμα του πανολβίου.
(7) Η καθ’ αυτό μνήμη του Αγίου Επιμάχου εορτάζεται κατά την τριακοστήν πρώτην του Οκτωβρίου.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΑ΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Σωφρονίου Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων.
Ἔσπευδε τηρεῖν καὶ κεραίαν τοῦ νόμου,
Ὁ Σωφρόνιος οὗ παρ’ οὐρανοῖς κέρας.
Ἑνδεκάτῃ σαόφρων ἔδυ Σωφρόνιος παρὰ τύμβον.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἐγεννήθη ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ μὲν τῆς Δαμασκοῦ τῆς κοινῶς καλουμένης Σιάμ, ἐν τῇ τοποθεσίᾳ δὲ Φοινίκης τῆς καλουμένης Λιβανοστεφάνου, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ σώφρονας, πατέρα μὲν Πλινθᾶν, μητέρα δὲ Μυροῦν, ἐν ἔτει χ΄ [600]. Διὰ δὲ τὴν εὐφυΐαν καὶ σπουδήν του, ἀπόκτησε τὸ κράτος καὶ τὴν δύναμιν ὅλων τῶν ἐπιστημῶν. Οὐ μόνον δὲ ταῦτα, ἀλλὰ καὶ πρὸς τούτοις, αὐτὸς κατοικῶντας μέσα εἰς τὴν πόλιν, ἐμεταχειρίζετο τὴν ἀρετὴν καὶ ἄσκησιν τὴν πραττομένην εἰς τὰς ἐρήμους ὑπὸ τῶν ἀσκητῶν. Ἔπειτα ὑπάγει εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ μεγάλου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου, ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἀναχωρήσας, ἐπῆγεν εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἐπιθυμῶντας νὰ ἀποκτήσῃ περισσοτέραν μάθησιν τῆς σοφίας. Εἰς ταύτην λοιπὸν εὑρίσκει ἕνα ἄνδρα ὀνόματι Ἰωάννην, γεμάτον ἀπὸ κάθε σοφίαν ἐσωτερικὴν καὶ ἐξωτερικήν. Ὅθεν ἐπιτυχὼν τοῦ ποθουμένου, ἐσυγκατοίκησε μαζὶ μὲ αὐτόν, λαμβάνων μὲν παρ’ ἐκείνου, ὅσα μαθήματα ἤξευρε παράνω ἀπὸ αὐτόν, δίδωντας δὲ ἀντιστρόφως καὶ αὐτὸς εἰς ἐκεῖνον τὰ ἐδικά του. Ἐκεῖ δὲ εὑρισκόμενος, ἔπαθεν ἐπίχυσιν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του, καὶ ἰατρεύεται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀναργύρους, Κύρον καὶ Ἰωάννην, οἱ ὁποῖοι μισθὸν ἐζήτησαν ἀπὸ λόγου του, τὸ νὰ συγγράψῃ τὰ θαύματα, ὁποῦ ἐτέλουν καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, τὰ ὁποῖα καὶ συνέγραψε κατὰ τὴν αἴτησιν τῶν Ἁγίων, καὶ οὕτως ἐγύρισεν εἰς Ἱεροσόλυμα.
Ἔπειτα διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν ἀρετήν του, ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἐσκλαβώθησαν τὰ Ἱεροσόλυμα ἀπὸ τοὺς Πέρσας, ἐπῆγεν ὁ Ἅγιος εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, πρὸς τὸν μέγαν Ἰωάννην τὸν ἐλεήμονα, ὅστις τότε ἦτον τῆς Ἀλεξανδρείας Ἐπίσκοπος. Ὅταν ὁ θεῖος Ἰωάννης ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, τότε ὁ ἱερὸς Σωφρόνιος οὗτος ἐσύνθεσεν εἰς αὐτὸν λόγον ἐπιτάφιον ἐγκωμιαστικόν, μὲ τὸν ὁποῖον ἐφανέρωσε τὸν ἄμετρον θησαυρὸν τῆς ἐλεημοσύνης καὶ εὐσπλαγχνίας, ὁποῦ εἶχεν εἰς τὴν ψυχήν του ὁ τρισμακάριστος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, καὶ πολλὰ ἐθρήνησε τὴν τούτου στέρησιν. Ἀφ’ οὗ δὲ ὕστερον ἐγύρισεν πάλιν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, τίς δύναται νὰ διηγηθῇ, μὲ πόσην φροντίδα, καὶ μὲ ποίους κόπους ἐποίμαινε τὴν δοθεῖσαν αὐτῷ ποίμνην; Διότι δὲν εἶχε μόνον πάλην νοητὴν κατὰ τῶν δαιμόνων, ἀλλὰ εἶχε καὶ λογικὸν πόλεμον κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοθελητῶν, τοὺς ὁποίους, ποτὲ μέν, ἀνέτρεπε μὲ τὰς θείας Γραφὰς καὶ μὲ τὰς παραδόσεις τὰς ἀποστολικάς τε καὶ πατρικάς, ποτὲ δέ, τοὺς ἐνίκα καὶ μὲ τὰς ἐδικάς του διδασκαλίας.
Πολλὰ δὲ συγγράμματα λόγου καὶ μνήμης ἄξια, ἀφῆκεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀοίδιμος οὗτος Πατήρ, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἕνα εἶναι καὶ ὁ ὑπερθαύμαστος Βίος τῆς ἰσαγγέλου Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἡ ὁποία ἠγωνίσθη τοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ ἀγῶνας ὑπὲρ τὰ μέτρα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Μὲ τοιοῦτον λοιπὸν τρόπον καλῶς καὶ θεοφιλῶς πολιτευσάμενος ὁ μακάριος, καὶ ἄλλους διδάξας, καὶ στόμα Θεοῦ χρηματίσας κατὰ τὸν Ἱερεμίαν, καὶ εἰς τρεῖς χρόνους ποιμάνας τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ, ἐν εἰρήνῃ πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν (1).
(1) Ὁ θεῖος οὗτος Σωφρόνιος ἔγινε Πατριάρχης μετὰ τὸν Μόδεστον, ἐτελεύτησε δὲ ἐν ἔτει χλη΄ [638]. Μερικοὶ δὲ λέγουν, ὅτι ἡ ἐπιλύχνιος εὐχαριστία, ἤτοι τὸ «Φῶς ἱλαρόν», εἶναι πόνημα τοῦ ἱεροῦ Σωφρονίου τούτου, οὐκ ἔστι δέ. Καθότι τοῦτο ἐλέγετο ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, καὶ προτοῦ ἀκόμη. Ἄδηλος δὲ εἶναι ὁ τούτου ποιητής. Ἀγκαλὰ καί τινες λέγουν ὅτι εἶπε τὸν ὕμνον αὐτὸν ὁ Μάρτυς Ἀθηνογένης, ὅστις ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην ἕκτην Ἰουλίου. Οὕτω γὰρ αὐτολεξεί φησι περὶ τούτου ὁ Μέγας Βασίλειος· «Ἔδοξε τοῖς Πατράσιν ἡμῶν, μὴ σιωπῇ τὴν χάριν τοῦ ἑσπερινοῦ φωτὸς δέχεσθαι, ἀλλ’ εὐθὺς φανέντος, εὐχαριστεῖν. Καὶ ὅστις μὲν ὁ πατὴρ τῶν ῥημάτων ἐκείνων τῆς ἐπιλυχνίου εὐχαριστίας, εἰπεῖν οὐκ ἔχομεν. Ὁ μέντοι λαὸς ἀρχαίαν ἀφίησι τὴν φωνήν, καὶ οὐδενὶ πώποτε ἀσεβεῖν ἐνομίσθησαν οἱ λέγοντες· “Αἰνοῦμεν Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα Θεοῦ” (ἢ μᾶλλον, Θεόν). Εἰ δέ τις καὶ τὸν ὕμνον Ἀθηνογένους ἔγνω, ὃν ὥσπερ τι ἄλλο ἐξιτήριον τοῖς συνοῦσιν αὐτῷ καταλέλοιπεν, ὁρμῶν ἤδη πρὸς τὴν διὰ πυρὸς τελείωσιν, οἶδε καὶ τὴν τῶν Μαρτύρων γνώμην, ὅπως εἶχον περὶ τοῦ Πνεύματος» (κεφ. κθ΄ περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). Μερικοὶ δὲ ἔχουν γνώμην ὅτι, ἐπειδὴ ὁ Σωφρόνιος ἐκαλλώπισεν αὐτό, καὶ ἔφερεν εἰς τὴν τελειότητα, εἰς ἣν ἤδη ὁρᾶται, διὰ τοῦτο ἐκείνῳ ἐπιγράφεται. Ὅτι δὲ ὁ ὕμνος οὗτος τὸ «Φῶς ἱλαρόν», ἀρχαιότερός ἐστι τοῦ Σωφρονίου τοῦ κατὰ τὸν ἕβδομον αἰῶνα ἀκμάσαντος, καὶ τοῦ Βασιλείου, δείκνυται καὶ ἐκ τούτου. Ὁ ὕμνος γὰρ αὐτὸς εὑρίσκεται γεγραμμένος καὶ ἐν τῷ παλαιῷ χειρογράφῳ Ἀλεξανδρηνῷ Κώδικι τῶν ἑβδομήκοντα Ἑρμηνευτῶν τῆς Γραφῆς. Ἀλλὰ καὶ ὁ θεῖος Μάρκος ὁ Ἐφέσου (ἐν τῷ τέλει τοῦ Συγγράμματος Συμεὼν τοῦ Θεσσαλονίκης) γράφει ὅτι ποιητὴς τοῦ «Φῶς ἱλαρὸν» εἶναι ὁ Μάρτυς Ἀθηνογένης (ὅστις ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην ἕκτην τοῦ Ἰουλίου)· ὅρα καὶ σελ. 45 τῆς ἱερᾶς Τελετουργίας. Σημείωσαι, ὅτι ἐν τῷ δευτέρῳ Πανηγυρικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου, σῴζεται ὑπόμνημα τοῦ σοφωτάτου Ἰωάννου Ζωναρᾶ εἰς τὸν Ἅγιον τοῦτον Σωφρόνιον, οὗ ἡ ἀρχή· «Οἱ τοῖς θείοις καὶ μακαρίοις Πατράσι». Τὸ αὐτὸ σῴζεται καὶ ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πιονίου τοῦ Πρεσβυτέρου.
Ὡς ἐγκρυφίας ἄρτος ἐξωπτημένος,
Καυθεὶς προσήχθη Πιόνιος Κυρίῳ.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον Πρεσβύτερος τῆς ἐν Σμύρνῃ ἁγίας Ἐκκλησίας κατὰ τοὺς καιροὺς Δεκίου τοῦ βασιλέως ἐν ἔτει σνα΄ [251]. Πιασθεὶς δὲ ὁμοῦ μὲ ἄλλους διὰ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, πρῶτον μὲν ἐφέρθη εἰς τὸν νεωκόρον τῶν εἰδώλων Πολέμωνα, τὸν ὁποῖον ἤλεγξε μὲ γραφικὰς ἀποδείξεις καὶ ἱστορικάς, ὅτι εἶναι πεπλανημένος κατὰ τὴν θρῃσκείαν, καὶ ἀκολούθως ἐβεβαίωσε τὰ πρότερον γενόμενα θαυμάσια ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ ὑστερινὰ καὶ ἐνεστῶτα. Καὶ ὅτι ὁ Θεός, ἐπειδὴ μέλλει νὰ δοκιμάσῃ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων διὰ μέσου τῆς φωτίας, ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ κόσμου: τούτου χάριν ἐπρόλαβε καὶ ἐβεβαίωσε τοῦτο, μὲ τὴν πυρίνην βροχήν, μὲ τὴν ὁποίαν κατέκαυσε τὴν γῆν τῶν Σοδόμων καὶ τῶν Γομόρρων, καὶ πρὸς τούτοις μὲ τὴν φυσικὴν φωτίαν, ὁποῦ ἀναβλύζει ἐκ τῆς γῆς εἰς πολλὰ μέρη τοῦ κόσμου. Ἔπειτα ἐφέρθη ὁ Ἅγιος μαζὶ μὲ τοὺς συντρόφους του εἰς τὸν ἄρχοντα Λέπιδον (2), ὁ ὁποῖος ἦτον συγκάθεδρος μὲ τὸν ἀνωτέρω νεωκόρον. Ὕστερον δὲ ἐπαραστάθη εἰς τὸν ἀνθύπατον Κυντιλιανόν, καὶ παρ’ ἐκείνου κατεδικάσθη νὰ τελειωθῇ διὰ πυρός, καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ μακάριος παρὰ Κυρίου τὸν τοῦ μαρτυρίου ἄφθαρτον στέφανον.
(2) Ἐν δὲ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ καὶ τοῖς Μηναίοις Ἐλπίδιος οὗτος γράφεται.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Γεώργιος ὁ νεοφανὴς καὶ Θαυματουργός, ὁ ἐν τῷ Διϊππείῳ, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἐκ γειτόνων εἶ Γεώργιε κᾀνθάδε,
Κᾀκεῖθεν, οἶμαι, Χριστομύστῃ Παρθένῳ.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἀφήσας τὴν γυναῖκα καὶ τέκνα καὶ συγγενεῖς του, ἐπροτίμησεν νὰ περιπατῇ τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην στράταν τοῦ Κυρίου. Ἐνδυθεὶς γὰρ τὸ μοναχικὸν σχῆμα καὶ σηκώσας τὸν ἐλαφρὸν ζυγὸν τοῦ Κυρίου, ἐπεριπάτει εἰς πόλεις καὶ χώρας καὶ εἰς τὰς ἐρήμους, ὑστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος. Ὅθεν ἐπειδὴ ἀπεκαλύφθη εἰς αὐτὸν παρὰ Θεοῦ ὁ θάνατός του, διὰ τοῦτο ἐπῆγεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἐν τῷ πανσέπτῳ Ναῷ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τῷ εὑρισκομένῳ εἰς τόπον καλούμενον Διΐππειον, διαπεράσας ἑπτὰ ἡμέρας, ἐκεῖ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ ὁ ἀοίδιμος. Ἐλθόντες δὲ διὰ νὰ ἐνταφιάσουν αὐτὸν μερικοὶ Χριστιανοί, καὶ βλέποντες τὰ βαρύτατα σίδηρα, ὁποῦ ἐφόρει, καὶ πῶς τὸ σῶμά του ὅλον ἦτον καρφωμένον εἰς τὰ σίδηρα, ὅλοι συμφώνως ἔκραζον τὸ, Κύριε ἐλέησον. Ὅθεν ποιήσαντες μίαν θήκην ἀπὸ μάρμαρα, ἔβαλον μέσα εἰς αὐτὴν τὸ λείψανον τοῦ μακαρίου, καὶ οὕτως ἐνταφίασαν αὐτὸ εἰς τὸν νάρθηκα τοῦ ῥηθέντος Ναοῦ τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου, τὸ ὁποῖον ἀνέβλυζεν ἰατρείας διαφόρων ἀσθενειῶν εἰς ἐκείνους, ὁποῦ μετὰ πίστεως ἐπρόστρεχον εἰς αὐτό, ἀπὸ τοὺς ὁποίους μερικοὶ ζῶσιν ἕως τῆς σήμερον, καὶ μαρτυροῦσι διὰ ζώσης φωνῆς τὰ εἰς αὐτοὺς γενόμενα τοῦ Ὁσίου θαύματα.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Γεωργίου τοῦ Σιναΐτου.
Πῶς ἂν διῆλθες πλέθρα γῆς τάχος τόσα,
Εἰμὴ ἄσαρκος, ὥς τις ἦς πάτερ βίῳ;
Ὁ Ὅσιος οὗτος Γεώργιος ἦτον ἐν τοῖς χρόνοις τοῦ Ἱεροσολύμων μὲν Πέτρου, τοῦ πατριαρχεύσαντος χρόνους εἴκοσι, τοῦ βασιλέως δὲ Ἰουστινιανοῦ, ἐν ἔτει φλε΄ [535]. Οὗτος λοιπόν, ὡς γράφει ὁ Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος, ἐκατοίκει εἰς τὸ Σίναιον ὄρος, νηστευτὴς ὢν καὶ πολλὰ ἐνάρετος. Μίαν φορὰν δὲ ἐπεθύμησε νὰ μεταλάβῃ μέσα εἰς τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις Ναὸν τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως (3), καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς εὑρέθη εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ τὸ ἀπὸ τοῦ Σινᾶ ἕως τῶν Ἱεροσολύμων δώδεκα ἡμερῶν διάστημα, διεπέρασεν ἐν τῷ ἅμα. Ὅθεν παρὼν εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν τὴν τελουμένην ἐν τῷ Ναῷ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως, ἐκοινώνησε τὰ θεῖα Μυστήρια ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ ῥηθέντος Ἱεροσολύμων Πέτρου. Μετὰ δὲ τὴν κοινωνίαν λέγει ὁ Πέτρος εἰς τὸν συγκάθεδρόν του Μηνᾶν, πότε ἦλθεν ὁ Ἀββᾶς οὗτος ὁ Σιναΐτης; (4) Ἐκεῖνος ἀπεκρίθη, καὶ ἐγὼ Δέσποτα, τώρα εἶδον αὐτόν. Ὁ Πατριάρχης τοῦ λέγει. Εἰπὲ εἰς αὐτόν, ἵνα μείνῃ νὰ φάγῃ σήμερον μὲ ἡμᾶς παξαμάν, ἤτοι ψωμὶ εἰς τὴν τράπεζαν.
Ἐπροσκάλεσε λοιπὸν ὁ Μηνᾶς τὸν Ὅσιον Γεώργιον εἰς τὴν τράπεζαν. Ὁ δὲ Γεώργιος ἀπεκρίθη, ἂς γένῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶτα προσευχηθεὶς καὶ προσκυνήσας, ἐν τῷ ἅμα εὑρέθη πάλιν εἰς τὴν κέλλαν του τὴν ἐν τῷ Σινᾷ ὄρει. Ὅταν δὲ ἦλθεν ἡ ὥρα τῆς τραπέζης, ἐζήτει ὁ Πατριάρχης τὸν Ἀββᾶν Γεώργιον, ἀλλὰ δὲν ἐφαίνετο εἰς κᾀνένα μέρος, ὅθεν ἐκατηγόρησεν αὐτὸν ὡς ἀπειθῆ. Μετὰ ταῦτα ἔστειλεν ὁ Πατριάρχης τὸν Ἀββᾶν Φωτεινὸν εἰς τὸν Ἐπίσκοπον τῆς Φαράν, γράφων καὶ εἰς τοὺς Πατέρας τοῦ Σιναίου ὄρους, διὰ νὰ στείλουν εἰς αὐτὸν τὸν Ὅσιον Γεώργιον, ἐπειδὴ καὶ δὲν ἐστάθη νὰ φάγῃ εἰς τὴν τράπεζάν του. Οἱ δὲ Πατέρες βλέποντες τὰ γράμματα τοῦ Πατριάρχου, ἐθαύμασαν. Ὅθεν ὡμολόγησαν ἐν καθαρῷ συνειδότι, ὅτι ὁ Ἀββᾶς Γεώργιος δὲν εὐγῆκεν ποτὲ ἀπὸ τὸ Σινᾶ, ἀλλ’ ἐκεῖ εὑρίσκετο πάντοτε. Πρὸς ἀθώωσιν δὲ καὶ ἀπολογίαν περισσοτέραν, ἔστειλαν εἰς τὸν Πατριάρχην τρεῖς Ἱερομονάχους, τὸν Ἀββᾶν Στέφανον τὸν Καππαδόκη, τὸν Ἀββᾶν Ζώσιμον, καὶ τὸν Ἀββᾶν Δουλίτιον. Ἔγραψε δὲ πρὸς τὸν Πατριάρχην καὶ ὁ Ὅσιος Γεώργιος, λέγων. Συγχώρησόν μοι, σεβασμιώτατε πάτερ. Ἑβδομῆντα χρόνοι εἰσίν, ἀφ’ οὗ δὲν εὐγῆκα ἀπὸ τὸ Σινᾶ ὄρος, οὔτε εἰς τὴν Παλαιστίνην εἰσῆλθον (5). Εἰδὲ καὶ ἦλθον, δὲν ἤθελα ἀτιμάσω τὸν ἄγγελόν σου. Πλὴν ἂς ἠξεύρῃ ἡ μακαριότης σου, ὅτι μετὰ ἓξ μῆνας ἔχομεν καὶ οἱ δύω νὰ ἀπέλθωμεν εἰς συνάντησιν τοῦ Κυρίου, καὶ ἐκεῖ ἔχομεν νὰ εἴμεθα ἀχώριστοι πάντοτε. Ἐπληρώθη δὲ ἐμπράκτως ἡ προφητεία τοῦ Ὁσίου, ἐπειδὴ ἀφ’ οὗ ἐπέρασαν ἓξ μῆνες, ἐκοιμήθησαν καὶ οἱ δύω. (Ὅρα τὸ Συναξάριον τοῦτο σελ. 472 τῆς Δωδεκαβίβλου τοῦ κυροῦ Δοσιθέου (6).)
(3) Μερικοὶ λέγουν, ὅτι κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως ἐπεθύμησε τοῦτο ὁ Ὅσιος.
(4) Φαίνεται, ὅτι οἱ Σιναΐται εἶχον κᾄποιον σημάδι, φαινόμενον εἰς τὰ ἔξω, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐγνώρισε καὶ τὸν Σιναΐτην τοῦτον ὁ Πατριάρχης.
(5) Οὐ ψεύδεται ἐνταῦθα ὁ Ὅσιος, λέγων, ὅτι δὲν εὐγῆκεν ἀπὸ τὸ Σινᾶ, καὶ δὲν ἐμβῆκεν εἰς τὴν Παλαιστίνην. Καθότι οὐχὶ μὲ φυσικὴν δύναμιν καὶ ἰδίαν κίνησιν τῶν ποδῶν του εὐγῆκεν ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ ἐμβῆκεν εἰς Παλαιστίνην, ἀλλὰ μὲ ξένην καὶ ὑπερφυσικήν, καὶ ἄρρητον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
(6) Ἐκ τοῦ Συναξαρίου τούτου συμπεραίνομεν, ὅτι οἱ Ἅγιοι ἐν τῷ βίῳ τούτῳ ὄντες, καὶ μὅλον ὁποῦ φοροῦσι τὸ παχὺ καὶ βαρὺ τοῦτο σῶμα, ὑπὸ τῆς παντοδυνάμου ὅμως καὶ ζωοποιοῦ χάριτος καὶ δυνάμεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνδυναμούμενοι, χωνευόμενοι, καὶ μεταχαλκευόμενοι, ἀποβάλλουσι μέν, τὴν παχύτητα καὶ βαρύτητα τοῦ σώματος, γίνονται δὲ κοῦφοι ὡς ἀετοί, κατὰ τὸ προφητικόν. Ὅθεν ἁρπαζόμενοι ὑπὸ τοῦ Πνεύματος, ἐν στιγμῇ διαβαίνουσι διαστήματα πάμπολλα, καὶ ποταμοὺς ναυσιπόρους κούφως ὑπερβαίνουσιν, ὡς ἡ Αἰγυπτία Μαρία, καὶ ἄλλοι Ὅσιοι, καὶ πετοῦσιν ἐν τῷ ἀέρι, ὡς ὁ Μάξιμος ὁ Καυσοκαλυβίτης πετόμενος, ἐκατέβαινεν ἀπὸ τὸ ὄρος τοῦ Ἄθωνος. Ἐκεῖνο γὰρ τὸ ἀξίωμα, ὁποῦ μέλλουν νὰ λάβουν μετὰ τὴν Ἀνάστασιν τὰ ἄφθαρτα σώματα τῶν δικαίων, τὸ νὰ ἁρπάζωνται δηλαδὴ ἐν νεφέλαις, τοῦτο μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους ἔφθασαν νὰ λάβουν ἀπὸ ἐδῶ εἰς ἀρραβῶνα καὶ πληροφορίαν ἐκείνου.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Τροφίμου καὶ Θαλλοῦ, τῶν ἐν Λαοδικείᾳ μαρτυρησάντων.
Θάλλουσαν εὗρον ἐν πόλῳ τροφὴν ξένην,
Θαλλός τε καὶ Τρόφιμος ἀθληταὶ δύω.
Κατὰ τοὺς χρόνους Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ τῶν βασιλέων, καὶ ἡγεμονεύοντος Ἀσκληπιοῦ ἐν Λαοδικείᾳ, ἐν ἔτει σϞη΄ [298], διωγμὸς ἐγένετο κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Τότε ἦτον καὶ οἱ Ἅγιοι οὗτοι Τρόφιμος καὶ Θαλλός, καταγόμενοι ἀπὸ μίαν πόλιν Στρατονίκην ὀνομαζομένην, ἡ ὁποία τώρα ὀνομάζεται Στρατονίκεια, καὶ εὑρίσκεται εἰς τὴν ἐπαρχίαν τῆς Καρίας τῆς τουρκιστὶ καλουμένης Ἀϊδανελλί. Οὗτοι λοιπὸν πιασθέντες διὰ τὴν εἰς Χριστὸν ὁμολογίαν, ἐλιθοβολήθησαν εἰς ὥρας ἀρκετάς, ὑπὸ δὲ τῆς θείας χάριτος ἔμειναν ἀβλαβεῖς. Τοῦτο δὲ τὸ θαυμάσιον βλέπων ὁ ἡγεμὼν καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ, ἐντράπηκαν, καὶ ἄφησαν κατὰ τὸ παρὸν τοὺς Μάρτυρας νὰ ζῶσιν ἀτιμώρητοι. Ὕστερον δὲ πάλιν διαβαλθέντες, ἐπαραστάθησαν εἰς τὸ κριτήριον, καὶ τὸν μὲν Χριστόν, Θεὸν ἀληθῆ ὡμολόγησαν ἐνώπιον πάντων, τὰ δὲ εἴδωλα, ἐπερίπαιξαν, καὶ τὸν τύραννον ἤλεγξαν, ὅθεν ἐκίνησαν αὐτὸν εἰς ὀργήν. Διὰ τοῦτο ἐκρέμασαν τοὺς Ἁγίους γυμνοὺς ἐπάνω εἰς ξύλον, καὶ τὰς σάρκας αὐτῶν ἐξέσχισαν δυνατά. Οἱ δὲ Ἅγιοι προσευχόμενοι, ἐπερίπαιζαν τοὺς Ἕλληνας, ὅθεν ἄναψαν περισσότερον τὸν θυμὸν τοῦ τυράννου, ὁ ὁποῖος ἐπρόσταξε νὰ τελειωθοῦν μὲ θάνατον τοῦ σταυροῦ.
Ὅταν λοιπὸν οἱ Μάρτυρες ἐπήγαιναν εἰς τὸν τόπον τῆς τιμωρίας, ἠκολούθουν εἰς αὐτοὺς πολὺ πλῆθος λαοῦ. Σταυρωθέντες δέ, προσηύχοντο, καὶ ἐλάλουν εἰς τὸν λαὸν ἐκεῖνα, ὁποῦ συνέφερον διὰ τὰς ψυχάς των. Οἱ δὲ λαοὶ ἐσπούδαζον νὰ ἐγγίξουν εἰς τὰ ἱερὰ τῶν Ἁγίων σώματα, καὶ ἄλλοι μέν, ἐπροθυμοποιοῦντο νὰ λάβουν σταλαγματίας ἀπὸ τὰ αἵματά των. Ἄλλοι δέ, νὰ πάρουν τὰ μανδύλιά των, ἄλλοι, τὰ δακτυλίδια, καὶ ἄλλοι, ἄλλα τινὰ εἴδη, χάριν εὐλογίας καὶ ἁγιασμοῦ, εἰς ἀποτροπὴν καὶ ἐμπόδιον κάθε πάθους. Τελευταῖον δὲ εὐλογήσαντες οἱ Ἅγιοι ὅλους τοὺς ἐκεῖ παρόντας Χριστιανούς, τοὺς ἔστειλαν εἰς τοὺς οἴκους των, αὐτοὶ δὲ παρέδωκαν τὰς ψυχάς των τῷ Κυρίῳ, καὶ ἔλαβον παρ’ αὐτοῦ τοὺς ἀμαραντίνους στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Μερικοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς Χριστιανοὺς πέρνοντες τὰ ἅγια αὐτῶν λείψανα, ἐτείλιξαν αὐτὰ μὲ σινδόνια, καὶ τὰ ἐνταφίασαν εἰς ἱερὸν τόπον. Τότε καὶ ἡ γυναῖκα τοῦ ἄρχοντος Ἀσκληπιοῦ, ἐπῆγε καὶ ἐμύρισε μὲ μῦρα καὶ ἀρώματα τὴν θήκην τῶν ἁγίων λειψάνων, καὶ ἅπλωσεν ἐπάνω εἰς αὐτὰ ἕνα σινδόνι πολλῆς τιμῆς ἄξιον. Ὕστερον δὲ ὁ Ζώσιμος καὶ ὁ Ἀρτέμιος, οἱ εὐλαβεῖς καὶ πιστοὶ Χριστιανοί, συμπατριῶται ὄντες μὲ τοὺς Ἁγίους, ἐπῆραν τὴν θήκην τῶν ἁγίων λειψάνων, καὶ ἐπῆγαν αὐτὴν εἰς τὴν ἐδικήν τους πατρίδα Στρατονίκην, καὶ ἀπεθησαύρισαν αὐτὴν ἕνα μίλιον πρὸ τῆς πόλεως, εἰς τόπον λεγόμενον Λατομία.
*
Ἡ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἐπιμάχου (7).
Κομίζεταί σοι ὄλβος ὀλβία πόλις,
Ἐπιμάχου τὸ σῶμα τοῦ πανολβίου.
(7) Ἡ καθ’ αὑτὸ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἐπιμάχου ἑορτάζεται κατὰ τὴν τριακοστὴν πρώτην τοῦ Ὀκτωβρίου.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Των Αγίων Σωφρονίου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων, Πιονίου Πρεσβυτέρου, Γεωργίου του εν τω Διϊππείω κ.ά.