Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου10 Φεβρουαρίου

Των Αγίων Χαραλάμπους, Πορφυρίου, Βάπτου, Ενναθά, Ουαλεντίνης, Παύλου, Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος ΧαράλαμποςΤω αυτώ μηνί Ι’, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Χαραλάμπους του Θαυματουργού.

Κατηξιώθης Χαράλαμπες εκ ξίφους,
Και λαμπρότητος και χαράς των Μαρτύρων.

Τη δεκάτη Χαράλαμπες εόν τμήθης από λαιμόν.

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Χαραλάμπης ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Σεβήρου, και Λουκιανού ηγεμόνος, εν έτει ρϞη’ [198], Ιερεύς των Χριστιανών εν Μαγνησία τη πόλει. Ούτος λοιπόν διδάσκων την στράταν της αληθείας, και κηρύττων την εις Χριστόν πίστιν, κατεδικάσθη υπό των άνωθεν τυράννων, και εκδύθη την ιερατικήν στολήν, έπειτα εξέδαραν το δέρμα όλου του σώματός του. Επειδή δε έβλεπεν αυτόν ο ηγεμών Λουκιανός, πως υπομένει γενναίως τα βάσανα, εθυμώθη, και επεχείρει να ξεσχίση τον Άγιον με τας ιδίας του χείρας, και παρευθύς εκόπησαν αι χείρες του, και εκρεμάσθησαν επάνω εις το σώμα του Μάρτυρος. Ο δε Άγιος προσευχηθείς, έκαμεν αυτόν υγιή. Τούτο το θαύμα βλέποντες οι δήμιοι Πορφύριος και Βάπτος ονομαζόμενοι, αρνήθησαν τα είδωλα και επίστευσαν εις τον Χριστόν. Ομοίως επίστευσαν και τρεις γυναίκες, οπού επαραστέκοντο εκεί και έβλεπον, τους οποίους όλους πιάσας ο ηγεμών, και βασανίσας με διάφορα παιδευτήρια, ασπλάγχνως αυτούς απεκεφάλισε. Διατί, αγκαλά και ιατρεύθη από τον Άγιον κατά το σώμα, αλλ’ όμως κατά την ψυχήν έμεινεν ο άθλιος ανιάτρευτος. (Όρα τον κατά πλάτος Βίον αυτού εις τον Νέον Παράδεισον, όρα και εις τον Μακάριον Χριστιανόπουλον. Το δε ελληνικόν αυτού Μαρτύριον σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Βασιλεύοντος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (1).)

(1) Εις τον Άγιον Χαραλάμπη εφιλοπόνησεν η εμή αδυναμία δύω Κανόνας παρακλητικούς, τον ένα, περί μόνης της πανώλης διαλαμβάνοντα, ον ως γλαφυρόν, έκρινα εύλογον να τυπώσω, και όρα τούτον εν τω τέλει του Φευρουαρίου. [Σ.τ.ε.: Παρατίθεται εις το τέλος του τρίτου τόμου της παρούσης εκδόσεως.] Και τον άλλον, περί όλων των θαυμάτων και μαρτυρίων του.

*

Οι τιμωρούντες δήμιοι τον Άγιον Χαραλάμπη, Πορφύριος και Βάπτος, πιστεύσαντες τω Χριστώ, ξίφει τελειούνται.

Πορφύριος και Βάπτος εκ κοινού ξίφους,
Αθλήσεως βάπτουσι κοινήν πορφύραν.

*

Αι δια του Αγίου Χαραλάμπους πιστεύσασαι Άγιαι τρεις Γυναίκες, ξίφει τελειούνται.

Τας τρεις Γυναίκας αρρενωπούς μηνύει,
Άρρην αριθμός, ο τρία προς το ξίφος (2).

(2) Οι Πυθαγορικοί ομού και Πλατωνικοί και Αριστοτελικοί φιλόσοφοι, τον μεν δύω αριθμόν, έλεγον θηλυκόν, διατί είναι ζυγαδικός. Τον δε τρία, έλεγον αρσενικόν, διατί είναι μοναδικός, και δια άλλους ακόμη λόγους. Παρομοιάζει λοιπόν το δίστιχον τούτο τας τρεις ταύτας γυναίκας, με τον τρία αρσενικόν αριθμόν, και λέγει, ότι και αυταί τρεις ούσαι, εφάνησαν αρρενωπαί και ανδρείαι, μη φοβηθείσαι το ξίφος.

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων και Παρθένων Ενναθά και Ουαλεντίνης.

Εις αρραβώνα Παρθένοις κόραις δύω,
Ο Νυμφίος δίδωσι θάρσος προς φλόγα.

*

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Παύλου.

Εκείνος ούτος Παύλος ο Χριστού φίλος,
Χριστού πόθω τράχηλον εκτετμημένος.

Από τας δύω ανωτέρω Παρθένους, η μεν Ενναθά, εκατάγετο από την χώραν Γάζαν την εν τη Ιουδαία ευρισκομένην, ήτις και Κωνστάντεια ωνομάζετο. Η δε Ουαλεντιανή εκατάγετο από την Καισάρειαν. Όταν λοιπόν ο ηγεμών Φιρμιλιανός εκάθισεν εις το κριτήριον, εφέρθη έμπροσθεν αυτού Ενναθά η γενναιοτάτη Παρθένος, και ερωτηθείσα, αν αρνήται τον Χριστόν, και μη πεισθείσα, κρεμάται εις ξύλον, και καταξεσχίζεται εις τας πλευράς με ξυλίας, όχι μίαν φοράν, ή δύω, αλλά πολλαίς φοραίς. Η δε τιμία Ουαλεντίνα, και αυτή Παρθένος ούσα, και μη υποφέρουσα να βλέπη την απανθρωπίαν και θηριότητα του ηγεμόνος, την οποίαν έδειχνε κατά της Παρθένου Ενναθά, επαρρησιάσθη και αυτή εις τον ηγεμόνα, και παρευθύς επροστάχθη να θυσιάση. Ετοιμάσθη γαρ εκεί κοντά εις το δικαστήριον ένας βωμός. Όταν δε εφέρθη η Αγία κοντά εις τον βωμόν, ελάκτισεν αυτόν με τα πόδιά της, και τον κατεκρήμνισε μαζί με την φωτίαν, οπού είχεν επάνω. Ο δε τύραννος θυμωθείς, τόσα βάσανα έδωκεν εις τας πλευράς της Αγίας, ώστε οπού δεν ημπορεί να τα φανερώση τινάς. Απελπισθείς λοιπόν και από τας δύω Παρθένους, απεφάσισε να τας θανατώσουν με φωτίαν, και έτζι αι μακάριαι κόραι απέλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. Μετά ταύτα εμβήκεν ο Άγιος Παύλος εις τον αγώνα, και αφ’ ου πρώτον εδοκίμασε διαφόρους βασάνους, και εφυλάχθη αβλαβής από όλας με την χάριν του Χριστού, τότε εκαταδικάσθη να θανατωθή δια ξίφους. Όθεν ευχαριστήσας τω Θεώ, και προσευχηθείς δια τους ομοπίστους, εδέχθη την αποτομήν της τιμίας του κεφαλής, και ούτω παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, από τον οποίον και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον.

*

Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως (3).

Αναστάσιος, τον δρόμον τείνων πρόσω,
Γης εξαναστάς, προς τον Ύψιστον τρέχει.

(3) Ο Αναστάσιος ούτος ήτον επί Λέοντος του Πορφυρογεννήτου, του υιού Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου εν έτει 775, όστις επατριάρχευσε χρόνους είκοσι τέσσαρας.

*

Μνήμη της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου εν τοις Αρεοβίνδου.

Αεί γεραίρειν, την μόνην χρη Παρθένον,
Άπασι τιμής, της άνω την αιτίαν.

*

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ζήνωνος.

Ζήνων τα τερπνά, της Εδέμ ζητών μόνα,
Εις τέρψιν είχε την λύσιν του σαρκίου.

Ούτος ο Όσιος Πατήρ ημών Ζήνων ήτον από την Καισάρειαν της Καππαδοκίας (4), υιός πλουσίων και περιφανών γονέων, εσυναριθμείτο δε με τους διακομιστάς των γραμμάτων του βασιλέως Ουάλεντος, ήτοι ήτον γραμματοφόρος, εν έτει τξε’ [365]. Αφ’ ου δε απέθανεν ο Ουάλης, ευθύς απέρριψε την στρατιωτικήν ζώνην, και ευρών ένα τάφον μεγάλον (πολλούς δε τάφους μεγάλους έχει το βουνόν της Αντιοχείας) εμβήκεν εις αυτόν, και εκαθάριζε την ψυχήν του δια πόνων ασκήσεως. Όθεν τούτου χάριν, δεν είχε λύχνον, δεν είχε σεντούκι, δεν είχε τράπεζαν, ούτε βιβλίον, ούτε στρώμα. Το στρώμα του δε, ήτον μία στιβάς από χορτάρια, και από άλλα τινά, τα οποία ήτον εστρωμένα επάνω εις πέτρας. Φόρεμα δε είχεν, ένα παλαιόν ράσον. Η τροφή του ήτον ένα ψωμί, το οποίον εδίδοτο αυτώ εις κάθε δύω ημέρας από ένα του φίλον, το δε νερόν, το έφερεν από μακρινόν τόπον.

Από τους ασκητικούς λοιπόν πόνους τούτους, έλαβεν ο αοίδιμος πολλήν χάριν παρά Θεού. Όθεν, αγκαλά και η εις εκείνα τα μέρη γενομένη καταδρομή των Ισαύρων, πολλούς ασκητάς και καλογραίας έβλαψε και κατέσφαξε, τούτον όμως τον Όσιον τελείως δεν εδυνήθη να βλάψη. Μάλλον δε, ούτος εκείνους έβλαψε, τυφλώσας τους οφθαλμούς των με την προσευχήν του (5). Όθεν δεν έβλεπον την είσοδον του κελλίου του. Δεν έζησε δε μετά ταύτα πολύν καιρόν, αλλά από τους κόπους της κάτω ασκήσεως, απήλθεν εις την απόλαυσιν της άνω αναπαύσεως.

(4) Ο δε Θεοδώρητος, ο και τούτου του Οσίου συγγράψας τον Βίον εν τω δωδεκάτω αριθμώ της Φιλοθέου Ιστορίας, αφ’ ου και το Συναξάριον τούτο ερανίσθη· ούτος, φημί, λέγει, ότι ο Ζήνων ούτος ήτον από τον Πόντον, ήτοι από την Μαύρην Θάλασσαν. Προσθέττει δε και ταύτα, ότι ο Όσιος αυτός απήλαυσε τα νάματα της διδασκαλίας του Μεγάλου Πατρός Βασιλείου, και ότι δεν ήθελε να φέρη άλλος εις αυτόν νερόν. Όθεν μίαν φοράν βλέπωντας αυτόν ένας Χριστιανός φορτωμένον με δύω σταμνία νερόν, παρεκάλεσεν αυτόν, δια να τον ελευθερώση από τον κόπον. Ο δε Όσιος, πρώτον μεν, αντέτεινεν. Ύστερον δε, επείσθη, και έδωκεν αυτώ τα δύω σταμνία. Όταν δε αυτά έφερεν, έχυσε το νερόν εις την αυλήν της καλύβης του, και έπειτα πάλιν επήγε μόνος και τα εγέμωσεν από την βρύσιν. Είχε δε συνήθειαν κάθε Κυριακήν να πηγαίνη εις την Εκκλησίαν, και να μεταλαμβάνη τα θεία Μυστήρια, και πάλιν εγύριζεν εις το κελλίον του. Έπερνε δε από τους φίλους ένα βιβλίον και το ανεγίνωσκεν όλον, και ούτως έδιδεν εκείνο και έπερνεν άλλο.

(5) Προσθέττει δε και τούτο ο Θεοδώρητος, ότι έβλεπεν ο Όσιος τρεις νέους, οι οποίοι εδίωκον το πλήθος των Ισαύρων, δείχνοντος του Θεού την χάριν και πρόνοιαν, οπού είχε δια τον δούλον του.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος ΧαράλαμποςΤῷ αὐτῷ μηνὶ Ι΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους τοῦ Θαυματουργοῦ.

Κατηξιώθης Χαράλαμπες ἐκ ξίφους,
Καὶ λαμπρότητος καὶ χαρᾶς τῶν Μαρτύρων.

Τῇ δεκάτῃ Χαράλαμπες ἑὸν τμήθης ἀπὸ λαιμόν.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Χαραλάμπης ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Σεβήρου, καὶ Λουκιανοῦ ἡγεμόνος, ἐν ἔτει ρϞη΄ [198], Ἱερεὺς τῶν Χριστιανῶν ἐν Μαγνησίᾳ τῇ πόλει. Οὗτος λοιπὸν διδάσκων τὴν στράταν τῆς ἀληθείας, καὶ κηρύττων τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, κατεδικάσθη ὑπὸ τῶν ἄνωθεν τυράννων, καὶ ἐκδύθη τὴν ἱερατικὴν στολήν, ἔπειτα ἐξέδαραν τὸ δέρμα ὅλου τοῦ σώματός του. Ἐπειδὴ δὲ ἔβλεπεν αὐτὸν ὁ ἡγεμὼν Λουκιανός, πῶς ὑπομένει γενναίως τὰ βάσανα, ἐθυμώθη, καὶ ἐπεχείρει νὰ ξεσχίσῃ τὸν Ἅγιον μὲ τὰς ἰδίας του χεῖρας, καὶ παρευθὺς ἐκόπησαν αἱ χεῖρές του, καὶ ἐκρεμάσθησαν ἐπάνω εἰς τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος. Ὁ δὲ Ἅγιος προσευχηθείς, ἔκαμεν αὐτὸν ὑγιῆ. Τοῦτο τὸ θαῦμα βλέποντες οἱ δήμιοι Πορφύριος καὶ Βάπτος ὀνομαζόμενοι, ἀρνήθησαν τὰ εἴδωλα καὶ ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν. Ὁμοίως ἐπίστευσαν καὶ τρεῖς γυναῖκες, ὁποῦ ἐπαραστέκοντο ἐκεῖ καὶ ἔβλεπον, τοὺς ὁποίους ὅλους πιάσας ὁ ἡγεμών, καὶ βασανίσας μὲ διάφορα παιδευτήρια, ἀσπλάγχνως αὐτοὺς ἀπεκεφάλισε. Διατὶ, ἀγκαλὰ καὶ ἰατρεύθη ἀπὸ τὸν Ἅγιον κατὰ τὸ σῶμα, ἀλλ’ ὅμως κατὰ τὴν ψυχὴν ἔμεινεν ὁ ἄθλιος ἀνιάτρευτος. (Ὅρα τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ εἰς τὸν Νέον Παράδεισον, ὅρα καὶ εἰς τὸν Μακάριον Χριστιανόπουλον. Τὸ δὲ ἑλληνικὸν αὐτοῦ Μαρτύριον σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Βασιλεύοντος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (1).)

(1) Εἰς τὸν Ἅγιον Χαραλάμπη ἐφιλοπόνησεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία δύω Κανόνας παρακλητικούς, τὸν ἕνα, περὶ μόνης τῆς πανώλης διαλαμβάνοντα, ὃν ὡς γλαφυρόν, ἔκρινα εὔλογον νὰ τυπώσω, καὶ ὅρα τοῦτον ἐν τῷ τέλει τοῦ Φευρουαρίου. [Σ.τ.ε.: Παρατίθεται εἰς τὸ τέλος τοῦ τρίτου τόμου τῆς παρούσης ἐκδόσεως.] Καὶ τὸν ἄλλον, περὶ ὅλων τῶν θαυμάτων καὶ μαρτυρίων του.

*

Οἱ τιμωροῦντες δήμιοι τὸν Ἅγιον Χαραλάμπη, Πορφύριος καὶ Βάπτος, πιστεύσαντες τῷ Χριστῷ, ξίφει τελειοῦνται.

Πορφύριος καὶ Βάπτος ἐκ κοινοῦ ξίφους,
Ἀθλήσεως βάπτουσι κοινὴν πορφύραν.

*

Αἱ διὰ τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους πιστεύσασαι Ἅγιαι τρεῖς Γυναῖκες, ξίφει τελειοῦνται.

Τὰς τρεῖς Γυναῖκας ἀρρενωποὺς μηνύει,
Ἄρρην ἀριθμός, ὁ τρία πρὸς τὸ ξίφος (2).

(2) Οἱ Πυθαγορικοὶ ὁμοῦ καὶ Πλατωνικοὶ καὶ Ἀριστοτελικοὶ φιλόσοφοι, τὸν μὲν δύω ἀριθμόν, ἔλεγον θηλυκόν, διατὶ εἶναι ζυγαδικός. Τὸν δὲ τρία, ἔλεγον ἀρσενικόν, διατὶ εἶναι μοναδικός, καὶ διὰ ἄλλους ἀκόμη λόγους. Παρομοιάζει λοιπὸν τὸ δίστιχον τοῦτο τὰς τρεῖς ταύτας γυναῖκας, μὲ τὸν τρία ἀρσενικὸν ἀριθμόν, καὶ λέγει, ὅτι καὶ αὐταὶ τρεῖς οὖσαι, ἐφάνησαν ἀρρενωπαὶ καὶ ἀνδρεῖαι, μὴ φοβηθεῖσαι τὸ ξίφος.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καὶ Παρθένων Ἐνναθᾶ καὶ Οὐαλεντίνης.

Εἰς ἀρραβῶνα Παρθένοις κόραις δύω,
Ὁ Νυμφίος δίδωσι θάρσος πρὸς φλόγα.

*

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Παύλου.

Ἐκεῖνος οὗτος Παῦλος ὁ Χριστοῦ φίλος,
Χριστοῦ πόθῳ τράχηλον ἐκτετμημένος.

Ἀπὸ τὰς δύω ἀνωτέρω Παρθένους, ἡ μὲν Ἐνναθᾶ, ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν χώραν Γάζαν τὴν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ εὑρισκομένην, ἥτις καὶ Κωνστάντεια ὠνομάζετο. Ἡ δὲ Οὐαλεντιανὴ ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν Καισάρειαν. Ὅταν λοιπὸν ὁ ἡγεμὼν Φιρμιλιανὸς ἐκάθισεν εἰς τὸ κριτήριον, ἐφέρθη ἔμπροσθεν αὐτοῦ Ἐνναθᾶ ἡ γενναιοτάτη Παρθένος, καὶ ἐρωτηθεῖσα, ἂν ἀρνῆται τὸν Χριστόν, καὶ μὴ πεισθεῖσα, κρεμᾶται εἰς ξύλον, καὶ καταξεσχίζεται εἰς τὰς πλευρὰς μὲ ξυλίας, ὄχι μίαν φοράν, ἢ δύω, ἀλλὰ πολλαῖς φοραῖς. Ἡ δὲ τιμία Οὐαλεντίνα, καὶ αὐτὴ Παρθένος οὖσα, καὶ μὴ ὑποφέρουσα νὰ βλέπῃ τὴν ἀπανθρωπίαν καὶ θηριότητα τοῦ ἡγεμόνος, τὴν ὁποίαν ἔδειχνε κατὰ τῆς Παρθένου Ἐνναθᾶ, ἐπαρρησιάσθη καὶ αὐτὴ εἰς τὸν ἡγεμόνα, καὶ παρευθὺς ἐπροστάχθη νὰ θυσιάσῃ. Ἑτοιμάσθη γὰρ ἐκεῖ κοντὰ εἰς τὸ δικαστήριον ἕνας βωμός. Ὅταν δὲ ἐφέρθη ἡ Ἁγία κοντὰ εἰς τὸν βωμόν, ἐλάκτισεν αὐτὸν μὲ τὰ πόδιά της, καὶ τὸν κατεκρήμνισε μαζὶ μὲ τὴν φωτίαν, ὁποῦ εἶχεν ἐπάνω. Ὁ δὲ τύραννος θυμωθείς, τόσα βάσανα ἔδωκεν εἰς τὰς πλευρὰς τῆς Ἁγίας, ὥστε ὁποῦ δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὰ φανερώσῃ τινάς. Ἀπελπισθεὶς λοιπὸν καὶ ἀπὸ τὰς δύω Παρθένους, ἀπεφάσισε νὰ τὰς θανατώσουν μὲ φωτίαν, καὶ ἔτζι αἱ μακάριαι κόραι ἀπέλαβον τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Μετὰ ταῦτα ἐμβῆκεν ὁ Ἅγιος Παῦλος εἰς τὸν ἀγῶνα, καὶ ἀφ’ οὗ πρῶτον ἐδοκίμασε διαφόρους βασάνους, καὶ ἐφυλάχθη ἀβλαβὴς ἀπὸ ὅλας μὲ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ, τότε ἐκαταδικάσθη νὰ θανατωθῇ διὰ ξίφους. Ὅθεν εὐχαριστήσας τῷ Θεῷ, καὶ προσευχηθεὶς διὰ τοὺς ὁμοπίστους, ἐδέχθη τὴν ἀποτομὴν τῆς τιμίας του κεφαλῆς, καὶ οὕτω παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον καὶ ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.

*

Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἀναστασίου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως (3).

Ἀναστάσιος, τὸν δρόμον τείνων πρόσω,
Γῆς ἐξαναστάς, πρὸς τὸν Ὕψιστον τρέχει.

(3) Ὁ Ἀναστάσιος οὗτος ἦτον ἐπὶ Λέοντος τοῦ Πορφυρογεννήτου, τοῦ υἱοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου ἐν ἔτει 775, ὅστις ἐπατριάρχευσε χρόνους εἴκοσι τέσσαρας.

*

Μνήμη τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ἐν τοῖς Ἀρεοβίνδου.

ᾈεὶ γεραίρειν, τὴν μόνην χρὴ Παρθένον,
Ἅπασι τιμῆς, τῆς ἄνω τὴν αἰτίαν.

*

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ζήνωνος.

Ζήνων τὰ τερπνά, τῆς Ἐδὲμ ζητῶν μόνα,
Εἰς τέρψιν εἶχε τὴν λύσιν τοῦ σαρκίου.

Οὗτος ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ζήνων ἦτον ἀπὸ τὴν Καισάρειαν τῆς Καππαδοκίας (4), υἱὸς πλουσίων καὶ περιφανῶν γονέων, ἐσυναριθμεῖτο δὲ μὲ τοὺς διακομιστὰς τῶν γραμμάτων τοῦ βασιλέως Οὐάλεντος, ἤτοι ἦτον γραμματοφόρος, ἐν ἔτει τξε΄ [365]. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπέθανεν ὁ Οὐάλης, εὐθὺς ἀπέρριψε τὴν στρατιωτικὴν ζώνην, καὶ εὑρὼν ἕνα τάφον μεγάλον (πολλοὺς δὲ τάφους μεγάλους ἔχει τὸ βουνὸν τῆς Ἀντιοχείας) ἐμβῆκεν εἰς αὐτόν, καὶ ἐκαθάριζε τὴν ψυχήν του διὰ πόνων ἀσκήσεως. Ὅθεν τούτου χάριν, δὲν εἶχε λύχνον, δὲν εἶχε σεντοῦκι, δὲν εἶχε τράπεζαν, οὔτε βιβλίον, οὔτε στρῶμα. Τὸ στρῶμά του δέ, ἦτον μία στιβὰς ἀπὸ χορτάρια, καὶ ἀπὸ ἄλλα τινά, τὰ ὁποῖα ἦτον ἐστρωμένα ἐπάνω εἰς πέτρας. Φόρεμα δὲ εἶχεν, ἕνα παλαιὸν ῥάσον. Ἡ τροφή του ἦτον ἕνα ψωμί, τὸ ὁποῖον ἐδίδοτο αὐτῷ εἰς κάθε δύω ἡμέρας ἀπὸ ἕνα του φίλον, τὸ δὲ νερόν, τὸ ἔφερεν ἀπὸ μακρινὸν τόπον.

Ἀπὸ τοὺς ἀσκητικοὺς λοιπὸν πόνους τούτους, ἔλαβεν ὁ ἀοίδιμος πολλὴν χάριν παρὰ Θεοῦ. Ὅθεν, ἀγκαλὰ καὶ ἡ εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη γενομένη καταδρομὴ τῶν Ἰσαύρων, πολλοὺς ἀσκητὰς καὶ καλογραίας ἔβλαψε καὶ κατέσφαξε, τοῦτον ὅμως τὸν Ὅσιον τελείως δὲν ἐδυνήθη νὰ βλάψῃ. Μᾶλλον δέ, οὗτος ἐκείνους ἔβλαψε, τυφλώσας τοὺς ὀφθαλμούς των μὲ τὴν προσευχήν του (5). Ὅθεν δὲν ἔβλεπον τὴν εἴσοδον τοῦ κελλίου του. Δὲν ἔζησε δὲ μετὰ ταῦτα πολὺν καιρόν, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς κόπους τῆς κάτω ἀσκήσεως, ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἀπόλαυσιν τῆς ἄνω ἀναπαύσεως.

(4) Ὁ δὲ Θεοδώρητος, ὁ καὶ τούτου τοῦ Ὁσίου συγγράψας τὸν Βίον ἐν τῷ δωδεκάτῳ ἀριθμῷ τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας, ἀφ’ οὗ καὶ τὸ Συναξάριον τοῦτο ἐρανίσθη· οὗτος, φημί, λέγει, ὅτι ὁ Ζήνων οὗτος ἦτον ἀπὸ τὸν Πόντον, ἤτοι ἀπὸ τὴν Μαύρην Θάλασσαν. Προσθέττει δὲ καὶ ταῦτα, ὅτι ὁ Ὅσιος αὐτὸς ἀπήλαυσε τὰ νάματα τῆς διδασκαλίας τοῦ Μεγάλου Πατρὸς Βασιλείου, καὶ ὅτι δὲν ἤθελε νὰ φέρῃ ἄλλος εἰς αὐτὸν νερόν. Ὅθεν μίαν φορὰν βλέπωντας αὐτὸν ἕνας Χριστιανὸς φορτωμένον μὲ δύω σταμνία νερόν, παρεκάλεσεν αὐτόν, διὰ νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὸν κόπον. Ὁ δὲ Ὅσιος, πρῶτον μέν, ἀντέτεινεν. Ὕστερον δέ, ἐπείσθη, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὰ δύω σταμνία. Ὅταν δὲ αὐτὰ ἔφερεν, ἔχυσε τὸ νερὸν εἰς τὴν αὐλὴν τῆς καλύβης του, καὶ ἔπειτα πάλιν ἐπῆγε μόνος καὶ τὰ ἐγέμωσεν ἀπὸ τὴν βρύσιν. Εἶχε δὲ συνήθειαν κάθε Κυριακὴν νὰ πηγαίνῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ νὰ μεταλαμβάνῃ τὰ θεῖα Μυστήρια, καὶ πάλιν ἐγύριζεν εἰς τὸ κελλίον του. Ἔπερνε δὲ ἀπὸ τοὺς φίλους ἕνα βιβλίον καὶ τὸ ἀνεγίνωσκεν ὅλον, καὶ οὕτως ἔδιδεν ἐκεῖνο καὶ ἔπερνεν ἄλλο.

(5) Προσθέττει δὲ καὶ τοῦτο ὁ Θεοδώρητος, ὅτι ἔβλεπεν ὁ Ὅσιος τρεῖς νέους, οἱ ὁποῖοι ἐδίωκον τὸ πλῆθος τῶν Ἰσαύρων, δείχνοντος τοῦ Θεοῦ τὴν χάριν καὶ πρόνοιαν, ὁποῦ εἶχε διὰ τὸν δοῦλόν του.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Των Αγίων Χαραλάμπους, Πορφυρίου, Βάπτου, Ενναθά, Ουαλεντίνης, Παύλου, Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.