Την ημέρα αυτή, Σάββατο προ των Βαΐων, εορτάζουμε την ανάσταση του αγίου και δικαίου φίλου του Χριστού Λαζάρου του τετραημέρου.
Ο Λάζαρος ήταν Εβραίος, φαρισαίος και, όπως κάπου αναφέρεται, γιος του φαρισαίου Σίμωνα. Καταγόταν από το χωριό Βηθανία και έγινε και αυτός φίλος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Καθώς δηλαδή ο Χριστός συζητούσε συνεχώς με τον Σίμωνα –γιατί και αυτός πίστευε στην ανάσταση των νεκρών– και συχνά πήγαινε στο σπίτι του, ο Λάζαρος έγινε γνήσιος φίλος του Χριστού, και όχι μόνο αυτός, αλλά και οι δύο αδελφές του, η Μάρθα και η Μαρία.
Όταν πλησίαζε το σωτήριο Πάθος, επειδή ήταν ανάγκη να βεβαιωθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια το μυστήριο της Αναστάσεως, ο Χριστός βρισκόταν στην περιοχή πέρα από τον Ιορδάνη, αφού πρώτα ανέστησε την κόρη του Ιάειρου και τον γιο της χήρας. Και τότε ο φίλος του Λάζαρος αρρώστησε βαριά και πέθανε.
Ο Ιησούς λοιπόν, αν και δεν ήταν εκεί, είπε στους μαθητές του: «Ο Λάζαρος ο φίλος μας κοιμήθηκε». Και μετά από λίγο είπε: «Ο Λάζαρος πέθανε».
Άφησε λοιπόν τον Ιορδάνη και ήρθε στη Βηθανία, η οποία απέχει από τα Ιεροσόλυμα περίπου τρία χιλιόμετρα. Τον προϋπάντησαν οι αδελφές τού Λαζάρου λέγοντας: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας· αλλά και τώρα, αν θελήσεις, μπορείς να τον αναστήσεις».
Ο Χριστός ρώτησε το πλήθος: «Πού τον θάψατε;», και αμέσως όλοι ξεκίνησαν για να του δείξουν το μνήμα.
Όταν σήκωσαν την πέτρα που σκέπαζε τον τάφο, είπε η Μάρθα: «Κύριε, ήδη μυρίζει άσχημα, επειδή είναι τεσσάρων ημερών νεκρός».
Ο Ιησούς δάκρυσε για τον νεκρό, στη συνέχεια προσευχήθηκε και φώναξε με δυνατή φωνή: «Λάζαρε, έλα έξω». Και αμέσως ο πεθαμένος βγήκε από τον τάφο, και αφού τον έλυσαν από τα σάβανα πήγε σπίτι του.
Αυτό το εξαίσιο θαύμα προκάλεσε τον φθόνο του εβραϊκού λαού που μάνιασε εναντίον του Χριστού, ο Ιησούς όμως και πάλι έφυγε.
Οι αρχιερείς μάλιστα σκέφτηκαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο, επειδή πολλοί βλέποντάς τον πίστευαν στον Χριστό. Ο Λάζαρος όμως το έμαθε και έφυγε για την Κύπρο, όπου αργότερα χειροτονήθηκε από τους αποστόλους επίσκοπος Κιτίου. Και αφού έζησε καλά και θεάρεστα, τριάντα χρόνια μετά την ανάστασή του πέθανε πάλι και θάφτηκε εκεί, αφού έκανε πολλά θαύματα.
Λέγεται ότι όσα χρόνια έζησε, ποτέ δεν έτρωγε κάτι χωρίς να του βάλει κάτι γλυκό, και ότι το ωμοφόριό του το έφτιαξε η πάναγνη Μητέρα του Θεού με τα χέρια της και του το χάρισε.
Το τίμιο και άγιο λείψανό του με θεία παρακίνηση ο σοφότατος βασιλιάς Λέων (886-912) το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη και το τοποθέτησε με τιμή στον ναό του Αγίου Λαζάρου, τον οποίο ο ίδιος έκτισε, και εκεί βρισκόταν για πολλά χρόνια και ανέδιδε άρρητη ευωδία.
Οι άγιοι και θεοφόροι πατέρες μας, ή μάλλον οι άγιοι απόστολοι, όρισαν να εορτάζουμε κατά τη σημερινή μέρα την ανάσταση του Λαζάρου –αφού τελείωσε η νηστεία των σαράντα ημερών, ύστερα από την οποία ακολουθούν τα άγια πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού–, επειδή αυτό το θαύμα περισσότερο απ’ όλα τα άλλα βρήκαν ως αρχή και αιτία της μανίας των Ιουδαίων εναντίον του Χριστού, και γι’ αυτό το έβαλαν εδώ. Το υπερφυσικό αυτό θαύμα μόνο ο ευαγγελιστής Ιωάννης το γράφει, ενώ οι άλλοι ευαγγελιστές το παρέλειψαν, ίσως επειδή τότε ζούσε ακόμη ο Λάζαρος.
Λέγεται μάλιστα ότι και γι’ αυτό και μόνο το θαύμα ο ευαγγελιστής Ιωάννης συνέγραψε και το υπόλοιπο Ευαγγέλιο, και διότι για την άναρχη γέννηση του Χριστού τίποτε δεν είπαν οι άλλοι τρεις ευαγγελιστές. Διότι το ζητούμενο ήταν να πιστευθεί ο Χριστός ότι είναι Υιός του Θεού και Θεός και ότι αναστήθηκε, και ότι θα γίνει ανάσταση των νεκρών, πράγμα το οποίο αποδεικνύεται περισσότερο από τον Λάζαρο.
Ο δε Λάζαρος δεν είπε τίποτε σχετικά με τον Άδη· διότι ή δεν του επιτράπηκε να δει τίποτε, ή, αν είδε, προστάχθηκε να σιωπήσει. Από αυτόν λοιπόν και κάθε άνθρωπος που πεθαίνει λέγεται Λάζαρος, και το σαβάνωμα επίσης λέγεται λαζάρωμα, για να θυμόμαστε τον πρώτο εκείνο Λάζαρο. Διότι όπως εκείνος αναστήθηκε με τον λόγο του Χριστού και έζησε ξανά, έτσι και ο νεκρός, αν και πέθανε, στην έσχατη σάλπιγγα θα αναστηθεί και θα ζήσει αιώνια.
Με τις πρεσβείες του φίλου σου Λαζάρου, Χριστέ, Θεέ μας, ελέησέ μας. Αμήν.
Διασκευή για την Κ.Ο. του κειμένου του Τρωδίου με τη βοήθεια και της μετάφρασης του αγίου Αθανασίου του Παρίου που περιέχεται στο βιβλίο Νέον Λειμωνάριον, Βενετία 1819, σελ. 293.