Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου11 Ιουλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΑ’, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος και πανευφήμου Ευφημίας, ότε τον Τόμον του της Πίστεως όρου των εξακοσίων τριάκοντα Θεοφόρων Πατέρων των εν Χαλκηδόνι συνελθόντων, τουτέστι της αγίας και Οικουμενικής Δ’ Συνόδου, εκράτυνεν.
Εις την Ευφημίαν.
Δίκαζε μάρτυς τοις όροις και κειμένη,
Κυρούσα πίστιν ης ενήθλησας πόθω.
Εις την Σύνοδον.
Θεού Λόγου σάρκωσιν αψευδεστάτην,
Ο φάσμα φάσκων Ευτυχής καθηρέθη.
Θέσκελον ενδεκάτη όρον εμπεδοί Ευφημίη.
Η Αγία αύτη και καλλίνικος Μάρτυς Ευφημία, ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Πρίσκου ανθυπάτου Ρώμης εν έτει σπη’ [288]. Εκατάγετο δε από την Χαλκηδόνα, θυγάτηρ ούσα, πατρός μεν, Φιλόφρονος καλουμένου, μητρός δε, Θεοδοσιανής. Αύτη λοιπόν διαβαλθείσα, πως ωμολόγει τον Χριστόν, ετιμωρήθη με τροχούς και με φωτίαν, ομοίως και με μηχανάς και τρόπους άλλων βασάνων. Ύστερον δε εδόθη εις τα θηρία δια να την φάγουν, έμεινεν όμως από αυτά αβλαβής. Είτα δαγκαθείσα ολίγον από μίαν αρκούδαν, και προσευχηθείσα, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού μέσα εις το θέατρον. Το δε τίμιον αυτής λείψανον απετέθη μέσα εις ένα κιβώτιον. Και όρα πλατύτερον το Συναξάριον αυτής κατά την δεκάτην έκτην του Σεπτεμβρίου. Μετά δε παρέλευσιν χρόνων πολλών, όταν επλατύνθη η ευσέβεια εις τον κόσμον, τότε έγινε τοιούτον τεράστιον εις τας ημέρας Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υι’ [410]. Ένας Μοναχός και Ιερεύς, Ευτυχής ονομαζόμενος, έγινεν αρχηγός αιρέσεως. Έλεγε γαρ ο φρενοβλαβής, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έχει μίαν μόνην φύσιν την της θεότητος δηλαδή, και μίαν μόνην ενέργειαν την της θεότητος, όστις εκαθηρέθη από τον Άγιον Φλαβιανόν τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως. Ο δε δυστυχής Ευτυχής μεταχειρισθείς όργανα και μέσα τους του βασιλέως αθέους ευνούχους, δεν έπαυε ταράττων την Εκκλησίαν, και ενέδρας ποιών, έως οπού ο βασιλεύς Θεοδόσιος ετελεύτησεν.
Όταν δε ο Μαρκιανός εβασίλευσε μαζί με την Πουλχερίαν, επρόσταξε να γένη Οικουμενική Σύνοδος εν Χαλκηδόνι εν έτει υνα’ [451]. Όθεν εσυνάχθησαν εξακόσιοι τριάκοντα Επίσκοποι. Εποίησαν δε αμφότερα τα μέρη, τα των Ορθοδόξων δηλαδή και τα των κακοδόξων Μονοφυσιτών, δύω τόμους, ήτοι βιβλία. Και ανοίξαντες το σεντούκι, οπού περιείχε το τίμιον λείψανον της Αγίας Ευφημίας, απέθεσαν τα βιβλία επάνω εις το στήθος της βουλλωμένα. Ύστερα δε από διωρισμένας ημέρας ανοίξαντες, είδον και εξέστησαν. Εθεώρησαν γαρ, τον μεν τόμον των αιρετικών ερριμμένον κατά γης, κάτω εις τους πόδας της Αγίας, τον δε τόμον των Ορθοδόξων, τον περιέχοντα τον όρον και την απόφασιν της αγίας Συνόδου, είδον οπού εκράτει η Μάρτυς εις τας αγκάλας της. Τούτου δε γενομένου, εθαύμασαν άπαντες δια το τοιούτον τεράστιον. Και οι μεν Ορθόδοξοι, εστηρίχθησαν εις την πίστιν και εδόξασαν τον Θεόν, τον ποιούντα καθ’ εκάστην μεγάλα και παράδοξα προς επιστροφήν και διόρθωσιν των πολλών. Οι δε αιρετικοί Μονοφυσίται, κατησχύνθησαν. Τελείται δε η της Αγίας ταύτης Ευφημίας Σύναξις και εορτή, εις τον μαρτυρικόν αυτής Ναόν, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Αντιόχου, κοντά εις τον Λαύσον (1).
(1) Σημείωσαι, ότι υπόμνημα συνέγραψεν εις την ένδοξον ταύτην και Μεγαλομάρτυρα Ευφημίαν, Μακάριος Ιερομόναχος ο Μακρής, ου η αρχή· «Αλλά πώς αν τις μάλλον». (Σώζεται εν τω πέμπτω Πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου.) Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα και εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων σώζεται και άλλο εγκώμιον αυτής ου η αρχή· «Ήκω το επίταγμα φέρων». Έστι δε ποίημα Κωνσταντίνου Επισκόπου Τίου, και αναφέρει περί της ευρέσεως του λειψάνου αυτής· όρα και εις την δεκάτην έκτην του Σεπτεμβρίου.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Κινδέου του Πρεσβυτέρου.
Ουκ άξιόν τι καύσεως όλως έχων,
Σωθείς πυρός τέθνηκας ούτω Κινδέε.
Ούτος ήτον από ένα χωρίον ονομαζόμενον Ταλμενία Σίδης της Παμφυλίας, κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σϞ’ [290], καταγόμενος εκ προγόνων από τα Ουμάναδα. Φερθείς δε εις τον ηγεμόνα Στρατόνικον, ωμολόγησε παρρησία τον Χριστόν. Όθεν εκάρφωσαν εις τους πόδας του σιδηρένια υποδήματα, και ηνάγκασαν αυτόν να τρέξη κατά το μέρος της ιεράς λεγομένης πόρτας (2). Εκεί δε απάντησεν ένα άνθρωπον, όστις εβάσταζεν ένα φορτίον ξύλα. Επειδή δε οι Έλληνες ήθελον να αρπάσουν τα ξύλα χάρισμα δια να κατακαύσουν τον Μάρτυρα, δια τούτο ο Άγιος έδωκεν εις τον άνθρωπον τριάντα φόλλας δια την τιμήν των ξύλων. Θελόντων δε των Ελλήνων να φορτώσουν τα ξύλα επάνω εις άλλους, ο Άγιος δεν αφήκεν, αλλ’ αυτός ο ίδιος τα εφόρτωσεν εις τον ώμον του. Αφ’ ου δε ανάφθη η πυρκαϊά, εμβήκε μέσα εις αυτήν ο γενναίος αθλητής, και από εκεί μέσα εδίδασκε και επαρακίνει τους Έλληνας εις την πίστιν του Χριστού, χωρίς να βλάπτεται από την φωτίαν. Επειδή δε ο αέρας εσκοτίσθη και έγιναν αστραπαί και βρονταί, δια τούτο ο Άγιος επροσευχήθη, και ευθύς έγινε γαλήνη και πολλή εξαστερία, και έτζι παρέδωκε το πνεύμα του εις χείρας Θεού. Βλέπωντας δε το θαύμα τούτο ο ιερεύς των ειδώλων, επίστευσεν εις τον Χριστόν. Έπειτα εκατάπεισε και την γυναίκα του και επίστευσε και αυτή, η οποία έστειλε την δουλεύτραν της και εκήδευσε το λείψανον του Αγίου με μύρα και σινδόνια, και έτζι έλαβον και οι δύω το Άγιον Βάπτισμα. Αλλά και ένας άλλος καταγόμενος από τα Ουμάναδα, Ορέστης ονόματι, Διάκονος της Εκκλησίας, λαβών το λείψανον του Αγίου Κινδέου ομού με την πάντιμον αυτού κεφαλήν, ω του θαύματος! εσηκώθη ωσάν ο Αββακούμ εις τον αέρα, και επήγεν εις μίαν ημέραν από την Παμφυλίαν εις την πατρίδα του Ουμάναδα. Εκεί δε κατασκευάσας ένα κιβώτιον, απεθησαύρισεν εις αυτό τα άγια λείψανα δια μέσου των χειρών των Ιερέων, καθώς είναι τάξις και συνήθεια να γίνεται εν τη καταθέσει των αγίων λειψάνων.
(2) Εν δε τω Συναξαριστή της του Διονυσίου Μονής γράφεται, ότι έδραμεν ο Άγιος μετά των υποδημάτων κατά την Ιεράπολιν.
*
Ο Όσιος Λέων ο εν τη μάνδρα εν ειρήνη τελειούται.
Εκ γης απελθών εντρυφά τερπνοίς Λέων,
Ων είχε εν γη τας απορροίας πάλαι.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Μαρκιανός μαχαίρα τελειούται.
Υπήρξε θήκη Μαρκιανέ σος φάρυγξ,
Χωρούσα την μάχαιραν, ην κατεκρίθης.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Μαρτυροκλής τοξευθείς τελειούται.
Ο Μαρτυροκλής Μαρτύρων εύρε κλέος,
Μάρτυς φανείς άριστος εκ τοξευμάτων.
*
Ο Όσιος Νικόδημος, ο εν τοις ορίοις της του Βατοπαιδίου Ιεράς Μονής ασκήσας, και διδάσκαλος χρηματίσας του θείου Γρηγορίου του Παλαμά δια της κατά Χριστόν φιλοσοφίας, εν ειρήνη τελειούται (3).
Πώς αγέραστον καταλίπω τοις λόγοις;
Τον Νικόδημον, ω γέρας νήψις νόου;
(3) Όρα εις την Φιλοκαλίαν την παρ’ αυτού εκτεθείσαν διδασκαλίαν περί νοεράς προσευχής.
*
Ο Άγιος νέος Οσιομάρτυς Νικόδημος, ο μαρτυρήσας εν Αλμπασανίω της Αλβανίας κατά το έτος ͵αψκβ’ [1722], ξίφει τελειούται.
Ο Νικόδημος ράβδον εν χερσίν φέρων,
Πλάνην πατάσσει Αγαρηνών ανόμων (4).
(4) Όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον. Τούτου του Αγίου Νικοδήμου σώζεται και ασματική Ακολουθία εις ιδίαν φυλλάδα, τετυπωμένην εν Μοσχοπόλει.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΑ΄, μνήμη τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος καὶ πανευφήμου Εὐφημίας, ὅτε τὸν Τόμον τοῦ τῆς Πίστεως ὅρου τῶν ἑξακοσίων τριάκοντα Θεοφόρων Πατέρων τῶν ἐν Χαλκηδόνι συνελθόντων, τουτέστι τῆς ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Δ΄ Συνόδου, ἐκράτυνεν.
Εἰς τὴν Εὐφημίαν.
Δίκαζε μάρτυς τοῖς ὅροις καὶ κειμένη,
Κυροῦσα πίστιν ἧς ἐνήθλησας πόθῳ.
Εἰς τὴν Σύνοδον.
Θεοῦ Λόγου σάρκωσιν ἀψευδεστάτην,
Ὁ φάσμα φάσκων Εὐτυχὴς καθηρέθη.
Θέσκελον ἑνδεκάτῃ ὅρον ἐμπεδοῖ Εὐφημίη.
Ἡ Ἁγία αὕτη καὶ καλλίνικος Μάρτυς Εὐφημία, ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Διοκλητιανοῦ καὶ Πρίσκου ἀνθυπάτου Ῥώμης ἐν ἔτει σπη΄ [288]. Ἐκατάγετο δὲ ἀπὸ τὴν Χαλκηδόνα, θυγάτηρ οὖσα, πατρὸς μέν, Φιλόφρονος καλουμένου, μητρὸς δέ, Θεοδοσιανῆς. Αὕτη λοιπὸν διαβαλθεῖσα, πῶς ὡμολόγει τὸν Χριστόν, ἐτιμωρήθη μὲ τροχοὺς καὶ μὲ φωτίαν, ὁμοίως καὶ μὲ μηχανὰς καὶ τρόπους ἄλλων βασάνων. Ὕστερον δὲ ἐδόθη εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τὴν φάγουν, ἔμεινεν ὅμως ἀπὸ αὐτὰ ἀβλαβής. Εἶτα δαγκαθεῖσα ὀλίγον ἀπὸ μίαν ἀρκούδαν, καὶ προσευχηθεῖσα, παρέδωκε τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ μέσα εἰς τὸ θέατρον. Τὸ δὲ τίμιον αὐτῆς λείψανον ἀπετέθη μέσα εἰς ἕνα κιβώτιον. Καὶ ὅρα πλατύτερον τὸ Συναξάριον αὐτῆς κατὰ τὴν δεκάτην ἕκτην τοῦ Σεπτεμβρίου. Μετὰ δὲ παρέλευσιν χρόνων πολλῶν, ὅταν ἐπλατύνθη ἡ εὐσέβεια εἰς τὸν κόσμον, τότε ἔγινε τοιοῦτον τεράστιον εἰς τὰς ἡμέρας Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ ἐν ἔτει υι΄ [410]. Ἕνας Μοναχὸς καὶ Ἱερεύς, Εὐτυχὴς ὀνομαζόμενος, ἔγινεν ἀρχηγὸς αἱρέσεως. Ἔλεγε γὰρ ὁ φρενοβλαβής, ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχει μίαν μόνην φύσιν τὴν τῆς θεότητος δηλαδή, καὶ μίαν μόνην ἐνέργειαν τὴν τῆς θεότητος, ὅστις ἐκαθηρέθη ἀπὸ τὸν Ἅγιον Φλαβιανὸν τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ δὲ δυστυχὴς Εὐτυχὴς μεταχειρισθεὶς ὄργανα καὶ μέσα τοὺς τοῦ βασιλέως ἀθέους εὐνούχους, δὲν ἔπαυε ταράττων τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ἐνέδρας ποιῶν, ἕως ὁποῦ ὁ βασιλεὺς Θεοδόσιος ἐτελεύτησεν.
Ὅταν δὲ ὁ Μαρκιανὸς ἐβασίλευσε μαζὶ μὲ τὴν Πουλχερίαν, ἐπρόσταξε νὰ γένῃ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐν Χαλκηδόνι ἐν ἔτει υνα΄ [451]. Ὅθεν ἐσυνάχθησαν ἑξακόσιοι τριάκοντα Ἐπίσκοποι. Ἐποίησαν δὲ ἀμφότερα τὰ μέρη, τὰ τῶν Ὀρθοδόξων δηλαδὴ καὶ τὰ τῶν κακοδόξων Μονοφυσιτῶν, δύω τόμους, ἤτοι βιβλία. Καὶ ἀνοίξαντες τὸ σεντοῦκι, ὁποῦ περιεῖχε τὸ τίμιον λείψανον τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ἀπέθεσαν τὰ βιβλία ἐπάνω εἰς τὸ στῆθός της βουλλωμένα. Ὕστερα δὲ ἀπὸ διωρισμένας ἡμέρας ἀνοίξαντες, εἶδον καὶ ἐξέστησαν. Ἐθεώρησαν γάρ, τὸν μὲν τόμον τῶν αἱρετικῶν ἐρριμμένον κατὰ γῆς, κάτω εἰς τοὺς πόδας τῆς Ἁγίας, τὸν δὲ τόμον τῶν Ὀρθοδόξων, τὸν περιέχοντα τὸν ὅρον καὶ τὴν ἀπόφασιν τῆς ἁγίας Συνόδου, εἶδον ὁποῦ ἐκράτει ἡ Μάρτυς εἰς τὰς ἀγκάλας της. Τούτου δὲ γενομένου, ἐθαύμασαν ἅπαντες διὰ τὸ τοιοῦτον τεράστιον. Καὶ οἱ μὲν Ὀρθόδοξοι, ἐστηρίχθησαν εἰς τὴν πίστιν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεόν, τὸν ποιοῦντα καθ’ ἑκάστην μεγάλα καὶ παράδοξα πρὸς ἐπιστροφὴν καὶ διόρθωσιν τῶν πολλῶν. Οἱ δὲ αἱρετικοὶ Μονοφυσίται, κατησχύνθησαν. Τελεῖται δὲ ἡ τῆς Ἁγίας ταύτης Εὐφημίας Σύναξις καὶ ἑορτή, εἰς τὸν μαρτυρικὸν αὐτῆς Ναόν, τὸν εὑρισκόμενον εἰς τόπον λεγόμενον Ἀντιόχου, κοντὰ εἰς τὸν Λαῦσον (1).
(1) Σημείωσαι, ὅτι ὑπόμνημα συνέγραψεν εἰς τὴν ἔνδοξον ταύτην καὶ Μεγαλομάρτυρα Εὐφημίαν, Μακάριος Ἱερομόναχος ὁ Μακρῆς, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἀλλὰ πῶς ἄν τις μᾶλλον». (Σῴζεται ἐν τῷ πέμπτῳ Πανηγυρικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου.) Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ καὶ ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων σῴζεται καὶ ἄλλο ἐγκώμιον αὐτῆς οὗ ἡ ἀρχή· «Ἥκω τὸ ἐπίταγμα φέρων». Ἔστι δὲ ποίημα Κωνσταντίνου Ἐπισκόπου Τίου, καὶ ἀναφέρει περὶ τῆς εὑρέσεως τοῦ λειψάνου αὐτῆς· ὅρα καὶ εἰς τὴν δεκάτην ἕκτην τοῦ Σεπτεμβρίου.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Κινδέου τοῦ Πρεσβυτέρου.
Οὐκ ἄξιόν τι καύσεως ὅλως ἔχων,
Σωθεὶς πυρὸς τέθνηκας οὕτω Κινδέε.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ ἕνα χωρίον ὀνομαζόμενον Ταλμενία Σίδης τῆς Παμφυλίας, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, ἐν ἔτει σϞ΄ [290], καταγόμενος ἐκ προγόνων ἀπὸ τὰ Οὐμάναδα. Φερθεὶς δὲ εἰς τὸν ἡγεμόνα Στρατόνικον, ὡμολόγησε παρρησίᾳ τὸν Χριστόν. Ὅθεν ἐκάρφωσαν εἰς τοὺς πόδας του σιδηρένια ὑποδήματα, καὶ ἠνάγκασαν αὐτὸν νὰ τρέξῃ κατὰ τὸ μέρος τῆς ἱερᾶς λεγομένης πόρτας (2). Ἐκεῖ δὲ ἀπάντησεν ἕνα ἄνθρωπον, ὅστις ἐβάσταζεν ἕνα φορτίον ξύλα. Ἐπειδὴ δὲ οἱ Ἕλληνες ἤθελον νὰ ἁρπάσουν τὰ ξύλα χάρισμα διὰ νὰ κατακαύσουν τὸν Μάρτυρα, διὰ τοῦτο ὁ Ἅγιος ἔδωκεν εἰς τὸν ἄνθρωπον τριάντα φόλλας διὰ τὴν τιμὴν τῶν ξύλων. Θελόντων δὲ τῶν Ἑλλήνων νὰ φορτώσουν τὰ ξύλα ἐπάνω εἰς ἄλλους, ὁ Ἅγιος δὲν ἀφῆκεν, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ ἴδιος τὰ ἐφόρτωσεν εἰς τὸν ὦμόν του. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀνάφθη ἡ πυρκαϊά, ἐμβῆκε μέσα εἰς αὐτὴν ὁ γενναῖος ἀθλητής, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μέσα ἐδίδασκε καὶ ἐπαρακίνει τοὺς Ἕλληνας εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ βλάπτεται ἀπὸ τὴν φωτίαν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἀέρας ἐσκοτίσθη καὶ ἔγιναν ἀστραπαὶ καὶ βρονταί, διὰ τοῦτο ὁ Ἅγιος ἐπροσευχήθη, καὶ εὐθὺς ἔγινε γαλήνη καὶ πολλὴ ἐξαστερία, καὶ ἔτζι παρέδωκε τὸ πνεῦμά του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Βλέπωντας δὲ τὸ θαῦμα τοῦτο ὁ ἱερεὺς τῶν εἰδώλων, ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν. Ἔπειτα ἐκατάπεισε καὶ τὴν γυναῖκά του καὶ ἐπίστευσε καὶ αὐτή, ἡ ὁποία ἔστειλε τὴν δουλεύτραν της καὶ ἐκήδευσε τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου μὲ μῦρα καὶ σινδόνια, καὶ ἔτζι ἔλαβον καὶ οἱ δύω τὸ Ἅγιον Βάπτισμα. Ἀλλὰ καὶ ἕνας ἄλλος καταγόμενος ἀπὸ τὰ Οὐμάναδα, Ὀρέστης ὀνόματι, Διάκονος τῆς Ἐκκλησίας, λαβὼν τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου Κινδέου ὁμοῦ μὲ τὴν πάντιμον αὐτοῦ κεφαλήν, ὢ τοῦ θαύματος! ἐσηκώθη ὡσὰν ὁ Ἀββακοὺμ εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἐπῆγεν εἰς μίαν ἡμέραν ἀπὸ τὴν Παμφυλίαν εἰς τὴν πατρίδα του Οὐμάναδα. Ἐκεῖ δὲ κατασκευάσας ἕνα κιβώτιον, ἀπεθησαύρισεν εἰς αὐτὸ τὰ ἅγια λείψανα διὰ μέσου τῶν χειρῶν τῶν Ἱερέων, καθὼς εἶναι τάξις καὶ συνήθεια νὰ γίνεται ἐν τῇ καταθέσει τῶν ἁγίων λειψάνων.
(2) Ἐν δὲ τῷ Συναξαριστῇ τῆς τοῦ Διονυσίου Μονῆς γράφεται, ὅτι ἔδραμεν ὁ Ἅγιος μετὰ τῶν ὑποδημάτων κατὰ τὴν Ἱεράπολιν.
*
Ὁ Ὅσιος Λέων ὁ ἐν τῇ μάνδρᾳ ἐν εἰρήνη τελειοῦται.
Ἐκ γῆς ἀπελθὼν ἐντρυφᾷ τερπνοῖς Λέων,
Ὧν εἶχε ἐν γῇ τὰς ἀπορροίας πάλαι.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μαρκιανὸς μαχαίρᾳ τελειοῦται.
Ὑπῆρξε θήκη Μαρκιανὲ σὸς φάρυγξ,
Χωροῦσα τὴν μάχαιραν, ἣν κατεκρίθης.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μαρτυροκλῆς τοξευθεὶς τελειοῦται.
Ὁ Μαρτυροκλῆς Μαρτύρων εὗρε κλέος,
Μάρτυς φανεὶς ἄριστος ἐκ τοξευμάτων.
*
Ὁ Ὅσιος Νικόδημος, ὁ ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς τοῦ Βατοπαιδίου Ἱερᾶς Μονῆς ἀσκήσας, καὶ διδάσκαλος χρηματίσας τοῦ θείου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ διὰ τῆς κατὰ Χριστὸν φιλοσοφίας, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (3).
Πῶς ἀγέραστον καταλίπω τοῖς λόγοις;
Τὸν Νικόδημον, ᾧ γέρας νῆψις νόου;
(3) Ὅρα εἰς τὴν Φιλοκαλίαν τὴν παρ’ αὐτοῦ ἐκτεθεῖσαν διδασκαλίαν περὶ νοερᾶς προσευχῆς.
*
Ὁ Ἅγιος νέος Ὁσιομάρτυς Νικόδημος, ὁ μαρτυρήσας ἐν Ἀλμπασανίῳ τῆς Ἀλβανίας κατὰ τὸ ἔτος ͵αψκβ΄ [1722], ξίφει τελειοῦται.
Ὁ Νικόδημος ῥάβδον ἐν χερσὶν φέρων,
Πλάνην πατάσσει Ἀγαρηνῶν ἀνόμων (4).
(4) Ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον. Τούτου τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου σῴζεται καὶ ᾀσματικὴ Ἀκολουθία εἰς ἰδίαν φυλλάδα, τετυπωμένην ἐν Μοσχοπόλει.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *