Αφού έμεινε έναν χρόνο μόνος του (1) ο απλός Παύλος, αξιώθηκε να πάρει το χάρισμα εναντίον των δαιμόνων και κάθε αρρώστιας, επειδή έφτασε στην τελειότητα της ασκητικής αρετής. Μια μέρα λοιπόν έφεραν στον Μέγα Αντώνιο έναν νεαρό που είχε “αρχικό” δαίμονα, (2) ο οποίος βλαστημούσε ακόμη και τον ουρανό. Παρατήρησε ο Αντώνιος τον νεαρό και είπε σε εκείνους που τον συνόδευαν: «Αυτό το έργο δεν είναι για εμένα, γιατί δεν αξιώθηκα ακόμη να πάρω το χάρισμα εναντίον του τάγματος αυτού των “αρχικών” δαιμόνων. Αυτό είναι το χάρισμα του Παύλου του απλού». Πήγε λοιπόν μαζί τους ο Αντώνιος στον Παύλο και του είπε: «Αββά Παύλε, βγάλε τον δαίμονα από τον άνθρωπο, για να πάει στο σπίτι του υγιής και να δοξάσει τον Κύριο». «Γιατί όχι εσύ;» ρώτησε ο Παύλος. «Εγώ δεν ευκαιρώ», αποκρίθηκε ο Αντώνιος, «έχω άλλη δουλειά». Και αφήνοντας εκεί τον νεαρό ο Μέγας Αντώνιος, γύρισε στο κελλί του.
Σηκώθηκε τότε ο Παύλος και, αφού προσευχήθηκε, κάλεσε τον δαιμονισμένο και τον πρόσταξε: «Είπε ο αββάς Αντώνιος να βγεις από τον άνθρωπο, για να δοξάσει τον Κύριο». Ο δαίμονας όμως βλαστημώντας φώναξε: «Δεν βγαίνω, γεροφαγά, ξεμωραμένε». Πήρε λοιπόν τη μηλωτή του ο Παύλος και τον χτυπούσε με αυτήν στην πλάτη, λέγοντας: «Βγες, είπε ο αββάς Αντώνιος». Ο δαίμονας όμως έβριζε χειρότερα και τον Αντώνιο μαζί με τον Παύλο: «Γεροφαγάδες, κοιμισμένοι, άπληστοι, που ποτέ δεν σας φτάνουν τα δικά σας, τι δουλειά έχετε μ’ εμάς; Γιατί μας τυραννείτε;» Στο τέλος ο Παύλος του είπε: «Δεν βγαίνεις; Να, πηγαίνω να το πω στον Χριστό, και αλίμονό σου τι έχει να σου κάνει». Βλαστήμησε τότε και τον Κύριο ο ανήμερος δαίμονας, φωνάζοντας: «Δεν βγαίνω».
Οργισμένος γι’ αυτό με τον δαίμονα ο απλός Παύλος, βγήκε έξω από το κελλί του, ενώ ήταν καταμεσήμερο. Ο καύσωνας στην Αίγυπτο, και μάλιστα σε εκείνα τα μέρη, θυμίζει το καμίνι της Βαβυλώνας. Στάθηκε λοιπόν σαν στύλος επάνω σε έναν βράχο και προσευχήθηκε με αυτά τα λόγια: «Εσύ βλέπεις, Ιησού Χριστέ, που σταυρώθηκες τον καιρό του Ποντίου Πιλάτου· δεν πρόκειται να κατεβώ από αυτόν τον βράχο, δεν θα φάω, δεν θα πιώ, ώσπου να πεθάνω, αν τώρα δεν με ακούσεις και δεν βγάλεις από τον άνθρωπο αυτόν τον δαίμονα και δεν τον ελευθερώσεις από το ακάθαρτο αυτό πνεύμα».
Ενώ έλεγε ακόμη αυτά τα λόγια, κραύγασε από κάτω ο δαίμονας μέσω του ανθρώπου, μπροστά στο κελλί: «Φεύγω, φεύγω· βγαίνω με τη βία και διώχνομαι με εξαναγκασμό. Φεύγω από τον άνθρωπο και δεν τον ξαναπλησιάζω. Η ταπείνωση και η απλότητα του Παύλου με διώχνουν και δεν ξέρω πού να πάω». Και αμέσως βγήκε το ακάθαρτο πνεύμα και μεταβλήθηκε σε τεράστιο φίδι, ως εβδομήντα πήχες, και σερνόταν φεύγοντας προς την Ερυθρά Θάλασσα.
Αυτό είναι το έργο του ταπεινού και απλού Παύλου, με το οποίο έδειξε ο Θεός ποια τιμή και δόξα αξιώνονται να πάρουν από αυτόν οι απονήρευτοι και ταπεινοί. Τον δαίμονα δηλαδή που ούτε ο Μέγας Αντώνιος δεν μπόρεσε να βγάλει, τον έδιωξε αυτός σε λίγη ώρα με την απλότητα και τη μετριοφροσύνη του, και μάλιστα ενώ είχε μόνο έναν χρόνο στην άσκηση, ώστε να εκπληρωθεί σε αυτόν ο λόγος του αγίου Πνεύματος: «Σε ποιον να κοιτάξω, λέει ο Κύριος, παρά στον ταπεινό και ήσυχο και σε όποιον τρέμει τα λόγια μου;» (Ησ. 66:2)
(1) Ο αββάς Παύλος ο Απλός έγινε μοναχός σε μεγάλη ηλικία κοντά στον άγιο Αντώνιο και στη συνέχεια έμεινε μόνος σε κελλί σε απόσταση τριών ή τεσσάρων μιλίων από τον άγιο.
(2) Η λέξη “αρχικός” σημαίνει αυτόν που έχει “αρχήν”, δηλαδή εξουσία, αξίωμα· επομένως τον αξιωματικό, τον υψηλόβαθμο. Ο “αρχικός δαίμων” λοιπόν είναι ένας από τους ανώτερους, τους αρχηγούς, σύμφωνα με την αντίληψη των ασκητικών πατέρων ότι οι δαίμονες αποτελούν στρατιά.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Α’, Υπόθεση ΚΣΤ’ (26), σελ. 245. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2001.