Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου1 Αυγούστου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Μην Αύγουστος (1) έχων ημέρας λα’.
Η ημέρα έχει ώρας ιγ’, και η νυξ ώρας ια’.
Εις την Α’, μνήμη των Αγίων επτά Μαρτύρων Μακκαβαίων, Αβείμ, Αντωνίου, Γουρίου, Ελεαζάρου, Ευσεβωνά, Αχείμ (2) και Μαρκέλλου, και της μητρός αυτών Σολομονής, και του διδασκάλου αυτών Ελεαζάρου.
Εις τον Ελεάζαρον.
Πρώτος προ Χριστού πυρ στέγων Ελεάζαρ,
Αθλήσεως προύθηκε τοις άλλοις ίχνη.
Εις την Σολομονήν.
Πρώταθλον άλλην και προ της Θέκλας έχω,
Την Σολομονήν, ην προ Χριστού πυρ φλέγει.
Εις τους επτά Μακκαβαίους.
Εξ εβδόμης πέμπουσι παίδων επτάδα,
Αρθρέμβολα φλοξ και τροχοί προς ογδόην.
Καύσαν ενί πρώτη Σολομώνην επτά τε υίας.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Αντιόχου υιού Σελεύκου, εν έτει από μεν κτίσεως κόσμου ͵ετκζ’ [5327], προ Χριστού δε ρογ’ [173]. Ούτοι λοιπόν επειδή ηναγκάζοντο από τον άνωθεν Αντίοχον (όστις αφάνισε και εσκλάβωσεν όλον το γένος των Εβραίων) δια να αρνηθούν τας συνηθείας και διατάξεις τας παραδεδομένας υπό του νόμου και των προγόνων τους, ήτοι το να φάγουν κρέατα γουρουνίσια· επειδή, λέγω, και αναγκάσθησαν εις τούτο από τον τύραννον, δια τούτο δεν επείσθησαν, τόσον αυτοί, όσον και ο διδάσκαλος αυτών Ελεάζαρος, φυλάττοντες την παραγγελίαν του θείου νόμου την λέγουσαν· «Τον υν, ότι διχαλοί οπλήν τούτο, και ονυχίζει όνυχας οπλής, και τούτο ουκ ανάγει μηρυκισμόν, ακάθαρτον τούτο ημίν· από των κρεών αυτών ου φάγεσθε, και των θνησιμαίων αυτών ουχ’ άψεσθε· ακάθαρτα ταύτα υμίν» (Λευϊτ. ια’, 7). Τουτέστι, μη φάγετε τον χοίρον, διατί αυτός, έχει μεν τα ονύχιά του μοιρασμένα εις δύω, δεν αναμηρυκάζει δε, ουδέ αναχαράζει το φαγητόν οπού φάγη. Όθεν από τα κρέατα του χοίρου μη φάγετε, και το νεκρόν σώμα αυτού μη πιάσετε, διατί αυτά είναι ακάθαρτα.
Τούτου χάριν του μεν Αγίου Ελεαζάρου τας χείρας έδεσαν οπίσω, και έδειραν αυτόν δυνατά. Έπειτα έχυσαν μέσα εις την μύτην του κάποια υγρά βρωμερά και δριμέα. Μετά ταύτα έρριψαν αυτόν εις την φωτίαν, μέσα εις την οποίαν επροσευχήθη δια να γένη το αίμα και ο θάνατός του, λύτρωσις και ελευθερία όλου του γένους του, και ούτω παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού ο αοίδιμος. Τους δε Αγίους επτά Παίδας έφερεν έμπροσθέν του ο τύραννος, και ετιμώρησεν αυτούς, τον καθ’ ένα κατά τους χρόνους της ηλικίας του, με τροχούς, με κοντάρια, με φωτίαν, και με άλλα όργανα τιμωρητικά, τα οποία έμβαινον μέσα εις τα άρθρα και αρμονίας του σώματος. Όθεν οι μακάριοι Παίδες αποθανόντες μέσα εις τα τοιαύτα βάσανα, απέδειξαν, ότι ο λογισμός είναι κύριος και αυτοκράτωρ των παθών. Και εάν θελήση, δεν δύναται να νικηθή από αυτά (3). Και ούτως έλαβον παρά Κυρίου τους στεφάνους της αθλήσεως. Μετά ταύτα η μήτηρ αυτών Σολομονή, βλέπουσα τους επτά υιούς της, πως ετελειώθησαν με ανδρίαν, εχάρη. Όθεν χωρίς να βάλη τινάς χέρι επάνω της, επήγε μόνη και έρριψε τον εαυτόν της μέσα εις την αναμμένην πυρκαϊάν, και έτζι παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εις τον μαρτυρικόν τους Ναόν, τον ευρισκόμενον εις το έμβασμα το λεγόμενον του Δομνίνου, και πέραν εις την Ελαίαν (4).
(1) Αύγουστος ωνομάσθη ο από Μαρτίου αριθμούμενος έκτος μην ούτος, από τον Αύγουστον τον Καίσαρα της Ρώμης. Ο γαρ Αύγουστος ο Καίσαρ κατά την δεκάτην ενάτην του μηνός Αυγούστου ασθενήσας εις την πόλιν, Νώλην καλουμένην, απέθανε, ζήσας χρόνους εβδομήντα εξ, πλην ογδοηντατεσσάρων ημερών. (Όρα τον Μελέτιον, σελ. 90 του α’ τόμου.) Παλαιά δε ο μήνας ούτος ωνομάζετο Σεξτήλιος.
(2) Εν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται, Ευλάλου. Εν άλλω δε Συναξαριστή γράφεται, Μάρκου.
(3) Καθώς τούτο αποδείχνει ο Εβραίος Ιώσηπος εις τον ολόκληρον Λόγον οπού συνέγραψε περί αυτοκράτορος λογισμού, ου η αρχή· «Φιλοσοφώτατον λόγον επιδείκνυσθαι μέλλων».
(4) Σημείωσαι, ότι ο μεν Θεολόγος Γρηγόριος, ένα εγκωμιαστικόν Λόγον πλέκει εις τας μαρτυρικάς κεφαλάς των Αγίων τούτων Μακκαβαίων, ου η αρχή· «Τι δε οι Μακκαβαίοι;» Ο δε Χρυσόστομος τρεις Λόγους, περιεχομένους εν τω πέμπτω τόμω της εν Ετόνη εκδόσεως. Και του μεν πρώτου η αρχή· «Ως φαιδρά και περιχαρής ημίν». Του δε δευτέρου· «Άπαντας μεν ουν εγκωμιάσαι». Του δε τρίτου· «Και τοις Μάρτυσιν ορών». Αξιόλογον δε είναι εκείνο οπού γράφει περί αυτών ο ρηθείς Γρηγόριος· «Οι προ των Χριστού παθών μαρτυρήσαντες, τί ποτε δράσειν έμελλον μετά Χριστόν διωκόμενοι; και τον εκείνου υπέρ ημών μιμούμενοι θάνατον; οι γαρ χωρίς υποδείγματος τοιούτοι και τοσούτοι την αρετήν, πώς ουκ αν ώφθησαν γενναιότεροι μετά του υποδείγματος κινδυνεύοντες; Και άμα μυστικός τις και απόρρητος ούτος ο λόγος, σφόδρα πιθανός εμοί γουν και πάσι τοις φιλοθέοις, μηδένα των προ της Χριστού παρουσίας τελειωθέντων, δίχα της εις Χριστόν πίστεως τούτου τυχείν. Ο γαρ Λόγος, επαρρησιάσθη μεν ύστερον καιροίς ιδίοις· εγνωρίσθη δε και πρότερον τοις καθαροίς την διάνοιαν». Σημείωσαι, ότι το λείψανον της Αγίας Σολομονής σώζεται ολόκληρον, εν τω Πατριαρχείω της Κωνσταντινουπόλεως. Εις το Μαρτύριον τούτων λόγον συνέγραψεν Ιώσηπος ο Ιουδαίος, ου η αρχή· «Φιλοσοφώτατον λόγον επιδείκνυσθαι μέλλων». Ευρίσκεται δε εν τη Μεγίστη Λαύρα και έτερος Λόγος συντομώτερος προς αυτούς, ου η αρχή· «Ότι των παθών αυτοκράτωρ ο λογισμός».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων εννέα Μαρτύρων των εν Πέργη της Παμφυλίας αθλησάντων, Λεοντίου, Άττου, Αλεξάνδρου, Κινδέου, Μνησιθέου, Κυριακού, Μηναίου, Κατούνου, και Ευκλέου.
Εκ Παμφυλίας εννάς ετμήθη ξίφει,
Μίαν φυλήν ζητούσα την των Μαρτύρων.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους καιρούς του βασιλέως Διοκλητιανού, και Φλαβιανού ηγεμόνος της Παμφυλίας εν έτει τ’ [300], εκ προγόνων υπάρχοντες Χριστιανοί. Και ο μεν Μηναίος ήτον τέκτων, ήτοι λεπτουργός. Οι δε άλλοι, ήτον γεωργοί. Όλοι δε μίαν γνώμην έχοντες, και μίαν καλήν βουλήν βουλευσάμενοι, επήγαν αυτόκλητοι εις τον αγώνα του μαρτυρίου. Αφήσαντες λοιπόν κοινώς όλα τα βιωτικά πράγματα, επήγαν εις το εκεί ιερόν της ψευδοθεάς Αρτέμιδος, και εις μίαν νύκτα, εκρήμνισαν όλα τα εις αυτό ευρισκόμενα είδωλα. Δια τούτο πιασθέντες και ερωτηθέντες, εάν αρνούνται τον Χριστόν, και μη πεισθέντες, εδάρθησαν δυνατά, και εκάησαν με φωτίαν εις τα πλευρά. Έπειτα έσχισαν με σιδερένια ονύχια το δέρμα του σώματός των έως εις τα κόκκαλα, και με λαμπάδας αναμμένας έκαυσαν τας μασχάλας των, και με μικράς σούβλας εκέντησαν τους οφθαλμούς των, και έτζι τους έρριψαν εις την φυλακήν, χωρίς να τους δώσουν φαγητόν, ή πιοτόν, και χωρίς να δείξουν εις αυτούς καμμίαν επιμέλειαν. Επειδή, έτζι επρόσταξεν ο ηγεμών. Αφ’ ου δε επέρασε καιρός πολύς αναμεταξύ, τότε οι Άγιοι εδόθησαν εις τα θηρία δια να τους φάγουν. Αλλά τα θηρία δεν έβλαψαν τελείως αυτούς, ούτε όλως εκινήθησαν από τον τόπον τους. Όθεν βλέποντες το παράδοξον τούτο οι εκεί ευρισκόμενοι, εξεπλάγησαν, και εφώναξαν με μεγάλην φωνήν· Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών. Και ω του θαύματος! παρευθύς έγιναν βρονταί και αστραπαί, και βροχή πολλή και ραγδαία, ανακατωμένη με χαλάζι. Μαζί δε με αυτά, ηκούετο άνωθεν και μία θεϊκή φωνή, η οποία επροσκάλει τους Αγίους εις τα Ουράνια. Όθεν ακούσαντες οι Μάρτυρες την γλυκυτάτην εκείνην φωνήν, εχάρησαν, και χαίροντες απεκεφαλίσθησαν, και αποκεφαλισθέντες, έλαβον παρά Κυρίου τους στεφάνους του μαρτυρίου.
*
Ο Άγιος Πάπας ο νέος, εις σάκκον βληθείς, και θήβη εγκλεισθείς, και εις θάλασσαν ριφείς, τελειούται.
Σάκκος Πάπαν έκρυψε και σάκκον θήβη,
Και την θήβην ρους, και Πάπας Θεού πέλας.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Ελεάζαρος, πυρί την κεφαλήν καταφλεχθείς, τελειούται.
Καυτηριασθείς Ελεάζαρος κάραν,
Ψυχοβλαβών απήλθε κρείττων ρευμάτων.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Κήρυκος ξίφει τελειούται.
Του δημίου φήσαντος, ου τμηθής θύων,
Κλίνας κάραν Κήρυκος είπεν, ου θύω.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Θεόδωρος ξίφει τελειούται.
Τω Θεοδώρω θείος ενσκήπτει πόθος,
Τυχείν ποθεινών δωρεών δια ξίφους.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Πολύευκτος, εν κοπρία χωσθείς, τελειούται.
Ιώβ καθέδραν φημί δη την κοπρίαν,
Ο Πολύευκτος είχεν εις τιμωρίαν.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Μήνου και Μηναίου, και των λοιπών εν τω Βιγλεντίω, πλησίον του χαλκού Τετραπύλου.
Μήνης κατοικεί συγκάτοικον νυν έχων,
Μηναίον ένθα ουδαμώς μήνη πέλει.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Μὴν Αὔγουστος (1) ἔχων ἡμέρας λα΄.
Ἡ ἡμέρα ἔχει ὥρας ιγ΄, καὶ ἡ νὺξ ὥρας ια΄.
Εἰς τὴν Α΄, μνήμη τῶν Ἁγίων ἑπτὰ Μαρτύρων Μακκαβαίων, Ἀβείμ, Ἀντωνίου, Γουρίου, Ἐλεαζάρου, Εὐσεβωνᾶ, Ἀχεὶμ (2) καὶ Μαρκέλλου, καὶ τῆς μητρὸς αὐτῶν Σολομονῆς, καὶ τοῦ διδασκάλου αὐτῶν Ἐλεαζάρου.
Εἰς τὸν Ἐλεάζαρον.
Πρῶτος πρὸ Χριστοῦ πῦρ στέγων Ἐλεάζαρ,
Ἀθλήσεως προὔθηκε τοῖς ἄλλοις ἴχνη.
Εἰς τὴν Σολομονήν.
Πρώταθλον ἄλλην καὶ πρὸ τῆς Θέκλας ἔχω,
Τὴν Σολομονήν, ἣν πρὸ Χριστοῦ πῦρ φλέγει.
Εἰς τοὺς ἑπτὰ Μακκαβαίους.
Ἐξ ἑβδόμης πέμπουσι παίδων ἑπτάδα,
Ἀρθρέμβολα φλὸξ καὶ τροχοὶ πρὸς ὀγδόην.
Καῦσαν ἐνὶ πρώτῃ Σολομώνην ἑπτά τε υἷας.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἀντιόχου υἱοῦ Σελεύκου, ἐν ἔτει ἀπὸ μὲν κτίσεως κόσμου ͵ετκζ΄ [5327], πρὸ Χριστοῦ δὲ ρογ΄ [173]. Οὗτοι λοιπὸν ἐπειδὴ ἠναγκάζοντο ἀπὸ τὸν ἄνωθεν Ἀντίοχον (ὅστις ἀφάνισε καὶ ἐσκλάβωσεν ὅλον τὸ γένος τῶν Ἑβραίων) διὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὰς συνηθείας καὶ διατάξεις τὰς παραδεδομένας ὑπὸ τοῦ νόμου καὶ τῶν προγόνων τους, ἤτοι τὸ νὰ φάγουν κρέατα γουρουνίσια· ἐπειδή, λέγω, καὶ ἀναγκάσθησαν εἰς τοῦτο ἀπὸ τὸν τύραννον, διὰ τοῦτο δὲν ἐπείσθησαν, τόσον αὐτοί, ὅσον καὶ ὁ διδάσκαλος αὐτῶν Ἐλεάζαρος, φυλάττοντες τὴν παραγγελίαν τοῦ θείου νόμου τὴν λέγουσαν· «Τὸν ὗν, ὅτι διχαλοῖ ὁπλὴν τοῦτο, καὶ ὀνυχίζει ὄνυχας ὁπλῆς, καὶ τοῦτο οὐκ ἀνάγει μηρυκισμόν, ἀκάθαρτον τοῦτο ἡμῖν· ἀπὸ τῶν κρεῶν αὐτῶν οὐ φάγεσθε, καὶ τῶν θνησιμαίων αὐτῶν οὐχ’ ἅψεσθε· ἀκάθαρτα ταῦτα ὑμῖν» (Λευϊτ. ια΄, 7). Τουτέστι, μὴ φάγετε τὸν χοῖρον, διατὶ αὐτός, ἔχει μὲν τὰ ὀνύχιά του μοιρασμένα εἰς δύω, δὲν ἀναμηρυκάζει δέ, οὐδὲ ἀναχαράζει τὸ φαγητὸν ὁποῦ φάγῃ. Ὅθεν ἀπὸ τὰ κρέατα τοῦ χοίρου μὴ φάγετε, καὶ τὸ νεκρὸν σῶμα αὐτοῦ μὴ πιάσετε, διατὶ αὐτὰ εἶναι ἀκάθαρτα.
Τούτου χάριν τοῦ μὲν Ἁγίου Ἐλεαζάρου τὰς χεῖρας ἔδεσαν ὀπίσω, καὶ ἔδειραν αὐτὸν δυνατά. Ἔπειτα ἔχυσαν μέσα εἰς τὴν μύτην του κᾄποια ὑγρὰ βρωμερὰ καὶ δριμέα. Μετὰ ταῦτα ἔρριψαν αὐτὸν εἰς τὴν φωτίαν, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν ἐπροσευχήθη διὰ νὰ γένῃ τὸ αἷμα καὶ ὁ θάνατός του, λύτρωσις καὶ ἐλευθερία ὅλου τοῦ γένους του, καὶ οὕτω παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ ὁ ἀοίδιμος. Τοὺς δὲ Ἁγίους ἑπτὰ Παῖδας ἔφερεν ἔμπροσθέν του ὁ τύραννος, καὶ ἐτιμώρησεν αὐτούς, τὸν καθ’ ἕνα κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ἡλικίας του, μὲ τροχούς, μὲ κοντάρια, μὲ φωτίαν, καὶ μὲ ἄλλα ὄργανα τιμωρητικά, τὰ ὁποῖα ἔμβαινον μέσα εἰς τὰ ἄρθρα καὶ ἁρμονίας τοῦ σώματος. Ὅθεν οἱ μακάριοι Παῖδες ἀποθανόντες μέσα εἰς τὰ τοιαῦτα βάσανα, ἀπέδειξαν, ὅτι ὁ λογισμὸς εἶναι κύριος καὶ αὐτοκράτωρ τῶν παθῶν. Καὶ ἐὰν θελήσῃ, δὲν δύναται νὰ νικηθῇ ἀπὸ αὐτά (3). Καὶ οὕτως ἔλαβον παρὰ Κυρίου τοὺς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως. Μετὰ ταῦτα ἡ μήτηρ αὐτῶν Σολομονή, βλέπουσα τοὺς ἑπτὰ υἱούς της, πῶς ἐτελειώθησαν μὲ ἀνδρίαν, ἐχάρη. Ὅθεν χωρὶς νὰ βάλῃ τινὰς χέρι ἐπάνω της, ἐπῆγε μόνη καὶ ἔρριψε τὸν ἑαυτόν της μέσα εἰς τὴν ἀναμμένην πυρκαϊάν, καὶ ἔτζι παρέδωκε τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις εἰς τὸν μαρτυρικόν τους Ναόν, τὸν εὑρισκόμενον εἰς τὸ ἔμβασμα τὸ λεγόμενον τοῦ Δομνίνου, καὶ πέραν εἰς τὴν Ἐλαίαν (4).
(1) Αὔγουστος ὠνομάσθη ὁ ἀπὸ Μαρτίου ἀριθμούμενος ἕκτος μὴν οὗτος, ἀπὸ τὸν Αὔγουστον τὸν Καίσαρα τῆς Ῥώμης. Ὁ γὰρ Αὔγουστος ὁ Καῖσαρ κατὰ τὴν δεκάτην ἐνάτην τοῦ μηνὸς Αὐγούστου ἀσθενήσας εἰς τὴν πόλιν, Νώλην καλουμένην, ἀπέθανε, ζήσας χρόνους ἑβδομῆντα ἕξ, πλὴν ὀγδοηντατεσσάρων ἡμερῶν. (Ὅρα τὸν Μελέτιον, σελ. 90 τοῦ α΄ τόμου.) Παλαιὰ δὲ ὁ μῆνας οὗτος ὠνομάζετο Σεξτήλιος.
(2) Ἐν δὲ τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ γράφεται, Εὐλάλου. Ἐν ἄλλῳ δὲ Συναξαριστῇ γράφεται, Μάρκου.
(3) Καθὼς τοῦτο ἀποδείχνει ὁ Ἑβραῖος Ἰώσηπος εἰς τὸν ὁλόκληρον Λόγον ὁποῦ συνέγραψε περὶ αὐτοκράτορος λογισμοῦ, οὗ ἡ ἀρχή· «Φιλοσοφώτατον λόγον ἐπιδείκνυσθαι μέλλων».
(4) Σημείωσαι, ὅτι ὁ μὲν Θεολόγος Γρηγόριος, ἕνα ἐγκωμιαστικὸν Λόγον πλέκει εἰς τὰς μαρτυρικὰς κεφαλὰς τῶν Ἁγίων τούτων Μακκαβαίων, οὗ ἡ ἀρχή· «Τί δὲ οἱ Μακκαβαῖοι;» Ὁ δὲ Χρυσόστομος τρεῖς Λόγους, περιεχομένους ἐν τῷ πέμπτῳ τόμῳ τῆς ἐν Ἐτόνῃ ἐκδόσεως. Καὶ τοῦ μὲν πρώτου ἡ ἀρχή· «Ὡς φαιδρὰ καὶ περιχαρὴς ἡμῖν». Τοῦ δὲ δευτέρου· «Ἅπαντας μὲν οὖν ἐγκωμιάσαι». Τοῦ δὲ τρίτου· «Καὶ τοῖς Μάρτυσιν ὁρῶν». Ἀξιόλογον δὲ εἶναι ἐκεῖνο ὁποῦ γράφει περὶ αὐτῶν ὁ ῥηθεὶς Γρηγόριος· «Οἱ πρὸ τῶν Χριστοῦ παθῶν μαρτυρήσαντες, τί ποτε δράσειν ἔμελλον μετὰ Χριστὸν διωκόμενοι; καὶ τὸν ἐκείνου ὑπὲρ ἡμῶν μιμούμενοι θάνατον; οἱ γὰρ χωρὶς ὑποδείγματος τοιοῦτοι καὶ τοσοῦτοι τὴν ἀρετήν, πῶς οὐκ ἂν ὤφθησαν γενναιότεροι μετὰ τοῦ ὑποδείγματος κινδυνεύοντες; Καὶ ἅμα μυστικός τις καὶ ἀπόρρητος οὗτος ὁ λόγος, σφόδρα πιθανὸς ἐμοὶ γοῦν καὶ πᾶσι τοῖς φιλοθέοις, μηδένα τῶν πρὸ τῆς Χριστοῦ παρουσίας τελειωθέντων, δίχα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως τούτου τυχεῖν. Ὁ γὰρ Λόγος, ἐπαρρησιάσθη μὲν ὕστερον καιροῖς ἰδίοις· ἐγνωρίσθη δὲ καὶ πρότερον τοῖς καθαροῖς τὴν διάνοιαν». Σημείωσαι, ὅτι τὸ λείψανον τῆς Ἁγίας Σολομονῆς σῴζεται ὁλόκληρον, ἐν τῷ Πατριαρχείῳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Εἰς τὸ Μαρτύριον τούτων λόγον συνέγραψεν Ἰώσηπος ὁ Ἰουδαῖος, οὗ ἡ ἀρχή· «Φιλοσοφώτατον λόγον ἐπιδείκνυσθαι μέλλων». Εὑρίσκεται δὲ ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ καὶ ἕτερος Λόγος συντομώτερος πρὸς αὐτούς, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὅτι τῶν παθῶν αὐτοκράτωρ ὁ λογισμός».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων ἐννέα Μαρτύρων τῶν ἐν Πέργῃ τῆς Παμφυλίας ἀθλησάντων, Λεοντίου, Ἄττου, Ἀλεξάνδρου, Κινδέου, Μνησιθέου, Κυριακοῦ, Μηναίου, Κατούνου, καὶ Εὐκλέου.
Ἐκ Παμφυλίας ἐννὰς ἐτμήθη ξίφει,
Μίαν φυλὴν ζητοῦσα τὴν τῶν Μαρτύρων.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς καιροὺς τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, καὶ Φλαβιανοῦ ἡγεμόνος τῆς Παμφυλίας ἐν ἔτει τ΄ [300], ἐκ προγόνων ὑπάρχοντες Χριστιανοί. Καὶ ὁ μὲν Μηναῖος ἦτον τέκτων, ἤτοι λεπτουργός. Οἱ δὲ ἄλλοι, ἦτον γεωργοί. Ὅλοι δὲ μίαν γνώμην ἔχοντες, καὶ μίαν καλὴν βουλὴν βουλευσάμενοι, ἐπῆγαν αὐτόκλητοι εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ μαρτυρίου. Ἀφήσαντες λοιπὸν κοινῶς ὅλα τὰ βιωτικὰ πράγματα, ἐπῆγαν εἰς τὸ ἐκεῖ ἱερὸν τῆς ψευδοθεᾶς Ἀρτέμιδος, καὶ εἰς μίαν νύκτα, ἐκρήμνισαν ὅλα τὰ εἰς αὐτὸ εὑρισκόμενα εἴδωλα. Διὰ τοῦτο πιασθέντες καὶ ἐρωτηθέντες, ἐὰν ἀρνοῦνται τὸν Χριστόν, καὶ μὴ πεισθέντες, ἐδάρθησαν δυνατά, καὶ ἐκάησαν μὲ φωτίαν εἰς τὰ πλευρά. Ἔπειτα ἔσχισαν μὲ σιδερένια ὀνύχια τὸ δέρμα τοῦ σώματός των ἕως εἰς τὰ κόκκαλα, καὶ μὲ λαμπάδας ἀναμμένας ἔκαυσαν τὰς μασχάλας των, καὶ μὲ μικρὰς σούβλας ἐκέντησαν τοὺς ὀφθαλμούς των, καὶ ἔτζι τοὺς ἔρριψαν εἰς τὴν φυλακήν, χωρὶς νὰ τοὺς δώσουν φαγητόν, ἢ πιοτόν, καὶ χωρὶς νὰ δείξουν εἰς αὐτοὺς κᾀμμίαν ἐπιμέλειαν. Ἐπειδή, ἔτζι ἐπρόσταξεν ὁ ἡγεμών. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασε καιρὸς πολὺς ἀναμεταξύ, τότε οἱ Ἅγιοι ἐδόθησαν εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τοὺς φάγουν. Ἀλλὰ τὰ θηρία δὲν ἔβλαψαν τελείως αὐτούς, οὔτε ὅλως ἐκινήθησαν ἀπὸ τὸν τόπον τους. Ὅθεν βλέποντες τὸ παράδοξον τοῦτο οἱ ἐκεῖ εὑρισκόμενοι, ἐξεπλάγησαν, καὶ ἐφώναξαν μὲ μεγάλην φωνήν· Μέγας εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! παρευθὺς ἔγιναν βρονταὶ καὶ ἀστραπαί, καὶ βροχὴ πολλὴ καὶ ῥαγδαία, ἀνακατωμένη μὲ χαλάζι. Μαζὶ δὲ μὲ αὐτά, ἠκούετο ἄνωθεν καὶ μία θεϊκὴ φωνή, ἡ ὁποία ἐπροσκάλει τοὺς Ἁγίους εἰς τὰ Οὐράνια. Ὅθεν ἀκούσαντες οἱ Μάρτυρες τὴν γλυκυτάτην ἐκείνην φωνήν, ἐχάρησαν, καὶ χαίροντες ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ ἀποκεφαλισθέντες, ἔλαβον παρὰ Κυρίου τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.
*
Ὁ Ἅγιος Πάπας ὁ νέος, εἰς σάκκον βληθείς, καὶ θήβῃ ἐγκλεισθείς, καὶ εἰς θάλασσαν ῥιφείς, τελειοῦται.
Σάκκος Πάπαν ἔκρυψε καὶ σάκκον θήβη,
Καὶ τὴν θήβην ῥοῦς, καὶ Πάπας Θεοῦ πέλας.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐλεάζαρος, πυρὶ τὴν κεφαλὴν καταφλεχθείς, τελειοῦται.
Καυτηριασθεὶς Ἐλεάζαρος κάραν,
Ψυχοβλαβῶν ἀπῆλθε κρείττων ῥευμάτων.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κήρυκος ξίφει τελειοῦται.
Τοῦ δημίου φήσαντος, οὐ τμηθῇς θύων,
Κλίνας κάραν Κήρυκος εἶπεν, οὐ θύω.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ξίφει τελειοῦται.
Τῷ Θεοδώρῳ θεῖος ἐνσκήπτει πόθος,
Τυχεῖν ποθεινῶν δωρεῶν διὰ ξίφους.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πολύευκτος, ἐν κοπρίᾳ χωσθείς, τελειοῦται.
Ἰὼβ καθέδραν φημί δη τὴν κοπρίαν,
Ὁ Πολύευκτος εἶχεν εἰς τιμωρίαν.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Μήνου καὶ Μηναίου, καὶ τῶν λοιπῶν ἐν τῷ Βιγλεντίῳ, πλησίον τοῦ χαλκοῦ Τετραπύλου.
Μήνης κατοικεῖ συγκάτοικον νῦν ἔχων,
Μηναῖον ἔνθα οὐδαμῶς μήνη πέλει.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *