Η μετάνοια ήταν το περιεχόμενο του κηρύγματος του Τιμίου Προδρόμου: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών». Αλλά και του Σωτήρα μας η αρχή και το περιεχόμενο του κηρύγματος αυτή ήταν: «Από τότε ήρξατο ο Ιησούς κηρύσσειν και λέγειν· μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών» κατά το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, και κατά το κατά Μάρκον: «Μετανοείτε και πιστεύετε εν τω Ευαγγελίω».
Προϋπόθεση δηλαδή για να δεχθεί ο άνθρωπος τη Βασιλεία του Θεού και το Ευαγγέλιο του Κυρίου είναι η μετάνοια. Η μετάνοια δεν είναι κάτι στατικό, αλλά μία δυναμική φορά προς τον Θεό, γι’ αυτό και δεν λέει μετανοήσατε αλλά μετανοείτε. Ο χριστιανός για να μπορεί να δέχεται τον Χριστό και το Ευαγγέλιό Του πρέπει να ζει σε μια διαρκή κατάσταση μετανοίας. Απ’ αυτή την άποψη η μετάνοια για μας τους ορθοδόξους είναι στάση ζωής. Γι’ αυτό μιλάμε για ζωή μετανοίας και όχι απλώς για στιγμές μετανοίας.
Εδώ θα ήθελα να υπενθυμίσω τη διαφορά μας με τους προτεστάντες, οι οποίοι πιστεύουν ότι, άπαξ και μετανόησε κανείς και δέχθηκε τον Ιησού Χριστό ως προσωπικό σωτήρα, είναι σωσμένος και δικαιωμένος. Για την ορθόδοξη πίστη μας και ευσέβεια η μετάνοια είναι υπόθεση αγώνα μέχρι το τέλος της ζωής, μέχρι τελευταίας αναπνοής. Πόθος του χριστιανού είναι να έχει «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην» από τη μετάνοια.
Είναι χαρακτηριστικό από τους βίους των Αγίων ότι οι Άγιοί μας, παρότι έχουν φθάσει τόσο κοντά στον Θεό, εντούτοις έχουν αυτό το διαρκές πνεύμα της μετανοίας. Βλέπουμε πατέρες που έλιωσαν στην άσκηση και στη μετάνοια, όταν φθάνει η τελευταία ώρα της ζωής τους, να λένε: «Άφησέ με, Κύριε, να ζήσω λίγο ακόμη για να μετανοήσω», ενώ δεν έκαναν τίποτε άλλο στη ζωή τους παρά να κλαίνε και να μετανοούν.
Αλλά και στη λατρεία της Εκκλησίας μας, στα ιερά κείμενά της, στην υμνολογία και στις ευχές της βλέπουμε ότι οι ιεροί συγγραφείς θέτουν ως αναγκαία προϋπόθεση της χριστιανικής ζωής τη μετάνοια. Ψάλλουμε στον Μεγάλο Κανόνα: «Ημάρτομεν, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν ενώπιόν Σου…» και στη Θεία Λειτουργία προσφέρει ο ιερέας τη θυσία «υπέρ των ιδίων αμαρτημάτων και των του λαού αγνοημάτων…»
Άρα λοιπόν η στάση του χριστιανού απέναντι του Θεού είναι πάντοτε στάση μετανοίας. Ο μετανοών άνθρωπος πονά και αναγνωρίζει ότι ο δρόμος του είναι λανθασμένος, ότι εναντιώθηκε στον Κύριο και Δημιουργό του, ότι τον λύπησε και ζητεί με ειλικρίνεια ν’ αφήσει τον δικό του δρόμο, που είναι λανθασμένος, και να υιοθετήσει τον δρόμο του Κυρίου του. Αναγνωρίζει με τη μετάνοιά του ότι η αμαρτία δεν είναι κατά φύση κατάσταση, αλλά παρά φύση, ότι δεν είναι υγεία, αλλά αρρώστια, ότι με την αμαρτία χωρίζεται από τον Θεό και την Εκκλησία και τελικά κάνει το θέλημα του διαβόλου.
Στοιχείο της ειλικρινούς μετάνοιας είναι και η εξομολόγηση των αμαρτιών ενώπιον του Θεού, της Εκκλησίας και των λειτουργών της, που προϋποθέτει ταπείνωση. Χωρίς αληθινή ταπείνωση δεν υπάρχει μετάνοια. Δεν χαρακτηρίζεται κάθε εξομολόγηση από μετάνοια και ταπείνωση, αλλά μόνο η εξομολόγηση που γίνεται ενώπιον του Θεού και της Εκκλησίας. Διότι πολλές φορές νοιώθουμε την ανάγκη να πούμε τις αμαρτίες μας σε πρόσωπα που έχουμε κάποια εμπιστοσύνη ή στον ψυχίατρο, αλλά αυτή η εξομολόγηση δεν γίνεται ενώπιον του Θεού. Μόνο η εξομολόγηση με την οποία φέρνουμε την αμαρτία μας ενώπιον του Θεού και της Εκκλησίας βασίζεται σε μία πραγματική ταπείνωση.
Δεν μπορούμε να χωρίσουμε ποτέ τον Θεό από την Εκκλησία. Με την εξομολόγηση στην Εκκλησία και τον λειτουργό της ο εξομολογούμενος ταπεινώνεται ουσιαστικά. Δέχεται ότι η αμαρτία του δεν είναι ατομική υπόθεση, κάτι που αφορά αυτόν μόνο ή αυτόν μόνο και τον Θεό, αλλά αφορά τον Θεό και την Εκκλησία και ότι οφείλει να κάνει υπακοή στην Εκκλησία και τους θεσμούς της. Λένε μερικοί: « Τι χρειάζεται να πάω για εξομολόγηση στον ιερέα; Τα λέω κατευθείαν στον Θεό». Από τη στιγμή που θα δεχθούμε όμως ότι δια του ιερέως θα συγχωρηθούμε, έρχεται ταπείνωση στην ψυχή μας, κάνουμε υπακοή στον Χριστό και στην Εκκλησία που θέλουν δια των ιερέων να δίνεται η άφεση των αμαρτιών και όχι με μία ατομική σχέση με τον Θεό, όπως κάνουν οι προτεστάντες.
Αποδεχόμαστε έτσι την εκκλησιαστική και όχι την ατομική σωτηρία, ότι δηλαδή δεν σωζόμαστε ατομικά, αλλά μέσα στο Σώμα του Χριστού που είναι η Εκκλησία. Αποδεχόμαστε ότι ο Θεός μέσω της Εκκλησίας Του μας συγχωρεί και μας θεραπεύει, ότι η αμαρτία θεραπεύεται όταν φανερώνεται στον ιατρό, ότι δεν μπορεί ο άνθρωπος μόνος του να λυτρωθεί και ότι ο λειτουργός της Εκκλησίας, άνθρωπος και αυτός περικείμενος ασθένεια, μπορεί να βοηθήσει τον πιστό να συγχωρηθεί και να βρει τον δρόμο του για τον Θεό.
Όλα αυτά προϋποθέτουν ταπείνωση, και ο άνθρωπος που θα τα δεχθεί, όντως ταπεινώνεται και άρα κάνει ένα πολύ μεγάλο και αποφασιστικό βήμα στη χριστιανική ζωή. Συντελείται μία υπέρβαση του εγωκεντρισμού και της αυτάρκειας που είναι ο θάνατος της πνευματικής ζωής. Ο άνθρωπος που πιστεύει τον εαυτό του αυτάρκη δεν μπορεί να ενωθεί αληθινά ούτε με τον Θεό ούτε με την Εκκλησία. Έχει κέντρο τον εαυτό του και όχι τον Θεό. Έτσι λοιπόν με την εξομολόγηση καταφέρουμε ένα πολύ σοβαρό πλήγμα κατά της αυτάρκειας, του ανθρωποκεντρισμού και του εγωκεντρισμού μας. Γι’ αυτό δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η γνήσια χριστιανική ζωή αρχίζει από τη στιγμή που ο χριστιανός θ’ αρχίσει να εξομολογείται με μετάνοια.
Από τότε αρχίζει να ταπεινώνεται ουσιαστικά και από τότε αρχίζει να έχει μία πραγματική σχέση και κοινωνία με τον Θεό και με τους αδελφούς του μέσα στο Σώμα του Χριστού, την Αγία μας Εκκλησία.
Έτσι η εν μετανοία εξομολόγηση δεν είναι κάτι που βοηθάει απλώς τους χριστιανούς, αλλά είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ, απαραίτητη προϋπόθεση της σωτηρίας μας. Οι βαπτιζόμενοι από τον Τίμιο Πρόδρομο στην έρημο του Ιορδάνη εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους, ο άσωτος υιός εξομολογήθηκε ενώπιον του πατέρα του μετά την επιστροφή του. Ο τελώνης επίσης εξομολογήθηκε με μετάνοια. Ο δε Κύριος έδωσε την εξουσία στους Αγίους Αποστόλους και δι’ αυτών στους διαδόχους τους «του δεσμείν και λύειν» τις αμαρτίες του λαού. Η Εκκλησία δια μετανοίας και εξομολογήσεως δεχόταν πάντοτε τους μετανοούντες.
Από το περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 12 (1987), άρθρο: «Η εν μετανοία εξομολόγησις», σελ. 22 (απόσπασμα).
Μετάνοια και εξομολόγηση