Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου11 Αυγούστου

Των Αγίων Εύπλου του Διακόνου, Νεοφύτου, Ζήνωνος, Γαΐου, Νήφωνος Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Τω αυτώ μηνί ΙΑ’, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Εύπλου του Διακόνου.

Εκ της στολής μεν, σεπτός Εύπλος Λευΐτης,
Εκ της τομής δε στερρός όντως οπλίτης.

Πλήγη ενδεκάτη ξίφει Εύπλος κωπήεντι.

Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σϞς’ [296], καταγόμενος από την Κατάνην, την ευρισκομένην εις την επαρχίαν της Σικελίας. Διαβαλθείς δε εις τον άρχοντα Καλβιασιανόν, και μη πεισθείς να αρνηθή τον Χριστόν, πρώτον μεν εδέθη τας χείρας και τους πόδας, ομού και τα γόνατα. Έπειτα δε, εκρεμάσθη εις ένα ξύλον ορθόν και εξεσχίσθη με σιδηρά χέρια. Τότε δε ελθούσα εις αυτόν μία θεϊκή φωνή τον ενεδυνάμωσε. Μετά ταύτα, ετζάκισαν τας άντζας του με σιδηρένια σφυρία, και έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν. Εκεί δε ευρισκόμενος ο Άγιος, με μόνην την προσευχήν του έκαμε και ανέβλυσε μία βρύσις νερού, και ούτως εύγαλαν αυτόν από την φυλακήν. Έπειτα έβαλαν αυτόν πάλιν εις την φυλακήν, και με σιδηρά και πυρωμένα ονύχια κατεπλήγωσαν τα αυτία του, τελευταίον δε απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, και έτζι έλαβε παρά Κυρίου τον του μαρτυρίου άφθαρτον στέφανον.

*

Τη αυτή ημέρα τελούνται τα εγκαίνια του σεβασμίου και περικαλλούς οίκου και θείου Ναού της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου της Ελεούσης.

*

Διήγησις περί της αχειροποιήτου εικόνος του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

Ου θαύμα βρύειν θαυμάτων πληθύν ξένην,
Μορφήν θεουδή θαυματεργάτου Λόγου.

Εις τας ημέρας του ευσεβούς βασιλέως Τιβερίου εν έτει φος’ [576], έγινεν ένα θαύμα μέγα και παράδοξον. Μία γυναίκα Μαρία ονομαζομένη, συγκλητική και φιλόχριστος, πατρικία κατά το αξίωμα, χήρα ούσα, έπεσεν εις ένα πάθος χαλεπόν και ανιάτρευτον. Απελπισθείσα λοιπόν από κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν, αφιέρωσε τον εαυτόν της εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, όστις έβαλεν εις την καρδίαν αυτής ένα τοιούτον αγαθόν συλλογισμόν, ήγουν απεφάσισεν η γυνή αύτη, και έστειλεν εις τους Ιερείς, οπού υπηρέτουν εις την αγίαν δεσποτικήν και αχειροποίητον εικόνα του Κυρίου (1), παρακαλούσα αυτούς να έλθουν προς αυτήν. Όταν δε ήλθον εκείνοι, έπεσεν η γυνή εις τους πόδας αυτών λέγουσα, παρακαλώ σας, αυθένται μου, επειδή ο Θεός εσυγχώρησε να παιδεύωμαι δια τας πολλάς αμαρτίας μου, από την δεινήν ταύτην και ανιάτρευτον ασθένειαν, δια τούτο θέλω και αγαπώ η ταλαίπωρος, αγκαλά και είμαι αναξία, να δεχθώ εις τον ευτελή μου οίκον δια των αγίων σας ευχών, τον δεσποτικόν και αχειροποίητον χαρακτήρα του Κυρίου μας εις ημέρας τεσσαράκοντα, ίσως δι’ αυτού ποιήση έλεος ο Κύριος εις εμέ. Οι δε Ιερείς γνωρίζοντες την καλήν ζωήν και την πνευματικήν κατάστασιν της γυναικός, έφερον εις τον οίκον της τον άγιον Χαρακτήρα, και ευθύς οπού άνοιξαν την θήκην αυτού, έπεσεν η γυνή και επροσκύνησεν αυτόν. Είτα πέρνουσα λεπτόν πανίον από βαμβάκι, εμέτρησε την αγίαν εικόνα, και το πανίον έβαλεν επάνω εις την αυτήν αγίαν εικόνα, και ούτως αποθέσασα ταύτην μέσα εις καθαρόν σκρινίον και σφαλίσασα, έβαλεν εις το παρεκκλήσιον, οπού είχεν εν τω οίκω της. Ανάψασα δε και κανδήλαν λαμπράν έμπροσθεν της θείας εικόνος, υπηρετούσεν αυτήν έως ημέρας τεσσαράκοντα.

Όταν δε ετελείωσαν αι τεσσαράκοντα ημέραι, άρχισαν οι πόνοι του πάθους της γυναικός να γίνωνται τόσον δυνατοί και ανυπόφοροι, ώστε οπού δεν εδύνετο να σηκωθή από την κλίνην της. Καλέσασα δε μίαν από τας δουλεύτρας της, την οποίαν ήξευρε καθαρωτέραν από τας άλλας, λέγει προς αυτήν, φέρε μοι την θήκην της αγίας εικόνος δια να προσκυνήσω αυτήν, και εύρω ολίγην άνεσιν από τον υπερβολικόν πόνον οπού με κρατεί. Η δε δουλεύτρα πηγαίνουσα εις το παρεκκλήσιον, είδεν ένα θαύμα φοβερόν και παράδοξον. Ευγήκε γαρ μία φλόγα πυρός από την αγίαν εκείνην θήκην, η οποία ανέβαινεν έως εις την στέγην του παρεκκλησίου, και εσκέπαζεν όλον το βήμα, και από την στέγην εκατέβαινε κάτω εις το έδαφος, χωρίς να καίη κανένα μέρος του παρεκκλησίου. Εκπλαγείσα δε η δουλεύτρα δια το βλεπόμενον θαύμα, έπεσε κατά γης. Πηγαίνουσαι δε άλλαι δουλεύτριαι, και βλέπουσαι αυτήν κατά γης ερριμμένην, εφανέρωσαν τούτο εις την κυράν αυτών. Η δε φοβηθείσα μεγάλως, εκατέβη από την κλίνην της, και με βίαν μεγάλην επήγεν εις το παρεκκλήσιον. Βλέπουσα δε την φλόγα, εφώναξε το, Κύριε ελέησον. Έπειτα έστειλε και έφερεν ογλίγωρα τους Ιερείς και υπηρέτας της αγίας εικόνος, μαζί δε με αυτούς ηκολούθησε και λαός πολύς. Βλέποντες δε όλοι το παράδοξον, κατεπλάγησαν και όσον ανέβαινε και εκατέβαινεν η φλόγα, ωσάν το πανί του καραβίου, όταν ριπίζεται από τον άνεμον, τόσον και αυτοί έκραζον το, Κύριε ελέησον, εις ώρας πολλάς. Ποιήσαντες δε ευχήν οι Ιερείς, κατέπεσεν η φλόγα. Είτα ανοίξαντες την θήκην, ευρήκαν την αγίαν και δεσποτικήν και αχειροποίητον εικόνα αβλαβή και ολόκληρον. Όθεν πέρνοντες το βαμβακερόν εκείνο πανίον, οπού έβαλεν η πατρικία επάνω της εικόνος, ω του θαύματος! ευρήκαν εις αυτό τυπωμένον άλλον χαρακτήρα αχειροποίητον του Κυρίου, όμοιον με τον πρωτότυπον.

Όθεν όλοι δοξάσαντες τον Θεόν δια το παράδοξον τούτο, ασπάσθηκαν τον τυπωθέντα άγιον χαρακτήρα του Κυρίου. Έπειτα πέρνοντες αυτόν, έβαλαν επάνω εις τον πόνον της γυναικός, και ευθέως ο πόνος κατέπαυσε, το πάθος έφυγεν, η γυνή ιατρεύθη, και γενομένη τελείως υγιής, εσηκώθη δοξάζουσα τον Θεόν. Ύστερον δε από μερικούς χρόνους, προγνωρίσασα τον θάνατόν της η τιμιωτάτη εκείνη γυνή (επειδή ήτον σκεύος εκλεκτόν), έλαβε φροντίδα δια να φανερώση τον άγιον χαρακτήρα εις το εν τη Μελιτινή της Αρμενίας ευρισκόμενον Μοναστήριον των Καλογραίων, το επ’ ονόματι τιμώμενον της Αναλήψεως του Κυρίου. Ευρισκομένης δε της γυναικός εις τούτον τον λογισμόν, ιδού και έφθασεν εις την Κωνσταντινούπολιν Δομετιανός ο Αρχιεπίσκοπος της Μελιτινής, ο εξάδελφος ων του βασιλέως Μαυρικίου, ομού με τους πρώτους άρχοντας της Μελιτινής, ωσάν να ήθελε στείλη τινάς αυτούς επίτηδες. Όθεν η τιμία πατρικία ακούσασα τον ερχομόν τους, ενεχείρισε την αγίαν εικόνα εις τον Αρχιεπίσκοπον, λέγουσα και τον σκοπόν της, δια τον οποίον αποστέλλει αυτήν εις το εκεί Μοναστήριον. Δεν πρέπει δε να αφήσωμεν σιωπημένον και το δεύτερον θαύμα, οπού εποίησεν η αγία αύτη εικών του Κυρίου, όταν οι Πέρσαι εκούρσευον τα μέρη των Ρωμαίων, επί της βασιλείας Ηρακλείου εν έτει χιε’ [615]. Τότε γαρ αι ρηθείσαι Καλογραίαι του εν Μελιτινή Μοναστηρίου, φοβούμεναι, μήπως σκλαβωθώσιν, έφυγαν από το Μοναστήριον εκείνο, και επήγαν εις την Κωνσταντινούπολιν. Και επειδή αυταί ήτον από γένη ευγενικά, δια τούτο έδωκεν εις αυτάς ο τότε Πατριάρχης Σέργιος ένα Μοναστήριον. Μαθών δε πως αυταί είχον τον άγιον και αχειροποίητον χαρακτήρα του Κυρίου, επήρεν αυτόν από τας Καλογραίας χωρίς να θέλουν. Αλλ’ όμως κατ’ εκείνας τας ημέρας, εκ της αιτίας ταύτης, ηκολούθησαν εις τον Πατριάρχην πολλαί και αλλεπάλληλοι θλίψεις. Δηλαδή βασιλέως αγανάκτησις κατ’ αυτού, θάνατοι αιφνίδιοι των συγγενών του και φίλων, ταραχαί διάφοροι της Εκκλησίας. Απορώντας δε ο Πατριάρχης δια ποίαν τάχα αιτίαν, ακολουθούν εις αυτόν οι τοιούτοι πειρασμοί, βλέπει εις το όνειρόν του ένα φοβερόν άνδρα εστώτα, και λέγοντα εις αυτόν: δος οπίσω ογλίγωρα εκείνο, οπού επήρες αδίκως από το Μοναστήριον.

Σηκωθείς δε από τον ύπνον, εκάλεσε τους ανθρώπους του, και ερώτα αυτούς λέγων: τι πολλαί είναι αι θλίψεις αυταί οπού μοι ακολουθούν; και δια ποίαν αιτίαν εγώ υπομένω ταύτας; μάλιστα οπού κατά την νύκτα ταύτην, είδον ένα φοβερόν άνθρωπον, ο οποίος μοι έλεγε, δος οπίσω εκείνο, οπού έλαβες αδίκως από το Μοναστήριον· και εγώ δεν ηξεύρω τίνος πράγμα επήρα. Οι δε άνθρωποί του λέγουσιν εις αυτόν· Δέσποτα, μη συλλογίζεσαι τίποτε, επειδή και κανένα ποτέ δεν αδίκησας, αλλά από την ενέργειαν των δαιμόνων είναι και αι θλίψεις, και αι φαντασίαι οπού σοι έρχονται. Κατά δε την ερχομένην νύκτα, πάλιν εφάνη εις τον Πατριάρχην ο φοβερός εκείνος άνθρωπος, και λέγει εις αυτόν με αυστηρότητα. Δος οπίσω ογλίγωρα εκείνο, οπού έλαβες από το Μοναστήριον της Αναλήψεως· δεν ηξεύρεις, ότι αι Καλογραίαι είναι ξέναι και απαρηγόρητοι, επειδή και ήλθον εδώ φεύγουσαι από την πατρίδα των; Εξυπνήσας δε ο Πατριάρχης λέγει προς τον κουβουκλείσιόν του: αδελφέ, όταν έλαβες από τας Καλογραίας τον Δεσποτικόν χαρακτήρα, πώς τούτο ενόμισαν; Ο δε απεκρίθη: πολλά βαρύ Δέσποτα τούτο εφάνη εις αυτάς· και ανίσως είχον δύναμιν, ήθελαν μας εκδικηθούν. Τότε εκατάλαβεν ο Πατριάρχης, και εκατηγόρησε δια τούτο τον εαυτόν του. Όθεν με πολλήν ογλιγωράδα και με τιμήν απέστειλεν εις το Μοναστήριον των Καλογραίων τον άγιον χαρακτήρα του Κυρίου, κατά την εικοστήν ενάτην του Νοεμβρίου μηνός. Και λοιπόν κατέπαυσαν μεν οι πειρασμοί και αι θλίψεις του Πατριάρχου, αι δε Καλογραίαι εχάρησαν, με το να απέλαβον την εκ της αγίας εικόνος προερχομένην χαράν και παρηγορίαν των.

(1) Αχειροποίητος χαρακτήρ νοείται ίσως εδώ, ον απονιψάμενος ο Κύριος έτι ζων, ενετύπωσεν εις το άγιον μανδύλιον, και απέστειλεν αυτόν τω Αυγάρω, περί ου γράφεται κατά την δεκάτην έκτην του παρόντος Αυγούστου. Τέσσαρες γαρ αχειροποίητοι χαρακτήρες, ή εικόνες ήτον του Κυρίου. Πρώτος μεν, ο τω Αυγάρω πεμφθείς. Δεύτερος, ο εν τω αγίω κεραμίω εντυπωθείς, τω όντι έμπροσθεν του ρηθέντος πρώτου χαρακτήρος· ως τούτο ιστορείται κατά την δεκάτην έκτην του Αυγούστου. Τρίτος ο εν Καμουλιανοίς ευρεθείς, ον ο Κύριος συγκαταβάς τη Ακυλίνη, απένιψε το άγιον αυτού πρόσωπον, και εις μανδύλιον ενετύπωσε· περί ου όρα εις την ενάτην του παρόντος Αυγούστου. Τέταρτος δε αχειροποίητος χαρακτήρ, είναι ούτος, οπού αναφέρεται εδώ.

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Νεοφύτου, Ζήνωνος, Γαΐου, Μάρκου, Μακαρίου, και Γαϊανού, δια πυρός τελειωθέντων. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εν τω εξαέρω οίκω των Αγίων και ενδόξων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού εν τοις Δαρείου.

Εις τον Νεόφυτον, Ζήνωνα, και Γάϊον.

Νεοφύτω Ζήνωνι και τω Γαΐω,
Στρωμνή τις η κάμινος, ης κείνται μέσον.

Εις τον Μάρκον, Μακάριον, και Γαϊανόν.

Ώφθησαν οσμή θυμιαμάτων ξένη,
Τρεις ζωόκαυστοι Μάρτυρες τη Τριάδι.

*

Ο Όσιος Πασσαρίων εν ειρήνη τελειούται.

Ο Πασσαρίων πάσαν αρετήν φέρων,
Πασών αμοιβάς γης αποστάς λαμβάνει.

*

11-8 (1)Ο Όσιος Νήφων, ο εν τη κατά Άθω κοινοβιακή Μονή του Αγίου Διονυσίου ασκήσας, και γενόμενος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, εν έτει ͵αυξ’ [1460], εν ειρήνη τελειούται (2).

Λιπών ο Νήφων την κάτω προεδρίαν,
Χριστώ παρέστη τω προέδρω των όλων.

(2) Τον Βίον τούτου όρα εις το Νέον Εκλόγιον. Τούτου ευρίσκεται και ασματική Ακολουθία εις την ρηθείσαν Μονήν, την οποίαν η εμή αδυναμία προσθήκαις και αφαιρέσεσι και μεταβολαίς εβελτίωσε και εδιώρθωσεν. Η αυτή δε Ακολουθία ευρίσκεται και εις την Βλαχίαν κατά την Επισκοπήν του πανιερολογιωτάτου και φιλοκάλου ανδρός Αγίου Αρτζεσίου κυρίου Ιωσήφ, ούτινος τη προτροπή και αξιώσει τη προς εμέ, έλαβε την ανωτέρω βελτίωσιν και διόρθωσιν. Εκεί γαρ εις το Μοναστήριον Άρζεσι, ευρίσκεται η ιερά και θαυματόβρυτος κάρα του Αγίου Νήφωνος. Τα δε λοιπά αυτού άγια λείψανα, ευρίσκονται εν τη ανωτέρω Μονή του Διονυσίου.

 

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΑ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Εὔπλου τοῦ Διακόνου.

Ἐκ τῆς στολῆς μέν, σεπτὸς Εὖπλος Λευΐτης,
Ἐκ τῆς τομῆς δὲ στερρὸς ὄντως ὁπλίτης.

Πλήγη ἑνδεκάτῃ ξίφει Εὖπλος κωπήεντι.

Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, ἐν ἔτει σϞς΄ [296], καταγόμενος ἀπὸ τὴν Κατάνην, τὴν εὑρισκομένην εἰς τὴν ἐπαρχίαν τῆς Σικελίας. Διαβαλθεὶς δὲ εἰς τὸν ἄρχοντα Καλβιασιανόν, καὶ μὴ πεισθεὶς νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, πρῶτον μὲν ἐδέθη τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, ὁμοῦ καὶ τὰ γόνατα. Ἔπειτα δέ, ἐκρεμάσθη εἰς ἕνα ξύλον ὀρθὸν καὶ ἐξεσχίσθη μὲ σιδηρᾶ χέρια. Τότε δὲ ἐλθοῦσα εἰς αὐτὸν μία θεϊκὴ φωνὴ τὸν ἐνεδυνάμωσε. Μετὰ ταῦτα, ἐτζάκισαν τὰς ἄντζας του μὲ σιδηρένια σφυρία, καὶ ἔρριψαν αὐτὸν εἰς τὴν φυλακήν. Ἐκεῖ δὲ εὑρισκόμενος ὁ Ἅγιος, μὲ μόνην τὴν προσευχήν του ἔκαμε καὶ ἀνέβλυσε μία βρύσις νεροῦ, καὶ οὕτως εὔγαλαν αὐτὸν ἀπὸ τὴν φυλακήν. Ἔπειτα ἔβαλαν αὐτὸν πάλιν εἰς τὴν φυλακήν, καὶ μὲ σιδηρᾶ καὶ πυρωμένα ὀνύχια κατεπλήγωσαν τὰ αὐτία του, τελευταῖον δὲ ἀπέκοψαν τὴν ἁγίαν του κεφαλήν, καὶ ἔτζι ἔλαβε παρὰ Κυρίου τὸν τοῦ μαρτυρίου ἄφθαρτον στέφανον.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τελοῦνται τὰ ἐγκαίνια τοῦ σεβασμίου καὶ περικαλλοῦς οἴκου καὶ θείου Ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου τῆς Ἐλεούσης.

*

Διήγησις περὶ τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Οὐ θαῦμα βρύειν θαυμάτων πληθὺν ξένην,
Μορφὴν θεουδῆ θαυματεργάτου Λόγου.

Εἰς τὰς ἡμέρας τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως Τιβερίου ἐν ἔτει φος΄ [576], ἔγινεν ἕνα θαῦμα μέγα καὶ παράδοξον. Μία γυναῖκα Μαρία ὀνομαζομένη, συγκλητικὴ καὶ φιλόχριστος, πατρικία κατὰ τὸ ἀξίωμα, χήρα οὖσα, ἔπεσεν εἰς ἕνα πάθος χαλεπὸν καὶ ἀνιάτρευτον. Ἀπελπισθεῖσα λοιπὸν ἀπὸ κάθε ἀνθρωπίνην βοήθειαν, ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτόν της εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὅστις ἔβαλεν εἰς τὴν καρδίαν αὐτῆς ἕνα τοιοῦτον ἀγαθὸν συλλογισμόν, ἤγουν ἀπεφάσισεν ἡ γυνὴ αὕτη, καὶ ἔστειλεν εἰς τοὺς Ἱερεῖς, ὁποῦ ὑπηρέτουν εἰς τὴν ἁγίαν δεσποτικὴν καὶ ἀχειροποίητον εἰκόνα τοῦ Κυρίου (1), παρακαλοῦσα αὐτοὺς νὰ ἔλθουν πρὸς αὐτήν. Ὅταν δὲ ἦλθον ἐκεῖνοι, ἔπεσεν ἡ γυνὴ εἰς τοὺς πόδας αὐτῶν λέγουσα, παρακαλῶ σας, αὐθένται μου, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἐσυγχώρησε νὰ παιδεύωμαι διὰ τὰς πολλὰς ἁμαρτίας μου, ἀπὸ τὴν δεινὴν ταύτην καὶ ἀνιάτρευτον ἀσθένειαν, διὰ τοῦτο θέλω καὶ ἀγαπῶ ἡ ταλαίπωρος, ἀγκαλὰ καὶ εἶμαι ἀναξία, νὰ δεχθῶ εἰς τὸν εὐτελῆ μου οἶκον διὰ τῶν ἁγίων σας εὐχῶν, τὸν δεσποτικὸν καὶ ἀχειροποίητον χαρακτῆρα τοῦ Κυρίου μας εἰς ἡμέρας τεσσαράκοντα, ἴσως δι’ αὐτοῦ ποιήσῃ ἔλεος ὁ Κύριος εἰς ἐμέ. Οἱ δὲ Ἱερεῖς γνωρίζοντες τὴν καλὴν ζωὴν καὶ τὴν πνευματικὴν κατάστασιν τῆς γυναικός, ἔφερον εἰς τὸν οἶκόν της τὸν ἅγιον Χαρακτῆρα, καὶ εὐθὺς ὁποῦ ἄνοιξαν τὴν θήκην αὐτοῦ, ἔπεσεν ἡ γυνὴ καὶ ἐπροσκύνησεν αὐτόν. Εἶτα πέρνουσα λεπτὸν πανίον ἀπὸ βαμβάκι, ἐμέτρησε τὴν ἁγίαν εἰκόνα, καὶ τὸ πανίον ἔβαλεν ἐπάνω εἰς τὴν αὐτὴν ἁγίαν εἰκόνα, καὶ οὕτως ἀποθέσασα ταύτην μέσα εἰς καθαρὸν σκρινίον καὶ σφαλίσασα, ἔβαλεν εἰς τὸ παρεκκλήσιον, ὁποῦ εἶχεν ἐν τῷ οἴκῳ της. Ἀνάψασα δὲ καὶ κανδήλαν λαμπρὰν ἔμπροσθεν τῆς θείας εἰκόνος, ὑπηρετοῦσεν αὐτὴν ἕως ἡμέρας τεσσαράκοντα.

Ὅταν δὲ ἐτελείωσαν αἱ τεσσαράκοντα ἡμέραι, ἄρχισαν οἱ πόνοι τοῦ πάθους τῆς γυναικὸς νὰ γίνωνται τόσον δυνατοὶ καὶ ἀνυπόφοροι, ὥστε ὁποῦ δὲν ἐδύνετο νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὴν κλίνην της. Καλέσασα δὲ μίαν ἀπὸ τὰς δουλεύτρας της, τὴν ὁποίαν ἤξευρε καθαρωτέραν ἀπὸ τὰς ἄλλας, λέγει πρὸς αὐτήν, φέρε μοι τὴν θήκην τῆς ἁγίας εἰκόνος διὰ νὰ προσκυνήσω αὐτήν, καὶ εὕρω ὀλίγην ἄνεσιν ἀπὸ τὸν ὑπερβολικὸν πόνον ὁποῦ μὲ κρατεῖ. Ἡ δὲ δουλεύτρα πηγαίνουσα εἰς τὸ παρεκκλήσιον, εἶδεν ἕνα θαῦμα φοβερὸν καὶ παράδοξον. Εὐγῆκε γὰρ μία φλόγα πυρὸς ἀπὸ τὴν ἁγίαν ἐκείνην θήκην, ἡ ὁποία ἀνέβαινεν ἕως εἰς τὴν στέγην τοῦ παρεκκλησίου, καὶ ἐσκέπαζεν ὅλον τὸ βῆμα, καὶ ἀπὸ τὴν στέγην ἐκατέβαινε κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, χωρὶς νὰ καίῃ κᾀνένα μέρος τοῦ παρεκκλησίου. Ἐκπλαγεῖσα δὲ ἡ δουλεύτρα διὰ τὸ βλεπόμενον θαῦμα, ἔπεσε κατὰ γῆς. Πηγαίνουσαι δὲ ἄλλαι δουλεύτριαι, καὶ βλέπουσαι αὐτὴν κατὰ γῆς ἐρριμμένην, ἐφανέρωσαν τοῦτο εἰς τὴν κυρὰν αὑτῶν. Ἡ δὲ φοβηθεῖσα μεγάλως, ἐκατέβη ἀπὸ τὴν κλίνην της, καὶ μὲ βίαν μεγάλην ἐπῆγεν εἰς τὸ παρεκκλήσιον. Βλέπουσα δὲ τὴν φλόγα, ἐφώναξε τὸ, Κύριε ἐλέησον. Ἔπειτα ἔστειλε καὶ ἔφερεν ὀγλίγωρα τοὺς Ἱερεῖς καὶ ὑπηρέτας τῆς ἁγίας εἰκόνος, μαζὶ δὲ μὲ αὐτοὺς ἠκολούθησε καὶ λαὸς πολύς. Βλέποντες δὲ ὅλοι τὸ παράδοξον, κατεπλάγησαν καὶ ὅσον ἀνέβαινε καὶ ἐκατέβαινεν ἡ φλόγα, ὡσὰν τὸ πανὶ τοῦ καραβίου, ὅταν ῥιπίζεται ἀπὸ τὸν ἄνεμον, τόσον καὶ αὐτοὶ ἔκραζον τό, Κύριε ἐλέησον, εἰς ὥρας πολλάς. Ποιήσαντες δὲ εὐχὴν οἱ Ἱερεῖς, κατέπεσεν ἡ φλόγα. Εἶτα ἀνοίξαντες τὴν θήκην, εὑρῆκαν τὴν ἁγίαν καὶ δεσποτικὴν καὶ ἀχειροποίητον εἰκόνα ἀβλαβῆ καὶ ὁλόκληρον. Ὅθεν πέρνοντες τὸ βαμβακερὸν ἐκεῖνο πανίον, ὁποῦ ἔβαλεν ἡ πατρικία ἐπάνω τῆς εἰκόνος, ὢ τοῦ θαύματος! εὑρῆκαν εἰς αὐτὸ τυπωμένον ἄλλον χαρακτῆρα ἀχειροποίητον τοῦ Κυρίου, ὅμοιον μὲ τὸν πρωτότυπον.

Ὅθεν ὅλοι δοξάσαντες τὸν Θεὸν διὰ τὸ παράδοξον τοῦτο, ἀσπάσθηκαν τὸν τυπωθέντα ἅγιον χαρακτῆρα τοῦ Κυρίου. Ἔπειτα πέρνοντες αὐτόν, ἔβαλαν ἐπάνω εἰς τὸν πόνον τῆς γυναικός, καὶ εὐθέως ὁ πόνος κατέπαυσε, τὸ πάθος ἔφυγεν, ἡ γυνὴ ἰατρεύθη, καὶ γενομένη τελείως ὑγιής, ἐσηκώθη δοξάζουσα τὸν Θεόν. Ὕστερον δὲ ἀπὸ μερικοὺς χρόνους, προγνωρίσασα τὸν θάνατόν της ἡ τιμιωτάτη ἐκείνη γυνή (ἐπειδὴ ἦτον σκεῦος ἐκλεκτόν), ἔλαβε φροντίδα διὰ νὰ φανερώσῃ τὸν ἅγιον χαρακτῆρα εἰς τὸ ἐν τῇ Μελιτινῇ τῆς Ἁρμενίας εὑρισκόμενον Μοναστήριον τῶν Καλογραίων, τὸ ἐπ’ ὀνόματι τιμώμενον τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου. Εὑρισκομένης δὲ τῆς γυναικὸς εἰς τοῦτον τὸν λογισμόν, ἰδοὺ καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν Δομετιανὸς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Μελιτινῆς, ὁ ἐξάδελφος ὢν τοῦ βασιλέως Μαυρικίου, ὁμοῦ μὲ τοὺς πρώτους ἄρχοντας τῆς Μελιτινῆς, ὡσὰν νὰ ἤθελε στείλῃ τινὰς αὐτοὺς ἐπίτηδες. Ὅθεν ἡ τιμία πατρικία ἀκούσασα τὸν ἐρχομόν τους, ἐνεχείρισε τὴν ἁγίαν εἰκόνα εἰς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον, λέγουσα καὶ τὸν σκοπόν της, διὰ τὸν ὁποῖον ἀποστέλλει αὐτὴν εἰς τὸ ἐκεῖ Μοναστήριον. Δὲν πρέπει δὲ νὰ ἀφήσωμεν σιωπημένον καὶ τὸ δεύτερον θαῦμα, ὁποῦ ἐποίησεν ἡ ἁγία αὕτη εἰκὼν τοῦ Κυρίου, ὅταν οἱ Πέρσαι ἐκούρσευον τὰ μέρη τῶν Ῥωμαίων, ἐπὶ τῆς βασιλείας Ἡρακλείου ἐν ἔτει χιε΄ [615]. Τότε γὰρ αἱ ῥηθεῖσαι Καλογραῖαι τοῦ ἐν Μελιτινῇ Μοναστηρίου, φοβούμεναι, μήπως σκλαβωθῶσιν, ἔφυγαν ἀπὸ τὸ Μοναστήριον ἐκεῖνο, καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Καὶ ἐπειδὴ αὐταὶ ἦτον ἀπὸ γένη εὐγενικά, διὰ τοῦτο ἔδωκεν εἰς αὐτὰς ὁ τότε Πατριάρχης Σέργιος ἕνα Μοναστήριον. Μαθὼν δὲ πῶς αὐταὶ εἶχον τὸν ἅγιον καὶ ἀχειροποίητον χαρακτῆρα τοῦ Κυρίου, ἐπῆρεν αὐτὸν ἀπὸ τὰς Καλογραίας χωρὶς νὰ θέλουν. Ἀλλ’ ὅμως κατ’ ἐκείνας τὰς ἡμέρας, ἐκ τῆς αἰτίας ταύτης, ἠκολούθησαν εἰς τὸν Πατριάρχην πολλαὶ καὶ ἀλλεπάλληλοι θλίψεις. Δηλαδὴ βασιλέως ἀγανάκτησις κατ’ αὐτοῦ, θάνατοι αἰφνίδιοι τῶν συγγενῶν του καὶ φίλων, ταραχαὶ διάφοροι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπορῶντας δὲ ὁ Πατριάρχης διὰ ποίαν τάχα αἰτίαν, ἀκολουθοῦν εἰς αὐτὸν οἱ τοιοῦτοι πειρασμοί, βλέπει εἰς τὸ ὄνειρόν του ἕνα φοβερὸν ἄνδρα ἑστῶτα, καὶ λέγοντα εἰς αὐτόν: δὸς ὀπίσω ὀγλίγωρα ἐκεῖνο, ὁποῦ ἐπῆρες ἀδίκως ἀπὸ τὸ Μοναστήριον.

Σηκωθεὶς δὲ ἀπὸ τὸν ὕπνον, ἐκάλεσε τοὺς ἀνθρώπους του, καὶ ἐρώτα αὐτοὺς λέγων: τί πολλαὶ εἶναι αἱ θλίψεις αὐταὶ ὁποῦ μοι ἀκολουθοῦν; καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐγὼ ὑπομένω ταύτας; μάλιστα ὁποῦ κατὰ τὴν νύκτα ταύτην, εἶδον ἕνα φοβερὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖός μοι ἔλεγε, δὸς ὀπίσω ἐκεῖνο, ὁποῦ ἔλαβες ἀδίκως ἀπὸ τὸ Μοναστήριον· καὶ ἐγὼ δὲν ἠξεύρω τίνος πρᾶγμα ἐπῆρα. Οἱ δὲ ἄνθρωποί του λέγουσιν εἰς αὐτόν· Δέσποτα, μὴ συλλογίζεσαι τίποτε, ἐπειδὴ καὶ κᾀνένα ποτὲ δὲν ἀδίκησας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐνέργειαν τῶν δαιμόνων εἶναι καὶ αἱ θλίψεις, καὶ αἱ φαντασίαι ὁποῦ σοι ἔρχονται. Κατὰ δὲ τὴν ἐρχομένην νύκτα, πάλιν ἐφάνη εἰς τὸν Πατριάρχην ὁ φοβερὸς ἐκεῖνος ἄνθρωπος, καὶ λέγει εἰς αὐτὸν μὲ αὐστηρότητα. Δὸς ὀπίσω ὀγλίγωρα ἐκεῖνο, ὁποῦ ἔλαβες ἀπὸ τὸ Μοναστήριον τῆς Ἀναλήψεως· δὲν ἠξεύρεις, ὅτι αἱ Καλογραῖαι εἶναι ξέναι καὶ ἀπαρηγόρητοι, ἐπειδὴ καὶ ἦλθον ἐδῶ φεύγουσαι ἀπὸ τὴν πατρίδα των; Ἐξυπνήσας δὲ ὁ Πατριάρχης λέγει πρὸς τὸν κουβουκλείσιόν του: ἀδελφέ, ὅταν ἔλαβες ἀπὸ τὰς Καλογραίας τὸν Δεσποτικὸν χαρακτῆρα, πῶς τοῦτο ἐνόμισαν; Ὁ δὲ ἀπεκρίθη: πολλὰ βαρὺ Δέσποτα τοῦτο ἐφάνη εἰς αὐτάς· καὶ ἀνίσως εἶχον δύναμιν, ἤθελαν μᾶς ἐκδικηθοῦν. Τότε ἐκατάλαβεν ὁ Πατριάρχης, καὶ ἐκατηγόρησε διὰ τοῦτο τὸν ἑαυτόν του. Ὅθεν μὲ πολλὴν ὀγλιγωράδα καὶ μὲ τιμὴν ἀπέστειλεν εἰς τὸ Μοναστήριον τῶν Καλογραίων τὸν ἅγιον χαρακτῆρα τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἐνάτην τοῦ Νοεμβρίου μηνός. Καὶ λοιπὸν κατέπαυσαν μὲν οἱ πειρασμοὶ καὶ αἱ θλίψεις τοῦ Πατριάρχου, αἱ δὲ Καλογραῖαι ἐχάρησαν, μὲ τὸ νὰ ἀπέλαβον τὴν ἐκ τῆς ἁγίας εἰκόνος προερχομένην χαρὰν καὶ παρηγορίαν των.

(1) Ἀχειροποίητος χαρακτὴρ νοεῖται ἴσως ἐδῶ, ὃν ἀπονιψάμενος ὁ Κύριος ἔτι ζῶν, ἐνετύπωσεν εἰς τὸ ἅγιον μανδύλιον, καὶ ἀπέστειλεν αὐτὸν τῷ Αὐγάρῳ, περὶ οὗ γράφεται κατὰ τὴν δεκάτην ἕκτην τοῦ παρόντος Αὐγούστου. Τέσσαρες γὰρ ἀχειροποίητοι χαρακτῆρες, ἢ εἰκόνες ἦτον τοῦ Κυρίου. Πρῶτος μέν, ὁ τῷ Αὐγάρῳ πεμφθείς. Δεύτερος, ὁ ἐν τῷ ἁγίῳ κεραμίῳ ἐντυπωθείς, τῷ ὄντι ἔμπροσθεν τοῦ ῥηθέντος πρώτου χαρακτῆρος· ὡς τοῦτο ἱστορεῖται κατὰ τὴν δεκάτην ἕκτην τοῦ Αὐγούστου. Τρίτος ὁ ἐν Καμουλιανοῖς εὑρεθείς, ὃν ὁ Κύριος συγκαταβὰς τῇ Ἀκυλίνῃ, ἀπένιψε τὸ ἅγιον αὑτοῦ πρόσωπον, καὶ εἰς μανδύλιον ἐνετύπωσε· περὶ οὗ ὅρα εἰς τὴν ἐνάτην τοῦ παρόντος Αὐγούστου. Τέταρτος δὲ ἀχειροποίητος χαρακτήρ, εἶναι οὗτος, ὁποῦ ἀναφέρεται ἐδῶ.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Νεοφύτου, Ζήνωνος, Γαΐου, Μάρκου, Μακαρίου, καὶ Γαϊανοῦ, διὰ πυρὸς τελειωθέντων. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις ἐν τῷ ἐξαέρῳ οἴκῳ τῶν Ἁγίων καὶ ἐνδόξων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ ἐν τοῖς Δαρείου.

Εἰς τὸν Νεόφυτον, Ζήνωνα, καὶ Γάϊον.

Νεοφύτῳ Ζήνωνι καὶ τῷ Γαΐῳ,
Στρωμνή τις ἡ κάμινος, ἧς κεῖνται μέσον.

Εἰς τὸν Μάρκον, Μακάριον, καὶ Γαϊανόν.

Ὤφθησαν ὀσμὴ θυμιαμάτων ξένη,
Τρεῖς ζωόκαυστοι Μάρτυρες τῇ Τριάδι.

*

Ὁ Ὅσιος Πασσαρίων ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ὁ Πασσαρίων πᾶσαν ἀρετὴν φέρων,
Πασῶν ἀμοιβὰς γῆς ἀποστὰς λαμβάνει.

*

11-8 (1)Ὁ Ὅσιος Νήφων, ὁ ἐν τῇ κατὰ Ἄθω κοινοβιακῇ Μονῇ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἀσκήσας, καὶ γενόμενος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἐν ἔτει ͵αυξ΄ [1460], ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (2).

Λιπὼν ὁ Νήφων τὴν κάτω προεδρίαν,
Χριστῷ παρέστη τῷ προέδρῳ τῶν ὅλων.

(2) Τὸν Βίον τούτου ὅρα εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον. Τούτου εὑρίσκεται καὶ ᾀσματικὴ Ἀκολουθία εἰς τὴν ῥηθεῖσαν Μονήν, τὴν ὁποίαν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία προσθήκαις καὶ ἀφαιρέσεσι καὶ μεταβολαῖς ἐβελτίωσε καὶ ἐδιώρθωσεν. Ἡ αὐτὴ δὲ Ἀκολουθία εὑρίσκεται καὶ εἰς τὴν Βλαχίαν κατὰ τὴν Ἐπισκοπὴν τοῦ πανιερολογιωτάτου καὶ φιλοκάλου ἀνδρὸς Ἁγίου Ἀρτζεσίου κυρίου Ἰωσήφ, οὗτινος τῇ προτροπῇ καὶ ἀξιώσει τῇ πρὸς ἐμέ, ἔλαβε τὴν ἀνωτέρω βελτίωσιν καὶ διόρθωσιν. Ἐκεῖ γὰρ εἰς τὸ Μοναστήριον Ἄρζεσι, εὑρίσκεται ἡ ἱερὰ καὶ θαυματόβρυτος κάρα τοῦ Ἁγίου Νήφωνος. Τὰ δὲ λοιπὰ αὐτοῦ ἅγια λείψανα, εὑρίσκονται ἐν τῇ ἀνωτέρω Μονῇ τοῦ Διονυσίου.

 

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

Των Αγίων Εύπλου του Διακόνου, Νεοφύτου, Ζήνωνος, Γαΐου, Νήφωνος Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.