Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου10 Αυγούστου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Ι’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Λαυρεντίου Αρχιδιακόνου, Ξύστου Πάπα Ρώμης, και Ιππολύτου.
Εις τον Λαυρέντιον.
Τον Λαυρέντιον λάβρακα Χριστού λέγω,
Επ’ εσχάρας άνθραξιν εξωπτημένον.
Εις τον Ξύστον.
Τέλους αθλητών και κλέους τυχείν θέλων,
Ήθλησας άθλον Ξύστε τον δια ξίφους.
Εις τον Ιππόλυτον.
Τον Ιππόλυτον ιπποδέσμιον βλέπω,
Εναντίον πάσχοντα τη κλήσει πάθος.
Ώπτησαν δεκάτη Λαυρέντιον ηΰτε ιχθύν.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους καιρούς του βασιλέως Δεκίου εν έτει σν’ [250]. Και ο μεν Άγιος Ξύστος, ήτον από τας Αθήνας, εις τας οποίας εδιδάχθη τα μαθήματα της φιλοσοφίας. Πηγαίνωντας δε εις την Ρώμην, εχειροτονήθη Επίσκοπος, αφ’ ου εμαρτύρησεν ο Άγιος Στέφανος ο Πάπας της Ρώμης (1). Επειδή δε τότε εκοιλοπόνει να γεννηθή ο κατά των Χριστιανών διωγμός, δια τούτο επρόσταξεν ο Άγιος Ξύστος τον Αρχιδιάκονόν του Άγιον Λαυρέντιον, να οικονομήση τα σκεύη της Εκκλησίας της Ρώμης, ο δε θείος Λαυρέντιος εμοίρασε ταύτα εις τους πτωχούς. Όταν λοιπόν ο Δέκιος εγύρισεν από την Περσίαν, εφέρθη έμπροσθεν αυτού ο Άγιος Ξύστος. Και επειδή δεν επείσθη να αρνηθή τον Χριστόν, αλλά ωμολόγησεν αυτόν παρρησία Θεόν αληθινόν και Δημιουργόν του παντός, απεκεφαλίσθη, και έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον. Έπειτα εφέρθη έμπροσθέν του και ο Αρχιδιάκονος Λαυρέντιος, από τον οποίον εζήτει ο Δέκιος χρεωστικώς, να λάβη τα σκεύη και άσπρα της Εκκλησίας. Όθεν ο Άγιος εζήτησεν αμάξια, πέρνωντας δε αυτά, εστοίβασεν επάνω τους πτωχούς και κουτζούς και μισερούς εκείνους, εις τους οποίους εμοίρασε τα άσπρα, και έφερεν αυτούς εις τον βασιλέα. Ο δε βασιλεύς βλέπωντας αυτούς, εθυμώθη, και επρόσταξε να δείρουν τον Άγιον δυνατά, έπειτα έβαλεν αυτόν εις την φυλακήν. Εκεί δε ο Άγιος ευρισκόμενος, ιάτρευεν όλους τους ασθενείς, οπού επήγαιναν προς αυτόν. Βλέπωντας δε τας ιατρείας ταύτας ο τριβούνος Καλλίνικος, ο οποίος ήτον επιστάτης εις την φυλακήν, επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη.
Μετά ταύτα επαραστάθη πάλιν εις τον βασιλέα ο Άγιος Λαυρέντιος, και επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, δια τούτο άπλωσαν αυτόν επάνω εις μίαν σκάραν πεπυρακτωμένην, υπό κάτω εις την οποίαν άναπτε φωτία. Ο δε Άγιος απλωθείς εις αυτήν, και ευχαριστήσας τω Θεώ, παρέδωκε το πνεύμα, λαβών τον της αθλήσεως αμάραντον στέφανον (2). Το δε άγιον αυτού λείψανον, έλαβε τον πρέποντα ενταφιασμόν από τον Άγιον Ιππόλυτον. Τούτο δε μαθών ο ασεβής βασιλεύς, έστειλε και έφερε τον Ιππόλυτον, και επρόσταξε να δείρουν αυτόν με σιδηράς κινάρας (3), και έπειτα να τον δέσουν εις άλογα άγρια, από τα οποία συρόμενος με βίαν ο του Χριστού αθλητής εις πολύ διάστημα τόπου, παρέδωκεν ο μακάριος την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Η δε Σύναξις τούτων και εορτή τελείται εις τόπον καλούμενον Τρίκογχον, κοντά εις το Καπετώλιον της Ρώμης. Λέγουσι δε, ότι επτά ημέρας ύστερον από το μαρτύριον του Αγίου Ιππολύτου, ο βασιλεύς Δέκιος και ο Βαλλεριανός καθήμενοι επάνω εις τα άλογά των, επήγαν εις το θέατρον, και εκεί απέρριψαν τας μιαράς των ψυχάς. Και ο μεν Δέκιος έκραξεν εν τη ώρα του θανάτου, και είπεν, ω Ιππόλυτε, ωσάν σκλάβον, έτζι με τραβίζεις δεμένον. Εφώναξε δε και ο Βαλλεριανός, ο Ιππόλυτος έδεσέ με με πυρίνας κατένας, ήγουν αλυσίδας, και με τραβίζει. (Λατινικώς γαρ η αλυσίδα λέγεται κατένα.) Ταύτα δε τα λόγια εφανερώθησαν εις όλην την Ρώμην, και δια της Ρώμης, τα έμαθεν όλη η οικουμένη. Όθεν και όλοι εστερεώθησαν εις την πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού (4).
(1) Ούτος εορτάζεται κατά την τρίτην του παρόντος Αυγούστου.
(2) Σημείωσαι, ότι η εμή αναξιότης ανεπλήρωσε την Ακολουθίαν του Αγίου τούτου Λαυρεντίου, προσθείσα και Κανόνα δεύτερον.
(3) Παρά τω σλαβονικώ Συναξαριστή η κινάρα ερμηνεύεται, ότι είναι σκορπίος. Ο δε σκορπίος πάλιν, είναι τιμωρητικόν όργανον. Τούτο δε πάλιν είναι αλυσίδα λεπτή και μικρά, οξύτατα οδόντια έχουσα. Με αυτήν λοιπόν έδειραν τον Άγιον.
(4) Το ελληνικόν τούτων Μαρτύριον σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων Μονή, και εν άλλαις, ου η αρχή· «Ειδωλικού ποτε κλύδωνος την οικουμένην».
*
Τη αυτή ημέρα ο Άγιος Ήρων ο φιλόσοφος εν ειρήνη τελειούται.
Θανών σοφιστής εστεφανώθη κάραν,
Πλάνης σοφιστού συντριβή, δους την κάραν (5).
(5) Ίσως ούτος είναι ο φιλόσοφος Ήρων, προς τον οποίον γράφει ολόκληρον Λόγον ο Θεολόγος Γρηγόριος, από της εξορίας επανελθόντα, ου η αρχή· «Τον φιλόσοφον επαινέσομαι, και ει κάμνω τω σώματι. Φιλόσοφον γαρ. Επαινέσομαι δε και λίαν εικότως. Ο μεν γαρ φιλόσοφος, εγώ δε σοφίας θεραπευτής».
*
Οι Άγιοι εξ Μάρτυρες οι εν Βιζύη (6), οι μεν, τα οστά θλασθέντες, οι δε, τας σάρκας ξεσθέντες, τελειούνται.
Οστών καταγμός και σπαραγμός σαρκίων,
Αρπαγμός εστιν εξ αθληταίς στεμμάτων.
(6) Εν δε τω Συναξαριστή της του Διονυσίου Μονής γράφεται, οι εν Λιβύη.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Ι΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Λαυρεντίου Ἀρχιδιακόνου, Ξύστου Πάπα Ῥώμης, καὶ Ἱππολύτου.
Εἰς τὸν Λαυρέντιον.
Τὸν Λαυρέντιον λάβρακα Χριστοῦ λέγω,
Ἐπ’ ἐσχάρας ἄνθραξιν ἐξωπτημένον.
Εἰς τὸν Ξύστον.
Τέλους ἀθλητῶν καὶ κλέους τυχεῖν θέλων,
Ἤθλησας ἆθλον Ξύστε τὸν διὰ ξίφους.
Εἰς τὸν Ἱππόλυτον.
Τὸν Ἱππόλυτον ἱπποδέσμιον βλέπω,
Ἐναντίον πάσχοντα τῇ κλήσει πάθος.
Ὤπτησαν δεκάτῃ Λαυρέντιον ἠΰτε ἰχθύν.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς καιροὺς τοῦ βασιλέως Δεκίου ἐν ἔτει σν΄ [250]. Καὶ ὁ μὲν Ἅγιος Ξύστος, ἦτον ἀπὸ τὰς Ἀθήνας, εἰς τὰς ὁποίας ἐδιδάχθη τὰ μαθήματα τῆς φιλοσοφίας. Πηγαίνωντας δὲ εἰς τὴν Ῥώμην, ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος, ἀφ’ οὗ ἐμαρτύρησεν ὁ Ἅγιος Στέφανος ὁ Πάπας τῆς Ῥώμης (1). Ἐπειδὴ δὲ τότε ἐκοιλοπόνει νὰ γεννηθῇ ὁ κατὰ τῶν Χριστιανῶν διωγμός, διὰ τοῦτο ἐπρόσταξεν ὁ Ἅγιος Ξύστος τὸν Ἀρχιδιάκονόν του Ἅγιον Λαυρέντιον, νὰ οἰκονομήσῃ τὰ σκεύη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ῥώμης, ὁ δὲ θεῖος Λαυρέντιος ἐμοίρασε ταῦτα εἰς τοὺς πτωχούς. Ὅταν λοιπὸν ὁ Δέκιος ἐγύρισεν ἀπὸ τὴν Περσίαν, ἐφέρθη ἔμπροσθεν αὐτοῦ ὁ Ἅγιος Ξύστος. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπείσθη νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, ἀλλὰ ὡμολόγησεν αὐτὸν παρρησίᾳ Θεὸν ἀληθινὸν καὶ Δημιουργὸν τοῦ παντός, ἀπεκεφαλίσθη, καὶ ἔλαβεν ὁ ἀοίδιμος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Ἔπειτα ἐφέρθη ἔμπροσθέν του καὶ ὁ Ἀρχιδιάκονος Λαυρέντιος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐζήτει ὁ Δέκιος χρεωστικῶς, νὰ λάβῃ τὰ σκεύη καὶ ἄσπρα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅθεν ὁ Ἅγιος ἐζήτησεν ἁμάξια, πέρνωντας δὲ αὐτά, ἐστοίβασεν ἐπάνω τοὺς πτωχοὺς καὶ κουτζοὺς καὶ μισεροὺς ἐκείνους, εἰς τοὺς ὁποίους ἐμοίρασε τὰ ἄσπρα, καὶ ἔφερεν αὐτοὺς εἰς τὸν βασιλέα. Ὁ δὲ βασιλεὺς βλέπωντας αὐτούς, ἐθυμώθη, καὶ ἐπρόσταξε νὰ δείρουν τὸν Ἅγιον δυνατά, ἔπειτα ἔβαλεν αὐτὸν εἰς τὴν φυλακήν. Ἐκεῖ δὲ ὁ Ἅγιος εὑρισκόμενος, ἰάτρευεν ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς, ὁποῦ ἐπήγαιναν πρὸς αὐτόν. Βλέπωντας δὲ τὰς ἰατρείας ταύτας ὁ τριβοῦνος Καλλίνικος, ὁ ὁποῖος ἦτον ἐπιστάτης εἰς τὴν φυλακήν, ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἐβαπτίσθη.
Μετὰ ταῦτα ἐπαραστάθη πάλιν εἰς τὸν βασιλέα ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπείσθη νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, διὰ τοῦτο ἅπλωσαν αὐτὸν ἐπάνω εἰς μίαν σκάραν πεπυρακτωμένην, ὑπὸ κάτω εἰς τὴν ὁποίαν ἄναπτε φωτία. Ὁ δὲ Ἅγιος ἁπλωθεὶς εἰς αὐτήν, καὶ εὐχαριστήσας τῷ Θεῷ, παρέδωκε τὸ πνεῦμα, λαβὼν τὸν τῆς ἀθλήσεως ἀμάραντον στέφανον (2). Τὸ δὲ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον, ἔλαβε τὸν πρέποντα ἐνταφιασμὸν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Ἱππόλυτον. Τοῦτο δὲ μαθὼν ὁ ἀσεβὴς βασιλεύς, ἔστειλε καὶ ἔφερε τὸν Ἱππόλυτον, καὶ ἐπρόσταξε νὰ δείρουν αὐτὸν μὲ σιδηρᾶς κινάρας (3), καὶ ἔπειτα νὰ τὸν δέσουν εἰς ἄλογα ἄγρια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα συρόμενος μὲ βίαν ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς εἰς πολὺ διάστημα τόπου, παρέδωκεν ὁ μακάριος τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Ἡ δὲ Σύναξις τούτων καὶ ἑορτὴ τελεῖται εἰς τόπον καλούμενον Τρίκογχον, κοντὰ εἰς τὸ Καπετώλιον τῆς Ῥώμης. Λέγουσι δέ, ὅτι ἑπτὰ ἡμέρας ὕστερον ἀπὸ τὸ μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Ἱππολύτου, ὁ βασιλεὺς Δέκιος καὶ ὁ Βαλλεριανὸς καθήμενοι ἐπάνω εἰς τὰ ἄλογά των, ἐπῆγαν εἰς τὸ θέατρον, καὶ ἐκεῖ ἀπέρριψαν τὰς μιαράς των ψυχάς. Καὶ ὁ μὲν Δέκιος ἔκραξεν ἐν τῇ ὥρᾳ τοῦ θανάτου, καὶ εἶπεν, ὦ Ἱππόλυτε, ὡσὰν σκλάβον, ἔτζι μὲ τραβίζεις δεμένον. Ἐφώναξε δὲ καὶ ὁ Βαλλεριανός, ὁ Ἱππόλυτος ἔδεσέ με μὲ πυρίνας κατένας, ἤγουν ἁλυσίδας, καὶ μὲ τραβίζει. (Λατινικῶς γὰρ ἡ ἁλυσίδα λέγεται κατένα.) Ταῦτα δὲ τὰ λόγια ἐφανερώθησαν εἰς ὅλην τὴν Ῥώμην, καὶ διὰ τῆς Ῥώμης, τὰ ἔμαθεν ὅλη ἡ οἰκουμένη. Ὅθεν καὶ ὅλοι ἐστερεώθησαν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (4).
(1) Οὗτος ἑορτάζεται κατὰ τὴν τρίτην τοῦ παρόντος Αὐγούστου.
(2) Σημείωσαι, ὅτι ἡ ἐμὴ ἀναξιότης ἀνεπλήρωσε τὴν Ἀκολουθίαν τοῦ Ἁγίου τούτου Λαυρεντίου, προσθεῖσα καὶ Κανόνα δεύτερον.
(3) Παρὰ τῷ σλαβονικῷ Συναξαριστῇ ἡ κινάρα ἑρμηνεύεται, ὅτι εἶναι σκορπίος. Ὁ δὲ σκορπίος πάλιν, εἶναι τιμωρητικὸν ὄργανον. Τοῦτο δὲ πάλιν εἶναι ἁλυσίδα λεπτὴ καὶ μικρά, ὀξύτατα ὀδόντια ἔχουσα. Μὲ αὐτὴν λοιπὸν ἔδειραν τὸν Ἅγιον.
(4) Τὸ ἑλληνικὸν τούτων Μαρτύριον σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων Μονῇ, καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Εἰδωλικοῦ ποτε κλύδωνος τὴν οἰκουμένην».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Ἥρων ὁ φιλόσοφος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Θανὼν σοφιστὴς ἐστεφανώθη κάραν,
Πλάνης σοφιστοῦ συντριβῇ, δοὺς τὴν κάραν (5).
*
Οἱ Ἅγιοι ἓξ Μάρτυρες οἱ ἐν Βιζύῃ (6), οἱ μέν, τὰ ὀστᾶ θλασθέντες, οἱ δέ, τὰς σάρκας ξεσθέντες, τελειοῦνται.
Ὀστῶν καταγμὸς καὶ σπαραγμὸς σαρκίων,
Ἁρπαγμός ἐστιν ἓξ ἀθληταῖς στεμμάτων.
(5) Ἴσως οὗτος εἶναι ὁ φιλόσοφος Ἥρων, πρὸς τὸν ὁποῖον γράφει ὁλόκληρον Λόγον ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, ἀπὸ τῆς ἐξορίας ἐπανελθόντα, οὗ ἡ ἀρχή· «Τὸν φιλόσοφον ἐπαινέσομαι, καὶ εἰ κάμνω τῷ σώματι. Φιλόσοφον γάρ. Ἐπαινέσομαι δὲ καὶ λίαν εἰκότως. Ὁ μὲν γὰρ φιλόσοφος, ἐγὼ δὲ σοφίας θεραπευτής».
(6) Ἐν δὲ τῷ Συναξαριστῇ τῆς τοῦ Διονυσίου Μονῆς γράφεται, οἱ ἐν Λιβύῃ.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *