Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου1 Σεπτεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Μην Σεπτέμβριος (1) έχων ημέρας λ’.
Η ημέρα έχει ώρας ιβ’ και η νυξ ώρας ιβ’.
Εις την Α’, αρχή της Ινδίκτου, ήτοι του νέου έτους.
Ίνδικτον ημίν ευλόγει Νέου Χρόνου,
Ω και παλαιέ, και δι’ ανθρώπους νέε (ήτοι συ ω Χριστέ).
Πρέπει να ηξεύρωμεν, αδελφοί, ότι η του Θεού αγία Εκκλησία εορτάζει σήμερον την Ινδικτιώνα, δια τρία αίτια. Πρώτον, επειδή και αυτή είναι αρχή του χρόνου. Δια τούτο και κοντά εις τους παλαιούς Ρωμάνους πολλά ετιμάτο αυτή εξ αρχαίων χρόνων. Ινδικτιών δε κατά την ρωμαϊκήν, ήτοι λατινικήν γλώσσαν, θέλει να ειπή ορισμός (2). Και δεύτερον εορτάζει ταύτην η Εκκλησία, επειδή και κατά την σημερινήν ημέραν, επήγεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μέσα εις την Συναγωγήν των Ιουδαίων, και εδόθη εις αυτόν το Βιβλίον του Προφήτου Ησαΐου, καθώς γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. δ’). Το οποίον Βιβλίον ανοίξας ο Κύριος, ω του θαύματος! ευθύς εύρε τον τόπον εκείνον, ήτοι την αρχήν του εξηκοστού πρώτου κεφαλαίου του Ησαΐου, εις το οποίον είναι γεγραμμένον δια λόγου του τα λόγια ταύτα: «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου ένεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν». Αφ’ ου δε ανέγνωσεν ο Κύριος τα περί αυτού λόγια ταύτα, εσφάλισε το Βιβλίον και το έδωκεν εις τον υπηρέτην. Έπειτα καθίσας, είπεν εις τον λαόν «ότι σήμερον ετελειώθησαν οι λόγοι της Προφητείας ταύτης εις τα εδικά σας αυτία». Όθεν ο λαός ταύτα ακούων, εθαύμαζε δια τα χαριτωμένα λόγια, οπού εύγαινον εκ του στόματός του, ως τούτο γράφει ο αυτός Ευαγγελιστής Λουκάς (αυτόθι) (3).
Είναι δε και τρίτη αιτία, δια την οποίαν η Εκκλησία του Χριστού κάμνει σήμερον ενθύμησιν της Ινδίκτου, και εορτάζει την αρχήν του νέου χρόνου: ήγουν, ίνα δια μέσου της υμνωδίας και ικεσίας, οπού προσφέρομεν εις τον Θεόν εν τη εορτή ταύτη, γένη ο Θεός ίλεως εις ημάς, και ευλογήση τον νέον χρόνον, και χαρίση τούτον εις ημάς ευτυχή και γεμάτον από όλα τα σωματικά αγαθά. Και ίνα φωτίση τας διανοίας μας, εις το να περάσωμεν όλον τον χρόνον καθαρώς και με αγαθήν συνείδησιν, και εις το να ευαρεστήσωμεν τω Θεώ, με την φύλαξιν των εντολών του. Και ούτω να τύχωμεν των εν Ουρανοίς αιωνίων αγαθών (4).
(1) Σημειούμεν ενταύθα, ότι το όνομα Σεπτέμβριος δεν είναι ελληνικόν, αλλά λατινικόν, ή ιταλικόν. Και δηλοί έβδομος, παραγόμενον από του σέπτε λατινικού, ή ιταλικού, όπερ ερμηνεύεται ελληνιστί, επτά. Έβδομος δε λέγεται ο μήνας ούτος, αριθμούμενος από τον Μάρτιον μήνα, κατά τον οποίον εδημιούργησεν ο Θεός τον κόσμον. Επτά γαρ μήνες συμποσούνται από του Μαρτίου έως του Σεπτεμβρίου, συναριθμουμένου δηλονότι και αυτού του Σεπτεμβρίου.
Ήθελε δε απορήση τινάς, διατί ο Σεπτέμβριος, έβδομος μήνας αριθμούμενος και λεγόμενος, ως είπομεν, διατί λέγεται και εορτάζεται σήμερον ως του χρόνου αρχή; Λύοντες ουν την απορίαν λέγομεν, ότι δια δύω αιτίας λέγεται ο Σεπτέμβριος του χρόνου αρχή. Μίαν εσωτερικήν και ουσιώδη, ήτοι φυσικήν. Και άλλην εξωτερικήν και επουσιώδη.
Η εσωτερική λοιπόν και φυσική αιτία, δια την οποίαν ο Σεπτέμβριος λέγεται αρχή του χρόνου είναι, όχι διατί εδημιούργησεν ο Θεός τον κόσμον εις τον Σεπτέμβριον μήνα, καθώς ουκ ορθώς λέγουσι πολλοί ραββίνοι, και άλλοι συν αυτοίς. Τούτο γαρ το προνόμιον το έλαβεν ο Μάρτιος, κατά την Αγίαν Γραφήν και πάντας τους Θεολόγους και ερμηνευτάς της Γραφής, ως λέγομεν εν τη αρχή του Μαρτίου μηνός. Αλλά λέγεται αρχή χρόνου ο Σεπτέμβριος, διατί κατ’ αυτόν ως επί τω πλείστον, παύει μεν η γη από το να γεννά τους καρπούς, αρχίζει δε πάλιν να συλλαμβάνη τρόπον τινά και να εγγαστρώνεται άλλους νέους καρπούς. Όθεν είπε και ο Ψελλός, «ο Σεπτέμβριος μην των παρελθόντων κόπων επί τω πολύ τους καρπούς συγκλείει και ταις αποθήκαις εναποτίθησι, και των επιόντων πόνων απάρχεται» (παρά τω Σεβαστώ Τραπεζουντίω). Κατά τον μήνα γαρ τούτον γίνεται η φθινοπωρινή ισημερία, ότε είναι ο αέρας και η ατμοσφαίρα μετριόθερμος. Κατά τον μήνα τούτον αροτριάται και γεωργείται η γη, και τα σπέρματα δέχεται εις τα αυλάκιά της, ωσάν μέσα εις κοιλίαν και μήτραν. Και κατά τον μήνα τούτον αρχίζουν να γίνωνται η βροχαίς. «Ίνα δι’ αυτών απαλυνθή η υπό του προλαβόντος θέρους σκληρυνθείσα γη. Και ακολούθως γένη επιτηδεία εις το να γεωργηθή καλώς, και να συλλάβη και να θρέψη τα εγκαταβληθέντα εις αυτήν σπέρματα. Δια τούτο και ο Θεός προστάζει τους Ιουδαίους, ότι, όταν κατά τον Σεπτέμβριον τούτον εσύναγον τους καρπούς των, να εορτάζουν επτά ημέρας, και να κατασκευάζουν σκηνάς, ήτοι καλύβας, ευφραινόμενοι και ευχαριστούντες τω Θεώ δια την σύναξιν των καρπών. Ούτω γαρ λέγει προς τον Μωϋσήν: «Και εν τη πέντε και δεκάτη ημέρα του μηνός του εβδόμου τούτου, όταν συντελέσητε τα γεννήματα της γης, εορτάσετε τω Κυρίω επτά ημέρας» (Λευ. κγ’, 39).
Και δια να ειπώ συντόμως, ο μεν Σεπτέμβριος μήνας είναι αρχή της συλλήψεως και εγγαστρώσεως όλων σχεδόν των καρπών. Ο δε Μάρτιος είναι αρχή της γεννήσεως όλων σχεδόν των αυτών καρπών. Τότε γαρ αρχίζουν να γεννούνται και να βλαστάνουν από την γην, και ακολούθως να καρποφορούν τα σπέρματα εκείνα, οπού η γη συνέλαβε και εγγαστρώθη από τον Σεπτέμβριον μήνα έως εις όλον τον χειμώνα. Εν μεν γαρ τη αρχή της Δημιουργίας του κόσμου, κατά τον Μάρτιον μήνα ευθύς και τα σπέρματα και οι καρποί εβλάστησαν και ετελειώθησαν, όταν ο Θεός είπε, «Βλαστησάτω η γη βοτάνην χόρτου σπείρον σπέρμα κατά γένος και καθ’ ομοιότητα». Ταυτόν ειπείν, τότε εν τω άμα έγινε και η σύλληψις των καρπών, και η γέννησις αυτών χωρίς καιρού παράτασιν, δια την απειρίαν της του Θεού δημιουργικής δυνάμεως. Τώρα δε, επειδή κατά φυσικούς νόμους κινείται η κτίσις, ήτοι ατελώς και ολίγον ολίγον, δια τούτο χρειάζεται παράτασις καιρού. Όθεν εν άλλω μεν καιρώ γίνεται η σύλληψις των καρπών, κατά τον Σεπτέμβριον δηλαδή, εν άλλω δε καιρώ γίνεται η τούτων γέννησις, κατά τον Μάρτιον δηλαδή. Προσθέττει δε ο ανωτέρω Ψελλός και ταύτα, «κατά μεν την πρώτην κτίσιν και την εις το κρείττον επίδοσιν, φαίνεται είναι αρχή η πρώτη ισημερία του ενιαυτού, ήγουν ο Μάρτιος. Κατά δε την εκ παραβάσεως κατάραν, και την μετά κόπων ζωήν, και την εις φθοράν απάγουσαν μεταφοράν, αρχή του χρόνου η δευτέρα ισημερία. Εκείθεν γαρ άρχονται τα πάντα και προς φθοράν απάγονται… Ει δε και ο χρόνος από του φθείρειν χρόνος ωνόμασται, άρα αρχή του χρόνου και της φθοράς ο Σεπτέμβριος. Μέχρι γαρ του Σεπτεμβρίου μηνός το γένος των καρπίμων (φυτών) αλλά και των ακάρπων ενδυναμούται. Έκτοτε δε ξηραίνεται, ή διαρρέει και φθείρεται. Διο και αρχήν του φθινοπώρου τον Σεπτέμβριον άπαντες οίδαμεν» (αυτόθι).
Η εξωτερική δε και επουσιώδης αιτία, δια την οποίαν λέγεται αρχή του έτους ο Σεπτέμβριος, είναι, πρώτον, διατί, ως γνωματεύουσί τινες, όταν οι υιοί Ισραήλ εκυρίευσαν την γην της επαγγελίας, ήτον Σεπτέμβριος μήνας. Όθεν κατ’ αυτόν άρχισαν να γεωργούν την γην εκείνην. Και δεύτερον, διατί οι παλαιοί Ρωμάνοι από τον Σεπτέμβριον μήνα άρχιζαν όλας τας πολιτικάς αυτών κρίσεις και υποθέσεις και διαφοράς και μισθούς και πάκτους, αλλά και τα βασιλικά τέλη και φόροι και κήνσοι εν τω Σεπτεμβρίω άρχιζαν να αποδίδωνται κατά τον Ψελλόν.
(2) Σημείωσαι ότι η Ινδικτιών αναβαίνει εις δεκαπέντε χρόνους, και πάλιν αρχίζειαπό την πρώτην. Άρχισε δε η της Κωνσταντινουπόλεως Ινδικτιών τη εικοστή τετάρτη του Σεπτεμβρίου, εν έτει από Χριστού τκζ’ [327]. Δηλαδή κατά τον καιρόν της εν Νικαία πρώτης Οικουμενικής Συνόδου. Ινδικτιών δε κατά τον Συμεώνα Λογοθέτην εν τω Χρονικώ, σημαίνει Επινέμησιν: ήγουν του χρόνου μερισμόν. Εκείνο γαρ οπού σημαίνει η Ινδικτιών λατινικά, τούτο σημαίνει και η Επινέμησις ελληνικά.
Διατί δε η Ινδικτιών αναβαίνει εις δεκαπέντε μόνον ημέρας και πάλιν επιστρέφει. Και τι δηλούσιν αι δεκαπέντε ημέραι αύται. Ή διατί η Ινδικτιών μόνη δεν συμφωνεί ούτε με τους κύκλους της σελήνης και τα θεμέλια, ούτε με τους κύκλους του ηλίου και με την εβδομάδα, ουδέν βέβαιον ηδυνήθην να εύρω. Πλην τούτο μόνον λέγει ο κυρ Ματθαίος, ότι η αιτία του να αναβαίνη η Ινδικτιών έως εις τας δεκαπέντε, είναι η εναλλαγή των ανθρωπίνων ηλικιών. Κατά δεκαπέντε γαρ χρόνους αλλάττουν οι άνθρωποι μεγάλας εναλλαγάς. Διότι εις τους δεκαπέντε χρόνους αρχίζει ο άνθρωπος να τριχόνη. Εις τους δις δεκαπέντε, λαμβάνει το τέλειον της ηλικίας. Εις τους τρις δεκαπέντε, γίνεται ο άνθρωπος μεσοκαιρίτης. Εις τους τετράκις δεκαπέντε, γίνεται ασπρογένης. Εις τους πεντάκις δεκαπέντε, γίνεται ο άνθρωπος γέρων. Και εις τους εξάκις δεκαπέντε, γίνεται ο άνθρωπος εσχατόγηρος (παρά τω Σεβαστώ Τραπεζουντίω). Λέγουσι δέ τινες, ότι ο μοναχός Πανόδωρος, είτε άλλος τις, εφεύρεν, ότι κατά τους 7980, κατά την περίοδον, λέγω, ταύτην, συμφωνεί η Ινδικτιών με τους κύκλους του ηλίου και της σελήνης. Τότε γαρ έχει πρώτον κύκλον ο ήλιος, πρώτον κύκλον η σελήνη, και τότε είναι και πρώτη Ινδικτιών. Ομοίως και εν τη συντελεία του κόσμου, ο μεν ήλιος θέλει έχει κύκλους εικοσιοκτώ. Η δε σελήνη κύκλους δεκαεννέα. Και η Ινδικτιών κύκλους δεκαπέντε. Οι μεν ουν κύκλοι του ηλίου, και της σελήνης οι κύκλοι και τα θεμέλια, και αι επακταί των μηνών, αρχίζουν από τον Μάρτιον. Αι δε Ινδικτιώνες, αρχίζουν από τον Σεπτέμβριον. Όρα Αλέξανδρον εις τα Ιουδαϊκά, σελ. ιβ’, και τον πρώτον τομ. του Μελετίου εν τη εισαγωγή.
(3) Σημείωσαι, ότι μερικοί θέλουν, πως ο Κύριος εισήλθεν εις την Συναγωγήν των Ιουδαίων, και ανέγνω την άνωθεν περικοπήν του Ησαΐου, κατά το δεύτερον έτος του Ευαγγελικού αυτού κηρύγματος, αφ’ ου εποίησε το εν Κανά θαύμα, και συνωμίλησε με την Σαμαρείτιδα εν τω φρέατι. Τότε γαρ από της Σαμαρείας απελθών εις την Γαλιλαίαν εκήρυσσε το Ευαγγέλιον της Βασιλείας, και πολλά σημεία εις Καπερναούμ εκτελέσας, μετέβη και εις Ναζαρέτ, εν η ανετράφη. Όπου και εμβήκεν εις την Συναγωγήν. (Όρα εις την νεοτύπωτον Εκατονταετηρίδα.)
(4) Σημείωσαι, ότι πανηγυρικόν λόγον έχει ο Χρυσόστομος εις την αρχήν ταύτην της Ινδίκτου, ου η αρχή· «Θαυμασταί των ορθοδόξων αι πανηγύρεις». (Σώζεται εν τω πέμπτω τόμω της εν Ετόνη εκδόσεως.) Ομοίως και έτερον λόγον εις την αυτήν, ου η αρχή· «Επάλληλον σημείον παρά του Δεσπότου Χριστού, η των αγαθών επομβρία». (Σώζεται εν τω αυτώ τόμω.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Συμεών του Στυλίτου.
Λιπών Συμεών την επί στύλου βάσιν,
Την εγγύς εύρε του Θεού Λόγου στάσιν.
Υψιβάτης Συμεών Σεπτεμβρίου έκθανε πρώτη.
Ούτος ο μέγας Συμεών εκατάγετο από ένα χωρίον ονομαζόμενον Σισάν, το οποίον ευρίσκεται ανάμεσα εις την επαρχίαν των Σύρων και των Κιλίκων, κατά τους χρόνους Λέοντος του μεγάλου του επονομαζομένου Μακέλλη, και Μαρτυρίου Πατριάρχου Αντιοχείας, εν έτει υνζ’ [457]. Αγαπήσας δε τον Θεόν εκ νεαράς του ηλικίας, άφησε τον κόσμον και τα εν κόσμω, και επήγεν εις ένα Μοναστήριον εκεί κοντά ευρισκόμενον, όπου εκατοίκουν δύω ασκηταί. Με τους οποίους διαπεράσας δύω χρόνους, ηγάπησε να ζήση υψηλοτέραν και τελειοτέραν ζωήν. Όθεν και επήγεν εις τον μέγαν Όσιον Ηλιόδωρον, τον οποίον μεταχειριζόμενος διδάσκαλον της μοναδικής ζωής, διεπέρασεν υποκάτω εις αυτόν επτά χρόνους, αγωνιζόμενος τόσον, ώστε οπού υπερέβαλε τους ογδοήκοντα μοναχούς, τους οποίους είχε συναγωνιστάς του. Επειδή όλην μεν την εβδομάδα έμενε νηστικός, την δε μέσην του είχεν έσωθεν εζωσμένην με ένα σχοινίον τραχύτατον, κατεσκευασμένον από φοίνικας, τόσον οπού όλη του η μέση επληγώθη τριγύρω, και εύγανεν αίματα. Και απλώς ηγωνίζετο με μίαν καινούργιαν και υπέρ άνθρωπον άσκησιν. Δια ταύτην την αιτίαν επροστάχθη από τους συναγωνιστάς του μοναχούς να αναχωρήση από λόγου των, δια να μη γένη βλάβης αίτιος, εις τους ασθενεστέρους κατά το σώμα αδελφούς· οίτινες μιμούμενοι αυτόν, εσπούδαζον να αγωνίζωνται υπέρ την δύναμίν τους.
Ευγαίνωντας δε εις τα ησυχαστικά μέρη του εκείσε βουνού, εκατέβη μέσα εις ένα λάκκον άνυδρον, και εκεί ησύχαζε. Μετά παρέλευσιν δε πέντε ημερών, μετανοήσαντες οι ανωτέρω συναγωνισταί του μοναχοί, εζήτησαν και εύρον αυτόν. Και έτζι τον επήραν πάλιν εις το Μοναστήριον. Ύστερον δε από ολίγον καιρόν πηγαίνωντας εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Τελανισσόν, και ευρίσκωντας εις αυτό ένα μικρόν κελλίον, εκεί διέμεινεν έγκλειστος τρεις ολοκλήρους χρόνους. Επειδή δε ο Όσιος επεθύμησε να μη φάγη φαγητόν εις τεσσαράκοντα ημέρας, παρόμοια με τον Προφήτην Μωϋσήν και Ηλίαν, δια τούτο παρεκάλεσε τον φίλον του και ηγαπημένον Βλάσσον, τον θαυμάσιον εκείνον Όσιον, να μην αφήση τίποτε φαγόσιμον πράγμα μέσα εις το κελλίον του, αλλά να χρίση έξωθεν την πόρταν. Και τούτου γενομένου, διεπέρασεν ο θείος Συμεών νηστικός τεσσαράκοντα ολοκλήρους ημέρας, χωρίς να φάγη ολότελα κανένα φαγητόν. Τόσον οπού από την υπερβάλλουσαν νηστείαν έπεσε κατά γης, και πλέον δεν εδύνετο ούτε να λαλήση, ούτε να κινηθή. Ελθών δε ο του Θεού άνθρωπος Βλάσσος, και βλέπων τον Όσιον εν τοιαύτη αδυναμία, έβρεξε σπογγάρι, και εσπόγγισε το στόμα του έξωθεν, και ούτως εκοινώνησεν αυτόν τα θεία Μυστήρια. Όθεν δυναμωθείς εκ τούτων ο Όσιος, εσηκώθη, και έφαγεν ολίγον ψωμίον. Αναβάς δε εις την κορυφήν του βουνού, πάλιν και εκεί έμεινε νηστικός άλλας τεσσαράκοντα ημέρας, ώστε οπού, το μεν τέλος της περασμένης τεσσαρακονθημέρου νηστείας του, ήτον αρχή της μελλούσης.
Επειδή δε εκ της φήμης του Αγίου, έτρεχον πολλοί Χριστιανοί εις αυτόν χάριν ευλαβείας, και εσύγχυζον την ησυχίαν του, δια τούτο εμεθοδεύθη και έκαμε στύλον υψηλόν από την γην τριακονταέξι πήχεις· επάνω εις τον οποίον, όχι μόνον ενήστευε πάλιν παρομοίως τεσσαρακοντάδας ημερών, αλλά και προς τούτοις διεπέρνα τας ημέρας ταύτας στεκόμενος. Όθεν εκ της φήμης τούτων έτρεχον περισσότερα πλήθη και έθνη ανθρώπων εις αυτόν, από κάθε μέρος, και εβαπτίζοντο δια των χειρών του μακαρίου Θεοδωρήτου, όστις εστόλισε τον θρόνον της εν Κύρω Εκκλησίας, και αυτός πρώτος συνέγραψε τα περί του Οσίου τούτου Συμεών.
Γενόμενος λοιπόν περιβόητος ο Όσιος ούτος, τόσον με το ύψος της ζωής του, όσον και με το πλήθος των θαυμάτων του, και αυτουργός χρηματίσας εξαίσιος πολλών και μεγάλων ιαμάτων, και πρόξενος σωτηρίας δειχθείς εις πολλούς, επροφήτευσεν αψευδώς πολλά πράγματα, οπού έμελλον να γένουν. Ξηρασίαν, λέγω, και πείναν, και πανούκλαν, και ακρίδας, τα οποία όλα έγιναν δια των έργων. Μιμηθείς δε την ζωήν των αΰλων Αγγέλων με υλικόν σώμα, τόσον πολλά, ώστε οπού μερικοί απορούσαν δι’ αυτόν, μήπως ήτον καμμία φύσις ασώματος, έγινε θέατρον και εις τους Αγγέλους και εις τους ανθρώπους. Το δε θαυμαστότερον είναι, ότι και με τόσους υπερβολικούς κόπους της ασκήσεως, και με τόσον ύψος αρετών και πλήθος θαυμάτων, πάλιν τόσην άκραν ταπείνωσιν είχεν ο τρισμακάριστος, εις τρόπον ότι ενόμιζε τον εαυτόν του κατώτερον από όλους τους ανθρώπους. Και εφέρετο έως και εις αυτούς τους ζητούλους και αγροίκους ανθρώπους, ωσάν ένας υποτακτικός. Εναντίον δε μόνων των αιρέσεων εφέρετο με κάποιον θυμόν· ή μάλλον ειπείν, ζήλον. Όθεν εκ τούτων και των τοιούτων μέγας γενόμενος κοντά εις όλους τους ανθρώπους, προς Κύριον εξεδήμησε, δια να λάβη τους μισθούς των αγώνων του, ζήσας χρόνους πενηνταέξι. Πλην και μετά θάνατον δεν έπαυσεν από του να ενεργή διάφορα θαύματα. (Ο κατά πλάτος Βίος του αυτού ευρίσκεται εις τον απλούν Εφραίμ, ο δε ελληνικός αυτού Βίος σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «Συμεώνην τον πάνυ». Και άλλος δε Βίος αυτού ευρίσκεται εν τη αυτή Λαύρα, ου η αρχή· «Ξένον και παράδοξον μυστήριον» (5).)
(5) Σημείωσαι ότι ο αοίδιμος Αγάπιος ο Κρης εν τω Βίω του Αγίου Συμεών του εν τω Θαυμαστώ Όρει, και άλλοι, θέλουσιν, ότι ο Συμεών ούτος ο Στυλίτης ο και εν τη μάνδρα καλούμενος, και ο εν τω Θαυμαστώ Όρει Συμεών ο εορταζόμενος κατά την εικοστήν τετάρτην του Μαΐου, είναι ένας και ο αυτός με διάφορα ονόματα ονομαζόμενος. Άλλοι δε λέγουν, ότι άλλος είναι ούτος, και άλλος εκείνος, εικάζοντες τούτο από τους διαφόρους χρόνους, και βασιλείς, εις τους οποίους ήκμασεν ο ένας και ο άλλος, και από άλλα σημεία. Εάν δε, άλλος μεν ήναι ο Στυλίτης Συμεών, άλλος δε ο Θαυμαστορείτης, ακολουθεί, ότι και η Μάρθα η κάτωθεν γραφομένη, να ήναι άλλη από την Μάρθαν την εορταζομένην κατά την τετάρτην του Ιουλίου. Και αύτη μεν, να ήναι μήτηρ του Συμεών τούτου του Στυλίτου. Εκείνη δε, του Θαυμαστορείτου, καθώς εκείσε ούτω και επιγράφεται.
*
Μνήμη της Οσίας Μητρός ημών Μάρθας της μητρός του Αγίου Συμεών.
Εν γη ξενίζει Μάρθα τον Χριστόν πάλαι,
Σε δε ξενίζει Μάρθα Χριστός εν πόλω.
*
Η Οσία Ευανθία εν ειρήνη τελειούται.
Ευ μάλα εξήνθησεν η Ευανθία,
Ανθηφορούσα αρετάς ανθοπνόους.
*
Ο δίκαιος Ιησούς υιός Ναυή εν ειρήνη εκοιμήθη.
Ον του τρέχειν έστησεν ήλιον πάλαι,
Λιπών Ιησούς, ήλιον δόξης βλέπει.
Ούτος έγινεν, υιός μεν του Ναυή, διάδοχος δε του Προφήτου Μωϋσέως, του νομοθέτου των Εβραίων. Νικήσας δε την Ιεριχώ, ήτις ήτον πόλις των αλλοφύλων, είδε τον αρχιστράτηγον Μιχαήλ, κρατούντα σπαθί εις την χείρα του. Όθεν ρίψας τα άρματα κάτω, έπεσεν εις τους πόδας αυτού. Πολεμώντας δε τους Γαβαωνίτας αλλοφύλους, και βλέπωντας πως ο ήλιος επλησίαζε να βασιλεύση, έχωντας προθυμίαν δια να πολεμήση ακόμη, παρεκάλεσε τον Θεόν και είπε· «στήτω ο ήλιος κατά Γαβαών» (Ιη. ι’, 12), ήγουν ας σταθή ο ήλιος εναντίον της πόλεως Γαβαών. Και ω του θαύματος! ευθύς εστάθη ο ήλιος από τον δρόμον του, έως οπού ενίκησε κατά κράτος τους αλλοφύλους. Διαπεράσας δε τον λαόν των Ιουδαίων από την έρημον, και διαμοιράσας εις αυτόν την γην της επαγγελίας, ήτοι την Παλαιστίνην και Ιερουσαλήμ, έγινε φοβερός εις τους εχθρούς αλλοφύλους, και έτζι δείξας την ανδρίαν και αρετήν του με πολλούς και διαφόρους πολέμους, εις διάστημα χρόνων ολοκλήρων εικοσιεπτά, και φανείς αυθέντης και ηγεμών του Ισραηλητικού λαού με οσιότητα και δικαιοσύνην, απέθανε, και ετάφη τιμίως από τον ίδιον λαόν του Ισραήλ. Καθώς ταύτα πάντα διηγείται το ξεχωριστόν Βιβλίον αυτού του ιδίου Ιησού του Ναυή. Επρόλαβε δε την Χριστού γέννησιν έτη χίλια τετρακόσια τεσσαράκοντα δύω (6).
(6) Σημείωσαι ότι τας σάλπιγγας, τας οποίας σαλπίσαντες οι Ιερείς επί του Ιησού τούτου, εκρήμνισαν τα τείχη της Ιεριχώ, ταύτας λέγω, τας έφερεν ο βασιλεύς Ιουστινιανός, και τας έβαλεν εις τον Ναόν της Αγίας Σοφίας. Και όρα σελ. 1152 της Δωδεκαβίβλου.
*
Μνήμη των Αγίων τεσσαράκοντα Παρθένων και ασκητριών, και Αμμούν Διακόνου του και διδασκάλου αυτών.
Εις τας Παρθένους.
Δισεικαρίθμοις Παρθένοις πυρ και ξίφος,
Θεού προεξένησαν Υιόν νυμφίον.
Εις τον Αμμούν.
Αμμούν καλύπτραν έμπυρον δεδεγμένος,
Το σαρκικόν κάλυμμα χαίρων εξέδυ.
Αύται αι Άγιαι Γυναίκες ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Λικινίου εν έτει τε’ [305], καταγόμεναι από την Αδριανούπολιν της Μακεδονίας· αι οποίαι Χριστιαναί ούσαι, ηκολούθησαν εις τον Χριστόν, έχουσαι διδάσκαλον και οδηγόν τον Διάκονον Αμμούν. Επειδή δε επιάσθησαν από τον άρχοντα της Αδριανουπόλεως Βάβδον ονομαζόμενον, και ετιμωρήθησαν πολλά, διατί δεν επροσκύνουν τα είδωλα, τούτου χάριν επροσευχήθησαν εις τον Θεόν, και ω του θαύματος! ευθύς αρπάχθη και εκρεμάσθη εις τον αέρα ο ιερεύς των ειδώλων. Και εκεί μείνας τιμωρούμενος εις πολλάς ώρας, τελευταίον πίπτωντας κάτω, κακώς ο κακός εξέψυξεν. Ο δε Άγιος Αμμούν κρεμάται και ξέεται κατά τας πλευράς. Έπειτα δέχεται εις την κεφαλήν μπαρμπούταν σιδηράν πεπυρακτωμένην.
Επειδή δε ουδεμίαν βλάβην εκ ταύτης έλαβεν, απεστάλθη ομού με τας ανωτέρω Αγίας Παρθένους από την Βερρόην εις την Ηράκλειαν της Θράκης, προς τον τύραννον Λικίνιον. Όθεν με την προσταγήν αυτού, αι μεν δέκα Παρθένοι, εβάλθησαν εις την φωτίαν και ετελειώθησαν· αι δε οκτώ, απεκεφαλίσθησαν ομού με τον Διάκονον Αμμούν· αι δε άλλαι δέκα, κτυπηθείσαι με το σπαθί εις το στόμα και εις την καρδίαν, παρέδωκαν το πνεύμα. Από δε τας επιλοίπους δώδεκα, οπού έμειναν, άλλαι μεν, κατεκόπησαν από μαχαίρας, άλλαι δε, λαβούσαι εις το στόμα σίδερα αναμμένα, προς Κύριον εξεδήμησαν.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων και αυταδέλφων Ευόδου, Καλλίστης, και Ερμογένους.
Κάλλιστον όντως εύρε Καλλίστη τέλος,
Συν τοις καλοίς τμηθείσα διττοίς συγγόνοις.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον αδελφοί κατά σάρκα. Έλληνες δε όντες το γένος κατά τον καιρόν του κηρύγματος των Αποστόλων, επίστευσαν τω Χριστώ και αναγεννήθησαν δια του Αγίου Βαπτίσματος. Όθεν και ως Χριστιανοί εδιαβάλθησαν εις τον κατά τόπους άρχοντα. Παρασταθέντες δε εις αυτόν, έδειξαν την ευγένειαν, και το ανδρείον φρόνημα των ψυχών τους, ομολογήσαντες τον Χριστόν. Διο και εκαταδικάσθησαν να λάβουν τον δια ξίφους θάνατον. Και έτζι ετελείωσαν τον δρόμον του μαρτυρίου, και απήλθον στεφανηφόροι εις τα Ουράνια.
*
Μνήμη του εν Κωνσταντινουπόλει γενομένου μεγάλου εμπρησμού κατά τους χρόνους του βασιλέως Λέοντος του μεγάλου του επονομαζομένου Μακέλλη, εν έτει υν’ [450], όταν το πλείστον μέρος της Πόλεως επυρπολήθη δια τας αμαρτίας ημών, επί ημέρας επτά.
Θυμού Θεού πυρ εκκαέν, Μωσής λέγει,
Εμπρησμόν εξέκαυσε τη πόλει μέγαν.
*
Μνήμη του γενομένου θαύματος υπό της Υπεραγίας Θεοτόκου: δηλαδή όταν η σεβασμία αυτής και θαυματουργός εικών η εκ του Μοναστηρίου ούσα των Μιασηνών, ερρίφη εν τη λίμνη τη καλουμένη Ζαγουρού, δια τον φόβον των Εικονομάχων, και ύστερον μετά πλείστους χρόνους, πάλιν εκ της λίμνης θαυμασίω τρόπω ανεφάνη άσπιλος.
Αυθαιρέτως άνεισιν άγρα τις ξένη,
Λίμνης βυθού πάντιμος εικών Παρθένου.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Μελέτιος ο νέος, ο εν τω όρει της Μυουπόλεως ασκήσας, εν ειρήνη τελειούται.
Σαυτόν καθάρας Μελέτιε τρισμάκαρ,
Ώφθης δοχείον Πνεύματος του Αγίου (7).
(7) Τον Βίον τούτου όρα εις τον Νέον Παράδεισον. Περί του Αγίου Μελετίου τούτου του εν Μυουπόλει γράφει ο Μελέτιος (τομ. β’ της Εκκλ. Ιστορ.) ότι ήτον εις τον καιρόν Αλεξίου του Κομνηνού εν έτει ͵απα’ [1081], Καππαδόκης το γένος, εκ κώμης Μουταλάσκης. Όστις ελθών εις Ελλάδα, και πολλούς με τας ενθέους πράξεις του φωταγωγήσας, επέρασε την ζωήν του εν τη Ιερά Μονή τη επ’ ονόματι των Ταξιαρχών, αρχήθεν τιμωμένη, του Θεοδοσίου, ήτις ελέγετο Μονή του Συμβόλου. Τούτου του Αγίου τον Βίον συνέγραψε Νικόλαος ο Μοθώνης Επίσκοπος. Η Μονή δε η ανωτέρω ύστερον ετιμήθη επ’ ονόματι του αυτού Αγίου Μελετίου. Επί δε Θεοδώρου του Κομνηνού εκουρσεύθη η Μονή αύτη, καθώς φανερόνουσιν οι στίχοι του σοφωτάτου κυρίου Ιωάννου του εν τη Μονή ταύτη πρότερον ασκήσαντος, ύστερον δε γενομένου Μητροπολίτου Βουλγαρίας.
*
Ο άγιος Νεομάρτυς Αγγελής, ο εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας κατά το ͵αχπ’ [1680] έτος, ξίφει τελειούται (8).
Άνθρωπος ην μεν, Αγγελής κατ’ ουσίαν,
Τμηθείς δε ώφθη, Άγγελος συν Αγγέλοις.
(8) Το Μαρτύριον τούτου όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Μὴν Σεπτέμβριος (1) ἔχων ἡμέρας λ΄.
Ἡ ἡμέρα ἔχει ὥρας ιβ΄ καὶ ἡ νὺξ ὥρας ιβ΄.
Εἰς τὴν Α΄, ἀρχὴ τῆς Ἰνδίκτου, ἤτοι τοῦ νέου ἔτους.
Ἴνδικτον ἡμῖν εὐλόγει Νέου Χρόνου,
Ὦ καὶ παλαιέ, καὶ δι’ ἀνθρώπους νέε (ἤτοι σὺ ὦ Χριστέ).
Πρέπει νὰ ἠξεύρωμεν, ἀδελφοί, ὅτι ἡ τοῦ Θεοῦ ἁγία Ἐκκλησία ἑορτάζει σήμερον τὴν Ἰνδικτιῶνα, διὰ τρία αἴτια. Πρῶτον, ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ εἶναι ἀρχὴ τοῦ χρόνου. Διὰ τοῦτο καὶ κοντὰ εἰς τοὺς παλαιοὺς Ῥωμάνους πολλὰ ἐτιμᾶτο αὐτὴ ἐξ ἀρχαίων χρόνων. Ἰνδικτιὼν δὲ κατὰ τὴν ῥωμαϊκήν, ἤτοι λατινικὴν γλῶσσαν, θέλει νὰ εἰπῇ ὁρισμός (2). Καὶ δεύτερον ἑορτάζει ταύτην ἡ Ἐκκλησία, ἐπειδὴ καὶ κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν, ἐπῆγεν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μέσα εἰς τὴν Συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἐδόθη εἰς αὐτὸν τὸ Βιβλίον τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου, καθὼς γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς (Λουκ. δ΄). Τὸ ὁποῖον Βιβλίον ἀνοίξας ὁ Κύριος, ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς εὗρε τὸν τόπον ἐκεῖνον, ἤτοι τὴν ἀρχὴν τοῦ ἑξηκοστοῦ πρώτου κεφαλαίου τοῦ Ἡσαΐου, εἰς τὸ ὁποῖον εἶναι γεγραμμένον διὰ λόγου του τὰ λόγια ταῦτα: «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ ἕνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρύξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν». Ἀφ’ οὗ δὲ ἀνέγνωσεν ὁ Κύριος τὰ περὶ αὑτοῦ λόγια ταῦτα, ἐσφάλισε τὸ Βιβλίον καὶ τὸ ἔδωκεν εἰς τὸν ὑπηρέτην. Ἔπειτα καθίσας, εἶπεν εἰς τὸν λαὸν «ὅτι σήμερον ἐτελειώθησαν οἱ λόγοι τῆς Προφητείας ταύτης εἰς τὰ ἐδικά σας αὐτία». Ὅθεν ὁ λαὸς ταῦτα ἀκούων, ἐθαύμαζε διὰ τὰ χαριτωμένα λόγια, ὁποῦ εὔγαινον ἐκ τοῦ στόματός του, ὡς τοῦτο γράφει ὁ αὐτὸς Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς (αὐτόθι) (3).
Εἶναι δὲ καὶ τρίτη αἰτία, διὰ τὴν ὁποίαν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ κάμνει σήμερον ἐνθύμησιν τῆς Ἰνδίκτου, καὶ ἑορτάζει τὴν ἀρχὴν τοῦ νέου χρόνου: ἤγουν, ἵνα διὰ μέσου τῆς ὑμνῳδίας καὶ ἱκεσίας, ὁποῦ προσφέρομεν εἰς τὸν Θεὸν ἐν τῇ ἑορτῇ ταύτῃ, γένῃ ὁ Θεὸς ἵλεως εἰς ἡμᾶς, καὶ εὐλογήσῃ τὸν νέον χρόνον, καὶ χαρίσῃ τοῦτον εἰς ἡμᾶς εὐτυχῆ καὶ γεμάτον ἀπὸ ὅλα τὰ σωματικὰ ἀγαθά. Καὶ ἵνα φωτίσῃ τὰς διανοίας μας, εἰς τὸ νὰ περάσωμεν ὅλον τὸν χρόνον καθαρῶς καὶ μὲ ἀγαθὴν συνείδησιν, καὶ εἰς τὸ νὰ εὐαρεστήσωμεν τῷ Θεῷ, μὲ τὴν φύλαξιν τῶν ἐντολῶν του. Καὶ οὕτω νὰ τύχωμεν τῶν ἐν Οὐρανοῖς αἰωνίων ἀγαθῶν (4).
(1) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι τὸ ὄνομα Σεπτέμβριος δὲν εἶναι ἑλληνικόν, ἀλλὰ λατινικόν, ἢ ἰταλικόν. Καὶ δηλοῖ ἕβδομος, παραγόμενον ἀπὸ τοῦ σέπτε λατινικοῦ, ἢ ἰταλικοῦ, ὅπερ ἑρμηνεύεται ἑλληνιστί, ἑπτά. Ἕβδομος δὲ λέγεται ὁ μῆνας οὗτος, ἀριθμούμενος ἀπὸ τὸν Μάρτιον μῆνα, κατὰ τὸν ὁποῖον ἐδημιούργησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον. Ἑπτὰ γὰρ μῆνες συμποσοῦνται ἀπὸ τοῦ Μαρτίου ἕως τοῦ Σεπτεμβρίου, συναριθμουμένου δηλονότι καὶ αὐτοῦ τοῦ Σεπτεμβρίου.
Ἤθελε δὲ ἀπορήσῃ τινάς, διατί ὁ Σεπτέμβριος, ἕβδομος μῆνας ἀριθμούμενος καὶ λεγόμενος, ὡς εἴπομεν, διατί λέγεται καὶ ἑορτάζεται σήμερον ὡς τοῦ χρόνου ἀρχή; Λύοντες οὖν τὴν ἀπορίαν λέγομεν, ὅτι διὰ δύω αἰτίας λέγεται ὁ Σεπτέμβριος τοῦ χρόνου ἀρχή. Μίαν ἐσωτερικὴν καὶ οὐσιώδη, ἤτοι φυσικήν. Καὶ ἄλλην ἐξωτερικὴν καὶ ἐπουσιώδη.
Ἡ ἐσωτερικὴ λοιπὸν καὶ φυσικὴ αἰτία, διὰ τὴν ὁποίαν ὁ Σεπτέμβριος λέγεται ἀρχὴ τοῦ χρόνου εἶναι, ὄχι διατὶ ἐδημιούργησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον εἰς τὸν Σεπτέμβριον μῆνα, καθὼς οὐκ ὀρθῶς λέγουσι πολλοὶ ῥαββῖνοι, καὶ ἄλλοι σὺν αὐτοῖς. Τοῦτο γὰρ τὸ προνόμιον τὸ ἔλαβεν ὁ Μάρτιος, κατὰ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ πᾶντας τοὺς Θεολόγους καὶ ἑρμηνευτὰς τῆς Γραφῆς, ὡς λέγομεν ἐν τῇ ἀρχῇ τοῦ Μαρτίου μηνός. Ἀλλὰ λέγεται ἀρχὴ χρόνου ὁ Σεπτέμβριος, διατὶ κατ’ αὐτὸν ὡς ἐπὶ τῷ πλεῖστον, παύει μὲν ἡ γῆ ἀπὸ τὸ νὰ γεννᾷ τοὺς καρπούς, ἀρχίζει δὲ πάλιν νὰ συλλαμβάνῃ τρόπον τινὰ καὶ νὰ ἐγγαστρώνεται ἄλλους νέους καρπούς. Ὅθεν εἶπε καὶ ὁ Ψελλός, «ὁ Σεπτέμβριος μὴν τῶν παρελθόντων κόπων ἐπὶ τῷ πολὺ τοὺς καρποὺς συγκλείει καὶ ταῖς ἀποθήκαις ἐναποτίθησι, καὶ τῶν ἐπιόντων πόνων ἀπάρχεται» (παρὰ τῷ Σεβαστῷ Τραπεζουντίῳ). Κατὰ τὸν μῆνα γὰρ τοῦτον γίνεται ἡ φθινοπωρινὴ ἰσημερία, ὅτε εἶναι ὁ ἀέρας καὶ ἡ ἀτμοσφαῖρα μετριόθερμος. Κατὰ τὸν μῆνα τοῦτον ἀροτριᾶται καὶ γεωργεῖται ἡ γῆ, καὶ τὰ σπέρματα δέχεται εἰς τὰ αὐλάκιά της, ὡσὰν μέσα εἰς κοιλίαν καὶ μήτραν. Καὶ κατὰ τὸν μῆνα τοῦτον ἀρχίζουν νὰ γίνωνται ᾑ βροχαῖς. «Ἵνα δι’ αὐτῶν ἁπαλυνθῇ ἡ ὑπὸ τοῦ προλαβόντος θέρους σκληρυνθεῖσα γῆ. Καὶ ἀκολούθως γένῃ ἐπιτηδεία εἰς τὸ νὰ γεωργηθῇ καλῶς, καὶ νὰ συλλάβῃ καὶ νὰ θρέψῃ τὰ ἐγκαταβληθέντα εἰς αὐτὴν σπέρματα. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Θεὸς προστάζει τοὺς Ἰουδαίους, ὅτι, ὅταν κατὰ τὸν Σεπτέμβριον τοῦτον ἐσύναγον τοὺς καρπούς των, νὰ ἑορτάζουν ἑπτὰ ἡμέρας, καὶ νὰ κατασκευάζουν σκηνάς, ἤτοι καλύβας, εὐφραινόμενοι καὶ εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ διὰ τὴν σύναξιν τῶν καρπῶν. Οὕτω γὰρ λέγει πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Καὶ ἐν τῇ πέντε καὶ δεκάτῃ ἡμέρᾳ τοῦ μηνὸς τοῦ ἑβδόμου τούτου, ὅταν συντελέσητε τὰ γεννήματα τῆς γῆς, ἑορτάσετε τῷ Κυρίῳ ἑπτὰ ἡμέρας» (Λευ. κγ΄, 39).
Καὶ διὰ νὰ εἰπῶ συντόμως, ὁ μὲν Σεπτέμβριος μῆνας εἶναι ἀρχὴ τῆς συλλήψεως καὶ ἐγγαστρώσεως ὅλων σχεδὸν τῶν καρπῶν. Ὁ δὲ Μάρτιος εἶναι ἀρχὴ τῆς γεννήσεως ὅλων σχεδὸν τῶν αὐτῶν καρπῶν. Τότε γὰρ ἀρχίζουν νὰ γεννοῦνται καὶ νὰ βλαστάνουν ἀπὸ τὴν γῆν, καὶ ἀκολούθως νὰ καρποφοροῦν τὰ σπέρματα ἐκεῖνα, ὁποῦ ἡ γῆ συνέλαβε καὶ ἐγγαστρώθη ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριον μῆνα ἕως εἰς ὅλον τὸν χειμῶνα. Ἐν μὲν γὰρ τῇ ἀρχῇ τῆς Δημιουργίας τοῦ κόσμου, κατὰ τὸν Μάρτιον μῆνα εὐθὺς καὶ τὰ σπέρματα καὶ οἱ καρποὶ ἐβλάστησαν καὶ ἐτελειώθησαν, ὅταν ὁ Θεὸς εἶπε, «Βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ’ ὁμοιότητα». Ταὐτὸν εἰπεῖν, τότε ἐν τῷ ἅμα ἔγινε καὶ ἡ σύλληψις τῶν καρπῶν, καὶ ἡ γέννησις αὐτῶν χωρὶς καιροῦ παράτασιν, διὰ τὴν ἀπειρίαν τῆς τοῦ Θεοῦ δημιουργικῆς δυνάμεως. Τώρα δέ, ἐπειδὴ κατὰ φυσικοὺς νόμους κινεῖται ἡ κτίσις, ἤτοι ἀτελῶς καὶ ὀλίγον ὀλίγον, διὰ τοῦτο χρειάζεται παράτασις καιροῦ. Ὅθεν ἐν ἄλλῳ μὲν καιρῷ γίνεται ἡ σύλληψις τῶν καρπῶν, κατὰ τὸν Σεπτέμβριον δηλαδή, ἐν ἄλλῳ δὲ καιρῷ γίνεται ἡ τούτων γέννησις, κατὰ τὸν Μάρτιον δηλαδή. Προσθέττει δὲ ὁ ἀνωτέρω Ψελλὸς καὶ ταῦτα, «κατὰ μὲν τὴν πρώτην κτίσιν καὶ τὴν εἰς τὸ κρεῖττον ἐπίδοσιν, φαίνεται εἶναι ἀρχὴ ἡ πρώτη ἰσημερία τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἤγουν ὁ Μάρτιος. Κατὰ δὲ τὴν ἐκ παραβάσεως κατάραν, καὶ τὴν μετὰ κόπων ζωήν, καὶ τὴν εἰς φθορὰν ἀπάγουσαν μεταφοράν, ἀρχὴ τοῦ χρόνου ἡ δευτέρα ἰσημερία. Ἐκεῖθεν γὰρ ἄρχονται τὰ πᾶντα καὶ πρὸς φθορὰν ἀπάγονται… Εἰ δὲ καὶ ὁ χρόνος ἀπὸ τοῦ φθείρειν χρόνος ὠνόμασται, ἄρα ἀρχὴ τοῦ χρόνου καὶ τῆς φθορᾶς ὁ Σεπτέμβριος. Μέχρι γὰρ τοῦ Σεπτεμβρίου μηνὸς τὸ γένος τῶν καρπίμων (φυτῶν) ἀλλὰ καὶ τῶν ἀκάρπων ἐνδυναμοῦται. Ἔκτοτε δὲ ξηραίνεται, ἢ διαρρέει καὶ φθείρεται. Διὸ καὶ ἀρχὴν τοῦ φθινοπώρου τὸν Σεπτέμβριον ἅπαντες οἴδαμεν» (αὐτόθι).
Ἡ ἐξωτερικὴ δὲ καὶ ἐπουσιώδης αἰτία, διὰ τὴν ὁποίαν λέγεται ἀρχὴ τοῦ ἔτους ὁ Σεπτέμβριος, εἶναι, πρῶτον, διατὶ, ὡς γνωματεύουσί τινες, ὅταν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ ἐκυρίευσαν τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, ἦτον Σεπτέμβριος μῆνας. Ὅθεν κατ’ αὐτὸν ἄρχισαν νὰ γεωργοῦν τὴν γῆν ἐκείνην. Καὶ δεύτερον, διατὶ οἱ παλαιοὶ Ῥωμάνοι ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριον μῆνα ἄρχιζαν ὅλας τὰς πολιτικὰς αὐτῶν κρίσεις καὶ ὑποθέσεις καὶ διαφορὰς καὶ μισθοὺς καὶ πάκτους, ἀλλὰ καὶ τὰ βασιλικὰ τέλη καὶ φόροι καὶ κῆνσοι ἐν τῷ Σεπτεμβρίῳ ἄρχιζαν νὰ ἀποδίδωνται κατὰ τὸν Ψελλόν.
(2) Σημείωσαι ὅτι ἡ Ἰνδικτιὼν ἀναβαίνει εἰς δεκαπέντε χρόνους, καὶ πάλιν ἀρχίζειἀπὸ τὴν πρώτην. Ἄρχισε δὲ ἡ τῆς Κωνσταντινουπόλεως Ἰνδικτιὼν τῇ εἰκοστῇ τετάρτῃ τοῦ Σεπτεμβρίου, ἐν ἔτει ἀπὸ Χριστοῦ τκζ΄ [327]. Δηλαδὴ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ἐν Νικαίᾳ πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἰνδικτιὼν δὲ κατὰ τὸν Συμεῶνα Λογοθέτην ἐν τῷ Χρονικῷ, σημαίνει Ἐπινέμησιν: ἤγουν τοῦ χρόνου μερισμόν. Ἐκεῖνο γὰρ ὁποῦ σημαίνει ἡ Ἰνδικτιὼν λατινικά, τοῦτο σημαίνει καὶ ἡ Ἐπινέμησις ἑλληνικά.
Διατί δὲ ἡ Ἰνδικτιὼν ἀναβαίνει εἰς δεκαπέντε μόνον ἡμέρας καὶ πάλιν ἐπιστρέφει. Καὶ τί δηλοῦσιν αἱ δεκαπέντε ἡμέραι αὗται. Ἢ διατί ἡ Ἰνδικτιὼν μόνη δὲν συμφωνεῖ οὔτε μὲ τοὺς κύκλους τῆς σελήνης καὶ τὰ θεμέλια, οὔτε μὲ τοὺς κύκλους τοῦ ἡλίου καὶ μὲ τὴν ἑβδομάδα, οὐδὲν βέβαιον ἠδυνήθην νὰ εὕρω. Πλὴν τοῦτο μόνον λέγει ὁ κὺρ Ματθαῖος, ὅτι ἡ αἰτία τοῦ νὰ ἀναβαίνῃ ἡ Ἰνδικτιὼν ἕως εἰς τὰς δεκαπέντε, εἶναι ἡ ἐναλλαγὴ τῶν ἀνθρωπίνων ἡλικιῶν. Κατὰ δεκαπέντε γὰρ χρόνους ἀλλάττουν οἱ ἄνθρωποι μεγάλας ἐναλλαγάς. Διότι εἰς τοὺς δεκαπέντε χρόνους ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νὰ τριχόνῃ. Εἰς τοὺς δὶς δεκαπέντε, λαμβάνει τὸ τέλειον τῆς ἡλικίας. Εἰς τοὺς τρὶς δεκαπέντε, γίνεται ὁ ἄνθρωπος μεσοκαιρίτης. Εἰς τοὺς τετράκις δεκαπέντε, γίνεται ἀσπρογένης. Εἰς τοὺς πεντάκις δεκαπέντε, γίνεται ὁ ἄνθρωπος γέρων. Καὶ εἰς τοὺς ἑξάκις δεκαπέντε, γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἐσχατόγηρος (παρὰ τῷ Σεβαστῷ Τραπεζουντίῳ). Λέγουσι δέ τινες, ὅτι ὁ μοναχὸς Πανόδωρος, εἴτε ἄλλος τις, ἐφεῦρεν, ὅτι κατὰ τοὺς 7980, κατὰ τὴν περίοδον, λέγω, ταύτην, συμφωνεῖ ἡ Ἰνδικτιὼν μὲ τοὺς κύκλους τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης. Τότε γὰρ ἔχει πρῶτον κύκλον ὁ ἥλιος, πρῶτον κύκλον ἡ σελήνη, καὶ τότε εἶναι καὶ πρώτη Ἰνδικτιών. Ὁμοίως καὶ ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ κόσμου, ὁ μὲν ἥλιος θέλει ἔχει κύκλους εἰκοσιοκτώ. Ἡ δὲ σελήνη κύκλους δεκαεννέα. Καὶ ἡ Ἰνδικτιὼν κύκλους δεκαπέντε. Οἱ μὲν οὖν κύκλοι τοῦ ἡλίου, καὶ τῆς σελήνης οἱ κύκλοι καὶ τὰ θεμέλια, καὶ αἱ ἐπακταὶ τῶν μηνῶν, ἀρχίζουν ἀπὸ τὸν Μάρτιον. Αἱ δὲ Ἰνδικτιῶνες, ἀρχίζουν ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριον. Ὅρα Ἀλέξανδρον εἰς τὰ Ἰουδαϊκά, σελ. ιβ΄, καὶ τὸν πρῶτον τόμ. τοῦ Μελετίου ἐν τῇ εἰσαγωγῇ.
(3) Σημείωσαι, ὅτι μερικοὶ θέλουν, πῶς ὁ Κύριος εἰσῆλθεν εἰς τὴν Συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέγνω τὴν ἄνωθεν περικοπὴν τοῦ Ἡσαΐου, κατὰ τὸ δεύτερον ἔτος τοῦ Εὐαγγελικοῦ αὐτοῦ κηρύγματος, ἀφ’ οὗ ἐποίησε τὸ ἐν Κανᾷ θαῦμα, καὶ συνωμίλησε μὲ τὴν Σαμαρείτιδα ἐν τῷ φρέατι. Τότε γὰρ ἀπὸ τῆς Σαμαρείας ἀπελθὼν εἰς τὴν Γαλιλαίαν ἐκήρυσσε τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας, καὶ πολλὰ σημεῖα εἰς Καπερναοὺμ ἐκτελέσας, μετέβη καὶ εἰς Ναζαρέτ, ἐν ᾗ ἀνετράφη. Ὅπου καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὴν Συναγωγήν. (Ὅρα εἰς τὴν νεοτύπωτον Ἑκατονταετηρίδα.)
(4) Σημείωσαι, ὅτι πανηγυρικὸν λόγον ἔχει ὁ Χρυσόστομος εἰς τὴν ἀρχὴν ταύτην τῆς Ἰνδίκτου, οὗ ἡ ἀρχή· «Θαυμασταὶ τῶν ὀρθοδόξων αἱ πανηγύρεις». (Σῴζεται ἐν τῷ πέμπτῳ τόμῳ τῆς ἐν Ἐτόνῃ ἐκδόσεως.) Ὁμοίως καὶ ἕτερον λόγον εἰς τὴν αὐτήν, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἐπάλληλον σημεῖον παρὰ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἡ τῶν ἀγαθῶν ἐπομβρία». (Σῴζεται ἐν τῷ αὐτῷ τόμῳ.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Στυλίτου.
Λιπὼν Συμεὼν τὴν ἐπὶ στύλου βάσιν,
Τὴν ἐγγὺς εὗρε τοῦ Θεοῦ Λόγου στάσιν.
Ὑψιβάτης Συμεὼν Σεπτεμβρίου ἔκθανε πρώτῃ.
Οὗτος ὁ μέγας Συμεὼν ἐκατάγετο ἀπὸ ἕνα χωρίον ὀνομαζόμενον Σισάν, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται ἀνάμεσα εἰς τὴν ἐπαρχίαν τῶν Σύρων καὶ τῶν Κιλίκων, κατὰ τοὺς χρόνους Λέοντος τοῦ μεγάλου τοῦ ἐπονομαζομένου Μακέλλη, καὶ Μαρτυρίου Πατριάρχου Ἀντιοχείας, ἐν ἔτει υνζ΄ [457]. Ἀγαπήσας δὲ τὸν Θεὸν ἐκ νεαρᾶς του ἡλικίας, ἄφησε τὸν κόσμον καὶ τὰ ἐν κόσμῳ, καὶ ἐπῆγεν εἰς ἕνα Μοναστήριον ἐκεῖ κοντὰ εὑρισκόμενον, ὅπου ἐκατοίκουν δύω ἀσκηταί. Μὲ τοὺς ὁποίους διαπεράσας δύω χρόνους, ἠγάπησε νὰ ζήσῃ ὑψηλοτέραν καὶ τελειοτέραν ζωήν. Ὅθεν καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν μέγαν Ὅσιον Ἡλιόδωρον, τὸν ὁποῖον μεταχειριζόμενος διδάσκαλον τῆς μοναδικῆς ζωῆς, διεπέρασεν ὑποκάτω εἰς αὐτὸν ἑπτὰ χρόνους, ἀγωνιζόμενος τόσον, ὥστε ὁποῦ ὑπερέβαλε τοὺς ὀγδοήκοντα μοναχούς, τοὺς ὁποίους εἶχε συναγωνιστάς του. Ἐπειδὴ ὅλην μὲν τὴν ἑβδομάδα ἔμενε νηστικός, τὴν δὲ μέσην του εἶχεν ἔσωθεν ἐζωσμένην μὲ ἕνα σχοινίον τραχύτατον, κατεσκευασμένον ἀπὸ φοίνικας, τόσον ὁποῦ ὅλη του ἡ μέση ἐπληγώθη τριγύρω, καὶ εὔγανεν αἵματα. Καὶ ἁπλῶς ἠγωνίζετο μὲ μίαν καινούργιαν καὶ ὑπὲρ ἄνθρωπον ἄσκησιν. Διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν ἐπροστάχθη ἀπὸ τοὺς συναγωνιστάς του μοναχοὺς νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ λόγου των, διὰ νὰ μὴ γένῃ βλάβης αἴτιος, εἰς τοὺς ἀσθενεστέρους κατὰ τὸ σῶμα ἀδελφούς· οἵτινες μιμούμενοι αὐτόν, ἐσπούδαζον νὰ ἀγωνίζωνται ὑπὲρ τὴν δύναμίν τους.
Εὐγαίνωντας δὲ εἰς τὰ ἡσυχαστικὰ μέρη τοῦ ἐκεῖσε βουνοῦ, ἐκατέβη μέσα εἰς ἕνα λάκκον ἄνυδρον, καὶ ἐκεῖ ἡσύχαζε. Μετὰ παρέλευσιν δὲ πέντε ἡμερῶν, μετανοήσαντες οἱ ἀνωτέρω συναγωνισταί του μοναχοί, ἐζήτησαν καὶ εὗρον αὐτόν. Καὶ ἔτζι τὸν ἐπῆραν πάλιν εἰς τὸ Μοναστήριον. Ὕστερον δὲ ἀπὸ ὀλίγον καιρὸν πηγαίνωντας εἰς ἕνα χωρίον ὀνομαζόμενον Τελανισσόν, καὶ εὑρίσκωντας εἰς αὐτὸ ἕνα μικρὸν κελλίον, ἐκεῖ διέμεινεν ἔγκλειστος τρεῖς ὁλοκλήρους χρόνους. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ὅσιος ἐπεθύμησε νὰ μὴ φάγῃ φαγητὸν εἰς τεσσαράκοντα ἡμέρας, παρόμοια μὲ τὸν Προφήτην Μωϋσῆν καὶ Ἠλίαν, διὰ τοῦτο παρεκάλεσε τὸν φίλον του καὶ ἠγαπημένον Βλάσσον, τὸν θαυμάσιον ἐκεῖνον Ὅσιον, νὰ μὴν ἀφήσῃ τίποτε φαγόσιμον πρᾶγμα μέσα εἰς τὸ κελλίον του, ἀλλὰ νὰ χρίσῃ ἔξωθεν τὴν πόρταν. Καὶ τούτου γενομένου, διεπέρασεν ὁ θεῖος Συμεὼν νηστικὸς τεσσαράκοντα ὁλοκλήρους ἡμέρας, χωρὶς νὰ φάγῃ ὁλότελα κᾀνένα φαγητόν. Τόσον ὁποῦ ἀπὸ τὴν ὑπερβάλλουσαν νηστείαν ἔπεσε κατὰ γῆς, καὶ πλέον δὲν ἐδύνετο οὔτε νὰ λαλήσῃ, οὔτε νὰ κινηθῇ. Ἐλθὼν δὲ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος Βλάσσος, καὶ βλέπων τὸν Ὅσιον ἐν τοιαύτῃ ἀδυναμίᾳ, ἔβρεξε σπογγάρι, καὶ ἐσπόγγισε τὸ στόμα του ἔξωθεν, καὶ οὕτως ἐκοινώνησεν αὐτὸν τὰ θεῖα Μυστήρια. Ὅθεν δυναμωθεὶς ἐκ τούτων ὁ Ὅσιος, ἐσηκώθη, καὶ ἔφαγεν ὀλίγον ψωμίον. Ἀναβὰς δὲ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, πάλιν καὶ ἐκεῖ ἔμεινε νηστικὸς ἄλλας τεσσαράκοντα ἡμέρας, ὥστε ὁποῦ, τὸ μὲν τέλος τῆς περασμένης τεσσαρακονθημέρου νηστείας του, ἦτον ἀρχὴ τῆς μελλούσης.
Ἐπειδὴ δὲ ἐκ τῆς φήμης τοῦ Ἁγίου, ἔτρεχον πολλοὶ Χριστιανοὶ εἰς αὐτὸν χάριν εὐλαβείας, καὶ ἐσύγχυζον τὴν ἡσυχίαν του, διὰ τοῦτο ἐμεθοδεύθη καὶ ἔκαμε στύλον ὑψηλὸν ἀπὸ τὴν γῆν τριακονταέξι πήχεις· ἐπάνω εἰς τὸν ὁποῖον, ὄχι μόνον ἐνήστευε πάλιν παρομοίως τεσσαρακοντάδας ἡμερῶν, ἀλλὰ καὶ πρὸς τούτοις διεπέρνα τὰς ἡμέρας ταύτας στεκόμενος. Ὅθεν ἐκ τῆς φήμης τούτων ἔτρεχον περισσότερα πλήθη καὶ ἔθνη ἀνθρώπων εἰς αὐτόν, ἀπὸ κάθε μέρος, καὶ ἐβαπτίζοντο διὰ τῶν χειρῶν τοῦ μακαρίου Θεοδωρήτου, ὅστις ἐστόλισε τὸν θρόνον τῆς ἐν Κύρῳ Ἐκκλησίας, καὶ αὐτὸς πρῶτος συνέγραψε τὰ περὶ τοῦ Ὁσίου τούτου Συμεών.
Γενόμενος λοιπὸν περιβόητος ὁ Ὅσιος οὗτος, τόσον μὲ τὸ ὕψος τῆς ζωῆς του, ὅσον καὶ μὲ τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων του, καὶ αὐτουργὸς χρηματίσας ἐξαίσιος πολλῶν καὶ μεγάλων ἰαμάτων, καὶ πρόξενος σωτηρίας δειχθεὶς εἰς πολλούς, ἐπροφήτευσεν ἀψευδῶς πολλὰ πράγματα, ὁποῦ ἔμελλον νὰ γένουν. Ξηρασίαν, λέγω, καὶ πεῖναν, καὶ πανοῦκλαν, καὶ ἀκρίδας, τὰ ὁποῖα ὅλα ἔγιναν διὰ τῶν ἔργων. Μιμηθεὶς δὲ τὴν ζωὴν τῶν ἀΰλων Ἀγγέλων μὲ ὑλικὸν σῶμα, τόσον πολλά, ὥστε ὁποῦ μερικοὶ ἀποροῦσαν δι’ αὐτόν, μήπως ἦτον κᾀμμία φύσις ἀσώματος, ἔγινε θέατρον καὶ εἰς τοὺς Ἀγγέλους καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ δὲ θαυμαστότερον εἶναι, ὅτι καὶ μὲ τόσους ὑπερβολικοὺς κόπους τῆς ἀσκήσεως, καὶ μὲ τόσον ὕψος ἀρετῶν καὶ πλῆθος θαυμάτων, πάλιν τόσην ἄκραν ταπείνωσιν εἶχεν ὁ τρισμακάριστος, εἰς τρόπον ὅτι ἐνόμιζε τὸν ἑαυτόν του κατώτερον ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἐφέρετο ἕως καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς ζητούλους καὶ ἀγροίκους ἀνθρώπους, ὡσὰν ἕνας ὑποτακτικός. Ἐναντίον δὲ μόνων τῶν αἱρέσεων ἐφέρετο μὲ κᾄποιον θυμόν· ἢ μᾶλλον εἰπεῖν, ζῆλον. Ὅθεν ἐκ τούτων καὶ τῶν τοιούτων μέγας γενόμενος κοντὰ εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε, διὰ νὰ λάβῃ τοὺς μισθοὺς τῶν ἀγώνων του, ζήσας χρόνους πενηνταέξι. Πλὴν καὶ μετὰ θάνατον δὲν ἔπαυσεν ἀπὸ τοῦ νὰ ἐνεργῇ διάφορα θαύματα. (Ὁ κατὰ πλάτος Βίος τοῦ αὐτοῦ εὑρίσκεται εἰς τὸν ἁπλοῦν Ἐφραίμ, ὁ δὲ ἑλληνικὸς αὐτοῦ Βίος σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, οὗ ἡ ἀρχή· «Συμεώνην τὸν πάνυ». Καὶ ἄλλος δὲ Βίος αὐτοῦ εὑρίσκεται ἐν τῇ αὐτῇ Λαύρᾳ, οὗ ἡ ἀρχή· «Ξένον καὶ παράδοξον μυστήριον» (5).)
(5) Σημείωσαι ὅτι ὁ ἀοίδιμος Ἀγάπιος ὁ Κρὴς ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ ἐν τῷ Θαυμαστῷ Ὄρει, καὶ ἄλλοι, θέλουσιν, ὅτι ὁ Συμεὼν οὗτος ὁ Στυλίτης ὁ καὶ ἐν τῇ μάνδρᾳ καλούμενος, καὶ ὁ ἐν τῷ Θαυμαστῷ Ὄρει Συμεὼν ὁ ἑορταζόμενος κατὰ τὴν εἰκοστὴν τετάρτην τοῦ Μαΐου, εἶναι ἕνας καὶ ὁ αὐτὸς μὲ διάφορα ὀνόματα ὀνομαζόμενος. Ἄλλοι δὲ λέγουν, ὅτι ἄλλος εἶναι οὗτος, καὶ ἄλλος ἐκεῖνος, εἰκάζοντες τοῦτο ἀπὸ τοὺς διαφόρους χρόνους, καὶ βασιλεῖς, εἰς τοὺς ὁποίους ἤκμασεν ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος, καὶ ἀπὸ ἄλλα σημεῖα. Ἐὰν δέ, ἄλλος μὲν ᾖναι ὁ Στυλίτης Συμεών, ἄλλος δὲ ὁ Θαυμαστορείτης, ἀκολουθεῖ, ὅτι καὶ ἡ Μάρθα ἡ κάτωθεν γραφομένη, νὰ ᾖναι ἄλλη ἀπὸ τὴν Μάρθαν τὴν ἑορταζομένην κατὰ τὴν τετάρτην τοῦ Ἰουλίου. Καὶ αὕτη μέν, νὰ ᾖναι μήτηρ τοῦ Συμεὼν τούτου τοῦ Στυλίτου. Ἐκείνη δέ, τοῦ Θαυμαστορείτου, καθὼς ἐκεῖσε οὕτω καὶ ἐπιγράφεται.
*
Μνήμη τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν Μάρθας τῆς μητρὸς τοῦ Ἁγίου Συμεών.
Ἐν γῇ ξενίζει Μάρθα τὸν Χριστὸν πάλαι,
Σὲ δὲ ξενίζει Μάρθα Χριστὸς ἐν πόλῳ.
*
Ἡ Ὁσία Εὐανθία ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Εὖ μάλα ἐξήνθησεν ἡ Εὐανθία,
Ἀνθηφοροῦσα ἀρετὰς ἀνθοπνόους.
*
Ὁ δίκαιος Ἰησοῦς υἱὸς Ναυῆ ἐν εἰρήνῃ ἐκοιμήθη.
Ὃν τοῦ τρέχειν ἔστησεν ἥλιον πάλαι,
Λιπὼν Ἰησοῦς, ἥλιον δόξης βλέπει.
Οὗτος ἔγινεν, υἱὸς μὲν τοῦ Ναυῆ, διάδοχος δὲ τοῦ Προφήτου Μωϋσέως, τοῦ νομοθέτου τῶν Ἑβραίων. Νικήσας δὲ τὴν Ἱεριχώ, ἥτις ἦτον πόλις τῶν ἀλλοφύλων, εἶδε τὸν ἀρχιστράτηγον Μιχαήλ, κρατοῦντα σπαθὶ εἰς τὴν χεῖρά του. Ὅθεν ῥίψας τὰ ἅρματα κάτω, ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ. Πολεμῶντας δὲ τοὺς Γαβαωνίτας ἀλλοφύλους, καὶ βλέπωντας πῶς ὁ ἥλιος ἐπλησίαζε νὰ βασιλεύσῃ, ἔχωντας προθυμίαν διὰ νὰ πολεμήσῃ ἀκόμη, παρεκάλεσε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε· «στήτω ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαών» (Ἰη. ι΄, 12), ἤγουν ἂς σταθῇ ὁ ἥλιος ἐναντίον τῆς πόλεως Γαβαών. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἐστάθη ὁ ἥλιος ἀπὸ τὸν δρόμον του, ἕως ὁποῦ ἐνίκησε κατὰ κράτος τοὺς ἀλλοφύλους. Διαπεράσας δὲ τὸν λαὸν τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ τὴν ἔρημον, καὶ διαμοιράσας εἰς αὐτὸν τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, ἤτοι τὴν Παλαιστίνην καὶ Ἱερουσαλήμ, ἔγινε φοβερὸς εἰς τοὺς ἐχθροὺς ἀλλοφύλους, καὶ ἔτζι δείξας τὴν ἀνδρίαν καὶ ἀρετήν του μὲ πολλοὺς καὶ διαφόρους πολέμους, εἰς διάστημα χρόνων ὁλοκλήρων εἰκοσιεπτά, καὶ φανεὶς αὐθέντης καὶ ἡγεμὼν τοῦ Ἰσραηλητικοῦ λαοῦ μὲ ὁσιότητα καὶ δικαιοσύνην, ἀπέθανε, καὶ ἐτάφη τιμίως ἀπὸ τὸν ἴδιον λαὸν τοῦ Ἰσραήλ. Καθὼς ταῦτα πᾶντα διηγεῖται τὸ ξεχωριστὸν Βιβλίον αὐτοῦ τοῦ ἰδίου Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Ἐπρόλαβε δὲ τὴν Χριστοῦ γέννησιν ἔτη χίλια τετρακόσια τεσσαράκοντα δύω (6).
(6) Σημείωσαι ὅτι τὰς σάλπιγγας, τὰς ὁποίας σαλπίσαντες οἱ Ἱερεῖς ἐπὶ τοῦ Ἰησοῦ τούτου, ἐκρήμνισαν τὰ τείχη τῆς Ἱεριχώ, ταύτας λέγω, τὰς ἔφερεν ὁ βασιλεὺς Ἰουστινιανός, καὶ τὰς ἔβαλεν εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας. Καὶ ὅρα σελ. 1152 τῆς Δωδεκαβίβλου.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων τεσσαράκοντα Παρθένων καὶ ἀσκητριῶν, καὶ Ἀμμοῦν Διακόνου τοῦ καὶ διδασκάλου αὐτῶν.
Εἰς τὰς Παρθένους.
Δισεικαρίθμοις Παρθένοις πῦρ καὶ ξίφος,
Θεοῦ προεξένησαν Υἱὸν νυμφίον.
Εἰς τὸν Ἀμμοῦν.
Ἀμμοῦν καλύπτραν ἔμπυρον δεδεγμένος,
Τὸ σαρκικὸν κάλυμμα χαίρων ἐξέδυ.
Αὗται αἱ Ἅγιαι Γυναῖκες ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λικινίου ἐν ἔτει τε΄ [305], καταγόμεναι ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολιν τῆς Μακεδονίας· αἱ ὁποῖαι Χριστιαναὶ οὖσαι, ἠκολούθησαν εἰς τὸν Χριστόν, ἔχουσαι διδάσκαλον καὶ ὁδηγὸν τὸν Διάκονον Ἀμμοῦν. Ἐπειδὴ δὲ ἐπιάσθησαν ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς Ἀδριανουπόλεως Βάβδον ὀνομαζόμενον, καὶ ἐτιμωρήθησαν πολλά, διατὶ δὲν ἐπροσκύνουν τὰ εἴδωλα, τούτου χάριν ἐπροσευχήθησαν εἰς τὸν Θεόν, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἁρπάχθη καὶ ἐκρεμάσθη εἰς τὸν ἀέρα ὁ ἱερεὺς τῶν εἰδώλων. Καὶ ἐκεῖ μείνας τιμωρούμενος εἰς πολλὰς ὥρας, τελευταῖον πίπτωντας κάτω, κακῶς ὁ κακὸς ἐξέψυξεν. Ὁ δὲ Ἅγιος Ἀμμοῦν κρεμᾶται καὶ ξέεται κατὰ τὰς πλευράς. Ἔπειτα δέχεται εἰς τὴν κεφαλὴν μπαρμπούταν σιδηρᾶν πεπυρακτωμένην.
Ἐπειδὴ δὲ οὐδεμίαν βλάβην ἐκ ταύτης ἔλαβεν, ἀπεστάλθη ὁμοῦ μὲ τὰς ἀνωτέρω Ἁγίας Παρθένους ἀπὸ τὴν Βερρόην εἰς τὴν Ἡράκλειαν τῆς Θρᾴκης, πρὸς τὸν τύραννον Λικίνιον. Ὅθεν μὲ τὴν προσταγὴν αὐτοῦ, αἱ μὲν δέκα Παρθένοι, ἐβάλθησαν εἰς τὴν φωτίαν καὶ ἐτελειώθησαν· αἱ δὲ ὀκτώ, ἀπεκεφαλίσθησαν ὁμοῦ μὲ τὸν Διάκονον Ἀμμοῦν· αἱ δὲ ἄλλαι δέκα, κτυπηθεῖσαι μὲ τὸ σπαθὶ εἰς τὸ στόμα καὶ εἰς τὴν καρδίαν, παρέδωκαν τὸ πνεῦμα. Ἀπὸ δὲ τὰς ἐπιλοίπους δώδεκα, ὁποῦ ἔμειναν, ἄλλαι μέν, κατεκόπησαν ἀπὸ μαχαίρας, ἄλλαι δέ, λαβοῦσαι εἰς τὸ στόμα σίδερα ἀναμμένα, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησαν.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καὶ αὐταδέλφων Εὐόδου, Καλλίστης, καὶ Ἑρμογένους.
Κάλλιστον ὄντως εὗρε Καλλίστη τέλος,
Σὺν τοῖς καλοῖς τμηθεῖσα διττοῖς συγγόνοις.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον ἀδελφοὶ κατὰ σάρκα. Ἕλληνες δὲ ὄντες τὸ γένος κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ κηρύγματος τῶν Ἀποστόλων, ἐπίστευσαν τῷ Χριστῷ καὶ ἀναγεννήθησαν διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Ὅθεν καὶ ὡς Χριστιανοὶ ἐδιαβάλθησαν εἰς τὸν κατὰ τόπους ἄρχοντα. Παρασταθέντες δὲ εἰς αὐτόν, ἔδειξαν τὴν εὐγένειαν, καὶ τὸ ἀνδρεῖον φρόνημα τῶν ψυχῶν τους, ὁμολογήσαντες τὸν Χριστόν. Διὸ καὶ ἐκαταδικάσθησαν νὰ λάβουν τὸν διὰ ξίφους θάνατον. Καὶ ἔτζι ἐτελείωσαν τὸν δρόμον τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἀπῆλθον στεφανηφόροι εἰς τὰ Οὐράνια.
*
Μνήμη τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει γενομένου μεγάλου ἐμπρησμοῦ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λέοντος τοῦ μεγάλου τοῦ ἐπονομαζομένου Μακέλλη, ἐν ἔτει υν΄ [450], ὅταν τὸ πλεῖστον μέρος τῆς Πόλεως ἐπυρπολήθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, ἐπὶ ἡμέρας ἑπτά.
Θυμοῦ Θεοῦ πῦρ ἐκκαέν, Μωσῆς λέγει,
Ἐμπρησμὸν ἐξέκαυσε τῇ πόλει μέγαν.
*
Μνήμη τοῦ γενομένου θαύματος ὑπὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου: δηλαδὴ ὅταν ἡ σεβασμία αὐτῆς καὶ θαυματουργὸς εἰκὼν ἡ ἐκ τοῦ Μοναστηρίου οὖσα τῶν Μιασηνῶν, ἐρρίφη ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καλουμένῃ Ζαγουροῦ, διὰ τὸν φόβον τῶν Εἰκονομάχων, καὶ ὕστερον μετὰ πλείστους χρόνους, πάλιν ἐκ τῆς λίμνης θαυμασίῳ τρόπῳ ἀνεφάνη ἄσπιλος.
Αὐθαιρέτως ἄνεισιν ἄγρα τις ξένη,
Λίμνης βυθοῦ πάντιμος εἰκὼν Παρθένου.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Μελέτιος ὁ νέος, ὁ ἐν τῷ ὄρει τῆς Μυουπόλεως ἀσκήσας, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Σαυτὸν καθάρας Μελέτιε τρισμάκαρ,
Ὤφθης δοχεῖον Πνεύματος τοῦ Ἁγίου (7).
(7) Τὸν Βίον τούτου ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον. Περὶ τοῦ Ἁγίου Μελετίου τούτου τοῦ ἐν Μυουπόλει γράφει ὁ Μελέτιος (τόμ. β΄ τῆς Ἐκκλ. Ἱστορ.) ὅτι ἦτον εἰς τὸν καιρὸν Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ ἐν ἔτει ͵απα΄ [1081], Καππαδόκης τὸ γένος, ἐκ κώμης Μουταλάσκης. Ὅστις ἐλθὼν εἰς Ἑλλάδα, καὶ πολλοὺς μὲ τὰς ἐνθέους πράξεις του φωταγωγήσας, ἐπέρασε τὴν ζωήν του ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῇ ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ταξιαρχῶν, ἀρχῆθεν τιμωμένῃ, τοῦ Θεοδοσίου, ἥτις ἐλέγετο Μονὴ τοῦ Συμβόλου. Τούτου τοῦ Ἁγίου τὸν Βίον συνέγραψε Νικόλαος ὁ Μοθώνης Ἐπίσκοπος. Ἡ Μονὴ δὲ ἡ ἀνωτέρω ὕστερον ἐτιμήθη ἐπ’ ὀνόματι τοῦ αὐτοῦ Ἁγίου Μελετίου. Ἐπὶ δὲ Θεοδώρου τοῦ Κομνηνοῦ ἐκουρσεύθη ἡ Μονὴ αὕτη, καθὼς φανερόνουσιν οἱ στίχοι τοῦ σοφωτάτου κυρίου Ἰωάννου τοῦ ἐν τῇ Μονῇ ταύτῃ πρότερον ἀσκήσαντος, ὕστερον δὲ γενομένου Μητροπολίτου Βουλγαρίας.
*
Ὁ ἅγιος Νεομάρτυς Ἀγγελής, ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας κατὰ τὸ ͵αχπ΄ [1680] ἔτος, ξίφει τελειοῦται (8).
Ἄνθρωπος ἦν μέν, Ἀγγελὴς κατ’ οὐσίαν,
Τμηθεὶς δὲ ὤφθη, Ἄγγελος σὺν Ἀγγέλοις.
(8) Τὸ Μαρτύριον τούτου ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *