Όταν οι πρωτόπλαστοι έσφαλαν μέσα στον Παράδεισο, έσφαλαν όχι τόσο γιατί επιθύμησαν το κακό, όσο γιατί υπάκουσαν στον διάβολο και όχι στον φιλάνθρωπο και αγαθό Θεό.
Και ο Κύριος ήλθε στη γη να διορθώσει τα πράγματα και να αποκαταστήσει τον άνθρωπο με την υπακοή στον ουράνιο Πατέρα: «Ιδού ήκω του ποιήσαι, ο Θεός, το θέλημά σου» (Εβρ. 10:9). Ιδού έρχομαι να κάνω το θέλημά Σου, Θεέ μου. Πολλές φορές κατά την επίγειο ζωή Του ο Κύριος θα πει: «Ου ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός» (Ιω. 6:38). Και ούτε να διανοηθούμε ότι το θέλημα του Χριστού ως ανθρώπου δεν ήταν καλό. Δεν τίθεται όμως έτσι το θέμα. Ο Χριστός δεν ήλθε απλώς να κάνει ως άνθρωπος το καλό. Ήλθε να κάνει το θέλημα του Πατέρα, στον Οποίο φάνηκαν ανυπάκουοι οι Πρωτόπλαστοι, και εισήγαγαν στο ανθρώπινο γένος όλα τα δεινά.
Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Κύριος στον κήπο της Γεθσημανή παρακαλεί τον Θεό Πατέρα λέγοντας: «Πάτερ, ει δυνατόν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο». Και είχε τόσο δίκαιο να μη θέλει να πιεί το πικρό ποτήριο του πάθους, γιατί ήταν από κάθε άποψη αθώος και αναμάρτητος. Προσθέτει όμως με απόλυτη υπακοή: «Πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλά ως συ» (Ματθ. 26:39). Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος θα τονίσει χαρακτηριστικά: «…εαυτόν (ο Χριστός) εκένωσε μορφήν δούλου λαβών… γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. 2:7-8).
Να γιατί ίδρυσε ο Κύριος την Εκκλησία Του· για να μάθει ο καθένας μέσα σ’ αυτήν το μάθημα της υπακοής. Οι πρωτόπλαστοι έδωκαν εξετάσεις και απέτυχαν. Ο Κύριος επέτυχε απόλυτα. Μέσα στην Εκκλησία, μιμούμενοι τον Χριστό και βοηθούμενοι από τον Χριστό, οι πάντες πρέπει και μπορούν να μάθουν το μάθημα της υπακοής και να σωθούν. Η υπακοή στην Εκκλησία είναι ένα μαρτύριο, αλλά περιέχει όλες τις αρετές.
Όλοι οι μάρτυρες και όλοι οι άγιοι έφθασαν στην αγιότητα και κέρδισαν τον στέφανο της δόξης, μαθαίνοντας μέσα στην Εκκλησία το μάθημα της υπακοής στο θέλημα του Θεού. Όλοι όσοι δεν πρόσεξαν αυτήν την αλήθεια, παρά τους κόπους και τους αγώνες που έκαναν, έπεσαν έξω, έμειναν στην πλάνη και χάθηκαν μαζί με τον δραστηριότατο, αλλά και συγχρόνως απόλυτα ανυπότακτο, διάβολο.
Ο Θεός δεν έχει ανάγκη από τις προσευχές μας, από τις αγάπες μας, από την οποιαδήποτε αρετή μας, από τα μεγαλύτερα καλά μας. Ο Θεός θέλει την υπακοή μας στο θέλημά Του. Μέσα στην υπακοή η αγάπη είναι αληθινή αγάπη, η προσευχή είναι αληθινή προσευχή, η οποιαδήποτε πνευματική μας εργασία και αρετή είναι ευπρόσδεκτη από τον Θεό. Όσο πιο υπάκουος είναι κανείς στον Θεό μέσα στην Εκκλησία Του, τόσο πιο άγιος γίνεται.
Υπακοή στο θέλημα του Θεού σημαίνει από το ένα μέρος να γνωρίσει κανείς τον Θεό αληθινά και σωστά. Ο Θεός απεκάλυψε τον εαυτό Του δια του Ιησού Χριστού. Επομένως δεν μπορεί κανείς να γνωρίσει και να έχει αληθινή κοινωνία με τον Θεό παρά δια του Ιησού Χριστού. Αλλά ο Ιησούς Χριστός ίδρυσε την Εκκλησία Του και σ’ αυτήν παρέδωκε τη θεία Αποκάλυψη. Έτσι στη συνέχεια δεν μπορεί να γνωρίσει κανείς αληθινά τον Χριστό παρά δια της Εκκλησίας Του.
Ο Χριστός άφησε την Παράδοση στους μαθητάς του. Εκείνοι στους δικούς τους μαθητάς και εκείνοι πάλι στους δικούς τους μέχρι σήμερα. Έτσι, υπάρχει μέσα στην Εκκλησία η ίδια Παράδοση, η ίδια θεία Αποκάλυψη. Γι’ αυτό μόνο μέσα στην Εκκλησία υπάρχει η σωτηρία. Γι’ αυτό είχαν πάντοτε οι θεοφιλείς ψυχές φροντίδα να είναι μέσα στην Εκκλησία, να παραλάβουν σωστά την Παράδοση και να ζήσουν τη γνωριμία και κοινωνία με τον Χριστό και τον Θεό, όπως την παραδίδει η Εκκλησία.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Θέλεις να αγιάσεις;”, Οκτώβριος, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2018, σελ. 249.