Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Αρσένιο:
Σε παρακαλώ, πάτερ, να μου πεις, πώς γίνεται η ένωση των πονηρών πνευμάτων με την ψυχή, με τρόπο τόσο αφανή, ώστε και να μιλούν ανεπαίσθητα σε αυτήν και να συνδέονται στενά με αυτήν και να της υποδεικνύουν ό,τι θελήσουν; Επίσης, πώς συνδέεται με τα πνεύματα αυτά ο νους, έτσι που να είναι αδύνατο χωρίς τη χάρη του Θεού να διακρίνει κανείς τι προέρχεται από την επιβουλή εκείνων και τι από τη δική μας πρόθεση;
Ο γέροντας αποκρίθηκε:
Δεν είναι παράξενο που ένα πνεύμα συνδέεται με άλλο με τρόπο ανεπαίσθητο και, καθώς είναι αόρατο, πλησιάζει και υπαγορεύει στην ψυχή αυτά που την ευχαριστούν. Γιατί μεταξύ αυτών των πνευμάτων και της ανθρώπινης ψυχής υπάρχει ομοιότητα και συγγένεια, επειδή και αυτά διαθέτουν νου και λογική, και με τον ίδιο τρόπο ορίζεται η ψυχή του ανθρώπου και η νοερή ουσία εκείνων. Γι’ αυτόν τον λόγο και μπορούν να συνδέονται το ένα με το άλλο μέσω των λογισμών, όχι όμως κατά την ουσία τους, έτσι δηλαδή που το ένα να δέχεται μέσα του το άλλο.
Αυτό είναι δυνατό μόνο στον Θεό, ο οποίος είναι ο μόνος στην κυριολεξία ασώματος και απλός κατά τη φύση του. Γι’ αυτό και υπάρχει μέσα σε κάθε νοερή φύση εισχωρώντας σε όλη την υπόσταση και την ουσία της και αγκαλιάζοντας και ερευνώντας τα αφανή μέρη της, καθώς μόνο αυτός είναι αληθινά απλός και ασώματος. Γιατί αν και λέμε ότι υπάρχουν πνευματικές φύσεις, όπως για παράδειγμα οι άγγελοι και οι δαίμονες, όπως επίσης και η ψυχή, αλλ’ όμως δεν θεωρούμε ότι αυτές είναι τελείως ασώματες· και αυτές έχουν σώμα, αν και πάρα πολύ λεπτότερο από το δικό μας, όπως και ο απόστολος μιλά για σώματα επουράνια και σώματα επίγεια (Α’ Κορ. 15:40), και επίσης λέει: «Σπέρνεται σώμα φυσικό, ανασταίνεται σώμα πνευματικό» (Α’ Κορ. 15:44).
Από αυτά λοιπόν διδασκόμαστε καθαρά ότι κανένας δεν είναι στην κυριολεξία ασώματος παρά μόνο ο Θεός, ο οποίος μπορεί να ερευνά τα κρυφά και να εισχωρεί στα βάθη της καρδιάς και να γνωρίζει όλες τις νοερές ουσίες, γιατί μόνο αυτός υπάρχει όλος παντού και στα πάντα. Γι’ αυτό και μόνο αυτός βλέπει τις σκέψεις των ανθρώπων, όπως λέει ο απόστολος: «Ο λόγος του Θεού είναι ζωντανός και δραστικός, πιο κοφτερός και από κάθε δίκοπο σπαθί· εισχωρεί βαθιά, ως εκεί που χωρίζει την ψυχή από το πνεύμα, το κόκκαλο από το μεδούλι, και κρίνει τις σκέψεις και τις προθέσεις της καρδιάς· δεν υπάρχει δημιούργημα που να μπορεί να κρυφτεί από τον Θεό» (Εβρ. 4:12-13). Και ο Ιώβ λέει: «Αυτός που μόνος έπλασε τις καρδιές μας και γνωρίζει τον νου των ανθρώπων» (Ψαλμ. 32:15 και Ιώβ 7:20).
Μόνο λοιπόν στον Θεό, όπως είπα, είναι δυνατό να γνωρίζει τις σκέψεις μας, καθώς μόνο αυτός είναι στην κυριολεξία ασώματος και εισχωρεί σε όλη την ουσία της ψυχής. Τα ακάθαρτα όμως πνεύματα καταλαβαίνουν την ποιότητα των σκέψεών μας όχι με το να βρίσκονται μέσα στην ψυχή, αλλά παρατηρώντας από έξω κάποια σωματικά μηνύματα και σημάδια. Συμπεραίνουν δηλαδή τις σκέψεις μας ή από τη διάθεσή μας ή από τα λόγια ή από τις επιδιώξεις προς τις οποίες μας βλέπουν να έχουμε ροπή και κλίση. Εκείνες όμως τις σκέψεις που δεν βγήκαν ακόμη από το βάθος της ψυχής καθόλου δεν μπορούν να τις αντιληφθούν. Ακόμη και τους κακούς λογισμούς, που οι ίδιοι σπέρνουν μέσα μας, δεν μπορούν με άλλον τρόπο να καταλάβουν αν τους δεχτήκαμε, παρά μόνο από τις σωματικές κινήσεις, όπως είπα, και από τα μηνύματα του εξωτερικού ανθρώπου.
Όταν, για παράδειγμα, βάζουν στον νου κάποιου λογισμούς γαστριμαργίας, αν τον δουν να παρατηρεί συνεχώς τη θέση του ήλιου και μέριμνά του να είναι η ώρα του φαγητού, καταλαβαίνουν ότι έκανε δεκτή την επίθεση της γαστριμαργίας.
Όταν βάζουν στον νου κάποιου λογισμούς πορνείας, αν τον δουν να στρέφει τα μάτια του εδώ και εκεί και να κοιτά με περιέργεια πρόσωπα που δεν πρέπει, ή αν αντιληφθούν σωματική διέγερση και δουν ότι η ψυχή δεν αντιστέκεται γενναία σε αυτές τις υποκινήσεις, καταλαβαίνουν ότι αυτή τραυματίστηκε από τα βέλη της επιθυμίας.
Όταν, καθώς κάθονται στα μέρη της καρδιάς, σπείρουν λύπη ή οργή, το ότι η σπορά έγινε δεκτή το αντιλαμβάνονται από τις κινήσεις του σώματος. Βλέπουν δηλαδή τα μάτια να στρέφονται ταραγμένα και το πρόσωπο να μην έχει τη συνηθισμένη του όψη, αλλά ή να είναι ωχρό από τη συστολή και την υποχώρηση του αίματος, ή να γίνεται ξαφνικά κόκκινο από τον αναβρασμό του αίματος που από την περιοχή της καρδιάς ανεβαίνει στην επιφάνεια του προσώπου.
Έτσι ερευνούν με κάθε λεπτομέρεια και παρατηρούν με προσοχή από ποιο ελάττωμα νικιέται κάποιος. Καταλαβαίνουν δηλαδή ότι καθένας από εμάς ευχαριστιέται ολοφάνερα από εκείνο το πάθος, στο οποίο όταν μας υποκινούν, βλέπουν ότι δεν δυσανασχετούμε, αλλά με τη σιωπή και την ησυχία μας φανερώνουμε την αγάπη και την ενασχόλησή μας με αυτό.
Και δεν είναι καθόλου παράξενο το ότι οι δαίμονες, που έχουν αέρινα σώματα, μέσω του σώματος καταλαβαίνουν τις διαθέσεις της ψυχής. Γιατί αυτό πολλές φορές το εξακριβώνουν και άνθρωποι έμπειροι, οι οποίοι συμπεραίνουν την κατάσταση και τη διάθεση του εσωτερικού ανθρώπου από την εμφάνιση ή τη συμπεριφορά ή τις ιδιότητες του εξωτερικού ανθρώπου.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Δ’, Υπόθεση ΚΑ’ (21), Του αββά Κασσιανού, σελ. 218. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2010.