Μας λένε οι αρνητές (της ανάστασης των νεκρών): Πέθανε ο άνθρωπος και τάφηκε. Σάπισε στο χώμα και διαλύθηκε σε σκουλήκια. Τα σκουλήκια ψόφησαν κι αυτά. Το σώμα λοιπόν καταστράφηκε και αφανίστηκε. Πώς θ’ αναστηθεί;
Μας λένε ακόμα: Όσοι ναυάγησαν, καταφαγώθηκαν από τα ψάρια, που κι αυτά καταφαγώθηκαν από άλλα. Όσοι πάλεψαν με θηρία, έγιναν τροφές σε αρκούδες και σε λιοντάρια, που έφαγαν ακόμα και τα κόκαλά τους.
Οι γύπες και οι κόρακες, αφού έφαγαν τις σάρκες των εγκαταλειμμένων στο χώμα νεκρών, πέταξαν και σκορπίστηκαν μακριά. Πώς λοιπόν θα συγκεντρωθούν πάλι τα μέλη του σώματος;
Συμβαίνει μάλιστα τα αρπακτικά πουλιά, που τα έφαγαν, να θανατωθούν μακριά, άλλο στις Ινδίες, άλλο στην Περσία κι άλλο στην Ευρώπη.
Πώς, τέλος, θα συναρμολογηθούν τα σώματα εκείνων που κάηκαν και που ο άνεμος ή η βροχή διασκόρπισε ακόμα και τη στάχτη τους;
Σε όλα αυτά θ’ απαντήσουμε: Για σένα, τον μικρό κι αδύναμο άνθρωπο, απέχουν βέβαια πολύ οι Ινδίες από τη Γερμανία και η Ισπανία από την Περσία. Για τον Θεό όμως, που κρατάει στο χέρι Του ολόκληρη τη γη, όλα είναι κοντινά. Μην κατηγορείς λοιπόν το Θεό, ξεκινώντας από τη δική σου αδυναμία, αλλά να συλλογίζεσαι τη δική Του παντοδυναμία.
Ο ήλιος, ένα μικρό κτίσμα μέσα στην απέραντη δημιουργία, θερμαίνει με τις ακτίνες του όλη τη γη· και ο αέρας, κτίσμα κι αυτό του Θεού, την περιβάλλει. Ο Θεός λοιπόν, που δημιούργησε και τον ήλιο και τον αέρα, βρίσκεται μακριά από μας;
Υπόθεσε ότι ανακατεύεις διαφορετικούς σπόρους και τους παίρνεις στη χούφτα σου. Είναι δύσκολο σ’ εσένα, τον άνθρωπο, να διακρίνεις τα διάφορα είδη και να τα χωρίσεις σε ομάδες; Όχι, βέβαια.
Αν λοιπόν εσύ μπορείς να ξεχωρίσεις όσα βρίσκονται στο χέρι σου, ο Θεός άραγε δεν μπορεί να διακρίνει και να ξεχωρίσει όσα βρίσκονται στο δικό Του χέρι;
Πρόσεξε κι ένα επιχείρημα, που αναφέρεται στη δικαιοσύνη. Έχεις διάφορους υπηρέτες. Απ’ αυτούς άλλοι είναι καλοί και άλλοι κακοί. Τιμάς εσύ τους καλούς και επιτιμάς τους κακούς. Κι αν είσαι δικαστής, επαινείς τους αγαθούς και τιμωρείς τους παράνομους.
Αν λοιπόν εσύ, που είσαι θνητός άνθρωπος, απονέμεις δικαιοσύνη, ο Θεός, ο αθάνατος Βασιλιάς των όλων, δεν θα απονέμει δικαιοσύνη;
Αν όμως δεν υπάρχει μέλλουσα κρίση, σε ρωτάω: Πού βρίσκεται η δικαιοσύνη του Θεού, εφόσον πολλοί ληστές πέθαναν ατιμώρητοι; Πολλές φορές μάλιστα ένας ληστής που έκανε πενήντα φόνους, τιμωρείται για τον ένα. Πού λοιπόν θα τιμωρηθεί για τους υπόλοιπους σαράντα εννέα;
Βλέπεις ότι, αν δεν υπάρχει μέλλουσα κρίση και ανταπόδοση, κατηγορείς τη δικαιοσύνη του Θεού.
Και μην παραξενεύεσαι για την αναβολή της μελλοντικής κρίσεως. Να σκέφτεσαι, ότι κάθε αγωνιστής στεφανώνεται ή ντροπιάζεται μετά τον αγώνα. Ποτέ ο αγωνοθέτης δεν βραβεύει τους αγωνιστές, όσο αγωνίζονται ακόμα. Αλλά περιμένει το τέλος του αγώνα και, μετά από εξέταση, προσφέρει τα βραβεία και τα στεφάνια.
Έτσι και ο Θεός, όσο διαρκεί ο αγώνας στη ζωή αυτή, πάντα προσφέρει μια μερική βοήθεια στους δικαίους· μετά το θάνατο όμως, τους δίνει ακέραιο το μισθό.
Αν δεν πιστεύεις στην ανάσταση των νεκρών, γιατί καταδικάζεις τους τυμβωρύχους; Αν έλιωσε το σώμα και δεν υπάρχει ελπίδα αναστάσεως, τότε γιατί τιμωρείται ο τυμβωρύχος;
Βλέπεις ότι κι αν αρνείσαι με τα χείλη, μέσα σου μένει ακέραιη η πεποίθηση στην ανάσταση.
Από το βιβλίο: Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ, τόμος Α’, Ι. Μ. Παρακλήτου, σελ. 132.