Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου10 Ιουλίου

Των Αγίων τεσσαράκοντα πέντε Μαρτύρων των εν Νικοπόλει της Αρμενίας, Βιάνορος, Σιλουανού, Απολλωνίου κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιοι Τεσσαράκοντα Πέντε ΜάρτυρεςΤω αυτώ μηνί Ι’, μνήμη των Αγίων τεσσαράκοντα πέντε Μαρτύρων, των εν Νικοπόλει της Αρμενίας μαρτυρησάντων.

Παρεμβολή τις ευρέθη Θεώ νέα,
Τόλμη παρεμβάλλουσα και πυρός μέσον.

Κτείνεν ερισθενέας δεκάτη πυρ Νικοπολίτας.

Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Λικινίου και Λυσίου ηγεμόνος, εν έτει τιε’ [315]. Πρώτοι δε από αυτούς ήσαν Λεόντιος, Μαυρίκιος, Δανιήλ, και Αντώνιος. Ούτοι λοιπόν παρρησία ομολογήσαντες τον Χριστόν, πρώτον μεν ετιμωρήθησαν με διάφορα βάσανα, ύστερον δε, εβάλθησαν εις αναμμένον καμίνι, και έτζι έλαβον οι αοίδιμοι τους στεφάνους του μαρτυρίου. Τελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εις την Αγίαν Ακυλίναν, κοντά εις τον φόρον (1).

(1) Το ελληνικόν τούτων Μαρτύριον σώζεται εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Λικινίου τα της Ρωμαίων βασιλείας». Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα σώζεται και άλλο τούτων Μαρτύριον, ου η αρχή· «Λικίνιος ο βασιλεύς απέστειλε».

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Βιάνορος και Σιλουανού.

Εις τον Βιάνορα.

Ουκ ηδυνήθη σην ελείν στερράν φύσιν,
Μάρτυς Βιάνωρ, ουδέ του ξίφους βία.

Εις τον Σιλουανόν.

Ώφθη παταχθείς Σιλουανός τω ξίφει,
Άλλος Σιλωάμ εξιώμενος πάθη.

Από τους δύω τούτους Αγίους Μάρτυρας, ο μεν Βιάνωρ εκατάγετο από την επαρχίαν της Πισσιδείας, και δια την εις Χριστόν ομολογίαν παρεστάθη εις τον Σεβηριανόν ηγεμόνα της Ευφατησίας, η οποία τώρα λέγεται Άτζαρ, εν τη Συρία ευρισκομένη και αποτελούσα ένα μικρόν βασίλειον. Εις τούτον λέγω παρασταθείς ο Άγιος, πρώτον μεν εκρεμάσθη και εδάρθη με σπάθας ξυλίνας. Είτα εκαύθη με σιδηράς μπάλλας πυρωμένας, και υστερήθη τα οδόντια, και αυτία του. Ο δε Άγιος Σιλουανός παραστεκόμενος εκεί, και βλέπων την ανδρίαν του Αγίου, επίστευσεν εις τον Χριστόν. Όθεν παρ’ ευθύς έκοψαν την γλώσσαν του, και μετά την γλώσσαν έκοψαν και την κεφαλήν του. Μετά ταύτα ετρύπησαν τους αστραγάλους του Αγίου Βιάνορος, και εύγαλαν τον δεξιόν οφθαλμόν του. Έπειτα έγδαραν το δέρμα της κεφαλής του, και τελευταίον απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, και ούτως έλαβον οι αοίδιμοι τους στεφάνους της αθλήσεως.

*

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Απολλωνίου του εκ Σάρδεων.

Απολλωνίω σταυρός η τιμωρία,
Ειπείν δ’ αληθώς, Σταυρός η σωτηρία.

Ούτος ήτον από την πόλιν Σάρδεων, την ευρισκομένην εις την Λυδίαν, φερθείς δε εις Περίνιον τον άρχοντα Ικονίου, ωμολόγησε τον εαυτόν του Χριστιανόν. Αναγκασθείς δε να ομόση εις την τύχην του βασιλέως, απεκρίθη, πως δεν είναι συγχωρημένον να ομνύη τινάς Χριστιανός εις θνητόν άνθρωπον, και μάλιστα άνθρωπον, οπού δεν ηξεύρει τον Ποιητήν και Δημιουργόν του παντός. Όθεν δια τα τοιαύτα λόγια, εκρέμασαν αυτόν εις τον σταυρόν, και εκεί παρέδωκεν ο μακάριος την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και έλαβε παρ’ αυτού του μαρτυρίου τον στέφανον.

*

Μνήμη των Αγίων μυρίων (ήτοι δέκα χιλιάδων) Οσίων, των εν σπηλαίοις και Σκήταις κατοικούντων, ους θανάτω πικρώ παρέδωκεν εν πυρί και καπνώ, Θεόφιλος ο Αλεξανδρείας Επίσκοπος, δια Ισίδωρον τον Πρεσβύτερον.

Έκτεινε εις σπήλαια πυρ τους μυρίους,
Σπήλαιον οικήσαντος οικέτας Λόγου.

Ούτοι οι Άγιοι ασκηταί και Μάρτυρες του Χριστού, ήτον Μοναχοί, και εκατοίκουν μέσα εις σπήλαια και καλύβας ασκητικάς. Καταγινόμενοι δε εις την εργασίαν των εντολών του Χριστού, εζούσαν πάντοτε με νηστείας και αγρυπνίας και προσευχάς, όντες κατά τον αριθμόν, έως δέκα χιλιάδες. Επειδή δε ο Άγιος Ισίδωρος ο πρώτος από αυτούς, εμάχετο με τον Επίσκοπον Αλεξανδρείας Θεόφιλον, δια κάποια εκκλησιαστικά ζητήματα, εις τα οποία, δεν ηξεύρω πώς, ο Θεόφιλος αντιστέκετο· δια τούτο ο θείος Ισίδωρος θαρρώντας εις το πλήθος των Μοναχών, ήλεγχεν αυτόν. Όθεν ο Θεόφιλος, φανερά μεν εντρέπετο και εφοβείτο να εκδικήση τον Ισίδωρον, επειδή και ήτον γνώριμος εις τους πολλούς. Κρυφίως δε αποστείλας τους ομόφρονάς του, κατέκαυσεν όλους τους άνω ειρημένους Πατέρας της Σκήτεως, και θανάτω παρέπεμψεν (2).

(2) Περί της υποθέσεως ταύτης, γράφει Γεώργιος ο Σουγδουρής εις τον Νέον Θησαυρόν, διηγούμενος τον κατά πλάτος Βίον του θείου Χρυσοστόμου. Δηλαδή, ότι εις τον καιρόν του Θεοφίλου Αλεξανδρείας ήτον τέσσαρες αδελφοί κατά σάρκα, Διόσκορος, Αμμώνιος, Ευθύμιος, και Ευσέβιος ονομαζόμενοι, οίτινες υπερέβαινον τους εν Αιγύπτω Μοναχούς, κατά την σοφίαν και αρετήν. Όθεν και ήτον ονομαστοί και περίφημοι εις τα μέρη της Αλεξανδρείας. Διο και ο ρηθείς Θεόφιλος, τόσον πολλά τους ηγάπα, ώστε οπού τον μεν Διόσκορον εχειροτόνησεν Επίσκοπον της εν Αιγύπτω Ερμουπόλεως, τον δε Αμμώνιον και Ευθύμιον εχειροτόνησεν Ιερείς και οικονόμους του Πατριαρχείου, και τους είχε μαζί του.

Επειδή δε αυτοί ανεχώρησαν από τον Θεόφιλον, φοβούμενοι μήπως μεθέξουν από την κακίαν του, δια τούτο ο Θεόφιλος υποπτευθείς, ότι έμελλον να τον κατηγορούν δια τας κακίας του, έγραψε γράμματα προς τους Μοναχούς της Νητρίας, οίτινες από απλότητα έλεγον, ότι ο Θεός είναι ανθρωπόμορφος. Ωνόμαζε δε ο Θεόφιλος Ωριγενιαστάς και αιρετικούς τους ανωτέρω τέσσαρας αδελφούς, και τους αφώρισε να μη έμβουν εις την Εκκλησίαν. Ομοίως έγραψε και προς τους Επισκόπους, να κάμουν τρόπον να κρημνίσουν από το βουνόν τους ανωτέρω τέσσαρας Μοναχούς.

Εκείνοι δε βλέποντες την τόσην μανίαν του Θεοφίλου, επήγαν εις την Αλεξάνδρειαν δια να τον ανταμώσουν. Ο Θεόφιλος δε θυμώδης ων και ορμητίας, επίασεν από το ωμοφόριον τον Αμμώνιον εκεί οπού ελειτούργει, και έδωκεν εις αυτόν πολλά ραπίσματα. Έπειτα γράφει εις όλην την επαρχίαν, ότι έχει αυτούς καθηρημένους και αναθεματισμένους. Ομοίως και τον Πηλουσιώτην Ισίδωρον.

Μετά ταύτα δε εζήτησεν ο Θεόφιλος από τον ηγεμόνα της Αλεξανδρείας εξουσίαν και στρατιώτας, ίνα με το μέσον αυτών αποδιώξη τους τέσσαρας αδελφούς εκείνους από τα σύνορα της Αλεξανδρείας. Και πρώτον μεν εδίωξε τον Επίσκοπον Διόσκορον από την Επισκοπήν του. Ύστερον δε γυρεύων και τους άλλους τρεις αδελφούς, και μη ευρίσκωντας αυτούς (εκρύβησαν γαρ εκείνοι μέσα εις ένα ξηροπήγαδον), τι κάμνει; Έδωκεν άδειαν εις τους στρατιώτας να κουρσεύσουν τα Κελλία των Μοναχών της Νητρίας, τάχα δια αφορμήν, ότι ζητούν τους αδελφούς εκείνους. Δια να μη ειπούν δε οι άνθρωποι, ότι έκαμαν οι στρατιώται αρπαγήν, δια τούτο, έβαλαν πρώτον φωτίαν εις το βουνόν της Νητρίας. Όθεν τρέχοντες τάχα δια να σβύσουν την φωτίαν, με την αφορμήν αυτήν κατέκαυσαν πολλά Κελλία και Μοναχούς αναριθμήτους.

Εκ της παρηλλαγμένης ταύτης διηγήσεως του ανωτέρω Συναξαρίου, φαίνεται ότι ο Θεόφιλος δεν έδωκεν άδειαν εις τους στρατιώτας να θανατώσουν τους Οσίους, (διατί αν τούτο ήθελε κάμη βέβαια ήτον άνθρωπος φονικώτατος, παρανομώτατος, και μυρίων καθαιρέσεων άξιος) αλλά μόνον να κουρσεύσουν τα Κελλία των. Οι δε στρατιώται την άδειαν ταύτην λαβόντες, κατέκαυσαν και εθανάτωσαν τους Οσίους. Και ίσως δια τούτο λέγεται εν τω Συναξαρίω, ότι ο Θεόφιλος παρέδωκε θανάτω τους Οσίους, διατί έδωκε την αφορμήν εις τους στρατιώτας. Πλην αλλά και το να δώση άδειαν να κουρσεύσουν τα Κελλία των Οσίων, και τούτο λέγω κακίστου, και παρανόμου ανδρός ήτον ίδιον. Καν και υποθέσωμεν, πως οι Όσιοι εκείνοι από απλότητα και άγνοιαν εδόξαζον τον Θεόν ανθρωπόμορφον, και ουχί με πείσμα και πονηρίαν. Καθότι των αιρετικών είναι τούτο ιδίωμα, το να μένουν εν τη αιρέσει με πεισμονήν. Όθεν είπεν ο ιερός Αυγουστίνος, ότι καν και σφάλω εις τι, ου δια τούτο είμαι και αιρετικός. Όρα και εις την υποσημείωσιν του βασιλέως Ιουστινιανού κατά την δευτέραν Αυγούστου, ότι κακείνος εν αγνοία έπεσεν εις την αίρεσιν των Αφθαρτοδοκιτών. Ομοίως όρα και την υποσημείωσιν του Συναξαρίου του Οσίου Γερασίμου, κατά την τετάρτην του Μαρτίου.

*

Η Σύναξις του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου εν τοις Βιάτου ή Βεώτου.

Ο βροντής γόνος αύθις ήχησε μέγα.
Εν τοις Βιάτου τον αυτού δόμον στήσας.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιοι Τεσσαράκοντα Πέντε ΜάρτυρεςΤῷ αὐτῷ μηνὶ Ι΄, μνήμη τῶν Ἁγίων τεσσαράκοντα πέντε Μαρτύρων, τῶν ἐν Νικοπόλει τῆς Ἁρμενίας μαρτυρησάντων.

Παρεμβολή τις εὑρέθη Θεῷ νέα,
Τόλμῃ παρεμβάλλουσα καὶ πυρὸς μέσον.

Κτεῖνεν ἐρισθενέας δεκάτῃ πῦρ Νικοπολίτας.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λικινίου καὶ Λυσίου ἡγεμόνος, ἐν ἔτει τιε΄ [315]. Πρῶτοι δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἦσαν Λεόντιος, Μαυρίκιος, Δανιήλ, καὶ Ἀντώνιος. Οὗτοι λοιπὸν παρρησίᾳ ὁμολογήσαντες τὸν Χριστόν, πρῶτον μὲν ἐτιμωρήθησαν μὲ διάφορα βάσανα, ὕστερον δέ, ἐβάλθησαν εἰς ἀναμμένον καμίνι, καὶ ἔτζι ἔλαβον οἱ ἀοίδιμοι τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις καὶ ἑορτὴ εἰς τὴν Ἁγίαν Ἀκυλίναν, κοντὰ εἰς τὸν φόρον (1).

(1) Τὸ ἑλληνικὸν τούτων Μαρτύριον σῴζεται ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Λικινίου τὰ τῆς Ῥωμαίων βασιλείας». Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζεται καὶ ἄλλο τούτων Μαρτύριον, οὗ ἡ ἀρχή· «Λικίνιος ὁ βασιλεὺς ἀπέστειλε».

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Βιάνορος καὶ Σιλουανοῦ.

Εἰς τὸν Βιάνορα.

Οὐκ ἠδυνήθη σὴν ἑλεῖν στερρὰν φύσιν,
Μάρτυς Βιάνωρ, οὐδὲ τοῦ ξίφους βία.

Εἰς τὸν Σιλουανόν.

Ὤφθη παταχθεὶς Σιλουανὸς τῷ ξίφει,
Ἄλλος Σιλωὰμ ἐξιώμενος πάθη.

Ἀπὸ τοὺς δύω τούτους Ἁγίους Μάρτυρας, ὁ μὲν Βιάνωρ ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν τῆς Πισσιδείας, καὶ διὰ τὴν εἰς Χριστὸν ὁμολογίαν παρεστάθη εἰς τὸν Σεβηριανὸν ἡγεμόνα τῆς Εὐφατησίας, ἡ ὁποία τώρα λέγεται Ἄτζαρ, ἐν τῇ Συρίᾳ εὑρισκομένη καὶ ἀποτελοῦσα ἕνα μικρὸν βασίλειον. Εἰς τοῦτον λέγω παρασταθεὶς ὁ Ἅγιος, πρῶτον μὲν ἐκρεμάσθη καὶ ἐδάρθη μὲ σπάθας ξυλίνας. Εἶτα ἐκαύθη μὲ σιδηρᾶς μπάλλας πυρωμένας, καὶ ὑστερήθη τὰ ὀδόντια, καὶ αὐτία του. Ὁ δὲ Ἅγιος Σιλουανὸς παραστεκόμενος ἐκεῖ, καὶ βλέπων τὴν ἀνδρίαν τοῦ Ἁγίου, ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν. Ὅθεν παρ’ εὐθὺς ἔκοψαν τὴν γλῶσσάν του, καὶ μετὰ τὴν γλῶσσαν ἔκοψαν καὶ τὴν κεφαλήν του. Μετὰ ταῦτα ἐτρύπησαν τοὺς ἀστραγάλους τοῦ Ἁγίου Βιάνορος, καὶ εὔγαλαν τὸν δεξιὸν ὀφθαλμόν του. Ἔπειτα ἔγδαραν τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς του, καὶ τελευταῖον ἀπέκοψαν τὴν ἁγίαν του κεφαλήν, καὶ οὕτως ἔλαβον οἱ ἀοίδιμοι τοὺς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως.

*

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀπολλωνίου τοῦ ἐκ Σάρδεων.

Ἀπολλωνίῳ σταυρὸς ἡ τιμωρία,
Εἰπεῖν δ’ ἀληθῶς, Σταυρὸς ἡ σωτηρία.

Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν πόλιν Σάρδεων, τὴν εὑρισκομένην εἰς τὴν Λυδίαν, φερθεὶς δὲ εἰς Περίνιον τὸν ἄρχοντα Ἰκονίου, ὡμολόγησε τὸν ἑαυτόν του Χριστιανόν. Ἀναγκασθεὶς δὲ νὰ ὀμόσῃ εἰς τὴν τύχην τοῦ βασιλέως, ἀπεκρίθη, πῶς δὲν εἶναι συγχωρημένον νὰ ὀμνύῃ τινὰς Χριστιανὸς εἰς θνητὸν ἄνθρωπον, καὶ μάλιστα ἄνθρωπον, ὁποῦ δὲν ἠξεύρει τὸν Ποιητὴν καὶ Δημιουργὸν τοῦ παντός. Ὅθεν διὰ τὰ τοιαῦτα λόγια, ἐκρέμασαν αὐτὸν εἰς τὸν σταυρόν, καὶ ἐκεῖ παρέδωκεν ὁ μακάριος τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἔλαβε παρ’ αὐτοῦ τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων μυρίων (ἤτοι δέκα χιλιάδων) Ὁσίων, τῶν ἐν σπηλαίοις καὶ Σκήταις κατοικούντων, οὓς θανάτῳ πικρῷ παρέδωκεν ἐν πυρὶ καὶ καπνῷ, Θεόφιλος ὁ Ἀλεξανδρείας Ἐπίσκοπος, διὰ Ἰσίδωρον τὸν Πρεσβύτερον.

Ἔκτεινε εἰς σπήλαια πῦρ τοὺς μυρίους,
Σπήλαιον οἰκήσαντος οἰκέτας Λόγου.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἀσκηταὶ καὶ Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, ἦτον Μοναχοί, καὶ ἐκατοίκουν μέσα εἰς σπήλαια καὶ καλύβας ἀσκητικάς. Καταγινόμενοι δὲ εἰς τὴν ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἐζοῦσαν πάντοτε μὲ νηστείας καὶ ἀγρυπνίας καὶ προσευχάς, ὄντες κατὰ τὸν ἀριθμόν, ἕως δέκα χιλιάδες. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ πρῶτος ἀπὸ αὐτούς, ἐμάχετο μὲ τὸν Ἐπίσκοπον Ἀλεξανδρείας Θεόφιλον, διὰ κᾄποια ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, εἰς τὰ ὁποῖα, δὲν ἠξεύρω πῶς, ὁ Θεόφιλος ἀντιστέκετο· διὰ τοῦτο ὁ θεῖος Ἰσίδωρος θαρρῶντας εἰς τὸ πλῆθος τῶν Μοναχῶν, ἤλεγχεν αὐτόν. Ὅθεν ὁ Θεόφιλος, φανερὰ μὲν ἐντρέπετο καὶ ἐφοβεῖτο νὰ ἐκδικήσῃ τὸν Ἰσίδωρον, ἐπειδὴ καὶ ἦτον γνώριμος εἰς τοὺς πολλούς. Κρυφίως δὲ ἀποστείλας τοὺς ὁμόφρονάς του, κατέκαυσεν ὅλους τοὺς ἄνω εἰρημένους Πατέρας τῆς Σκήτεως, καὶ θανάτῳ παρέπεμψεν (2).

(2) Περὶ τῆς ὑποθέσεως ταύτης, γράφει Γεώργιος ὁ Σουγδουρῆς εἰς τὸν Νέον Θησαυρόν, διηγούμενος τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ θείου Χρυσοστόμου. Δηλαδή, ὅτι εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Θεοφίλου Ἀλεξανδρείας ἦτον τέσσαρες ἀδελφοὶ κατὰ σάρκα, Διόσκορος, Ἀμμώνιος, Εὐθύμιος, καὶ Εὐσέβιος ὀνομαζόμενοι, οἵτινες ὑπερέβαινον τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ Μοναχούς, κατὰ τὴν σοφίαν καὶ ἀρετήν. Ὅθεν καὶ ἦτον ὀνομαστοὶ καὶ περίφημοι εἰς τὰ μέρη τῆς Ἀλεξανδρείας. Διὸ καὶ ὁ ῥηθεὶς Θεόφιλος, τόσον πολλὰ τοὺς ἠγάπα, ὥστε ὁποῦ τὸν μὲν Διόσκορον ἐχειροτόνησεν Ἐπίσκοπον τῆς ἐν Αἰγύπτῳ Ἑρμουπόλεως, τὸν δὲ Ἀμμώνιον καὶ Εὐθύμιον ἐχειροτόνησεν Ἱερεῖς καὶ οἰκονόμους τοῦ Πατριαρχείου, καὶ τοὺς εἶχε μαζί του.

Ἐπειδὴ δὲ αὐτοὶ ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὸν Θεόφιλον, φοβούμενοι μήπως μεθέξουν ἀπὸ τὴν κακίαν του, διὰ τοῦτο ὁ Θεόφιλος ὑποπτευθείς, ὅτι ἔμελλον νὰ τὸν κατηγοροῦν διὰ τὰς κακίας του, ἔγραψε γράμματα πρὸς τοὺς Μοναχοὺς τῆς Νητρίας, οἵτινες ἀπὸ ἁπλότητα ἔλεγον, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀνθρωπόμορφος. Ὠνόμαζε δὲ ὁ Θεόφιλος Ὠριγενιαστὰς καὶ αἱρετικοὺς τοὺς ἀνωτέρω τέσσαρας ἀδελφούς, καὶ τοὺς ἀφώρισε νὰ μὴ ἔμβουν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Ὁμοίως ἔγραψε καὶ πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους, νὰ κάμουν τρόπον νὰ κρημνίσουν ἀπὸ τὸ βουνὸν τοὺς ἀνωτέρω τέσσαρας Μοναχούς.

Ἐκεῖνοι δὲ βλέποντες τὴν τόσην μανίαν τοῦ Θεοφίλου, ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν διὰ νὰ τὸν ἀνταμώσουν. Ὁ Θεόφιλος δὲ θυμώδης ὢν καὶ ὁρμητίας, ἐπίασεν ἀπὸ τὸ ὠμοφόριον τὸν Ἀμμώνιον ἐκεῖ ὁποῦ ἐλειτούργει, καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν πολλὰ ῥαπίσματα. Ἔπειτα γράφει εἰς ὅλην τὴν ἐπαρχίαν, ὅτι ἔχει αὐτοὺς καθῃρημένους καὶ ἀναθεματισμένους. Ὁμοίως καὶ τὸν Πηλουσιώτην Ἰσίδωρον.

Μετὰ ταῦτα δὲ ἐζήτησεν ὁ Θεόφιλος ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Ἀλεξανδρείας ἐξουσίαν καὶ στρατιώτας, ἵνα μὲ τὸ μέσον αὐτῶν ἀποδιώξῃ τοὺς τέσσαρας ἀδελφοὺς ἐκείνους ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς Ἀλεξανδρείας. Καὶ πρῶτον μὲν ἐδίωξε τὸν Ἐπίσκοπον Διόσκορον ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπήν του. Ὕστερον δὲ γυρεύων καὶ τοὺς ἄλλους τρεῖς ἀδελφούς, καὶ μὴ εὑρίσκωντας αὐτούς (ἐκρύβησαν γὰρ ἐκεῖνοι μέσα εἰς ἕνα ξηροπήγαδον), τί κάμνει; Ἔδωκεν ἄδειαν εἰς τοὺς στρατιώτας νὰ κουρσεύσουν τὰ Κελλία τῶν Μοναχῶν τῆς Νητρίας, τάχα διὰ ἀφορμήν, ὅτι ζητοῦν τοὺς ἀδελφοὺς ἐκείνους. Διὰ νὰ μὴ εἰποῦν δὲ οἱ ἄνθρωποι, ὅτι ἔκαμαν οἱ στρατιῶται ἁρπαγήν, διὰ τοῦτο, ἔβαλαν πρῶτον φωτίαν εἰς τὸ βουνὸν τῆς Νητρίας. Ὅθεν τρέχοντες τάχα διὰ νὰ σβύσουν τὴν φωτίαν, μὲ τὴν ἀφορμὴν αὐτὴν κατέκαυσαν πολλὰ Κελλία καὶ Μοναχοὺς ἀναριθμήτους.

Ἐκ τῆς παρηλλαγμένης ταύτης διηγήσεως τοῦ ἀνωτέρω Συναξαρίου, φαίνεται ὅτι ὁ Θεόφιλος δὲν ἔδωκεν ἄδειαν εἰς τοὺς στρατιώτας νὰ θανατώσουν τοὺς Ὁσίους, (διατὶ ἂν τοῦτο ἤθελε κάμῃ βέβαια ἦτον ἄνθρωπος φονικώτατος, παρανομώτατος, καὶ μυρίων καθαιρέσεων ἄξιος) ἀλλὰ μόνον νὰ κουρσεύσουν τὰ Κελλία των. Οἱ δὲ στρατιῶται τὴν ἄδειαν ταύτην λαβόντες, κατέκαυσαν καὶ ἐθανάτωσαν τοὺς Ὁσίους. Καὶ ἴσως διὰ τοῦτο λέγεται ἐν τῷ Συναξαρίῳ, ὅτι ὁ Θεόφιλος παρέδωκε θανάτῳ τοὺς Ὁσίους, διατὶ ἔδωκε τὴν ἀφορμὴν εἰς τοὺς στρατιώτας. Πλὴν ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ δώσῃ ἄδειαν νὰ κουρσεύσουν τὰ Κελλία τῶν Ὁσίων, καὶ τοῦτο λέγω κακίστου, καὶ παρανόμου ἀνδρὸς ἦτον ἴδιον. Κᾂν καὶ ὑποθέσωμεν, πῶς οἱ Ὅσιοι ἐκεῖνοι ἀπὸ ἁπλότητα καὶ ἄγνοιαν ἐδόξαζον τὸν Θεὸν ἀνθρωπόμορφον, καὶ οὐχὶ μὲ πεῖσμα καὶ πονηρίαν. Καθότι τῶν αἱρετικῶν εἶναι τοῦτο ἰδίωμα, τὸ νὰ μένουν ἐν τῇ αἱρέσει μὲ πεισμονήν. Ὅθεν εἶπεν ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, ὅτι κᾂν καὶ σφάλω εἴς τι, οὐ διὰ τοῦτο εἶμαι καὶ αἱρετικός. Ὅρα καὶ εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ κατὰ τὴν δευτέραν Αὐγούστου, ὅτι κᾀκεῖνος ἐν ἀγνοίᾳ ἔπεσεν εἰς τὴν αἵρεσιν τῶν Ἀφθαρτοδοκιτῶν. Ὁμοίως ὅρα καὶ τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ Συναξαρίου τοῦ Ὁσίου Γερασίμου, κατὰ τὴν τετάρτην τοῦ Μαρτίου.

*

Ἡ Σύναξις τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἐν τοῖς Βιάτου ἢ Βεώτου.

Ὁ βροντῆς γόνος αὖθις ἤχησε μέγα.
Ἐν τοῖς Βιάτου τὸν αὑτοῦ δόμον στήσας.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

 

Των Αγίων τεσσαράκοντα πέντε Μαρτύρων των εν Νικοπόλει της Αρμενίας, Βιάνορος, Σιλουανού, Απολλωνίου κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.