
Το χαρακτηριστικό του Μεγάλου Αποδείπνου είναι αυτή η μικρή σύντομη προσευχή, την οποία επαναλαμβάνουμε και μάλιστα θυμιώντες. Όπως θα έχετε προσέξει, αυτή την ώρα κατά κανόνα οι ιερείς θυμιούν. Επειδή είναι μια ιδιαίτερη προσευχή, μια θερμή προσευχή προς τον Θεό, συνοδεύεται με θυμίαμα, το οποίο συμβολίζει την προσευχή, την επίμονη, τη θερμή, την ακατάπαυστη προσευχή.
Παρακαλούμε λοιπόν όλοι μαζί αλλά και ο καθένας μας χωριστά τον Θεό, απευθυνόμενοι προς αυτόν και αποκαλώντας τον Κύριο. «Κύριε των Δυνάμεων, μεθ’ ημών γενού…» Δεν λέμε τυχαία τη λέξη «των Δυνάμεων». Εξαίρουμε μ’ αυτή την παντοδυναμία του Θεού, εξαίρουμε μ’ αυτή και τονίζουμε ότι ο Θεός είναι πάνω από οποιαδήποτε δύναμη. Επειδή ακριβώς εμείς οι προσευχόμενοι βρισκόμαστε σε κάποια ανάγκη, σε κάποια θλίψη, τονίζουμε αυτή την ιδιότητα του Θεού.
* * *
Απευθυνόμαστε προς τον Θεό, που είναι δυνατός και είναι Θεός των Δυνάμεων και Κύριος των Δυνάμεων και μπορεί όλα να τα κάνει. Μπορεί επομένως να σπεύσει και να μας ελευθερώσει από την όποια θλίψη έχουμε. «Κύριε των Δυνάμεων, μεθ’ ημών γενού…» Όλο το θέμα είναι να έλθει ο Θεός κοντά μας, μαζί μας, μέσα μας. Όπως, όταν φυσάει αέρας, φεύγει ο οποιοσδήποτε καπνός, όπως, όταν έρχεται το φως, φεύγει το οποιοδήποτε σκοτάδι, έτσι, όταν ο Θεός έλθει μαζί μας, μέσα μας, θα φύγει η οποιαδήποτε θλίψη.
Και τονίζουμε «…άλλον γαρ εκτός σου βοηθόν, εν θλίψεσιν ουκ έχομεν…» Δεν μπορεί κανένας να μας βοηθήσει. Χρειάζεται όμως να πούμε δυο λόγια εδώ, για να το καταλάβουμε καλύτερα αυτό το θέμα. Μόνο ο Θεός μπορεί να βοηθήσει. Τονίζουμε δηλαδή και λέμε ότι έχουμε τέτοιες θλίψεις, που δεν μπορεί κανένας να μας βοηθήσει και δεν μπορεί κανένας να γίνει βοηθός μας παρά μόνο ο Κύριος των Δυνάμεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι, όταν είναι κανείς σε θλίψεις, δεν μπορεί να καταφύγει στους αγίους, δεν μπορεί να καταφύγει στην Παναγία. Δεν σημαίνει επίσης ότι, όταν κανείς είναι σε θλίψεις, δεν μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια της Εκκλησίας, δεν μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια κάποιου ανθρώπου μέσα στην Εκκλησία.
Το «…άλλον γαρ εκτός σου βοηθόν εν θλίψεσι ουκ έχομεν…» σημαίνει ότι, από όπου κι αν έλθει η βοήθεια, τελικά από σένα τον Θεό θα έλθει. Και άγιος να μας βοηθήσει, εσύ ο Θεός είσαι που θα μας βοηθήσεις μέσω του αγίου. Και η Μητέρα σου να μας βοηθήσει, εσύ θα είσαι, ο Κύριος των Δυνάμεων, που θα μας βοηθήσεις δια της Μητρός σου. Και άνθρωπος μέσα στην Εκκλησία να μας βοηθήσει, πάλι εσύ θα είσαι που θα μας βοηθήσεις. Εσύ ο Κύριος των Δυνάμεων.
Πιστεύει δηλαδή ο προσευχόμενος ότι ο Κύριος είναι Κύριος των Δυνάμεων, είναι Κύριος των πάντων, όλα τα έχει στα χέρια του και όλα μπορεί να τα οδηγήσει εκεί που θέλει. Πιστεύει ότι ο Κύριος των Δυνάμεων μπορεί να μας ελευθερώσει από τις θλίψεις, και αυτό μπορεί να το κάνει ο Θεός των Δυνάμεων, ο Κύριος των Δυνάμεων, με όποιον τρόπο εκείνος θέλει. Και απευθείας μπορεί να το κάνει, και έμμεσα να το κάνει. Μέσα από την Εκκλησία, όπως είπαμε, ή μέσω ενός ανθρώπου μπορεί να μας μιλήσει ο Θεός. Με τα λόγια ενός ανθρώπου μπορεί να μας παρηγορήσει ο Θεός, να μας στηρίξει, να μας βοηθήσει να ελευθερωθούμε από τη θλίψη.
* * *
Έχουμε όχι μόνο το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση και την προσταγή και την εντολή να προευχόμαστε στον Θεό και να προσευχόμαστε ενοχλητικά – όσο κι αν τον ενοχλήσουμε τον Θεό, δεν θα ενοχληθεί – να προσευχόμαστε επίμονα και υπομονετικά, να προσευχόμαστε με πίστη, με ελπίδα, και να ζητούμε χωρίς να αμφιβάλλουμε καθόλου ότι ο Θεός θα μας λυτρώσει από τη θλίψη, από τον πόνο, από την οποιαδήποτε δυσκολία, εάν αυτό είναι το συμφέρον της ψυχής μας. Εάν το συμφέρον της ψυχής μας είναι να μείνει η θλίψη, μολονότι εμείς πιεζόμαστε και νομίζουμε ότι δεν αντέχουμε άλλο, δεν μπορούμε άλλο, και παρά το ότι εμείς θα το ζητούμε, ο Θεός που ξέρει καλύτερα θα την αφήσει και θα την πάρει όταν έλθει η ώρα που ως Θεός γνωρίζει. Πάντως, αν είναι προς το συμφέρον της ψυχής μας, θα την πάρει αμέσως. Αν είναι προς το συμφέρον της ψυχής μας να μείνει ακόμη, θα την αφήσει, αλλά θα την ελέγχει εκείνος, θα την έχει εκείνος στα χέρια Του και θα την πάρει, όταν εκείνος κρίνει ότι ήλθε η κατάλληλη ώρα.
Από τη δική μας πλευρά έχει μεγάλη σημασία να καταφεύγουμε στον Θεό, να προσευχόμαστε θερμά, να προσευχόμαστε μ’ αυτή την πεποίθηση και να αναπαυόμαστε, να ησυχάζουμε. Γιατί το «προσεύχομαι με πίστη στον Θεό» σημαίνει ότι, εφόσον κατέφυγα σ’ αυτόν και εφόσον του είπα αυτά που ήθελα να του πω, εμπιστεύομαι σ’ αυτόν, ησυχάζω, άσχετα εάν ακόμη πιέζομαι και θλίβομαι από εκείνο για το οποίο παρεκάλεσα τον Θεό. Άσχετα αν ακόμη αυτό υπάρχει, εγώ ησυχάζω, ισορροπώ, παρηγοριέμαι, παίρνω την πρώτη γεύση, για να στηριχθώ, και την πλήρη ελευθερία, την πλήρη λύτρωση θα μου τη δώσει ο Κύριος, όταν θέλει εκείνος, όταν εκείνος ως Θεός κρίνει, όπως είπαμε, ότι είναι η κατάλληλη ώρα.
Γι’ αυτό όχι μόνο την ώρα της ακολουθίας του Μεγάλου Αποδείπνου, αλλά και άλλες ώρες τουλάχιστον τώρα μέσα στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή να ενθυμούμαστε αυτή την προσευχή ή και με άλλα λόγια αλλά με το ίδιο, ας πούμε, πνεύμα και περιεχόμενο να ενθυμούμαστε την προσευχή, για να τη λέμε. «Κύριε των Δυνάμεων, μεθ’ ημών γενού, άλλον γαρ εκτός σου βοηθόν εν θλίψεσιν ουκ έχομεν. Κύριε των Δυνάμεων, ελέησον ημάς».
* * *
«Ελέησον». Βλέπετε, και η προσευχή αυτή καταλήγει στο «…ελέησον ημάς». Όπως ακριβώς η άλλη, η πιο σύντομη προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», ή «ελέησον ημάς». Γιατί στη λέξη «ελέησον» είναι όλα. Όταν παρακαλώ τον Θεό να με ελεήσει, σημαίνει ότι νιώθω πως έχω ανάγκη της βοηθείας του, σημαίνει ότι τον ζητώ ταπεινά και όχι απαιτητικά, σημαίνει ότι αναγνωρίζω πως είμαι ανάξιος της βοηθείας του Θεού, πως δεν μ’ αξίζει να με βοηθήσει ο Θεός, αλλά όμως ταπεινώνομαι ενώπιόν του, μετανοώ και ελπίζω ότι ο Θεός θα παραβλέψει την αναξιότητά μου και ως Θεός εύσπλαχνος και ελεήμων που είναι θα με ελεήσει. Όταν λέω «ελέησον ημάς» ή «ελέησόν με», σημαίνει επίσης ότι δεν είναι φουσκωμένο το μυαλό μου, δεν φαντάζομαι τούτο ή εκείνο, αλλά το μόνο που θέλω είναι να με σπλαχνισθεί ο Θεός, να με λυπηθεί ο Θεός, να κάνει συγκατάβαση, να παραβλέψει τις αμαρτίες μου, να προσέξει και εμένα τον ανάξιο και να με ελεήσει. Μου φθάνει αυτό: να με ελεήσει. Δεν θέλω μεγάλα και σπουδαία.
Αν γενικά πρέπει να λέει κανείς μαζί με τον Δαβίδ: «Κύριε, ουχ υψώθη η καρδία μου, ουδέ εμετεωρίσθησαν οι οφθαλμοί μου, ουδέ επορεύθην εν μεγάλοις, ουδέ εν θαυμασίοις υπέρ εμέ, ει μη εταπεινοφρόνουν…» (Ψαλμ. 130:1) και αν γενικά πρέπει κανείς να φρονεί έτσι, πολύ περισσότερο πρέπει έτσι να φρονεί την ώρα της προσευχής. Κυρίως την ώρα της προσευχής να είναι κανείς ταπεινός, να μη φουσκώνει το μυαλό του, να μην υπεραίρεται. Καμιά φορά προσεύχεται κανείς, καταφεύγει στον Θεό, αλλά θέλει να είναι πρώτος. Μην τυχόν είναι πιο κάτω από άλλους. Αυτό αγγίζει τα όρια της βλασφημίας, της ύβρεως.
Με το «ελέησόν με» ταπεινώνομαι, συντρίβομαι και ζητώ απλώς να με σπλαχνισθεί ο Θεός. Ζητώ να με ελεήσει. Δηλαδή σαν να λέω: «Θεέ μου, όλοι αξίζουν να τους σώσεις, αλλά τελευταίον σώσε και μένα. Πιστεύω ότι θα με σώσεις, πιστεύω ότι θα με ελεήσεις και γι’ αυτό σου ζητώ, σου λέω και σου επαναλαμβάνω “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” ή “Κύριε των Δυνάμεων, μεθ’ ημών γενού· άλλον γαρ εκτός σου βοηθόν εν θλίψεσιν ουκ έχομεν. Κύριε των Δυνάμεων, ελέησον ημάς”».
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Συνάξεις Τριωδίου Β’ “, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 129.